Επίλογος 2/2
Αρχισα να γραφω αυτο το βιβλιο ψαχνοντας τον εαυτο μου, και ξεροντας ότι μπορει καποιος, εστω και λιγο, μεσα σε αυτές τις σελιδες να βρηκε τον δικο μου, θα με γεμιζει παντα ελπιδα.
Ειθε η ψυχη σου να γεμισει υπομονη και ανεκτικοτητα προς εκεινους που δεν κατανοεις, γιατί ζουμε σε έναν κοσμο γεματο ιδιους ανθρωπους που κρινονται στις διαφορες τους.
Αφιερωμενο στην Ξενια και την Ελλη (δινετε υποσταση στην λεξη φιλια στο μυαλο μου)
Αφιερωμενο επισης στις Δεσποινες, την Πωλινα, την Γεωργια, την Μυρσινη, την Μαρια, την Χριστινα, την Μαρικα, την Αγγελικη, την Ροζα, την Ελευθερια, την Ηλιανα, την Μαρια και την Ελενη, την Αντζελα, την Ανδριανα, την Πηνελοπη, την Ερμιονη, τη Ζετα, την Ευγενια, την Ναντια, τις Μελινες, την Κατερινα μου, την Στελλα, την Βικτωρια, την Περσεφονη, την Λυδια, την Δημητρα, και τις κοπελες που όταν τα ψευδωνυμα τους εμφανιζονται στην οθονη ειδοποιησεων μου, νιωθω σαν να μιλαω σε μια καλη φιλη που δεν εχω γνωρισει ποτε, μα με ξερει καλα.
Δεν θα πω άλλα, μονο ευχαριστω απο καρδιας!
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Εισαι καλα κοριτσι μου; Μηπως ζεσταινεσαι;» η Νεφελη την ρωτησε για χιλιοστη φορα και ο Ορεστης στριφογυρισε τα ματια του.
«Μαμα εχεις κενα μνημης; Πριν πεντε λεπτα την ρωτησες!»
«Απαξιω.» του απαντησε με υφος πριν σταθει μπροστα στην Κυβελη και της δωσει ένα μεγαλο ποτηρι με φρεσκοστυμμένο χυμο.
«Αχ κυρια Νεφελη μου φτιαχνει και ο Ορεστης το πρωι...» μουρμουρισε σκεπτομενη ότι αν πιει εστω και μια γουλια θα χρειαστει να ξαναπαει τουαλετα.
«Ε και; Κακο θα σου κανει;» η μαμα της από τον απεναντι καναπε, μπορει να συζητουσε κατι με τον Πετρο αλλα μαλλον ειχε παντου αυτια.
Ο ανδρας της ευτυχως επενεβη παιρνοντας την χυμο και πινωντας ο ιδιος μια γουλια, προκαλωντας την δυσαρεσκια της μαμας του.
«Τελος υποθεσης.» δηλωσε και περασε ένα χερι γυρω από τους ωμους της, κανοντας ελαφρυ μασαζ εκει.
Ηταν 20 Ιουλιου και κάθε μερα μπορει να ηταν και η τελευταια. Ενιωθε χαλια, ειχε τρομερο εκνευρισμο και ένα ασηκωτο βαρος πανω της, κι ας της ελεγαν ολοι ότι δεν φαινοταν τοσο εντονο οσο πιστευε.
Ο Ορεστης παλι δεν ανυπομονουσε καθολου να τελειωσει ολο αυτό, τρελαινοταν να την βλεπει και να την βγαζει φωτογραφιες, και η κοπελα υποψιαζοταν ότι του αρεσε ακομη περισσοτερο το ποσο τον ειχε αναγκη ακομα και για τις πιο απλες κινησεις.
«Εχετε ετοιμασει τσαντα;» η Νεφελη καθισε διπλα της από την άλλη πλευρα.
Ο Ορεστης την κοιταξε και η κοπελα ξεφυσηξε.
«Ναι..μαζι με την Ερμιονη την εκανα.»
Ο πατερας της, καθισμενος στην μεγαλη πολυθρονα απεναντι της την κοιτουσε διαρκως, σε πληρη ετοιμοτητα.
«Αχ Κυβελη δεν κρατηθηκα και πηρα τις προαλλες μερικα ακομα πραγματα.» η Νεφελη ηταν καταενθουσιασμενη, και πριν προλαβει καν να της απαντησει εγειρε πισω από τον καναπε και τραβηξε πανω δυο τσαντες.
Ο Πετρος μουρμουρισε κατι που εκανε την Ιφιγενεια να γελασει, λες και εκεινη δεν της ειχε αγορασει ένα σωρο πραγματα.
«Μαμα καταλαβαινεις ότι ένα παιδι θα παρουμε σπιτι ετσι;» ο Ορεστης γκρινιαζε ότι το παιδι τους θα ηταν κακομαθημενο, λες και εκεινος δεν ηταν ο βασιλιας του ναι, αν και κατι ελεγε στην Κυβελη ότι θα ηταν πιο αυστηρος από ότι εδειχνε.
«Για την Κυβελη πηρα, σιωπη εσυ.» τον αγριοκοιταξε και επειτα χαμογελασε στην κοπελα δινοντας της την τσαντα.
Από μεσα εβγαλε δυο φουτερ, μια κρεμα προσωπου, ένα σερουμ για μαυρους κυκλους, και βιταμινες για ενεργεια.
«Για να εισαι ανετη στο σπιτι, δεν υπαρχουν καλυτερα ρουχα από τα φουτερ, η κρεμα είναι φανταστικη το σερουμ αναγκαιο, και τις βιταμινες μου ειπε η μαμα σου ότι τις εχεις ξαναπαρει.»
Ισως να εφταιγαν οι ορμονες αλλα η Κυβελη συγκινηθηκε, κυριως από τον ενθουσιασμο της. Ηταν τυχερη γιατί οι ανθρωποι γυρω τους, τους προσεχαν μα ειχαν ορια.
Ανασηκώθηκε και την αγκαλιασε, το χερι του Ορεστη κατεβηκε στην μεση της για να την στηριξει, ή απλως να μην σταματησει να την αγγιζει.
«Σας ευχαριστω πολύ.» σηκωσε το βλεμμα στους υπολοιπους πισω από τον ωμο της πεθερας της.
«Ολους βασικα.»
«Τιποτα κοριτσι μου.» η Νεφελη την εσφιξε λιγο ακομα, φανερα συγκινημενη κι εκεινη.
«Νταξει φτανει νομιζω.» ο Ορεστης την τραβηξε πισω απαλα χωριζοντας τις.
«Ορεστη δεν θα τα παμε καλα.» η μαμα του ειπε, αλλα χαμογελουσε.
«Μα την αγκαλιαζεις κάθε πεντε λεπτα.» παραπονεθηκε εκεινος και την τραβηξε λιγο ακομα για να ακουμπα την πλατη της στο στερνο του, εγειρε ελαφρως πισω για να στηριζει την μεση της, αυτό παντα την ανακουφιζε.
Ο Δημητρης στριφογυρισε τα ματια.
«Και ποτε εχεις συναυλια ξανά Ορεστη μου;» η Ιφιγενεια αλλαξε θεμα πυροσβεστικα.
«Σε ένα μηνα, Αυστρια, δυο συναυλίες σε δυο μερες.»
Την Κυβελη την επιασε η καρδια της. Ηξερε ότι ο μονος λογος που δεν βρισκοταν σε τουρ στην Αμερικη τωρα ηταν εκεινη, αλλα σχεδον ειχε ξεχασει ότι αυτό δεν θα συνεχιζοταν επ'αοριστον.
Δηλαδη θα φυγει σε έναν μηνα; Κι εγω θα μεινω μονη μου;
Το κυμα πανικου διαδεχτηκε ένα κυμα απελπισιας διοτι μολις συνειδητοποιησε ότι δεν θα μπορουσε να γκρινιαξει για αυτό. Το ειχε αποδεχτει ως αναγκαιο αντιβαρο της μεγαλης υποχωρησης που εκανε.
Δυο μερες είναι.
Μα για καποιοι λογο εκεινες οι δυο μερες της φαινονταν βουνο.
Κανονικα δεν θα επρεπε να ακυρωσει τα παντα για λιγο;
Ή εστω να θελει να τα ακυρωσει.
Τον κοιτουσε που περιεγραφε τα παντα στους γονεις της με μεγαλο ενθουσιασμο, για το μεγαρο, τους αλλους σολιστ, τα κομματια που ετοιμαζε.
Θα επρεπε να στενοχωριεται ή να αγχωνεται.
Ο πατερας της την κοιταξε κλεφτα, σαν να ειχε καταλαβει τι σκεφτοταν, αλλα δεν μιλησε καθολου.
«Εχεις προγραμμα ηδη για τα Χριστουγεννα ε;» Η Ιφιγενεια φαινοταν κατανεθουσιασμενη και νοητα ειχε ηδη συμφωνησει με την Νεφελη να πηγαινουν να βοηθανε την Κυβελη.
«Ναι εχω αρκετες προτασεις, πανω κατω ιδιες μερες, αλλα μενει να αποφασισω τι μου ταιριαζει, τι με συμφερει, αλλα θελω να κανω οσες πιο πολλες γινεται.»
Ο Πετρος εγνεψε θετικα, σαν να το εβρισκε λογικο ολο αυτό. Την Κυβελη την επιασε σκοτοδίνη.
Ανασηκωθηκε από την αγκαλια του, ενιωθε να ζαλιζεται.
Δηλαδη θα λειπει τοσο συχνα; Θα είναι σαν να μην εχει αλλαξει τιποτα;
Δεν τον νοιαζει;
«Μωρο μου όλα καλα;» της χαιδεψε την πλατη ξυπνωντας την από τον ληθαργο της.
Ολοι την κοιτουσαν.
Ναι, απλως μολις συνειδητοποιησα ότι θα τα κανω όλα μονη μου για πολλες μερες.
Χαμογελασε θολωμενη ακομα.
Μην κλαψεις, μην κλαψεις.
«Ναι μια χαρα.» απεφυγε να τον κοιταξει, αντ αυτου κοιταξε την Νεφελη.
«Νυσταξα.» δικαιολογηθηκε.
«Ωρα να παμε σπιτι τοτε να ξεκουραστεις.» ο Ορεστης άλλο που δεν ηθελε, να φυγει.
«Ναι εννοειται κοριτσι μου, κατσε να σου φερω και ένα ταπερ με λεμονατο και ρυζι που σ αρεσουν.»η Νεφελη της χαιδεψε το ποδι και σηκωθηκε.
Ο Ορεστης σταθηκε μπροστα της και της εδωσε το χερι του για να την βοηθησει να σηκωθει.
Κι αν γινει κατι;
Κι αν καταλαβει ότι προτιμαει το εξωτερικο από εδώ;
Κι αν συνειδητοποιησει ότι αυτό που αποφασισε ηταν λαθος;
Κι αν μια μερα γυρισει και μου πει 'Θα φυγω για δυο εβδομαδες;';
Κι αν λειπει συχνα και χανει πραγματα;
Κι αν οσο λειπει κανω κατι λαθος;
«Κυβελη εισαι καλα; Εχεις χλωμιασει.» ο Ορεστης εσκυψε μπροστα της και την επιασε από τα χερια για να την κρατησει σταθερή ορθια, σηκωθηκαν και οι γονεις της και ο Πετρος πηγε να της φερει λιγο νερο.
«Ναι, μου επεσε λιγο η πιεση.» μουρμουρισε και κοιταξε τον μπαμπα της.
«Ορεστη πηγαινε φερτης το πιεσομετρο.» Η Ιφιγενεια του ειπε και ο νεαρος κοιταξε αβεβαιος την γυναικα του που δεν τον κοιτουσε καν πισω.
«Αντε.» Ο Δημητρης τον εσπρωξε ελαφρως και γονατισε μπροστα της στην θεση του.
«Τι επαθες παιδι μου;» η Νεφελη ηρθε από την κουζινα.
«Ανασηκωθηκε αποτομα!» Ο πατερας της ειπε ψεματα.
«Τι είναι; Πονας;» την ρωτησε ψιθυριστα.
Εγνεψε αρνητικα.
«Θελω να τον χωρισω.»μουρμουρισε, και ο Δημητρης επνιξε ένα γελακι.
Σηκωσε το βλεμμα του ψηλα, στους υπολοιπους, και χαμογελασε σφιγμενα.
«Θα ζησει, λιγο δραματικη είναι.» πηρε το νερο από τον Πετρο και της το εδωσε.
«Εφερα το πιεσομετρο.» Ο Ορεστης εκατσε διπλα της και εκανε να της το βαλει.
Τιναξε το χερι της μακρια, κινηση που δεν περασε απαρατηρητη.
«Καλα ειμαι.» πηρε μια βαθια ανασα.
«Σηκωθηκα αποτομα.» επεξηγησε και κοιταξε την μαμα της.
«Να σου πω λιγο;»
«Ναι παιδι μου παμε μεσα.» ο μπαμπας της, σαν να ειχε λαβει προσκληση σηκωθηκε ορθιος, εδωσε το νερο της στον Ορεστη που ειχε αρχισει να εκνευριζεται και την βοηθησε να σηκωθει.
Μπηκαν στον ξενωνα και καθισε στην ακρη του κρεβατιου.
«Καταλαβαινω ότι μαλλον τα νιωθω όλα πολύ υπερβολικα. Αλλα αυτή τη στιγμη δεν θελω να τον βλεπω μπροστα μου.» ψιθυρισε.
«Κυβελη μου κι εγω να σου πω σοκαριστηκα με αυτό που ειπε, αλλα νομιζω περιμενει να ερθει το μωρο με το καλο και μετα να δειτε πως θα πορευτειτε, μην αμφισβτεις.» η Ιφιγενεια αμεσως παιρνει το μερος του, γεγονος που την κανει εξαλλη.
«Εννοειται θα τον στηριξεις! Μην παρεις μια φορα το μερος μου!» της ειπε επιθετικα, γεγονος που σοκαρε τη μαμα της.
«Κυβελη προσπαθησε να παρεις μερικες ανασες.» ο μπαμπας της φοβοταν ότι θα της συνεβαινε κατι.
Χτυπησε η πορτα.
Δεν προλαβε να πει όχι, ο Ορεστης μπηκε μεσα, ανησυχος και εκνευρισμενος, κοιτωντας την από πανω μεχρι κατω.
«Τι εγινε;» απαιτησε να μαθει. «Τι επαθες ξαφνικα.»
Την νευριαζε ο τροπος που δεν καταλαβε εξ αρχης το λαθος του, που δεν εντοπισε το παραλογο σε οσα ειπε.
Και ακομα περισσοτερο, την νευριαζε ο τροπος που όλα αυτά τα ειχε κανονισει, λες και σε 6 μηνες δεν ειχε ένα μωρο σπιτι. Μα αν κατι την εκανε εξω φρενων ηταν το πως δεν την ειχε ρωτησει καν, ταχα για να μην την αγχωσει.
«Εγω θα κοιμηθω στη μαμα μου σημερα.» του ειπε με τουπε.
Σχεδον πισωπατησε. Εσμιξε τα φρυδια. Με την ακρη του ματιου της ειδε την μαμα της να τραβαει το μπαμπα της εξω από το δωματιο για να τους δωσουν χρονο.
