Επιλογος 1/2
(Σας το χωρισα στα δυο για να μην κουραστειτε, μισα σημερα μισα αυριο.Ανυπομονω και ταυτοχρονα φοβαμαι, αλλα οι λεξεις εχουν γραφτει.
Παμε να το τελειωσουμε.)
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις/ πόσο πολύ σ' αγάπησα/ Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα/ Πόσο βαθιά ωρίμασα δυστυχώντας, για σένα.
Θανάσης Κωσταβάρας
Η θεωρια του χαους.
Φτανοντας στο τελος λοιπον, θα σου τελειωσω αυτό που αρχισα, χιλιαδες -τοσο σου φανηκε- ωρες πριν.
Αυτή η ιστορια δεν ηταν μοναχα οσα σου ειπα στην περιγραφη. Βασιζεται σε μια συμπανικη θεωρια, την θεωρια του χαους.
Το χαος εδώ δεν ειχε την εννοια της αταξιας η της αναρχιας η της τυχαιοτητας, δηλαδη της απουσιας κανονων. Αφορα την πολυπλοκοτητα. Αναφερεται στη συμπεριφορα ενος συστηματος που εμφανιζει μια ακραια ευαισθησια σε μικρες αλλαγες στις αρχικες συνθηκες του.
Ο νευρολογος και ψυχιατρος Oliver Sacks, εφαρμοζει τη θεωρια του χαους στα ανθρωπινα συστηματα. Το χαος δεν είναι η απολυτη αταξια, αλλα μια ταξη τετοιας πολυπλοκοτητας, εξαρτημενης από ορους που διαρκως μεταβαλλονται.
Εκεινοι οι δυο ειχαν αναμεσα τους ένα χαος
Μεσα στο χαος όμως προκυπτει οργανωση και ταξη. Στο ματι του κυκλωνα επικρατει νεκρικη σιωπη.
Η διαρκως μεταβαλλομενη και κινουμενη δινη προκαλει ένα οριακα αηχο βουητο.
Ουδεν εκ δενος γενοιτο.
Το πιο απροβλεπτο στοιχειο της εξισωσης αυτης ηταν ο ανθρωπινος παραγοντας.
Σε ένα διασταλλομενο συμπαν ο κάθε παρατηρητης βλεπει τον εαυτο του ως το κεντρο, το σημειο 0 αυτης της διαστολης.
Ο διακαης στροβιλισμος του 'εγω' γυρω από 'εσυ' και ένα καπου χαμενο 'εμεις' πισω από τα συννεφα του 'Αν', μου προκαλει μια δυσφορια αφορητη.
Δυσκολα θα ξεφυγουμε. Αλωβητοι; Αποκλειεται.
Χαος λοιπον, όταν το παρον καθοριζει το μελλον αλλα η προσεγγιση του παροντος δεν προσδιοριζει κατά προσεγγιση το μελλον.
Όλα εδειχναν, καθως οι σελιδες και τα κεφαλαια περνουσαν, ότι η θεωρια του χαους βρισκοταν στα θεμελια μιας καταστροφης, της αδυναμιας τους να είναι μαζι.
Ο Νεύτωνας είχε τη θεώρηση ότι η φυσική είναι μία σειρά κανόνων που σχηματίζουν το σύμπαν. Κανόνων που αν εφαρμοστούν τότε απαραίτητα θα οδηγήσουν σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Η θεωρια του χαους καμπτει την λογικη αυτή. Ακόμα και οι πιο αυστηροί κανόνες μπορούν για διάφορους λόγους να οδηγήσουν σε μη προβλέψιμα αποτελέσματα.
Θελοντας να εξηγησω γιατι αυτοι οι δυο επρεπε να είναι μαζι χαθηκα μαζι τους σε αυτή τη συμπαντικη, νομοτελειακη αρχη. Κολυμπησα σε βαθια νερα και μυθολογια, παραλληλες ιστοριες, και καπου μεσα αντικρισα και τη δικη μου. Σαστισα.
Συχνα γινομαι κυνικη.
Με φιλας κι αντι να σου πω 'Σ'αγαπω!' σου εξηγω πως οι ανθρωποι δεν είναι μονογαμικα οντα και πως μπορω να παω σε μια άλλη πολη και να βρω καποιον να αγαπω οσο κι εσενα.
Ηθελα να ειμαι σιγουρη.
Ηθελα να θωρακισω την αγαπη μας με κατι αδιαπεραστο.
Και το μονο που κρατουσε ασφαλη την καρδια μου ηταν η λογικη.
Ετσι, δημιουργηθηκε αυτή η ιστορια, και μαζι της ανθισε η θεωρια του χαους.
Αυτή η θεωρια όμως, αν προσεξες, ειχε ορισμενα βασικα χαρακτηριστικα.
Αν αλλαξεις την αρχη, αυτοματως αλλαζει και το τελος. Κι αν αυτό σου φαινεται τοσο αναμενομενο θα σου πω αυτό.
Το προβλημα που αντιμετωπιζεις αυτή τη στιγμη, το τεραστιο λαθος που εκανες στο σχολειο, τη σχολη, στη δουλεια, αυτό το κακο και αδικο που ειπες σε καποιον που αγαπουσες και υστερα το μετανιωσες, τα παραπανω ή λιγοτερα κιλα, εκεινο το σημαδι στο προσωπο σου που δεν λεει να φυγει οσες κρεμες και να βαλεις, η αποτυχια που δεν περιμενες, και εκεινη που προκαλεσες αυτοκαταστροφικα,
κανενα από αυτά δεν μπορουν να εμποδισουν τον ηλιο από το να δυσει, την γη από το να γυριζει, το ξημερωμα, τη θαλασσα.
Αυτό, είναι η θεωρια της αρμονιας, και για αυτό θα σου μιλησω σε καποια επομενη συναντηση μας.
Αν δεν ειχα θυμηθει το κομματι της εισαγωγης στα αρχαια θα εγραφα δυο μοναδες λιγοτερες.
Δεν θα εμπαινα στην σχολη αυτή, θα εφευγα εκτος Αθηνας.
Δεν θα γνωριζα ποτε εκεινη την φιλη που μου γνωρισε εσενα.
Αν δεν με μεγαλωναν ο γονεις μου, κι αν ημουν άλλη θα γνωριζαν καποιον αλλον και όχι εσενα.
Θα ερωτευοσουν καποια άλλη, κι όχι εμενα.
Στο ειπα, πολλες φορες, η αρχη βρισκεται στο τελος!
Κι επειτα, καθως εγραφα, σκεφτομουν, μα δεν είναι δυνατον! Δεν είναι ερωτας αν διαλυεται από μια τυχαια συγκυρια.
Που είναι το καρμα; Η μοιρα; Που είναι η μυθολογια που ρομαντικοποιησε καθετι εχω γραψει;
Και καθως περνουσαν τα κεφαλαια, μαζι κι ο χρονος, σου εγραψα καποια στιγμη:
«Είναι μια αορατη ακατανικητη μαγνητικη δυναμη, που μας τραβα τον έναν στον αλλον.»
Και μου ειπες, με δακρυα στα ματια, απογοητευμενη, γιατί η αγαπη τοτε πονουσε.
«Αποδειξε το μου.»
Και στο απεδειξα.
Με κάθε εξελιξη και κάθε πιθανο σεναριο, εκεινη και αυτος (εγω κι εσυ) επεστρεφαν ο ενας στον αλλον.
Πως συνδεεται αυτή η μαγνητικη δυναμη με τη θεωρια του χαους λοιπον;
Εκεινοι οι δυο, ηταν μοιραιο να βρεθουν.
Σαν δυο παραλληλες που καταφεραν να γινουν τεμνουσες καπου στο απειρο, και δεν χωρισαν ποτε.
Απ οποιο απειρο και αν τις αρχιζες, αργα ή γρηγορα θα συναντιονταν.
Γιατί ηταν τετοιες οι αρχικες συνθηκες.
Αυτή είναι η απαντηση.
Κι όχι εξαιτιας οσων εγιναν αυτοι οι δυο.
Όχι επειδη ηταν ο βιολιστης και η δικηγορινα,
όχι επειδη βρηκαν εκεινο το διαμερισμα στην Αθηνα και η Φαιη με τον Γιαννη ερωτευτηκαν, ουτε επειδη η Ελενα ενεδωσε στον καθηγητη της.
Αλλα εξαιτιας του ενδομυχου εγω τους, του βαθυτερου πυρηνα τους, επειδη οι ψυχες τους ηταν φτιαγμενες ετσι όπως ηταν.
Για να στο πω λιγοτερο ποιητικα...Επειδη ηταν η Κυβελη και ο Ορεστης.
Αυτές είναι οι αρχικες συνθηκες, οσα σε κανουν αυτό που εισαι.
Κι αυτοι οι δυο, ηταν εκ των πραγματων και συμφωνα με κάθε εγγενες χαρακτηριστικο τους, προορισμενοι να είναι μαζι.
Κι αυτή λοιπον, είναι η θεωρια του χαους.
Εν τελει, ην το παν.
Δεκεμβριος.
«Ωραια, ασε την δουλεια και πες μου κατι άλλο.» η Κυβελη και ηπιε μια γουλια ζεστη σοκολατα. Το σαλε στο Μπανσκο γεματο,, και ο γωνιακος καναπες το καταφυγιο τους. Τα αγορια ακομα εκαναν σκι με την Ιωαννα να δοκιμαζει για πρωτη φορα, ενώ η Φαιη μολις ειχε επιστρεψει για να κανει παρεα στις φιλες της.
«Ποσες φορες την μερα σε παιρνει τηλεφωνο;»
Η Φαιη χασκογελασε και εφερε το τσαι κοντα στα χειλη της, περιμενοντας μια απαντηση.Η Ερμιονη κουνησε το κεφαλι της και εγειρε προς τα πισω, με δυσκολια πια.
«Όταν λειπει; Με παιρνει πρωι και βραδυ.»
«Α μια-» παει να σχολιασει η Κυβελη.
«Αλλά..» συμπληρωνει
«Ειπα κι εγω, τι επαθε ο Βασιλης;» Η Φαιη ηξερε από πρωτο χερι ποσο παρανοικος μπορουσε να γινει.
«Μιλαμε με μηνυματα ολη μερα, κι αν κανω πανω από μιση ωρα να απαντησω με παιρνει τηλεφωνο.»
«Περαστικα.»η Κυβελη της χτυπα την πλατη ταχα συμπονετικα, αν και βαθια μεσα της πιστευε ότι η Ερμιονη δεν θα αντεχε χωρις την παρανοικη υπερπροστατευτικοτητα του.
Ο Βασιλης ελειπε για λιγες μερες στην Ιταλια και η Ερμιονη δουλευε παρα τις αντιρησεις του αρκετες ωρες
«Προχθες στην δουλεια ειχα μια συναντηση, ωραια; Και βαζω το κινητο στο 'μην ενοχλειτε' επειδη εκανα μια παρουσιαση.»
«Ωχ και;» κοιταξε μηπως της μηπως ερχονταν και τις πιασουν στα πρασα να τους κουτσομπολευουν.
«Και δεν πρεπει να ειχαν περασει 40 λεπτα, μπαινει μεσα η γραμματεας μας, η Μαρθα, και μου λεει ότι εχω τηλεφωνημα, και μαλιστα επειγον. Την εβαλε να πει ψεματα ότι είναι σημαντικος πελατης! Ο παρανοικος!»
«Ρε είναι ακραιος!»
«Εγω του το ειπα, ότι δεν είναι καλα.»
«Και τι σου λεει;»
Στριφογυριζει τα ματια,«Ότι το κανει για την κορη του, όχι για μενα.»
Χαμογελουν, κατά βαθος γοητευμενες από την αφοσιωση και την τρυφεροτητα του φιλου τους.
«Νταξει ο Βασιλης παντα ετσι ηταν, ειδικα σε ο,τι αφορουσε εσενα.»
«Δεν ηταν ετσι.» επιμενει η Ερμιονη, «Εχω φαει εγω αδιαφορια, διαβαστηκε και ας μην μιλησω για το ποσο αναποφασιστος ηταν....» σχολιαζει και το προσωπο της σφιγγεται, σαν θυμαται εκεινη την εποχη. Κι ας ηταν παλια, κι ας ηταν ακομα 'νεοι'.
Η Κυβελη για να μην χαθουν σε αυτή τη συζητηση, ελαφραινει το κλιμα.«Θυμαστε δευτερο ετος, Πασχα, που ειχαμε παει σε ένα παρτι του ΕΜΠ και στην επιστροφη γλιστρησες και γυρισες το ποδι σου;»
Η Φαιη σαν το θυμαται γερνει το κεφαλι πισω, «Που το θυμηθηκες καν αυτό ρε Κυβελη;!»
«Και πηρες τον Γιαννη να ερθει να μας παρει, και ηταν μαζι και ο Βασιλης, που τοτε δεν ηταν που σου ειπε ότι δεν θελει αποκλειστικοτητα; Και τρελαθηκε ο Βασιλης!»
«Με κουβαλησε τεσσερα στενα, μεχρι το αυτοκινητο.» μουρμουριζει με ένα αχνο χαμογελο.
«Και σε πηγε σπιτι του, και εμεινες εκει δυο μερες...»
«Θεε μου τι ηταν αυτό...» Η Κυβελη μουρμουριζει, παραλληλα συνειδητοποιει ποσο μακρινα της φαινονταν όλα αυτά.
«Ή τοτε, που εσκασες στο παρτι της Μαρινας με τον Νικο;» γελωντας προσθεσε η Φαιη.
Οι φιλες της εκαναν λιγη ωρα να καταλαβουν ότι μιλουσε για μια παλια της συμφοιτητρια.
«Ααααααα...» η Κυβελη αναφωνει και ανακαθεται με την κουπα στο χερι, η ζεστη σοκολατα μυριζε τελεια, αλλα εκαιγε ακομη πολύ για να την πιει.
