Ειναι διγαμία να αγαπάς και να ονειρεύεσαι.

Το μεγαλύτερο ψέμα που ειπώθηκε ποτέ για τον έρωτα είναι ότι σε απελευθερώνει.
Zadie Smith, 1975-

Και που λες, εχω μια σχεση αγαπης - μισους με τους ηλικιωμενους.

«Ακου και εμενα κοριτσι μου, που την εζησα τη ζωη μου και ξερω, μην βασανιζεις την καρδουλα σου με αυτό το αγορι, την ευτυχια στην ζωη την βρισκεις οταν συμβιβαζεσαι και λιγακι. Ο ανθρωπος μπορει να ζει λιτα, με ενα κομματι ψωμι, ελιες και ντοματα. Η δικη σας γενια δεν θα μπορεσει αλλιως να επιβιωσει. Κι εμεις ετσι μεγαλωσαμε και περασαμε την ζωη μας!Τι παθαμε; Βγαινετε ολοι με ολους, χωριζετε, τα ξαναφτιαχνετε, και παμε παλι από την αρχη! Βρες ένα καλο παιδι και θα μαθεις να τον αγαπας

  Ηταν ένα μεσημερι αρχες Σεπτεμβρη του 2021 με πολλη συννεφια, απνοια και κουφοβραση. Αυτα τα λογια μου προκαλεσαν ημικρανια. Τα ειχε ξεστομισει η ηλικιωμενη ιδιοκτητρια του βιβλιοπωλείου που δουλευα τοτε.
Καλοστεκουμενη, καπατσα και τετραπερατη, αμεσως καταλαβα οτι ειχε στερηθει πολλα, εγκλωβισμενη στα εκαστοτε πρεπει της εποχης της, ειχε όμως διεκδικησει άλλα τοσα, με τα οποια ειχε την ψευδαισθηση της εμπειριας.

Εγνεψα θετικα και συνεχισα να τακτοποιω τετραδια και στυλο.
Γυρισα σπιτι το βραδυ με ενα κεφαλι καζανι.
Εβαλα κρασι, στο αγαπημενο μου ποτηρι-μια κουπα δωρο της Δεσποινας-, τρια δαχτυλα- ενταξει πεντε-.
Χτενισα τα μαλλια μου, φορεσα την κορδελα μου, αλειφτηκα με κρεμες.
Και προσπαθησα να το εκλογικευσω.
Τι ηταν αυτο σε οσα ελεγε που μου φαινοταν τοσο καταφορο ψεμα; Τοσο λαθος;

Αυτή τη φορα δεν μπορεσα να μεινω σιωπηλη.
Πηρα τηλεφωνο την κολλητη μου. Κοιμοταν, παρολα αυτα με ακουσε στωικα.
«Ειναι τριτη, εχει ταινιαρα στην τηλεοραση, βαλτη να ξεχαστεις, και ξεχνα την γιαγια, η τυπισσα δεν ξερει τι λεει

Παιρνω την τοτε σχεση μου τηλεφωνο. Εχει βγει για ουζα μετα την δουλεια και το καταλαβαινω με το που το σηκωνει παραμιλωντας. Γελαει στην ερωτηση μου, ωστοσο πηγαινει πιο κει για να απαντησει μονος.
Με σεβοταν παντα και με προσεχε, για αυτό τον ερωτευτηκα.
(Γελασα οσο το εγραφα αυτό)

«Σαν τι να θελω απο την ζωη ρε μωρο μου; Ολα τελεια ειναι, εχω την δουλιτσα μου, το αυτοκινητο μου,εχω εσενα, ολα είναι τελεια!'' αποκριθηκε ευτυχισμενος και με επιασε μια απελπισια τρεις φορες μεγαλυτερη.
Βαλθηκα να κανω αερα για να μην κλαψω. Του το εκλεισα βιαστικα.
Εκεινο ακριβως το λεπτο σκεφτηκα μεσα μου 'Πω πω πρεπει να χωρισω' ;

Εσκισα ένα χαρτι από το τετραδιο μου και πηρα το στυλο που δεν χρησιμοποιουσα ποτε γιατι εγραφε χαλια, ωστόσο δεν ειχα κουραγιο να πεταξω.
Και σαν ηξερα ότι οσα γραφω γινονται στην καρδια μου νομος, εγραψα:

Θελω να δω ταινιες που θα μου παρουν την σκεψη μακρια για μερες αφου τελειωσουν,
θελω να αντικρισω τεχνη αποτυπωμενη σε τοιχους, κορμια, ταβανια, που θα με συγκινησει.
Θελω να γραψω και να σβησω, να περασω μερες σε ενα αδειο δωματιο της φαντασιας μου παρεα με ηρωες που πλαθω μονη μου
Θελω να πινω καφε και να διαβαζω βιβλια.
Θελω επιτελους να πιεσω τα πληκτρα του τελους και να βουρκωσω.
Θελω να ταξιδεψω σε μερη που θα με συγκλονισουν, με παρεα που θα θυμιζει σπιτι.

Δεν θελω να εχω απλα μια δουλιτσα, ενα αυτοκινητακι, μια σχεσουλα.
Δεν θελω να ανηκω στην γενια που πρεπει να αρκεστει στα λιγα.
Δεν πιστευω οτι ο ανθρωπος πρεπει να ειναι ολιγαρκης, οχι με τα συναισθηματα του, οχι με την πνευματικη του πληροτητα, οχι οταν πρόκειται για τα συναισθηματικα του τελματα.

Οποτε οχι! Οχι αγαπη μου! Δεν θελω να βγαινουμε καθε βραδυ μετα την δουλιτσα μας για ενα ουζο, με την ιδια παρεα, στα ιδια μερη, και να λεμε τα ιδια -μα δεν βαρεθηκες πια; -

Θελω να με παρεις απο το χερι και να με πας σε καθε ανοιχτη εκθεση ζωγραφικης της Αθηνας -ολιγάρκεια ειπαμε-, να μπουμε σε κληρωσεις για εισιτηρια θεατρου, σινεμα.
Να φαμε περιεργα φαγητα στο κεντρο, να παρουμε δυο φοιτητικα, και ενα πρωι να φυγουμε μακρια, κι ας είναι για λιγες ωρες, κι ας ειναι για ενα βραδυ.
Να βρουμε στο διαδικτυο τις πιο κουλες ερασιτεχνικες ταινιες, να κλεισουμε τα φωτα και να ανατριχιασουμε απο το ποσο μερακι εχουν αλλοι της γενιας μας.
Να γεμισουμε ελπιδα, ότι το μελλον είναι σε καλα χερια.

Δεν θελω να κοιτας τα βιβλια μου με απορια, θελω να κοιτας τα δαχτυλα μου με αγαπη, εκει ειναι η καρωτίδα μου, το μυαλο και η καρδια μου, αυτα με κρατουν ζωντανη.

Τα αγαπω τα ουζα, μ αρεσει να σε κοιτω να οδηγεις, λατρευω τους φιλους μας.
Αλλα δεν υπαρχουν μονο αυτα εκει εξω. Και αρνουμαι να υποταχτω σε αυτο, να απαρνηθω τα πιο μεταρσιωτικα συναισθηματα του κοσμου για χαρη της 'ολιγαρκειας'. Για χαρη της ρουτινας.

Οποτε, δεν θα βγαινω πια καθε μερα, και σε εξι μηνες θα παω Παρισι.
Θα προτιμησω ενα βραδυ να χαλασω δεκα ευρω στο θεατρο στα Πετραλωνα, παρα για τα συνηθισμενα μας κρασια.

Θα αφηνω τον εαυτο μου να γνωρισει νεα ατομα, να παει σε νεα μερη, να τσαλακωθει και να τεντωθει, σε μια νεα εκδοχη μου, που ισως να μαρεσει ισως και όχι τοσο.
Θα ζω με την καρδια στα χερια και την ψυχη στο βλεμμα, με την ελπιδα να σφυροκοπα στις φλεβες μου και μια διψα για εκεινο το ζωντανο συναισθημα που ολο ενιωθα πως εχανα.

Την επομενη μερα ξυπνησα ηρεμη, χωρις πονοκεφαλο.
Πηγα στην δουλεια και η βαρδια μου κρατησε 10 ωρες, όλα εκεινα τα λεφτα, αν θυμαμαι καλα, τα ειχα χαλασει τοτε σε βιβλια και διακοπες.
Το ιδιο βραδυ τον χωρισα, εξω από το μαγαζι που πιναμε ουζα, λιγο πριν παμε στην συνηθισμενη θέα, δεν καταλαβε ποτέ το γιατι και φοβηθηκα να του το πω.
(Φοβαμαι μηπως μια μερα το μετανιωσω που δεν του εξηγησα)

Πηρα την κολλητη μου τηλεφωνο και την εβρισα.
«Την ζωη αυτη θα την ζησουμε στο επακρο, με ακους; Θα με σπρωχνεις και θα σε σπρωχνω πισω
Την ειχα ξυπνησει παλι.

Το βραδυ εκεινο εγραψα μετα απο καιρο, αυτο που τωρα εσυ διαβαζεις, λεξεις που καθως πατω ο δεικτης δειχνει 5 παρα 20, και εχω σχολη σε 3 ωρες.

Η παραγγελια μου θα ειναι σε δυο εργασιμες εδω, το ταξιδι μου ειναι μια μερα πιο κοντα, κι ο ερωτας που θελω να ζησω είναι απαλλαγμενος από έναν συμβιβασμο λιγοτερο.

Κατι τετοιες μερες, υπερβολικα ισως, τις χαρακτηριζω 'Ημερες επιβιωσης'.
Μα θα ειναι ψεμα αν δεν σου πω ότι οντως, εκεινη την μερα κατι μεσα μου σωθηκε,
το εσωσα.
Και κάθε μερα που περναει το κραταω ζωντανο, με κάθε ονειρο, ελπιδα, και ερωτοπαρμενη σκεψη μου.

Κεφαλαιο υπ'αριθμον προτελευταιο του απειρου : Έπαψες Ιθακη να θυμίζεις.


1η Οκτωβριου

«Σου λεω, η Μαργαριτα εχει γκομενο!» επεμεινε η Μεροπη.
Η Ριτσα απηυδησε.
«Αυτή η στραβοκανα; Εδώ ελεγες τις προαλλες ότι τον αντρα της τον τυλιξε με μαγια!»
Καυχασε.
«Αυτό είναι γνωστο, ολο το χωριο το ελεγε.»
Η Μεροπη ειχε προσωπικο μενος με την κορη της συγχωριανης της που απερριψε τον γιο της, ο οποιος ελιωνε για χαρη χρονια ολοκληρα, αλλα εκεινη δεν ηθελε να παντρευτει έναν ταπεινο ηλεκτρολογο, οποτε προτιμησε έναν γιατρο που γνωρισε οσο σπουδαζε στην Αθηνα, και εριξε μαυρη πετρα πισω της.
Ισως τωρα, δεκα χρονια αργοτερα, να ειχε μετανιωσει που αφησε τον Φανη- που εκανε συμφωνα με την Μεροπη χρυσες δουλειες και συντηρουσε τρια σπιτια- για τον αντρα της, έναν μετριου αναστηματος γιατρο που ελειπε πολλες ωρες από το σπιτι και δεν φαινοταν να της δινει τοση σημασια.

«Και με ποιον εχει σχεση μωρε Μεροπη;» την ρωτησε η Λιτσα.
Χαμογελασε σαν να ειχε ένα πολύ μεγαλο μυστικο.
«Με τον Σταυρο της Αργυρως από τον φουρνο φυσικα! Τρεις φορες τον εχει φωναξει αυτόν τον μηνα!»
«Μα χαλασαν τα υδραυλικα της μωρε της γυναικας!»
«Άλλο εχει χαλασει.»
«Ντροπη!»