«Παμε παλι;» την ρωτησε, προσπαθωντας και ο ιδιος να κρατησει την ψυχραιμια του. «Τι εγινε;»
«Εχεις κανει τα σχεδια σου ε;»
Του πηρε λιγη ωρα να καταλαβει αλλα όταν συνειδητοποιησε που αναφεροταν, το προσωπο του μαλακωσε.
«Κυβελη μου αν είναι δυνατον, θα λειψω οντως δυο μερες σε κατι εβδομαδες, και δεν το κανω ελαφρα την καρδια αλλα είναι σαν κοινωνικη υποχρεωση. Και για τα Χριστουγεννα θα το συζητησουμε λιγο αργοτερα, Σεπτεμβρη πρεπει να απαντησω αλλωστε.»
Δεν ακουσε ουτε λεξη από οσα της ειπε. Βουρκωσε, ηταν σιγουρη πως σε λιγο θα εκλαιγε.
«Θα παω να μεινω στην μαμα μου.»
«Δεν υπαρχει περιπτωση.» της λεει απολυτα και τελεσιδικα.
«Δεν αποφασιζεις εσυ για μενα!» του φωναζει και τον βλεπει να τσιτωνει.
«Επειδη εχεις φρικαρει για κατι που δεν εχει αποφασιστει καν;»
Το μισει που υποβιβαζει τα παντα, και την κανει να νιωθει τρελη και παλαβη.
Ειμαι τρελη που θελω να μην είναι ενθουσιασμενος που θα φυγει; Ειμαι τρελη που δεν θελω να φυγει;
Ειμαι τρελη που θελω μια ενημερωση; Όχι δεν ειμαι!
«Ορεστη, αν δεν παω να μεινω στη μαμα μου θα τσακωθουμε και θα παω οντως στο νοσοκομειο με ανεβασμενη πιεση.» τον απειλει, αυτό κανει, το ξερει και δεν το αλλαζει.
Την κοιτα σαν να μην πιστευει στα αυτια του.
«Παμε καλα τωρα; Τι λες;»
«Χρειαζομαι χρονο μακρια σου. Αυτή τη στιγμη ειμαι πολύ ταραγμενη.»
Το βλεμμα του είναι πληγωμενο, και την κανει να νιωσει κακια, που βασανιζει αυτό τον ανθρωπο με τις τρελες της. Νιώθει ένα δακρυ να κυλαει.
Ξεφυσαει όταν καταλαβαινει ότι δεν υπαρχει περιθωριο μεταστροφης.
«Καλως. Πηγαινε για σημερα στην μαμα σου. Αλλα θα σε παω εγω.» υποχωρει.
Και η Κυβελη θυμωνει και πληγωνεται που υποχωρει.
Δεν μ αγαπαει πια; Γιατί δεν με παρακαλαει να μεινω; Γιατί δεν μου λεει ποσο σημαντικη ειμαι για εκεινον και δεν θα μπορει να κοιμηθει χωρις εμενα;
Μηπως ετσι θα εχει δικαιολογια να φυγει πιο πολύ;
Η καρδια της χτυπουσε τοσο δυνατα που της προκαλουσε δυσπνοια, κι ενιωσε μια κλωτσια καπου δεξια στα πλευρα της, χαιδευε εκεινο το σημειο καθησυχαστικα.
«Μπορεις σε παρακαλω να ηρεμησεις;» γονατιζει μπροστα της, αλλα σε αποσταση.
«Θα γινει αυτό που θες. Δεν λεω ψεματα, θα σε παω στο Μαρουσι, και μονη σου αν θες βασικα, δεν με πειραζει.» υποχωρησε κι άλλο.
«Καλως.» πηρε μια βαθια ανασα.
«Μπορουμε όμως να το συζητησουμε; Γιατί δεν ειχα καμια προθεση να σε κανω να νιωσεις ετσι.» όταν ο Ορεστης σοβαρευε τα πραγματα δεν ηταν καλα.
«Δεν θελω να πουμε κατι αυτή τη στιγμη, θελω να ηρεμησω, και με εσενα εδώ αυτό δεν γινεται.»
Δεν τον κοιταξε καν, αλλα μπορουσε να φανταστει το υφος του, και σιγουρα να ακουσει την σιωπη του.
«Όλα καλα;» Η Νεφελη βρηκε το θαρρος να τη ρωτησει διακριτικα όταν επιτελους βγηκε από το δωματιο, και η Κυβελη την ευχαριστησε από μεσα της που ειχε ευγενεια να μην ρωτησει παραπανω.
«Ναι μια χαρα.Εμεις θα φυγουμε, για να ξεκουραστω.»
«Εννοειται κοριτσι μου.» ο Πετρος της εφερε μια σακουλα με ένα ταπερ και κατι γλυκα και η Κυβελη τα πηρε αγκαλιζοντας τον. Της χαιδεψε την πλατη και κρατηθηκε για να μην βουρκωσει παλι.
«Κυβελη μου στειλε μου αν σου αρεσε όταν το δοκιμασεις.» Η Νεφελη την αγκαλιασε με μεγαλυτερη συστολη κρατωντας την τσαντα με τα δωρα της, αλλα η Κυβελη ανταπεδωσε κανονικα, για να της δειξει ότι δεν τα εχει με εκεινη, αλλα με τον γιο της.
Εκανε να της δωσει την δευτερα τσαντα, αλλα επενεβη ο Ορεστης που πηρε τοσο αυτην οσο και την άλλη που η κοπελα κρατουσε ηδη, για να μην την βαραινουν. Δεν του εριξε ουτε μισο βλεμμα.
Οι γονεις τους χαιρετηθηκαν με συνοπτικες διαδικασιες και οι τεσσερις τους βγηκαν εξω. Οι δικοι της ειχαν ερθει με ένα αυτοκινητο.
Η μαμα της την κρατησε για να κατεβει τα σκαλια, μιας και δεν φαινοταν να θελει την βοηθεια του Ορεστη.
«Παντως εγω παιδια λεω-» προσπαθησε να τους δωσει μια μεση λυση.
«Δεν σε αφορουν τα προσωπικα μας μαμα.» της το ξεκοψε η Κυβελη.
Ο Ορεστης πισω της κοιταχτηκε με την γυναικα, που αποκαμωμενη ξεφυσηξε.
«Θα πας στην μαμα σου;» ο σοβαρος του τονος της εσφιξε την καρδια κι άλλο.
Γιατί γινοταν εγωιστης τωρα; Ηταν η πιο σωστη στιγμη για να πεσει στα πατωματα και να με παρακαλέσει.
Εδωσε τα πραγματα της στον πατερα της, διστακτικα, μεσα του αναρωτιοταν αν θα την τραυματισει αν την παρει σηκωτη να φυγουν. Αν δεν ηταν εγκυος αυτό θα εκανε.
Μπηκε στο πισω καθισμα και φορεσε τη ζωνη της. Ο μπαμπας της εβαλε ραδιοφωνο να παιζει, μαλλον για να σταματησει την Ιφιγενεια από το να μιλησει.
Στην σκεψη ότι η μαμα της θα της ελεγε ποσο λαθος ηταν και ποσο βασανιζε αυτόν τον καημενο τον Ορεστη.
«Μπαμπα σε πειραζει να κοιμηθω σε εσενα;» ειδε τους ωμους του πατερα της να σφιγγουν. Η μαμα της γυρισε να την κοιταξει.
«Γιατί όχι σε εμενα;» ρωτησε σχεδον θιγμενη.
«Γιατί μαμα εχεις πολλες και ισχυρες αποψεις αυτή τη στιγμη και εγω χρειαζομαι ηρεμια.»
Την κοιτα σαν να της επιβεβαιωνει ότι εχει δικιο.
«Κι αν σου υποσχεθω ότι-»
«Ναι Κυβελη μου.» την διακοπτει ο Δημητρης.
«Εννοειται να κοιμηθεις. Απλως πες το στον Ορεστη, να ξερει που εισαι.» το σχολιο του δεν της φανηκε παραλογο, αλλα εκνευριστηκε που θα επρεπε να του στειλει.
Ειδικα μετα το τελευταιο μηνυμα στην συζητηση τους που επειδη της ειχε αφησει ένα κρουασαν διπλα στο κρεβατι του ειχε στειλει ένα εκατομμυριο καρδιες.
Ξεπουληθηκα για να κρουασαν.
Το μηνυμα ηταν απλο 'Τελικα θα κοιμηθω στον πατερα μου.'
Και η απαντηση δεν ηρθε ποτε.
Ο Ορεστης δεν τους ακολουθησε μεχρι Κηφισια για να την παρακαλεσει, όπως ηλπιζε, ουτε της ειχε απαντησει, όπως θεωρουσε το ελαχιστο δυνατον. Στην πραγματικοτητα, δεν ειχε νοιαστει καθολου.
«Κυβελη εγω πιστευω σε εχουν χτυπησει οι ορμονες στο κεφαλι.» ειπε η Φαιη μεσα από την οθονη της στην βιντεοκληση.
«Φαιη!» αναφωνησε ψιθυριστα η Ερμιονη, που φορουσε ακουστηκε και ταιζε την κορη της προσπαθωντας να την κοιμησει. «Δεν το λεμε ποτε αυτό!» την μαλωσε. «Κι ας ισχυει λιγο.» προσθεσε δειλα, και προσπαθησε να της εξηγησει ότι ο Ορεστης αποκλειεται να κανονιζε κατι χωρις να της το πει, καπου στα μισα ο Βασιλης μπηκε στο δωματιο και της εδωσε να πιει λιγο νερο με καλαμακι γιατί δεν ειχε ελευθερα χερια.
Η κινηση αυτή εφερε δακρυα στα ματια της Κυβελης, που στο μυαλο της μπορει ο Ορεστης να μην μπορουσε παντα να το κανει αυτό.
Δεν ηθελε να μεγαλωσει ένα παιδι μονη της, ή με τις μαμαδες τους. Ηθελε μαζι του, κάθε λεπτο, κάθε στιγμη.
Αυτό είναι πολύ κουραστικο που κανεις, της φωναξε το ένα μερος του μυαλου της.
Είναι αυτό που νιωθεις και δεν το σεβεται κανεις., απαντησε μια άλλη φωνη, προς υπερασπιση της.
Το απογευμα εδωσε τη θεση του στη νυχτα και η Κυβελη νευριαζε πια με τον Ορεστη που δεν της εδωσε κανενα σημειο ζωης, κατεληξε ότι δεν νοιαζεται για εκεινη, εκανε ένα ντουζ προσεκτικα για να κλαψει με την ησυχια της και εβαλε κατι πιτζαμες που βρηκε εκει και μετα βιας της εκαναν.
«Παντως εγω συμφωνω μαζι σου.» Ο Δημητρης καθισε διπλα της, και της χαιδεψε απαλα τα ποδια.
«Μπαμπα το λες επειδη δεν τον συμπαθεις.»
«Το λεω επειδη ξερω πως είναι να μαθαινεις οσα σκεφτεται ο συντροφος σου μαζι με ακυρους.»
«Αλλα» Ηρθε και το αλλα.
«Αλλα δεν πιστευω ότι ειχε κανει σχεδια, είναι απαραδεκτος για πολλα κατά τη γνωμη μου, αλλα μεχρι και για να κατουρησει σε ρωταει.»
Γελαει.
«Ελεος ρε μπαμπα.»
Το βραδυ ο υπνος αρνειτο να της κανει την τιμη, την πονουσε το στομαχι της, ειχε καουρες, δεν βολευοταν με τιποτα. Το στρωμα στο δωματιο που της παραχωρείτο παντα ηταν του ονειρου, κι όμως, σαν να ηξερε η κορη τους ότι η μαμα της εγωιστικα εμενε εκει, δεν σταματησε να κουνιεται και να κλωτσαει.
Και ναι, μπορει να ειχε συνηθισει να κοιμουνται μαζι, αλλα και τις λιγες φορες που ελειπε σε ταξιδια καλα κοιμοταν. Ισως επειδη ηξερε ότι ηταν ενταξει.
Γιατί δεν εστειλε ένα μηνυμα;
Η ωρα ηταν 11 όταν αποφασισε ότι δεν ειχε νοημα να προσπαθει, και σηκωθηκε για να κανει ένα χαμομηλι. Κατεβηκε προσεκτικα στην κουζινα, κοιτωντας το κινητο της, για να δει το απολυτο τιποτα.
Βουρκωμενη συναντησε τον πατερα της στην κουζινα να πινει νερο.
«Γιατί κλαις; Εγινε κατι;»
Εγνεψε γρηγορα αρνητικά, για να μην τον ανησυχησει. Και την ιδια στιγμη ειπε αυτό που βαθια μεσα της ηθελε.
«Θα παρω ένα ταξι να γυρισω σπιτι. Τον αγαπαω, δεν μπορω να κοιμηθω καν! Δεν μπορω, δεν αντεχω, νιωθω τρελη αλλα παραλληλα ξερω ότι αυτό που νιωθω υπαρχει και δεν το καταλαβαινει και με θεωρει τρελη, και φοβαμαι μπαμπα ότι ισως βαλει το βιολι πανω από εμενα. Και εχει δικιο να το βαζει ψηλα γιατί είναι η δουλεια και το παθος του, το προβλημα ειμαι εγω, δεν μπορω να τον ακολουθω πια, τελειωσε αυτή η εποχη-»
Την επιασε από τους ωμους. «Μια βαθια ανασα.» της ειπε επιτακτικα, τοσο, που δεν μπορουσε παρα να τον ακουσει.
«Κατω είναι.» της ειπε.
Όριστε;
«Ο Ορεστης.» της επεξηγει, και της δειχνει εξω από το παραθυρο απεναντι τους που αν και δεν φαινεται, της αποδεικνυει ότι το ειδε.
«Κάτω;» ρωτα μουδιασμενη.
«Στο αυτοκινητο του. Καθεται και σε περιμενει, φυλαει σκοπια, κοιμαται; Δεν ξερω, αλλα καθεται εκει.» Η καρδια της σφιχτηκε. Με αγαπαει!
«Και γιατί δεν του λες να ανεβει;»
«Για τον ιδιο λογο που δεν αυτοπροσκληθηκε όπως ουκ ολιγες φορες εχει κανει στο παρελθον. Για να μην τσακωθειτε και ταραχτεις.»
Νιωθει ταχυπαλμια, και μια κλωτσια ψηλα στην κοιλια, οποτε παιρνει μια βαθια ανασα.
Του χαμογελα και προσπαθει να μην βουρκωσει.
«Ευχαριστω μπαμπα.»
«Παρτον τηλεφωνο μην κατεβεις όλα αυτά τα σκαλια.» την φιλαει στο κουτελο στοργικα, πριν βγει από την κουζινα και κινηθει προς την σκαλα. «Και κλείδωσε φευγοντας.»
Όταν τα βηματα του δεν ακουγονταν πια, βρηκε το θαρρος και προχωρησε προς το σαλονι, διστασε να ανοιξει την πορτα, οποτε, στεκομενη στο κεντρο του σπιτιου, τον πηρε τηλεφωνο, αγχωμενη σαν να ηταν λυκειο και να επαιρνε αυτόν που της αρεσε.
Ανασες Κυβελη, ψυχραιμια.
«Ελα.» η ψυχραιμια της εξανεμιστηκε από το πρωτο δευτερολεπτο που ακουσε την φωνη του, τραχια, κοφτη, καπως αποτομη, σαν να τον ενοχλουσε από κατι.
