Η Ιθάκη σ' έδωσε τ' ωραίο ταξίδι.Χωρίς αυτήν δεν θά βγαινες στον δρόμο.

Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
Οδυσσέας Ελύτης.

Γιατι δεν με ηθελε.

Ειναι μια απλη φραση. Λειτουργει ως καταφαση.
Με αφησε, γιατι δεν με ηθελε. Απορριψη, ποναει.
Λειτουργει επισης και ως ερωτηση.
Γιατι με ηθελε; Απογνωση, ποναει εξισου.
Τελος, λειτουργει και ως αποδοχη, ποναει, φρικτα.

Κεφαλαιο υπ'αριθμον αδιαφορον : Γιατι δεν με ηθελε (ποτε κανεις)

Αρχισα με ενα ψεμα, κακο αυτο. Ασε με να αναδιατυπωσω.
Με ηθελαν, πολλοι, πολυ.
Αλλα οχι γιατι ημουν εγω, με ηθελαν γιατι ημουν αυτη που ακουγαν, που φανταζονταν οτι ημουν, αυτη που ο φιλος της της φιλης του φιλου τους, τους ειπε οτι ημουν.

Κι υστερα με ειχαν, και με ηθελαν αλλιως.
«Μην εισαι σαρκαστικη, δεν καταλαβαινω ποτε σοβαρολογεις.»
«Φαινοσουν τοσο γλυκουλα στην αρχη, νιωθω το εχεις χασει αυτο. Εχει γινει κατι;»
«Ξερω ότι σου αρεσει να μου την λες αλλα δεν μπορω να μου πας διαρκως κοντρα.»

«Ξερεις καρδια μου, ισως να λειτουργουσε το μεταξυ μας αν ησουν πιο διαχειρισιμη.»
«Να μου λες ρε παιδί μου που πας και με ποιους, να καταλάβεις ότι δεν είναι φυσιολογικό να βγαίνεις στην ίδια παρέα με τον πρώην σου.»

«Να καταδέχεσαι να σε πηγαίνω που και που στην δουλειά, στις εξόδους σου. Αυτή η περηφάνια σου δεν αντεχεται.»
«Η αυτοπεποίθηση σου θα σε φάει να ξέρεις. Νομίζεις οτι εσυ είσαι και καμία άλλη, δεν ζηλεύεις και εγώ μετά που να ξέρω οτι με θες και να μην τρελαινομαι, Ε;»

Κανεις από εκεινους δεν με αφησε,
δυσαρεστηθηκαν; Ναι.
Εσπασε εκεινο το βαθρο που με ειχαν ανεβασει; Ναι.
Μα με ηθελαν το ιδιο; Ναι.

Χωρισαμε.
Όχι γιατι βαρεθηκα, αλλα γιατι ειδα τον εαυτο μου να πνιγεται σε μια σχεση που δεν ηθελε.
Με ειδα να γινομαι συμβατη με κατι που το μυαλο μου δεν αντεχε, να μπαινω σε καλουπια που με πονουσαν.

Οποτε, για να στο θεσω πιο 'ποιητικα', δεν είναι ότι δεν με ηθελαν, αλλα ότι δεν με αντεχαν.
Ή, ακομα καλυτερα, δεν αντεχα αυτό που γινομουν για να με αντεξουν.


Το κινητο της χτυπησε στις 10 ακριβως. Προσποιηθηκε ότι δεν το περιμενε, οποτε σκουπισε προχειρα τα χερια της σε ένα πανι που ειχε ηδη πανω ξεραμενες μπογιες και ετρεξε να απαντησει.
«Ναι;» ρωτησε κανοντας ότι δεν θυμαται.
Αυτό τον εκνευρισε.
«Είναι δεκα η ωρα.» ο Ιακωβος την μαλωσε, δεν ειχε καμια ανοχη στις χαζες ερωτησεις, δεν αντεχε να περιμενει ο άλλος να καταλαβει τι εννοει, ή να συμβαιδισει με αργοστροφους.

«Το ξερω, απλως ημουν απασχολημενη με έναν πινακα.»
«Δικαιολογιες.» μουρμουρισε και καθισε στον καναπε του, ξεσφιγγοντας την γραβατα του.
Η κοπελα χαμογελασε στην γκρινια του.
«Θες να χαραμισεις την πολυτιμη ωρα σου με γκρινια;» τον κοροιδεψε και επιασε τα μαλλια της πανω για να μπορεσει να στηριξει το κινητο αναμεσα στον ωμο και το αυτι, ενώ παραλληλα επιασε τα τσιγαρα της και κινηθηκε προς το μεγαλο παραθυρο.
«Αλλοι πληρωνουν για μια ωρα μαζι μου.» της θυμιζει το κυρος της δουλειας του.

«Δικηγορος θυμαμαι ότι ησουν, αλλαξε κατι;» τον κοροιδεψε και ηξερε ότι εσφιγγε τα δοντια για να μην γελασει, αν και το ηθελε, αλλα δεν θα της εδινε ποτε την ικανοποιηση.

«Θα κλεισω.» την απειλησε.
«Στειλε το paypal, θα πληρωσω.» ειπε αναμεσα σε δυο πνιχτα γελακια.

«Εισαι σε καλη διαθεση σημερα.»
«Ερχομαι Ελλαδα σε 2 εβδομαδες.» του θυμισε.
«Σωστα.» εκανε την συνδεση με τον γαμο του Γιαννη.
«Για τον γαμο ετσι;»
«Για το ελληνικο καλοκαιρι, το φαγητο της μανας μου, τα κοριτσια, και το σεξ, κυριως. Αλλα ναι, είναι βολικο που πεφτει μαζι με τον γαμο.» απαντησε μεταξυ αστειου και σοβαρου και ο Ιακωβος κουνησε το κεφαλι του απαξιωτικα.
Εξω ο ουρανος ηταν καθαρος, και μερικα αστερια φαινονταν ηδη.

«Θα αφησω την πορτα ξεκλειδωτη.» της απαντησε πειρακτικα.
«Απλα υποθετεις ότι εννοω σεξ μαζι σου; Τοσο πολύ ανυπομονεις;» τον πειραξε για να ακουσει την κοφτη ανασα εκνευρισμου του.
Χαμογελασε πλατια. Ο Paul στο διπλανο δωματιο κοιμοταν βαρια.
«Δεν θα το ελεγα, δεν ειμαι και στερημενος, Κάθε άλλο.» απαντησε γεματος αλαζονεία.