Παραμερισε το λαπτοπ, το email εμεινε μισο και γυρισε προς το μερος της Ερμιονης εκστασιασμενη.
«Δεν θυμασαι;»
Η κοπελα εγνεψε αρνητικα. «Εχουν γινει τοσα σκηνικα αναμεσα μας...»
«Όχι Κυβελη απλα ειχε φυγει ηδη για αυτό.» η Φαιη προσπαθει ωρα τωρα να θυμηθει.
«Δεν της ειχαμε πει;» πλεον αγνοουν και οι δυο την φιλη τους.
«Μου ειχατε πει ότι εκανε σαν τρελος. Το θυμαμαι.» Η Ερμιονη επεμβαινει.
«Όχι όχι αγαπη μου...» η ξανθουλα αποκτα ένα σαρδονιο χαμογελο.
«Δεν εκανε απλα σαν τρελος. Εσπασε από τα νευρα του εξι ποτηρια, μισο πακετο καπνισε.»
Η Φαιη γνεφει με ματια που λαμπουν, παντα λαμπουν όταν μιλανε για τις φορες που ηταν ολοι μαζι και για τα καμωματα τους. «Εχει δικιο Ερμιονη, εμεις τοτε καταλαβαμε ότι την εχει πατησει ο Βασιλης.» Η κοπελα φαινοταν να αναπολει τις μερες εκεινες με έναν τροπο όμως που δεν ηθελε και να επιστρεψουν.
Είναι καλα εκει που είναι, στο παρελθον.
«Και μαλλον την ειχε πατησει από την αρχη, απλως εκανε χρονια να το αποδεχτει.»Η Κυβελη ενώ τον αγαπουσε πιο πολύ από ολους, δεν υπηρξε ομως ποτε κατι λιγοερο από αντικειμενικη.
Επεσε μια σιωπη, η κάθε μια με τις σκεψεις της, αναπολωντας τα χρονια που περασαν.
«Θα γινουμε 28 χρονων.» σχολιαζει τελικα η Φαιη.
«Ο Βασιλης τον Ιανουαριο θα γινει 30!»
«Δεν του φαινεται.» Η Κυβελη λεει, πιο πολύ στον εαυτο της.
«Όταν τον βλεπεις με το πουκαμισο του και τα σακακια ισως, αλλα όταν φοραει φορμες...26 το πολύ!».
«Κανει και σαν βλακας, λες αποκλειεται αυτό το παλικαρι να εχει βγει από την εφηβεια.» Η Φαιη φερεται λες και ο Γιαννης είναι πολύ καλυτερος.
«Και θα κανει παιδι...» η Κυβελη είναι κατά το ημισυ περηφανη, μα κατά τα αλλα της φαινεται εξωπραγματικο.
«Ενώ ο Ορεστης;» η Φαιη την ρωτησε σαν να της θυμιζε ότι κι εκεινης η κατασταση δεν διεφερε πολύ.
«Δεν το εχω συνειδητοποιησει.» παραδεχεται η κοπελα και χαζευει τους υπολοιπους φιλοξενουμενους να κανουν σκι εξω από το μεγαλο παραθυρο.
«Ουτε εκεινος, αφου πηγε να σου νοικιασει στολη.» η Ερμιονη γελασε σκεπτομενη το σκηνικο.
«Απορω πως δεν με αναγκασε να κανω ετσι κι αλλιως.» μονολογησε.
«Ο Βασιλης είναι εκστασιασμενος, δεν ηθελε λεει να είναι αυτος που θα χαλαει τις διακοπες.» η Φαιη της μεταφερει τα λογια που ακουσε τον ιδιο να λεει.
«Θα υποφερουμε μαζι σε αυτό.» η Ερμιονη συνεχιζει.
«Είναι γελοιος.» η Κυβελη δεν κρατιεται και γελαει.
«Ρε ασχετο..» η Ερμιονη ανακαθισε.
«Με την Γεωργια από τη σχολη εχεις μιλησει; Μου εκανε ένα ασχετο λαικ το πρωι και ηθελα να σε ρωτησω»
Τα ματια της Κυβελης ελαμψαν στο επικειμενο κουτσομπολιο.
Εγειρε ελαφρως προς τα μπροστα, και η Φαιη αναφωνησε ενθουσιασμενη «Για πες!»
«Μιλουσαμε ρε αρκετα, και ειδικα οσο ελειπες Δανια, βγαιναμε κιολας...μεχρι που γνωρισε τον Αρη...»
Αφηνει κατω την κουπα της για να είναι πιο παραστατικη.
«Τι λες...» η μελαχρινη φιλη της παντα ελεγε ότι η Γεωργια απαξ και βρει σχεση θα την χασουν.
«Ναι ναι...καπνος! Αυτος είναι από την Κρητη, εχουν συνεργεια οι δικοι του, αλυσιδα! Και στην αρχη παραθερισε εκει, τωρα δουλευει κιολας!»
«Ερωτικη μεταναστρια δηλαδη, ρομαντικο!» η Φαιη χαμογελασε και οι δυο φιλες την κοιταξαν αηδιασμενες.
«Να μεταναστευσει! Μαζι της! Αλλα μην χαθεις από ολους!» Η Ερμιονη ηταν μια από τις παραπλευρες απωλειες.
«Δεν εχει κρατησει επαφη με κανεναν;» η Φαιη ρωτησε δυσπιστα.
«Παιδι μου όχι! Συναντησα σε ένα μπαρ τυχαια την κολλητη της την Μίνα, την ειχε φερει και σε όλα μας τα παρτι,την θυμαστε;»
«Την εχω και στο ινσταγκραμ.» μουρμουρισε η ξανθουλα.
«Και την ρωταω, διακριτικα παντα, που εχει χαθει η Γεωργια; Και η Βεατρικη κι εγω την εχουμε χασει. Και τι μου λεει;»
«Τι σου λεει Κυβελακι;» κοροιδευει η Ερμιονη.
«Της απανταει κάθε δεκα μερες στα μηνυματα, ουτε με αιτηση δηλαδη!»
Αναφωνουν και οι δυο.
«15 χρονια κολλητες!» σχολιαζει σοκαρισμενη η Φαιη.
«Ζει τον ερωτα της.» εξηγει, χωρις να δικαιολογει η Κυβελη.
Μενουν για λιγο σιωπηλες.
«Χαιρομαι που εμεις ζουμε τον ερωτα μας χωρις να σταματαμε να ειμαστε φιλες.» κατεληξε η Ερμιονη και η Φαιη εγειρε το κεφαλι της στον ωμο της.
«Εμεις ειμαστε άλλο...» της απαντησε η Κυβελη και ηπιε μια γουλια από την σοκολατα της, που ηταν πια η καταλληλη θερμοκρασια.
Μεσα Δεκεμβριου.
Πιστευε ότι θα ηθελε να καυχηθει μπροστα του, να του το πει με την πρωτη ευκαιρια.Ισως αυτή η σκεψη να ανηκε σε έναν πιο εκδικητικο αιμοβορο εαυτο του, γιατί αυτος ο Ορεστης φοβοταν.
Ναι, φοβος ηταν, ή εστω βαθια ανησυχια.
Ηθελε να την προστατευσει από τα παντα. Από τα αυτοκινητα, το καυσαεριο, τις σκαλες, τις γωνιες, το πλακακια στο ντους, από τους ψιθυρους, το κακο ματι, την γρουσουζια, από όλα οσα χρονια τωρα δεν πιστευε.
Και η τελευταια πιο παρανοϊκη του σκεψη, από εκεινον. Όχι ότι θεωρουσε εφικτο να την πειραξει. Δεν θα επετρεπε ουτε μονοι στον ιδιο χωρο να βρεθουν.
Από το βλεμμα του, τις σκεψεις του, τον τροπο που την κοιτα. Από οσα ο Ορεστης ξερει ότι ο Σπυρος θα ευχηθει.
Οποτε εκεινο το Σαββατο βραδυ, στα γενεθλια του πατερα του, όταν ολη η οικογενεια θα μαζευοταν να γιορτασει ιδιωτικα, ο Ορεστης εψαχνε αφορμη να μην παρεβρεθουν καν.
«Αγορι μου λιγο στην τσιτα σε βλεπω.» η μητερα του τον εβγαλε από τις σκεψεις.
Γυρισε να την κοιταξει, του προσφερε ένα ποτηρι κρασι και σιγουρα κατι του ειπε που δεν ακουσε.
«Δεν θελω ηπια πολύ χθες.»
Το κωνειο θελω.
«Και η Κυβελη αυτό ειπε!»Ναι αφου αυτό το ψεμα συμφωνησαμε στον δρομο.
«Ναι γιατί ζουμε στο ιδιο σπιτι, και συνηθως θελει να περναει χρονο μαζι μου, ειδικα αν υπαρχει αλκοολ στη μεση.» μουρμουριζει.
«Τι εχεις;» επιμενει η Νεφελη, ακολουθει το βλεμμα του και φτανει μεχρι την Κυβελη, που στην άλλη ακρη του σαλονιου μιλαει με την Αλεξανδρα ενώ παιζουν με τα παιδια με τα αυτοκινητακια.
«Θα την ματιασεις.» τον κοροιδευει.
«Θα της παρω ένα ματακι.» της κλεινει το ματι και παει προς το μερος του πατερα του για να την αποφυγει, βεβαια εκεινος μιλαει με την Εβελινα και εννοειται...με τον Σπυρο.
Ο Πετρος του χτυπησε την πλατη. «Τι εγινε; Ειπες να ερθεις για να μην ξεχασω πως μοιαζεις;»
«Κυριως να μην ξεχασεις εσυ πως με λενε, για τη διαθηκη. Χαρουμενα 62» του χαμογελασε και ο πατερας του μουρμουρισε κατι απρεπες πριν τον αγκαλιασει ελαφρως.
«Τι γινεται Ορεστη;» η θεια του τον ρωτα ευθυμα. «Πως παει ο εγγαμος βιος;» διπλα της ο Σπυρος μενει ανεκφραστος.
Ως συνταξιουχος πλεον ασχολειται μοναχα με την συγγραφη βιβλιων δικαιου και αρθρων για νομικα περιοδικα. Μα δεν είναι αυτος ο λογος που φαινεται ετσι πεσμενος.
«Πως να είναι ο εγγαμος βιος όταν κάθε τρεις και λιγο πας εξωτερικο με τη γυναικα σου;» ο Αγγελος μπαινει στην παρεα και σπευδει να πειραξει τον ξαδελφο του.
«Δυσκολα πολύ...θελει να αδειαζω τις βαλιτσες με το που γυρναμε, να ξεχωριζω τα απλυτα, μεγαλο ζορι θεια» Ο Ορεστης καπως χαλαρωνει.
«Ε τωρα ειστε ακομα στα μελια, θα δεις μετα.» η Εβελινα λεει πειρακτικα,μα πιανει τον ευαυτο του ναεκνευριζεται που παρομοιαζει την Κυβελη και εκεινον με τα ζευγαρια που παντρευονται χωρις να γνωριζονται καν, απλως επειδη πρεπει.
«Θεια δεν σκοπευω να την κρατησω τοσο.» παιρνει αυτό το υφος, το καπως παινχιδιαρικο, που τον Σπυρο τον εκνευριζε αφανταστα.
Η γυναικα του όμως γελασε. «Α ώστε ετσι;»
«Την χρειαζομαι για κατι δουλειες τωρα, μαγειρευει και ωραια. Βεβαια εχει μια φωνη..» με την ακρη του ματιου του ξερει ότι εχει την προσοχη τοσο της γυναικας του, οσο και της μητερας του και της Αλεξανδρας.
Η Κυβελη σηκωνεται ορθια και κατευθυνεται με περισσια αυτοεποιηθηση προς το μερος τους. Ο Πετρος κανει επιτηδες χωρο για να σταθει αναμεσα στον ιδιο και τον γιο του.
«Τι λες για μενα;» τυλιγει το χερι της γυρω και χωνεται στην αγκαλια του. Τα ματια της καρφωμενα στα δικα του και του Σπυρου πανω της.
«Λεει η θεια μου ότι ειμαστε ακομα στα μελια.»
Στρεφει το βλεμμα της προς την γυναικα που χαμογελα ευγενικα, μετανιωνοντας ισως που εφερε τετοια προσοχη πανω της.
«Προκειται για έναν πελατη που εχει αναλαβει και επειδη ζει στο εξωτερικο επικοινωνησε τωρα.»
«Δεν είναι διαθεσιμος αυτή τη στιγμη δυστυχως, ισως να το προωθησεις σε καποιον αλλον συνεργατη;»
«Θα του το επικοινωνησω την Δευτερα στο γραφειο.»
«Την Δευτερα δε θα είναι στο γραφειο, εχουμε επειτειο και θα λειπουμε τριημερο.»
«Αυτά είναι τα μελια;» κοροιδευει και η ο Αγγελος γελαει.
Η βραδια κυλησε χαλαρα, και ο Ορεστης μετρουσε τα λεπτα αντιστροφα μεχρι η αναχωρηση τους να μην θεωρηθει υποπτη. Εφαγαν, εκοψαν τουρτα, μιλησαν, και λιγο ακομα, και αλλο λιγο.
Η Κυβελη αρνηθηκε πανω απο τρεις φορες να πιει κρασι και δεν ηξερε ποσο ακομα θα αντεχε.
Ωσπου στις 5 και κατι την ειδε να χασμουριεται. Ηταν η ευκαιρια του.
«Νυσταζεις; Ας φυγουμε! παω να σου φερω το παλτο.» εσπευσε να σηκωθει πρωτος. Καρφωνοταν. Ευτυχως ο πατερας του και ο αντρας της Αντιγονης γελασαν.