Οι συζητησεις επαψαν στιγμιαια όταν ειδαν τον Ορεστη να παρκαρει το μαυρο τζιπ του εξω από το σπιτι. Φαινοταν βιαστικος και ιδιαιτερα ευδιαθετος.Εβγαλε την θηκη με το βιολι του και μια τσαντα με γλυκα.
Τις ειδε να στεκονται εξω από την εξωπορτα, οπου η Λιτσα εκανε ότι σκουπιζει και οι άλλες δυο δεν προσπαθουσαν καν να το παιξουν απασχολημενες.
Τους χαμογελασε πριν τις προσπερασει για να μπει μεσα.
«Καλησπέρα κυριες μου!»

«Καλησπερα αγορι μου!»
«πως εισαι;» τον ρωτησε η μεροπη μηπως και πιασουν λαυρακι.
«Τελεια!» δεν κοντοσταθηκε να συζητησει, ουτε περιμενε το ασανσερ. Αρχισε να ανεβαινει δυο δυο τα σκαλια μεχρι τον τριτο.

   Εμειναν για λιγο να τον κοιτουν σιωπηλες. Μεχρι που τα βηματα απομακρυνθηκαν και ο ηχος εγινε αχνος.
«Αυτοι; Κανενα νέο;» ρωτησε η Λιτσα την γειτονισσα τους. Στηριζε σθεναρα το σεναριο ότι ο γαμος εγινε για αλλους λογους.
«Όχι σου λεω! Αν ηταν θα φαινοταν! Εχουν περασει δυο μηνες! Ασε που αυτή πινει κρασι με το κιλο!»
«Δικιο εχει βρε Ριτσα! Αλλα και να ηταν το κοριτσι εσενα τι σε νοιαζει; Εχουν αλλαξει πια οι εποχες! Τα ζευγαρια δεν παντρευονται ντε και καλα για αυτο» η Μεροπη την 'μαλωσε' και οι δυο φιλες κοιταχτηκαν για να μην της πουν ότι όλα αυτά τα λεει γιατι ο γιος της το πρωτο του παιδι το εκανε πριν παντρευτει με την γυναικα του.

«Καλα τα πανε όμως ε;» ρωταει ξανα η γυναικα. Η Ριτσα χαμογελαει σαν περηφανη μαμα.
«Πολύ! Χθες χορευαν, ακουγα μουσικη μεχρι τις 11.»
«Και που ξερεις εσυ τι εκαναν;» Η Μεροπη αμφιταλαντευοταν αναμεσα στην ζηλια -που η φιλη της ηταν κοντα στα ενδιαφεροντα προσωπα της γειτονιας- και την απορια για το πως ηξερε τι γινοταν πισω από κλειστες πορτες.
Η απαντηση ηταν «Κρυφακουω.», μα κανενας που κρυφακουει δεν το λεει.

«Αχ ερωτας!» η Λιτσα στηριχθηκε στην σκουπα, κουρασμενη, λες και σκουπιζε οντως τοση ωρα. Η Μεροπη ηπιε λιγο από τον καφε της.
«Μωρε θυμαστε εμεις να ερωτευομασταν ετσι;»
«Άλλα χρονια τοτε, δεν ηταν όπως τωρα.»
«Καλα κατσε να ερθουν τα δυσκολα και για αυτους και θα σου πω!» Η Λιτσα μουρμουριζει, σαν ξαφνικα να την επιανε το παραπονο που εκεινη παντρευτηκε από συμπαθεια που βαφτισαν αγαπη.

«Εχουν αντοχες αυτοι, είναι καλα παιδια.» αποκριθηκε η γειτονισσα τους.
«Ξερετε, μου θυμιζουν τους από πανω!» Η Μεροπη τους δειχνει με το βλεμμα την πολυκατοικια της.
Στον τριτο οροφο εμενε ένα ζευγαρι, ακριβως απεναντι από την Κυβελη και τον Ορεστη.
«Α ναι, ο Χρηστος και η Μαρια.» η Λιτσα μορφαζει, εχει ακουσει αρκετους καβγαδες τους.
« Αυτοι κάθε μερα νομιζω θα χωρισουν, και ολο τα ξαναβρισκουν.» η δυσμοιρη γειτονισσα τους σχολιαζει, σαν να ηταν κι αυτή μερος της σχεσης.

Η Ριτσα χαμογελα συνομωτικα.
«Πρεπει καπως να το κανουμε και να τους γνωρισουμε στην Κυβελη και τον Ορεστακο.»
Οι άλλες δυο γελουν.
«Ε τωρα θα φυγουν... παει. Κριμα όμως.» σχολιαζει η Μεροπη. «Και θα ταιριαζαν!»

♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡


   Γυρναει το κλειδι της πορτας ξεροντας ότι από την πισω πλευρα θα βρει δυο ουρες να κουνιουνται περα δωθε για παρτη του και δυο μουσουδες με την γλωσσα εξω.
Οντως, τα δυο σκυλακια τον περιμενουν ενθουσιασμενα, και χωνουν τα κεφαλια τους στο ανοιγμα της πορτας για να το υποδεχτουν.
Σκυβει αφηνοντας την θηκη του βιολιου να πεσει από τον ωμο στο χερι του και πιο απαλα στο πατωμα.
Τα χωνει στην αγκαλια του και αυτά του γλυφουν το προσωπο μανιασμενα λες και δεν ειχε φυγει πριν 9 μολις ωρες.
«Παμε βολτα; Ναι!!» στην μαγικη λεξη η Λαιδη γαβγισε.

«Γεια και σε εσενα.» η φωνη της τον κανει να τσιτωσει ελαφρως, πριν αντοληφθει ότι είναι και εκεινη στο σαλονι. Ασυναισθητα χαμογελα κι εκεινος πιο πλατια.
Η παρουσια της του εκανε ο,τι στα σκυλια τους η λεξη βολτα.
Σηκωνει το κεφαλι του ελαφρως, και την βλεπει να τον κοιτα από τον καναπε.
Φοραει μαυρο κοντο κολαν και ιδιο χρωμα τιραντακι,χωρις σουτιεν, εχει απλωσει επιδεικτικα τα ποδια της και προσποιειται ότι χαζευει στην τηλεοραση.
Μπροστα της εχει μια μεγαλη κλειστη πιτσα και ένα μπουκαλι κρασι οπου λειπει ελαφρως λιγοτερο απο το μισο.

   Σηκωνεται ορθιος και την χαζευει λιγο ακομα. Εχει πιασει τα μαλλια της έναν ατημελητο κοτσο, αφηνοντας τον λαιμο της εκτεθειμενο.
«Γειαα.» προσπαθει να το παιξει χαλαρος κατω από το εντονο βλεμμα της.
Είναι παντρεμενος μαζι της και μερικες φορες νιωθει λες και τον χαιρεταει η ωραια του σχολειου.
«Εγω αγαπη;» του λεει με παραπονο καθως τεντωνεται τεμπελικα και το βλεμμα του πεφτει στο στηθος της.
Γελαει.

    Κλεινει την πορτα με το ποδι του και βγαζει βιαστικα τα παπουτσια του πριν την πλησιασει.
Ακουμπα αριστερα και δεξια της στον καναπε και γερνει να την φιλησει. Εκεινη διχως να χασει ευκαιρια ανασηκωνεται και διεκδικει τα χειλη του πεινασμενα.
Αφηνει μια ανασα που κραταει από το πρωι και κατεβαζει τα χερια του στην μεση της. Το δερμα της είναι ζεστο και μυριζει την κρεμα της

   Βαθαινει το φιλι τους χαμενος στα μαλακα της χειλη που εχουν γευση Κυβελη... και λευκο κρασι. Θα με πεθανει.
«Θελω να παω γυμναστηριο.» μουρμουριζει χωρις να σπασει εντελως το φιλι τους.
Την νιωθει να χαμογελα. Τυλιγει τα ποδια της γυρω του, αυτό είναι το σημα για να την σηκωσει πανω του. Και το κανει.
«Δεν εχεις να πας πουθενα.»
Τα χειλη της κατεβαινουν στον λαιμο του, φιλαει και ρουφαει αργα και σταθερα, απολαμβανοντας τον αστατο χτυπο της καρδιας του κατω από τα ακροδαχτυλα της.
Καθεται παλι στον καναπε και την ακουει να κλαψουριζει που δεν πανε στο δωματιο. Την πιανει από την λεκανη και την τραβαει κι άλλο πανω του, παιρνει τα ηνια και βαθαινει το φιλι τους, κοβωντας της την ανασα.

Την κραταει στο στερνο του ασφυκτικα και εκεινη σφιγγει το σωμα του αναμεσα στα ποδια της.
Πισω τους παιζει σε επαναληψη grey's anatomy και η πιτσα του εχει σπασει την μυτη.
Τα δαχτυλα του παιζουν με το λαστιχο του κολαν της. Δεν μπορουσε να σκεφτει καλυτερο τροπο για να τελειωσει αυτή η εβδομαδα.

Όμως η δικηγορινα σπαει το φιλι τους και απομακρυνεται ελαφρως, τα χειλη της χιλιοστα μακρια από τα δικα του, τα ποδια της χαλαρωνουν γυρω του.
Τον κοιτα θελκτικα και ετοιμαζεται να την σηκωσει και να την παει στο δωματιο.

Μισανοιγει τα χειλη, και ο Ορεστης πιανει ηδη τον εαυτο του να κρεμεται από λεξεις που δεν εχει ακουσει ακομα.
«Θελω...» ψιθυριζει.
Της γνεφει μαγνητισμενος.
«... να φτιαξουμε βαλιτσες για Βαρκελωνη πριν πας στην προβα αυριο το πρωι.»

Οριστε;

Για λιγο μενει ακινητος προσπαθωντας να επεξεργαστει τι του ειχε πει.
Ανασηκωνεται πριν προλαβει να την τραβηξει παλι πανω του και φευγει από το σαλονι, αφηνοντας τον κοκκαλωμενο να ανασαινει βαρια.
Θα με πεθανει οντως.
«Θες κρασι;» τον ρωτα αταραχη από την κουζινα.

Ξεφυσαει και γερνει πισω στον καναπε, κλεινει τα ματια και προσπαθει να βρει την ανασα του. Επρεπε να το περιμενει ότι θα εβαζε τα μεγαλα μεσα για να τον αναγκασει να φτιαξει την βαλιτσα του εγκαιρως. Θα δουλευε τρεις μερες εξ αποστασεως για να τον συνδευσει σε μια συναυλια στην Βαρκελωνη,οπου εκτος από το ότι ηταν όλα τα εξοδα πληρωμενα, ηταν και μια καλη ευκαιρια να δουν μια πολη που η Κυβελη δεν ειχε επισκεφθει προσφατα.

Η καρδια του χτυπουσε δυνατα παντου.
Σε ένα λεπτο θα σηκωνοταν, θα διεσχιζε το σαλονι και θα την στριμωχνε στην κουζινα, θα την πετουσε στον ωμο του παρα τις τσιριδες της και θα την πηγαινε μεχρι το δωματιο τους για να 'της μαθει τροπους', κρυβοντας της ποσο το λατρευε όταν τον εξιταρε και τον εφερνε στα ορια του.

Όλα αυτά όμως σε ένα λεπτο, γιατι τωρα, που η καρδια του ακομα δεν ειχε ερθει στην θεση της, η Μερεντιθ μολις ειχε μαθει για την Αντισον, η πιτσα ειχε τριπλο πεπερονι και η Κυβελη ηταν η γυναικα του, εγειρε το κεφαλι πισω και εκλεισε τα ματια.
Αυτο ηταν.

3 Οκτωβριου.

«Θα παιξουμε;» η Κυβελη μπαινει στο σαλονι με έναν δισκο γεματο ποτήρια κρασιου.
«Εγω δεν παιζω τιποτα, ηρθαμε να δουμε μπαλα.» Ο Βασιλης ηταν ιδιαιτερα κακοκεφος. Η Φαιη ελεγε ότι εφταιγε ο αναδρομος και ο Κωνσταντινος ότι μολις συνειδητοποιησε τι επροκειτο να συμβει σε λιγο καιρο και ειχε αγχωθει.