«Σημασια δεν εχει η ποσοτητα, αλλα η ποιοτητα, και ειμαι η καλυτερη σου.» εβγαλε το λερωμενο της πουκαμισο και αρχισε να στριβει ένα τσιγαρο.
Δεν επαυε να τον εκπλησει ποτε η αυταρεσκεια της.
«Εχεις πολύ μεγαλη ιδεα για τον εαυτο σου.»
«Και καλα κανω, κι εσυ θα επρεπε, εισαι ο καλυτερος μου, δεν καταλαβαινω γιατι να κρυβομαστε, είναι απλα σεξ, πολύ καλο σεξ, γιατι να το στερηθουμε για εγωισμους;» δεν ειχε δει ποτε σε γυναικα λογικη τοσο τετραγωνη οσο εκεινη της Φαιδρας.

«Τοσο πολύ δυσκολευεσαι να αποδεχτεις ότι δεν εισαι η καλυτερη;» την πειραξε ενώ ακομα ειχε ένα χαμογελακι ικανοποιησης.
Και εσυ εισαι ο καλυτερος μου.

«Θα μεινεις σε στο πατρικο σου; Θα νοικιασεις σπιτι Αθηνα;» το μεταπτυχιακο της εληγε τον Μαιο και θα επεστρεφε μονιμα στην Ελλαδα, ο Ιακωβος δεν μπορουσε να καταλαβει πως γινοταν να μην αγχωνοταν για τοσο καιρια θεματα.

«Στην μανα μου θα μεινω, οσο ψαχνω διαμερισμα, αλλα σιγουρα για πεντε εξι μερες θα ερθω σε εσενα, θα μου τα πρηξει μετα την πρωτη εβδομαδα.» την επιανε πονοκεφαλος στην σκεψη και μονο.

«Και περιμενεις να μου το πεις ποτε; Αρχικα με ρωτησες;» ο αυστηρος του τονος ηταν ικανος να διαλυσει τις ελπιδες πολλων, όχι όμως της Φαιδρας.
«Σιγα που θα σε ρωτησω κιολας, αν δεν θες πες το μου.»

Δεν απαντησε τιποτα.
«Λοιπον, και τωρα που σταματησες την κλαψα, αυριο λεω να χωρισω τον Paul, να φυγει βασικα από το σπιτι μου γιατι πρεπει να αρχισω να μαζευω και δεν μπορω να τον εχω μεσα στην μεση, πως λες να το κανω;» τον ρωτησε τεμπελικα ρουφωντας καπνο.

Τον ακουσε να χασκογελαει.
«Με στυλ μωρο μου, ασε τα πραγματα του απεξω και μπλοκαρε τον από παντου.»
Η απαντηση του την εκανε να χαμογελαει.
«Θα το σκεφτω. Βεβαια τωρα που το σκεφτομαι, ισως τον κρατησω λιγο ακομα, για να βοηθησει. Τελος παντων... πως πηγε εκεινο το συμβολαιο που ελεγες;» ανακαθισε στην καρεκλα, ετοιμη να ακουσει, αν και θα γκρινιαζε μετα.

«Δεν είναι συμβολαιο, στο εχω πει εκατο φορες είναι συμβ-» στριφογυρισε τα ματια, μα δεν εχασε λεξη.

Όταν η Φαιδρα ειχε φυγει πριν δυο χρονια σχεδον, ηξεραν πως ο,τι ειχαν αναμεσα τους επαυε να υπαρχει την ιδια στιγμη.
Δεν ειχαν καν σχεση όταν ηταν στην ιδια χωρα, θα ειχαν από διαφορετικες;

Οποτε εκαναν αποχαιρετηστηριο σεξ και ευχηθηκαν ο ενας στον αλλον καλη ζωη.
Περασε έναν μηνα στο Παρισι, να ασχολειται με ένα χαος υποχρεωσεων, και ξαφνου, μια Πεμπτη, ειδε την επαφη του στο τηλεφωνο. 10 το βραδυ ακριβως.

Προσποιηθηκαν ότι ηταν της μιας φορας, και πως απλα ελεγαν τα νεα τους και συζητουσαν το χαος της σχεσης της Κυβελης και του Ορεστη.
Ηρθε η επομενη Πεμπτη και τον πηρε τηλεφωνο εκεινη, δεκα ακριβως το βραδυ.

Και καπως ετσι περασαν οι μηνες, με μια μικρη σιωπηρη συνηθεια, που εγινε λατρεια.

————————————————————————

«Περιμενα να φωναξεις.» του εκμυστηρευτηκε οσο οδηγουσαν για το σπιτι της.
«Μαλακιες.» εσφιξε το τιμονι και προσπαθησε να κρατησει την φωνη του χαμηλα. Αν ηξερε τον Βασιλη εστω και λιγο θα καταλαβαινε ότι ηταν ακραια θυμωμενος, και οσο το σκεφτοταν, τοσο πιο απιθανο της φαινοταν που δεν επιτεθηκε κι εκεινος στον τυπο.
Βεβαια αν εκρινε από την εκφραση του το μετανιωνε ηδη.

«Θα πεθαιναμε.» ψιθυρισε
Το χερι του βρεθηκε πανω στα δικα της, μπλεγμενα πανω στα γονατα της που ακομα ετρεμαν.
«Μην το σκεφτεσαι, δεν εγινε τιποτα, δεν θα παθαινατε τιποτα.» ειπε για να την καθησυχασει.
Αυτό την εφερε σε κλαματα.
«Μην λες ψεματα! Δεν το ειδες! Ερχοταν κατά πανω μας, με ταχυτητα. Ισως η Φαιη να τα καταφερνε, ισως, αλλα εγω και η Κυβελη.» καναπινει μερικα δακρυα.
«Χαμενες από χερι.»
«Μην μιλας.» η κοφτη επιταγη την εκανε να σταματησει για λιγο, ηξερε καλυτερα από το να του παει κοντρα.