«Θα παω εγω, θελω να δανειστω και ένα βιβλιο της μαμας σου.» χαμογελασε στη Νεφελη που εγνεψε θετικα. Φοβοταν οτι απο την πολλη περιποιηση θα του καταλαβουν και ηθελε λιγο χρονο ακομα, και σιγουρα οχι να ειναι μπροστα οταν το μαθει ο Σπυρος.
«Μονο αυτό διπλα στο κομοδινο μην παρεις, το διαβαζω ακομα.» ακουσε την φωνη της μητερας του πισω της καθως χωνοταν στον διαδρομο.
Ειχε γινει κλισε και μαλλον επρεπε να το περιμενει, οταν ακουσε την πορτα να ανοιγει και να κλεινει παλι.
«Ορεστη μα τω Θε-»
Μπροστα της στεκεται η Εβελινα. Το χαμογελο με το οποιο την εχει συνηθισει εχει χαθει. Το πραγματικο της προσωπειο είναι σοβαρο, γεματο με έναν εκνευρισμο που δεν λεει να φυγει.
Κοντοστεκεται, δεν ξερει τι να πει. Για καποιο λογο ενα βαθυτερο ενστικτο της φωναξε 'Κινδυνος!', η πορτα πισω της κλειστη.
«Δυο μηνων;»
Παγωσε. Κοντεψε να της πεσει το βιβλιο. Προσπαθησε να ανασυνταχθει.Ανασες Κυβελη.
«Όχι, νεα κυκλοφορια είναι.» απάντησε ψυχραιμα. Καυχασε ενοχλημενη.
«Δυο μηνων εγκυος εισαι;» ξαναρωτησε.
Σαστισε. Ποια ειναι αυτή η γυναικα και πως να της φερθω;
Γελασε. «Κυρια Εβελινα, τι ερωτηση είναι-»
«Ξερω ότι εισαι, η Νεφελη το υποψιαζεται, δεν ηπιες κρασι, σου ειπε να προσεχεις στις σκαλες, σου τραβηξε την καρεκλα να κατσεις.»
Δαγκωθηκε για να μην βουρκωσει, το χαμογελο της εσβησε.
«Τι σε νοιαζει;» εκανε ένα βημα για να φυγει αλλα η γυναικα εμεινε σταθερη στη θεση της.
Η παραλογη σκεψη ότι ηρθε για να της κανει κακο εξατμιστηκε γρηγορα.
Ανασες Κυβελη.
Εμεινε σιωπηλη. Σταυρωσε τα χερια μπροστα της.
«Για να του το πεις ε;» πρωτη φορα μιλουσε ανοιχτα για αυτό με τον οποιοδηποτε, κι ενιωθε να τρεμει ολοκληρη.
«Σε εβαλε να με ρωτησεις;»
Σιωπη παλι.
«Όχι, δεν νομιζω. Μαλλον θες να μαθεις, για να του το πεις σημερα το βραδυ στο σπιτι, όταν γυρισετε, για να δεις την εκφραση του και καπως να τον τιμωρησεις που με κοιταξε σημερα αμετρητες φορες όταν νομιζε ότι δεν κοιταζες.» απορει και η ιδια πως η φωνη της δεν τρεμει.
«Αλλα παντα κοιτουσες; Ετσι δεν είναι; Παντα ηξερες. Και για την Ελενα ηξερες.»
Τα ματια της γυναικας απεναντι της ηταν σαν από γυαλι, εσφιγγε τα χερια της μεταξυ τους σαν να ηθελε να σφιξει κατι αορατο αναμεσα τους.
Μαλλον τον λαιμο μου.
«Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί τον τιμωρεις;» και σαν το ειπε, μονη της σκεφτηκε την απαντηση.
Ανακατευοταν, απλως δεν ηξερε αν μπορουσε να περιμενει μεχρι να βγουν από το σπιτι ή θα το εκανε μπροστα της.
«Για να νιωσεις ότι ανταπεδωσες το κακο; Και να μπορεσεις να τον δεχτεις πισω; Τι αγαπη είναι αυτή;» ο λαιμος της εκαιγε.
«Δεν εχεις αγαπησει ποτε κανεναν τοσο αρρωστημενα; Τοσο απολυτα; Ο,τι και αν κανει να του το συγχωρεις;» η φωνη της ηταν ένας ψιθυρος στα αυτια της Κυβελης γιατί όλα τα αλλα ηταν βοη.
Χαμογελασε, με ματια βουρκωμένα. Εγειρε το κεφαλι της ελαφρως, σαν να εβλεπε κατι φοβερα χαριτωμενο.
«Η διαφορα μας είναι ότι εμενα με εχουν αγαπησει ετσι αρρωστημενα όπως λες , εσενα όχι, μονο εχεις, αλλα τι αξια εχει ετσι;» πηρε μια μικρη ανασα.
Μην κανεις εμετο τωρα.
«Να αγαπας καποιον τοσο αρρωστημενα και απολυτα, ώστε να αντεχεις να τον βλεπεις να αγαπα καποιον αλλον. Αυτή είναι η καταδικη σας. Τελικα ειστε φτιαγμενοι ο ενας για τον αλλον.»
Η Εβελινα πηρε μια κοφτη ανασα, λες και η αληθεια την πονεσε τοσο. Η Κυβελη καυχασε και την προσπερασε για να βγει εξω, αφηνοντας την ψυχρα του δωματιου πισω της.
Ανοιξε την πορτα και ο αερας του διαδρομου της εδωσε ζωη, που γρηγορα της πηρε πισω.
«Ποιος νομιζεις του εδωσε την ιδεα για τα βιντεο;»
Κενο.
Ηταν σαν όλα της τα ζωτικα οργανα να βυθιστηκαν στο στομαχι της.
Εκλεισε την πορτα πισω της ταχα να ξεφυγει από το τερας και με οση δυναμη της ειχε μεινει περπατησε στον διαδρομο.
Ποιος νομιζεις του εδωσε την ιδεα για τα βιντεο;
Χαιρετησε βιαστικα-σχεδον από μακρια- τους γονεις του Ορεστη και τους υπολοιπους και της ειπαν ότι πηγαινε να φερει το αυτοκινητο μπροστα από το σπιτι για να μην κρυωσει. Δεν εδωσε και πολλη σημασια.
Βγηκε τρεχοντας στον κηπο.
Το βιντεο.
Μηπως ειπε 'τα';
Ειπε 'το' Κυβελη!
Τα βιντεο.
Πληθυντικος, δηλαδη περισσοτερα από 1, δηλαδη 2.
Μπορει δυο της Ελενας.
Προσπαθησε να θυμηθει τον τιτλο που ειχε διαβασει στο ιντερνετ.
Ροζ βιντεο κυκλοφορησε, ενικος, ένα βιντεο.
Βεβαια μπορει να υπηρχαν παραπανω.
Ή μπορει να υπαρχει και καποιας αλλης.
Ο Ορεστης την περιμενε με το πανοφωρι της στην εξοδο και με το αυτοκινητο να μουγγριζει.Οταν την ειδε εσμιξε τα φρυδια. Εκλεισε την αποσταση αναμεσα τους.
«Τι επαθες; Εισαι καταχλωμη!» την ψηλαφησε καπως, σαν να επροκειτο να εβρισκε καποια ανοιχτη πληγη.
Αρα ο Σπυρος δεν προσπαθουσε να φυγει αλωβητος από τον γαμο του;
Ηταν η τιμωρια που εδινε εκεινος σε οσες δεν τον αγαπουσαν, κι η γυναικα του σε εκεινον.
«Κυβελη!» εψαξε με τα ματια του να συναντησει το δικο της, που ηταν κενο.
«Ορεστη μπες στο αυτοκινητο.» προσπαθησε να αποτραβηχτει για να μην δημιουργησει σκηνη, ματαιος κοπος.
Ένα της Ελενας.
Ένα δικο μου.
Από εκει ηταν οι φωτογραφιες.
«Δεν παω πουθενα. Θες να γυρισουμε πισω να ξαπλωσεις; Θα πω ότι δεν νιωθω εγω καλα.» την καθοδηγουσε ηδη προς τα μεσα.
Εγνεψε αρνητικα, η σκεψη και μονο αυτης της γυναικας την αναγουλιαζε περισσοτερο.
«Τι εγινε; Δυο λεπτα σε αφησα! Σε πλησιασε αυτος; »
Εγνεψε γρηγορα αρνητικα, του εκανε νοημα να σταματησει.
Γιατί δεν ανεβασε και το δικο μου βιντεο;
«Κυβελη θα σε παω στο νοσοκομειο μην με τρελαινεις!» πηγε να της ανοιξει την πορτα μα ηταν αργα, ξεφυγε από το κρατημα του και δυο βηματα παραπερα, σε έναν μικρο θαμνο του Δημου βουλιαγμενης εβγαλε ο,τι ειχε φαει εκεινη τη μερα.
Αμεσως την κρατησε σταθερη, βλαστημωντας ο Ορεστης, και της μαζεψε όπως όπως τα μαλλια.
Τα γονατα της ετρεμαν, το χερι του γυρω της ετρεμε, από οργη.
Δακρυα αρχισαν να αυλακωνουν τα μαγουλα της.
«Σε παρακαλω...» ειπε αναμεσα από κοφτες ανασες γερμενη ακομη προς τα μπροστα, το γκρι δαπεδο λιγα εκατοστα μακρια από το προσωπο της.
Και αναρωτηθηκε αν ηταν η τελευταια εικονα που ειδε η Ελενα. Αναγουλιασε παλι.
«Πηγαινε με σπιτι.»
Ειχε πελαγωσει, δεν ηξερε τι να κανει. Να την πιστεψει ή όχι.
«Ορεστη ειμαι καλα, πρεπει να κατσω.» εβηξε άλλη μια φορα και βεβαιωθηκε ότι μπορει να σταθει Ισιωσε τον κορμο της και πηρε μερικες βαθιες ανασες, το κρυο βοηθουσε.
Δε θα την αφηνε να κανει βημα. Περασε το χερι του πισω από τα γονατα της και γυρω από την μεση της και την κουβαλησε το ένα μετρο μεχρι το αυτοκινητο, την εβαλε στη θεση του συνοδηγου και ανοιξε το παραθυρο, της εδωσε ένα χαρτομαντηλο. Το βλεμμα του διαρκως στηλωμενο πανω της, φοβουμενος πως αν δεν την κοιτα κατι θα παθει.
Βλαστημησε μεσα του την ωρα και την στιγμη που αποφασισε να φυγει πρωτος για να φερει το αυτοκινητο.
«Πονας καπου;» τα δοντια του ετριζαν
Κουνησε το κεφαλι της αρνητικα.
Εγνεψε, επαναλαμβανοντας το στον εαυτο του, πιο πολύ για να πειστει.
Γυρισε στο πισω καθισμα και εβγαλε από μια σακουλα ένα σφραγισμενο μπουκαλι νερο, που παντα ειχε, κυριως για όταν ηταν από προβα σε συναυλια και το αντιθετο.
Η κοπελα εβγαλε το πακετο με τις τσιχλες από το ντουλαπι και με τρεμαμενα χερια πηρε το ηδη ανοιγμενο μπουκαλι. Το δερμα της ειχε χλωμιασει. Ο Ορεστης την κοιτουσε βλοσηρα, ανησυχος και εκνευρισμενος.
Θα παμε στο νοσοκομειο. Ποιο εφημερευει;
Ή καλυτερα σε ιδιωτικη κλινικη.Που εχει καλυτερους γιατρους; Είναι οντως καλυτεροι;
Εκανε την αποσταση Βουλιαγμενη Κολωνακι σε 30 λεπτα.
Την αφησε τον καναπε και πηγε να της φερει τις πιτζαμες της.Εσβησε σε δευτερολεπτα. Κι εκεινος νιωθοντας αβοηθητος πηρε τηλεφωνο την Ιωαννα για να ερθει να την δει, μετανιωνοντας που δεν την πηγε εξ αρχης σε νοσοκομειο.
Ηρθε με τον Κωνσταντινο μεσα σε 15 λεπτα, κι αφου η Ιωαννα της πηρε την πιεση και τον ρωτησε μερικα πραγματα για το πως ηταν πριν κοιμηθει εβγαλε πορισμα ότι ηταν καλα κι απλως εξαντληθηκε.
Ηταν κοινο μυστικο μεταξυ της παρεας η τεταμενη σχεση του ζευγαριου με τον Σπυρο και την Εβελινα, ενεκα οσων ειχαν συμβει, κι ένα τετοιο περιστατικο ηταν μονο αναμενομενο να συμβει.
«Ορεστη δε θα ανησυχουσα στη θεση σου, αν πονουσε ή κατι δεν πηγαινε καλα θα ξυπνουσε, κι εφοσον από πριν δεν ειχε καποια ενοχληση είναι απλως η εξαντληση.» Η Ιωαννα προσπαθησε να τον καθησυχασει, ματαια. Ειχε κολλησει παλι διπλα της, στο μικρο κενο που ειχε αφησει στον καναπε με τα ποδια της, και την παρατηρουσε, να εισπνέει και να εκπνεει.
Η κοπελα χαμογελασε γοητευμενη από την αφοσιωση του.
«Εχε υποψιν σου Ιωαννα ότι αυτος είναι ο ιδιος τυπος που ελεγε ότι την θελει μονο για μια φορα και δεν είναι και τιποτα το ιδιαιτερο, την ειχε πει και κοντη!»ο Κωνσταντινος προσπαθησε να ελαφρυνει το κλιμα, και πετυχε, καπως.
Όταν ανοιξε παλι τα ματια της ηταν σκοτεινα εξω. Ηταν στο σαλονι, η τηλεοραση επαιζε χαμηλα, η Λαιδη και ο Αλητης κοιμουνταν μαζι στο μαξιλαρι που μαγικα ειχε παλι σπρωχτει πιο κοντα στον καναπε και ο Ορεστης διπλα της κατι εγραφε στο κινητο του.