«Ο Γιαννης ειπε ότι αρχιζει 10, μεχρι τοτε εχουμε μια ωρα και βαλε, παντομιμα εστω.» η ξανθουλα επεμεινε και ανοιξε τη δευτερη σακουλα με πατατακια λες και δεν ειχαν παραγγειλει πιτσα.
Ξεφυσηξε και δεν απαντησε τιποτα.
Η Κυβελη κοιταχτηκε με την κολλητη της. Αφησε το κρασι της διπλα στο δικο του και επεσε φαρδια πλατια διπλα του, καβαλωντας τον λιγο, ισα ισα για να τον δει να εκνευριζεται.
Περασε το χερι της γυρω του και του πειραξε τα μαλλια.

«Τι εχεις Βασιλακο;» τον ρωτησε γουργουριστα.
«Τιποτα.» αποκρινεται και ο Κωνσταντινος μουρμουριζει κατι.
«Τι;» ο Βασιλης τον ρωταει ετοιμος να αρπαχτει.
Ο νεαρος σηκωνει τα χαρια σαν να παραδινεται.
«Αραξε φιλε, μην μας δειρεις.» η Φαιη διπλα στον Κωνσταντινο δεν τον αφηνει ετσι.

«Εχει σπαστει που η Ερμιονη κανει του κεφαλιου της.» ο Γιαννης τους αποκαλυπτει, σαν να ηταν επτασφραγιστο μυστικο.
Οι δυο κοπελες στο σαλονι μοιραστηκαν ένα απηυδυσμενο υφος.
«Τι εγινε κοριτσια; Θα παρετε το μερος της;» Ο Βασιλης ανιχνευει τα βλεμματα τους και κοιταζει μια την μια μια την άλλη.
«Ο Βασιλης ηρθε σπιτι μας να πουλησει νταιλικια μου φαινεται.»η Φαιη λεει μεταξυ αστειου και σοβαρου.
«Κι αν θες να ξερεις Βασιλη.» η Κυβελη σηκωθηκε να βαλει κι άλλο κρασι. «Εμεις εννοειται συμφωνουμε και παιρνουμε το μερος της.» του λεει, θελωντας να τον τσιγκλησει κι άλλο.

Κουναει το κεφαλι του απαξιωτικα και σταυρωνει τα χερια του σαν παιδακι.
«Συγγνωμη αυτό πως αρχισε;» Ο Κωνσταντινος που μονιμως λεει να μην τον πρηζουν με πραγματα που δεν τον αφορουν, ολο μενει πισω.
Πριν προλαβει ο Γιαννης να του πει ότι θα του εξηγησει μετα πεταχτηκε η Κυβελη.
«Την πρηζει! Τι θα φαει, πως θα κοιμηθει, ποση ωρα θα δουλεψει...όλα!»

Ο Κωνσταντινος κοιταζει μια την κοκκινομαλλα, μια τον φιλο του. Ανασηκωνει τους ωμους και σηκωνεται με το πακετο τσιγαρα στο χερι.
«Καλα κανει, το παιδι του είναι.»

Η Φαιη ανεβασε αισθητα πιεση, αν ηταν καρτουν θα της ειχε πεσει το σαγονι της στο πατωμα. Αγριοκοιταξε τον Γιαννη σαν να το ειχε πει αυτός.
«Καλα εγω αυτό θα το πω στην Ιωαννα!» η Κυβελη τον απειλει και ο νεαρος της κανει μια ασεμνη χειρονομια και βαζει το τσιγαρο αναμεσα στα χειλη του.
Τους δειχνει με ενα νοημα το επιτραπεζιο και πιανει το κρασι του πριν παει στο μπαλκονι.
«Στηστε το!»
Ο Βασιλης τους κλεινει το ματι και ακολουθει τον συμμαχο του με εμφανως βελτιωμένη διαθεση.

«Γιαννη πηγαινε βαλτου λιγο μυαλο γιατι θα γυρισει η Ερμιονη και θα τσακωθουν.» η Φαιη παει να κατσει διπλα στην Κυβελη διωχνοντας όπως όπως το 'αγορι' της για να κραξουν.
«Όλα εγω εδώ μεσα γαμωτο.» με νευρο βγαινει στο μπαλκονι και οι δυο κοπελες μενουν μονες στο σαλονι του παλιου φοιτητικου τους διαμερισματος, όπως παλια.
Αυτό το συναισθημα όμως λιγο κρατησε μονο, γιατι χτυπησε το κουδουνι.
«Επιτελους!» η Φαιη πεταχτηκε πρωτη και η Κυβελη ετοιμαστηκε να σηκωθει για να φωναξει τους αλλους ότι ηρθαν τα παιδια – ή ακομα καλυτερα το φαγητο- αλλα ειδε τον Βασιλη να ανοιγει την πορτα σβηνωντας το- σχεδον ολοκληρο ακομη- τσιγαρο του στο τασακι. Ηταν αρκετα σιγουρη ότι ακουσε τον Γιαννη να του λεει κατι που τελειωνε σε 'δουλος' αλλα δεν ηθελε να ξερει.

«Γαμωτο, δεν είναι η πιτσα! Πειναω.» η Φαιη κοιταξε απογοητευμενη τον Ορεστη με την Ερμιονη στο κατωφλι της πορτας.
Η κοπελα μπηκε μεσα στο σπιτι κρατωντας ένα πλαστικο δοχειο με μιλφειγ από τη 'Δεσποινα', και ο Ορεστης διπλα της ευτυχως ειχε σκεφτει να παρει κατι και για τους υπολοιπους.
Το βλεμμα του επεσε αμεσως πανω στην κοκκινομαλλα και της χαμογελασε κλεινοντας της το ματι.
Η Φαιη καπως βρηκε το κεφι της.
«Συγγνωμη πηγατε μεχρι τη Νεα Σμυρνη;» κοιταξε δυσπιστα την φιλη της που εγνεψε θετικα ενθουσιασμενη.
«Ναι, εγω δεν ειχα θεμα να παρουμε και από εδώ αλλα ο Ορεστης επεμενε.» κοιταξε τον αντρα διπλα της που χαλαρος εβγαζε το μπουφαν του, σαν να μην ειχε οδηγησει 40 λεπτα χωρις λογο, και αποφασισε την ιδια στιγμη να τον κανει νονο της κορης της.
«Αφου από εκει λιγουρευόσουν, εκει επρεπε να παμε, ή θα το κανουμε σωστα ή καθολου.» της χαμογελασε τρυφερα και εκεινη με το μιλφειγ ακομα αγκαλια τυλιξε το χερι της γυρω του, φιλώντας τον στο μαγουλο.
«Ευχαριστω Ορεστακο.»

«Εμενα παντως δεν με ευχαριστεις ετσι.» Ο Βασιλης μουρμουριζει καθως μπαινει στο σαλονι, κοιτωντας υποψιασμενος την σκηνη που εκτυλισσοταν μπροστα του, κανοντας την Ερμιονη να στριφογυρισει τα ματια.

«Ελα να στο κραταω για να βγαλεις την ζακετα σου.»η Φαιη εσπευσε να την βοηθησει την ωρα που ο Ορεστης εκανε την κινηση να της βγαλει το πανωφορι. Ολοι την προσεχαν λιγο παραπανω. Ηταν πρωτογνωρο για την παρεα οποτε στην αρχη ενιωθαν καπως αμηχανα, πριν μπουν παλι σε μια ρουτινα.
Το μονο σιγουρο ηταν ότι η κορη τους σηματοδοτησε το τελος μιας εποχης για την παρεα.
Η Κυβελη χαμογελασε στην σκηνη μπροστα της πριν γυρισει προς το μερος του Βασιλη.
«Εσυ δεν την πηγες για το μιλφειγ που λιγουρευοταν.» πηρε παλι τον αγαπημενο της ρολο, τον δικηγορο του διαβολου.

«Αντε παλι.»ο Γιαννης ηξερε ηδη τι θα ακολουθουσε.
«Ναι, γιατι τρωει δυο γλυκα την μερα.»
Κοιταζει την κοπελα του σαν να ειχε κανει αταξια, και μετα τον Ορεστη που δεν της χαλασε το χατηρι μα φαινοταν αμετανοητος.
«Ενταξει δεν είναι καλο να τρωμε πολλα γλυκα.» ο Γιαννης τον υποστηριξε αλλα ειχε ένα μειδιαμα στα χειλη.
«Εσυ γλειφτη σκασε!» Ο Ορεστης επεσε στον καναπε διπλα στην Κυβελη και περασε το χερι του γυρω της, στριμοχνωντας την στην γωνια.
«Εγω γλειφτης;» καθισε στον καναπε απεναντι του, προσπαθησε να το παιξει σοβαρος, αλλα ηταν έτοιμος να γελασει.
«Αφου ειδες ότι ειμαι ο αγαπημενος της Ερμιονης ειπες να τα κανεις πλακακια με τον Βασιλη!» η Φαιη αναφωνησε ταχα σοκαρισμενη, πριν κουνησει το κεφαλι απαξιωτικα και σηκωθει για να φερει το ταμπου.

«Δεν πατε καθολου καλα.» η Κυβελη μουρμουριζει και ο Ορεστης κατεβαζει το βλεμμα του για να την κοιταξει, χωμενη στην αγκαλια του, χωρις προσωπικο χωρο, όπως ακριβως την προτιμουσε.
Γερνει προς το μερος της και την φιλα στον κροταφο, πριν σκυψει για τα χειλη της.
«Μην φοβασαι μωρο μου, εχουμε την νικη στο τσεπακι.»
Γευεται το γελιο της.

«Λοιπον εγω σας το λεω, δυο γυρους θα παιξω και μετα τελος, θελω να δω τον Ολυμπιακο.» ο Βασιλης, καπως πιο ευδιαθετος καθεται στον μικρο καναπε και κανει νοημα στην Ερμιονη, που ακομη στεκοταν και ετρωγε, να κατσει πανω του.
Η κοπελα φανηκε να το σκεφτεται, αλλα το υφος του δεν χωρουσε αρνηση. Βολευτηκε στην αγκαλια του, και αφεθηκε στα χερια του, που απαλα της ετριψαν την μεση, κι ας την κοιτουσε αυστηρα, μια εκεινη και μια το γλυκο της.
Του χαμογελασε τρυφερα και εγειρε στο στερνο του, θελωντας λιγο να τον μαλακωσει. Τον νιωθει να ξεφυσαει.

«Ξεχνα το.» της το ξεκοβει και ανοιγει την τηλεοραση οσο ο Γιαννης και η Κυβελη τσακωνονται για τις ομαδες.
«Γιατι να μην παμε αγορια κοριτσια; Δεν καταλαβα!»η κοκκινομαλλα ειχε γειρει μπροστα και ο τονος της φωνης της ειχε ανεβει δυο οκταβες.
Ο Ορεστης πισω της επαιζε χαλαρος με τα ζαρια και μορφασε κωμικα όταν η φωνη της αρχισε να μοιαζει πιο πολύ με τσιριδα.

«Μμμμ, δεν ξερω, ισως γιατι ολο ετσι παιζουμε; Δεν βαρεθηκες;» Ο Γιαννης ηταν ανυποχωρητος να παιξουν με αριθμακια.
«Όχι δεν βαρεθηκα, μαλλον εσυ βαρεθηκες, να χανεις!»
Πανω στην ωρα χτυπησε το κουδουνι και η Φαιη που ειχε να φαει από το πρωι πεταχτηκε ορθια.
«Επιτελους!»

