Η άγαπη κερδίζεται στην υποταγή (ΙΙ)
Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια –
ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.
Δὲν ξέρω πῶς ἀντιλαμβάνεσαι ἐσὺ τὸν ἔρωτα.
Δὲν εἶναι μόνο μούσκεμα χειλιῶν,
φυτέματα ἀγκαλιασμάτων στὶς μασχάλες,
συσκότιση παραπόνου,
παρηγοριὰ σπασμῶν.
Εἶναι προπάντων ἐπαλήθευση τῆς μοναξιᾶς μας,
ὅταν ἐπιχειροῦμε νὰ κουρνιάσουμε σὲ δυσκολοκατάχτητο κορμί.
(Υπέροχος) Ντίνος Χριστιανόπουλος.
''Ο ερωτας.'' μου ειπε ενα βραδυ, ''Ο ερωτας ειναι πολεμος.''
Ο αρχικος μου θαυμασμος για την λυρικη της τοποθετηση χαθηκε μετα απο λιγα λεπτα.
''Ποιον πολεμας;'' ρωτησα.
''Πολεμας τον εαυτο σου.'' μου απαντησε με σιγουρια.
''Πολεμας τον εαυτο σου; Και τι σχεση εχει ο ερωτας με αυτο;'' την ρωτω παλι.
''Ισως πολεμας και τον αλλον, δεν ξερω.'' τα παραταει, εγω ποτέ.
Επρεπε να φτασω στο τελος του κοσμου για βρω την αληθεια ετουτη αγκαλιασμενη σφιχτα με πολλες αλλες.Και την ρωτησα παλι, στο ιδιο μπαλκονι με διαφορα τρια χρονια.
''Γιατι να πολεμησεις καποιον με τον οποιο εισαι ερωτευμενος;''
''Γιατι κι εκεινος σε πολεμα.''
''Γιατι με πολεμα;''
''Γιατι ετσι ειναι, πρεπει να σε κατακτησει.''
''Και αν κατακτηθω;''
''Τοτε υπομενεις τον κατακτητη.''
''Κι αν κατακτησω;''
''Τοτε αντεχεις το οτι εχεις αναγκη τον κατακτημενο για να εισαι νικητης.''
''Ο πολεμος αυτος εχει θυματα;'' την ρωταω ξανα.
"Ναι!'' μου απαντα ''Χανεις ανθρωπους.''
''Γιατι; Αφου ο ερωτας ειναι υποθεση για δυο.''
''Δεν εχεις ακουσει ποτε οτι μετα τον ερωτα και τον πολεμο κανεις δεν επιστρεφει ιδιος;''
''Μολις ερωτας τελειωσει, αλλαζεις;''
Γελαει, ''Οχι! Οσο κραταει αλλαζεις!''
''Ειναι αφορητο να βλεπεις εκεινους που αγαπας να αλλαζουν για εναν αγνωστο.''
''Αφορρητο; Περιεργη η λεξη σου.'' μου φανηκε να την ποναει.
'' Εχεις σμιλευσει και εσυ εκεινον τον ανθρωπο, πλαι στους γονεις και την οικογενεια, εισαι κι εσυ καπου εκει να βοηθας, να στηριζεις, να παρατηρεις το εργο σε εξελιξη.''
''Και μετα;''
Κανει μια παυση πριν μου απαντησει, σαν να προσπαθει να φερει την εικονα στο μυαλο της.
''Μετα ερχεται εκεινος, Και παιρνει το γλυπτο απο τα χερια ολων, και το σμιλευει, οπως θελει, διχως να το ρωτα, να το αφηνει να δουλευει μονο του.''
''Μα τι ερωτας ειναι αυτος επιτελους;''
''Δεν θα καταλαβεις ποτέ.''
"Δεν μου αρεσει να μην καταλαβαινω.'' της εξομολογουμαι με παραπονο.
''Δεν ειναι στο χερι σου παντα να κατανοεις εκεινα που δεν μπορεις να νιωσεις, ειναι σαν να σε ρωτω τι γευση εχει το ωμο ψαρι. Εχεις φαει ποτέ ωμο ψαρι;''
"Ποτέ.''
''Μπορεις να ξερεις τι γευση εχει αν δεν το εχεις φαει; Πως μυριζει αν δεν εχεις παει κοντα του; Τι υφη εχει αν δεν το εχεις αγγιξει;''
''Οχι.''
''Τοτε πως μπορεις να ξερεις ποιος νικησε σε εναν πολεμο διχως να μετεχεις;''
''Φαινεται ο κατακτητης και φαινεται κι ο κατακτημενος.'' της απαντω με σιγουρια.
''Το μονο που βλεπεις ειναι δυο ανθρωπους να κρατιουνται απο τα χερια, αναμεσα στους καπνους και το συντριμμια πισω τους.''
''Κατεστρεψαν τα παντα για να ειναι μαζι;''
''Οχι! Ο καθενας μερικα κομματια του εαυτου του για να μπορεσει να αντεξει τον αλλον.''
''Δυο εμφυλιοι δηλαδη;''
''Δεν θα το λεγα.''
Νευριαζω.
"Δεν καταλαβαινω!"
''Μαχεσαι καποιον που αγαπας, ενω παραλληλα μαχεσαι και τον εαυτο σου, παντα στην ζωη παλευεις με το μεσα σου.''
''Και αυτος ο πολεμος; Ποτε τελειωνει;'' με αγωνια ρωταω.
Χαμογελα πικρα, σαν κατι να θυμηθηκε.
''Λοιπον, αν εισαι πολυ τυχερος, και εννοω...πολυ πολυ τυχερος στη ζωη και βρεις καποιον να σε πολεμα διχως να σε πληγωνει ανεπορθωτα, τοτε αυτος ο πολεμος δεν θα τελειωσει ποτέ.''
5 Ιανουαριου.
''Ξερεις κατι; Εγω θα κανω αυτο που γουσταρω!" η Ερμιονη το ουρλιαζει αυτο καθως ανοιγει την πορτα απο το διαμερισμα του αγοριου της και βγαινει εξω.
Πριν προλαβει να κανει δευτερο βημα, ο Βασιλης την πιανει απο το μπρατσο και την τραβαει μεσα κλεινοντας και την πορτα με κροτο.
Βαριανασαινει για να μεινει ψυχραιμος.
''Αν πας εμεις οι δυο εχουμε τελειωσει.'' την απειλει και κατι μεσα του ζαρωνει.
Η Ερμιονη περισσοτερο φουντωνει.
''Αλλιως τι; Θα με παντρευοσουν; Θα εισαι οικονομικος συμβουλος στην εταιρια του πατερα σου στην Θεσσαλονικη, αντε θα κανεις και δυο γραφεια στην Αθηνα για το ξεκαρφωμα και θα κατεβαινουμε μια φορα τον χρονο!Κι εγω;;"
Ηταν μια συζητηση που αρχισε με την ερωτηση :
''Που θα παμε διακοπες''
Και θα εληγε με χωρισμο.
Ο Βασιλης απηυδησε.
Την πεταξε κυριολεκτικα στον καναπε και αρχισε να περπαταει πανω κατω στο σαλονι για να σκεφτει.
''Ορκιζομαι σε ενα μηνα και κατι, και ποιος σου ειπε οτι θα παμε Θεσσαλονικη;''
Το προβλημα ωστοσο ηταν αλλου.
''Ωραια και εγω θα παω στο Μοναχο.''
''Και θα χωρισουμε.'' την κατηγορει.
''Αφου δεν θες να προσπαθησουμε για εξ'αποστασεως.'' του ριχνει την κατηγορια στα μουτρα.
''Να το καταλαβω για εξι μηνες, για εναν χρονο, αλλα για δυο χρονια; ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ εξ'αποστασεως;''
''Ωραια οποτε τι; Να θυσιασω τα ονειρα μου για να ειμαστε μαζι;''
Της γυρναει την πλατη και ξεφυσαει.
''Κάνεις λες και δεν εχεις ηδη ενα καλο πτυχιο.''
''ΘΑ εχω ενα καλο πτυχιο, τον Ιουνιο, μολις ορκιστω.'' του υπενθυμιζει.
''Και τον Ιουλιου θα φυγεις!''
''Ωραια και μενω εδω, και κανω ενα καλο μεταπτυχιακο εδω, και μετα τι;''
''Μετα δουλευεις μαζι μου-''
Σηκωνεται ορθια απεναντι του.
"Αυτο μην το ξαναπεις!'' τον απειλει σχεδον.
Ξεφυσαει και τριβει τους κροταφους του εξαντλημενος απο την επαναληψιμοτητα.
"Δεν ειναι η φαρμακευτικη του πατερα μου αρκετη για σενα;'' παει να το παιξει θιγμενος μα η Ερμιονη τον ξερει καλυτερα απο αυτο.
''Οχι Βασιλη, ισα ισα, ειναι τιμη μου και το ξερεις!Απλα δεν γινεται να στηριξω μια ζωη πανω σε εσενα! Να παρουμε μαζι διαμερισμα, να αφησω τις σπουδες μου, να δουλεψω για σενα, τι ακολουθει μετα; Να μην δουλευω καθολου και να μενω σπιτι με τα παιδια;''
Αυτο χτυπαει τον νεαρο καπου ευαισθητα.
''Η μανα μου το εκανε και ξερεις παρα πολυ καλα ο,τι ο πατερας μου της ηταν ευγνωμων.''
Αλιμονο μην του θιξουμε την μητερα.
''Βασιλη μου δεν λεω οτι ειναι υποβιβαστικο, απλα δεν ειναι για μενα! Δεν μπορω να κανω δουλειες, πρεπει να κανω κατι εξω, να βλεπω κοσμο, δεν θα σχολιασω καν το οτι συμφωνησες με τον γαμο και τα παιδια, μεχρι πριν εξι μηνες δεν λεγαμε την λεξη σχεση!''
''Ναι αλλα τωρα μιλαμε σοβαρα!!'' της ουρλιαζει και σε αυτη τη φαση η κοπελα αναρωτιεται αν οι γειτονες του πιστευουν οτι την χτυπαει.
''Εχουμε καιρο μπροστα μας ακομα, σε εξι μηνες δεν ξερεις τι μπορει να αλλαξει Βασιλη.'' προσπαθει να βαλει ενα τελος, εχει την αναγκη να περασει πανω απο το τραπεζακι του σαλονιου και να τον αγκαλιασει. Σαν να φευγει αυριο για Γερμανια.
''Δεν θα αλλαξει απολυτως τιποτα Ερμιονη. Εισαι 24 χρονων γυναικα, ωριμασε και δες το επιτελους μακροπροθεσμα!"
Εκεινη αναφωνει προσπαθωντας να μην γελασει.
Αυτος λεει σε μενα να ωριμασω; Που κοντευει τα 26 και μεχρι προσφατα δεν εκανε σχεσεις;
''Ωραια! Για να ληξει εδω! Πες μου τι θες να σου πω και θα το πω γιατι εχω πονοκεφαλο!''
Το σκουρο βλεμμα την καιει. Ειναι εξαλλος μαζι της.
''Μην πας.'' της λεει, και η Ερμιονη παντοτε απορουσε πως δεν ντρεποταν να της το ζηταει, ηταν αραγε τοσο συμφιλιωμενος με την εγωκεντρικοτητα του;
''Ωραια τοτε, να παντρευτουμε.'' του χαμογελαει, ξεροντας οτι νικησε, ο Βασιλης με κατι τετοια χλωμιασε. Τον ειδε να σφιγγει τα δοντια.