Μαζι, εξανεμιστηκαν και οι λεξεις που ειχε προετοιμασει, βασικα, ολες οι λεξεις.
«Ορεστη...» η φωνη της βγηκε τρεμουλιαστη.
«Εισαι καλα;» ρωτησε ανησυχος.
Μουγγριζει ένα ναι. Ξεσπαει σε κλαματα.
«Ανοιξε μου.» πιο πολύ μοιαζει με παρακληση παρα με διαταγη.
Προχωραει, όχι τοσο γρηγορα οσο θα ηθελε, προς την πορτα, την ανοιγει διαπλατα.
Και στεκεται εκει μπροστα της, το αυτοκινητο του παρκαρισμενο στην εισοδο, πως δεν το ειχε δει;
«Πηγα σπιτι να ταισω τα σκυλια και μετα ηρθα, δεν θα σε αφηνα μονη σου.» φοραει ένα κοντομανικο Vans γκρι φαρδυ και ένα τζιν, μαζι με all star.Και χθες φορουσε κουστουμι. Και τον ερωτευοταν αμφοτερες μερες.
Τον κοιταξε στα ματια, ψαχνοντας το θαρρος, σκεπτομενη αν ηταν η στιγμη να ζητησει το δικιο της, ή συγγνωμη.
«Δεν με καταλαβαινεις.» μουρμουριζει, και σαν να μην ειχε ηρεμησει λεπτο από το μεσημερι ξεσπασε σε κλαματα.
Χαλαρωνει τους ωμους του, σαν να μην αντεχει άλλο, και κανει ένα βημα προς τα μεσα. Καλυπτει την αποσταση και κλεινει την πορτα, μα δεν την αγκαλιαζει. Και την τρελαινει η σκεψη ότι ισως να κουραστηκε, τα ποδια της αρχισαν να τρεμουν.
«Παμε να κατσεις, δεν κανει να στεκεσαι ορθια.» δεν περιμενει την συμφωνια της, την τραβαει απαλα προς το σαλονι και την οδηγει στον καναπε, την καθιζει κατω και καθεται διπλα της.
Την βλεπει να παιρνει κοφτες ανασες της, τα ματια της ιδιο χρωμα με τα μαλλια της και τα δακρυα να λερωνουν τα μαγουλα της.
«Αχ ρε Κυβελη.» υποχωρει και την τραβαει να κατσει πανω του. Δεν διαμαρτυρεται καθολου, χωνεται στην αγκαλια του.
«Ελα αγαπη μου μην κλαις.» της χαιδευει την πλατη και εκεινη ακουμπαει το μαγουλο της στο στερνο του, ευχομενη να μπορουσαν να αγκαλιαστουν όπως παλια, διχως τιποτα αναμεσα τους.
«Συγγνωμη που σου μιλησα ετσι, απλως» κοφτη ανασα «Απλως..» κοφτη ανασα «Φοβαμαι ότι θα μεινω πισω και θα»κοφτη ανασα «Θα μας αφησεις.» μονολογει, μη ξεροντας αν αυτά που λεει βγαζουν νοημα.
Της σηκωνει το σαγονι για να τον κοιτα, σκυβει και της φιλαει την μυτη, που εχει κοκκινισει από το κλαμα.
«Καταλαβα τι φοβασαι. Δεν θα σας αφησω ποτε, όχι γιατί δεν μπορεις μονη σου, αλλα γιατί δεν μπορω εγω. Εισαι η πρωτη μου προτεραιοτητα με διαφορα, το άλλο είναι πολύ σημαντικο για μενα αλλα όχι πανω από εσενα. Συγγνωμη που δεν σου ειπα για την Αυστρια, και δεν παω ελαφρα τη καρδια, και οσο για τις συναυλιες των Χριστουγεννων θα δουμε πως θα το κανουμε. Στο υποσχομαι δεν θα κανεις τιποτα χωρις εμενα, δεν εχεις να φοβασαι τιποτα. Εγω ειμαι εδώ. Ναι δικηγορινα;»
Τα δακρυα κυλανε ακομα, αυτή τη φορα από ανακουφιση. Πηρε μια βαθια ανασα που γεμισε τα σωθικα της οξυγονο. Το χερι του κατεβηκε στην κοιλια της, η ζεστη παλαμη του, οι μικρες φλεβες, οι υπεροχοι μυες, της δημιουργουσαν έναν κομπο που αν τον ελυνες ελευθερωνε πεταλουδες.
«Σε παρακαλω μην κλαις.» της ψιθυριζει και την φιλα ξανα, αυτή τη φορα στις ακρες των ματιων, στα μαγουλα, τα χειλη, στο σαγονι, οπου εφτασαν δακρυα.
«Μου ελειψες.» της λεει με μια εκπνοη που μυριζει κανελα.
«Δεν μπορουσα να κοιμηθω.» παραδεχεται εκεινη και συνειδητοποιει ότι κραταει σε γροθια το υφασμα της μπλουζας του, οποτε το αφηνει και γερνει στο στερνο του, περνοντας μερικες κοφτες ανασες.
Την αφηνει να χαλαρωσει, σκεπτομενος ποσο αγχωμενη μπορει να ηταν ολες και εκεινες τις ωρες και χαιδευει την κοιλια της, η κορη τους κλωτσαει σαν παλαβη.
«Κι εκεινης της ελειψες μαλλον.» ψιθυριζει η Κυβελη, κι ο Ορεστης γελαει. Την κραταει σταθερη πανω του, φοβουμενος μην πεσει και φιλαει εκει που βλεπει κινηση.
«Θα παμε σπιτι και θα κοιμηθουμε, μην γκρινιαζεις.» της λεει ψιθυριστα, λες και είναι το μυστικο τους.
Κλειδωσε την πορτα φευγοντας και το αυτοκινητο μετα από μερες επαψε να της φαινεται αβολο, ανυπομονουσε να γειρει πισω και να τον δει να οδηγαει.
Το ραδιοφωνο επαιζε χαμηλα και η νυχτερινή Αθήνα ηταν αδεια, ολοι ειχαν φυγει νωρις για διακοπες. Ειχε το ένα του χερι στο τιμονι και το άλλο στο γονατο της, κανοντας μικρους καταπραϊντικους κυκλους.
«Δεν θα σας αφησω ποτε πισω, όχι γιατί εχω ευθυνη και καθηκον και τα συναφη, αλλα γιατί θελω να ειμαι εδώ, και ανυπομονω να το κανω.» της εξηγει ηρεμα, η φωνη του σχεδον υποκωφη. Γνεφει, τα ματια της σχεδον κλεινουν.
«Το ξερω.» του ψιθυριζει. Κοιτωντας πισω δεν αναγνωριζει καν τον εαυτο της.
«Ο μονος λογος που ηθελα να παμε στο εξωτερικο είναι για να μπορω να νιωθω καλυτερα όταν κανω το ονειρο μου πραγματικοτητα. Γιατί χωρις εσενα μαζι μου δεν είναι το ιδιο...»
Η Κυβελη αποκοιμηθηκε χαμογελαστη και ηρεμη, και εκεινος επνιξε ένα γελακι, διχως να σταματησει να χαιδευει το ποδι της.
Κι όταν ξυπνησε παλι, ηταν στην πιλοτη του σπιτιου τους, η πορτα της ανοιχτη, κι εκεινος να της βγαζει την ζωνη.
«Φτασαμε σπιτι;» γουργουρισε καθως τεντωνοταν.
«Ναι μωρο μου.»
25 Ιουλιου.
Όλα μαζι του ηταν χαλαρα.
Σε καθε μεγαλη τους στιγμη δεν θυμοταν ποτε τον εαυτο της να αγχωνεται.
Ουτε εκεινη η Παρασκευη ηταν διαφορετικη. Περιπου στις 6 το απογευμα η Κυβελη αρχισε να μην νιωθει καλα. Βεβαια εκεινες τις μερες δεν ενιωθε ποτε καλα. Ηταν Ιουλιος,τελη, η Αθηνα εβραζε, το σπιτι τους θυμιζε ιγκλου, και εκεινη δεν μπορουσε ουτε να στεκεται ουτε να ξαπλωνει. Κοιμοταν ελαχιστες ωρες και αυτό την εκανε πιο γκρινιαρα, ειδικα όταν ο Ορεστης ακομη δεν ειχε σταματησει τα ταξιδια. Η τελευταια του συναυλια ηταν πριν λιγες μερες και ηδη σχεδιαζε τις επομενες.
Εξι το απογευμα λοιπον αρχισε να μην νιωθει καλα. Καθοταν στον καναπε και εβλεπε σειρα, εκεινος μελετουσε κατι παρτιτουρες στο πιανο. Ξεροκαταπινε και επαιρνε μικρες ανασες για να διαχειριστει τον πονο. Ειχε αλλαξει δεκα θεσεις.
Ο Ορεστης με την ακρη του ματιου του την παρακολουθουσε, γνωριζοντας ότι δεν υπηρχε ερωτηση που μπορουσε να της κανει που δεν θα προκαλουσε την οργη της.
Η Λαιδη και ο Αλητης ειχαν εγκατασταθει μια εβδομαδα τωρα στην μαμα της, ώστε να μην τους αφησουν πολλες ωρες μονους τους.
Στην ρηχη της ανασα αφησε τα πληκτρα του πιανου. Δεν αντεξε άλλο. Δεν θα την αφηνε άλλο να υποφερει.
«Αγαπη μου;» την πλησιασε και καθισε σχετικα κοντα της στον καναπε.
Σηκωσε τα ματια της πανω του, ηταν βουρκωμενα. Οι ωμοι του χαλαρωσαν κι άλλο. Τον ελουσε κρυος ιδρωτας και ξαφνου το διαμερισμα ανεβασε θερμοκρασια.
«Παμε μια βολτα με το αυτοκινητο;» την ρωτησε ηρεμα και χαιδεψε απαλα το γονατο της.
Του εγνεψε αηχα, γεγονος που τον ανησυχησε παραπανω.
Η Κυβελη συνοδευε κάθε στιγμη τους με μια υστερια που τωρα εξέλιπε.
Την σηκωσε αργα, και την κοιταξε άλλη μια φορα, θαρρεις πως ηταν η τελευταια.
«Θες να κανουμε ένα ντουζακι πριν;» τον εξεπληξε ρωτωντας.
Όλα του φωναζαν να πει ναι, και μονο εκεινο το ψηγμα ανησυχιας ελεγε όχι.
«Μπορεις; Αντεχεις εννοω;» Η ερωτηση του βγηκε πιο τρεμουλιαστη από ότι πιστευε μαρτυρωντας το αγχος του, και η Κυβελη του χαμογελασε, τρυφερα, γιατί μπροστα της, ο αντρας της εγινε παλι 23 χρονων, όταν ακομη μπορουσε να τον κανει να κομπιασει.
«Ειμαι καλα.»
Η μερα ειχε αρχισει να αποκτα ζεστα χρωματα καθως το απογευμα εκανε την εμφανιση του στον ουρανο. Το παραθυρο ηταν ανοιχτο, και το νερο αντηχουσε από ακρη ως ακρη στο μπανιο.
Οι ατμοι εβαφαν τα πλακακια και το αφρολουτρο με αρωμα από αμπελια σαντορινης ποτισε το δερμα της.
Της ετριβε απαλα την κοιλια με το σφουγγαρι, οσο ειχε γειρει πανω του, με ματια κλειστα, και ένα μικρο μειδιαμα, απολαμβανοντας το ζεστο μπανιο.
Γυρισε προς το μερος του, απεναντι του ώστε να τον κοιτα και πηρε το σφουγγαρι του από το μαρμαρο.
Του εκανε νοημα να γυρισει από την άλλη. Διστασε, μα φοβοταν να της πει ότι ηταν από ανησυχια, οποτε το εκανε ετσι κι αλλιως.
Αφεθηκε στα χερια της, που εκαναν απαλο μασαζ στην πλατη και τους ωμους του, οπου εφτανε. Ωσπου εν τελει σταματησε να τριβει και ανοιξε το νερο από πανω τους. Διχως καμια εγνοια για τα στεγνα της μαλλια τον αγκαλιασε από πισω, η κοιλια της χαμηλα στην μεση του, το μαγουλο της στο σημειο της πλατης του πισω από την καρδια του. Τυλιξε τα χερια της γυρω του.
«Ηθελα λιγο ακομα οι δυο μας μονο.» του ειπε απλα.
Χαμογελασε και τυλιξε τα χερια του με τα δικα της.
Εμεινε για λιγο ακινητος, απορροφωντας την αγαπη της, τα χαδια και την αμεριστη προσοχη της.
Το ειχε κερδισει αυτό το προνομοιο, κι όμως, δεν εμοιαζε να μπορει να το συνηθισει, ουτε και ηθελε κιολας.Γυρισε από την άλλη και την τραβηκε στην αγκαλια του, της ετριψε την μεση και την αφησε να γειρει πανω του, κατω από το ζεστο νερο, ενώ τα τζιτζικια στην Αθηνα υποδεχονταν το πορτοκαλι του ουρανο, κι ο κοσμος την Λυδια.
Οι δρομοι ηταν σχεδον αδειοι. Ισως εφταιγε η ωρα, ισως ηταν καθαρη τυχη, αλλα όταν ο Ορεστης βγηκε εθνικη δεν αναγκαστηκε να κανει ουτε μια προσπεραση.
Η Κυβελη διπλα του, με το χερι της μεσα στο δικο του και την θεση γερμενη προς τα πισω, απολαμβανε την διαδρομη, μαζι και τον ηλιο που σιγα σιγα θα εξαφανιζοταν.
«Λες να γεννηθει Σαββατο;» τον ρωτησε πανω από τον ηχο της μουσικης.
Δειχνει να το σκεφτεται «Αυτό θα είναι τελειο βασικα, Σαββατο γνωριστηκαμε.» της λεει.
«Οντως;» απορει, όχι μονο που το θυμαται εκεινος, αλλα που δεν το θυμαται η ιδια.
«Ναι. Το θυμαμαι γιατί τοτε γυρνουσα από εξωτερικο, μη φανταστεις, αδιαφορη μου ειχες περασει.» της λεει στριβοντας για να βγει από την εθνικη μα δεν μπορει να μεινει σοβαρος.
«Εισαι τοσο ρομαντικος.» κοροιδευει.
«Πιστευεις επρεπε να ειχαμε πει και στην κυρια Ριτσα;» την ρωτα ταχα σοβαρος και η Κυβελη γελαει.
«Είναι το τριτο προσωπο σε αυτή τη σχεση, θα της αξιζε οντως.» συμφωνει.
«Αν ηθελε πραγματικα θα ερχοταν βασικα.» της λεει «Αποκλειεται να μην κρυφακουγε όταν βγηκαμε.»
«Λες να μας απαταει;» η Κυβελη καπως ξεχναει τα τσιμπηματακια πονου.
Ο βιολιστης αναφωνει σοκαρισμενος, ταχα θιγμενος.
«Τωρα που το λες, οι απεναντι εχουν αρχισει να εχουν πολύ ενδιαφερον, λες να μας βαρεθηκε;»
«Εχουμε καιρο να τσακωθουμε.» του θυμιζει.