«Θες μια μπουκια;» Ο Βασιλης ειδε το πλαστικο κουταλακι γεματο γλυκο και το βλεμμα της Ερμιονης με μια εκφραση που θυμιζε καρτουν όταν ηθελε κατι.
Δαγκωθηκε να μην λυγισει στα μεγαλα της ματια και το κατω χειλος της που ειχε ρολλαρει.
Κουνησε το κεφαλι του.
«Όχι, ουτε εσυ θα φας άλλο, ηρθε η πιτσα.» της το πηρε από τα χερια και εγειρε ελαφρως μπροστα σφιγγοντας το κρατημα του γυρω της μη τυχον και πεσει.

  Η αληθεια ηταν, οτι ο Βασιλης μερες τωρα δεν ηταν καλα. Όχι γιατι ειχε αγχος, δεν ηταν μονο αυτό. Κατά καποιον τροπο θρηνουσε, την παλια του ζωη, τα ατελειωτα ξενυχτια, τα σερι, τα αυθορμητα διημερα, τα μεθυσια που εκανε να ξεπερασει μερες επειτα.
Φοβοταν ότι τιποτα δεν θα είναι όπως παλια. Η παρεα θα εσπαγε, και θα εφταιγε εκεινος, αυτος πρωτος θα επαιρνε ξεχωριστο δρομο.
Τα παντα αλλαζουν.

  Κοιταξε την Φαιη που ετρωγε στην κουζινα μονη της προσποιουμενη ότι φερνει πιατα και επειτα τον Κωνσταντινο που εβλεπε τις απαντησεις στις καρτες, τον Γιαννη που τσακωνοταν με την Κυβελη για τις ομαδες, και τον Ορεστη που την ειχε κολλησει, κι ας ειχε χωρο, στην γωνια του καναπε, και επαιζε με το κινητο του.
Η Ερμιονη στην αγκαλια του, τους χαζευε χαιδευοντας αφηρημενα -υπουλα- το χερι του και πεταγοταν που και που για να υπερασπιστει την Κυβελη.

Καποια πραγματα βεβαια , σκεφτηκε, δεν αλλαζουν ποτε.
Και προς μεγαλη του τυχη, κάθε μερα που περνουσε θα επιβεβαιωνε την σκεψη του αυτή.


♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡

4 Οκτωβριου, Αθήνα – Ορεστης

  Αυτή η τηλεδιασκεψη θα μπορουσε να είναι ένα email.

   Καθομαι σαν μαλακας, Κυριακη με τελειο καιρο, δυο ωρες τωρα και ακουω τα αυτονοητα. Ακυρωσα μπαλα για να ειμαι εδώ. Εχω απλωσει ολες τις παρτιτουρες στο τραπεζι μαζι με χαρτια και σημειωσεις, μηπως και τα βαλω σε μια σειρα. Μετα από αυτό όμως αμφιβαλω να το κανω και ποτε. Εχω δεκα συναυλιες σε δεκα πρωτευουσες και ανυπομονω. Με κάθε ατελειωτη κληση όμως αρχισα να το μετανιωνω. Και η Κυβελη δε θα καταφερει να ερθει καν σε ολες τις συναυλιες μου.

Την κοιταζω με την ακρη του ματιου μου.
Καθεται στην γκρι πολυθρονα που τοσο επεμεινε να παρω τοτε και τελικα μονο εκεινη χρησιμοποιει. Την εχει τραβηξει διπλα στο παραθυρο για να την ζεσταινει ο ηλιος και εχει παρει ένα βιβλιο.
Αυτή την περιοδο ειχε επιστρεψει στα ελαφρια αστυνομικα, υποψιαζομουν ότι ηταν λογω της δουλειας της. Κουραζοταν πολύ και μερικες μερες μου ελεγε ότι το μυαλο της καιγοταν.
Εγω δεν εβλεπα καμια κουραση παντως όταν την μονη μερα που ειχε κενη, την Κυριακη, καθοταν και εκανε τα πατζουρια και τα ντουλαπια από πανω.

Φορουσε αυτό το απαγορευμενο γκρι κολαν, με το οποιο δεν πηγαινε ουτε γυμναστηριο, και από πανω ένα φαρδυ μπλουζακι μου, που η λαιμοκοψη του της ηταν μεγαλη και αφηνε εκτεθειμενο μερος του ωμου και της πλατης της.
Ειχε πιασμενα τα μαλλια της έναν κοτσο, και μπορουσα να δω την μικρη ελια στην αρχη της ραχοκοκακλιας της.

Παντα από εκει ξεκινουσα να φιλαω.
Και επειτα εκατοστο προς εκατοστο οσα καλυπτε το μπλουζακι.
Κατω από αυτή την ελια υπηρχαν μικρες φακιδες, ένα σημαδι γεννησης, και λιγο πιο κατω, εκει που τωρα υπηρχε υφασμα, ειχε τρεις μικρες ελιες που σχηματιζαν ένα τριγωνο.
Μου αρεσε να το σκεφτομαι ως το τριγωνο των βερμουδων γιατι δεν προλαβαινα ποτε να φιλησω πιο χαμηλα.

Δεν βλεπει ότι την κοιταω;
Ή χειροτερα, γιατι δεν μου δινει σημασια;
Και ποση ωρα ακομα θα ακουω μαλακιες;
Αρχισω να παιζω με τα δαχτυλα μου έναν μικρο ρυθμο πανω στο ξυλο, ελπιζοντας να σηκωσει το κεφαλι. Τιποτα.

Ξεροβηχω.
«And at last, but certainly not at least...»
Τελειωνε.

Ξεροβηχω παλι. Ματαιος κοπος.
Ουτε που κανει τον κοπο να κοιταξει.
Γυριζει σελιδα. Καλα ποτε εφτασε στην μεση;
Το καλο που της θελω να εχουν γινει φρικτοι φονοι για να με αγνοει ετσι.

Τα ποδια της είναι μαζεμενα κοντα στο στηθος της και ακουμπα τα χειλη της στο γονατο της, μια περιεργη συνηθεια της, που με εκανε τρελο.
Εσερνε τα χειλη της αφηρημενα κοντρα στο υφασμα καθως απορροφημενη από τον Fitzek ουτε που μπορουσε να δει ότι την κοιτουσα.
Μισανοιξε τα χειλη της, μαλλον σοκαρισμενη με κατι που διαβασε.
«That's all for today, if anything else comes up we will be in-»

Leave meeting.

Επιτελους.

Εκλεισα με κροτο το λαπτοπ. Τελευταια ευκαιρια Κυβελη.
Γυρισε σελιδα, σαν να μην ημουν δυο μετρα μακρια της.
Μου ξεφυγε ένα γελακι.

Καποια απεκτησε θρασος.

♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡

7 Οκτωβριου

   Τα σχολια που ακουγε, τα συγχαρητηρια και οι κριτικες, εκαναν την Κυβελη να κοκκινιζει,φουσκωνε ολόκληρη από υπερηφανια και τον κοιτουσε να δεχεται τα παντα με μια εγκρατια που σε ολους φανταζε ταπεινοφροσυνη μα εκεινη ηξερε πως είναι προσπαθεια να μην δειξει ποσο αλαζονικα γνωριμη του είναι η επιτυχια.
  Την συστηνε παντου ως συζυγο του και τα συγχαρητηρια διπλασιαζονταν. Τον εβλεπε σιγα σιγα, με κάθε ταξιδι ολο και περισσοτερο, να συνηθιζει το γλυκο μεθυσι της επιτυχιας του, καρπος χρονιων προσπαθειων, που τωρα μπορουσε απερισπαστος πια να απολαυσει. Δεν ειχε κανεναν να του λειπει, ενιωθε ολοκληρος και η Κυβελη το καταλαβαινε ενοχικα αυτό.

Ειχε αφομοιωσει πληρως τον τροπο λειτουργείας του χωρου της κλασικης μουσικης, και ηξερε πλεον αρκετα για να γνωριζει με βεβαιοτητα, ότι ο 'συζυγος' της, μολις στα 29 του χρονια, οδευε προς την ελιτ. Ουτε που μπορουσε να φανταστει που θα εφτανε μεσα στην επομενη δεκαετια.

   Το προγραμμα συναυλιων τοσο της Εθνικης Λυρικης Σκηνης οσο και της Κρατικης ορχηστρας Αθηνων, με τις οποιες συνεργαζοταν επισημα ο Ορεστης οσο διεμενε στην Ελλαδα για χαρη της, ειχαν στο προγραμμα της σεζον περιπου 30 συναυλιες, δινοντας του ετσι την ευκαιρια να προγραμματιζει ανεξαρτητες εμφανισεις υπο την ιδιοτητα του σολιστ.

   Κατι που αργησε τρομακτικα η Κυβελη να καταλαβει, ηταν το οικονομικο μερος της πραγματικοτητας αυτης. Όταν η ορχηστρα του Σικαγο του ζητησε να παρευρεθει σε δυο συναυλιες τον Δεκεμβρη ζητησε 20 χιλιαδες δολάρια, και όταν η Κυβελη πνιγηκε με το νερο της αφου της το ανακοινωσε, την καθησυχασε ότι το ποσο με τον καιρο θα αυξανοταν.
Βεβαια εξαρταται και από το budget της κάθε ορχηστρας ή ιδιωτη ή ιδρυματος με το οποιο συνεργαζοταν.

  Τον Φεβρουαριο θα εκλεινε 26 χρονια βιολι – από τα 4 εως τα 30 του- και 14 χρονια σχεδον αναποσπαστης δουλειας.
Αναδρομικα λυνονταν πολλες από τις αποριες της που αρχιζαν παντοτε με το 'Από που προερχονται όλα αυτά τα λεφτα;'

   Η αιθουσα του θεατρου Λισεου, στην Βαρκελωνη, ηταν γεματη και τα μουρμουρητα ανυπομονησιας την εκαναν να βουιζει από προσμονη. Επαιζε μαζι με την ορχηστρα της Βοστονης και επειτα ειχε ένα σολο.
Ο Στηβ διπλα της όταν ο Ορεστης επαιξε την την πρωτη νοτα, της εσφιξε το χερι.
Μοιραζονταν ένα κοινο αγχος, μονο που εκεινος ειχε το 'προνομιο' να ζησει την ανακουφιση που εποταν απειρες φορες παραπανω από εκεινη.

Όλα γυρω της θολωσαν.
Το φως του προβολεα ηταν στραμμενο πανω του. Φορουσε μια σκουρα μπλεγραβατα που η Κυβελη θα ορκιζοταν ότι τονιζε τα ματια του από μετρα μακρια.
Η σκηνη ηταν τεραστια, οι παχιες κοκκινες κουρτινες επεφταν σαν καταρακτης απόπισω του, οι πολυελαιοι κρεμονταν κατά μηκος του χωρου μα η λαμψη τους ωχριουσε μπροστα στον αντρα με το βιολι.

Εκεινος ηταν τα παντα, ολη η λαψη και το σκοταδι,
εκεινος ηταν το φως της αντανακλασης, εκεινος και ο καθρεφτης.
Επαιζε Paganini.
Σειοταν ολοκληρος, τα μαλλια του πετουσαν εδώ κι εκει, οι κινησεις του ειχανμια μελετημενη σπασμωδικότητα, σου εδιναν την αισθηση ότι ειχαν επαναληφθειαπειρες φορες.
Όταν ο Ορεστης επαιζε βιολι η Κυβελη ενιωθε ότι τιποτα δεν μπορουσε να παειστραβα στον κοσμο.
Οι νοτες ακουγονταν καθαρα και ο αρτιος, βαθυς, πλουσιος ηχος εφτανε σε κάθε γωνια του χωρου.

  Μπορουσε να δει με την ακρη του ματιου της μια γυναικα να κανει νοημα στον αντρα της ότι ειχε ανατριχιασει.Πιεσε τα μπουτια της μεταξυ τους και πηρε βαθια ανασα για να ηρεμησει.
Αδυνατουσε να παρει το βλεμμα της από πανω του, ηταν καθηλωτικος.