''Ηλπιζα να το πεις αυτο.'' μουρμουρισε και εκανε μια κινηση να πιασει το μπουφαν του που κρεμοταν απο τους γαντζους διπλα στην πορτα. Ανοιξε την τσεπη και απο μεσα εβγαλε ενα κουτακι.
Ελα μου;
Η Ερμιονη εχασε το χρωμα της, ολα γυρω της θολωσαν και αρχισε να μουδιαζει.
''Τι...τι κανεις;''
Το αγορι της της χαμογελαει, με εκεινο το γνωστο του σκανταλιαρικο χαμογελο, που γνωρισε και ερωτευτηκε.
''Το σκεφτηκα αρκετα και...''
Πηγε να πεσει στο ενα γονατο και την επιασε αναγουλα.
Θεε μου τι παει να κανει ο τρελος;
''Βασιλη σταματα!'' του φωναζει, ισως πιο δυνατα απο οτι πιστευε. Αυτο τον εκανε να παγωσει την θεση του, και το χαμογελο του επεσε.
''Τι εννοεις σταματα;'' ακουγε ενα γρυλισμα να ανεβαινει στον λαιμο του, σχεδον με οση ταχυτητα ανεβαινε ενας λυγμος στον δικο της.
Προσπαθησε να παρει μια ανασα. Δεν ειχε.
Εψαξε να βρει κατι να του πει, ουτε απο εκεινο ειχε.
Κοιταξε γυρω της και ολα ηταν θολα.
Πρεπει να βγω εξω.
Και με αυτη τη σκεψη, διχως παλτο ή τσαντα, ετρεξε στην πορτα, την ανοιξε, και βγηκε εξω κλεινοντας την με κροτο και αφηνοντας τον Βασιλη μεσα με το κοκκινο κουτακι στο χερι.
Την πρωτη της ανασα την πηρε κλαιγοντας με λυγμους κοντρα στον τοιχο του διαδρομου.
----------------------------------------------------
6 Ιανουαριου - Κολωνακι.
Ξυπναει μονος στις 7.
Ανοιγει τα ματια και σκεφτεται οτι ολο αυτο ειναι σουρεαλιστικο, σαν να βρισκεται σε παραλληλο συμπαν.
Η σκεψη του τρεχει στιγμιαια στην Ιασμη, ποναει.
Εκεινη πλαι του κουκουλωμενη μεχρι το κεφαλι ανασαινει βαθια.
Βγαζει τον σκυλο βολτα και εκεινος διπλα τρεχει με ακουστικα στα αυτια, εχει να μαθει πολλα νεα τραγουδια για την συναυλια που ερχεται.
Γυριζει σπιτι. Κανει μπανιο, φτιαχνει καφε, τοστ, κανει δυο τσιγαρα στην απολυτη σιωπη της Αθήνας που ξυπνα σε καραντινα .
Παιζει βιολι μεχρι τις 9.
9 :12 κοιταζει το ρολοι και περιμενει να ακουσει το ξυπνητηρι της.
Το ακουει οντως.
Κλεινει μετα απο δευτερολεπτα.
Σιωπη.
Συνεχιζει να παιζει.
Η ωρα εχει παει δεκα και εκεινη δεν εχει μπει στο δωματιο να του πει καλημερα.
Η τηλεδιασκεψη του ειναι στις εντεκα. Μα οταν βγαινει στο σαλονι δεν την βρισκει να βλεπει τηλεοραση, ουτε στην κουζινα ειναι να πινει καφε, το μπαλκονι αδειο και το μπανιο το ιδιο.
Η πορτα του δωματιου τους κλειστη.
Αποφασιζει οτι η Κυβελη του δινει χωρο. Το αποδεχεται και περνουν δυο ωρες.
Οταν η ωρα εχει παει σχεδον μια το μεσημερι ανησυχει.
Απο το δωματιο δεν ακουγεται τιποτα.
Ενω απο το κενο κατω απο την πορτα δεν βλεπει φως.
Ζυγιζει τις επιλογες στο μυαλο του.
Χτυπαει το κινητο του, ειναι η Τατιανα.
Κοιταζει μια την οθονη μια το δωματιο.
''Ελα.'' απανταει κοφτα, την ακουει να σιγοκλαιει στην αλλη γραμμη
Βγαινει στο μπαλκονι και οταν το κλεινει η ωρα ειναι 2 παρα.
Και εκεινη ακομη να βγει.
Αποφασιζει οτι κακο δεν ειναι, και μπαινει στο δωματιο.
Σιωπη.
Εντοπιζει το κορμι της κουλουριασμενο στην γωνια που την αφησε.
''Κυβελη εισαι καλα;'' ρωταει απαλα, σκεπτομενος οτι μαλλον την πηρε ο υπνος.
Ακουει ενα μουγγρητο που του φαινεται περιεργο. Σαν αναφιλητο.
Ανοιγει το βημα του και φτανει στην πλευρα της στο κρεβατι, γονατιζει πλαι της και παταει το κουμπι για να ανοιξουν τα πατζουρια και να μπει το οποιο φως στο δωματιο.
Την βλεπει να τυφλωνεται να σμιγει τα φρυδια. Τα ματια της ειναι κατακοκκινα και πρησμενα, ή το δερμα της ειναι υπερβολικα λευκο;
''Τι εγινε; Ξερεις τι ωρα ειναι;'' δεν θελει να φανει οτι την μαλωνει, γιατι απλα ανησυχει.
Η κοπελα ειναι καταχλωμη.
''Ποναω. '' ψιθυριζει τοσο σιγα και μορφαζει οταν κουνιεται λιγο.
Παγωνει ολοκληρος. Τι ειπε;
''Τι ειπες;'' νομιζει οτι ακουσε λαθος, αλλα οχι.
''Η κοιλια μου, και πιο κατω, ποναω πολυ.'' κρυβει το κεφαλι της αναμεσα στα παπλωματα και κλαιει σιγανα.
Ο Ορεστης τα χανει, κοντευει να πεσει πισω.
''Πως ; Εννοω ...απο τι;''
''Νομιζω θα αδιαθετησω. Και συνδυαστικα με χθες.''
Χθες. Μια λεξη χιλιες μαχαιριες.
''Να σου φερω κατι; Νερο; Παυσιπονο;'' προσπαθει να βρει μια λυση.
Ανασηκωνεται ελαφρως και κοιταζει μεσα απο το παπλωμα, την βλεπει που χανει κι αλλο το χρωμα της.
''Γαμωτο.''
Το κοκκινο του αιματος ηταν που αφησε τον Ορεστη λευκο σαν πανι.
Συγκεντρωσου, δεν το εκανες εσυ αυτο, δεν το εκανες εσυ αυτο.
''Αδιαθετησα κι απο πανω.'' κλαψουρισε και καθως ανασηκωνοταν μορφασε απο εναν πονο που ηταν δικος του, εκεινος ηταν ο αφεντης και δημιουργος του.
Εμεις οι καλλιτεχνες ειμαστε τερατα.
''Σε παρακαλω Ορεστη φυγε.'' κλαψουριζει και κοιταζει απο την αλλη.
''ειμαι γεματη αιματα, σαν να με εσφαξαν και το κρεβατι και τα σεντονια, θεε μου τα σεντονια, δεν θυμαμαι πως βγαινει και ειναι τα αγαπημενα σου.'' παραμιλαει πανικοβλητη.
Βρισκει την ψυχραιμια να πει κατι, γιατι εως εκεινο το λεπτο στεκοταν απλα σαν ηλιθιος απο πανω της.
Πολυ αιμα.
''Με το ζορι μπορεις να σταθεις ορθια, δεν ειναι σωστο να φυγω.'' το θετει με τροπο που δεν την ικανοποιει.
''Ορεστη το τελευταιο που χρειαζομαι σε αυτη τη σχεση ειναι να σε αηδιαζω και απο πανω.'' ο τροπος που η φωνη της ραγισε στο τελος τον χτυπησε στο προσωπο.
''Οχι!'' φωναξε ισως πιο δυνατα απο οτι επρεπε.
''Θελω να βοηθησω. '' επεξηγει, πιο απαλα αυτη την φορα.
''Μπορεις να σηκωθεις;'' Ετεινε το χερι του προς το μερος της. Το κοιταξε σαν να ειχε ξεσυνηθισει τον παλιο του εαυτο και διστακτικα αρνηθηκε.
Τα μαλλια της επεφταν σαν καταρρακτης πορτοκαλοκοκκινου πανω στο προσωπο και στο μαξιλαρι, και αναμεσα στα λευκα παπλωματα και την χλωμη Κυβελη, ηταν το μονο χρωμα.
''Φερε μου απο την τσαντα μου τα Nurofen και ενα ποτηρι νερο αν μπορεις.''
Υπακουει και παει να το κανει, μα επειτα σκεφτεται.
''Με αδειο στομαχι;'' αναρωτιεται δυνατα.
''Θα φαω μετα.''απανταει και κλεινει παλι τα ματια της.
Παιρνει απο την κουζινα ενα κρουασαν σοκολατας που ειχε παρει απεξω, για εκεινη ηταν, απλα πεντε ωρες πριν.Αυτο, τα χαπια και ενα μπουκαλακι νερο και ετρεξε σχεδον μεσα.
Την βρηκε εκει που την αφησε, σχεδον διπλωμενη στα δυο.
Δεν ηξερε τι να κανει.
''Μηπως να παρω τηλεφωνο εναν γιατρο; Να παμε στο νοσοκομειο να...''
Την ακουσε να γελαει μεσα απο σφιγμενα δοντια και να σφιγγει τα παπλωματα πανω της.
''Αν πηγαινα στο νοσοκομειο καθε φορα που συνεβαινε αυτο θα ηξερα μεχρι και τους τραυματιοφορεις.''
Τα ακουμπησε πλαι της στο κομοδινο. Τοτε παρατηρησε οτι απεφευγε να τον κοιταξει ή την οποιαδηποτε οπτικη επαφη.
''Ορεστη σε ευχαριστω, ειμαι καλα, σε παρακαλω δεν μπορω να το δεις αυτο..'' μουρμουριζει ξεπνοα. Σφιγγει τα δοντια και κραταει το στομαχι της.
''Για λιγο αιμα κανεις ετσι; Φαε κατι και παρε το χαπι σου για να νιωσεις καλυτερα.'' προτεινει.
''Δεν μπορω νομιζω θα κανω εμετο.'' μουρμουριζει και οντως ειναι καταχλωμη.
Θεε μου αν λιποθυμισει τι θα κανω;
Βλεπει τον τρομο στο υφος του και σπευδει να τον καθησυχασει.
''Ειναι της περιοδου, ηρεμησε.''
''Για ευκολο το εχεις;''
Ειναι ετοιμη να πεθανει, ποιας περιοδου;
Εκανε ακομα μια προσπαθεια να ανασηκωθει, που πηγε καλυτερα και βρεθηκε ορθια.
Το γυμνο της σωμα απο το προηγουμενο βραδυ πονουσε σε πολλα σημεια.
Ο Ορεστης ειδε το αιμα να βαφει τα μπουτια της. Δεν μπορουσε να παρει το βλεμμα του απο πανω της.