Μολις την ενιωσε να ξυπναει εστρεψε ολη του την προσοχη σε εκεινη. Ανακαθισε και εγειρε προς το μερος της, τα δαχτυλα του εσπρωξαν μερικες τουφες μακρια από το προσωπο της
«Πως εισαι;» την ρωτησε, κοφτα, αγχωμενα.
Εγνεψε θετικα, πριν διαπιστωσει ότι δεν μπορουσε να διαβασει τη σκεψη της.
«Καλα»
«Τι επαθες;» απαιτησε να μαθει.
Ανοιξε το στομα να απαντησει 'Τιποτα' μα την εκοψε.
«Μην διανοηθεις να πεις τιποτα, γιατί θα οδηγησω μεχρι την Βουλιαγμενη και θα απαιτησω απαντησεις, από ολους.»
Εκλεισε παλι τα χειλη της.
Πηρε μια βαθια ανασα, μπορει και δυο, ζυγιζοντας το βλεμμα του αντρα της και γνωριζοντας ότι καθολου δεν αστειευεται.
Θα οδηγουσε ως την άλλη ακρη της Αθηνας και θα προκαλουσε ολοκληρη αναστατωση.
«Κυβελη δεν μπορεις να διανοηθεις πως εκανες. Σταματησε η καρδια μου! Ηρθε η Ιωαννα, ευτυχώς ειχε ρεπο, και σε εξετασε, ουτε καν το καταλαβες! Φαντασου !» την επεπληξε, πιο πολύ για να πετυχει τον σκοπο του, να του πει.
Και σε κάθε ένα άλλο από τα παραλληλα συμπαντα τους, δεν θα του ελεγε ποτε. Σε εκεινο όμως, η Κυβελη κουβαλουσε ευθυνη, εκεινη του παιδιου τους.
«Η Εβελινα ξερει, για όλα.»
«Εννοεις για την Ελενα;» δεν φαινοταν τοσο σοκαρισμενος, σαν εν μερει να πιστευε ότι γυναικα εστω το υποψιαζοταν.
«Και για μενα.»
Σοβαρεψε κι άλλο.
Ο Ορεστης εχει δυο ανθρωπους μεσα του. Τον χαλαρο μουσικο που χορευει μαζι της σαν να γιορταζουν κατι μια τυχαια Τριτη,κανει έναν χαμο στην κουζινα από τις τυχαιες συνταγες του και της κανει ερωτα κοντρα στο παραθυρο και μεσα στην ντουζιερα με τα παραθυρα ανοιχτα. Εκεινος γυρναει νωριτερα για να την δει, δεν την αφηνει σε ησυχια οσο είναι μαζι, την αγκαλιαζει και την φιλαει αψηφωντας χωρο και παροντες.
Ο άλλος, είναι ενας επιδοξος σολιστ με κοινωνικο στατους και ζοφερο παρελθον.Βρισκει τροπους μικρους και υπουλους για να την εχει δικη του, ποδοπατα οποιονδηποτε τολμησει να μπει αναμεσα τους και αλιμονο σε οποιον την πειραξει, αλιμονο στον ιδιο αν την πληγωσει, και στην αυτοκαταστροφη που θα επιβαλει στον εαυτο του. Εκεινος, ο δευτερος εαυτους του, τρεμοπαιζε επικινδυνα πισω από τα ματια του.
Η Κυβελη θα ορκιζοταν ότι δεν ανεπνεε, τον σκουντηξε ελαφρως για να τον βγαλει από τις σκεψεις του.
«Ορεστη, με ακους;»
Ανοιγοκλεινει τα ματια.
«Ξερει για σενα, ναι.» επαναλαμβανει προσεκτικα.
Την κοιταξε για λιγο, τη συννεφιασμενη της εκφραση και τα φρυδια της που εσμιγαν, εσφιγγε και ξεσφιγγε τα δοντια σχεδον από τικ.
«Και;» δεν ηταν ότι δεν μπορουσε να δει την συνεχεια, απλως ηθελε να την ακουσει να του το λεει.
Σιωπη.
«Και φοβασαι» συμπέρανε εκεινος.
Η κοπελα βουρκωσε.
Δεν μπορουσε να του πει για το βιντεο, πρωτον, γιατί δεν ηταν εκατο τοις εκατο σιγουρη ότι υπαρχει και δευτερον, δεν θα αντεχε να δει τον Ορεστη να τρελαινεται στην ιδεα, ουτε να φανταστει το μεχρι που θα εφτανε για να την προστατευσει.
Στο να το πει σε ολους.
Στην μητερα του δηλαδη.
«Κυβελη σε απειλησε;» ο τονος του ηταν πιο απειλητικος από εκεινον της Εβελινας.
Κουνησε γρηγορα το κεφαλι αποθετικα. «Όχι, απλως το επεσημανε.»
«Δεν εχεις να φοβασαι τιποτα.» σχεδον της επεβαλε τον εφησυχασμό.
Ξεροκαταπιε.
Δεν εχω;
«Η Εβελινα εχει απειρες γνωριμιες, αλλα η οικογενεια μου άλλες τοσες, εγω!» εκνευριζοταν που επρεπε να της το πει.
«Κι επειτα, δεν θα τολμουσε ποτε να σε πειραξει.» της χαιδευει τα μαλλια, μια αποπειρα να κατευνασει την σκληροτητα του, μα τα ματια του ελεγαν άλλη ιστορια. Ειχε ένα υφος αιμοβορο.
«Όχι;» ψιθυριζει, το κεφαλι της όμως βουιζε.
«Όχι.» λεει πιο σκληρα από ότι σχεδιαζει.
«Γιατί τοτε θα μαθαιναν ολοι μας οι γνωστοι, οι φιλοι, οι συνεργατες, τι συμβαινει στην οικογενεια της.»
Γνεφει.
«Αν σε ξαναδω ετσι θα τρελαθω.» ο αντιχειρας του τριβει απαλα το μαγουλο της.
Του χαμογελα μα τα ματια της υγραινονται.
«Συγγνωμη που σε ανησυχησα.» δεν μπορει ουτε καν να φανταστει τι θα σκεφτηκε οσο ηταν ετσι.
«Δεν ανησυχησα, τρελαθηκα, νομιζα θα παθετε κατι.» το χερι κατεβηκε απαλα στην μεση της, και χαιδεψε απαλα την κοιλια της.
Η καρδια της εγινε χιλια κομματια από την πιεση. Κι όλα χτυπουσαν στο ονομα του.
«Να φοβασαι μονο για οσα δεν μου λες, γιατί από εκεινα δεν θα μπορω να σε προστατευσω εκ των προτερων. Όλα τα άλλα, μην τα σκεφτεσαι καν.»
Γνεφει θετικα, αφηνει μερικα δακρυα να τρεξουν.
«Συγγνωμη για ολο αυτό το μπαχαλο.» μουρμουριζει, ισως επειδη και τα χειλη της τρεμουν για να πει δυνατα τις λεξεις.
Γερνει κι άλλο προς το μερος της, αυτή τη φορα δεν την καλυπτει στο φοβο του μην την πιεσει πολύ, μα την φιλα με το ιδιο παθος, για να σταματησει τα ανοητα λογια της και τις ανευ λογου απολογιες.
Την φιλαει στα χειλη, στα μαγουλα, στην μυτη, κατω από τα ματια, εκει που υπαρχουν μουτζουρες από μασκαρα.
«Εσυ αγαπη μου μην ζητας για τιποτα συγγνωμη.»της ψιθυριζει και απομακρυνεται για να της χαμογελασει με εκεινο το δικο της χαμογελο, πριν την ξεσκεπασει ελαφρως.
«Παμε να σου παρω πιεση.» πριν προλαβει να του φερει αντιρρηση την τραβαει πανω του και περναει το χερι του κατω από τα ποδια της.
Μουγρρισε από το αποτομο κρυο. Και τυλιγει το χερι της γυρω του για να κρατηθει.
«Κι αν εισαι καλο κοριτσι θα σου παρω μετα ο,τι θες για φαγητο.» της υποσχεται αν και εχει ηδη πετυχει τον στοχο του.
Γελαει πνιχτα και το χαμογελο φωτιζει το προσωπο της. Ίσως να ηταν αυτος τελικα και ο σκοπος του.
Ηταν 3 το πρωι και ηταν ξυπνια. Το χερι του Ορεστη περασμενο από πανω της προστατευτικα, την αναζητουσε μεχρι και στον υπνο. Το κεφαλι του στο στηθος της, οι ανασες του σταθερες, η θερμη του στην καρδια της. Κι όμως, ο δικος της υπνος, ελειπε.
Τι ηταν διαφορετικο;
Ηξερε ότι ο Σπυρος την αγαπησε πιο πολύ από την Ελενα.
Μα δεν ηταν η αγαπη του που την εσωσε, ισα ισα, εκεινη η σκοτεινη αρρωστη εγωιστικη αγαπη κοντεψε να την καταστρεψει.
Ο συντελεστης που εκανε τη διαφορα ηταν ο συντροφος μετα. Η Ελενα ειχε επιλεξει ένα συμφοιτητη
Αν κι εκεινη αφηνε τον Σπυρο για οποιονδηποτε αλλον, ο Σπυρος θα ανεβαζε το βιντεο διχως συνεπειες, διαλυοντας της την ζωη.
Ουτε που τολμουσε να σκεφτει τι θα εκανε αν εβλεπε το βιντεο της.
Ένα βιντεο που ουτε θυμοταν πως τραβηχτηκε ουτε ποτε. Λιγες μνημες ειχε από εκεινον πια ετσι κι αλλιως.
Η Νωρα της ελεγε ότι η απωλεια μνημης βασιζεται στο τραυμα.
Και δεν μπορουσε να του πει για οσα της ειπε η ΕβελιναΜα πως να τολμουσε; Ειχε ερθει στην τραγικη συνειδητοποιηση ότι η τρυφερη, απαλη, γεματη χιουμορ και πειραγμα αγαπη του Ορεστη, δεν ηταν για ολους, μονο για εκεινη. Κι ουτε που ηθελε να σκεφτει τον ανδρα της να αντιμετωπιζει εκεινους τους δυο, γνωριζοντας ότι μια τετοια συγκρουση δεν θα αφηνε τιποτα ιδιο.
Οποτε όχι, δε θα ρισκαρε να τα χασει όλα ετσι.
Του χαιδευε λοιπόν τα μαλλια, και τον ευχαριστουσε αηχα, με κάθε χτυπο της κατω από το αυτι του, που την αγαπουσε. Γιατι η αγαπη του την εσωσε, μεταφορικα και κυριολεκτικα.
Υπηρχαν κάθε λογης παραλληλα συμπαντα στα οποια οι δρομοι τους θα αργουσαν να διασταυρωθουν.
Μα σε εκεινο το παραλληλο συμπαν, η Κυβελη δεν μπορουσε παρα να αναρωτηθει, αν θα βρισκονταν εν τελει και ποτε.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οι γονεις του Ορεστη ηταν πολύ, πολύ πιο ευκολη υποθεση και η Κυβελη επιανε τον εαυτο της να ζηλευει λιγο τον αντρα της, που δεν ειχε αναγκη να παει με τον μπαμπα του καπου ιδιωτικα για να του το πει γιατι φοβοταν την αντιδραση του.
Η Νεφελη αρχισε να κλαιει, και μετα να γελαει, επειτα την αγκαλιασε, σφιχτα, ο Ορεστης της εκανε παρατηρηση, μα μετα αγκαλιασε κι αυτόν, ακομη πιο σφιχτα. Κι υστερα αρχισε παλι να κλαιει, και να κανει αερα στον εαυτο της, οσο ο Ιακωβος της εφερνε νερο. Ο Πετρος την αγκαλιασε τρυφερα και της ειπε ευχαριστω, πριν αγκαλιασει τον γιο του και του ψιθυρισει κατι που τον εκανε να γελασει.
Ηταν τρομερα συγκινητικη στιγμη, μεχρι και ο αδελφος του φανηκε να μαλακωνει και τους αγκαλιασε. Η χαρα του βεβαια κρατησε μεχρι η Νεφελη να του ευχηθει και στα δικα του, οποτε και επεστρεψε το ψυχρο του προσωπειο.
Ομορφα, ηρεμα και πολιτισμενα.
Γι αυτό και τους το ειπαν πριν τον μπαμπα της. Και η Κυβελη ζητησε από την πεθερα της λιγο χρονο, μια δυο μερες, πριν αρχισει να το λεει, πριν παρει τους γονεις της κλαιγοντας, και πριν διοργανωσει 10 διαφορετικα τραπεζια για να το γιορτασει.
Καπου αναμεσα στα Χριστουγεννα και την πρωτοχρονια, η μαμα της διοργανωνε ένα μικρο ρεβεγιον, κυριως με τους φιλους των παιδιων της, αλλα και οποιος άλλος ηταν διαθεσιμος.
Δεν ειχε περασει απαρατηρητο το γεγονος ότι ο μπαμπας της τα τελευταια χρονια τους εκανε την τιμη, συχνα μαζι και με την Ελσα.
Εκεινη την χρονια λοιπον, πριν ο Βασιλης και ο ανδρας της κυριας Αλεξανδρας πιουν αρκετα και πουν κατι που δεν πρεπει, η Κυβελη εκανε νοημα στον Ορεστη και ζητησε από τον μπαμπα της να πανε να μιλησουν οι δυο τους.
«Μπαμπα να σου πω;» Η Κυβελη του εκανε νοημα να πανε στο γραφειο.
Ειχε δικαιωμα να το ακουσει μονος. Η κοπελα ηξερε ότι ο πατερας της δεν τα πηγαινε καλα με τις δημοσιες εκδηλωσεις αγαπης, ειδικα όταν του ερχονταν απροσμενα.