  Τοσο, που μερικες φορες δυσκολευοταν να πιστεψει ότι εκεινος ο αντρας είναι ο ιδιος με αυτον που τσακωνονται για το ποιος θα βγαλει βολτα τα σκυλια ή θα πεταξει τα σκουπιδια.Εκεινος είναι ο Ορεστης, ο ανυποφορος βιολιστης, που γελαει με την τσιριχτη φωνη της και αδιαφορει στην υστερια της.
Αυτόν εδώ τον αντρα, δεν θα τον κατηγορουσε ποτε για τιποτα. Θα εσκυβε το κεφαλι και θα αφηνοταν στο θελημα του, οσο βαναυσο και αδικο κι αν ηταν.Θα υπεμενε και θα καρτερουσε ένα χαδι, ιδιο με εκεινο της πρωτης του νοτας.

Όταν παιζει βιολι, δεν είναι απλα ο Ορεστης, είναι κατι ανωτερο, είναι διανοια, είναι χαρισματικος, είναι τα παντα.
Της προκαλει ταχυκαρδια η ιδια της η σκεψη,είναι τα παντα.
Σαν μαυρος αγγελος που σκαρφαλωσε τα ιερα χωματα της κολασης για να τους χαρισει πιστη.Γιατι όταν τον ακουγες να παιζει, πιστευες παλι στις ανωτερες δυναμεις του κοσμου.Μια τετοια μελωδια, δεν μπορει παρα να είναι θεικη.

  Την καλυπτει ένα δεος υπερμετρο.Σαν να αποκαλυφθηκε μπροστα της ο θεος και να της ειπε ότι δεν υπαρχει, και όλα τα εφτιαξε στο μυαλο της.

  Ο Ορεστης πιστευε ότι τα ταξιδια ηταν που θα πεισουν την Κυβελη να ζησουν εξω.Εκανε ομως λαθος.Τα μουσεια, οι πινακοθηκες, τα εστιατορια και οι γραφικοι δρομοι φανταζαν επουσιωδη και αδιαφορα μπροστα στο μεγαλειο της τεχνης του.Κι εκεινη γονατιζε μπροστα του, γινοταν μικρη, και τα ονειρα της ερμαιο των δικων του.Γιατι ποτε στη ζωη της δεν ειχε νιωσει αυτό που την εκανε να αισθανεται ο Ορεστης όταν επαιζε βιολι στις συναυλιες του.
   Οσα χρονια και αν περασαν, οσο διασημος κι αν γινοταν, θα της φαινοταν παντα κατι το ασυλληπτο το πως καταφερνε και επαιζε ετσι. Σαν να ανεπνεε, σαν το δοξαρι να ηταν προεκταση του χεριου του, σαν το βιολι να βρισκοταν μια ζωη αναμεσα στον ωμο και το σαγονι του. Αυτό δεν απειχε και πολύ από την πραγματικοτητα.

   Ο Ορεστης στεκοταν στο κεντρο ενός κυκλωνα που ειχε ρουφηξει ολη την αιθουσα και στροβυλιζε γυρω από την μελωδια. Εκεινος κρατουσε τα ηνια της καταστροφης τους εκεινος και της σωτηριας τους.

Η τελευταια νοτα ηταν μακροσυρτη και η ανασα της, μια βαθια βαθια εκπνοη, την αφησε αδεια, ερειμη, διχως οξυγονο και σωσιβιο, αφου η μουσικη ειχε τελειωσει.Το δευτερολεπτο απολυτης σιωπης διαδεχτηκε ένα ηχηρο, γεματο χειροκροτημα, ειδε τους παντες γυρω της να σηκωνονται και να χειροκροτουν ορθιοι.
 Καθοταν στην πρωτη σειρα οποτε μπορουσε ακομα να τον δει που υποκλινοταν σοβαρος.Τα ποδια της ετρεμαν, δεν μπορουσε να σηκωθει ορθια, της ηταν πρακτικα αδυνατον.
   Ο Στηβ διπλα της την ρωτησε αν είναι καλα, τον ακουσε, όμως τα χειλη της δεν εκαναν καμια κινηση ώστε να απαντησει.

Προσπαθουσε ακομη να παρει ανασα, ο τεραστιος κομπος στο στομαχι της ανεβαινε ολο και ψηλοτερα.Το οξυγονο δεν την γεμιζε, ο ηχος από το χειροκροτημα που δεν ελεγε να παψει την ζαλιζε.
 Αν στεκοταν ορθια, θα ειχε λιποθυμισει.
Ενιωσε τα ματια της να τσουζουν και να υγραινουν.
Όχι όχι όχι, δεν ηταν η σωστη στιγμη τωρα.
Κοιταξε ψηλα, ελπιζοντας τα δακρυα που απειλουσαν να χυθουν να στεγνωσουν.
«Κυβελη.» Ο Στηβ την σκουντηξε. Βαθια ανασα. Σκουπισε μηχανικα κατω από τα ματια της για να μην σταξει το eyeliner.
«Σε κοιταει.»

   Κατεβασε το βλεμμα της στην ιδια ευθεια που κοιτουσε την σκηνη.Το χειροκροτημα ειχε παψει και η ορχηστρα λαμβανε θεση για να συνεχισει η συναυλια.Ο Ορεστης κατεβαινε από την σκηνη και σταματουσε κάθε λιγο για να δωσει το χερι σε καποιον που ηθελε να τον συγχαρει.
Μα δεν κοιτουσε προς το μερος τους, όχι, γιατι τα ματια του ηταν καρφωμενα πανω της, και μια γνησια, εντονη ανησυχια ξεχειλιζε από το γαλαζιο και το πρασινο.

  Την παρακαλουσε να του γνεψει ότι ηταν καλα, μα δεν ηταν. Προσπαθησε.
Στην προσπαθεια και μονο να χαμογελαει το προσωπο της εσπασε.
Προσπαθηκε να κανει αερα, μα τα χερια της ετρεμαν.
Το προσεξε αυτό, κοιτουσε τα χερια της σα να ειχαν κατι κακο, σαν να εφταιγαν που ετρεμαν, ηταν ηδη πιο κοντα και ειχε παρατηρησει τα παντα.
Τους εφτασε με δυο μεγαλα βηματα και παρελειψε να χαιρετησει τον φιλο του, κι οι δυο στεκονταν από πανω της, οσοι βρισκονταν κοντα το ειχαν προσεξει επισης.
Η Κυβελη ενιωσε μια απεραντη ντροπη.

   Ετεινε το χερι του προς το μερος της.
«Παμε εξω να παρεις αερα.» δεν ηταν προταση, ηταν διαταγη.
Τον ειδε να σφιγγει τα δοντια όταν ενιωσε το τρεμουλο της την στιγμη που το εδωσε το χερι .
Την σηκωσε σχεδον μονος του ορθια και περασε το χερι του απαλα γυρω από την μεση της. Τα φωτα χαμηλωσαν παλι, σωζωντας την από πολλα βλεμματα.Βγηκαν από την αιθουσα και ανοιξε μια πορτα προορισμενη για εξοδο κινδυνου που οδηγουσε στον δρομο πισω από το κτιριο. Ο παγωμενος αερας της Βαρκελωνης την ξυπνησε. Μα τα δακρυα της δεν στεγνωναν, εκλαιγε πλεον κανονικα.

Την αφησε να στηριχθει στον τοιχο και εγειρε προς το μερος της, με το χερι του τυλιγμενο ακομη γυρω από την μεση της.
Παραμερισε μια τουφα που ειχε ξεφυγει από τον σινιον κοτσο της.
«Μωρο μου τι επαθες;» την ρωτησε απαλα, μα αγχωμενα.
Εκανε το λαθος να σηκωσει το βλεμμα προς το μερος του. Το πετρινο προσωπειο που ειχε οσο επαιζε δεν υπαρχει πουθενα, τα ματια του εψαχναν μεσα στα δικα της να βρουν το κεντρο της δυσφοριας της. Απαλά, τρυφερά, γεματα αγαπη.Είναι τα παντα.
«Ορεστη ησουν...» βαθια ανασα. «Εκει μεσα ηταν ...ολο αυτό...» τρεμει.

  Η ανησυχια του μετατρεπεται εν μερει σε χαμογελο ανακουφισης, και λιγη αλαζονεια τρυπωνει.
«Για αυτό κλαις;» ακουμπαει τα χερια του στα μπρατσα της και τριβει μηχανικα για να διωξει το κρυο.
Γνεφει αρνητικα.«Ειμαι εγωιστρια.» ψιθυριζει.
Μια σταγονα από τα δακρυα της ποτιζει το φορεμα της. Με τα ακροδαχτυλα του μαζευει οσα κινδυνευουν να εχουν ιδια μοιρα.

  Την τραβαει πανω στο στερνο του και την κραταει σφιχτα.
«Τι είναι αυτά που λες;» δεν μπορουσε να σκεφτει τι την οδηγησε σε αυτό. Μπροστα του ειχε μια γυναικα που δουλευε τρεις μερες εξ αποστασεως για να μπορεσει να είναι διπλα του στην Βαρκελωνη.
«Εισαι τα παντα...» ψιθυριζει. 
Γερνει το κεφαλι δεξια.«Εισαι...» καταπινει έναν λυγμο  «Τα παντα.»
Δεν εχει τιποτα να της απαντησει.

«Δεν θα σε αφησω να συμβιβαστεις Ορεστη.» του δηλωνει, και μολις το ξεστομιζει λιγο από το βαρος που εριχνε την καρδια της στο στομαχι αναδυεται από μεσα της.Τα ματια του γεμιζουν συνειδητοποιηση.
«Ξερω ότι το ειπαμε...» εκπνεει προσπαθωντας να κατευνασει την καρδια της.
«Κυβελη μωρο μου φτανει.» την σταματα, παρα το παρακλητικο της νευμα.
 «Παθαινεις κριση πανικου.» την αγκαλιαζει και την αφηνει να κουρνιασει στο στηθος του, νιωθει την καρδια του να χτυπαει ρυθμικα και τρεμει.
«Παρε βαθια ανασα.» της χαιδευει την πλατη, αργα και κυκλικα.Ένα δακρυ χυνεται πανω στο σακακι του, ευτυχως είναι μαυρο.
«Συγκινηθηκες που με ειδες να παιζω.» μουρμουριζει, σαν να το λεει στον εαυτο του, και δεν σταματα να την χαιδευει, σαν να θελει να ηρεμησει μικρο παιδι.

«Ορεστη...»
«Ναι;» την απομακρυνει για να την κοιτα.
Το σκουρο καστανο, βρεγμενο και γεματο θλιψη του τσακιζει την καρδια. Θα εκανε τα παντα για να χαμογελασει.Υπαρχει και κατι άλλο στο βλεμμα της όμως, κατι που εβλεπε συχνα, αποφασιστικοτητα, μα δεν συνοδευε ποτε τις λεξεις που επροκειτο να ξεστομισει.
«Εγω κι εσυ, τον Φεβρουαριο, θα φυγουμε στο εξωτερικο, οπου θες, οπου προτιμας, οπου θεωρεις ότι σου αξιζει. Εγω θα σε ακολουθησω και μεχρι την ακρη του κοσμου, θελω να το κανω. Ειμαι ετοιμη.»

 Συνεβη την ιδια στιγμη μεσα του μια μεγαλη ανακαταταξη, σαν να αλλαξαν τα ζωτικα του οργανα θεση.Και θα αργουσε να καταλαβει τι ακριβως συνεβη το λεπτο εκεινο. Μα αλλαξε με μιας, και για παντα, ολη του τη ζωη.
 
♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡

12 Οκτωβριου

«Λοιπον, τρεις εβδομαδες θα μεινουμε Νεα Υορκη. Μιλησα με την κοπελα που της νοικιαζω το διαμερισμα και θα βρει κατι άλλο οσο θα ειμαστε εκει,ασε που νομιζω ότι συμπεφτει με το δικο τους spring break, οποτε τις δεκα μερες θα λειπει ετσι κι αλλιως.» προγραμματιζει με ρυθμους που κανουν την Κυβελη να ζαλιζεται.