''Σε παρακαλω μην με κοιτας.'' παρακαλεσε γεματη ντροπη και προσπαθησε να καλυφθει με ο,τι ειχε μπροστα της.
Αυτο τον ξυπνησε. Κοιτουσα σαν περιεργος;
''Εμ...σου φερνω πετσετα.''
Επεστρεψε με μια γκρι πετσετα στο χερι, που μολις της την εδωσε η κοπελα την τυλιξε γυρω της.Εκανε το πρωτο βημα και μορφασε ελαφρως.
Δεν αντεξε αλλο. Ηταν και καταχλωμη.
Θα πεσει κατω και θα μεινει εκει.
''Εισαι υπο διαλυση.'' και με αυτο περασε το χερι του κατω απο τα γονατα της και πισω απο την πλατη της.
''Δεν χρειαζ-''
''Σιωπη.'' διεταξε απαλα.
Την εφερε κοντα στο στερνο του και την κουβαλησε μεχρι το μπανιο.
Την ακουμπησε πανω στο μαρμαρο που τοσες αλλες φορες την ειχε αφησει για να ετοιμασει το νερο, οπως και στην προκειμενη περιπτωση.Με την ακρη του ματιου του την ειδε να χαμογελα τρυφερα, με μια πικρια να ελοχευει.
''Φοβασαι μην πεσω κατω και σπασω το κεφαλι μου;'' αστειευεται.
"Ναι βασικα αυτο φοβαμαι.'' της επιβεβαινει με πληρη σοβαροτητα, δοκιμαζοντας ακομα το νερο.
''Εχεις δει το χρωμα σου; Εισαι πιο λευκη και απο πανι, πιο λευκη απο οτι ησουν πριν αν αυτο ειναι δυνατον!'' Ανασηκωνεται.
"Ετοιμο.'' της ανακοινωνει και η κοπελα κατεβαινει σφιγγοντας τα δοντια και με την βοηθεια του κανει τρια βηματα μεχρι το ντουζ. Ξετυλιζει την πετσετα και του την δινει.
Τον κοιτα στα ματια.
''Σε ευχαριστω Ορεστακο.'' κανει να κλεισει την συρομενη γυαλινη πορτα αναμεσα τους.
Την σταματαει.
''Τι κανεις;''
''Τι κανω;'' δεν θελει εντασεις.
''Κανε ετσι μπανιο." προτεινει.
''Με την πορτα ανοιχτη;
''Μισανοιχτη.''
''Και εσενα να κοιτας;''
Ανασηκωνει το φρυδι του.
"Εχεις δει το χρωμα σου πως ειναι; ''
Της το τονισε αρκετες φορες. Εφταιγε ισως και η αυπνια, το κλαμα που εκανε τα ματια της να πρηστουν, η εξαντληση των τελευταιων ημερων ή και ολα αυτα μαζι, αλλα η Κυβελη κλωτσουσε μεσα του εντονα το σημειο της ευθυνης.
Με τα πολλα πολλα αρχιζει να κανει μπανιο υπο την προύποθεση οτι θα κοιταξει αλλου ωστε να μπορεσει να πλυθει.Κραταει τον λογο του. Μολις βγηκε σκουπιστηκε και σταθηκε για λιγο ακινητη προσπαθωντας να ξεπερασει τον επερχομενο πονο.
''Τωρα θα κατσω να κατουρησω, μπορω;''
Ηθελε να ρωτησει γιατι δεν το εκανε πριν το μπανιο, αλλα αρκεστηκε σε ενα νευμα.
Βγηκε απο το μπανιο και μπηκε στο υπνοδωματιο τους,
Η Κυβελη δεν φημιζοταν για τα ανετα ρουχα της, κυριως γιατι ηταν κορη του πατερα της και δεν πιστευε σε αυτα.Ο Ορεστης πηρε μια φορμα και ενα φουτερ του, μαζι, το λιγοτερο κοφτο της εσωρουχο και ενα φανελακι.Τα πηγε ολα στο μπανιο και τα αφησε απεξω.
Αρπαξε το κινητο του απο την κουζινα και μπηκε παλι στο δωματιο.
Η μαμα του απαντησε στο λεπτο.
"Ελα Ορεστακο μου τι εγινε;'' ακουγοταν ανησυχη.
''Ολα καλα, να σου πω μαμα, το αιμα απο τα σεντονια πως βγαινει;''
''ΤΟ ΑΙΜΑ;''
''Μανα ηρεμησε, η Κυβελη αδιαθετησε και εμ...''ενιωθε αβολα να το συζηταει με την μαμα του.
''Αχ το κοριτσι κριμα.''
''Γιατι κριμα;''
''Μου ειχε αναφερει οτι περναει δυσκολα.''
Αυτο τον παραξενεψε.
Αυτα συζητανε οι γυναικες μεταξυ τους;
''Ε ναι δεν ειναι πολυ καλα, ειναι βασικα κατασπρη και ζαλιζεται. Τελος παντων τα σεντονια τωρα-''
''Πετα τα ολα στο πλυντηριο και βαλτο στο παγωμενο, αντε τωρα να σου εξηγησω πως και τι, βαριεμαι. Αν δεν βγει πετα τα και παρε αλλα, και να σου πω! Μην αφησεις το κοριτσι μονο του, θα λιποθυμισει θα ανοιξει το κεφαλι της και θα εχουμε αλλα!''
''Ναι μαμα.''
Σχεδον του φαινεται φυσιολογικο ολο αυτο ,σαν να μπηκε σε μια φουσκα που ολα ηταν οπως πριν.
''Εσυ πως εισαι;''... και πισω στην πραγματικοτητα.
Ξεφυσαει.
''Δεν ξερω, ειναι μερικες φορες που ειμαι καλα, σαν να το ξεχναω για λιγο, και αλλες που δεν...'' της απανταει ειλικρινα και περναει ενστικτωδως το χερι του μεσα απο τα μαλλια του, τα οποια ομως δεν ειναι εκει.
''Φαγητο; Εχετε;''
''Θα παραγγειλω-'' προσπαθει να το κλεισει για να γυρισει σε εκεινη.
''Οχι πιτσες και σουβλακια και αηδιες!''
"Τοτε;''
''Να πω στην Ριτσα-''
''Μανα.'' ο τονος του βαθαινει.
"Θα σου φερω εγω οπως πηγαινω στο γραφειο του μπαμπα, ξεκιναω σε πεντε λεπτα. '' του δηλωνει.
''Δεν θε-''
''Δεν σε ρωτησε κανείς.'' του το κλεινει τα μουτρα
Ξεφυσαει κοιτωντας την οθονη.
Επιστρεφει στο δωματιο τους και ξεσκεπαζει το κρεβατι για να βρεθει αντιμετωπος με δυο λεκεδες στα σεντονια και τα κατωσεντονα.
Τα βγαζει προσκεκτικα και ανακουφιζεται που το στρωμα δεν εχει παρα μια μικρη κοκκινιλα.
Τα παιρνει οπως ειναι και τα πηγαινει στο WC, εκει που εχει το πλυντηριο και το στεγνωτηριο.
Τα βαζει στο πανω μαζι με αρκετο απορρυπαντικο, το βαζει στους 30 βαθμους, και τα αλλα καπως στην τυχη και το θετει σε λειτουργια.Περναει απο το μπανιο και βλεπει οτι τα ρουχα δεν ειναι πια στο πατωμα. Απο την ντουλαπα του διαδρομου παιρνει ενα νεο σετ σεντονια που το στρωνει στο κρεβατι και ντυνει εκ νεου τα 6 μαξιλαρια.
Εχουν περασει περιπου 25 λεπτα, οταν η Κυβελη βγαινει απο το μπανιο φορωντας τα ρουχα του, με μαλλια στεγνα και μια ατονια να την κατακλυει. Ηθελε να την σηκωσει απο τα ποδια της. Απο το βλεμμα του το καταλαβε.
"Ποσο χαλια ειμαι;'' μουρμουρισε και αγγιξε το προσωπο της.
''Απλα εισαι χλωμη, φαινεσαι κουρασμενη.''
Κανει να παει στο δωματιο τους μα βλεπει τα παντα συγυρισμενα.
Κοκκινιζει στην σκεψη.
''Ρε Ορεστη!" αναφωνει και ο βιολιστης την αγνοει.
''Θα ξαπλωσεις στο σαλονι, εχω ανοιξει τα παραθυρα για να μπει αερας και εχει κρυο.''
''Δεν θες να παιξεις βιολι;'' ευχεται να μην του αλλαξει γνωμη.
''Να σε εχω το νου μου.''
Ευτυχια.
''Μισο να παρω τα χαπια μου.''
''Θα στα φερω εγω."
Μοιαζει ανυπομονος να την καθισει στον καναπε. Αυτο της δημιουργει μια ομορφη θερμη στο στηθος.
Καθεται στον αγαπημενο της καναπε και η Λαιδη αμεσως τρεχει απο το κρεβατακι στης στην αλλη ακρη και πηδαει διπλα της για να βολευτει στα ποδια της.
''Μπορεις να μου φερεις και το κινητο μου;'' ζηταει πριν κανει μεταβολη.
Γνεφει θετικα και γυριζει απο την αλλη.
''Και μια κουβερτουλα.'' ζηταει πιο απαλα, με παιδικη σχεδον φωνη. Ξερει οτι παιζει με την τυχη της.
''Και μια κουβερτουλα.'' τον ακουει να υποχωρει.
Την ιδια στιγμη χτυπησε το κουδουνι, ο Ορεστης κοιταξε την ωρα.
"Διακτινιστηκε;'' μουρμουριζει στον εαυτο του.
''Περιμενεις κανεναν;'' την ακουει να φωναζει απο το σαλονι.
''Ανοιγω εγω μην σηκωθεις.'' προειδοποιει.
Επιστρεφει στο σαλονι με μια αγκαλια απο πραγματα που του ζητησε και αντικριζει το ερωτηματικο στο βλεμμα της.
Ξεφυσαει.
''Η μανα μου.''
---------------------------------------------------
Η Κυβελη εφαγε το γιουβετσι της μαμας του, πηρε το χαπι της και μιση ωρα αργοτερα βρηκε το χρωμα της. Βολευτηκε καλυτερα στον καναπε και σκεφτηκε ποσο περιεργα ξεκινησε εκεινη η μερα. Επρεπε να ξυπνησω σε ενα λουτρο αιματος για να μου δωσει σημασια;
Ο Ορεστης της εδινε τον χωρο της, δεν την στριμωξε για να ξαπλωσει διπλα της στον καναπε οπως αλλες φορες.
Μακαρι να το εκανε.
Μιλουσε με την κυρια Νεφελη που καθοταν κι εκεινη στην πολυθρονα απεναντι και προσπαθουσε να αφουγγραστει το κλιμα αναμεσα τους και την διαθεση του.
''Θα ερθετε αυριο το μεσημερι για φαγητο και δεν ακουω λεξη.'' επεμεινε.
''Με τη δικαιολογια;'' εμμεσα της ελεγε Οχι.
''Παροχη βοηθειας σε ηλικιωμενο.'' ειχε ετοιμη την απαντηση της.
''Δεν υπαρχει περιπτωση.''
''Ωραια τοτε θα πω στον πατερα σου να ερθουμε μετα το γραφειο εδω για καφε, καλη ιδεα ε;'' τον προκαλει.