«Χθες δεν μου ειπες ότι θα με χωρισεις;»
«Ναι, επειδη δεν σηκωνοσουν από τη θεση μου, ασε που κι εσυ συμφωνησες αμεσως, που είναι η πλακα σε αυτό;» μουρμουρισε και εκεινος επνιξε ένα γελακι. Ακουμπησε το χερι του στο γονατο της.
Επεσε παλι μια γλυκια σιωπη.
«Κυβελακι;»
«Ναι Ορεστακο;»
«Θα συνεχισουμε να κανουμε τα δικα μας που και που ε;»
Χαμογελα στο ανησυχο υφος του, ακουμπησε το χερι της πανω στο δικο του και το εσφιξε απαλα.
«Εκτος αν σχεδιαζεις να φυγεις μονος σου για τα ξενα.» κοροιδευει
«Δεν υπαρχει περιπτωση.» της απαντα
«Τοτε θα υποστω την ανευθυνη οδηγηση σου με το ένα χερι σε τιμονι και ταχυτητες και το άλλο σε εμενα.»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Φοραει ρουχα νοσοκομειου, της εκαναν εισαγωγη, και αναισθησια, περίμεναν λιγες ωρες μεχρι να το πουν στους δικους τους. Αλλα εφταναν στην τελικη ευθεια.
Κάθεται διπλα της στο κρεβατι και της κρατα το χερι, εχει γειρει εντελως προς το μερος της. «Ειμαι πολύ ενθουσιασμενος.» της εκμυστηρευεται. Του χαμογελα, νιωθει τα ματια της να τσουζουν.
«Εγω εχω λιγο αγχος.»
Ακουμπα την παλαμη του στο μαγουλο της. Σπρωχνει μια πυροξανθη τουφα μακρια.
«Ειμαι εγω εδώ.»
«Εισαι γιατρος;» τον ρωτα, με πολύ λιγοτερη ειρωνια από ότι θα αρεσε στον Ορεστη.
«Εχω αφησει ποτε να σου συμβει κατι;» της απαντα σοβαρα.
Βουρκωνει, και σχεδον δεν προλαβαινει ο Ορεστης να σκουπισει ένα μικρο δακρυ.
«Όχι, ποτέ»
«Ετσι μπραβο. Εσυ σκεψου ότι εισαι πολύ κοντα στο κρασι σου.» της φιλησε το μετωπο και το χαμογελο της ηταν η επιβραβευση του.
Η πορτα ανοιξε και φανηκαν οι γονεις της και η αδελφη της, με μια καμερα στο χερι, κατά ενθουσιασμενη. Ο πατερας της μπηκε τελευταιος, ειχε ένα υφος που εκανε ολοφανερο το ποσο αμηχανα ενιωθε με την συγκινηση που αισθανοταν.
«Πως εισαι αγαπη μου;» η μαμα της ετρεξε στο πλαι της, ματια χιλιοβουρκωμενα.
«Καλα ειμαι, μεχρι στιγμης.» την διαβεβαιωσε.
«Της εκαναν πριν κατι ωρες αναισθησια και για σχεδον μια ωρα κοιμηθηκε. Πριν λιγο ξυπνησε.» ο αντρας της επεμβαινει.
Ο Δημητρης τσιμπαει αμεσως. «Εσυ Ορεστη καλα εισαι; Να σου φερουμε κατι;» τον ρωτησε.
Ο Ορεστης του χαμογελασε καθως ελεγχε το κινητο του. «Όχι Δημητρη, μου αρκει που ηρθες να με στηριξεις.»
«Ελα φτανουν οι αηδιες.» η Φαιδρα πεταχτηκε και εκανε στην ακρη την μαμα της για να αγκαλιασει την αδελφη της.
«Ποναει ακραια πολύ;» ρωταει σχεδον με ενδιαφερον.
«Χειροτερα.» ακουγεται οσο μιζερη οσο δειχνει, μαλλον.
Ο Ορεστης γελαει και της κραταει το χερι.
«Ερχονται και οι δικοι μου σε καμια ωρα. Και τα παιδια.»
Σκυβει και την φιλαει στον κροταφο, όπως της αρεσει «Κρατα γερα δικηγορινα.» της ψιθυριζει.
---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ήταν το πιο ομορφο Σαββατο της ζωης της. Εκλαιγε και γελουσε και ενιωθε τα αλμυρα δακρυα σαν το πιο γλυκο κρασι να βρεχουν τα χειλη της. Το κλαμα ακουγοταν απ ακρη σ'ακρη του δωματιου, και ενιωθε πως επαιζε σε μια σουρεαλ ευτοπια που συντομα θα τελειωνε.
Γυρισε να τον κοιταξει.
Όταν η Κυβελη γνωρισε τον Ορεστη, την τραβηξε από το σκοταδι στο φως.
Κι εκτοτε εκεινη παλευε να μεινει εκει, πετουσε με φτερα αλλοτε δανεικα και αλλοτε δικα της, πολεμουσε τον αερα, τα συννεφα, τις βροχες, για μια θεση στον ηλιο.
Κοιτωντας την κορη της ενιωσε τις πολυποθητες αχτιδες του στο προσωπο της. Κι αφησε μια ανασα που κρατουσε χρονια θαρρεις, κρυμμενη στα σωθικα της.
«Γεια σου.» της ψιθυρισε όταν την ακουμπησαν στην αγκαλια της και τα δακρυα εκαιγαν καθως κυλουσαν στα μαγουλα της.
Αισθανοταν πιο αδεια και πιο γεματη από ποτε.
Την στιγμη που την αντικρισε γεματη αιμα δικο της, σαρκα και οστα που εκεινη δημιουργησε, και χαρακτηριστικα δικα του, δεν μπορουσε παρα να νιωσει την αναγκη να προσευχηθει.
Όχι γιατί ηταν ποτε ιδιαιτερα θρησκα, αλλα γιατί δυσκολευοταν το μυαλο της να αποδωσει τετοιο θαυμα σε θνητη δυναμη. Ήταν δικια της, μερος της, βρισκοταν για μηνες πιο κοντα στην καρδια της από οσο κάθε άλλος, βρεθηκε ποτε.
Παρε ανασα Κυβελη, θυμιζε στον εαυτο της όταν ερχονταν τα δυσκολα,
και για πρωτη φορα, όταν ευτυχησε ασφυκτικα.
Σηκωσε το βλεμμα της να τον κοιταξει.
Ο Ορεστης απ'όταν γνωρισε την Κυβελη όλα τα ενιωθε πιο εντονα.
Όπως το κλαμα της κορης του που σαν μουσικη, διαπεραστικο και δυνατο, εκανε στην καρδια του βαρβαρα πραγματα. Ενιωθε τα γονατα του να λυγιζουν.
«Καθιστε ένα λεπτο.» η νοσηλευτρια σχεδον τον εσπρωξε σε μια καρεκλα.
Δεν προλαβε να δει που καθοταν. Το βλεμμα του ηταν καρφωμενο εκει. Στην Κυβελη. Ισως να ηταν τοσο σοκαρισμενος που δεν μπορουσε να διακρινει άλλη μορφη καθαρα.
Η πιο αθωα παιδικη φωνη στο μυαλο του του ψιθυρισε «Είναι τοσο ομορφη.»
Η Αφροδίτη του μποτιτσελι ωχριουσε μπροστα της.
Τα πυροξανθα μαλλια της που μετα από ωρες πιασμενα αφεθηκαν στην πλατη της και μερικα κολλουσαν το προσωπο της, οι φακιδες της, που από εδώ μπορουσε να αρχισει να τις μετρα, τα χειλη της που ετρεμαν, πνιγμενα στα δακρυα.
Το αχνο φως της μερας που ξημερωνε.
Την τελευταια μερα της δημιουργιας αρχισε η θνητη ζωη.
Μαζι της φτιαχτηκε κι ο παραδεισος.
Κι ο Ορεστης ηταν σιγουρος πλεον ότι αυτό ισχυε, γιατί δεν μπορουσε να βρει άλλο τροπο να εξηγησει αυτό που ενιωθε.Της αφησε το χερι, εκεινη επεσε πισω, ανασαινε βαρια, βαθια, το στηθος ανεβοκατεβαινε, όπως αργα το βραδυ, όταν ξαπλωναν μαζι, εβλεπε την καρδια της να παλλεται, τα χρωματα να την μυθοποιουν.
«Ορεστη;»η φωνη της τον εβγαλε από το χαος που βρισκοταν.
Την κοιταξε στα ματια. Κοιταξε στα χερια της, την μεγαλη πετσετα, το αιμα, το κλαμα, την κορη τους.
Οι νοσηλευτριες πηραν το μωρο σχεδον αμεσως για να την καθαρισουν, κι εκεινη ανησυχη την ακολουθησε με το βλεμμα της.
«Πηγαινε μαζι της.» εκανε να ανασηκωθει.
«Σσς» την εσπρωξε απαλα κατω μεχρι να ακουμπησει στο μαξιλαρι και εβαλε δυο τουφες που πετουσαν πισω από το αυτι της.
«Ορεστη.» επέμεινε,αγχωμενη, ανησυχη.
«Είναι καλα, είναι μαζι της δυο γιατροι. Εσυ πως εισαι; Πονας;»
Του χαμογελασε, ανακουφισμενη, κουρασμενη, σαν να μην ηξερε καν τι σημαινει η λεξη πονος.
Εσκυψε και την φιλησε, στο κουτελο, ετσι το ειχε σκεφτει, να είναι ιερο, σεβαστικο. Μα δεν αντεξε και επειτα την φιλησε στα χειλη, ξανα και ξανα και ξανα.
Για να σιγουρευτει ότι εκεινη η γυναικα που ειχε ερωτευτει από έναν πινακα, ηταν δικη του.
«Σ αγαπω.» της ψιθυρισε αναμεσα από δυο ανασες.
Απομακρυνθηκε λιγο για να τον κοιταξει. Καφε στο γαλαζιο και το πρασινο.
«Κι εγω.»
Δεν ειχε αφησει κανεναν να μπει ακομη, τους ειπε ψεματα ότι κοιμαται, και οι δυο κοιμουνταν. Και στην Κυβελη ειπε ότι οι γονεις της πηγαν να της παρουν δωρο.
Εν τω μεταξυ το μικρο μωρακι ηταν ακομη πανω στο γυμνο της στηθος και κοιμοταν, σαν να ειχε ηρεμησει μετα από ένα μεγαλο και δυσκολο ταξιδι. Η πλατη της ανεβοκατεβαινε με κάθε της ανασα.
45, 46, 47, 48...
Καμια σχεση με την ταχυκαρδια του υπερηχου.
Η κορη τους εφτασε στον κοσμο και στους ανθρωπινους χτυπους καρδιας, διαλυοντας τους δικους του.
Και τα ποδια του ακομη ετρεμαν.
«Ορεστη;» η φωνη της τον εκανε να αφησει λιγο το μωρακι.
«Ναι αγαπη μου;» την κοιταξε, με την κορδελα της και τα πρησμενα κουρασμενη της ματια, και αναρωτηθηκε τι καλο εκανε και σε ποια ζωη για να την αξιζει.
«Ηρθε η ωρα να την κρατησεις, γιατί ξερω ότι απεξω είναι ολοι μας οι συγγενεις και φιλοι, και λες ψεματα για να καθεσαι να μας κοιτας.»
Γελαει. Ποσο καλα τον ηξερε; Και ποσο τον ανακουφιζε αυτό;
«Θα ξυπνησει τωρα, θα ανοιξει καλα τα ματακια της.» προσπαθει να τον ενθαρρυνει αλλα ο Ορεστης βαζει ηδη δευτερη φορα αντισηπτικο και βγαζει το φουτερ του για να μεινει μονο με το κοντομανικο.
Η καρδια του χτυπαει τοσο δυνατα που αναρωτιεται μηπως πρεπει να το πει σε καποιον γιατρο.
Τα ακρα του μουδιαζουν. Μα δεν δισταζει λεπτο, αφηνει την Κυβελη να βαλει το μωρακι στα χερια του.
Στηριξε με το ένα του χερι το κεφαλι της και την εφερε κοντα του. Ηταν ελαφρια πολύ ζεστη, τυλιγμενη στο ασπρο κουβερτακι της, και ειχε ελαφρως κοκκινισμενο δερμα, ταλαιπωρημενο, μικρα χειλακια ροζ και σαρκωδη και μια μυτουλα μικρη και καπως γαλλικη.
Πηρε τα χειλη μου, και την μυτη της.
Τον εκανε πολύ ευτυχισμενο αυτή η διαπιστωση.
«Ελα κατσε διπλα μου.» του ειπε σιγανα και εκανε οσο μπορουσε χωρο στο κρεβατι.
Καθισε διπλα της και εγειρε το κεφαλι της στον ωμο του.
Τον κοιταξε μελετωντας την εκφραση του, απορροφωντας το δεος στα ματια του, δεος που για τιποτε άλλο δεν ειχε δειξει.
Εκανε ένα ηχο, μια μικρη αναρθρη κραυγη και κουνηθηκε λιγο στα χερια του. Η Κυβελη περιμενε ο Ορεστης να πανικοβληθει, αντ'αυτου, τον ειδε ενστικτωδως να την φερνει κοντα στο στερνο του και να την κουναει.
Ανοιξε τα ματια της σιγα, κανοντας τον να σταματησει να αναπνεει για λιγο, κρατησε κυριολεκτικα την ανασα του, μη πιστευοντας αυτό που ειχε το προνομιο να αντικριζει.
Της χαιδεψε απαλα το χερακι.
«Γεια σου μικρουλα, καλως ηρθες.» της ψιθυρισε τρυφερα και την κοιταξε, με ματια βουρκωμενα.
Η Κυβελη δεν τον ειχε δει ποτε ξανα να χαμογελαει ετσι. Δεν ηταν το χαμογελο με το οποιο γοητευε τον κοινωνικο τους περιγυρο, ουτε το άλλο, που φυλαγε μοναχα για εκεινη.
Ηταν δικο της. Αποκλειστικα προορισμενο για την κορη τους. Ανοιξε εντελως τα ματια της.
Το γαλαζιο και το πρασινο, αντικρισαν το απεραντο γαλαζιο.
Η Κυβελη τον κοιταξε περιμενοντας μια αντιδραση. Η καρδια της σφιχτηκε.
Ειχε επαναπαυτει με το γεγονος ότι το πρασινο θα ηταν δικο της. Όλο το παρον και το μελλον της ανηκε. Και το γαλαζιο; Ας χανόταν στις σκιες του... ειχε μαθει να ζει με αυτό.
Τα ματια του εμειναν κολλημενα σε εκεινα της κορης τους. Τα χερια του ετρεμαν καθως την κρατουσε σφιχτα στην αγκαλια του. Ένα μοναχικο δακρυ κυλησε από το γαλαζιο του ματι, κι επειτα από το άλλο.
Ο Ορεστης δεν εκλαψε στον γαμο τους, ουτε όταν του ανακοινωσε ότι θα κανουν παιδι, δεν εκλαψε στις πιο ρομαντικες και εντονες στιγμες τους.
Μα εκεινη, εμοιαζε πιο ιερη και δικη τους στιγμη από οποιαδηποτε άλλη.
Στα ματια της ειδε το ένα από τα δικα του, ένα κομματι του που μαλλον της ανηκε από παντα κι εκεινος μολις το μαθαινε.
Μα φυσικα! Εκεινη ηταν το μελλον του παρελθοντος, ηταν το τελος μιας προκαθορισμενης αρχης.