Εχει απειρες ερωτησεις.
«Και απλα θα την ξεσπιτωσουμε; Με το ετσι θελω; Θα κοιμομαστε στο κρεβατι της;» Της χαμογελαει πλατια.
  Τελευταια, τον εκανε πολύ ευτυχισμενο να μιλανε για το μελλον, γιατι το μελλον περιελαμβανε εντονα τις δυο αγαπες της ζωης του, την Κυβελη και την μουσικη.

«Η Cece είναι πολύ κουλ τυπακι, δεν εχουμε θεμα, είναι πολύ καθαρη και τακτικη, για αυτό νοικιασα εξ αρχης το διαμερισμα και δεν το πουλησα.»
Παει να του απαντησει αλλα την σταματαει.
«Και δεν θα κοιμηθουμε στο κρεβατι της, το σπιτι το νοικιασα επιπλωμενο.»
Δαγκωνεται.
Σε ποιο συμπαν θεωρειται αυτό απαντηση;
«Αρα κοιμαται εκεινη στο κρεβατι σου.» για καποιο λογο της φαινεται κακο όπως και να το πει.

   Της χαιδεψε την πλατη και της εκανε νοημα να ξαπλωσει παλι πανω του, όπως πριν. Ισως ηταν ένα νευμα να ηρεμησει, να μην αγχωνεσαι για χαζομαρες.Υπακουσε και αφησε μια ανασα πληρους παραδοσης στην βουληση του.
Αφηνω την τυχη μου στα χερια σου Νικολαϊδη.
«Θα την λατρεψεις την Νεα Υορκη δικηγορινα.» της υποσχεται, ισως παλι και να το ευχεται απλως φωναχτα. Τα δαχτυλα του φτιαχνουν αορατα μονοπατια στην γυμνη της πλατη και υστερα χτενιζουν τα μαλλια της.Το μαγουλο της ανεβοκατεβαινει μαζι με το στερνο του με κάθε ανασα.

  Εξω η Αθηνα βουιζει από αυτοκινητα, μουσικες, ανθρωπους που μιλανε, τσακωνονται, περπατουν, τραγουδανε μεθυσμενοι.Το ζευγαρι στο απεναντι διαμερισμα κοιμαται με τα πατζουρια ανοιχτα και ένα πορτατιφ ξεχασμενο.
Και η καρδια του Ορεστη Νικολαϊδη χτυπα ρυθμικα.
Τακ, τακ, τακ, τακ.Χτυπαει το ονομα της.

♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡

15 Οκτωβριου

«Ξερω ότι εχω να ερθω καιρο.» η Κυβελη αρχιζει και η Νωρα μενει ανεκφραστη.
Πειραχτηκε οντως;
«Νιωθεις τυψεις;» Η πρωτη ερωτηση την κανει να νιωσει σαν μαθητρια που απειχε καιρο από το σχολειο και ξαφνου εχει μεινει πισω, την πατησε σαν πρωταρα.

«Ναι. Νιωθω ότι αμελησα την ψυχικα μου υγεια.» της λεει αλλα την ωρα που το ξεστομιζει καταλαβαινει ότι δεν το πιστευει οντως.
«Δεν πηγαμε ταξιδι του μελιτος αλλα ο Ορεστης ειχε πολλες συναυλιες στο εξωτερικο και σε δυο τρεις τον ακολουθησα.»

Γνεφει θετικα και κατι γραφει.
Νωρις αρχισαμε να γραφουμε.

«Και επειδη δεν ειχες χρονο για συνεδρια νιωθεις ότι αμελησες την ψυχικη σου υγεια.» συμπεραινει.
«Βασικα όχι, δεν πιστευω ότι την αμελησα, δεν ξερω γιατι το ειπα αυτό.» απαντα ειλικρινα.
«Το ειπες γιατι νιωθεις τυψεις.» της απαντα, θυμιζοντας της κατι που ειπωθηκε λιγα δευτερολεπτα πριν. Ξεροκαταπινει.

  Η Νωρα της χαμογελα με εκεινο το βλεμμα που φωναζε «Μην προσποιεισαι μαζι μου.» και η κοπελα γερνει πισω στην θεση της.
«Εχω πιεστει λιγο με την δουλεια και τις κοινωνικες μου υποχρεωσεις. Ο Ορεστης δουλευει κάθε σαββατοκυριακο σχεδον εκτος χωρας και εγω καποιες μερες κλεινω 12ωρα στο γραφειο. Εχω κουραστει.»
«Παντως δεν φαινεσαι εξαντλημενη, ισα ισα, λαμπεις!» της κανει κοπλιμεντο και η κοπελα δεν μπορει να καταλαβει αν το κανει για να νιωσει απλως καλυτερα.

«Μ αρεσει η δουλεια μου, και ο Ορεστης μενει εδώ εξαιτιας μου, αλλα παντα βρισκουμε τροπο να περναμε χρονο, και οι φιλοι μου θα κανουν παιδι, οποτε θελω να τους σταθω.»
Η Νωρα της κανει νοημα να κανει μια παυση, σαν να της λεει ότι βιαζεται.
Την ειχε λουσει με νεες πληροφοριες.

«Ολο αυτό με τον Ορεστη όμως θα τελειωσει γιατι σε λιγους μηνες φευγετε.»
«Τελη Φλεβαρη, ναι!»
«Και με τη δουλεια σου;» αναρωτιεται.
Η Κυβελη ομως εχει την απαντηση, ολες τις απαντησεις τις εχει πια.

«Η εταιρια που δουλευω επεκταθηκε πριν δυο χρονια ετσι κι αλλιως σε Ολλανδια και Κυπρο, οποτε θα παρω μεταθεση εκει, πιο πολύ τους κανω εγω χαρη παρα αυτοι σε εμενα, γιατι δουλευω εκει από τοτε που εκανα πρακτικη και με θεωρουν ατομο εμπιστοσυνης.»
«Αρα θα πας τελη Φεβρουαριου εκει, και ο Ορεστης;»
«Όχι, θα παμε πρωτα Νεα Υορκη για δυο- τρεις εβδομαδες εβδομαδες, εχει συναυλιες, εγω θα παρω την αδεια μου και μεσα Μαρτιου θα παμε και Ολλανδια. Εχουμε βρει και σπιτι...» σκεφτεται τις δεκα διαφορετικες επιλογες τους
 «Περιπου, αλλα ειμαστε σε καλο δρομο!»

Γνεφει.
«Θα συνεχισουμε διαδικτυακα.» η Κυβελη ηξερε ότι η ψυχολογος της δεν προτιμουσε αυτή την μορφη συνεδριων, αλλα πλεον μιλουσαν μια φορα τον μηνα, και ουτε η Νωρα κατά βαθος ηταν ετοιμη να την αποχωριστει.
«Είναι καλο που βρηκες και εσυ δουλεια.» η γυναικα δεν της το επιβεβαιωνει παλι, μια αηχη υπενθυμιση να μην αγχωνεται. Της φερνει στην επιφανεια μια μεγαλη νικη ομως. Ηταν εκεινη που την εσωσε απο την μουρμουρα του μπαμπα της, κι αυτη που την καθησυχαζε, οτι θα προσαρμοστει οσο κι εκεινος.
«Σωτηριο είναι, δεν θα αντεχα να με συντηρει ο Ορεστης.» παραδεχεται.

«Και νιωθεις ετοιμη;»
Εκανε μια μικρη παυση. Θα νιωσω.
«Η αληθεια είναι ότι όταν πηγαμε για λιγες μερες μου αρεσε παρα πολύ σαν πολη. Δεν βρισκω λογο να μην είναι ομορφη η ζωη μου εκει.»
«Και εχεις πει ότι θα επιστρεφεις.» της υπενθυμιζει.
«Ναι το εχω πει, και θα το κανω!
Σοβαρευει λιγο, της χαμογελα με εκεινο το βλεμμα που επαιρνε η μαμα της οταν την επιανε να λεει αθωα ψεματα και την κρατουσε απεναντι της ετοιμη να κλαψει και να της πει την αληθεια.
«Σε βλεπω καπως στενοχωρημενη.»
«Είναι χαζο, αλλα δεν θελω να φυγω τωρα που η Ερμιονη και ο Βασιλης θα κανουν παιδι, νιωθω ότι δεν θα ειμαι στη ζωη του, και το βρισκω αδικο.» της απαντα και ξαφνιαζει τον εαυτο της με το ποσο ευκολα καταφερε να το παραδεχτει.

«Το εχεις συζητησει με τον Ορεστη αυτό;»
«Ξερω ότι ξερει πως νιωθω, δεν χρειαζεται να του το πω.»
«Και τι θα σου ελεγε αν του το ελεγες;»
«Ότι δε θα χαθουμε αρχικα, κι επειτα θα μου ελεγε ότι ολοι προχωρανε τις ζωες τους και δεν γινεται να εξαρτω την ζωη μου από την ζωη κανενος αλλου.»
Η Νωρα αναμενει το σχολιο της κοκκινομαλλας.
«Και μου το λεει αυτό ενώ τρεις μηνες τωρα κινησε γη και ουρανο για να με πεισει να φυγουμε,τελος παντων, Τα καταφερε.»
«Αγαπησες το εξωτερικο;»
Σουφρωσε την μυτη της.«Όχι, καμια σχεση.»
«Τοτε;»
«Θελω απλα να ζω μαζι του, το μερος εχει παψει να παιζει τοσο σημαντικο ρολο.»
«Αυτό που λες είναι πολύ σημαντικο.» της χαμογελα, σαν να βρηκε στα λογια της μια προοδο, και η κοπελα γεμιζει κουραγιο.
Θα ειμαι καλα.


29 Οκτωβρη.

  Το κοκκινο φορεμα αγκαλιαζε σφιχτα το σωμα της και επεφτε μεχρι το πατωμα σε στενη ισια γραμμη. Τα μανικια ηταν στην πραγματικοτητα δυο παχιες λωριδες υφασμα στους ωμους που δημιουργουσαν μια αυστηρη ευθεια στο χαμογελο του στηθος της, που φαινοταν αρκετα για να τον κανει να ξεροκαταπιει μα όχι αρκετα για να θεωρηθει αναρμοστο.

  Οσο επαιζε καταφερε να την αγνοησει, όταν επαψε όμως να είναι συγκεντρωμενος στο βιολι, το μυαλο του βουιζε στην σκεψη της.
   Λατρευε να την παιρνει μαζι του στις συναυλιες του, να την συστηνει στους συνεργατες του, να τους βλεπει να γοητευονται από εκεινη, να προσπαθουν να εχουν την προσοχη της, να γελουν ανεπιτηδευτα με το χιουμορ της.
Δεν είναι καν τοσο αστεια.

«Εξαιρετικο σολο. Καθηλωτικο, όπως παντα.» του λεει ευγενικα ο μεσηλικας αντρας και ο Ορεστης δεν εχει το συνηθισμενο αλαζονικο του υφος, επροκειτο για έναν από τους πιο καταξιωμενους μαεστρους στον κοσμο.
«Τιμη μου που ειχα την ευκαιρια να συνεργαστω με μια τετοια ορχηστρα.» απαντα στα αγγλικα.

   Η Κυβελη,στην άλλη ακρη της αιθουσας, μιλουσε με τον Στηβ ο οποιος ειχε αναλαβει να της συστησει οποιον ηξερε στον χωρο. Ο Ορεστης θελοντας και μη την αφηνε μονη μαζι του, φροντιζοντας ωστοσο να μην παιρνει το βλεμμα του μακρια για πολλη ωρα.
  Ειδε τον φιλο του να αφηνει την κοκκινομαλλα στην συντροφια μιας παρεας που δεν γνωριζε τοσο καλα.Ο Ορεστης όμως θα αναγνωριζε από παντου τον Andrew o'Connor, βιολιστη από τους λιγους.