Την κοιταζει για λιγο. Προσπαθει να βρει αλλον τροπο να πει οχι. Αντιλαμβανεται την ηττα του και ξεφυσαει."Καλα, θα ερθω.''
''Κυβελη εσυ;'' γυριζει στην κοπελα που ειχε κλεισει ελαφρως τα ματια μα το ονομα της την ξυπνησε.
''Η Κυβελη δεν νιωθει καλα, θα κατσει σπιτι.'' απαντησε ο Ορεστης για εκεινη.
''Μην γινεσαι ανθρωπος τον σπηλαιων, αν νιωσει καλυτερα να ερθει.'' μαλωνει τον γιο της.
Η κοπελα της γνεφει καταφατικα, διαβεβαιωνοντας την οτι θα προσπαθησει.
Η υπολοιπη μερα κυλαει ηρεμα. Ειναι το φοντο του Ορεστη σε καθε βιντεοκληση του με τις ορχηστρες και ολοι την χαιρετουν ανακουφισμενοι μαλλον που αυτη η πτυχη στην ζωη του δεν ειχε αλλαξει.
Η νεα της θεση της εδωσε μια καλυτερη οπτικη να τον παρατηρει.
Δεν ηταν χαλια, οχι οπως τις προηγουμενες μερες. Βεβαια οσο τον ηξερε μπορουσε να πει οτι δεν ειχε ξεσπασει ακομα, οχι τελειως. Ωστοσο ηταν ηρεμος, σταθερος και οχι ακριβως απομακρος.
Ηταν αυστηρος. Οι κινησεις του δηλωναν κατι απροσιτο, σαν να της ειχε παρει πισω το δικαιωμα να τον αγγιζει οποτε θελει. Καποιος τον ειχε ληστεψει! Αυτο ηταν!
Του ειχε κλεψει την παιδικοτητα, τον σκανταλιαρικο χαρακτηρα και ολα οσα ερωτευτηκε σε εκεινον.
Κι ομως, ολως περιεργως δεν εμοιαζε στον Σπυρο, ευτυχως. Μεσα στα ματια του εβλεπε καπου βαθια το φως!
Απεπνεε ενα κυρος, στεκοταν ψηλος και αγερωχος στην μεση του σαλονιου με το βιολι στο χερι και τις παρτιτουρες στο τριποδο. Το ειχε καταστησει σαφες, ηταν εκει για να κανει τη δουλεια του, και ηταν ο καλυτερος σε αυτη. Κι αν δεν ηταν θα γινοταν.
Της θυμιζε καποιον, που ομως δεν μπορουσε να ξεθολωσει η μορφη του στο μυαλο της.
----------------------------------------------------
7 Ιανουαριου - 510 νεα κρουσματα.
''Εισαι ενταξει;'' την ρωταει για χιλιοστη φορα μολις βγαινει απο το δωματιο. Η ωρα ηταν 12 και σε μια ωρα επρεπε να βρισκονται στην Βουλα, στους γονεις του.
"Ναι, πηρα κι αλλο παυσιπονο, καλυτερα ειμαι.'' οταν περπατουσε ακομα ενιωθε ενα τραβηγμα, αλλα εβαζε να δυνατα της να μην φαινεται.
''Δεν χρειαζεται να ερθεις παντως. '' της λεει παλι. Ισως να ηταν και η δεκατη φορα.
''Δεν θες;'' τον ρωτα αξαφνα.
Σε παρακαλω μην εισαι ειλικρινης μαζι μου...
Πισωπαταει.
"Δεν ειπα αυτο.''
Στον δρομο δεν τους σταματαει κανείς.
''Μηπως να παρουμε και ενα μπουκαλι κρασι;'' τον ρωταει κρατωντας ηδη ενα κουτι γλυκα.
Και η ιδεα της ηρθε πεντε λεπτα πριν στριψουν στο στενο.
Τον ειδε να στριφογυριζει τα ματια του.
''Ειμαι αρκετα σιγουρος οτι θα φτασει το κρασι που εχουν σπιτι.'' την αποπαιρνει και εκεινη μουτρωνει.
''Εγω το ειπα για να μην παμε μονο γλυκα...''
''Κι εγω το ειπα γιατι το θεμα σου με το κρασι εχει ξεφυγει.''
Κατι μεσα της την πηγε πισω, πολυ πισω. Σε ενα παρελθον που γνωριζε καλα.
Ομως δεν ειπε λεξη.
---------------------------------------------------------------
Το κλιμα ηταν ηρεμο, ελαφρως πεσμενο απο την πλευρα του Ορεστη και υπερβολικα επιτηδευμενο απο την πλευρα των γονιων του. Η Κυβελη ηταν εκει να κραταει τις ισορροπιες, κι εκεινοι την κοιτουσαν περιμενοντας κατι σαν οδηγιες, για το πως να αντιμετωπισουν τον γιο τους;
Ηταν κατι που ουτε η ιδια μπορουσε να καταλαβει ακομα. Αυτο που ομως ηξερε ηταν οτι ο βιολιστης ηθελε χωρο και χρονο, κατανοηση. Στην παρουσα φαση δεν χρειαζοταν μια συντροφο, αλλα μια συμπαρασταση. Και την πονουσε αυτο, αλλα ηλπιζε μεσα απο την φαση αυτη να βγουν μαζι δυνατοτεροι.
Αξαφνα χτυπαει το κουδουνι. Το ζευγαρι κοιταχτηκε και ο Πετρος κρατησε σχεδον την ανασα του.
"Περιμενουμε καποιον;'' ρωτησε την γυναικα του που σηκωθηκε διχως απορια να ανοιξει.
''Οχι καλε μην φανταστεις, θα ερθει ο αδελφος μου με την Εβελινα να μας δουν, για εναν καφε θα κατσουν.''
Η Κυβελη ζαλιστηκε αποτομα.
Αυτο μας ελειπε!
Ο Ορεστης δεν κοιτουσε πανω, αλλα επιμονα το πιατο του.
Θα γινει φονικο, θα τον σκοτωσει...
Ο βιολιστης δεν ειχε ποτε θεμα με τον θυμο του, αλλα ο θανατος της Ιασμης ειχε ως κυριο αιτιο τον θανατο της αδελφης της, που ηθικος αυτουργος ηταν ποιος ; Ο Δελης.
Ο Πετρος κοιταξε την δικηγορινα. Τι κανουμε;
Η κοπελα πανικοβληθηκε. Γυρισε προς το μερος του αγοριου της.
''Ορεστη να φυγουμε εμεις σιγα σιγα; Ποναει η κοιλια μου.'' εθεσε την δικαιολογια, την πορτα διαφυγης τους.
Δεν της απαντησε καθολου, αλλα το σαγονι του ηταν σφιγμενο, επαιρνε ανασες για να μεινει ψυχραιμος.
Κατι πρεπει να κανω, κατι πρεπει να κανω.
''Γεια σας!'' η Εβελινα προσχαρα χαιρετησε πλησιαζοντας την τραπεζαρια, κρατουσε ενα κουτι γλυκα.
Ολοι χαιρετησαν αβολα.
"Γεια σου θεια.'' ο Ορεστης μουρμουρισε και δεν την κοιταξε στα ματια, η γυναικα ανταλλαξε ενα βλεμμα με την μητερα του.
Την ιδια στιγμη στον χωρο εισεβαλλε ο Σπυρος, με ενα αυταρεσκο χαμογελο.
''Χαιρετω.''
''Καλως τους!'' ο Πετρος σηκωθηκε απο το τραπεζι και χαιρετησε τον αδελφο της γυναικας του.
''Παμε να κατσουμε στο σαλονι να πιουμε καφε'' σχεδον τον τραβηξε προς τα εκει.
Το βλεμμα του καρφωθηκε πρωτα στον Ορεστη και επειτα σε εκεινη.
"Μα να μην τελειωσετε το φαγητο;'' αθωα ρωτησε.
Την ιδια στιγμη χτυπησε το κινητο του Ορεστη. Κοιταξε την οθονη ανεκφραστος, επειτα τους υπολοιπους.
''Εχω μια εκτακτη βιντεοκληση με την Εβιτα, την μαεστρο.''
Το βλεμμα του επικεντρωθηκε στην κοπελα. Δεν ηθελε να την αφησει εκει, με ολους αυτους.
''Εμ κι εγω Νεφελη μηπως μπορω να ξαπλωσω για λιγο στο δωματιο του Ορεστη; Δεν νιωθω καλα.'' την κοιταξε με νοημα.
Με την ακρη του ματιου της ειδε τον βιολιστη να ανεβαινει την σκαλα και να μπαινει στην πρωτη πορτα, στο γραφειο του πατερα του.
Η γυναικα αμεσως εγνεψε, απο την εικονα της χθες ειχε φοβηθει μην τους μεινει στα χερια.
''Βεβαιως κοριτσι μου! Ξερεις που ειναι!''
''Εισαι καλα Κυβελη;'' η Εβελινα εμφανισε καθαρη ανησυχια.
Κοιταξε την γυναικα αυτη και θελησε να την αγκαλιασει, παραλληλα ευχαριστησε τον Θεο που την εκανε εξυπνοτερη.
''Απλα ειμαι καπως αδιαθετη, δεν κοιμηθηκα καλα το βραδυ και χρειαζομαι λιγα λεπτα να ξαπλωσω για να νιωσω καλυτερα. Θα ειμαι πισω για το γλυκο!'' χαμογελασε οπως οπως και ανεβηκε την σκαλα.
Ξαπλωσε οντως.Μονη της. Σκεπτομενη πως ο Ορεστης υπο αλλες συνθηκες θα ξαπλωνε διπλα της να της κανει παρεα οσο μιλουσε στο τηλεφωνο. Τετοιες μικρες κινησεις της ελειπαν.
Την εκαναν να νιωθει καταραμενη. Σαν καποιος να της ειχε κανει ξορκι, να μην βρει ποτε την αγαπη που ψαχνει.
Η πορτα του δωματιου ανοιγει δεκα λεπτα αργοτερα και η Κυβελη προς μεγαλη της εκπληξη δεν βλεπει τον Ορεστη αλλα τον Σπυρο Δελη να κλεινει την εξοδο της με κροτο.
Προσπαθησε να μην χασει την ψυχραιμια της.Της χαμογελασε θερμα, σαν να ειδωθηκαν μετα απο χρονια δυο αγαπημενοι εραστες.
''Ηρθα να δω πως ειστε δεσποινις Πολιτη.'' μουρμουρισε.
Φορουσε ενα τζιν σκουρο μαυρο, απο εκεινα που του προσεδιδαν χαλαρο στυλ, με ενα λευκο πουκαμισο και ενα πουλοβερ δεμενο στους ωμους. Γοητευτικος και προσεγμενος οπως παντα, με το χαρισμα να τραβαει την ενεργεια καθε χωρου πανω του και να σμιλευει κατα βουληση.
''Τι κανεις εσυ εδω;'' τον ρωτησε σπωντας την οποια ηρεμια ειχε. Προσπαθησε να συγκεντρωσει το μυαλο της μα η παρουσια του το καθιστουσε αδυνατον.
Ανασηκωθηκε μορφαζοντας ελαφρως, λιγο ο πονος που χτυπουσε στην μεση, λιγο εκεινος που χτυπουσε σχεδον στο στομαχι και λιγο το παυσιπονο που εχανε την δραση του αρκουσαν.