Η Κυβελη την μερα που παντρευτηκε τον Ορεστη Νικολαϊδη και διαβασε το γραμμα της Ιασμης ειχε αποδεχτει την μοιρα της, να της ανηκει κάθε παρον και οποιοδηποτε μελλον, χαριζοντας το παρελθον στην γυναικα που εστησε τα πιονια σε μια παρτιδα σκακι που θα εχανε.
Η νοσηλευτρια της ειπε ότι τα ματια της κορης τους μπορει να αλλαζαν με τον καιρο. Επελεξε να ρισκαρει και να μην του το πει. Κι ευτυχως για εκεινη, δεν αλλαξαν ποτε, ουτε λιγο.
Ο Ορεστης δεν θα κοιτουσε ποτε ξανα γαλαζια ματια σαν το δικο του χωρις να σκεφτεται την κορη τους. Πρώτα την κορη τους, κι υστερα οποιονδηποτε αλλον, και τελος εκεινη.
Κι οσο πιο πολύ του γελουσαν αυτά τα ματια, τοσο εσβηναν και τα αλλα, σιγα σιγα, ωσπου θα χανονταν εξ ολοκληρου.
Η αρχη βλεπεις βρισκεται στο τελος, στο ειχα πει.
Και το παρελθον του, αχ εκεινο το παρελθον, σπιθαμή προς σπιθαμη θα καλυπτοταν από ένα λαμπερο μελλον, οι μερες σκοτους από τις μερες του φωτος, όλα τα προηγουμενα φιλια από κάθε επομενο. Οι μπουκλες και τα γαλαζια ματια από άλλες μπουκλες και άλλα ιδια γαλαζια ματια.
Η Λυδια ηταν μερος της Κυβελης.
Και στα ματια της κρατουσε πια οσα οδηγουσαν την μια στην άλλη.
Και πια το παρελθον δεν ειχε χρωμα πανω του.
Η κορη τους ηταν κομματι τους, δικο της και δικο του, μια ενσαρκωμενη αποδειξη ότι εκεινοι οι δυο βαδισαν στη γη, με πορεια κοινη, και αγαπηθηκαν, εστω για λιγο, για λιγα μονο δευτερολεπτα μεσα στην αεναη απεραντοτητα του κοσμου, ο Ορεστης και η Κυβελη συναντηθηκαν.
Επροκειτο οντως για μια γεωμετρικη τραγωδια το πως συναντηθηκαν.
Ηταν δυο παραλληλες γραμμες που σαν από καποια αποτομη ανισορροπια του συμπαντος, εγιναν τεμνουσες.
Ο Ηρακλης δεν ειχε στην πραγματικοτητα επιλογη.
Η αρετη και η κακια ηταν ιδιες.
Το παρον, το μελλον και το παρελθον της ανηκαν.
Ο Ορεστης ηταν κατά καποιο τροπο, ολοδικος της, με τον ιδιο τροπο που ηταν κι εκεινη δικη του.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Το δωρο της ηταν ενα δαχτυλιδι, χρυσο με ένα λιθο που εμοιαζε με διαμαντι και ειχε μεσα του γαλαζιο τιρκουαζ και πρασινο, λιγο καφε όπως εσβηνε και αναμεσα στα χρωματα. Σαν να γινονταν όλα ένα.
Πρασινο, γαλαζιο και καφε.
Η τριχρωμια της ευτυχιας.
Ετσι φτιαχτηκε ο κοσμος, ετσι ο παραδεισος...ετσι και η ευτυχια τους
Όπως το γυρισε να το κοιταξει καλυτερα ειδε μεσα κατι γραμμενο.
IV.29-30
Τον κοιταξε μπερδεμενη.Αναηκωσε τους ωμους, σαν να της ελεγε ότι πρεπει να το βρει μονη της.
Κι οντως, λιγες μερες μετα, όταν γυρισε στο σπιτι, στο Μονογραμμα του Ελυτη το βρηκε γραμμενο.
«Πουθενα δεν παω, μ'ακους; Ή κανεις ή κι οι δυο μαζι, μ'ακους;»
----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Οι πρωτες μερες ηταν δυσκολες. Η Λυδια δεν ηταν σαν την Δαναη, αν και ολοι της ελεγαν ότι δεν ηταν δυσκολη, η Κυβελη φοβοταν, να την κρατησει, να την κανει μπανιο, να της αλλαξει ρουχα. Κι ο Ορεστης, σαν να ειχε ηδη δυο παιδια, με ανεση την βοηθουσε και ηταν διπλα της κάθε λεπτο. Σχεδον την εκνευριζε.
«Πιστευω θα κλαιει παρα πολύ.» η μαμα της ειχε κανει την Λυδια μπανιο την πρωτη φορα, με τον Ορεστη διπλα και την Κυβελη παραδιπλα να κοιταζει εντρομη μηπως την ριξουν.
Τωρα ηταν η σειρα της, η βοηθεια ειχε αποχωρησει και θα ερχοταν μονο επι τηλεφωνηματος.
«Και με την μαμα σου ολο σπιτι σηκωσε στο ποδι.» προσπαθησε να την καθησυχασει, αλλα της εκρυβε ότι το σιχανοταν αυτό το συναισθημα, να την βλεπει να κλαιει με παραπονο.
Ειχε ξαπλωσει στο στερνο του και κοιμοταν για εκτη φορα μεσα στην μερα, μα ηξεραν ότι μολις ξυπνησει θα επρεπε να την ετοιμασουν σιγα σιγα για το βραδυ.
Υπηρχε προγραμμα, στο ψυγειο, με βηματα και οδηγιες
«Θα τα καταφερουμε Κυβελακι» της υποσχεθηκε.
Κατεληξε να κλαιει με λυγμους, και τελικα κανει κι ο Ορεστης μπανιο, με το μωρακι ηρεμο στο στερνο του, ένα ζεστο πανακι στην πλατη της,και την Κυβελη να την πλενει οσο την κουνουσε.
«Η μαμα θα με κοροιδευει.» μουρμουρισε η κοπελα, αλλα θα το προτιμουσε αυτό, παρα άλλο ένα δευτερολεπτο από αυτό το αποκαρδιωτικο κλαμα.
«Ας τολμησει.»η φραση του την κανει να τον κοιταξει. Της εκλεισε το ματι.
Τα βρεγμενα του μαλλια, τη γραμμωση και το V, τα μυωδη χερια του, με φλεβες οου αγαπουσε, και η κορη τους στο στερνο του, να την κραταει απαλα και να την κουναει.
Ανοιγοκλεισε τα ματια από τους ατμους, ευχομενη παραλληλα, να μπορουσε να βγαλει μια νοητη φωτογραφια, για να θυμαται εκεινη την στιγμη παντα.
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τα βραδια ηταν ακομη πιο δυσκολα. Όχι οσο δυσκολα οσο οι τραγικες περιγραφες του Βασιλη, αλλα δυσκολα, κυριως λογω του αγχους της Κυβελης, με οσα ειχε διαβασει, και που την κρατουσαν ξυπνια. Ο Ορεστης δεν ειχε εκεινο το αγχος, αλλα φοβοταν ότι η γυναικα του μια μερα θα επεφτε κατω από την κουραση, επισης καταλαβαινε ότι μαλλον ηταν πτωμα, αφου τον επαιρνε ο υπνος και ουτε που την ακουγε όταν σηκωνοταν.
Ένα από εκεινα τα βραδια βρηκε την πλευρα της αδεια. Στο σπιτι σιωπη, τα σεντονια παγωμενα.Ηλπιζε να την βρει να κοιμαται στο σαλονι, αλλα ηξερε ότι δεν θα συναβαινε αυτό.
Την βρηκε να στεκεται διπλα στην κουνια και να χαζευει την κορη τους οσο κοιμαται.
«Μετρας κι εσυ ανασες; Καλως ηρθες στο κλαμπ.»
Την εκανε να αναπηδησει, και υστερα να κοιταξει αγχωμενη μεσα στην κουνια πριν του ριξει ένα βλεμμα φωτια.
«Ορεστη!» ψιθυρισε.
Την πλησιασε και περασε ένα χερι γυρω της.
«Δεν σου ειπα να κοιμηθεις; Θα παθεις τιποτα από την εξαντληση και θα σε τρεχω.» την μαλωσε.
Η κοπελα μαλακωσε το βλεμμα της και τον κοιταξε απολογητικα.
«Συγγνωμη. Δεν μπορω να σταματησω. Κοιτα την.» του δειχνει, λες και εκεινος δεν εχει περασει ωρες αμετρητες να την χαζευει να κοιμαται τα μεσημερια.
Στεκεται διπλα της τωρα και κοιτουν μαζι.
«Δεν ηξερα πως είναι να σου λειπει καποιος επειδη κοιμαται.» ψιθυρισε, γεματη δεος από αυτό το νέο συναισθημα.
Ο Ορεστης την κοιταξε, τα μεγαλα της καστανα ματια να λαμπουν από μια αγαπη στριμωγμενη πλαι στον φοβο και την ανυπομονησια.
«Εγω ξερω.» μουρμουριζει, σχεδον αηχα, κανοντας την γυναικα του να πνιξει ένα γελακι και να κλεισει τα ματια. Φεροταν σαν να μην τον πιστευε.
Δεν ειχε ιδεα...
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
«Θες την μαμα;»
Το κλαμα εγινε παραπονο. Την κουνησε ελαφρως καθως προχωρουσε πανω κατω στο σπιτι. Ηταν από εκεινα τα βραδια.
«Είναι η αγαπημενη σου καποιες μερες, σε καταλαβαινω.» δεν εμοιαζε να την ηρεμει τιποτα. Ηταν απαρηγορητη, μα η Κυβελη ειχε αναγκη απο υπνο.
«Κι εμενα είναι η αγαπημενη μου, ολες τις μερες. Οποτε πρεπει να μοιραζεσαι, γιατί σε αυτό το σπιτι εχει πολλη περαση.»
«Θες να σου παιξω λιγο βιολι;» δεν εμοιαζε να την ικανοποιει
«Αλλοι πληρωνουν αδρα για αυτό ξερεις.»
Συνεχισε να την κουναει καθως περπατουσε. Το βλεμμα του επεφτε στην ατελειωτη αθηνα που από την τζαμαρια του σαλονιου απλωνοταν ειδυλλιακα.
Από την μια μονο βασικα γιατί από την άλλη ηταν...το πιανο.
Το πλησιασε με την κορη του στερωμενη στον πηχη του δεξιου χεριου του, και σταθηκε μπροστα στα πληκτρα. Πίεσε το πενταλ για την πιο ησυχη λειτουργια. Την κουνησε απαλα.
«Κανε να μην πιασει.» μουρμουρισε και αφησε τα δαχτυλα του να θυμηθουν μια μικρη μελωδια.
Ο ξαφνικος ηχος την ταραξε, κοβωντας στην μεση το κλαμα της, αυτό καπως τον χαροποιησε γιατί σημαινε ότι ειχε μουσικο αυτι. Ενιωσε μεγαλη υπερηφανια και εκανε υποσημειωση να την γραψουν με το που κλεισει τα 3 της χρονια.
Αντι να συνεχισει να κλαιει μετα τη διακοπη (όπως ηλπιζε), το προσωπο της ηρεμησε, τα χειλη της εκλεισαν ελαφρως και εμεινε να τον κοιταει, σαν να ηταν ο μονος ανθρωπος στη γη.
Επαιζε στα τυφλα, και την κοιτουσε πισω.
«Σ αρεσει;»
Και πρεπει να επαιζε για ωρα την ιδια μελωδια γιατί ο ουρανος γεμισε ανοιχτα χρωματα και η Λυδια κοιμηθηκε.
Δειλα δειλα σταματησε, και σηκωσε το βλεμμα του ψηλα, συνειδητοποιωντας ποσο πιασμενος ηταν.
Η Κυβελη στεκοταν στην τραπεζαρια και τον κοιτουσε, βουρκωμενη, μα ένα χαμογελο νικης, κατι σαρδονιο και δαιμονικο που ηξερε ακριβως σε τι αναφεροταν.
Της εκανε νοημα ότι το μωρο κοιμαται και την προσπερασε για να την βαλει στην κουνια της.
Εκανε να του πει κατι, μα αντ'αυτου επνιξε ένα γελακι.
«Ουτε λεξη.» της ειπε κοφτα.
Τελος το πιανο, υποσχέθηκε στον εαυτο του
Αυριο, αυριο κιολας θα το στειλω πισω.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Εκεινα τα Χριστουγεννα ηταν διαφορετικα από όλα τα αλλα.
Το σπιτι της Φαιης ηταν στολισμενο σε κάθε γωνια του.
«Δεν καταλαβαινουν καν τι παιζει, δεν εχει νοημα ολο αυτό.» Ο Κωνσταντινος σχολιασε και κοιταξε τα χριστουγεννιατικα παιχνιδια που ειχε παρει η Φαιη για την Δαναη και την Λυδια.
«Ενταξει όταν κανεις παιδια δεν θα τους παιρνω.» του απαντησε ξινα η ξανθουλα που εκανε γκριματσες στα δυο κοριτσακια οσο η Ιωαννα τα εβγαζε φωτογραφιες με τα ασορτι φορμακια τους.
«Μπραβο Κωνσταντινε.» τον αποπηρε η κοπελα του «Ερμιονη είναι απιστευτες δεν μπορω.»
Η κοπελα ειχε γειρει διπλα στο τζακι και τις χαζευε πινωντας κρασι.
«Κι ο Βασιλης δεν θελει να στειλω δειγματα στην Benetton.» αναστεναξε.
Η Κυβελη βγηκε από την κουζινα του παλιου της φοιτητικου σπιτιου με ένα δισκο τυριων και το κρασι της.
«Υπαρχει τετοια δυνατοτητα;» επιασε αμεσως το νοημα.
«Α καλα...» Κωνσταντινος τις αποπηρε και εγνεψε αντιο στα μωρακια στον καναπε πριν βγει εξω για τσιγαρο.
«Παιδι μου ναι! Στελνεις μερικες απλες φωτογραφιες και σου απαντανε εντος εβδομαδας. Εσενα ειδικα που εχει αυτό το ξανθο καπως τζιντζερ και τα γαλαζια ματια θα την παρουν σιγουρα, είναι πολύ σπανιο.»
«Τελειο. Και γιατί δεν το κανεις;» η Φαιη τους εδωσε αλλα παιχνιδια για να βγαζουν διαφορετικες φωτογραφιες.
«Γιατί θα την χωρισω.» η φωνη του Βασιλη εκανε και τις 4 να γυρισουν.
«Αυτό είναι υποτιθεται αντικινητρο;» η Κυβελη τον κοροιδεψε.
«Πολύ αστειο.» περασε ένα χερι γυρω της. «Φερεσαι ετσι στον ανθρωπο που σε εσωσε όταν η κορη σου εμεινε χωρις πιπιλα;»
Η κοπελα γελασε, πρωτον γιατί ειχε δικιο, την ειχε σωσει φερνοντας της πιπιλα, και δευτερον,γιατί δεν περιμενε ποτε ότι αυτά τα λογια από το στομα του Βασιλη θα εβγαζαν νοημα.