  Οι δυο τους ειχαν συνεργαστει πολλακις,γνωριζονταν μια δεκατια σχεδον, μα δεν ειχαν αναπτυξει ποτε καποια ιδιαιτερη σχεση, μαλλον το αντιθετο. Δαγκωθηκε όταν ενιωσε ένα συναισθημα που δεν συνηθιζε να κατακλυει το στηθος του.
Ο Στηβ πλησιασε και εδωσε το χερι στον μαεστρο κι επειτα στην συζυγο του που ηρθε εκεινη την στιγμη προς το μερος τους. 

  Ο βιολιστης εδωσε το χερι του ευγενικα, κοιτωντας με την ακρη του ματιου του τον Andrew να λεει κατι στην Κυβελη που την εκανε να ριξει το κεφαλι της πισω σε ένα ηχηρο γελιο.
Μπορουσε να ακουσει σχεδον την βαρια Ιρλανδικη προφορα του, που η Emma ειχε χαρακτηρισει περυσι «ηδονικη» και αισθανοταν την αναγκη να την παρει μακρια από εκει. Μα ειχε δουλεια, επρεπε να φροντισει τις διασυνδεσεις του.

Λατρευε λοιπον να την παιρνει μαζι του σε τετοιες εκδηλωσεις.
Να ταξιδευουν μαζι στο εξωτερικο, να γνωριζουν μαζι εκ νεου καινουργια μερη, ναι!
Να την βλεπει να ντυνεται με εκεινα τα κολασμενα φορεματα που τον εκαναν τρελο, εννοειται!
Να αναγκαζεται όμως να βλεπει ολους τους αλλους να την κοιτανε; Να σαλιαριζουν μαζι της λες και εχουν ελπιδα; Λες και δεν βλεπουν την βερα και το ακριβα μεγαλο μονοπετρο που ειχε δωσει ένα σκασμο λεφτα να της παρει;
Όχι, αυτό δεν του αρεσε, θα εθετε κανεις ευπρεπως.
Μα ο Ορεστης ουδεποτε υπηρξε ευπρεπης οσον αφορουσε την Κυβελη.

  Ο σερβιτορος περασε και προσφερε στην 'παρεα' του σαμπανια. Πηρε ένα ποτηρι και το υψωσε για προποση. Το ακριβο γυαλι ακουστηκε ευηχα κατά μηκος της μεγαλοπρεπους αιθουσας.
«Στις επομενες συναυλιες.» η γυναικα του μαεστρου χαμογελασε σε εκεινον και τον φιλο του ευγενικα. Της το ανταπεδωσαν, κι ο Ορεστης, ταχα ανηξερος, σηκωσε το χερι του για να κοιταξει τι ωρα είναι.
Ξεροκαταπιε και επιστρατευσε το πιο απολογητικο υφος του.
«Εμενα θα με συγχωρεσετε, οσο κι αν απολαμβανω την παρεα ειχα μεγαλη μερα.» λεει στα αγγλικα και περαν του φιλου του που δαγκωθηκε να μην γελασει, το ζευγαρι εγνεψε θετικα, σαν να καταλαβαιναν τι 'περνουσε'.

  Τους καληνυχτισε και με δεκα μεγαλες δρασκελιες διεσχισε την αιθουσα, φροντιζοντας να αποφυγει τα βλεμματα οσων προσδοκουσαν να του μιλησουν.
Η ωρα ηταν λιγο μετα τις 10 και δεν νυσταζε ουτε λιγο Μα δεν σχεδιαζε να περασει ουτε ένα λεπτο παραπανω εκει μεσα, κανοντας αχρειαστη κοινωνικοποιηση. Το εκανε την προηγουμενη μερα για να το αποφυγει την σημερινη. Το βραδυ εκεινο ηταν αφιερωμενο στην Κυβελη.
Η οποια φαινοταν ιδιαιτερα αποροφημενη από την συζητηση της με τον Ιρλανδο ναρκισσο.

«Θα μεινετε μερες εδώ;» τον ακουσε να την ρωτα κοιτωντας την απροκαλυπτα. Η ανασα του βαθυνε, χρειαστηκε να θυμισει στον εαυτο του που βρισκοταν.
Ξερει πολύ καλα σε ποια μιλαει.
Μα οσα χρονια ηξερε τον συγκεκριμενο, ποτε του δεν φανηκε να ενδιαφερεται για την προσωπικη κατασταση των γυναικων που επελεγε. Δεν τις κρατουσε αλλωστε για πολύ.

  Ηταν από τους πιο περιζήτητους εργενηδες της σχολης του όταν ηταν 17, και όταν επεστρεψε στην Νεα Υορκη, χρονια αργοτερα, επιβεβαιωθηκαν οσα ακουγε, ότι η σκανδαλωδης ζωη του τροφοδοτουσε ακομα την πεινα της αφροκρεμας για δραμα.
Ηταν ωραιος, ελεγαν, γιατι ο Ορεστης δεν εβλεπε κατι ιδιαιτερο.

  Οσο πλησιαζε τοσο εβλεπε την προσοχη της αγκιστρωμενη πανω του, ωστοσο το σωμα της, σαν να ειχε αντιληθει την παρουσια του, ηταν σφιγμενο. Προσποιειτο ότι ακουγε ο,τι μπορεί να της ελεγε ο Andrew,μα στην πραγματικοτητα προσπαθουσε να υπολογισει σε ποσα βηματα θα τους εφτανε
«Καλησπερα σας.» Περασε το χερι του γυρω από την μεση της, διχως να τον νοιαζει ποσο κτηκτικος θα φαινοταν. Το καυτο γυμνο της δερμα κατω από τα δαχτυλα του αναριγησε.
Κοιταχτηκε για έναν χτυπο του χρονου με τον τσελιστα απεναντι του, ανταλλασοντας ένα βλεμμα ολο νοημα.
«Τι λετε;» απευνθυνθηκε και στους δυο μα κοιταξε την Κυβελη.

   Το βλεμμα της υψωθηκε προς το μερος του δικου του, και το ευγενικο μειδιαμα της, που θα επειθε τον οποιδηποτε ότι ηταν ο,τι πιο ομορφο μπορουσε να του προσφερει, μετατραπηκε σε ένα τρυφερο χαμογελο που εκανε την καρδια του να φτερουγισει.
 Ηθελε να κοιταξει παλι τον αντρα απεναντι του, και να του δηλωσει ότι αυτα τα χαμογελο ηταν μονο για εκεινον, δεν θα τα επαιρνε ποτέ εκεινος.
Ηταν δικα του.
Ηταν δικη του.

«Ο Andrew μου ελεγε ότι θα κατσει άλλες δυο μερες, αλλα δεν θα είναι αυριανη συναυλια, οποτε εχει τα πρωινα του κενα, και ηθελε να παει κι εκεινος στο παλατι Μπελβ..μπελβεντερε.» τον κοιταξε αβεβαιη για το ονομα και εκεινος της χαμογελασε γνεφωντας θετικα.
Ο Ορεστης ηθελε να γελασει μεσα στα μουτρα της.
O Andrew εχει ερθει πανω από 10 φορες στην Βιεννη για συναυλιες, αν ηθελε θα το ηξερε απεξω το γαμημενο το παλατι.

     Κρατηθηκε να μην την αγριοκοιταξει όταν του χαμογελασε πισω, τα ματια της κεντραρισμενα στα δικα του. 
'Δεν είναι ουτε ακριβως γκριζα, ουτε γαλανα, είναι σαν συννεφιασμενος ουρανος', μπορουσε να ακουσει την φωνη της φιλης του καθως ονειροπαρμενη τους περιεγραφε τις προβες που εκαναν όταν τον συνοδευε με πιανο σε καποιο σολο του.

Κατι στο μυαλο του αστραψε.
«Δεν θα εισαι στην Peterskirche;» τον ρωτησε, ριχνοντας το αυταρεσκο χαμογελο του αντρα απεναντι του. Η Κυβελη διαισθανθηκε ότι μαλλον ηταν σημαντικο.
Το βλεμμα του αντρα απεναντι του σκοτενιασε «Όχι, λογω ανειλημμένων υποχρεωσεων δεν ηθελα να αναλαβω κι αλλο επιπλεον project.» απαντησε με ευκολια ένα ψεμα.
Ο Ορεστης καυχασε.

Τωρα που δεν προσκαλεσαν αυτό το αρχιδι να παιξει νιωθω καλυτερα.
«Σοφη επιλογη.»

   Προσπαθωντας να ανακτησει λιγη από την χαμενη του υπερηφανια ξαναρωτησε:
«Λοιπον, τι λες; Θα επιτρεψεις στην γυναικα σου να με συνοδευσει στο παλατι οσο εισαι στην προβα;» ρωτησε επιλεγοντας προσεκτικτα τις λεξεις.
Εσφιξε το ποτηρι του. Εθεσε την ερωτηση με τροπο που δεν μπορουσε να πει όχι.

Αν τον χτυπησω ποσοι θα με δουν;
Κοιταξε το αλαζονικο του χαμογελο.
Ποσοι όμως θα με ευχαριστησουν;

«Η γυναικα μου, μπορει να κανει ο,τι θελει. Αν επιθυμει να σε συνοδευσει.» γυριζει προς το μερος της Κυβελης, που παρακολουθει την νοητη μαχη αναμεσα τους απνευστι, και της χαμογελαει σφιγμενα.
Μην τολμησεις.
«Τοτε εχετε 'το ελευθερο'.»

   Εκεινος εχει ένα θριαμβευτικο χαμογελο στα χειλη του, λες και του ειχε δωσει την ευχη του να την αποπλανησει.
«Υποθετω τοτε θα συζητησουμε στο πρωινο.» δεν του δινει άλλη προσοχη, την εχει ολη στραμμενη στην γυναικα του. Η Κυβελη γνεφει με ένα πολύ πιο ευγενικα μειδιαμα.
Η ενθυμηση ότι ολοι οι προσκεκλημενοι για τις συναυλιες του τριημερου εμεναν στο ιδιο ξενοδοχειο τον εκνευρισε ακομη παραπανω.

Δαγκωθηκε.
Την εσφιξε λιγο παραπανω και όταν τον κοιταξε αβεβαιη για το λογο της στενης επαφης τους, εκνευριστηκε παραπανω. Πως γινοταν να μην καταλαβαινει;

«Καλη συνεχεια.» χωρις να περιμενει απαντηση, και διχως να αντεχει το ξεδιαντροπο βλεμμα του πανω της, την τραβηξε, κρατωντας την πλαι του, προς την εξοδο.
Ισα που προλαβε να αποχαιρετησει τον γοητευτικο αντρα, καθως αυξησε τον ρυθμο του βηματισμου της για να προφτασει τον Ορεστη.

  Ενιωθε από τον τροπο που ανασαινε τον εκνευρισμο του. Μπορουσε σχεδον να δει την διαδικασια διογκωσης του εκνευρισμου του, εκατοστο προς εκατοστο, με κάθε κουβεντα που εβγαινε από τα χειλη του Andrew.

Σηκωσε το κεφαλι και κοιταξε τον Ορεστη, που σκυθρωπος, περιμενε από την κοπελα στην εξοδο να τους φερει τα πανωφορια τους. Σηκωνεται στις μυτες των ποδιων της, παρα τα ηδη ψηλα τακουνια της, για να τον φιλησει.
Σφιγγει το κρατημα του γυρω από την μεση της μα γυριζει το κεφαλι από την άλλη πλευρα, στελνοντας ένα τσουξιμο απορριψης κατά μηκος του προσωπου της.