Ο Σπυρος εσφιξε τα δοντια και χαμογελασε ειρωνικα.
''Βλεπω σε γαμαει και εκεινος τοσο που δεν μπορεις ουτε να καθισεις.'' το χυδαιο του σχολιο δεν την εκανε να αναφωνησει, την νευριασε, μα δεν μπορεσε παρα να χασει την μιλια της οταν τον ειδε να την πλησιαζει κι αλλο.
''Σπυρο φυγε, θα φωναξω. Αληθεια θα φωναξω!'' τον απειλει και αυτος γνεφει αρνητικα.
''Οχι, δεν θα φωναξεις.'' της απαντα με σιγουρια.
Στεκεται απο πανω της.
''Πες μου, ποσο σου ελειψα;''
Η ερωτηση του την αναγουλιαζει, ευθυς θυμαται τις φωτογραφιες της στα χερια του πατερα της.''Εισαι αρρωστος.''
''Ενας αρρωστος που σε εβαζε παντα πρωτη.'' την παταει εκει που ποναει διχως ελεος.
Μορφαζει σαν να την χτυπησε.
''Μην γινεσαι βλασφημος.''
Καθεται διπλα της, εκεινη απομακρυνεται ανασηκωμενη ελαφρως στο κρεβατι, μονο με το λεπτο της φανελακι ενω εκεινος μολις λιγα εκατοστα μακρια, να θαυμαζει το εκτεθειμενο της δερμα. Του ειχε λειψει πολυ, να την κοιτα, να την αγγιζει, να την φιλαει...θεε μου το καυτο της δερμα ειχε παντα ενα αρωμα καταπραιντικο, γεματο θαλπωρη και αισθηση σπιτιου.
''Κοιτα που τελικα ο πριγκιπας το παραμυθιου δεν εδωσε σε εσενα το γοβακι...'' την κοροιδευει!
''Δεν ντρεπεσαι;'' ουτε η ιδια δεν τον πιστευε.
Ο Σπυρος γελαει, αληθινα, σαν να του ειπε ανεκδοτο!
''Εγω να ντρεπομαι; Γιατι; ''
''Ξερεις γιατι! Μετα απο ολα οσα εκανες πως τολμας να ερχεσαι εδω; Δεν τον λυπασαι; Δεν φοβασαι; ''
Το μαυρο του βλεμμα την καρφωνει ανελεητα. Δεν απαντα. Λες και οι ερωτησεις της τον αφηνουν ασυγκινητο.
''Πες μου Κυβελη; Πως νιωθεις; Πως αισθανεσαι που εισαι πρακτικα η λεμβος σωτηριας του Ορεστη, αλλα δεν μπορει ουτε να σε κοιταξει;'' ηξερε ακριβως πως να την πληγωσει, παντοτε.
''Δεν πιανουν αυτα σε μενα.'' του λεει αλλα πονος στα ματια της ειναι εκδηλος.
''Εγω ξερω ακριβως για τι πραγμα μιλαω, κι ο πατερας σου ξερει. Αλλωστε δεν ειναι κρυφο γιατι αντιπαθει τον Ορεστη.''
''Δεν τον αντιπαθει!''
Αλλα ποιον δεν αντιπαθει ο μπαμπας;
''Ελατε τωρα δεσποινις Πολιτη...μεταξυ μας κοροιδια;'' το χαμογελο του ειναι φωτεινο, σαν να ηταν απλα δυο ανθρωποι που φλερταραν. Την τρομαζε αυτο.
''Τον αντιπαθει γιατι εχει βαθυ σκοταδι μεσα του, ενας εμπειρος ανθρωπος μπορει να το δει ευκολα πισω απο τα αστειακια και την σαχλαμαρα του.''
Τα λογια του ουρλιαζαν αληθεια.
''Κι οσο εκεινος χανεται σιγα σιγα στο σκοταδι του με την Ιασμη εσυ τι κανεις; Διαβαζεις; Κλαις την μοιρα σου; Αφηνεις τους παντες να προχωρησουν μπροστα ενω εσυ μενεις στασιμη να νταντευεις εναν αντρα που κλαιει για μια γυναικα που δεν εισαι εσυ;''
Η μυτη της καιει, νιωθει εναν κομπο να ανεβαινει στον λαιμο της.
''Εισαι σκληρος, αλλα ειναι λογικο να μιλας ετσι, δεν ξερεις να αγαπας κανεναν αλλον περα απο τον εαυτο σου.'' θελησε να τον πληγωσει πισω, αλλα επειτα θυμηθηκε οτι εκεινος δεν πληγωνεται.
''Κανεις λαθος!" την μαλωνει. '' Αγαπουσα εσενα, πολυ!"
Ο Παρελθοντικος χρονος της ξενισε, κυριως γιατι το εβρισκε παντα κτηνωδες να εξομολογεισαι σε καποιον οτι δεν τον αγαπας πια, ιδιως οταν εχεις προσπαθησει να του καταστρεψεις την ζωη.
Εγειρε προς το μερος της, εκεινη εκανε να τον σπρωξει, μα την επιασε απο τον λαιμο, οχι στα σωστα σημεια οπως ο Ορεστης, αλλα απο εκει που ο ιδιος ηξερε οτι θα την πονουσε πιο γρηγορα.Αμεσως μπλεχτηκαν οι ανασες της καθως τα παγωμενα του δαχτυλα πιεζαν το δερμα της. Χαμογελασε χαιρεκακα και εφερε τα χειλη του κοντα στα δικα της,
Τα χειλη που πριν εναν χρονο και κατι βογγουσε για να φιλησει και τωρα την αηδιαζαν. Με το αλλο του χερι κρατησε τα γονατα της κατω, οχι οτι θα εκανε κατι, ειχε μουδιασει.
Απο οσα της ειπε και οσα θα της ελεγε.
''Την λενε Αριαδνη.'' την αιφνιδιαζει.
''Ομορφο ονομα ε;''
Ξεροκαταπινει και χανεται στα μαυρα του ματια. Η καρδια της χτυπαει σαν τρελη και ο πανικος την γεμιζει με καθε ανασα της σαν οξυγονο. Ζει εναν ζωντανο εφιαλτη.
''Ειναι λιγο μεγαλυτερη σου. Μεταπτυχιακη φοιτητρια, οχι τοσο εξυπνη, αλλα πανεμορφη.''
Τα χειλη της τρεμουν, φοβος; Οργη; Θλιψη; Αλα τρεμουν, σαρκωδη και ζουμερα, ομως εκεινα μιας Αφροδιτης, τον προκαλουν.
Διχως καμια προειδοποιηση σχεδον ορμαει πανω της και την φιλαει βιαια, σαν να θελει να την φαει. Σφιγγει τα δοντια, μα δεν τον νοιαζει, πιεζει και παιρνει ο,τι μπορει.
Τα βογγητα της πνιγονται και τα ματια της τσουζουν.
Την σπρωχνει βαθια μεσα στο μαξιλαρι μα γρηγορα σπαει το φιλι.Με τα χερια της παλευει να τον σπρωξει μακρια. Ομως ο Σπυρος κανει μια κινηση και γερνει το κορμι του στα γονατα της, κι ετσι με το ελευθερο χερι του πιανει τους καρπους της.Ειναι η στιγμη που αρχιζει να πανικοβαλλεται και να παιρνει ανασες κοφτες και απο το στομα. Την εχει σχεδον καβαλησει.
Την κοιτα ομως ηρεμος. Αυτο μοναχα εντεινει την δυσπνοια της.
''Ανασες αγαπη μου, ανασες.'' της ψιθυριζει τρυφερα και ανασαινει μαζι της, σαν να θελει να της δειξει πως να σταθεροποιησει την αναπνοη της.
Αυτα του τα λογια ειναι ενα κουμπι, ενα κουμπι που στο μυαλο της ανοιγει μια αναμνηση. Επιτηδες τις ειπε. Γιατι ηξερε το μυαλο της καλυτερα απο οτιδηποτε αλλο.
''Ξεχασα να παρω το χαπι και ...''
''Νομιζω ειμαι εγκυος...''
Οι αναμνησεις απο εναν χρονο σχεδον πριν την κατακλυουν. Εκει ηθελε να την παει! Στο μελλον τους! Αν δεν ειχαμε χωρισει, μπορει να ειχαμε παιδι! Θα τα ειχε καταφερει, με τον εναν ή με τον αλλον τροπο.
Αναγουλιαζει κι αλλο.
Μενει να την κοιτα.
Για τον Σπυρο η Κυβελη ειναι η πιο ομορφη γυναικα στον κοσμο. Σαν ενας πινακας ζωγραφικης που με καθε μερα που περναει αποκτα κι αλλη μια λεπτομερεια.
''Τωρα που το σκεφτομαι οχι...'' την βγαζει απο το θολο της ονειρο. ''Δεν ειναι ομορφη σαν εσενα. Ομως ειναι πιο υπακουη απο εσενα.'' της πεταει το υπονοουμενο.
Τα δοντια της τρανταζονται και αυτο τον εκνευριζει. Με φοβαται;
Της σφιγγει τον λαιμο πιο χαμηλα και φερνει τα χειλη του ψηλα, κατω απο το αυτι της.
''Μα ποτε δεν ηθελα να την υποταξω τοσο, οσο επιθυμω να υποταξω εσενα.''ο ψιθυρος συνοδευεται απο ενα φιλι που πυροδοτει τον πανικο της.
Η Κυβελη χτυπιεται τωρα και με τον κορμο της προσπαθει να τον απομακρυνει.
Ξερει οτι αν φωναξει θα γινει χαμος, δεν μπορει να το κανει αυτο.
''Ασε με!'' του λεει σχεδον παρακλητικα.
Φερνει τα χερια της ψηλα πανω απο το κεφαλι της και κοντρα στο μαξιλαρι και τα κραταει εκει απο τους καρπους.
''Κανε ησυχια και θυμησου ποσο ομορφα ηταν.'' κανει να ξεκουμπωσει το παντελονι του.
Η πορτα ανοιγει δειλα, και εμφανιζει εναν Ορεστη που δεν περιμενε με τιποτα να αντικρισει αυτο το θεαμα μπροστα του.
''Εισαι καλ-''
Μενει για λιγο ακινητος να τους κοιτα.
Με απαταει.
Ξανα με εκεινον;
Το μυαλο του ξεθολωνει και αναλυει την εικονα. Τα κατακοκκινα ματια της. Το ενα του χερι που μολις αφησε τους καρπους της, το αλλο που ελευθερωσε τον λαιμο της. Το βαρυ του σωμα που εχει σχεδον καλυψει το μικροκαμωμενο κορμι της.Μπαινει μεσα. Νιωθει ενα τρεμουλο, μια αηδια.
Η Κυβελη...
Κλεινει την πορτα με κροτο και τρεχει κυριολεκτικα προς το μερος τους. Σπρωχνει τον Σπυρο, που ηδη ειχε αρχισει να σηκωνεται, μακρια και γερνει απο πανω της. Την ψηλαφιζει με κομμενη την ανασα.
''Εισαι καλα; Σε πειραξε;'' την ρωτα αγριεμενενος, βλεποντας τα δακρυα να εχουν ποτισει τα μαγουλα της, δυο κοκκινηλες στον λαιμο της και στα χερια της που τα ετριβε με μανια.
''Ολα καλα απλα εγω-''
Τρεμει, ολοκληρη τρεμει.