«Τι συμβαινει; Παιρνεις διαζυγιο;» ρωτησε, κι ας μην το πιστευε ουτε στο ελαχιστο.
Δεν του απαντησε, ετρεμε ομως, και φοβοταν οτι αν μιλησει θα λυθει ο κομπος και θα ξεσπασει σε κλαματα.
Εγειρε στο μεγαλο επιπλο.
Σοβαρεψε κι άλλο, σαν να διαισθανοταν ότι κατι παει λαθος.
«Τι εγινε; Η μανα σου το ξερει;»
«Ναι. Και η Φαιδρα.»
«Α ωραια...συνομωσια. Τι εκανες;»
Γελαει. Τον κοιταει τρυφερα.
«Μπαμπα μου...» στις πρωτες τις λεξεις τον βλεπει ηδη καπως να μαλακωνει, και στις επομενες, εκεινες που δεν λεει καν απλως σχηματιζει με τα χειλη της τον αποτελειωνει.
Χαλαρωνει τους ωμους και την πλησιαζει. Της πιανει τα χερια και τα κρατα κοντα του.
«Τι ειπες;» την ρωτησε, η φωνη του καπως τρεμουλιασε.
Ο Δημητρης ποτε δεν κομπιαζε όταν μιλουσε. Οποτε της φαινοταν πραξενο. Το κρατημα του ηταν σταθερο, μα κατι στα ματια του τον προδιδε.
Παει να μιλησει, μα σαν ανοιγει τα χειλη ενας κομπος την πονα και την κανει να βουρκωσει. Γνεφει θετικα.
Την τραβα στην αγκαλια του, σαν να ηξερε πως ηταν το τελικο βημα για να την αποτελειωσει, να την κανει ερειπιο. Το δυνατο του κρατημα, που την συντροφευε ολη της ζωη κα εκανε την καρδια της να χτυπα δυνατα, γεματη πληροτητα, σιγουρια και ασφαλεια, τωρα την διαλευε.
«Κυβελακι μου γλυκο.» της χαιδεψε την πλατη, μαζι και τα μαλλια, φιλωντας απαλα την κορυφη του κεφαλιου της.
Την απομακρυνε ελαφρως για να την κοιτα και της σκουπισε δυο δακρυα, ειχε πασαλειφθει με μασκαρα.
«Εισαι υγιης; Νιωθεις καλα;»
Του γνεφει θετικα.
«Προσεχεις;» την ξαναρωτησε, με εκεινο τον τονο που χρησιμοποιουσε μονο με τις κορες του, και η Κυβελη ευχηθηκε να ειχε και ο Ορεστης κατι αντιστοιχο.
Πάλι αρχισαν να καινε τα ματια της. Γνεφει, σαν να την ρωτουσε αν ειχε κανει τα μαθήματα της.
«Πιστευεις ειμαι πολύ νεα;»
«Παντα θα πιστευω ότι ειστε πολύ νεες, εσυ και οι αδελφες σου, για όλα οσα κανετε που μου θυμιζουν ποσο εχετε μεγαλωσει.» της χαμογελα.
«Θα μεινουμε Ελλαδα για λιγο.» προσθετει, η φωνη της βραχνη από το κλαμα.
«Φαινεται λογικο επομενο.»
Του γνεφει και χωνεται παλι στην αγκαλια του, κι εκεινος δεν την αφηνει, σαν να ξερει ποση πολλη αναγκη εχει την επιβεβαιωση του.
«Εκεινος πως είναι;»
«Φρικαρισμενος, αλλα καλα.»
«Σιγουρα είναι καλα, δεν ξερω πως τα καταφερε και περασε παλι το δικο του, εχεις μπλεξει κοριτσι μου.»
--------------------------------------------------------------------------------------------------
28 ΔΕΚΕΜΒΡΗ - ΣΤΟΚΧΟΛΜΗ
«Νικολαιδη εχω βαρεθει να σε βλεπω σε αυτές τις εκδηλωσεις.» στο ακουσμα της γνωριμης φωνης και της μητρικης του γλωσσας αναμεσα σε όλα αυτά τα αγγλικα, γυρισε προς το μερος του αντρα που μολις τον ειχε πλησιασει.
Ηταν ο δασκαλος του στο βιολι και ενας από τους κορυφαιους ελληνες σολιστ. Τον θαυμαζε απεριοριστα, δεν επαυε όμως να τον θεωρει και έναν από τους πιο ιδιοτροπους ανθρωπους που ειχε γνωρισει ποτε του.
Εδωσαν τα χερια.
«Μιριαμ, ποσο καιρο εχω να σε δω.» η συντροφος του, του χαμογελασε πισω και του εσφιξε το χερι.
«Ορεστη μου, πανε 8 χρονια και δεν σε εχω συγχαρει ακομα για τον γαμο σου.» το λαμπερο της βλεμμα σχεδον σε εκανε να αγνοησεις τις ρυτιδες χαμογελου στο προσωπο της. Το εβρισκε τρελο, το πως μια γυναικα όπως εκεινη, που ακτινοβολουσε, θα γινοταν ευτυχισμενη με έναν αντρα τοσο αυστηρο και μαζεμενο.
Ο κυριος Παναγιωτης εφιξε το χερι του γυρω από την μεση της, και ο βιολιστης κρατηθηκε να μην γελασει. Ειχε ζησει από πρωτο χερι τον καθηγητη του, στα 30 του τοτε, 20 χρονια πριν, να γνωριζει την γυναικα που του αλλαξε την ζωη, και να μαλακωνει, οσο αυτό ηταν εφικτο.
«Ώστε παντρεμενος.» σχολιασε, σαν να τον κοροιδευε, αλλα ο Ορεστης εβλεπε ενας ιχνος περηφανιας στο βλεμμα του.
«Ησουν καλεσμενος και στον γαμο.»
«Ξερεις πως νιωθω για τετοιοι ειδους κοινωνικες εκδηλωσεις.»
Ο νεαρος δεν εδειξε να πτοειται από την απαντηση του, αν μη τι άλλο τον ηξερε δυο δεκαετιες ολοκληρες και κατι παραπανω.
Η Κυβελη βρισκοταν λιγα μετρα πιο κει, μαζι με την Αναστασια και της συστηνε καποιους από τους φιλους τους στην ορχηστρα. Το κλιμα φιλικο και το φορεμα της κατακοκκινο, ενιωθε ότι ολοι την κοιτουσαν, κι εκεινη αφελως δεν το ειχε παρει καν χαμπαρι.
«Πως καταφερες να την κανεις να σε κοιταξει καν, ασε το να σε παντρευτει, εκει μαλλον εμπλεκεται η αγαπημενη μου Νεφελη και καποιο ταμα.»
Ο Ορεστης επνιξε ένα γελακι κατω από ένα αυταρεσκο μειδιαμα νικητη.
«Τυχαινει να ειμαι ενας από τους πιο εμφανισημους καλλιτεχνες της δεκαετιας.»του λεει με κοροιδευτικο τονο.
Στριφογυριζει τα ματια.
«Εχω δει τα δημοσιευματα. Φανταζομαι τονωσαν κι άλλο τον ηδη ακραιο ναρκισσισμο σου.»
Η Κυβελη γελαει κατι με το οποιο της λεει η Κιρα, μια παλια φιλη του Ορεστη. Δεν εχει αντιληφθει τους δυο αντρες που την κοιτουν.
"Τυχη." καταληγει ο Ορεστης και ο δασκαλος του γνεφει.
«Εχω και μια θεωρια βεβαια, αλλα κυριως τυχη.»
Την πλησιασε με ένα ποτηρι νερο στο χερι, φαινοταν να μην διαπιστωνει καν την παρουσια του στον χωρο, την ειχαν μονοπωλησει με συζητησεις και ο Ορεστης ενιωθε τσιμπηματα ζηλιας παντου στο στηθος του.
Ηταν πολύ κακο που την ηθελε ολη δικη του;
Περασε το χερι του γυρω από την μεση της, κερδιζοντας αστραπιαια την προσοχη ολων.
Σηκωσε το κεφαλι προς το μερος του και το χαμογελασε, το κοκκινο στα χειλη της εκανε αντιθεση με το χαμογελο της, και το λευκο της δερμα, οι κοκκινες τιραντες του υφασματος κατεληγαν σε ένα υπεροχο διακριτικο μπουστο, μια στενη μεση και μια Α γραμμη μεχρι το πατωμα.
«Αποφασισες να μου δωσεις λιγη προσοχη;» τον πειραξε.
«Αποφασισα να σου φερω λιγο νερο, μιας και αμφιβαλλω να ηπιες, και...» σκυβει στο αυτι της.
«Να σε παρω να φυγουμε από εδώ.» η ανασα του γαργαλησε το αυτι της.
Πηρε το νερο από τα χερια του και ηπιε μια γενναια γουλια. Διψουσε και δεν το ειχε καταλαβει.
«Δεν θα χορεψουμε;» ρωτησε με παραπονο.
Ο Ορεστης εσμιξε τα φρυδια. Εκεινον τον καιρο τα μουσια του ηταν λιγο περισσοτερα και τα μαλλια του πιο κοντα, με λιγες μονο μπουκλες στην κορυφη, μα κι αυτή του την εκδοχη την εβρισκε ακρως γοητευτικη.
«Δεν εισαι κουρασμενη;» την ρωτησε με γνησια ανησυχια που της φαινοταν πρωτογνωρη, ο Ορεστης ανεκαθεν την πιεζε μεχρι τα ορια της, και τωρα την προσεχε να μην τα πλησιασει καν.
Εγειρε το κεφαλι της προς τα αριστερα, και δυο φλογερες τουφερες επεσαν μπροστα στο προσωπο της, ξεκλειδωνοντας την αδυναμια που της ειχε.
Ξεφυσηξε και πηρε το ποτηρι από τα χερια της, αφηνοντας το σε έναν δισκο, την επιασε σφιχτα από το χερι και την οδηγησε στην μια ακρη της αιθουσας, εκει που λιγο παραδιπλα χορευαν και καποιοι αλλοι.
Του χαμογελασε όταν τυλιξε το χερι του γυρω από την μεση της και την καθοδηγησε σε ένα αργο μπλουζ.
«Εισαι πολύ διαφορετικη.» της εξομολογηθηκε. Συνηθως εκεινος ηταν πιο χαλαρος, χαμογελουσε διαρκως, της ζητουσε να χορεψουν, να μεινουν εξω μεχρι αργα.
Χαμογελαει, παλι!, και περναει τα χερια της γυρω από τους ωμους του.
«Η Στοκχολμη είναι πανεμορφη, το φορεμα μου μου εκανε ακομα, αυριο θα παρουμε πρωινο στο κρεβατι, και ειδα τον ανδρα μου να παιζει βιολι καλυτερα από ποτε. Ειμαι ευτυχισμενη κυριε Νικολαϊδη.» κολλησε το σωμα της στο δικο του και εκεινος την εσφιξε λιγο παραπανω.
Ελιωνε κοιτωντας την στα ματια και προσευχηθηκε σε οποιον ελεγχε τις ανωτερες δυναμεις να μην αλλαξει ποτε αυτό. Εσκυψε και την φιλησε, πεταχτα, γιατί οι δημοσιες εκδηλωσεις αγαπες την εκνευριζαν, αυτό δεν ειχε αλλαξει.
Την εκανε μια στροφη ακομα, και παλι πισω στην αγκαλια του.
Ειχε δικιο, οντως το φορεμα της εκανε ακομα, βεβαια ηταν σχεδον 3 μηνων, και φαινοταν να ειχε φαει απλως ένα βαρυ μεσημεριανο.
«Κι αν σου ελεγα ότι σου εχω μια εκπληξη στο δωματιο;» το χαμογελο της μονο μεγαλωσε, μαζι και η καρδια του.
Ηθελε να της πει ότι όταν του χαμογελουσε ετσι δεν υπηρχε τιποτα στον κοσμο που μπορουσε να της αρνηθει, αλλα επελεξε να κρατησει αυτή την πληροφορια για τον ιδιο.
«Εχω ζητησει να μας στειλουν από την ρεσεπτιον ελαια μπανιο με γιασεμι και κανελα.» της ψιθυριζει οσο χορευουν κυκλικα.
«Μπανιο με θεα, πως με ξερετε κυριε Νικολαϊδη.»
«Και εχω παραγγειλει να δοκιμασουμε μερικα τοπικα φαγητα, αλλα αντι για το εστιατοριο θα τα φαμε στο δωματιο.» της χαιδευει την μεση, κι νιωθει το σφιχτο υφασμα. Αν ηταν στο χερι του δεν θα φορουσε ποτε τιποτα τετοιο, ασχετως περιπτωσης, ή ποσο ομορφη εδειχνε.
«Και τελος, για τι είναι γνωστη η Σουηδια;»
Η Κυβελη εσμιξε τα φρυδια, ανατρεχοντας σε οσα ειχε διαβασει πριν φυγουν, πριν η συνειδητοποιηση να λαμψει.
«Ρολα κανελας;» ρωτησε σαν παιδακι την μερα των Χριστουγεννων.
Γελαει δυνατα, ευτυχισμενος. «Ναι μωρο μου.» σκυβει την φιλα.
Η ωρα ηταν λιγο μετα τις 12 και χαζευε τον νέο του ρολοι, δωρο της γυναικα τους.
'Για να ξερεις ποσες ωρες μακρια εισαι από τα τριαντα βιολιστη της κακιας ωρας.'
Εγραφε η καρτα.
Η Κυβελη κοιμοταν κουρασμενη, γυμνη, μιση πανω του μιση απλωμενη στην μερια του, κουκουλωμενη μεχρι τα αυτια, δικη του παρεμβαση, και με την μυτη χωμενη στην καμπυλη του λαιμου της, δικη της απαιτηση.