Οδηγησε δεκα λεπτα σε πληρη σιωπη, παλευοντας με τα νευρα που ειχε και ολοενα και συσσωρευονταν. Στο ασανσερ απεφυγε το βλεμμα της. Η κοπελα αναρωτηθηκε αν θα εμενε τελικα, όπως της ειχε υποσχεθει.
Τα παντα μεσα της ηρεμησαν όταν τον ειδε με την ακρη του ματιου της να μπαινει πισω της στο σπιτι και να αφηνει το φουτερ του στο τραπεζακι της εισοδου.
Θα μεινει.

«Θα βαλω κατι να πιω, θες τσαι;» την ρωτησε, καπως πιο απότομα από ότι σχεδιαζε, αν εκρινε από το βλεμμα της.
«Να κανεις ένα ντουζ να χαλαρωσεις.» προτεινε, αυτή την φορα πιο απαλα.

Η Ερμιονη ηθελε να του πει οτι δεν ειχε αναγκη από μπανιο, αλλα από εκεινον. Μα δεν σηκωνε αμφισβητηση η προταση του. Χρειαζοταν χρονο να ηρεμησει τα νευρα του, για να καθησυχασει επειτα εκεινη.

  Δεκαπεντε λεπτα μετα μπηκε στο δωματιο της και τον βρηκε ξαπλωμενο κατω από τα παπλωματα να βλεπει τηλεοραση, στο χερι του ειχε ένα ποτηρι ουισκι, ενώ στο κομοδινο της βρισκοταν μια αχνιστη κουπα τσαι.
Μηχανικα σκουπισε τα μαλλια της, για να μην φανει εντελως ανυπομονη να χωθει στο κρεβατι διπλα του. Μα ηταν και καπως ανωφελο, γιατι όταν τα ματια της συναντησαν τα δικα του ενας λυγμος ανεβηκε στον λαιμο της.
Θα πεθαιναμε.

Ενιωθε την οραση της θολη, να τσουζει.
«Ελα εδώ.» της εκανε νοημα, μα πιο πολύ σαν να την παρακαλαει ακουστηκε. Ο Βασιλης ειχε ένα αδυναμο σημειο, κι αυτό ηταν το κλαμα.
Γονατισε πανω στο κρεβατι και καθισε στην ακρη.

    Ενιωθε τις λεξεις να σκαρφαλωνουν στον λαιμο της, μαζι με λυγμους. Πριν προλαβει να πλησιασει μονη της ο Βασιλης την αρπαξε και την τραβηξε πανω του, επεσε κυριολεκτικα πανω στο στερνο του και ενιωσε τα χερια του να την φυλακιζουν. Το υπεροχο, γλυκο, ελαφρως βαρυ αρωμα του την τυλιξε και την γυρισε σπιτι.
Την αφησε για λιγα λεπτα χωρις να πει λεξη, να ξεσπασει, να κλαιει σιγανα και να αναπνεει κοφτα αναμεσα σε λυγμους.
«Όλα καλα τωρα.» της ψιθυριζε αραια και που και της χαιδευε την πλατη.

   Όταν επιτελους ηρεμησε την επιασε το παραπονο του φοβου. Ξεκολλησε- προς μεγαλη του απογοητευση- από πανω του ισα ισα για να μπορει να τον κοιτα στα ματια. Γονατισε απεναντι του.
Ηξερε τι θα του ελεγε πριν ακουσει τις λεξεις της γιατι στα ματια της φαινοταν ηδη η αποφασιστικοτητα που εχει κανεις λιγο πριν εκτεθει ανεπανορθωτα.

«Δεν θα μπορουσα να συγχωρεσω στον εαυτο μου να πεθαινα και να μην ημασταν μαζι.»
Μορφασε «Ερμιονη τι αηδιες είναι αυτές που λες. Δεν θα πεθ-» προσπαθησε να την πεισει, κυριως γιατι δεν αντεχε στην σκεψη.
«Βασιλη αλλου είναι το θεμα!» τον εκοψε, τα χερια της ακουμπησαν τα δικα του, σαν να προσπαθουσε να τον κανει να την νιωσει.
«Πρεπει να ειμαστε μαζι! Τελος! Δεν γινεται άλλο, φτανουν τα ναζια, ο θυμος, οι εγωισμοι! Φτανουν!» απηδυσε.
«Περασαν δυο χρονια! Δεν σου αρκει να θυμωνεις δυο χρονια μαζι μου;» στην εμμεση κατηγορια της ο νεαρος εκανε να φερει αντιρρηση, μα δεν θα του επετρεπε να γινει παλι εγωιστης, θα εκανε εκεινη πρωτη πισω.
«Μας διελυσε η αποσταση, και ναι! Φταιω! Δεν σου εδωσε επιλογη, αλλα μονο και μονο γιατι φοβομουν, ετρεμα την αντιδραση σου, δεν ηθελα ουτε να σκεφτομαι πως είναι να ειμαστε τσακωμενοι! Σε ειχα αναγκη να με στηριζεις Βασιλη.» τα δακρυα που ετρεχαν δεν τα ειχε αντιληφθει καν.
«Σ'αγαπω.»
Το σκληρο προσωπο του μαλακωσε, σαν κατι μεσα του να υποχωρησε.

«Γαμωτο Ερμιονη. Γαμωτο.» βλαστημησε και την επιασε από τους καρπους για να τραβηξει την προσοχη τους.
Κοιταχτηκαν στα ματια.
Το σκουρο του βλεμμα, και τα υπεροχα χειλη του, ο τενωντας του που ετρεμε ακαριαια από την ενταση.
Αχ Βασιλη.

   Και δεν ηξερε τι να της πει, την παρατηρουσε, σαν να μην ειχαν ειδωθει για χρονια. Τα υπεροχα πρασινα ματια της, τις τουφες που πετουσαν εδώ και εκει, το κατω χειλος της που ετρεμε.
   Μαζεψε ολο του το θαρρος και το διπλασιασε. Μα ακομα και ετσι δεν αρκουσε για αυτό που ηθελε να της πει.
Της αξιζει, προσπαθησε να πεισει τον εαυτο του. Μα δεν πειθοταν.
Μου αξιζει, ετσι ενιωσε χειροτερα.