''Απλα εβλεπε εφιαλτη Ορεστη, την ακουσα και εγειρα απο πανω της να την ξυπνησω, τρομαξε.'' ο Σπυρος ειχε βρει την ισορροπια του και εφτιαχνε την γραβατα του.
Προκειμενου να μην συνεχιστει ολο αυτο ειναι ετοιμος να παραβλεψει τον τροπο που τον εσπρωξε.
Ο Ορεστης σφιγγει τα δοντια στην εξηγηση του και κοιτα το λεπτο φανελακι της Κυβελης.
Το λευκο της δερμα στο υψος του θωρακα, εχει ακομα το αποτυπωμα του κουμπιου απο το πουκαμισο του.
Ολα θολωνουν γυρω του. Νιωθει το τρεμουλο να αυξανεται.
Η Κυβελη το διαισθανεται, οι κορες των ματιων του διαστελλονται, μαυριζει ο τοπος.
''Ορεστη μου...'' το χερι της δειλα παει να χαιδεψει το δικο του, τραβιεται μακρια.
Το σαγονι του παλλεται απο την οργη που τον γεμιζει σαν οξυγονο, μεχρι πανω.
Νιωθει το αιμα του να βραζει.
Τι θα της εκανε;
Μην εισαι χαζος! Του φωναζει ενα μερος του εαυτου του. Ξερεις τι θα της εκανε.
Πρωτα η Ελενα, τωρα η Κυβελη...
Μεσα του ζαρωσε στην σκεψη της Ιασμης, αλλα αυτη η σκεψη παραγκωνιστηκε συντομα.
Γυριζει προς το μερος του θειου του και ο αντρας αντικριζει τον Ορεστη Νικολαϊδη οπως τοτε, στο γκαλα που εμαθε, σκοτεινο!
Ο νεαρος του χαμογελαει αποκοσμα, σαν μολις να συνειδητοποιησε κατι που τον εκανε ευτυχισμενο.
''Θα σε σκοτωσω.''
Και πριν προλαβει να κανει την οποιαδηποτε κινηση ο Ορεστης του δινει μια μπουνια στο μαγουλο που τον ριχνει πισω. Ο ηχος ακουστηκε σε ολο το σπιτι, μαζι με την κραυγη του Σπυρου πριν πεσει.
Η Κυβελη πεταχτηκε ορθια.
''ΟΡΕΣΤΗ ΣΤΑΜΑΤΑ!" κανει να τον τραβηξει μακρια αλλα εκεινος με ενα τιναγμα του χεριου του την σπρωχνει πισω.
Ο βιολιστης ανεβηκε απο πανω του και εδωσε κι αλλες, μια στο σαγονι, μια στο αριστερο μαγουλο, μια αλλη στο ματι, στη μυτη.
Και ξανα και ξανα. Και τον βλεπει να ματωνει, καθε του προσπαθεια να αντισταθει να ειναι ακαρπη.
Η Κυβελη νιωθει οτι βλεπει τα παντα σε αργη κινηση. Μουδιασμενη νιωθει οτι δεν μπορει να αλλαξει τιποτα, οτι ειναι σαν να παρακολουθει κατι απο μακρια, κατι που εχει ηδη γινει.
Το δωματιο μυριζει μπαρουτι και αιμα. Ακουει τον εαυτο της να ουρλιαζει ''βοηθεια'', μα πιο πολυ ηταν για τον Ορεστη παρα για τον Δελή.
Ο Σπυρος καταφερνει να του δωσει μια στην μυτη αποπροσανατολιζοντας τον μα αυτο μονο πιο εξαλλο τον εκανε. Σαν αγριμι παλεψε, σαν να ηθελε οντως τον σκοτωσει. Οι μυς της πλατης και των χεριων του εξειχαν και το προσωπο του ειχε παραμορφωθει απο την οργη.
''Αν την.'' μπουνια.
''Ξαναπλησιασεις.'' μπουνια.
''Θα σε'' μια ακομα
''Στειλω.'' βαριανασαινει μα μοιαζει να μην μπορει να σταματησει.
Οι γονεις του εισβαλλουν στο δωματιο και βρισκουν την κοπελα ορθια να τρεμει και ν
α τους φωναζει να σταματησουν, και τον γιο τους πανω στο θειο του να τον χτυπα ανελεητα.''ΟΡΕΣΤΗ ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ!" η Νεφελη και η Εβελινα επαθαν παροξυσμο.
Ο Πετρος ετρεξε προς το μερος τους και επιασε τον γιο του απο τον γιακα για να τον απομακρυνει. Με τα χιλια ζορια τα καταφερνει να τον πεταξει μακρια, σε μια προσπαθεια να μην αποτελειωσει τον αντρα.
''Τι κανετε; Τι ειναι ολα αυτα;'' η Εβελινα βλεπει ηδη μαυρα γυρω της. ''Σπυρο μου!''ετρεξε κοντα του. Επεσε στα γονατα πλαι του και προσπαθησε να τον βοηθησει να σηκωθει.
Κλαιει σιγανα.
"Τι του εκανες;;;'' ουρλιαζει σχεδον στον ανιψιο της, απογνωση την γεμιζει.
Η Νεφελη παλι ετρεξε στο μπανιο να φερει βαλιτσακι πρωτων βοηθειων, μοιαζει χαμενη.Ο Πετρος κοιταξε με την ακρη του ματιου του την Κυβελη που ετρεμε καθως καθοταν στην ακρη του κρεβατιου.Ηξερε ευθυς αμεσως περι τινος προκειται.
Ο Ορεστης, με μικρα τραυματα που ειχαν ματωσει, σηκωθηκε μονος και εγειρε στον τοιχο προσπαθωντας να ηρεμησει τι ανασες του. Δεν εβγαλε αχνα. Το στηθος του ανεβοκατεβαινε ακομη.
''Μιληστε!'' η Νεφελη κοιτουσε μια τον αδελφο της και μια τον γιο της,
Ο Ορεστης που ειχε καπως ξεθολωσει μα οι ανασες του ηταν βαριες δεν ηξερε τι να πει. Κοιτουσε το πατωμα και παλευε να ηρεμησει το τερας μεσα του που του εδειχνε ξανα και ξανα την εικονα του Σπυρου πανω στην κοπελα του, να την φιλαει και εκεινη να κλαιει.
Τον αηδιαζε.
Η Κυβελη ξυπνησε, βγηκε απο την θολουρα της και ειδε το προβλημα μπροστα της. Κανεις απο τους δυο δεν ηθελε να ομολογησει την πραγματικοτητα.
"Αρχικα τι κανατε εδω μεσα; Εδω δεν κοιμοταν η Κυβελη;'' κοιταζει την κοπελα.
''Σπυρο τι εκανες εδω εξ αρχης;'' ρωταει τον αδελφο της που μολις ειχε καταφερει να ανακαθισει και ευτυχως ειχε τις αισθησεις του.
Το κλιμα μυριζε μπαρουτι.
''Μπηκε εδω για να μιλησει, δεν θυμοταν ποιο ηταν το δωματιο που ημουν και με βρηκε να κλαιω.'' προσπαθησε να ακουστει πειστικη, δεν ηταν και δυσκολο εφοσον τα ματια της ειχαν ηδη βουρκωσει. Τα βλεμματα ολων ηταν πανω της.
''Εκλαιγα για...για την ολη κατασταση, και ο κυριος Δελης προσπαθησε να με καθησυχασει.'' κοιταξε τον παραμορφωμενο αντρα γεματο αιματα στην γωνια.
''Και μεταξυ αλλων μου ειπε οτι η Ιασμη εκανε χαρη στον Ορεστη που αυτοκτονησε ..'' ειδε τα ματια των δυο γυναικων να γουρλωνουν και ηξερε οτι πηγαινε καλα.
''Γιατι ηταν σε ολους βαρος.''
''Σπυρο σοβαρα;'' η γυναικα του επεφτε απο τα συννεφα, η Νεφελη εμοιαζε να καταλαβαινει τι εννοει ο αδελφος της, πραγμα που προβληματισε την κοπελα, αλλα παρολα αυτα δεν επαυε η Ιασμη να ειναι κοντα στην καρδια της.
''Σπυρο ειναι πολυ περιεργη η κατασταση και ενα τετοιο αναισθητο σχολιο καταλαβαινεις οτι φουντωνει τα πραγματα.'' ο Πετρος εδωσε τελος, μοιρασε ευθυνες και εβαλε τελεια.
''Ορεστη αυτος ομως δεν ειναι λογος να γινεσαι βιαιος;''
''Βιαιος; Να τον σκοτωσει πηγε!'' η Εβελινα διορθωνει και κοιτα τον νεαρο με οργη.
''Δεν σε εχουμε μεγαλωσει ετσι.''η Νεφελη εχει χλωμιασει και σχολιαζει απογοητευμενη.
''Ελατε να δουμε τις πληγες, και μετα θα κατσετε κατω να συζητησετε! Οικογενεια ειμαστε!'' αυταρχικα δηλωσε ο Πετρος για να μην φανει παρατερος και ο Ορεστης μετα απο ωρα σηκωσε το κεφαλι, μα για να κοιταξει μονο την Κυβελη.
''Ντυσου, φευγουμε.'' διεταξε κοφτα.
''Αγορι μου να πας που με το αιμα να σταζει;'' η μητερα του τρελαθηκε. Δεν την κοιταξε καν, το βλεμμα του εμεινε κολλημενο στην κοπελα.
''Ορεστη ενα λεπτο να σου καθαρισει -''
''Ντυσου.'' τα ματια του ηταν ακομα μαυρα.
Και κακην κακως ξεκινησαν για να φυγουν, με τον Ορεστη να μην λεει ουτε γεια και απλα να κοπαναει την πορτα του πατρικου του αφηνοντας τεσσερα ατομα πισω με αναμεικτα συναισθηματα. Η καρδια της Κυβελης ακομη παλευε να σταθεροποιηθει. Τι ειχε μολις συμβει;
Οι σκηνες του αγριου καβγα επαιζαν ακομη στο μυαλο της.
Ο Ορεστης δεν ηταν ποτέ βιαιος...
Εβαλε τη ζωνη της και γυρισε να του πει κατι.
''Ουτε λεξη.'' διεταξε και εσφιξε κι αλλο το τιμονι του wrangler που γρυλιζε στους δρομους της Αθηνας.
Οδηγουσε νευρικα και ο θυμος του φαινοταν ξεκαθαρα, μα η κοπελα δεν τολμησε να του κανει παρατηρηση ,και 20 λεπτα αργοτερα ηταν στο σπιτι του. Αφησε εκεινη να ξεκλειδωσει.
''Ορεστη να σου φτιαξω τις πληγες.'' ζητησε ευγενικα βγαζοντας το παπουτσια και το παλτο της.
Εκεινος εγνεψε θετικα.
''Απλα κανε μου μια χαρη.'' την κοιταξε με σφιγμενο σαγονι.
''Κανε ενα ντουζ, μυριζεις το αρωμα του και δεν...δεν μπορω να τον σκεφτομαι πανω σου.''
Η κοπελα ενιωσε πηγη τοξικοτητας και πισωπατησε. Η απολυτη κτητικοτητα του την ειχε παραξενεψει.
''Κατσε εδω και περιμενε με.'' του ειπε τραβοντας την υπερυψωμενη καρεκλα του μπαρ για εκεινον.