Εξω από το παραθυρο η Στοκχολη θα ξυπνουσε ακομη πιο χιονισμενη με -6 βαθμους Κελσιου, κι εκεινος επισημως έναν χρονο μεγαλυτερος.
Ηταν από τα καλυτερα γενεθλια της ζωης του, και σχεδον κάθε χρονο ελεγε το ιδιο από τοτε που την γνωρισε.
Ηταν περιεργο αυτό που παθαινε, και δεν σηματοδοτουσε τον φοβο για τον θανατο, αλλα την απληστια του, ηταν αχορταγος, ηθελε να φτασει τα 200, να ζησει για παντα, να ζησει αλλα εκατο γενεθλια σαν αυτά, μαζι της.
Κι οσο της χαιδευε τα μαλλια της, το καυτο της δερμα πανω του τον γεμιζε μια θερμη ευφοριας, φτιαχνοντας μια από εκεινες τις στιγμες που ξερεις, ότι σε βαθος χρονου, σε καθοριζουν.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η Κυβελη ενιωθε έναν κομπο στο στομαχι από τις 4 το πρωι, όταν η φιλη της τους εστειλε μηνυμα.
Καθοταν εκτοτε σε αναμενα καρβουνα.
«Δεν ξερω για εσενα, αλλα εγω εχω συγκινηθει παρα πολύ.» η Φαιη διπλα της στο σαλονι της αιθουσας αναμονης ειχε χαλασει μισο πακετο χαρτομαντηλα.
Χαιδεψε το χερι της φιλης της. Και τα ματια της ιδιας ετσουζαν, μα οι θυελλωδεις σκεψεις της δεν την αφηναν να δακρυσει.
Πως ειχαν περασει ετσι τα χρονια; Ποτε ηταν που πηγαιναν εκδρομες και αραζαν σε ένα σαλονι για ωρες, 19 χρονων, χωρις καμια εγνοια στον κοσμο, και να που τωρα όλα επροκειτο να αλλαξουν.
Σκεφτοταν κάθε αγαπημενη της σειρα, από εκεινες με τις μεγαλες παρεες αγοριων και κοριτσιων, πως στις τελευταιες σεζον παντοτε ειχαν παιδια.
Ένα μερος της συγκινειτο, και ένα άλλο ευχοταν να εμεναν τα πραγματα όπως στην αρχη, που ηταν μονο οι βασικοι ηρωες. Για αυτό όταν ξαναεβλεπε τις αγαπημενες της σειρες σταματουσε στις πρωτες σεζον.
Η καρδια της χτυπουσε μανιασμενα στο στηθος της, το ρολοι απεναντι της ελεγε 12 το μεσημερι.
Ο Ορεστης και ο Γιαννης κοροιδευαν τον Κωνσταντινο που πηρε λαθος μπαλονι πανω στο αγχος του.
Ο Βασιλης διεσχισε την πορτα του χειρουργειου με δακρυα στα ματια και χερια να τρεμουν, ηταν καταχλωμος. Κατι τους ειπε και οι αλλοι πεταχτηκαν να τον αγκαλιασουν πανηγυριζοντας. Το βλεμμα του κλειδωσε με εκεινο της Κυβελης που σηκωνοταν για να τον αγκαλιασει και εκεινη με τη σειρα της. Η καρδια της πιο ελαφρια από ποτε και γεματη αγαπη, με έναν κομπο να λυνεται στο στομαχι και να ελευθερωνει τις πεταλουδες που σηματοδοτουν κατι τοσο πρωτογνωρο που σχεδον σε τρομαζει.
Ηταν 24 Φεβρουαριου και ωρα 12:37 όταν γεννηθηκε η Δαναη. Το δωματιο ηταν πνιγμενο με μπαλονια και οι οικογενειες τους μολις ειχαν φυγει,μονο οι 8 τους ειχαν μεινει. Δηλαδη οι 9
Η Κυβελη κρατουσε το χερι της κολλητης της σφιχτα και η Φαιη την ταιζε το πολυαγαπημενο της σουσι, οσο ο Βασιλης κρατουσε την κορη τους, κοιτωντας την με μια λατρεια που εμοιαζε να την ειχε από παντα, απλως να την φυλαει για εκεινη.
«Δεν είναι πανεμορφη;» της χαιδευε το χερακι και αν τον κοιτουσες προσεκτικα μπορουσες ακομη να τον δεις να τρεμει. Της προκαλουσε δεος η σκεψη ότι ετρεμε από ευτυχια.
Ο Γιαννης,ο Ορεστης και ο Κωνσταντινος ειχαν σταθει δεξια και αριστερα του και κοιτουσαν αποσβολωμενοι το μωρακι λιγων μονο ωρων.
«Είναι μια σταλια.» σχολιασε ο Κωνσταντινος και ο Ορεστης συνοφρυωθηκε σκεπτομενος ότι μαλλον ερχοταν η σειρα του.Η Ιωαννα τους εβγαλε μια φωτογραφια που θα εμενε για παντα.
«Κοριτσια;» η Ερμιονη φαινοταν εξαντλημενη, μα με μια ευτυχια που ελαμπε το προσωπο της ολακερο.Η Φαιη εμεινε με το σουσι στον αερα.
«Τι;» ψιθυρισε πισω η κοκκινομαλλα. Δεν τους εδιναν ετσι και αλλιως καμια σημασια οι αλλοι, μια άλλη γυναικα ειχε κερδισει την προσοχη τους.
«Πιστευατε ποτε ότι θα ζουσαμε κατι τετοιο;» τα ματια της βουρκωνουν, κοιτιουνται μεταξυ τους σιωπηλα. Οι τρεις φιλες μοιραζονται μια μικρη στιγμη, ένα δακρυ και μια εκπνοη ευτυχιας.
Η Κυβελη συνειδητοποιησε κοιτωντας γυρω της στο δωματιο του νοσοκομειου, εκεινο το μεσημερι, δυο πραγματα.
Πρωτον, δεν της αρεσε όταν οι αγαπημενες παρεες στις σειρες εκαναν παιδια γιατί συχνα σηματοδοτουσε το τελος της σειρας.
Και δευτερον, τωρα δεν ενιωθε την παραμικρη νοσταλγια, γιατί σε αντιθεση με εκεινες τις παρεες, η δικη τους, δεν ηταν σε σειρα, και δεν θα τελειωνε ποτε.
Μαρτιος
Ανεβαινει τα σκαλια δυο δυο, βαριεται λεει να περιμενει το ασανσερ, που σαν το προσπερναει στην εισοδο αν δεν ηταν φουριοζος θα εβλεπε πως ηταν ηδη σταματημενο.
Δεν αντεχε να περιμενει άλλο. Δυο ατελειωτες μερες στην Κυπρο ολοκληρωσαν τον κυκλο των χειμερινων του συναυλιων.
Δεν του αρεσε να ταξιδευει βραδυ μα αν ειχε βρει νυχτερινη πτηση θα επαιρνε εκεινη. Αντ'αυτου βρεθηκε στην Αθηνα λιγο μετα τις 11 το πρωι. Κυριακη, γεματοι οι δρομοι. Η Κυβελη ευτυχως δεν θα δουλευε.
«Καλως τον!» ακουσε την φωνη της κυριας Ριτσας όταν ηταν πια πισω του και πρεπει να μουρμουρισε κι αυτος κατι.
Μα δεν ειχε το μυαλο του εκει.
Γυρισε το κλειδι στην πορτα ατσαλα και την ανοιξε διαπλατα. Ετρεξαν πανω του τα σκυλια και αρχισαν να αναπηδουν.
Αφησε την τσαντα κατω και εκανε μια κινηση να βγαλει τα παπουτσια του. Όταν σηκωσε το βλεμμα του ψηλα κοκκαλωσε.
Την ειδε ανεβασμενη στην σκαλα μπροστα από την βιβλιοθηκη της να ξεσκονιζει.
Γυρισε να τον κοιταξει. Του χαμογελασε διαπλατα και γυρισε προς το μερος του ελαφρως. Με την σιδερενια σκαλα να τριζει.
«Μωρο μου-.»
Με δυο μεγαλα βηματα καλυψε την αποσταση και αποτομα αλλα σταθερα την τραβηξε στην αγκαλια του.
«Ρε Ορεστη προσεχε!» αναφωνησε.
«Εγω; Εσυ! Εχεις χαζεψει τελειως;» την μαλωσε, μα του ηταν δυσκολο να κρατησει αυστηρο υφος, ειδικα όταν το αρωμα από τα φρεσκολουσμενα της μαλλια και την κρεμα σωματος της εφτασε στο οσφρητικο του πεδιο.
Ηθελε να την φιλησει.
«Μα ηθελαν ξεσκονισμα!» περασε τα χερια της γυρω από τους ωμους του και τον φιλησε απαλα πριν την αφησει στα ποδια της, αφου βεβαιωθει ότι είναι σταθερη.
«Και η πολυκατοικια θελει σοβατισμα πανω στην ταρατσα, θα κανεις κι αυτό;»
Στενεψε τα ματια στην ειρωνια του.
«Γυρνας μετα απο δυο μερες και αυτό εχεις να πεις;»
Μαλακωνει λιγο τους ωμους του, γερνει το κεφαλι του προς τα δεξια, όπως εκανε παντα όταν της μιλουσε τρυφερα με πειρακτικο τροπο, και πριν την φιλησει.
«Μου ελειψες.» της απαντα και μειδιαζει.
Η καρδια της Κυβελης χτυπα πολύ δυνατα και αναρωτιεται τι την πιανει με εκεινον, που ακομη και τωρα της προκαλει τετοια ταχυκαρδια.
«Και μου ελειπε που όταν γυρνουσα με περιμενες ημιγυμνη στον καναπε να δουλευεις και όχι πανω στη σκαλα.» την πειραζει και εκεινη τον χτυπα και κινει να φυγει.
Την προλαβαινει και τυλιγοντας ένα χερι γυρω από την μεση της την τραβα πανω του.
«Αντε χασου Ορεστη.»
«Σ' αγαπω.» της ψιθυριζει χαιδευοντας της την κοιλια, και τα ματια του λαμπουν, σαν να είναι λιγο μεθυσμενος.
Μα δεν είναι, γιατί της κανει συμπαρασταση. Και πινει σπανια.
Όταν ξυπνησε από τον μεσημεριανο της υπνο η σκαλα ελειπε από το σαλονι, κι από το αποθηκακι, μα με καποιον μαγικο τροπο μαζι τους, ελειπε και η σκονη.
Απριλιος.
Ο Ορεστης θεωρουσε τον εαυτο του αν μη τι άλλο χαλαρο.
Ηταν! Και χαλαρος και υποχωρητικος στο να υπαρχει για τα παντα προγραμμα. Δεν την πιεσε ποτε με την δουλεια και την εκκολαπτόμενη εργασιομανία της,ουτε για την μανια της να τον ακολουθει σε κουραστικα και μακρινα ταξιδια, ουτε για την ξαφνικη της αγαπη με το καθαρισμα της βιβλιοθηκης, ουτε για την μανια της να βγαζει βολτα τα σκυλια το βραδυ.
Μα σε αυτό ηταν ανυποχωρητος.
«Είναι απλως ένα διαμερισμα.» ο τροπος του να το μικρυνει στο μυαλο της δεν επιασε, μαλλον το ακριβως αντιθετο.
«Ένα διαμερισμα! Απλως ένα διαμερισμα!» ηταν τοσο εκνευρισμενη που τα ματια της ετσουζαν Ηθελε να κλαψει.
«Κυβελη μου.» γονατιζει μπροστα της στην καναπε, την κρατα σταθερη για να μην φυγει, κατι που μαλλον προεβλεψε γιατί η κοπελα ηταν ετοιμη να το κανει.
Κοιταξε από την άλλη, αρνουμενη να συναντησει το βλεμμα του. Ενιωθε σαν μικρο παιδι, που γκρινιαζε για βλακειες. Μα δεν ηταν βλακεια αυτό!
«Αγαπη μου δεν είναι μακρια από εδώ, και θα χωραμε πιο ανετα.»
«Δεν θελω να χωραμε πιο ανετα.» και μονο που το ελεγε το ενιωθε σαθρο.
Ο Ορεστης ξεφυσηξε, σοκαρισμενος από την ελλειψη λογικης που σπανιοτητα διεκρινε την γυναικα του.
Εψαξε να βρει τις λεξεις που δεν θα εκαναν την κατασταση χειροτερη. Στο τελος υποχωρησε.
Ανασηκωθηκε και την τραβηξε για να την φιλησει.
«Ο,τι θες εσυ.» της ψιθυρισε, κανοντας την να δακρυσει ακομη παραπανω.
«Ειμαι κακια;»
«Όχι Κυβελακι, εγω επιμενω την λαθος στιγμη.»
Εφερε τα ποδια της κοντα της και κλαψουρισε αηχα.
«Απλως μ αρεσει εδώ, νιωθω ανετα, είναι πολύ ομορφο.» του δικαιολογειται και τον κοιτα με εκεινα τα ματια που τον λυγιζαν στα δυο.
Τον ακουσε να ξεφυσαει και ο καναπες βουλιαξε καθως εκατσε διπλα της,
Την τραβηξε πανω του, και δεν του εφερε αντισταση. Την επιασε από το προσωπο αναγκαζοντας την να τον κοιταξει.
«Ξερεις ότι και το καινουργιο σπιτι μπορουμε να το κανουμε όπως θες, ετσι;» χαιδεψε με τον αντιχειρα του ένα δακρυ. Από την εκφραση του και μονο η Κυβελη μπορουσε να καταλαβει ποσο απελπισμενος ηταν να την κανει καλα.
Γνεφει θετικα, και καπως την συγκινησε το ποσο καλος ηταν μαζι της.
'Ποσοι νομιζεις γινονται χαλι για τις γυναικες τους; Ξερεις τι εχουν δει εμενα τα ματια μου;' Την μαλωνε η μαμα της όταν της γκρινιαζε για τον Ορεστη.