«Ο πατερας μου εγινε κυριος μετοχος σε μια διαφημιστικη με εδρα στην Ρωμη με σκοπο να μετακινησει την εδρα εδώ για να την διοικω εγω. Αλλα για να γινει αυτό πρεπει να περασω μια δοκιμαστικη περιοδο, οπου θα διοικει καποιος άλλος.»
Της ηταν πολύ ευκολο να ενωσει τα κομματια. Και ακομα πιο ευκολο να πεσει η καρδια της στο στομαχι. Μα δεν τα παρατησε.
«Συμφωνησαμε ένα τριμηνο δοκιμαστικα, μα δεν θελω να κατσω μονο τοσο, θελω να ειμαι σιγουρος, όχι απλα ο αναξιος που ο μπαμπας του του πηρε δωρο μια εταιρια να παιζει.» ο Βασιλης παντοτε ηταν υπερβολικα περηφανος για να κανει τα πραγματα με τον ευκολο τροπο.

«Ενταξει δεν είναι πολύ-» την διακοπτει.
«Θα κατσω οσο χρειαστει, εξι μηνες το λιγοτερο.» της δηλωσε.
Δαγκωθηκε, εξι μηνες ηταν πολύ.
«Εσυ δεν ελεγες παντοτε ότι δεν θες να φυγεις από Ελλαδα;» η ερωτηση ξεφυγε από τα χειλη της ασυναισθητα, ηταν όμως μια πραγματικοτητα πολύ υπαρκτη, γιατι αποτελεσε και τον λογο για τον οποιο δεν ειχε σκεφτει καν την πιθανοτητα να μετακομισουν στο εξωτερικο μαζι.

Δεν της απαντα, αντι αυτου την αρπαζει από τους ωμους και την φιλαει. Τα χειλη του, καυτα απαλα μα περα για περα κτητικα την διεκδικουν με κάθε πιθανο τροπο κι εκεινη διχως ιδιαιτερη αντισταση υποτασσεται πληρως. Ζαλιζεται όταν την αφηνει και γερνει προς τα πισω. Είναι χωρις ανασα.
«Ξερεις ποιο είναι το θεμα Ερμιονη;» η ικανοτητα του να εχει λεξεις μετα από ένα τετοιο φιλι την αφηνει αφωνη.

«Το θεμα είναι ότι δεν ξερω ουτε εγω ο ιδιος αν θελω να παω, να φυγω για εξι μηνες, μπορει παραπανω, μπορει μονιμα. Και δεν σκεφτομαι τους φιλους μας, ολοι θα παρουμε τον δρομο μας καποια στιγμη, δεν σκεφτομαι τους δικους μου, θα τους βλεπω, σκεφτομαι εσενα γαμωτο, και μεσα μου γινεται χαμος! Γιατι δεν μπορεις να με ακολουθησεις, το ξερω, δεν μπορεις και δεν θες.» κανει μια παυση, σαν να της δινει την ευκαιρια να πει όχι, η Ερμιονη σαν παει να την αρπαξει της την παιρνει πισω.

«Όχι, δεν μπορεις, ουτε θες όμως. Καταλαβαινω όμως, αληθεια, εδώ εχεις την δουλεια σου, που εκανες πολύ κοπο για να βρεις, που σπουδαζες πεντε χρονια για να βρεις! Και εκει δεν ξερω καν αν εχουν ιδιο δικαιο, οποτε ναι. Δεν θα με ακολουθησεις, όπως δεν σε ακολουθησα ουτε εγω. Μα θα φυγω, όπως εφυγες και εσυ. Γιατι μπορει να ειμαστε ερωτευμενοι αλλα σε αυτή τη σχεση βαζαμε πρωτα τους εαυτους μας.»

Η Ερμιονη δακρυζει παλι, νιωθει ένα μουδιασμα παντου, σαν να μην την χωραει το δωματιο, το σπιτι, η Αθηνα.

«Οποτε θα φυγεις.» συμπεραινει.
«Θα φυγω.»
«Ποτε;»
«Τον Σεπτεμβρη.»
Σαν εμενα, τοτε.

Γελαει πικρα, δεν μοιαζει και πολύ με γελιο βεβαια.
«Το νιωθω λιγο σαν εκδικηση.» του εκμυστηρευεται.
Ανασηκωνει τους ωμους, μοιαζει κουρασμενος.
«Ισως να είναι.»
«Λαθος χρονος.» ψιθυριζει, πιο πολύ στον εαυτο της.
«Παντα ηταν λαθος χρονος με εμας τους δυο, στην αρχη εγω δεν ηθελα σχεση, μετα εσυ ηθελες να φυγεις, τωρα φευγω εγω. Λαθος ολο.» την πονουσε ο τροπος που προφερε την λεξη λαθος, δεν αντεχε να το παραδεχτει ουτε η ιδια, αλλα ισως να επρεπε.

«Και αν σε περιμενω;» αντιλεγει. Ο Βασιλης της χαμογελαει.
«Μην υποσχεσαι πραγματα που θα σου παρει μηνες να εκπληρωσεις.» περναει μια τουφα πισω από το αυτι της, μια αηχη υπενθυμιση ότι την αγαπα κι αυτός, πολύ.

«Δηλαδη ηρθε το τελος;» η φωνη της εσπασε, ενιωθε το στηθος της να τρεμει από τις ακανονιστες ανασες.

Γνεφει και δαγκωνεται. Θελει κι εκεινος να κλαψει.
«Από ότι φαινεται.»
Δεν αντεχει άλλο, σαν να μην τον χωραει το δωματιο, το σπιτι, η Αθηνα.

«Εχουμε ακομα μηνες μπροστα μας.» του θυμισε, η φωνη της εκρυβε ελπιδα.
«Τα καταστρεφει όλα η ημερομηνια ληξης.» σκοτωσε την ελπιδα της εν ψυχρω.

«Ναι αλλα μενουν πεντε μηνες.» του θυμιζει.
Την κοιτα, σαν να μοιραζονται την ιδια ενοχη.
«Δεν μπορεις να χαραμισεις πεντε μηνες.» ψιθυριζει αυτό που διαβαζει στα ματια της.