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ιανουαριος
Ο Ορεστης ελειπε στην Φλωρεντια για τρεις μερες και η Κυβελη το ειχε νιωσει εντονα, ειδικα το βραδυ. Αλλα το ένα κοιμηθηκε η Νεφελη μαζι της και το άλλο μαμα της, οποτε δεν πιεστηκε τοσο. Όμως την μερα της επιστροφης του, σαν να το ειχε υποψιαστει, ηταν απαρηγορητη. Δεν της αρκουσε τιποτα και κανενας, βασικα, κανεις εκτος του Ορεστη.
«Σου μιλαω για ερωτα κανονικο Φαιδρα.» ηπιε μια γουλια από τον καφε της και κοιταξε το μωρακι που επαιζε με τα παιχνιδια που αιωρουνταν από πανω της.
Ειχε παει 4 και ειχε καταφερει να την ηρεμησει για λιγα λεπτα.
Ειχαν ξαπλωσει και οι δυο στο κρεβατι, δεξια και αριστερα της και την χαζευαν οσο παραλληλα ελεγαν τα νεα τους.
«Κι εγω θα ειχα ερωτα με αυτή τη φατσουλα.» εκανε τη φωνη της τουλαχιστον μια οκταβα πιο λεπτη και της χαιδεψε το μαγουλο, το κοριτσακι εβγαλε μια αναρθρη μικρη κραυγη και κουνησε τα χερια της όπως μπορουσε.
«Εσυ πως εισαι;» την ρωτησε, βλεποντας την αδελφη της να μαγκωνει.
«Καλα ειμαι, εργασιακα τουλαχιστον, ικανοποιημενη, το χω ριξει στη ζωγραφικη των τελευταιο καιρο.»
«Ναι το ξερω αυτό.» για λιγο ενιωσε ευγνωμων που ηξερε πραγματα.
«Με το άλλο θεμα;» και καπως ετσι εχασε οπτικη επαφη με την Φαιδρα γιατί αμεσως αποφασισε να παιξει παλι με την ανιψια της, που από τοτε που γεννηθηκε, τρεις μηνες πριν περιπου, δεν εχει περασει μερα που να μην την επισκεφθει.
«Δεν γινεται κατι. Αν συμβει κατι συνταρακτικο θα στο πω, το υποσχομαι.»
Παει να την πιεσει, αλλα ακουγεται η πορτα που ανοιγει και κλεινει, τα σκυλια που τρεχουν προς το μερος του, τα βηματα του στον διαδρομο αφου τα χαιδεψει.
Κοιταει την κορη της. «Ηρθε ο μπαμπας.» της λεει χαμογελωντας διαπλατα και το μωρακι καπως την αντιγραφει, σαν να καταλαβαινει τι του λεει.
«Κυβελακι;» η φωνη του ακουγεται από την την κουζινα, οπου μαλλον επλενε τα χερια του. Η Φαιδρα στριφογυριζει τα ματια στο υποκοριστικο.
«Εδώ ειμαστε!» του απαντα η Κυβέλη και της κανει νοημα να σιωπησει. Επιανε τον εαυτο της να ανυπομονει.
Μπαινει μεσα στο δωματιο, με φουτερ και φορμα, δειχνοντας υπεροχος όπως παντα, η βαλιτσα, όπως το νειχε εκπαιδευσει, εμεινε στο σαλονι.
«Φαιδρα τι εκπληξη! Και πιστευα δεν θα ερθεις σπιτι μας 87 μερες σερι, ποσο αδικο ειχα όμως!» παρολα αυτά σκυβει και την αγκαλιαζει, πρωτη. Σαν να θελει να τσιγκλησει την γυναικα του.
Τον χτυπαει απαλα στην πλατη μα ανταποδιδει.
«Όταν θα θελετε καποιον να μενει με την κορη σας για να βγαινετε να τα θυμασαι αυτά τα χαριτωμενα αστεια.»
«Περιεργο που το λες αυτό, γιατί εχω ιδιο χιουμορ με τον αδελφο μου.»
«Ορεστη!» αναφωνει η Κυβελη προσπαθωντας να μην γελασει.
Γυρναει προς το μερος της. «Μωρο μου.» σκυβει για να φτασουν στο ιδιο υψος και τυλιγει τα χερια του γυρω της, την σφιγγει απαλα, την φιλαει όχι τοσο απαλα, χωρις να τον νοιαζει που τους κοιταζει η Φαιδρα. Μουγγριζει για να την αφησει, και συναμα κοκκινιζει και λιγο, μα εκεινος την φιλαει σαν να εχει αιωνες να την δει.
«Μου ελειψες παρα πολύ.» της ψιθυριζει και την ξαναφιλαει.
«Η Φλωρεντια ηταν πιο ομορφη μαζι σου.» την φιλαει ξανα και υστερα απομακρυνεται για να την κοιταξει και να της δειξει ότι το εννοει.
«Το εννοεις;» τον ρωτα με νάζι. Παντα τον ριχνει αυτό.
Την φιλαει ξανα.
Το μονο που μπορει να τον απομακρυνει, και εν τελει το κανει, είναι η μικρη φωνουλα της Λυδιας, μια αναρθρη κραυγη που μοιαζει και με τσιριδα και με γελιο.
Αφησε την Κυβελη και εσκυψε από πανω της στο κρεβατι. Η κοκκινομαλλα κοιταξε την αδελφη της και της εκανε νοημα να δει, λες και δεν το ειχε δει και δυσπιστουσε.
Το προσωπο του ελαμψε με ένα χαμογελο, διαφορετικο από όλα τα αλλα.
«Γεια σας δεσποινις μου.» της χαιδεψε το χερακι και μια στριγκλιά ηχησε σε ολο το σπιτι.
Κουνουσε χερια και ποδια νευρικα, σαν να ηταν κι αυτή κατά καποιο τροπο ερωτευμενη μαζι του.
«Μου λειψατε παρα πολύ.»
Εσκυψε και την φιλησε στο μαγουλο. Όχι πολύ, γιατί παντα της αφηνε σημαδια από τα μουσια του.
«Εμαθα ησουν γκρινιαρα» της φιλησε πρωτα το ένα χερι και μετα το άλλο, «Ειχες να παρεις βεβαια.» μουρμουριζει και η Κυβελη τον αγριοκοιταζει.
«Σου ελειψα.» της φιλαει παλι την κοιλια εκείνη τον κοιτουσε ολη την ωρα με τα πιο μεγαλα ματια στον κοσμο και η Κυβελη αμφοτερους με την καρδια να χτυπαει παντου ακανόνιστα.
Όταν επιτελους εχασε την υπομονη της από το παιχνιδι που επαιζε η μπαμπας της αρχισε να κλαψουριζει, για να πετυχει ευθυς αμεσως τον σκοπο της, να την παρει αγκαλια.
Της φιλησε την κοιλιτσα και μετα ξανα το μαγουλο, πριν την ακουμπησε στο στερνο του, χαιδευοντας της την πλατη.
«Ηρθε ο μπαμπας σου κλαψιαρα.» Η Φαιδρα μουρμουρισε, χαμογελωντας, και ο Ορεστης θα της απαντουσε κατι κακο, μαλλον για τον Ιακωβο, αλλα δεν το εκανε, γιατί του αρεσε η λεξη 'μπαμπάς'.
Το βλεμμα του επεσε στο δικο της. Πρεπει να ειχε ένα πολύ ηλιθιο χαμογελο γιατί της χαμογελασε πισω καπως αινιγματικα.
«Τι είναι;»
«Τιποτα.» κουνησε το κεφαλι της για να διωξει τις σκεψεις μακρια, και οι σκεψεις γυρισαν εκει που προερχονταν. Απεναντι της, στον πιο ομορφο αντρα του κοσμου, που συμπτωματικα ηταν δικος της.
Σε κοιταξα και σκεφτηκα, Θεε μου... τι αποτομη ευτυχια είναι αυτή;
-------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ο Ορεστης της ειχε υποσχεθει πριν χρονια, ότι δεν θα παψει ποτε να της δειχνει ποσο την αγαπα.
Και μερες σαν εκεινη, της το επιβεβαιωναν.
Ενιωθε μια ανυπομονησια που της προκαλουσε ταχυκαρδια, όταν 6 το πρωι την οδηγησε στο μπανιο. Ειχαν μολις κοιμηθει την Λυδια και δεν εμοιαζε να ξυπναει. Η μπανιερα ηταν γεμάτη, το νερο εβγαζε ατμους, τα διακοσμητικα της κερια αναμμενα, σχεδον όλα, το παραθυρο μισανοιχτο, μυριζε γιασεμι, η Αθηνα ελαμπε, ισως την φωτιζαν αυτοι, ισως τους φωτιζε εκεινη.
Την οδηγησε μπροστα στον καθρεφτη του μπανιου. Κολλησε πισω της και πιεσε τις παλαμες της στο μαρμαρο, φυλακιζοντας την εκει. Την αναγκασε να κοιταξε τον εαυτο της.
Τα δαχτυλα του βρεθηκαν στο κατω μερος της μπλουζας του, που ανυπομονα εβγαλε από πανω της.
«Εχουμε μιαμιση ωρα.» τα χειλη του χαιδεψαν το αυτι της καθως της ψιθυριζε κατι που την ανατριχιασε. Της κατεβασε την πιτζαμα μαζι με το εσωρουχο.
«Ορεστη!» επνιξε μετα βιας ένα αναφωνητο, τρεμοντας κι ιδια που αισθανοταν αυτος.
Ηταν συντομο και ηταν καπως γρηγορο, και ειδε τον εαυτο της να τελειωνει στον καθρεφτη.
Ηξερε όμως ότι είχε αλλα σχεδια για εκεινη αποψε.
Την πηρε αγκαλια και την εβαλε στην γεματη μπανιερα. Καθισε απεναντι της και την τραβηξε κοντα του. Την φιλησε, ξανα και ξανα. Σταματησε λιγο για να την κοιταξει, πριν της χαμογελασει και την παρει αγκαλια.
Επεσε ησυχια. Ισως μπορουσες να ακουσεις τις καρδιες τους να χτυπανε ακανονιστα.
«Ορεστη;»
«Ναι δικηγορινα;»
Απομακρυνθηκε προς μεγαλη του δυσαρεσκεια για να την κοιταει.
«Θυμασαι όταν γνωριστηκαμε; Ποσο διαφορετικα ηταν;»
Χαμογελάει στον εαυτο του. «Αν θυμαμαι λεει... που με εκνευριζες τοσο πολύ, αλλα φιλε ημουν και τοσο καψουρεμενος μαζι σου!»
«Δεν σε εκνευριζα και τοσο, μαλλον το αντιθετο.» την εκνευριζει μερικες φορες που δεν μπορει να αντιληφθει ποσο εκνευριστικος ηταν.
«Κυβελη τον πρωτο καιρο κάθε μερα μαθαινα και κατι για σενα που ειτε με εξοργιζε ειτε με τρελαινε, θυμαμαι να σκεφτομαι καποια στιγμη, περιπου λιγο μετα τον Μαρτιο,»
«Στην πρωτη καραντινα.» τον διακοπτει για να είναι σιγουρη πως καταλαβε.
«Ναι. Σκεφτομουν ότι ναι, ετσι καταλαβαινω πως λειτουργει η μονογαμια, ετσι θα μπορουσα να το κανω ολη μου την ζωη.Να ξυπναω κάθε μερα και να μην ξερω τι θα με βρει.Βεβαια ειχα παθει και διασειση τοτε, οποτε δεν με εμπιστευομαι και πολύ.»
«Ρε Ορεστη!»
«Προσωπικος χωρος.» μιμειται την τσιριχτη της φωνη
Του πεταει νερο, «Δεν ακουγομαι ετσι.»
Της πεταει νερο με αφρο. «Ακουγεσαι πολύ χειροτερη, σου εκανα χαρη μωρο μου.»
Φτυνει λιγο αφρο και εκεινος γελαει, βουταει το χερι του στο νερο και της σκουπιζει το προσωπο.
Περναει ξυστα τον αντιχειρα του κατά μηκος των χειλιων της. Ροδαλα, με φακιδες και μερικες μικρες ελιες, είναι για δαγκωμα. Οι γωνιες και τα ζυγωματικα της φαινονται πιο εντονα υπο το φως των κεριων.
Την τραβαει ελαφρως προς το μερος του και την φιλα πεταχτα, η τσιχλα κανελας την κανει να χαμογελασει.
«Θυμασαι που ειχαμε παει με την Ελσα στο allou;»
Η Κυβελη πνιγει ένα αναφωνητο μαζι με γελιο, σκεπτομενη ποσα χρονια εχουν περασει.
«Τωρα είναι δευτερα γυμνασιου.» του λεει και εκεινος γνεφει αναλογιζομενος ποσα χρονια περασαν.
«Τι σκεφτοσουν καν τοτε;» τον ξαναρωτα.
«Αληθεια δεν ξερω, εκανα απλως τα παντα για να περναω χρονο μαζι σου.»
Του χαμογελαει και νιωθει την καρδια της να στελνει λιγο παραπανω αιμα στα μαγουλα της.
Αλλαζει τελειως θεμα. «Δεν πιστευα ότι θα με αφηνες να κρατησω τον σκυλο. Ειχα βρει ηδη οικογενεια να τον δωσω.»
Αναφωνει. «Τι;;»
«Κι όμως. Κοντρα σε όλα τα προγνωστικα δεν απειλησες να φυγεις.»
«Την αγαπαω την Λαιδη.» χαμογελασε σκεπτομενη το πρωτο τους κανελι σκυλακι.
«Θα τα παραταγες τοτε; Μετα από εκεινη τη φορα που ειχα κοιμηθει σε εσενα λιωμα.»
«Πρεπει να γινεις πιο συγκεκριμενη.» κοροιδευει και εκεινη του πεταει νερο.
«Εκεινη τη φορα μετα το μελι, που μετα μιλουσα με τον Σπυρο.»
Το βλεμμα του σκοτεινιασε. Δεν του αρεσε να μιλανε για αυτόν,και γενικα, για οσα εγιναν στο παρελθον.
«Ναι. Τι με αυτό.»
«Θα με αφηνες;»
Την κοιταζει.
«Σε αφησα, και σου αξιζε κυρια μου. Αχαριστη γυναικα.» προσπαθει να ελαφρυνει το κλιμα, αλλα όταν την βλεπει να τον κοιτα σοβαρη σοβαρευει.
«Τι συμβαινει με εσενα και την εμμονη σου ότι θα σε αφησω;»
Απομακρυνεται ελαφρως και τον κοιταζει. Σε λιγο η Αθηνα θα βαφτει με τα πρωινα της χρωματα και η κορη τους θα ξυπνησει, θα πρεπει να σηκωθουν από το μπανιο και να αφησουν την καθημερινοτητα να τους παρασυρει.
Αλλα τωρα όλα ηταν ακομη σκουρα μπλε και τα ματια του σκουρα γαλαζια και πρασινα. Τα μουσια του την γαργαλουσαν όπως παντα και οι μπουκλες του ατιθασα πετουσαν εδώ και εκει. Η ανασα της βαθαινε οσο κοιτουσε το προσωπο του, και ρηχαινε οσο κατεβαινε προς τα κατω, ο λαιμος του, το μηλο του αδαμ που αχνοφαινοταν όταν ξεροκαταπινε, οι ωμοι του, η αρχη μιας πλατης που χαζευε παντα, ηταν της ετοιμαζε καφε, τα χερια του, μυωδη, γεματα μικρες φλεβες, που την κρατουσαν παντα, σταθερη, ορθια ή ξαπλωμενη, κοντα του. Εκεινα τα χερια δημιουργουσαν τεχνη, κι εκεινος ο αντρας δημιουργησε το μελλον της.