«Θα παμε ξανα μαζι στο ΙΚΕΑ για τα μικροπραγματα, θα εχεις και μεγαλυτερη βιβλιοθηκη...» μονολογησε, όχι για να την πεισει, τωρα τουλαχιστον. Ηξερε πως αυτή την μαχη την ειχε χασει, μα σε 2-3 χρονια θα επρεπε να αλλαξουν σπιτι, ή χωρα.
Αυτό κι αν θα αφηνε για αργοτερα...
«Και αν θες θα μενουμε και πιο κοντα στα παιδια, ή στους δικους σου, ή στη δουλεια σου.Οπου θες.» της χαιδεψε τα μαλλια, που οσο μακραιναν τοσο περισσοτερο τα αγαπουσε και η γυναικα του τον κοιταξε σαν να ειχε κρεμασει το φεγγαρι στον ουρανο.
Διχως κουβεντα επεσε στην αγκαλια του, και χωθηκε εκει, ξεσπωντας σε κλαματα.
Την εσφιξε πανω του, τριβωντας της την πλατη.
«Σ αγαπω πολύ. Μην με αφησεις ποτε.» τον παρακαλεσε, κι ενιωσε την καρδια του να χτυπαει πιο δυνατα κατω από το μαγουλο της.
Την φιλησε στην κορυφη των μαλλιων της, εισπνεοντας το σαμπουαν της.
«Ποτέ μα ποτέ δικηγορινα.»
------------------------------------------------------------------------------------
«Αγορι μου δεν καταλαβαινεις ότι δεν ταιριαζει;»
Δαγκωνοταν να μην γελασει με το υφος της ενώ προσπαθουσε να το παιξει σοβαρος και να στηριξει την επιλογη του. Εν τω μεταξυ μια κυρια τους κοιτουσε απορρημενη από την άλλη γωνια του ΙΚΕΑ.
«Παιδικο δωματιο είναι, δεν χρειαζεται να ταιριάζουν όλα με όλα.»
«Αρα, συναγεται ότι ταιριαζει το λιλα με το πρασινο φωσφοριζε;»
«Δεν είναι πρασινο! Όταν φωτιζεται γινεται σαν λαχανι φωτεινο.» στην τελευταια λεξη γελασε.
Εκεινη από την άλλη, καθολου.
«Λαχανι φωτεινο. Με κοροιδευεις;»
«Αυτό που λες με προσβαλει.» μειδιασε.
«Δεν υπαρχει λογος υπαρξης για τα φωτεινα ζωα. Είναι κιτς.»
Τα βαζει όπως και να χει στο καλαθι.
«Ορεστη!»
«Κυβελη μου.» της χαμογελα, τον κοιταζει δολοφονικα.
«Δεν θα τα βαλουμε.» του ξεκαθαριζει.
«Τα πηρα για το δικο μας δωματιο.» της κλεινει το ματι και περνάει το χερι του γυρω από την μεση της, σπρωχνοντας παραλληλα το καροτσι.
«Αν τα βαλεις αυτά, θα κοιμασαι στον καναπε.» τον απειλει.
«Αν είναι να τα βαλω και να μην τα βλεπω, καλυτερα να τα κολλησω μια και καλη στο σαλονι.»
Γυρνα προς το μερος του και σταματαει αποτομα. «Ορεστη!» αναφωνει με παραπονο, προσπαθωντας να πνιξει και η ιδια το χαμογελο της.
«Κυβελη.» την μιμειται.
Στριφογυριζει τα ματια κι αγνοει την καρδια της που χτυπα δυνατα.
«Εισαι ανυποφορος.»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Μαϊος
«Εμενα και το Ιφιγενεια και το Νεφελη μ αρεσουν παντως...» χαζευει σε σαιτ εδώ και ωρα. Η Λαιδη κοιμαται διπλα της στον καναπε, με την μουσουδα της στο λαιμο της και ο Αλητης εχει απλωθει κατά μηκος των ποδιων της και ακουμπα το κεφαλι του στην κοιλια της, του αρεσει εκει.
«Κρατα για καποιο επομενο παιδι, τωρα ειμαστε ηδη οι αγαπημενοι δεν χρειαζομαστε χαρες.» μουρμουριζει, παραπονεμενος σχεδον, από την άλλη ακρη του καναπε.
«Ορεστη!» τον κλωτσαει.
«Μαριανθη; Ωραιο δεν είναι;» ξαναρωτα.
«Δεν μ αρεσει να εχουν μπροστα το Μαρια.» παιζει ένα παιχνιδι, μαζι με τον Βασιλη, κι αυτό το συμπερανε από την φωτογραφια που της εστειλε η Ερμιονη, με εκεινον και την Δαναη, κοιμισμενη πανω του, στον καναπε.
Δεν ηξερε αν φοβοταν ή ανυπομονουσε.
«Αλκμηνη;» της αρεσε ο τροπος που το προφερε.
«Δεν θα μπορει να το πει.» την απορριπτει χωρις καν να την κοιταξει.
«Αμαρυλλις;»
«Δεν θα μπορει να το γραψει.»
«Αναϊς ;»
Πνιγει ένα γελακι «Δεν θα ξερει να το γραψει.»
Τον σκουνταει, και συνεχιζει να κατεβαινει πιο κατω στην λιστα με τα ονοματα στο δεκατο σαιτ που επισκεπτοταν.
«Ερατω;»
«Πολύ αρχαιοπρεπες.»
«Αρσινοη;»
«Ακομα πιο αρχαιοπρεπες.»
«Αμαλθεια;»
«Είναι αστειο;»
«Ωραια, Αννα;»
«Μου θυμιζει μια κοπελα που εβγαινα παλια.»
«Αρα φανταζομαι και τα Μαριαννα, Ελεάννα...»
«Ναι ναι, απορριπτονται.»
«Αφροδιτη;»
«Όχι.»
«Ορεστη δεν γινεται να λες απλως όχι, πρεπει να κανεις μια αντιπροταση!»
Παταει παυση και την κοιταζει, σαν να εχει υποψιαστει ότι την εχει φτασει στα ορια της.Σκυβει προς το μερος της και ακουμπα την παλαμη του στην κοιλια της, φιλαει απαλα.
Εκεινες τις μερες οσο ευεξαπτη ηταν άλλο τοσο γρηγορα της περνουσε. Ηταν ένα ονειρο, και αναρωτιοταν αν ηταν τρελο το να θελει να την κρατησει ετσι για παντα.
«Θελω κατι απλο, αλλα όχι κοινο.»
«Σκεψου κι εσυ, δεν σε νοιαζει;»
Εγειρε προς τα πισω και σηκωσε τα χερια αμυντικα.
«Δεν ειπα αυτό, απλως νομιζω ότι με λιστες δεν λειτουργει.»
«Και τι προτεινεις;»
Ερχεται πιο κοντα της στον καναπε, ξεβολευοντας τα σκυλια που καθολου δεν το εκτιμησαν.
Πηρε με αυτό τον επεμβατικο του προσωπικου της χωρου τροπο την θεση της Λαιδης και χωθηκε αναμεσα σε εκεινη την και τον καναπε. Της χαιδεψε το στομαχι κατω από την κουβερτα.
Σκυβει και την φιλαει, χωρις να πεφτει ολοκληρος πανω της, να την πνιγει με την απολυτη επαφη.
«Ρε Ορεστη.» γκρινιαζει εκεινη και ανακαθεται. Δεν είναι πια όπως παλια, τωρα κατι τους χωριζει εκ των πραγματων. Αναρωτιοταν αν τον ενοχλουσε, αν και από τον τροπο που χαιδευε την κοιλια της με κάθε ευκαιρια, αμφεβαλλε.
«Κυβελακι μου τι αγχωνεσαι; Θα την δουμε και ειμαι σιγουρος ότι θα μας ερθει.»
Ειχε ένα ανεξιχνιαστο υφος, σαν κατι να ειχε σκεφτει, μα η Κυβελη ηξερε πως δεν θα της ελεγε, όχι ακομα τουλαχιστον.
Ιουνιος.
«Μπορεις να με αφησεις στην ησυχια μου;»
Ειχε αφορητη ζεστη εκεινο το καλοκαικρι, και το να πανε στην Αναφη δεν ηταν ο,τι πιο ευχαριστο.
Το μεσημερι κλεινοταν στο σπιτι με το κλιματιστικο στους 18, και για μπανιο πηγαινε στις 7 το πρωι, βεβαια η δουλεια δεν τελειωνε ποτε και για καποιο λογο ο Ορεστης την εκνευριζε λιγο παραπανω από το συνηθισμενο.
Φορουσε σκουρο μπλε μαγιο το οποιο ειχε δεσει προχειρα και επεφτε ελαφρως αναδεικνυοντας ένα V που μονο χειροτερα την εκανε να νιωθει για τον εαυτο της.Αυτο που δεν βοηθουσε την κατασταση ηταν η καμερα που την αποθανατιζε στις 7 το πρωι, στον κολπισκο κατω από το σπιτι τους, να προσπαθει να μπει στην θαλασσα, με ένα μικροσκοπικο μαγιο, όχι και τοσο σε φορμα.
Εμεναν άλλες 4 εβδομαδες και δεν ηξερε πως και αν θα αντεξει.
Εκεινος το απολαμβανε και με το παραπανω. Την ειχε εκει που την ηθελε. Στο νησι τους, οι δυο τους, μακρια από ολους. Χωρις να μπαινει στο αυτοκινητο και να οδηγει, χωρις να φορα τακουνια, χωρις να πηγαινει στην δουλεια.
Κοντοσταθηκε για λιγο, μεχρι τα γονατα στο νερο, να τον κοιταξει, που την χαζευε από το μπαλκονι ακριβως από πανω, μπροστα στην σκαλα που οδηγουσε στην παραλια.
Η υποψια ηλιου χρυσαφιζε τα μαλλια του.
Το χαμογελο του την διπλωνε στα δυο.
Την εκνευριζε απεριοριστα, και τον ερωτευοταν άλλο τοσο.
Το τελευταιο καλοκακρι οι δυο μας. Κι επιανε τον εαυτο της να το νοσταλγει, πριν καν περασει.
Ορεστης.
Τις τελευταιες μερες ενιωθε πρωτογονος.
Πιστευε, όταν ηταν οι δυο τους στην Βαρκελωνη, με θεα ολη την πολη νυχτα, ότι εκεινο ηταν το υψιστο σημειο ευτυχιας του
Και τωρα, που κάθε μερα μεγαλωνε, μεγαλωνε και η ανησυχια του ότι κατι κακο θα συμβει και θα τα χασει όλα. Θα σκονταψει, θα πεσει κατω και τελος. Δεν θα κοιταξει τον δρομο πριν τον περασει. Θα ανεβει στη σκαλα να ξεσκονισει τα ηλιθια βιβλια. Και θα πεσει, θα χτυπησει, και τελος.
Η Αναφη ηταν για εκεινον μια ανασα. Ένα μερος χωρις αυτοκινητα, κινδυνους, πολλες δουλειες.Να μην την επιανε μονο εκεινη η ηλιθια επιθυμια να βουτηξει μονη της στη θαλασσα το ξημερωμα, και όλα θα ηταν τελεια.
Μα αυτό, μπορουσε να το διαχειριστει, μεχρι στιγμης.
Ο ηλιος βγηκε επιτελους, και τα νερα διαφανισαν, τα μαλλια της, μακρια και πυροξανθα, ενας καταρακτης φλογας, ενωθηκαν με το νερο.
Χρειαζομαι νερο.
Ηταν η πιο ομορφη γυναικα που ειχε δει ποτε του. Από τις φακιδες μεχρι τα μαλλια της, τα φρυδια της τα χειλη της, τα απαλα της χερια, το στηθος και την περιφερεια της, το αρωμα του λαιμου της, τον τροπο που πινει τον χυμο της, που κλεινει τα ματια στον ηλιο και μπαινει αργα στο νερο γιατί κρυωνει. Από τον περιεργο τροπο που περπατα τους τελευταιους μηνες μεχρι τους πορους της που αναδευονται από το κρυο, και το χνουδι στον αυχαινα της, εκει που πεθανει να φιλησει.
Από την μικρη ανασα που κρατα όταν βουταει εως το αναφωνητο ικανοποιησης όταν δροσιζεται.
Από την κοιλια της που δεν την ειχε ξαναδει ετσι, εως τις ελιες της, που αυξηθηκαν και τα υπεροχα μικρα σημαδακια που του αρεσε να χαιδευει. Από τον τροπο που τον επιανε δεος στο ποσο υπεροχη ηταν, εως το ποσο πιο κοντη, μικρη και ευθραυστη φαινοταν πια.
Από εδώ εως εκει, την αγαπουσε.
Το τελευταιο καλοκαιρι οι δυο μας. ,αποφασιζει να γραψει διπλα στην φωτογραφια όταν την βαλει στο αλμπουμ. Η σκεψη αυτή τον τρομαζε και τον ενθουσιαζε ταυτοχρονα.
Μα δεν ειχε σημασια πια, γιατί το μελλον ερχοταν καταπανω του, καλπαζοντας.
----------------------------------------------------------------------------------------------------
22 Ιουνιου.
Η δουλεια ειχε αρχισει να την εξαντλει, και σκεφτοταν σοβαρα να αρχισει την αδεια της, ένα μηνα πριν, ενδεχομενως. Εκεινος επεμεινε από την προηγουμενη εβδομαδα, αλλα μεσα στο χαος των συναυλιων και των προβών φαινοταν να το εχει ξεχασει.
Ειχε σταματησει να οδηγει ωστοσο. Τα πρωινα την πηγαινε παντα εκεινος, κι όταν δεν μπορουσε το ταξι, και το απογευμα αν παλι δεν μπορουσε ο Ορεστης αναγκαζοταν να γυρισει με την γραμματεα της την Μαρια. Και αναγκαζοταν, γιατί εκεινη όταν η ωρα πηγαινε 6 ειχε βαλει ηδη το μπουφαν της.