Δεν του αφηνει άλλο χρονο, σκυβει μπροστα, μηδενιζει την αποσταση αναμεσα τους και τον φιλαει. Τυλιγει τα χερια της γυρω από τον λαιμο του και τα ποδια της γυρω από την μεση του.
Ο Βασιλης καταπινει έναν λυγμο και αφηνει ένα πεινασμενο φιλι στα χειλη της πριν της ψιθυρισει.
«Μια τελευταια φορα...για παντα.»

Ηταν ο τροπος του να της πει 'Σ'αγαπω'.
Και μεγαλωσε ο ερωτας τους, μια φορα, δυο φορες, τρεις φορες.
Ωσπου δεν χωρουσε στο δωματιο, στο σπιτι, στην Αθηνα.

————————-————————-

«Γαμωτο Κυβελη μην κλαις.» ανασηκωνεται από το πατωμα και την πλησιαζει. Εκεινη κανει ένα βημα πισω και προσπαθει να παρει ανασα. Αδυνατον.
«Α-ασε με.» ψιθυρισε αναμεσα σε λυγμους.
«Δεν σε αγγιζω καν, τι να σε αφησω;» η ενταση στην φωνη του προμηνευει ότι βρισκεται σε συγχυση.

  Ο Ορεστης ηταν ανεκαθεν τρομερα εφευρετικος στο να διωχνει μακρια την θλιψη που της προκαλουσαν τριτοι. Την αγκαλιαζε, εκανε μαζι της καυτα αφρολουτρα, την αφηνε να κοιμηθει πανω του για ωρες, της εφερνε τα αγαπημενα της γλυκα.
   Μα δεν μπορουσε να διαχειριστει τα δακρυα που μονος του ειχε προκαλεσει. Του προκαλουσε την απολυτη συγχυση, δεν μπορουσε να συλλαβει το μυαλο του την ιδεα ότι ο ιδιος την ειχε πληγωσει,

   Για λιγο το δωματιο βυθιζεται στην απολυτη σιωπη μιας ηχηρης εντασης που κολυμπουσε στον αερα αναμεσα τους και γεμιζε τα πνευμονια τους σταχτη.
  Του εχει πλατη, επιτηδες, δεν μπορει να τον κοιταζει. Καθετι εχει πανω του την κανει να θελει να κλαψει, την ποναει η ομορφια του, κομμενη και ραμμενη με κλωστες αναμνησεων ανεξιτηλων.
Για λίγο ακούγονται μόνο οι κοφτές ανάσες της.
«Κοιμοταν πεντε μηνες διπλα στην πορτα.» σπαει την σιωπη δυο λεπτα αργοτερα, σκουπιζοντας δυο δακρυα.
«Τι;» δεν τον βλεπει, αλλα μπορει να φανταστει το υφος του.
«Η Λαιδη, στο παλιο διαμερισμα, κοιμοταν πεντε μηνες διπλα στην πορτα και περιμενε να γυρισεις. Δεν αντεχα να το βλεπω, για αυτό εφυγα.»
Σιωπη. Ατελειωτη, ατερμονη, φρικτη.

Δεν της απαντησε τιποτα, γιατι δεν υπηρχε κατι να της πει, δεν ειχε μεινει λεξη ανειπωτη αναμεσα τους, εκτος από εκεινη την μια, την απαγορευμενη.
«Φύγε.» Διέταξε, πληγωμένη. Εμεινε γυρισμενη από την άλλη, σαν να ήθελε να πάψει να την βλέπει, Σάμπως θα ξεχνούσε ότι την είδε να κλαίει.

«Κυβέλη.» Ο τόνος του παρακλητικος, έτρεμε να δει το πρόσωπο του, δεν θα άντεχε ομως να αντικρίσει τον πόνο της, προστατευε χρονια τον εαυτο της από εκεινη την στιγμη.
«Είπα. Φύγε.» η φωνή της έτρεμε, μαζί και εκείνη, της είχαν κοπεί τα γόνατα. Ούτε η ίδια ήξερε πως άντεχε.
«Δεν μπορώ να σε αφήσω έτσι.» Ο τονος του την διέλυε. Τον ένιωθε να την πλησιάζει. Τα βηματα του βαρια, η προσμονη της τεραστια, μηνες περιμενε να τον αισθανθει να πλησιαζει, και τωρα που πλησιαζε ετρεμε το κοντα.

Το μυαλο της προσταξε να προστατευθει, με κάθε τιμημα.
«Καντο όπως το έκανες πριν δυο χρόνια, εύκολα και χωρίς δεύτερη σκέψη.»

Ήταν σαν να τον είχε μαχαιρώσει στην καρδιά. Τόσο που τον ένιωσε να πισωπατα στιγμιαία. Αυτό την ανακούφισε και την πόνεσε ταυτόχρονα.
«Είσαι άδικη μαζι μου.» ψιθύρισε.
«Δεν είμαι άδικη, απλά έχει τελειώσει όλο αυτό για μένα, προσπαθώ να προχωρήσω, άσε με να το κάνω, σταματα να με προκαλείς και να με φτάνεις στα άκρα. Έχει τελειώσει το μεταξύ μας.» τα λέει όλα αυτά κοιτώντας το πάτωμα.

«Δεν έχει τελειώσει.» Η επιμονή του της θύμιζε αυτη μικρού παιδιού που αρνείτο να δεχτεί την πραγματικοτητα. Αυτό το μικρό παιδί όσο και αν ήθελε να το ξυπνήσει βίαια, άλλο τόσο ήθελε να το αγκαλιάσει σφιχτά και να του ψιθυρίσει ότι όλα θα πάνε καλά, πως υπάρχει ακόμα η μαγεία και όλα τα υπέροχα πράγματα στον κόσμο.

«Θα τα πούμε αύριο, καλό βράδυ.» Ψιθύρισε, προσπαθώντας να του δείξει ότι δεν του αφήνει επιλογή.