Σχεδον ετρεξε στο δωματιο και ενα φουτερ του. Επιασε τα μαλλια της ψηλα και τους εβαλε το λαδακι που μυριζε βανιλια.
Δεκα λεπτα αργοτερα σαπουνισμενη με λυσσα σχεδον εβαζε nivea στο δερμα της και υστερα ενα μπλουζακι και το φουτερ.
Βγηκε στην κουζινα ανανεωμενη και λιγο πιο ηρεμη.
Τον βρηκε εκει που τον αφησε. Καθισμενο στην καρεκλα του παγκου να καπνιζει με το αιμα σχεδον να εχει ξεραθει στην περιοχη της μυτης και των χειλιων του.
Στο ημιφως του ουρανου που αλλοτε αφηνε τον ηλιο να φανει και αλλοτε σκοτεινιαζε εκεινος εμοιαζε αποκοσμος, σκοτεινα πανεμορφος. Σαν εκπτωτος αγγελος που βρεθηκε απο τον παραδεισο στην κολαση. Τα ξυρισμενα του μαλλια εμοιαζαν να συμβολιζαν εναν νεο του εαυτο.
Ανεβηκε στον παγκο μπροστα του και ανοιξε τα ποδια για να τον εχει καθισμενο αναμεσα τους.
Πατησε το κουμπι του βραστηρα διπλα της και ανοιξε το κουτι με τις πρωτες βοηθειες που ειχε παντα στο ντουπαλι πανω απο τα ματια.
''Μυριζω καλυτερα;'' τον ρωτησε για να χαλαρωσει την ατμοσφαιρα. Ο Ορεστης εσβησε το τσιγαρο και εγνεψε θετικα.
"Μυριζεις ο εαυτος σου.''
Ακουμπησε το σαγονι του και σηκωσε προς το μερος της.
Βουτησε την γαζα στο μπολ με το νερο απο τον βραστηρα και αφου απλωσε μια πετσετα πανω στην φορμα της, αρχισε ταμπωναριστα να καθαριζει το αιμα.
Τα ματια της εμειναν προσηλωμενα πανω στα δικα του. Τον εβλεπε να μορφαζει και να σμιγει τα φρυδια μα να μην κουνιεται ουτε λεπτο.
Η ανασα της εσκασε πανω στο προσωπο του. Κρατησε για λιγο την δικη του.
''Μυριζεις κανελα.'' μουρμουρισε εκπληκτος.
Κοιταχτηκαν για λιγο μιλωντας με τα ματια.
''Μου αρεσει η γευση που αφηνει πανω στα χειλη μου.'' απανταει ηρεμα και βουταει την επομενη γαζα στο νερο πριν ποτισει τα χειλη του ξεπλενοντας το αιμα.
Κοιτωντας τον και μονο αφυδατωνοταν.
Στην σιωπη του σπιτιου, που μονο το ψυγειο να φτιαχνει παγο ακουγεται, η Κυβελη προσπαθει κατι να του πει.
''Δεν εννοουσα παντως αυτο για την Ιασ-.''
''Δεν θελω να μιλησω για αυτο.'' το βλεμμα του μαυριζει παλι και σπαει την οπτικη τους επαφη.
''Ξερεις οτι πρεπει.'' ψιθυριζει απαλα καθως παιρνει την γαζα με το μπεταντιν.
''Κυβελη μην.'' προφερει το ονομα της αυστηρα. ''Σου ειπα οχι.'' την μαλωνει.
Και οι αναμνησεις την χτυπουν στο προσωπο. Ο αγνωστος αποκτα προσωπο και φωνη.
''Κυβελη μη!'' την μαλωνει καθως κατεβαινει τις σκαλες του σπιτιου της.
Το εξαχρονο κοριτσακι γελαει και τον αγνοει. Στο προτελευταιο σκονταφτει και πεφτει κατω.
Δεν ματωνει αλλα φοβαται απο τον δυνατο θορυβο και τον αποπροσανατολισμο, ξεσπαει σε κλαματα.
Ο Δημητρης χαμηλωνει στο υψος της και την βοηθαει να σηκωθει απο το πατωμα. Ο πατερας της δεν ηταν ποτε χαζομπαμπας.
Την κοιταζει στα ματια αυστηρα, με εκεινο το μαυρο που παντα την αφηνε χωρις λεξεις.
''Σου ειπα οχι.'' την μαλωνει.
Εχει μεινει με την γαζα μετεωρη πανω απο το προσωπο του, χαμενη στις σκεψεις της.
''Κυβελη!'' η φωνη του, στην τριτη ή τεταρτη φορα που την φωναζει, την ξυπναει!
Κουναει το κεφαλι της για να ξυπνησει και επανερχεται στην πραγματικοτητα.
Τι αρρωστη σκεψη, μαλωνει το υποσυνειδητο της.
Ο Ορεστης την κοιταζει μπερδεμενος.
"Εισαι καλα;''
Δεν τον κοιταζει στα ματια, αντι αυτου επικεντρωνεται στις πληγες του.
''Ναι, θυμηθηκα οτι πρεπει να κλεισω ραντεβου με την Νωρα.'' μουρμουριζει μια αληθεια.
Λεει ψεματα και το ξερει, αλλα την αφηνει να τον πεισει.
Τελειωνει απο το προσωπο και πιανει τα χερια του.Εκει βλεπει μια βλαβη λιγο μεγαλυτερη.
Δαγκωνεται καθως τον κραταει, η επαφη τους την γεμιζει με μια αναγκη για τρυφεροτητα που δεν ειχε ποτε ξανα.
''Θα κανεις κακο στις αρθρωσεις σου να ξερεις.'' τον ενημερωνει διχως να αναφερθει στο περιστατικο.
Ακουμπαει το ενα στον παγκο διπλα της και το αλλο το πλενει με την γαζα και το ζεστο νερο. Τον ακουει να μορφαζει, καθως του βαζει μεταντιν και επιδεσμο.
"Θα βαλουμε παγο στα χερια σου.'' βγαζει ιατρικο πορισμα και αφηνει το αριστερο του χερι για να πιασει το δεξι.
Κανει την δουλεια της συγκεντρωμενα, προσπαθωντας να μην σκεφτεται.
''Εισαι τυχερος που ερχεται σαββατοκυριακο και δεν εχεις προβες.'' μουρμουριζει για να μην τον αφησει να χαθει στις σκεψεις του.
Ο Ορεστης ομως δεν σκεφτεται τιποτα. Μονο την κοιτα.
Τα συννεφα για λιγα λεπτα φευγουν απο τον ουρανο. Επιτρεπουν στον ηλιο να δωσει τις τελευταιες του ακτινες στο ημισκοτεινο διαμερισμα πριν δυσει εντελως.
Την φωτιζει πανω στον παγκο σαν να ειναι η εκλεκτη του, τυφλωνοντας την καπως.
Η κοτσιδα απο χρυσαφενιο πορτοκαλι κατω απο τον ηλιο λαμπει. Οι φακιδες της ξεχωριζουν πιο πολυ, και τα πρησμενα της ματια μοιαζουν επιτηδευμενη λεπτομερεια.
Η μυτη ειναι ειναι γαλλικη, και απο προφιλ βλεπεις τα βαθουλωματα κατω απο τα μηλα της να εξεχουν αρτια.Ποτε αλλοτε δεν ειχε πιο δικιο για υποκοριστικο.
Η Κυβελη ηταν η Αφροδιτη του Μποτιτσελι, μα ο πινακας αυτος ηταν σκοτεινος, ειχε σκιες.
Η ομορφια φτιαχνεται με πονο...
''Τελειωσα.'' μουρμουριζει και αφηνει και το αλλο του χερι στον παγκο, δεξια της.
Τον νιωθει ωστοσο να σηκωνει και τα δυο του χερια εκ νεου και να τα ακουμπαει στα γονατα της. Κοκκαλωνει, ομως δεν τολμαει να κουνηθει,μενει εκει.Ηταν η πρωτη φορα που την αγγιξε εκτοτε. Ηθελε να κλαψει, αλλα εσφιξε τα δοντια.
Κοιταχτηκαν στα ματια και ενιωσε τον ηλιο να πεφτει πανω στα ματια της.
Σκουρο καστανο.
''Εισαι καλα;'' την ρωταει και η φωνη την χαιδευει. Η θερμη στα ποδια της απο το κρατημα του την μουδιαζει.
Γνεφει θετικα, μα ο Ορεστης βλεπει τα ματια της να γεμιζουν υγρασια, τις καφετιες λιμνες που σκουραινουν στο σκοταδι να πλυμμυριζουν.
Σηκωνεται απο την καρεκλα του διχως να αφησει τα γονατα της. Στεκεται ορθιος αναμεσα στα ποδια της, η μορφη του την καλυπτει.
Σηκωνει το χερι του και διστακτικα με τα ακροδαχτυλα του χαιδευει το προσωπο της, λευκο και γεματο πιτσιλιες. Την στιγμη που ακουμπα το δερμα της, ενα καυτο κυμα ευφοριας την καλυπτει. Λυγιζει στο αγγιγμα του, και γερνει προς το μερος του, σαν γατα.
Ενα δακρυ κυλα, και ξεπλενει το αιμα που πια δεν φαινεται στα χερια του.
''Αχ Κυβελη...'' την κοιτα αβοηθητος, σαν να την πονεσε πολυ, και να μην ξερει πως να την φτιαξει.
Αλλο ενα δακρυ ξεφευγει και προσπερνα τα δαχτυλα του, κυλαει κατω απο την μυτη της και αιωρειται επικινδυνα πανω απο τα χειλη της.
Τα ποτιζει, κι εκεινος σαν μαγεμενος γερνει προς το μερος της.
Η Κυβελη παγωνει, κραταει σχεδον την ανασα της.
Ειναι χιλιοστα μακρια, η κανελα συναντα το κενο.
Κι αναμεσα τους δυο ακτινες φωτος.
Δεν αντεχει αλλο, σκυβει και την φιλαει. Αφηνει τα χειλη του να βυθιστουν στα δικα της, που τρεμουν μα κουβαλουν μελι, το νεκταρ που θα τον θεραπευσει.
Η Κυβελη βαθαινει το φιλι και βογγαει, απο ανακουφιση. Επιτελους!
Σπαει το φιλι τους και την κοιταζει. Ειναι ανεκφραστος, μα μπορει να δει την μαχη πισω απο τα ματια του.
''Σε ευχαριστω.'' ψιθυριζει και ενωνει το μετωπο του με το δικο της. Πιεζεται.
Βλεπει το χαμογελο της να φωτιζει κι αλλο το δερμα της.
Τον αφηνει να γειρει πανω της, με τα χερια του να την κρατουν σταθερη, και απλα αναπνεει, αναπνεει την ευτυχια οπως μπορει να την λαβει.
Και γεμιζει...γεμιζει αντοχη.
-------------------------------------------------------------------------
8 Ιανουαριου - Ξημερωμα.
Την εχει παρει ο υπνος για τα καλα, οταν μεσα στην νυχτα ενιωσε το κρυο να την ανατριχιαζει. Ειχε ξεσκεπαστει. Συνηθες φαινομενο απο τοτε που ο Ορεστης επαψε να την αγκαλιαζει και να κοιμουνται ετσι.