Τα κατακοκκινα μαλλια της, σκουρα λογω του νερου, και οι πιτσιλες από πορτοκαλοκαφε φακιδες, την εκαναν να μοιαζει με εκεινη την πριγκιπισσα που ειχε καψουρευτει μικρος.
«Ακομα μοιαζεις με την Αριελ παντως.» μουρμουριζει, στον εαυτο του κυριως, κανοντας την να γελασει.
«Ορεστη.» του ψιθυριζει, ξεροντας ότι κι εκεινος κατι σκεφτεται.
«Ναι Κυβελη;» περναει χερι του γυρω της και την τραβα να κολλησει πανω της, το γυμνο της στηθος πανω στο στερνο του, και το νερο στην μπανιερα κανει τρικυμια,ισως από την καρδια της.
«Σε ευχαριστω, για την αγαπη.» τον βλεπει να σφιγγει το σαγονι, τα ματια του γυαλιζουν.
Της χαιδευει τα μαλλια, βρεγμενα και κατακοκκινα, πιο πολύ με σειρηνα εμοιαζε, παρα με γοργονα, γιατί κατι του ελεγε, ότι δε θα αφηνε τον εαυτο του να μην υποκυψει σε εκεινη, ηταν ανωφελο.
«Κι εγω σε ευχαριστω»
Δεν περναει ένα λεπτο όταν βρισκει το κουραγιο. «Να σου πω κατι;» την ρωτα.
Γνεφει θετικα. «Δεν μπορω να το αποδειξω ακομη.» προλογιζει.
«Πες μου όπως και να χει.» τον προτρεπει, με εκεινα τα ματια που θα τους εκανε κάθε χατιρι.
Της χαμογελαει, σκυβει προς το μερος της και της ψιθυριζει στο αυτι.
« Νομιζω Κυβελη, ότι η αγαπη ποναει μοναχα εξαιτιας οσων μας κανει να υπομενουμε για χαρη της, μα τελικα αξιζει.»
Για λιγο δεν μιλησε κανεις τους, τα ματια της βουρκωμενα, παλευαν, με αναμνησεις, πονο, δακρυα, και αγαπη. Η ανασα της ανακατευτηκε με τους ατμους και οι φοβοι της μηπως εκεινος δεν την βρισκει θελκτικη εξατμιστηκαν.
Εσκυψε και τον φιλησε.
«Ξερεις τι μου εχει λειψει;» τον ρωτα, κανοντας ένα αλμα παρα τον φοβο της.
Της χαμογελαει, αβεβαιος και ο ιδιος, και φοβουμενος μην του ζητησει να κανουν γενικη καθαριοτητα.
«Τι;»
«Μου εχουν λειψει τα μαθηματα βιολιου.» ψιθυριζει και σαν από ανωτερη εντολη τα χειλη της λυγιζουν προς τα πανω.
Γελαει, ανακουφισμενος, γεματος ευτυχία. Την φιλαει παλι, δεν την χορταινε.
Την τραβαει πανω του. Την κοιτα, τρισευτυχισμενος, σαν να μην πιστευε την τυχη του.
«Εχουμε καιρο να κανουμε, οποτε καλο θα ηταν να αρχισουμε με μια επαναληψη, τι λες;»
Δεν περιμενε απαντηση, μα την επισφραγιζει με ένα φιλι,αρωματος...κανελας.
Είναι 7 παρα τεταρτο το πρωι όταν πεφτουν στα σεντονια, λαχανιασμενοι. Ειχαν μολις λιγα λεπτα, μεχρι να αρχισει η μερα, μα βρισκονταν στο δικο τους συμπαν, αναμεσα στα αστερια. Ζαλισμενοι και ερωτευμενοι μενουν αγκαλια, προσπαθωντας να βρουν την ανασα τους.
Μα οι παλιες συνηθειες κοβονται δυσκολα, οποτε ο Ορεστης σηκωσε το χερι του ψηλα.
«Κολλα πεντε δικηγορινα.»
Η Κυβελη χαμογελασε και σηκωσε το τρεμαμενο χερι της για να ενωθει με το δικο του.
Ο ηχος της ενωσης, κι υστερα τα χειλη τους σε ένα υγρο φιλι,
Κολλα πεντε βιολιστη της κακιας ωρας.
Ιουνιος.
Τους κοιταζε αγχωμενη, ειχε βγαλει ηδη δεκα βιντεο και απειρες φωτογραφιες, μα στιγμες όπως αυτή απαιντουνταν να τις βιωσει χωρις περισπασμους.
«Προσεχε.» ψιθυρισε και ο Ορεστης την αγριοκοιταξε θιγμενος. Στην αγκαλια του η κορη τους, με ένα μπικινι, σετ, λευκο με πασχαλιτσες, ετοιμη να κανει το πρωτο της μπανιο, στους 11 μηνες ζωης της.
Τα μεγαλα της ματια κοιτουσαν ολο απορια το απεραντο γαλαζιο, με τονους πορτοκαλι από τον ηλιο που εδυε και απλωνε το χερι της να πιασει αυτό το χρωμα.
Η Κυβελη διπλωνε στα δυο στη σκεψη της απογοητευσης της όταν ανακαλυψει ότι αυτό είναι παγωμενο νερο.
Ο Ορεστης εκανε μερικα βηματα προς τα μεσα και εφτασε μεχρι την μεση. Την κρατουσε σφιχτα και σιγα σιγα την κατεβαζε παρατηρωντας κάθε λεπτο τις εκφρασεις της.
«Εισαι ετοιμη να κολυμπησουμε;» ο τονος του δεν ηταν εκεινος που περιμενε να χρησιμοποιει. Της μιλουσε ανθρωπινα, όμως με μια τρυφεροτητα που λυγιζε την γυναικα του.
«Ορεστη μηπως να την βουτηξεις λιγο λιγο;» ρωτησε και αφησε το κινητο στην πετσετα της πανω στην αμμο για να μπει κι εκεινη.
«Και ηθελα να δοκιμασω αναποδη κωλοτουμπα..» της ειπε με απολυτη σοβαροτητα πριν της χαμογελασει.
«Ελα χαλαρωσε.» της εκανε νοημα να βουτηξει.
Το νερο ηταν δροσερο.
Ευτυχως.
Κολυμπησε ελαχιστα, για να συνηθισει την θερμοκρασια, και υστερα γονατισε μπροστα στον Ορεστη και την Λυδια για να πεισουν την κορη τους ότι δεν είναι κατι κακο.
Ο Ορεστης εκανε μερικα βηματα ακομα, το κοριτσακι ασυναισθητα κρατηθηκε πιο σφιχτα από πανω του και ακουστηκε ένα αηχο κλαψουρισμα.
Η Κυβελη δαγκωθηκε για να μην χαμογελασει όταν ειδε το χαλαρο του υφος να σκληραινει.
«Λυδια.» της χαιδεψε την πλατη, οπου μια δυο μικρες ελιες ηδη δεσποζαν. Ειχε παρει από την μαμα της.
«Δεν μπηκαν το πρωι και η Λαιδη με τον Αλητη; Δεν ηταν ωραια;»
Το μωρακι σηκωσε το κεφαλι του και κοιταξε τον μπαμπα της στα ματια, της χαμογελασε και σαν υπνωτισμενη του χαμογελασε πισω, απελευθερωνοντας μια άναρθρη κραυγη.
«Να φερουμε τα σκυλακια μηπως;» ρωτησε υπουλα.
«Ορεστη όχι! Δεν μαζευονται μετα!»
«Καλα καλα ντε...»
Κοιταξε την κορη του, σαν να τον καταλαβαινε απολυτα. «Η μαμα με μαλωνει Λυδια, γιατί την επιασα χθες να κοιταζει εστιατορια στην Νεα Υορκη και αποκαλυφθηκε ότι θελει κι αυτή τελικα λιγο να παει.» της λεει χαμογελαστος.
(Κάποια χρονια μετα το τελος.)
Ειχαν μεινει στη Νεα Υορκη μεχρι που ο γιος της εκλεισε τα δυο του χρονια. Και τεσσερα χρονια αργοτερα, επεστρεψαν μονιμα.
«Λοιπον.» η Κυβελη γυρισε προς τα πισω, εκει οπου βρισκονταν τα δυο παιδικα καθισματα.
«Σοβαροι και μετρημενοι.» κοιταζει πρωτα τη Λυδια, κι επειτα τον Φιλιππο.
Ο γιος της γνεφει, λες και συμφωνει, αλλα εχουν ιδια ματια, και είναι σαν να βλεπει τον εαυτο της να ψευδεται.
Η κόρη της από την άλλη; Δεν μπαινει καν στον κοπο να πει ψεματα.
«Περιμενω να ακουσω ναι.» αντ'αυτου ακουει το πνιχτο γελιο του αντρα της.
Με το χερι που δεν φαινεται τον τσιμπαει στο ποδι, κοβεται το γελιο του.
«Ναι μαμα.» ειπαν συγχρονισμενα και η Κυβελη δαγκωθηκε να μην χαμογελαει οσο ηθελε.
«Τελεια. Και Λυδια τι λεμε στην νονα όταν μας δωσει το δωρο;» της υπενθυμιζει.
«Ευχαριστω.» θα ορκιζοταν ότι ειδε το πενταχρονο να στριφογυριζει τα ματια.
«Αντε, παμε.» εκείνος ανυπόμονος, βγηκε πρωτος από την θεση του οδηγου και εκεινη ακολουθησε το παραδειγμα του.
Πηρε στην αγκαλια του τον τριχρονο γιο τους, που μισοκοιμοταν, επειδη το προηγουμενο βραδυ 'καποιος' του ειχε δωσει μιση σοκολατα και χοροπηδουσε μεχρι τις 2 το πρωι.
Η Κυβελη τον αγριοκοιταξε, θελοντας να του πει 'κοιτα τι εκανες.' Αλλα αυτος την αγνοησε και συνεχισε να του χαιδευει την πλατη παρηγορητικα. Γκρινιαζε από την ωρα που ξυπνησε, και η Κυβελη ανυπομονουσε να παει η ωρα 1 για να μπορεσει να τον βαλει για υπνο.
«Θα παμε να παιξουμε και να κανουμε τραμπολινο με τον θειο Κωνσταντινο.» προσπαθησε να τον δελεασει ο Ορεστης, που όλα αυτά με το προγραμμα υπνου τα θεωρουσε χαζα, μεχρι που χθες το βραδυ κοιμηθηκε στις 3. Μα δεν θα το παραδεχοταν ότι ειχε αδικο.
«Μαμααα θα αρεσει στην Δαναη το φορεμα μου; » η Λυδια την ρωτησε καθως την ελυνε από το καθισμα της.
Την βοηθησε να κατεβει, πηδωντας από το ψηλο αυτοκινητο.
«Ειμαι σιγουρη, και η τσαντα σου, και οι κουκλες σου θα της αρεσουν.» την διαβεβαιωσε και της ισιωσε το εν λογω φορεμα, που ο πατερας της αγριοκοιταζε δυο μερες τωρα αφου μετα από εκτεταμενες διαπραγματευσεις δεν καταφερε να πεισει την κορη του να μην το βαλει.
«Και σου εφερα και την αγαπημενη σου φορμα με αθλητικα, ΑΝ θελησεις να παιξεις στον κηπο.» απλωσε το χερι και το κοριτσακι της εδωσε το δικο του, χαμογελωντας της φωτεινα.
«Δεν θα θελησω.» της χαμογελασε, μιμουμενη τις λεξεις της, κατι που εβρισκαν ολοι τρομερα αστειο και η Κυβελη φοβερα ανησυχητικο.
«Γεια σας κοριτσια.» ειπε συνομωτικα μπαινοντας στο σπιτι. Η Φαιη πηγαινε τα παιδια στον κηπο.
Η Ερμιονη καθοταν στα σκαμπο της κουζινας και η Ιωαννα εβγαζε άλλο ένα μπουκαλι κρασι από το ψυγειο.
«Γεια σου Κυβελακι!» Αφησε τα γλυκα στον παγκο και εβγαλε την καπαρντινα της.
«Εκατο ωρες εκανα να τους ξυπνησω.Τι λεμε;» ρωτησε καθως πηγαινε στον νεροχυτη να πλυνει τα χερια της.
«Λεω να οργανωσω ένα παρτι.» ειπε η Φαιη, που μολις ειχε μπει στην κουζινα.
Εβαλε κρασι στο ποτηρι της.
«Εχεις ολη μου την προσοχη.»
Η Ερμιονη γελασε. «Στο ειπα θα συμφωνησει.»
«Λεω ένα ετσι μεγαλο παρτι, σπιτι μου, διπλα στην πισινα, κι αν βρεχει μεσα. Θα πω και στον Ιακωβο, και στην αδελφη σου αν θελει φυσικα, θα πω και στην Ελενα από τη δουλεια, και μερικους ακομα, θα μαζευτουμε 20-30 ατομα. Πολύ αλκοολ, μουσικη, όχι παιδια, όπως παλια!»
Αναφωνησε «Πλακα κανεις!» Ποσο της ειχαν λειψει αυτά...
«Και ξερετε ε...μπορουμε να κανουμε την μαζωξη στις 8 καπου εκει, να φυγουν οι πολλοι στις 2, και μετα να παιξουμε μεθυσμενο τριβιαλ!» Η Ιωαννα μπορει να μυηθηκε τελευταια στα επιτραπεζια με αυτή την παρεα, αλλα ηταν μεγαλη υποστηρικτρια τους, και με κάθε αφορμη κανονιζε τετοιες βραδιες.
«Αχ κοριτσια πολύ το θελω, αλλα πριν από αυτό πρεπει να κανουμε την χαρη στον Βασιλη να παμε Οικονομοπουλο. Μηνες το λεει.» Η Ερμιονη πεταχτηκε.
«Μας εχει πρηξει, χωρισε και θελει να παει να το καψει;» η Κυβελη ηταν το πρωτο θυμα που ο Βασιλης παρεσερνε στα μπαρ και τα κλαμπ μεχρι το πρωι, από τη σχολη ακομα.
«Μαλλον είναι καψουρης.» Η Φαιη σκουντηξε την μελαχρινη, η οποια εκανε ότι απαξιει μα χαμογελασε κρυφα.
«Κι εγω ειμαι καψουρης κοριτσια...» Ο Ορεστης εκανε την εμφανιση του στην κουζινα, με φουτερ, με σηκωμενα τα μανικια, και φορμα.
Η Κυβελη στριφογυρισε τα ματια.
«Αααα ναι;;» Η Ερμιονη τσιμπησε. «Με ποια;»
«Τι θες Ορεστη;» η δικηγορινα τον ρωτησε και τον ενιωσε να στεκεται πισω της, ορθιος πισω από την καρεκλα της.
«Εσας κυρια Νικολαϊδη» μουρμουρισε και ακουμπησε τα χερια του στον παγκο δεξια και αριστερα της
Μορφασε. «Δεν με λενε ετσι!»
Ως απαντηση την φιλησε παρατεταμενα και ατσαλα στον λαιμο και οπου εβρισκε.