Κάνει δυο βήματα προς εκεινη. Νιώθω να καίγεται ολόκληρη στην απόσταση που συρρικνώνεται, και συμπιέζει τον αέρα ανάμεσα τους.
  Την πιανει από το μπρατσο και την γυριζει προς το μερος του, απαλα, σαν να φοβαται μην την τραυματισει κι άλλο. Κατω από το αγγιγμα του το γυμνο της δερμα πιανει φωτια, μυρμυγγιαζει.
Σηκωνει το βλεμμα, αργά, και τα κοκκινισμενα ματια της συναντουν τα δικα του, που επιπλεουν στο νερο του αψυχολογητου μυαλου του.
«Μιλα μου.» την ικετευει.
Την σκοτώνει.
«Σε παρακαλω.» Αργά.

Το βρισκει καπως ειρωνικο, το πως τον παρακαλουσε να της μιλησει, και τωρα γινεται το αντιστροφο. Μα σε αντιθεση με εκεινον, νιωθει πως το μυαλο της είναι αδειο, δεν υπαρχει ουτε μια σκεψη.
Νιωθει τοσα για εκεινον που εχει καταληξει να μην νιωθει τιποτα.

Τα χειλη της ανοιγουν, και η φωνη της ακουγεται στον χωρο, μα δεν ξερει τι λεει, σαν να μιλαει μια άλλη. Μα μιλαει, πολύ.
«Δεν είναι τοσο το ότι δεν γυρισες, αληθεια. Άλλο είναι που με κατατρωει..» στην σκεψη, τα νευρα της εντεινονται, αναβαινει βαθια. Κανει ένα βημα πισω για να απελευθερωθεί από το κράτημα του και τον κατακεραυνωνει με το βλεμμα της.

Περναει από την αδρανεια στην οργη σε δευτερόλεπτα. Σαν μια μηχανη που εχει χαλασει.

«Πως αντεξες; Σοβαρα! Πως γινεται να μου λες ότι εισαι ερωτευμενος μαζι μου και να αντεξες στην σκεψη, στην σκεψη και μονο ότι θα γνωρισω καποιον αλλον; Πως αντεξες όταν εμαθες ότι γνωρισα καποιον; Και μετα έναν ακομα, και μετα αλλον έναν, και αλλον έναν, και παει λεγοντας. Πως; Δεν ζηλευες; Το πιο απλο Ορεστη, η πιο απλη εκδηλωση ερωτα είναι η ζηλια, και εσυ δεν εδειξες ουτε λιγη.»

Δειχνει να το σκεφτεται, σαν να θελει να της πει πολλα, μα να αποφασισει να μην της πει ουτε λεξη. Μπορει σχεδον να τον δει, νοητα να καλυπτει εκατονταδες λεξεις με ένα 'δεν θα καταλαβει.' Πριν αρθρωσει τις λεξεις που απεμειναν.

« Η αληθεια είναι ότι η νυμφομανια σου τους τελευταιους μηνες το εχουν κανει ιδιαιτερα δυσκολο.» Μενει εμβροντητη να τον κοιταζει.
Αυτό ειχε να μου πει; Σοβαρα τωρα;
«Κοροιδευεις; Σοβαρα μπορεις να κανεις πλακα σε μια στιγμη σαν αυτή;»

«Δεν ημουν σε θεση.» της εξηγει, αργα, σαν να μιλαει σε παιδακι.
Στριφογυριζει τα ματια.
«Δεν ησουν σε θεση.» επαναλαμβανει αργα, σαν να θελει να το καταλαβει και η ιδια.

«Προτιμησα να σε αφησω να κανεις ότι θες για έναν χρονο.»
«Δυο χρονια, σχεδον.»
«Για δυο χρονια σχεδον.» διορθωνει.
«Παρα να μεινω εδώ και να χωρισουμε για παντα.»
«Δεν θα χωριζαμε.»
«Θα χωριζαμε.»
«Πως γινεται να το ξερεις αυτό;» αγανακτει.
«Απλα το ξερω.»
«Πιπες.»
«Κυβελη!» την μαλωνει, πιο πολύ που τον αμφισβητει, αν και τον σοκαρει το επαναστατικο της πνευμα. Η Κυβελη ανεκαθεν εβγαζε τον πιο ενεργητικο εαυτο της διπλα του, αλλα το κακο ειχε παραγινει.

«Θα μπορουσα να ερθω εγω εκει ξερεις.»
«Προφανως και θα μπορουσες, ηθελες;»
Κανει μια παυση στην σιωπη της. Χαμογελαει, καπως πικρα αλλα δικαιωμενα.
«Τιποτα από οσα εχεις αναγκαστει να κανεις δεν πηγε καλα.» της λεει, σαν να την ξερει καλυτερα από οσο ξερει η ιδια τον εαυτο της.

Η Κυβελη χωλαίνει μεσα της.
«Ισχυει, χαρακτηριστικο παραδειγμα το ότι αναγκαστηκα να κανω παρεα μαζι σου πριν 4 χρονια, και να μαστε τωρα, όχι όχι εχεις δικιο, απολυτο δικιο.»

Τον βλεπει να μορφαζει, οντως μορφαζει! Τα φρυδια του σμιγουν σε μια εκφραση πονου, σαν να του ειχε δωσει κλωτσια στο στομαχι.
Γρηγορα όμως ηρεμει την εκφραση του και την κοιτα στα ματια σαν να μην την πιστευει.

«Τωρα απλα λεμε ψεματακια για να πληγωσουμε ο ενας τον αλλον.» της λεει απαλα.
Καυχαζει.
«Εγω λεω την αληθεια, αν αυτό σε πληγωνει είναι απλα μπονους.»

Τον προσπερναει και παει στο μπανιο, σαν να μην αντεχει άλλο την ενταση στο σαλονι, που σαν ηλεκτρομαγνητικη ενεργεια την σπρωχνει πανω του μα επειτα την πετα στον τοιχο. Όλα βουιζουν γυρω τους ή είναι απλα η ιδεα μεσα στο κεφαλι της.
Ρίχνει νερό στο πρόσωπο της και προσπαθεί να κατευνάσει το τρέμουλο που την έχει κατακλύσει.
Ξέρει ότι την εχει ακολουθήσει, νιώθει την παρουσία του.
Έχει γείρει στο κατώφλι της πόρτας με την Λαίδη στο κατόπι του.