Πως κοιμομουν καλα πριν τον γνωρισω;
Ανοιξε τα ματια και ειδε το κορμι του να λειπει απο διπλα της, αλλα μια μορφη στο πλαινο μερος του κρεβατιου, καθισμενη στο πατωμα.
Εμεινε ακαμπτη, ετοιμη να πανικοβληθει.
''Εγω ειμαι, μην τρομαξεις.'' η βαθια του φωνη την ηρεμησε, μα ανακαθισε και ανοιξε το πορτατιφ, δινοντας λιγο αχνο φως στο απολυτο σκοταδι.
Γονατισμενος πλαι στο κρεβατι, με τα χερια να κανουν ενα μαξιλαρι στο προσωπο του, την παρατηρει, σαν να ειναι και εκεινος ξαπλωμενος κοντα της.
''Τι κανεις τοσο αργα ξυπνιος;'' τον μαλωνει αγουροξυπνημενη, ενω προσπαθει να συντονισει τις σκεψεις της. Το ρολοι πλαι της λεει 3:45 το ξημερωμα.
''Δεν μπορω να κοιμηθω και δεν θελω να σε ξυπνησω επειδη στριφογυρναω.'' ψιθυριζει και συνεχιζει να την κοιταζει.
''Κλεισε το φως και προσπαθησε να κοιμηθεις.''
Υπακουει, ξαπλωνει μα κινειται προς την μεση, και τελικα ξαπλωνει κοντα στο σημειο που εκεινος καθεται διπλα στο κρεβατι.
Νιωθει το διχρωμο βλεμμα του πανω της. Δυο ζευγαρια ματια που γυαλιαζουν στο σκοταδι κοιτουν τα δικα της, που καθε μερα γυαλινα ηταν.
''Σε πληγωσα.''
Ξερουν που αναφερεται. Βουρκωνει, σαν να μην μπορει να το διαχειριστει. Προτιμαει να το ξεχασει.Παιρνει μικρες ανασες και κοιταζει ψηλα για να μην δακρυσει, το τσουξιμο στην μυτη της την προδιδει.
''Πολυ.'' του παραδεχεται.
''Καιρο τωρα, πιο πολυ απο οτι νομιζα.'' συνεχιζει. Ακουμπαει τον αγκωνα του στο στρωμα και στηριζεται εκει για να την κοιταζει. Μα δεν ανεβαινει στο κρεβατι, σαν να φοβαται μην την πληγωσει. Σαν να ειναι τερας.
Δεν ξερει που οδηγει αυτο, κι ουτε θελει να μαθει.
''Αντεχω Ορεστη.'' τον διαβεβαιωνει.Το νιωθει στα κοκκαλα της οτι αντεχει!
Της χαμογελαει πικρα, σαν να ξερει κατι παραπανω.
''Δεν νομιζω.''
Την μαυριζει η δηλωση του.
''Ειναι καποια εισαγωγη για κατι αυτο;''
''Κυβελη...εγω...'' την κοιταζει μες στο σκοταδι, σαν να ψαχνει και ο ιδιος τις λεξεις.
''Εγω δεν θελει να γινω εκεινος.'' ακουει τον φοβο να τρεμοπαιζει αναμεσα στις λεξεις του.
Της ξεφευγει ενα γελακι. Μορφαζει καθως παει να ανασηκωθει οποτε μενει ξαπλωμενη ανασκελα με το κεφαλι γερμενο προς το μερος του.
''Εκεινος με πληγωσε με οσα εκανε, ηταν συνειδητη επιλογη του.''
Σιωπη. ''Ενω εγω;'' ρωταει σαρκαστικα.
Η Κυβελη βλεπει το επιχειρημα της να πηγαινει στο διαολο.
Ο Ορεστης διαβαζει την σκεψη της. Τεινει το χερι του προς το μερος της, χαιδευει με τα ακροδαχτυλα του τις γωνιες του προσωπου της, ψηλαφιζει το δερμα της και σερνει το δαχτυλο του στα χειλη της. Σαν τυφλος που αγωνια να μαθει πως μοιαζει η αγαπημενη του.
Της χαμογελα σαν να της λεει οτι δεν πειραζει. Κατεβαζει το χερι απο το δερμα της και πιανει απο το πατωμα διπλα του το πακετο με τα τσιγαρα του.
Φερνει ενα στα χειλη του και με την στιγμιαια φωτια του αναπτηρα η Κυβελη βλεπει το προσωπο του, σκληρο και σφιγμενο.
Εκπνεει καπνο, τον αφηνει στις σκεψεις του. Ετοιμη να τον ακουσει.
"Εγω, χειροτερα.'' καταληγει '' Σε πληγωνω με οσα ειμαι, κι αυτο δεν το ελεγχω, ουτε αλλαζει.''
Μενουν για λιγο σιωπηλοι.
''Απλα περνας μια σκοτεινη φαση.'' του ψιθυριζει.
''Δεν καταλαβαινεις Κυβελη, νιωθω σαν να μην μπορω να επιστρεψω πισω.'' τρεμει ο αερας αναμεσα τους.
''Πισω;'' ρωτα ξεπνοη.
''Σε οσα ημουν, στο 'φως', νομιζω τελειωσε αυτο για μενα.'' η φωνη του ραγιζει, την ποναει αυτο.
''Μετα το σκοταδι παντα ερχεται το φως, μονο αυτο μπορει να ερθει.'' απανταει σιγουρη.
''Και ποιος το λεει αυτο; Οτι μετα το σκοταδι ερχεται το φως; '' την αμφισβητει.
Δεν εχει απαντηση σε αυτο. Ουτε μπορει να φτιαξει μια.
Περνανε πεντε φρικτα λεπτα σιωπης, που ακουγες την μαχη στο μυαλο της και τους βομβαρδισμους στο δικο του.
''Η αγαπη ζει και στα δυο. Αυτο το ξερω σιγουρα.'' τεινει το χερι της προς το μερος του και αγγιζει το χερι του, που ακουμπα στον κροταφο του.
Διχως να μπορει να τον δει χαιδευει τις χτυπημενες του αρθρωσεις.
''Εσυ με αγαπας και στο σκοταδι;'' την προκαλει. Για να την κανει να καταλαβει οτι τοσες μερες ειναι εκει, στο σκοταδι, τοσες μερες γι αυτο υπεφερε.
Η Κυβελη το σκεφτεται.
''Ναι.'' καταληγει ''Μακαρι να μπορουσα να μην σε αγαπω στο σκοταδι. Δεν θα πονουσε τοσο, αλλα σε αγαπω.'' δακρυζει παλι και η φωνη της τρεμει.
Το χερι του χωρις το τσιγαρο βρισκει το δικο της και το τυλιγει απαλα. Το φερνει κοντα στα χειλη του το πιεζει απαλα, σε ενα παρατεταμενο φιλι.
Να εισαι δυνατη Κυβελη.
''Με αγαπας.'' επαναλαμβανει, θα ορκιζοταν οτι ειχε δακρυσει. Τον ενιωθε να τρεμει.
Πεφτει παλι σιωπη αναμεσα τους, εκεινη βολευεται καλυτερα στο μαξιλαρι του, που πια δεν μυριζει κανελα.
''Ορεστη να σου πω κατι ;'' τον ρωταει και εκεινος μουγγριζει ενα 'ναι'.
''Νομιζω καναμε λαθος.'' παραδεχεται και ενα δακρυ της βρεχει το υφασμα.
Της σφιγγει το χερι.
''Τι λαθος;''
Εισπνεει κοφτα και εκπνεει βαθια, για να διωξει αυτον τον λυγμο που την κοβει στα δυο.
Κι η φωνη της ακουγεται σαν ψιθυρος, ταξιδευει στο βαθυ σκοταδι αναμεσα τους, και χτυπα σε καθε τοιχο, σε καθε επιπλο, σε καθε σημειο ειχαν αγγιζει, φτανει και στα αυτια του, κανει ηχώ.
''Η αγαπη -νομιζω- πρεπει να ποναει, αλλιως δεν ειναι αγαπη.''
Η τελευταια βομβα επεσε, προς το παρον.
Και πλαι μου κειτεσαι νεκρικα. Σπαρταρας και μενεις ακαμπτος.
Να σου ουρλιαζω να μην με αφησεις, ενω κρατω τα ηνια της καταστροφης σου.
Να αιμορραγεις, στα δαχτυλα μου να αφηνεις το αιμα σου, εκεινο το αιμα που εγλυψα για να σου γιατρεψω τις πληγες.
Και ανασαινεις, καθε πνοη σου χτυπα πανω στα χειλη μου, οσο προσπαθω να σου δωσω το οξυγονο μου. Και σε καθε μικρο καυτο κυμα να αναρωτιεμαι αν θα ειναι το τελευταιο.
Να ανασαινω την ανασα σου και να ζω.
Οσο ζεις να ζω.
Και να μην σε αφηνω.
Ποτε δεν σε αφηνω.
Ηταν μακρυς ο πολεμος, βαρυς ο χειμωνας, και εγω καπου ξεχασα γιατι μαχομαι και ποιον.
Εχασες μα εχασα κι εγω.
Σαν Νερωνας εκαψα οτι μας ενωνε στην προσπαθεια να καψω οσα μας χωρισαν.
Πολεμησα για να ξεφυγω απο το πεπρωμενο μου ,
μα κοίτα τωρα που γονατιζα πλαι του και το προσκυνουσα.
''Σ' αγαπω, μ'ακους; Σ'αγαπω!!'' σου φωναζω σαν να κρυβουν οι λεξεις γιατρικο.
Κια βυθιζω τα χερια μου στις πληγες σου και κοιτω ψηλα στον ουρανο. Προσευχομαι, δεν ξερω ουτε σε ποιον Θεο, ουτε τι του λεω, αλλα τον ικετευω στην γλωσσα του ερωτα να μην σε αφησει.
Και τα ακροδαχτυλα μου νιωθουν ξαφνου την καρδια σου να παλλεται, μαζι της αρχιζει παλι και η δικη μου.
Και κλεινουν λιγο λιγο οι πληγες, και λιγοστευει το αιμα στο χωμα,
κι εσυ αγαπημενε μου ανοιγεις τα ματια και με κοιτας.
Εμενα, που σε κατεκτησα και τωρα σε προσκυνω με δακρυα στα ματια, εσενα τον κατακτημενο.
Στον πολεμο δεν υπαρχουν νικητες και χαμενοι. Μονο επιζωντες και νεκροι.
Αν πολεμησεις την ζωη θα σε πολεμησει πισω, στοχευοντας παντα στο ιδιο σημειο, την Αχιλλειο πτερνα σου.
Κεφαλαιο υπ' αριθμον 54 : Αυτοκαταστροφη, ο προσωπικος μας εμφυλιος πολεμος.
Ciao Bellas!!
Σπανια κλαιω σε κεφαλαια, Να λοιπον ενα που εγραφα με δακρυα στα ματια. Ισως μονο εγω, αλλα με αγγιξε περιεργα!
Δεν εχουμε καιρο να τα πουμε. Συγγνωμη που δεν απαντησα σε ολα τα σχολια, ή στα περισσοτερα τελος παντων, αλλα ειχα αναγκη να γραψω!
9000 χιλιαδες λεξεις δακρυων λοιπον!
Ελπιζω να σας αρεσει.
Ειδαμε πολλα.
Τα αφηνω ολα πανω σας ομως.
Στελνω φιλι γλυκο και αγαπη (που τελικα ισως ποναει)
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top