«Ελα ρε Ορεστη! Ελεος!» ακομη και τωρα εβρισκε το θρασος του να την φιλαει ετσι απροκαλυπτα απαραδεκτο, και εκεινος εβρισκε την πουριτανη της αντιδραση αξιολατρευτη.
Οι φιλες της γελασαν με το μικρο σοου, που αυτοι οι δυο παντοτε φροντιζαν να δινουν.
Επιτελους την αφηνει.
«Εγω βασικα μια μπιρα ηρθα να παρω.» χαμογελαει στην Φαιη, που σπευδει να του δωσει μια από το ψυγειο.
«Τι εμαθα; Θα παμε Οικονομοπουλο την Παρασκευη; Θα γινει χαμος;»
(Παρόν- Το τελος )
«Το εχω παραμελησει λιγο. Εχω να γραψω καιρο.» παραδεχεται
«Δεν προλαβαινεις; Δεν το εχεις αναγκη;»
«Γραφω καποιες σκεψεις μου. Παλαιοτερα εγραφα πιο συχνα, κυριως για την Κυβελη.»
«Και τωρα σταματησες. Είναι λογικο, εχετε ένα μωρο ποσο μηνων στο σπιτι; 6; Τοσο δεν ειναι η Λυδια; Μην εισαι σκληρος με τον εαυτο σου Ορεστη» η Νωρα τον αποπαιρνει.
«Εχω έναν παρανοικο φοβο.» της λεει, κοβοντας την.
«Από τοτε που διαβασα πρωτη φορα το ημερολογιο της Ιασμης, όταν ημουν ακομα μαζι της, φοβηθηκα πως εχω παραισθησεις.»
Του γνεφει να συνεχισει «Περιέγραφε πραγματα που δεν ειχαν γινει ποτε, που δεν θυμομουν να λεω ή να κανω. Ημουν υπο την επήρεια. Και όπως τα διαβασα ηταν σαν να ζωγραφιστηκε καθαρα η εικονα μπροστα μου. Σαν να επανεφερε μια αναμνηση που δεν ηξερα ότι ειχα.
Δεν αντεχει και ρωταει.«Και που κολλαει αυτό με την Κυβελη;»
Ξεροκαταπινει «Εγραφα οσα συνεβαιναν αναμεσα μας. Για αυτό συνεχισα να κραταω ημερολογιο. Γιατι μερικα πραγματα τα ειχα ξεχασει. Και δεν ηθελα να συμβει το ιδιο. Οποτε εγραφα. Οσα της ελεγα οσα μου απαντουσε. Όχι αυτολεξει, αλλα ξερεις, τα εχουμε συζητησει. Και πολλες φορες όταν τσακωνομαστε , ή ειμαι μακρια, ή και τα δυο, ανοιγω και παω πισω.»
«Πας πισω για να καθησυχαστεις από τις καλες στιγμες; Είναι λογικο. Το κανουν πολλοι.» τον καθησυχαζει, μα παραλληλα το γραφει κατω.
Ο Ορεστης γελαει, μαλλον στην αφελεια της.
«Παω πισω για να σιγουρευτω ότι οσα εχουμε δεν είναι μονο στο μυαλο μου. Ότι δεν ειμαι φαντασιοπληκτος, για να πεισω τον εαυτο μου ότι όταν γυρισω σπιτι θα είναι εκει, ότι ανηκουμε μαζι στο μυαλο της οσο ανηκουμε και στο δικο μου.»
Τον κοιτα αποσβολωμενη, σχεδον βουρκωμενη, παντα την συγκινουσε αυτη η αγαπη.
«Και τωρα;»
Χαμογελαει «Νομιζω οτι δεν χρειαζεται να γραψω άλλο, γιατί αυτό που ζουμε, είναι η μονη πραγματικοτητα που βγαζει νοημα και επιβεβαιωνει τη θεωρια μου.Αρα δεν μπορει παρα να ισχυει.»
«Την θεωρια σου;»
Καυχαζει.
«Καλα, όχι την δικια μου θεωρια, αλλα καταλαβες, την θεωρια που πιστευω.»
Του εγνεψε να συνεχισει.
«Λεγεται η θεωρια του χαους και πραγματευεται...»
Η Νωρα του χαμογελαει. Θα τον ξαναδει σε 20 περιπου μερες. Δεν τον ρωτα ποια είναι η μεγαλυτερη ελπιδα του στον κοσμο. Δεν χρειαζεται πια.
Εκεινο το βραδυ εγραψε.
03 Δεκεμβριου.
Υπήρχε εξ αρχής . Την ήξερα από πάντα. Ήταν αυτή η επιμονη, ατελείωτη , μουσική στο μυαλό μου, οι νότες οι συγχορδίες. Όλοι το ονόμαζαν ταλέντο. Δεν το ήξερα μέχρι που την γνώρισα, κι ενώ πριν υπήρχε μόνο η μουσικη, ξαφνικά έπαψε . Έτσι νόμιζα , ότι ήταν τόσο ισχυρή εκείνη που έπαυε την μουσική στο μυαλό μου . Μέχρι που κατάλαβα ότι εκείνη ήταν η μουσική. Κι απλά όλη μου τη ζωή έπρεπε να την ακούω παρα το χάος γύρω μου. Και γνωρισα ανθρωπους αρκετα ισχυρους που ο ηχος τους σκεπαζε την μουσικη. Και γινομουν καποιος άλλος. Μόνο που η Κυβέλη έχει ίδια αίσθηση με τη μουσική. Με προκαλει, με ενθουσιαζει, με ηρεμει, με συγκεντρωνει και με κανει να την σκεφτομαι αθελα της ολη μερα. Παιζει στο μυαλο μου ξανα και ξανα.
Είναι οι νότες, οι συγχορδίες, τα ντικτε, εκείνη δαμάζει το χάος του κοσμου και κανει τη βαβουρα να βγαζει νοημα. Η μουσικη στο μυαλο μου όταν ειμαι μαζι της δεν θα εχει να αναγωνιστει το χαος, εναρμονιζονται πληρως.
Η Κυβελη είναι η απαντηση, όταν η θεωρια του χαους γινεται πραξη.
Κολλα πεντε δικηγορινα, τα καταφεραμε. Η δουλεια μου εδώ, τελειωσε.
Συχνα αναρωτιεμαι αν ειμαι αληθινα ευτυχισμενη.
Επειτα, αρχιζει μια περιεργη εξισωση στο μυαλο μου.
Ειμαι πιο ευτυχισμενη όταν ειμαι ερωτευμενη; Μα πως είναι δυνατον; Όταν ερωτευομαι δυστυχω...
Γνωρισα καποιον που με εφερνε στα ακρα, με αποστομωνε, με γεμιζε πεταλουδες και εκανε την καρδια μου να χτυπαει πολύ δυνατα. Με εκανε εξαλλη και μετα με τραβουσε πανω του και με φιλουσε.
Τσακωνομασταν, μα παντα με κρατουσε αγκαλια το βραδυ.
Ερωτευτηκα καποιον που με στριμωχνε στην κουζινα και σε οικογενειακες γιορτες.
Μεσα σε έναν κοσμο γεματο αντρες που σε πιανουν από τον λαιμο και σε φιλανε, σε μισουν και σε ερωτευονται, αντιστεκονται με κάθε τροπο στα ανωτερα τρυφερα αισθηματα, εγω γνωρισα εκεινον που υποταχθηκε σε όλα.
Που με τραβουσε πανω του, που με επαιρνε αγκαλια κι ας του φωναζα για τον προσωπικο μου χωρο, που με ταιζε το πρωι και μου εκανε εκπληξη για τα γενεθλια μου,΄που μου επαιρνε δωρα, δισκους, που με ρωτουσε για τα βιβλια που διαβαζα.
Ερωτευτηκα εκεινον που με ταιζε πιτσα και με πιεζε να τρωω πρωινο. Που μου εφτιαχνε καφε και με μύησε στην κλασικη μουσικη.
-------------------------------------------
Ερωτευτηκα καποιον που μου χαρισε δυο σκυλια- γιατι ας μην λεμε ο,τι θελουμε, χωρις την Λαιδη δεν θα υπηρχε ο Αλητης-
Ερωτευτηκα τον αντρα που μου χαρισε τα παιδια μου.
Και πολύ πριν από αυτό μου χαρισε μια οικογενεια.
Ερωτευτηκα τον Ορεστη, γιατι για εκεινον νιωθω οσα στο παρελθον μονο οι λέξεις μπορουσαν να με κανουν να αισθανθω
Τσακωθηκαμε λιγο για ολο αυτό, ηξερα ότι ημουν υπερβολικα συναισθηματικη.
Εκεινος ηθελε να βρουμε κατι μεγαλυτερο για οσο καιρο μεναμε Ελλαδα, εγω επεμενα σε αυτό το διαμερισμα.
Δεν προσπαθησα να του εξηγησω, νομιζω κατά βαθος καταλαβαινε κι εκεινος. Αλλωστε για αυτό με αφησε να κανω το δικο μου για τοσο καιρο.
Ηθελα να περασει τις πρωτες στιγμες της ζωης της σε αυτό το σπιτι.
Εδώ μεσα εγω και ο Ορεστης ζησαμε τα παντα. Δεν μπορεις να φανταστεις.
Από την μετακομιση μεχρι τους αποχωρισμους, τις επανασυνδεσεις, τα μαθηματα βιολιου-
Ηθελα να ζησει εστω και για λιγο μεσα σε αυτο το σπιτι, να αφουγγραστει την αγαπη, το γελιο, την μουσικη.
Να κανει τα πρωτα της βηματα στο πατωμα αυτό, να απορροφησουν οι τοιχοι την πρωτη της λεξη.
Ηταν σημαντικο για μενα, και για εκεινον, απλως δεν το ελεγε τοτε.
Αφηνεις μια ανασα, την κρατουσες ωρα αν κρινω από την εισπνοη σου επειτα.
Γελαω και με κοιτας ανακουφισμενη χαμογελώντας. Συγγνωμη που σε κρατησα ξυπνια ολο το βραδυ για αυτό.
Εξω ο ουρανος εχει παρει μια παστελ σκουρα μπλε αποχρωση, ξημερωσε.
Οι πρωτες ακτινες ηλιου καπου εχουν φεξει.
Τελειωσε η επισκεψη σου.
Ξερω τι σκεφτεσαι.
Με ακους ωρες τωρα, σε βλεπω, στην ακρη της θεσης σου, να σμιγεις τα φρυδια, να δαγκωνεις τα χειλη σου, να χαμογελας συγκινημενα ή περηφανα, να βριζεις κατω από την ανασα σου όταν σου μιλησα για καταστασεις που σε ξεπερασαν, να βουρκωνεις, να δακρυζεις με παραπονο.
Σε καλεσα εδώ γιατί παρατηρουμε η μια την άλλη σιωπηλα, χρονια τωρα. Κατά καποιον τροπο γνωριζομαστε πολύ καλυτερα από ότι νομιζεις.
Γυρισαμε από εξωτερικο χθες, και δεν μπορουμε να μεινουμε πια εδώ. Χαριστικα το αφησε ξενοικιαστο τοσο καιρο. Μα τωρα οι δικαιολογιες τελειωσαν. Θα μεινουμε καπου αλλου, και θα είναι ομορφα.
Θα γεμισει κι αυτό το σπιτι με αναμνησεις και ονειρα, με οσα κανουν ένα σπιτι γνωριμο ακομα και αν είναι αδειο.
Μου υποσχεθηκε μια τελευταια νυχτα να μεινουμε εδώ οι δυο μας, στο αδειο σπιτι! Τρελος δεν είναι;
Εφερε ένα στρωμα και μια κουβερτα, με αναγκασε να κοιμηθω χωρις μαξιλαρια! Δεν τον αντεχω, αληθεια! Μια φορα να μην κανει κατι όπως να ναι-
Μην χαμογελας!
Είναι τρελος, και ο πιο απιστευτος ανθρωπος που εχω γνωρισει, και κοιμαται στο τελος του διαδρομου οποτε καλυτερα να μην τον ξυπνησουμε.
Φευγουμε το πρωι. Θα μεινουμε μακρια από εδώ. Σε μεζονετα, χωρις γειτονες απεναντι, χωρις την κυρια Ριτσα.
Χωρις τους αγνωστους που εβλεπα καθημερινα μα δεν εδινα σημασια.
Χωρις εσενα, που κι εσυ αγνωστη εισαι,
μα δεν μπορουσα να φυγω πριν σου πω αντιο.
Να σου πω κατι; Αλλά μην γελασεις!
Θα μου λειψεις πολύ.
Δεν ξερω αν τηρησα ολες τις υποσχεσεις που σου εδωσα όταν σε καλεσα εδω, αλλα κρατησα σιγουρα μια, την πρωτη.
Κοιτα γυρω σου- το όχι και τοσο ξενο τελικα διαμερισμα- που στην αρχη δεν σου θυμιζε τιποτα!
Ποσες αναμνησεις εχεις πια εδώ μεσα;
Στο ειχα υποσχεθει αλλωστε,εξ αρχης! Και το τελος βρισκεται στην αρχη, σωστα;
Σε αυτό εδώ το δωματιο εφτιαξα την ευτυχία μου.
ΤΕΛΟΣ.
Ciao Bellas!
Θελω να ακουμπησεις το χερι σου καπου εδω και να κανουμε μαζι ενα νοητο, κολλα πεντε! Γιατι τα καταφεραμε!
Φτασαμε στο τελος!
Ενα ταξιδι μεγαλο και καπως δυσβατο αλλα γεματο υπεροχες στιγμες που δεν θα ξεχασω, εφτασε στην τελικη γραμμη.
Ελπιζω να το ξαναδιαβασετε! Χαχαχαχα
Γελαω που το γραφω, και παραλληλα κλαιω.
Γελαω γιατι ευτυχως! Πολυ αργησα.
Κλαιω γιατι δεν μπορω να με φανταστω με το να μην σκεφτομαι τι θα γραψω, τι θα γινει, τι θα πειτε, δεν μπορω να μην νιωθω την ανυπομονησια του να διαβασω τα σχολια και τις σκεψεις σας.
Θελω να πω ενα τεραστιο ευχαριστω σε οσα μου στειλατε, μηνυματα τοσο υπεροχα που με εκαναν να συγκινηθω βαθια και να νιωσω τυχερη. Χωρις εσας αυτο το βιβλιο θα γραφοταν, μα δεν θα ενιωθα ποτε τοσο γεματη.
Αρχισα μονη στο μυαλο μου και τελειωσα με την πιο ομορφη παρεα.
Προσπαθω παντα να σας απαντησω και να σας μιλαω, δεν τα καταφερνω ολες τις φορες, μα ξερω οτι δεν μου το κρατατε.
Αυτο το ταξιδι αρχισε με εμενα στο πρωτο ετος, και τελειωσε με εμενα στο τελευταιο, εξι μηνες μακρια απο το πτυχιο.
Τα λεμε στο επομενο ταξιδι.
Και επειδη ρωτατε πολλοι, η Λυδια του επομενου δεν ειναι κορη της Κυβελης,
αλλα σε ολα τα βιβλια μου σε κοινο συμπαν, η μια πρωταγωνιστρια δημιουργει την αλλη.
Η Καλυψω την Κυβελη, η Κυβελη την Λυδια.
Γιατι απο την μια, γεννηθηκε και η αλλη.
Σας εχω και μια εκπληξη, αλλα αφηστε προς το παρον...απο αυριο!
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top