«Κυβέλη ξέρω ότι όλο αυτό σε φθείρει, αλλά νομίζω είναι χαζο να μην είμαστε-»
«Το κατεστρεψες για μενα αυτό.» του ψιθυριζει.
«Ποιο;» την κοιταζει, κρεμεται από τα χειλη της, ψαχνει τις λεξεις της για να βρει πατημα, για να της πει το σωστο, για να κανει το σωστο, αυτό που πρεπει, γιατι τωρα μπορει! Γιατι τωρα ξερει να ξεχωριζει το σωστο από το λαθος, γιατι τωρα το λαθος του φαινεται οντως λαθος και το σωστο το νιωθει σωστο.

«Σε κοιτουσα και ενιωθα ότι επαιρνες μακρια τον πονο, την θλιψη, τις δευτερες σκεψεις, ησουν το σωσιβιο μου. Τωρα σε κοιταζω και δεν ξερω ποιος εισαι, αληθεια, ο χρονος μακρια σου ηταν...ηταν σαν μια αιωνιοτητα.»

Αυτό τον κανει να χαμογελασει, όχι από ευτυχια αλλα από μια μικρη ανακουφιση, ισως μια προσπαθεια να κανει το κλιμα αναμεσα τους παλι βιωσιμο.

«Περασαμε τοσα μαζι Κυβελη, αφου στο ελεγα δεν θυμασαι; Ότι είναι σαν να εχουμε ζησει μαζι μια ολοκληρη ζωη.»

Χαμογελαει, στα λογια του θελει να ουρλιαξει. Τον κοιταει και από μεσα της ξεχυνονται εκατομμυρια στιγμες, μικρες και μεγαλες.
Γελακια και νευματα, κανελα και καφες, ταξιδια και καραντινα, κλαμα και απειρο γελιο.
Εκεινος στην κουζινα να της φτιαχνει πρωινο, ο ηλιος να φωτιζει τα ματια σου σε δυο αποχρωσεις.
Εκεινη στο παραθυρο, το φως να κανει το δερμα της να λαμπει, τις φακιδες να φαινονται με πιτσιλιες.

«Περασαμε μια ολοκληρη ζωη μαζι, και δεν ειμαστε ουτε τριάντα. Γιατι μας ετυχαν πραγματα τοσο σκοτεινα και ασχημα, τοσο μα τοσο νωρις. Σε κοιτουσα και ενιωθα ότι σε ηξερα μια ζωη, μα σε ηξερα μονο 13 μηνες! Έναν χρονο Ορεστη...»
Αναπνεει βαθια, μα σαν να ειχαν σπασει τα πλευρα της, ο καθαρος αερας την πονεσε.
«Και μετα εφυγες, και ο επομενος χρονος,εκεινος μακρια σου, περιμενοντας να γυρισεις, ελπιζοντας και χανοντας την ελπιδα καθημερινα, αγαπωντας σε και μισωντας την υπαρξη σου από μακρια, κι αυτος μια ολοκληρη ζωη ηταν. Στην αρχη χαραμισμενη στο απολυτο τιποτα, κι επειτα χτισμρνη πανω στην απουσια σου-»

Την σταματαει, βλεπει ότι το μυαλο της κανει στροφες και να μπλεκεται, θελει να την σωσει από τον λαβυρινθο, μα εκεινος της ειχε παρει το νημα της επιστροφης από τα χερια.
«Κυβελακι τα πραγματα είναι ξεκαθαρα, εγω σ-»
«Νιωθω σαν να μας χωριζει μια ολοκληρη ζωη Ορεστη.»

Η λεξη που πηγαινε να της πει γινεται σκονη, πνιγεται στα λογια της.
«Μας χωριζει μια ολοκληρη ζωη.»

«Και ξερεις τι; Δεν πιστευω καν ότι είναι εκεινη αφοτου εφυγες, αλλα αυτή πριν γνωριστουμε, το παρελθον, αυτή η ζωη θα μας χωριζει για παντα.»

«Ακομα και μετα το σημερινο, εστω αυτό δεν σε κανει να συνειδητοποιεις-»
«Πιστεύεις ότι μια έντονη στιγμή θα με ρίξει στην αγκαλιά σου ; Τοσο εύκολα γίνομαι ευάλωτη; Μετά από όσα περάσαμε τόση λίγη δύναμη ψυχής μου αποδίδεις;»
Ξεφυσάει.
«Όχι.»
«Τότε ;;»
«Δεν υπονοώ ότι το έχεις εσυ ανάγκη.»
«Τότε τι υπονοείς Ορεστη;»
«Εγώ το χρειάζομαι.» Της απαντά δίχως περιστροφές.

  Και η καρδιά της βαράει αλύπητα στο στήθος της. Όλες οι δίχως τέλος στιγμές της ανάγκης της είχαν ενωθεί και πάλλονταν πάνω απο την παράκληση του.
«Είμαι ζωντανή. Μπορούμε να μην κάνουμε λες και έγινε κάτι ; Ήταν μια κακια στιγμή, πολύ κακια, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία, όμως την χειρίστηκα καλά και δεν συνέβη τίποτα. Είμαστε όλοι εδώ, είμαστε καλά, και εσυ έφυγες μόνος σου για 2 χρόνια, αυτή είναι η πραγματικότητα.» ξεσπάει.

«Το υπό ποιες συνθήκες, το γιατί, το πως δεν σε νοιάζουν καθόλου ε;» Ο τόνος του είχε γίνει επίσης σκληρός.
«Δεν έχω όρεξη για καβγά.» Τον αποπηρε.
«Για τίποτα δεν έχεις όρεξη.» Της απάντησε.
«Έχω όρεξη για πολλά πράγματα, απλά κανένα άπ αυτά δεν θέλω να τα κάνω μαζί σου.»
Σχεδόν τον είδε να πίσω πατάει.
«Λες μαλακιες.» δεν μπορούσε να το πιστέψει.

«Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να είμαι δυνατή. Θα έρθεις, θα συνεργαστούμε, θα είμαστε παρόντες για τους φίλους μας, αλλά μέχρι εκεί. Εγώ και εσυ τελειώνουμε εκεί, στην φιλια, στην παρέα.»
«Κυβέλη σε βλέπω και νιώθω εκατό χιλιάδες διαφορετικά πράγματα, όπου κανένα άπο αυτά δεν θα χαρακτήριζα φιλια ή παρέα» τρέμει ολόκληρος, μα είναι σαν να κοιτάζει στον καθρέφτη, γιατί και εκείνη τρέμει, σείεται.