Όταν μπηκε στο σπιτι εκεινος την περιμενε στον καναπε, όλα ηταν τακτοποιημενα, εκτος από τις παρτιτουρες του που βρισκονταν μονιμα πεταμενες στο τραπεζι.
Αλλα εκεινη την μερα, άλλο ηταν αυτό που της τραβηξε την προσοχη,κι ηταν μαλλον και ο λογος που ο Ορεστης δεν μπορουσε να παει να την παρει από την δουλεια.
«Τι είναι αυτό;» τον ρωτησε, στριγκλιζοντας σχεδον.
Κοιταξε πισω του απορημενος, σαν να μην καταλαβαινε τι τον ρωταει με τετοια ενταση.
«Αααα... αυτό. Με τρομαξες.» ξεφυσηξε, επιτηδες για να την εκνευρισει παραπανω και συνεχισε να παιζει φορμουλα, σαν να μην τον ειχε ρωτησει, ή η απαντηση να του φαινοταν προφανης.
«Ορεστη σου μιλαω.» εκλεισε την πορτα με κροτο πισω της, μην γινουν παλι η διασκεδαση της πολυκατοικιας.
«Είναι ένα πιανο.» της λεει τονιζοντας την λεξη, ενώ στριβει ολο του το σωμα μαζι με το ψευτικο αυτοκινητο, ώστε να μην ξεφυγει στην στροφη.
Χριστε μου ανεβαζω πιεση.
«Ναι το ξερω αυτό!»
«Μπραβο Κυβελακι.» το βλεμμα του είναι κολλημενο στην οθονη. «Αργησες αλλα απεκτησες μουσικη παιδεια, την στοιχειωδη.»
«Ορεστη! Αγορασες πιανο;» είναι κατά το ημισυ εκνευρισμενη και άλλο τοσο εκπληκτη.
Μα η εκφραση αηδιας που πηρε της επιβεβαιωσε την αρχικη της σκεψη.
«Το νοικιασα. Σιγα μην αγοραζα πιανο!»
Περιμενει μια συνεχεια που δεν έρχεται ποτε. Εκεινες τις μερες η υπομονη της τελειωνει εξαιρετικα πιο γρηγορα.
«Γιατί;!» ανεβαζει τον τονο της φωνης της αρκετα,όμως αυτά δεν περνανε πια στον Ορεστη.
Σηκωνει το βλεμμα του αργα οσο παταει παυση και την κοιτα.
«Κατσε κατω, μην στεκεσαι ορθια.» της δειχνει την θεση διπλα του.
«Γιατί νοικιασες πιανο;» τον ρωταει.
«Κατσε κατω, και θα σου πω.» επαναλαμβανει, και η Κυβελη εκνευριζεται που μεσα σε όλα εχει να υπομεινει και τα υπερπροστατευτικα ξεσπαματα του.
Θα τον σκοτωσω.
Υποκύπτει και καθεται στην πολυθρονα απεναντι. Τα ποδια της την εκαιγαν ακομη και με τοσο χαμηλο τακουνι, αλλα αρνειτο να εγκαταλειψει την προσπαθεια.
«Γιατί δουλευω ένα κομματι και εξασκω την μελωδια στο πιανο πρωτα» ο τροπος που προφερει τις λεξεις δειχνει ποσο λιγο του αρεσει ολο αυτό.
«Ναι το ξερω, το κανεις στο ωδειο αυτό. Εδώ γιατί το εφερες.»
«Γιατί τωρα που θα δουλευεις από το σπιτι θελω να μην λειπω πολύ. Να εχεις παρεα.»
Η καρδια της σταματα για λιγο, νιωθει τις παλαμες της να ιδρωνουν.
Φυσικα το θυμοταν. Εννοειται σιωπηρα της ειχε δωσει διορια, εννοειται καταχραστηκε την σιωπη του.
Επρεπε να βγει σε αδεια την προηγουμενη εβδομαδα. Μα ενιωθε καλα, γεματη ενεργεια. Γιατί να αποσυρθει έναν ολοκληρο μηνα πριν;
«Λεω να παω και αυτή την εβδομαδα, εχω και τοσα χαρτια εκει, ..»
«Θα σε παω εγω αυριο, εχω προβα στις 10.30. Θα τακτοποιησεις ολες τις εκκρεμοτητες σου, και θα ερθω να σε παρω στις 14.30 που τελειωνω την προβα, να παμε για φαγητο, και μετα σπιτι. Συνεννοηθηκαμε;» την ρωτα, τρυφερα σχεδον,όμως ο τονος του υποδηλωνε το αμετακλητο της υποθεσης.
Ξεροκαταπιε.
Υπο άλλες συνθηκες θα σηκωνε τον τονο της φωνης της και θα τον εβαζε στη θεση του.
Υπο άλλες συνθηκες θα ειχε απολυτο δικιο και θα το εβρισκε.
Αλλα υπο άλλες συνθηκες θα ειχε βγει ηδη σε αδεια από την προηγουμενη εβδομαδα, γεγονος που ηλπιζε ο Ορεστης να ειχε ξεχασει.
Και τωρα, το μονο που σκεφτοταν, το μονο που της ειχε μεινει από όλα αυτά, ηταν η λεξη φαγητο, ηδη λιγουρευοταν τι θα ηθελε για μεσημεριανο αυριο.
Ο αντρας της την κοιταξε με αυτό το υπουλο αυταρεσκο χαμογελο, ηξερε ότι ειχε δικιο, και αλιμονο, ηξερε ότι το σιχαινοταν αυτό.
«Και θα εχω τωρα αυτό το πραγμα να καλυπτει τον μισο τοιχο; Μετα βιας χωραμε να βγουμε στο μπαλκονι από εδώ!» αλλαξε θεμα, και ανακαμψε εξαπολύοντας την οργη της προς τα οπου μπορουσε.
Ανασηκωνει τους ωμους του.
«Θα βγαινεις από την άλλη.» της δινει αμεσως την λυση, γεγονος που την εκνευριζει ακομη παραπανω.
«Και θα ακουω ολη μερα το πιανο;» σαν από μηχανης θεος της ηρθε αυτή η ιδεα, που στην σκεψη και μονο την επιανε πονοκεφαλος.
«Άλλες θα πληρωναν για να ακουνε τα παιδια τους 4 ωρες την μερα κλασικο πιανο.»
«Ορεστη!» την τρελαινει ο τροπος που εχει μια απαντηση σε όλα, μια απαντηση που δεν μπορει να αποκρουσει στην κατασταση της.
Κοιταχτηκαν για λιγο, προκαλωντας αηχα ο ενας τον αλλον.
«Εγω δεν θα πληρωνα όμως!» του λεει και την κοιτα σαν να μην την πιστευει.
«Ευτυχως δεν θα χρειαστει να το κανεις τοτε.» της κλεινει το ματι και γερνει παλι πισω στον καναπε.Το παιχνιδι ξαναρχιζει.
Ξεφυσηξε εκνευρισμενη. Πεταξε το πανωφορι της στον καναπε- πρωτοφανες γεγονος!- και χτυπωντας επιδεικτικα τα ποδια της στο πατωμα πηγε στο δωματιο να αλλαξει.
Μπορουσε να φανταστει το υφος του, και ακομη χειροτερα, τον ακουσε να πνιγει ένα γελακι.
Αναθεματισμένε βιολιστη της κακιας ωρας.
----------------------------------------------------------------------------------------------------
Η παραμονη της σπιτι, θυμιζε κατι σε δευτερη καραντινα. Γιατί ξαφνου, σαν το σωμα της να κατεβασε ρολα, κοιμοταν 12 ωρες την μερα και μετα βιας ηθελε να βγαινει εξω. Το μονο που την δελεαζε να σηκωθει από τον καναπε ηταν οι νυχτερινες της λιγουρες και η Δαναη, που ο Βασιλης και η Ερμιονη την εφερναν για επισκεψη τουλαχιστον 3 φορες την εβδομαδα.
Ξεκουραστηκε πιο πολύ από ότι στην Αναφη, που ο Ορεστης την επρηζε για το αντιηλιακο, το νερο, τον ηλιο, το καπελο της. Αρχες Ιουλιου, στην αφορητη ζεστη της Αθηνας εκεινη εμεινε εσωκλειστη στο διαμερισμα τους με κλιματιστικο, εκτιμησε εκ νεου την θεα που καπως ειχε αμελησει να κοιταξει, χαζεψε το ζευγαρι στο απεναντι διαμερισμα, τηρησε ολες τις ιδιαιτερες βραδιες της με τον Ορεστη, και απολαυσε κρυφα τις μουσικοσυνθετικες περιπετειες του ανδρα της.
Την ξυπνουσε το πρωι με ντεκαφεινε καφε, και ένα κρουασαν βουτυρου, εκαναν μαζι ντουζ, με τα πατζουρια ανοιχτα και την μουσικη να ηχει από το άλλο δωματιο, την βοηθουσε να στεγνωσει τα μαλλια της και να τα χτενισει, να βαλει κρεμες και να ντυθει, της εβαζε το ειδικο λαδακι και την φιλουσε στο τελος. Σαν ιερο τελετουργικο.
Το εβλεπε στα ματια του, την αφοσιωση και την προσηλωση, το ποσο ηθελε να την φροντισει. Και βαθια μεσα της μετανιωνε που δεν εφυγε νωριτερα για την αδεια της.
Δουλευε οσο εκεινος πηγαινε για λιγο σε εξωτερικη προβα. Και το μεσημερι ετρωγαν μαζι. Το απογευμα, αν ηταν κατω από 40 η θερμοκρασια την πηγαινε με το αυτοκινητο βολτα να δει τον ηλιο να δυει στην παραλιακη, και μετα παλι σπιτι, για δουλεια στον υπολογιστη εκεινη, και πιανο αυτός.
Σαν πηγαινε 10, πρωτη η Κυβελη εκλεινε τον υπολογιστη της, και τον παρακαλουσε να παραγγειλουν, που και που της εκανε το χατίρι. Βεβαια, ηταν και τοσα τα φαγητα που τους εφερναν οι μαμαδες τους και οι γειτονισσες, που μονο από λιγουρα μπορουσαν να φανε απεξω.
Ακουσαν ολη τη δισκογραφια της Μποφιλιου, και μετα χορεψαν ολο τον Frank Sinatra, ειδαν την τελευταια σεζον του You,αρχισαν και τελειωσαν το Office,καλεσαν την κυρια Ριτσα για φαγητο, ειδαν το ζευγαρι απεναντι να χωριζει και να βρισκει, να φευγουν τρεις μερες διακοπες -Τζια, όπως τους πληροφορησε η κυρια Μεροπη- και να επιστρεφουν, εφτιαξαν το δωματιο του μωρου τους.
Ο Ορεστης δεν ηταν σαν τον Βασιλη, που ειχε προτιμηση στο φυλο, ισα ισα, πρωτος από ολους δηλωσε ότι δεν θα τον πειραζε και να μην ξερει μεχρι τελευταια στιγμη, αλλα η Κυβελη δεν λειτουργουσε ετσι.
Ετσι τα πηρε όλα σε παστελ αποχρωσεις, παστελ ροζ, λιλα, γαλαζιο, μπεζ, κρεμ, εκρου, κι εκεινος, εσπασε τις μονοτονιες, με ασχετα ρουχα παιχνιδια και διακοσμητικα, που αναγκαστικα επρεπε να αφησει, γιατί ειχαν 'Δημοκρατια' και κάθε φορα που τα εβλεπε ηθελε να τα πεταξει.Ηταν μαλιστα βεβαιη ότι το εκανε επιτηδες, όλα για την εκνευρισει, ο Ορεστης τρεφοταν από τον εκνευρισμο της.
Επισης εφτιαξαν μαζι τα αλμπουμ που η Κυβελη ειχε αμελησει, εγραψαν λεζαντες, σε άλλες συμφωνουσαν, σε άλλες όχι, και άλλες εκαναν την κοπελα να κοκκινιζει και μονο που τις διαβασε.
Καπου καπου, όταν τα μεσημερια καπου προς το τελος κουραζοταν με το παραμικρο και ξαπλωνε στον καναπε, τον χαζευε που επαιζε πιανο, και μετα βιολι, και μετα εγραφε, και αναλογιζοταν, αν φοβαται.
Βλεπεις, ο φοβος είναι μεγαλο πραγμα.
Σε αγαπω, οσο δεν εχω αγαπησει αλλον κανεναν, αλλα ειμαστε ετοιμοι;
Μπορουμε;
Κι αν ολο αυτό μας χωρισει;
Αν μας διαλυσει;
Αν δεν αναγνωριζουμε ο ενας τον αλλον;
Η Κυβελη ηξερε ότι σε ένα δυο παραλληλα συμπαντα σιγουρα θα γινοταν μαμα, και μπορουσε να δει σε τι διεφερε η μια πραγματικοτητα από την άλλη. Κι εκεινη, που πιστευε ακραδαντα ότι μια επιλογη μας μπορει να μας κανει εξισου ευτυχισμενους με μια άλλη, πλεον τρόμαζε στη σκεψη μιας πραγματικοτητας χωρις εκεινον.
Κι οσο η Κυβελη σκεφτοταν αυτά, ο Ορεστης αποφασιζε ότι σημασια σε ένα ονομα εχει να είναι ευηχο, να ακουγεται σαν μουσικη. Οποτε αποφασισε, διχως να της το πει ακομη.
Λυδια.
(Το αλλο μισο, αυριο ή Σαββατο, για να μην σας κουρασω! Κλαιω ηδη, σας αγαπω πολυ)
Τελειωσε η θεωρια του χαους, ωρα για το τελος της ιστοριας μας, και της δικης μου.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top