Ανασαίνουν βαθιά σαν να έχουν τρέξει χιλιόμετρα. Ο διάδρομος έξω από το μπάνιο ολοένα και μικραίνει.
Είναι σχεδόν στήθος με στήθος, ο κανέλα την καίει, το βλέμμα του την διαπερνάει.

Την σοκάρει με αυτό που λέει όμως.
«Αυριο θα περασω να σε παρω. Εχουμε τα διακομητικα.»
Και με αυτό κάνει μια αναστροφή και φεύγει. Βλέπει την ψηλόλιγνη μορφή του να χάνεται στον διάδρομο.
Ακούει τα βαρια του βήματα να ξεμακραίνουν.
Με πόδια να τρέμουν βγαίνει στο σαλόνι. Η λαίδη έχει το βλέμμα στηλωμενο στην πόρτα .
Γερνει στον καναπε και κοιταζει την κλειστη πορτα, τα σκυλάκια ανεβαινουν στο μαξιλαρι διπλα της.
Το κινητο της χτυπαει.
Εφημερευω, βαριεμαι, εισαι ξυπνια;

Ξεφυσαει.

Ενιωθε τοσα για τον Ορεστη, που εφτασε να μην νιωθει τιποτα.
Μα αρκουσε μοναχα ένα βλεμμα, ένα φιλι, μια επιστροφη.
Και ξαφνου, εκρηξη.
Ενιωθε τα παντα.









Γιατί με ήθελε εκεινος.

Και ηρθε εκεινος, μεσα σε ένα χαος γεγονοτων και την ομιχλη του μη αναμενομενου.
Με βρηκε στο χαος μου, εκει που δεν το περιμενα.
Τον υποτιμησα, δεν θεωρησα ότι θα με αντεξει, θα με διαχειριστει, ουτε λεπτο, οποτε τα εδωσα όλα εξ αρχης. Του εδειξα την γκρινια, την κυκλοθυμια, τις 10 διαφορετικες προσωπικοτητες.

Και τα αντεξε, όλα.
Την μια μερα τον τρελαινα με απαιτησεις και παραπονα.
«Δεν μου δινεις σημασια!»
«Δεν με νοιαζει που εχεις δουλεια! Θελω προσοχη!» Ειχα θρασος!

«Προσοχη θελει το κοριτσι μου; Προσοχη θα εχει.»

Την άλλη μερα ξυπνουσα κακοκεφη, και δεν εφταιγε σε τιποτα εκεινος, μα ηταν σαν να εφταιγε. Του κρατουσα μουτρα, του απαντουσα κοφτα, του εκανα την ζωη δυσκολη. Και γελαγε!
«Ξερεις ποσο ομορφη εισαι όταν εκνευριζεσαι;»

Ωσπου μια μερα αποφασισα ότι αυτή η τυχη δεν μου αξιζει, ότι παραειναι καλη για να είναι αληθινη,οποτε τον επιασα και του ειπα ότι δεν παει άλλο.
Κοιταξα στα ματια τα θεματα δεσμευσης μου και επειτα εκεινον.

Ειχε καταλαβει ότι υπηρχαν αλλοι πριν από εκεινον, και τι εκαναν, πως με βρηκαν και πως με αφησαν.

«Εγω σε θελω, με ολο αυτό τον τυφωνα που κουβαλας και ονομαζεις προσωπικοτητα.» μου χαμογελασε- ακομα και τοτε.

Γιατι, τον ρωτησα.
Και ανασηκωσε τους ωμους. Δεν ηξερε, δεν ηταν και καλος με τα λογια, ποτε.
Μα για καποιον περιεργο λογο, κι ενώ η σιωπη παντα με πληγωνε, ετουτη με καθησυχασε. Σαν να ηξερα κατι βαθια μεσα μου που όμως το υποσυνειδητο μου δεν με αφηνε να πω δυνατα.

Περασε καιρος εκτοτε και τον ρωτουσα συχνα 'γιατι;', μερικες φορες απαντουσε, κάθε φορα και κατι διαφορετικο, μα κάθε φορα αρκουσε.

«Γιατί γαμωτο είσαι ξινη και γλυκιά μαζι, δεν ξερω πως το κανεις αυτό, να με προκαλείς, την μια να θέλω να σε πνιξω την άλλη θα θελω να σε φιλήσω»

«Γιατι μαζι σου γελαω οσο δεν εχω γελασει ποτε μου, δεν πιστευα ότι ο ερωτας μπορει να εχει τοση πλακα.»

«Γιατί ξέρεις ότι εσυ είσαι και άλλη καμία, η αυτοπεποίθηση σου με διαλύει, το αυτάρεσκο σου πάει. Περπαταω διπλα σου και νιωθω ότι βγαινω με την πιο ομορφη κοπελα στην Αθηνα.»
«Γιατί ξέρω ότι δεν με χρειάζεσαι για να κανεις τίποτα, κι όπου με παίρνεις μαζί είναι μόνο γιατί με θες εκεί.»
«Γιατί μου πιάνεις το χέρι όταν είμαστε εξω και δεν το νιώθω σαχλό. Είναι σαν να με οδηγεις καπου που μονο εσυ ξερεις τον δρομο.»

Εγραψα τις απαντησεις του στις σημειωσεις του κινητου μου και επειτα σε ένα τετραδιο.
Τα κοιταζω που και που, και η καρδια μου φλεγεται, γεμιζουν τα σωθικα μου πεταλουδες που ταραζουν το στομαχι μου.
Με πιανει που και που λιγο το παραπονο, όταν σε κοιταζω.

Βρηκα επιτελους για τον εαυτο μου καποιον καλο, να με αγαπησει όπως δεν με αγαπω και να τον αγαπησω με τροπους που κανεις άλλος δεν με αφησε να δειξω.

Κεφαλαιο υπ'αριθμον 72 : Ο σωστος.




Ciao Bellas

Τι κάνετε πως είστε ;;

Άργησα γιατί ήθελα να γράψω και τα επόμενα.

Ελπιζω να πάνε όλα καλά.

Σας αγαπώ πολύ

xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top