  Η Κυβελη το ηξερε εκεινο το συναισθημα, ηταν καθαρη, αγνη, επικινδυνη ζηλια.
Και το ηξερε γιατι το βιωνε καθημερινα, ή εστω, καθως φορα που αναγκαζοταν να υπομενει το φλερτ που δεχοταν εκεινος, από το τοπικο σουπερ μαρκετ -γιατι η ταμειας δεν ξερει πως λενε ολους τους πελατες, αλλα ξερει πως λενε εκεινον-, μεχρι και το τεννις κλαμπ της Γλυφαδας, που εκεινη τον επρηξε να γραφτει και κάθε φορα που πηγαινε το μετανιωνε οικτρα.

  Μπαινουν στο αυτοκινητο που ειχαν νοικιασει για δυο μερες.Εκεινος οδηγει όπως παντα, μα είναι πιο σφιγμενος. Το χερι του πανω στο γυμνο γονατο της την καθησυχαζει ότι όλα είναι καλα. Εξακολουθει ωστοσο να την τιμωρει με το να μην την φιλα.

«Εσυ και ο Andrew εχετε καποια παλαιοτερη κοντρα;»
Βλεπει ένα πικρο χαμογελο, σαν να χλευαζει το ποσο ηπια το εθεσε.
«Μισιομασταν στην σχολη.»
«Ενώ τωρα ειστε πολύ αγαπημενοι.»
«Τωρα εκεινος με προκαλει και εγω αδιαφορω.»

 Η Κυβελη θελει να μαθει κι αλλα, φαινεται απο την σταση του σωματος της. Δεν της το αρνειται.
«Στην αρχη ηταν ανταγωνισμος,λογω δεξιοτητων, μετα και λογω κατακτησεων.» το τελευταιο σχεδον το ψιθυρισε.
«Α ναι;» εβρισκε ιδιαιτερο ενδιαφερον σε αυτή την ιστορια.
«Ναι, στο Βερολινο για ένα χρονο ημασταν σε κοινη ορχηστρα, εκει η κοντρα μας ηταν στο ζενιθ της. Μου εφαγε μια πολύ σημαντικη θεση. Ένα χρονο αργοτερα συνεχισαμε και οι δυο στη Νεα Υορκη, διδακτορικο στο Julliard, κι εγω κι εκεινος. Παντα το εβρισκα αστειο, το πως συμβαδιζαμε, σαν να ηθελαν να υπαρχει αυτή η κοντρα.»
«Περιεργο οντως.»
«Η κοντρα μας εκανε καλυτερους. Οι προσωπικες μας σχεσεις δεν επηρεασαν ποτε τις επαγγελματικες μας συνεργασιες. Βεβαια μεχρι τοτε δεν υπηρχε κατι προσωπικο.»

   Η Κυβελη διαισθανοταν ότι ο Ορεστης ηταν αυτος που προσεθεσε την προσωπικη νοτα σε μια επαγγελματικη κοντρα.
«Τοτε θυμαμαι, πλησιαζαν Χριστουγεννα, συνοδευαμε το μπαλετο του Julliard,Καριοθραυστης.»
«Ο Andrew ειχε πολλες γκομενες εκεινη την περιοδο.Απο την σχολη, από αλλα τμηματα του Πανεπιστημιου, γειτονισσες, μια φιλη μου, τελος παντων, ειχαμε παει να δουμε τον χωρο, να χαζεψουμε την προβα τους, είναι αδυνατον να συγκεντρωθει ολη η ορχηστρα και ο θιασος για προβες πριν τις τζενεραλε, οποτε καποιοι θελαμε να ειμαστε ετοιμοι.»

Η κοπελα τον κοιταξε δυσπιστη. Αυτό ηταν κατι που ο Ορεστης δεν θα εκανε ποτε.
«Πηγαν δυο φιλοι μου και εμαθα ότι θα πηγαινε κι εκεινος, Επρεπε να παω.» της παραδεχεται και εκεινη γελά.

«Την Κλαρα -η Κλαρα είναι η πρωταγωνιστρια του Καρ-»
«Ξερω!» αναφωνει εκνευρισμενη που θεωρουσε τοσο πενιχρη την μουσικη της παιδεια.
«Την Κλαρα επαιζε τοτε η Ανιανα, ηταν το ντεμπουτο της, ειχε μολις αντικαταστησει ένα μεγαλο ονομα στην σκηνη, και ολοι ψιθυριζαν ότι ειχε να κουβαλησει ένα μεγαλο βαρος.»
«Θυμαμαι ηταν ομορφη, όχι τοσο ο τυπος μου βεβαια, αλλα ομορφουλα.»
Οσο ο Ορεστης μουρμουριζε η Κυβελη ειχε ανοιξει το κινητο της και εψαχνε στο ιντερνετ να βρει αυτή την κοπελα για την οποια ηξερε μονο δυο πραγματα. Δεν ηταν και δυσκολο.

«Ορεστη!» αναφωνησε κοιτωντας την ξανθια γυναικα με τα πιο υπεροχα ελαφισια ματια που ειχε δει ποτε της.
«Αυτή είναι πανεμορφη!»
Τον κοιταξε δειχνοντας του παραλληλα το κινητο, κι εκεινος εριξε μια ματια στιγμιαια πριν στρεψει παλι την προσοχη του στον δρομο.
«Αυτή είναι ναι.»
«Και;» αδημονουσε να μαθει.
«Και ο Andrew αρχισε να την γουσταρει. Ηταν κλασικη μπαλαρινα της συνομοταξίας της, τρομερα πειθαρχημενη, δεν ετρωγε μαλακιες, δεν εβγαινε, δεν επινε, δεν καπνιζε. Και το κυριοτερο.» χαμογελασε αχνα. «Δεν τον γουσταρε!»

«Ειχε παρα πολύ πλακα να τον βλεπω να την χαζευει, να προσπαθει να της πιασει κουβεντα και εκεινη να τον αγνοει, ηταν η φαση που νομιζω ότι καταλαβε ποσο κακο ονομα ειχε οσον αφορα τα ερωτικα του.»
«Προσωπικο ποτε εγινε;» η κοπελα ρωτησε, αν και καταβαθος ηξερε ηδη.
«Προσωπικο εγινε στην πρωτη προβα τζενεραλε, όταν την ενιωσα να κοιταζει οσο επαιζα. Κι επειτα, όταν ρωτησε την Νατασα, μια από τον θιασο που καναμε παραπανω παρεα, αν ειμαι ελευθερος.»

Πεφτει σιωπη, και η κοπελα λιγοψυχει σκεπτομενη οτι η εξομολογηση του ειχε τελειωσει εκει.
«Την πηδηξα μετα την παρασταση και φροντισα να το μαθει.»

Γουρλωσε τα ματια στην κυνικοτητα του και του χτυπησε το χερι.
«Ορεστη!»
Ειδε τα λακκακια του να σχηματιζονται δεξια και αριστερα από ένα παιχνιδιαρικο χαμογελο. Λες και δεν της ειχε πει αυτό που της ειπε και ειχε καινει απλως μια αταξια.

«Οποτε τωρα σου εκανε αντιποινα;» Σβηστηκε αποτομα το χαμογελο.
«Δεν είναι αντιποινα γιατι δεν είναι το ιδιο. Και είναι τυχερος που ημουν τοσο ευγενικος μαζι του.» εσφιξε το γονατο της και το τιμονι.
Ευγενικος;

Η Κυβελη ειχε τις ενστασεις της αλλα ηξερε ότι ισως δεν ηταν η σωστη στιγμη. Φτανουν στο ξενοδοχειο και απεξω περιμενει ο παρκαδορος για το αυτοκινητο.
Βγαινει πρωτος εξω και δεν της ανοιγει την πορτα, αντι αυτου, παει κατευθειαν πισω για να παρει το βιολι του.
Στριφογυρίζει τα ματια και βγαινει μονη της, αρνουμενη ευγενικα την βοηθεια του αντρα που αντικρισε ολο το σκηνικο.
Περπατησε προς την εισοδο και συντομα βρεθηκε και εκεινος διπλα της, με την θηκη του κρεμασμενη από τον έναν ωμο.

  Ακουμπησε το χερι του χαμηλα στην μεση της, μεσα από το ανοιχτο παλτο της, παγωνοντας την επιτηδες. Κουνηθηκε για να ελευθερωθει από το κρατημα του, μα την σφιγγει περισσοτερο.
Γερνει προς το μερος της καθως οι αυτοματες πορτες του πολυτελους ξενοδοχειου ανοιγουν.
«Ηρεμα.» φιλησε το σημειο στα μαλλια της που αγγιξε ο ψιθυρος.

  Την σπρωχνει ελαφρως προς το μερος του ασανσερ και την αφηνει.
«Πατησε το κουμπι και ερχομαι.» παραξενεμενη εγνεψε θετικα και τον ειδε να κατευθυνεται προς την ρεσεψιον οπου ο υπαλληλος τον χαιρετησε ενθερμα και αρχισαν να συνεννοουνται σε απταιστα γερμανικα.
   Θα ηταν η πεμπτη φορα που ρολλαρε τα ματια της εκεινη την βραδια και ειχε αρχισει να αναρωτιέται σοβαρα, αν ενας από τους λογους που ηταν ερωτευμενη με τον αντρα της ηταν η αλαζονεια που διατηρουσε πανω από κάθε αριστη ικανοτητα και ταλεντο του.

Το ασανσερ αρχισε να κατεβαινει από τον 45ο οροφο. Κοιταξε προς το μερος του και τον ειδε να σπρωχνει κατι λεπτο προς το μερος του ρεσεψιονιστ και εκεινος να γνεφει γρηγορα θετικα και να του χαμογελαει.
Την σκοτωσε η περιεργεια.

   Αρχισε να προχωραει αργα προς το μερος της. Αργα και σταθερα, δινοντας την ευκαιρια στις δυο γυναικες που περιμεναν διπλα της το ασανσερ να τον χαζεψουν.
Η αλλοτε γεματη κοσμο εισοδος του ξενοδοχειο λογω της περασμενης ωρας ηταν σχετικα αδεια.

Σταματησε διπλα της, ψηλος και αγεροχος, και χαμογελασε ευγενικα στις κυριες πισω της, που του ανταπεδωσαν το χαμογελο και με το παραπανω.
Δεν την αγκαλιασε, κι αυτό νευριασε παραπανω την Κυβελη.
«Θες να φαινεσαι ελευθερος;» τον ρωτα στα ελληνικα, ξεροντας πολύ καλα ότι δεν καταλαβαιναν λεξη.
Μειδιαζει ελαφρως μα κοιταζει μπροστα του τις πορτες του ασανσερ που ανοιγουν.

  Ακουμπα την θηκη του βιολιου στο πατωμα και βαζει τα χερια στις τσεπες. Ο ωμος του αγγιζει στιγμιαια το γυμνο μπρατσο της.
Η ενταση αναμεσα τους ειχε γινει ένα μεγαλο κουβαρι πλεγμενο με κλωστες ποθου, παθους, ζηλιας, θυμου. Δεν ηξερε αν ηθελε ή όχι να το ξεμπλεξει.

   Το βλεμμα του την τρυπουσε μεσα από τον καθρεφτη απεναντι τους, σχεδον οσο εκεινα των γυναικων διπλα τους, που την ζυγιζαν, εκεινη και την χρυση βερα της, και προσπαθουσαν μαλλον να αποφασισουν νοερα αν ηταν αρκετα καλη για τον αντρα διπλα της.
1...2...3...4...
«Τι ειπες σε αυτόν στην ρεσεψιον;» αιφνιδιασε ρωτωντας σχεδον ψιθυριστα.
Τον ειδε να σφιγγει το σαγονι, επιδεικνυοντας λιγο ακομα τις γωνιες του προσωπο του.
5...6...7...
«Προτιμας λευκο ή κοκκινο κρασι; Ζητησα λευκο αλλα για του λογου το αληθες, πες μου.» της ειπε.

  Κι αν δεν καταλαβαινε ελληνικα, ισως μπερδευε αυτό που ακουστηκε με απαντηση στην ερωτηση της.
8...9...10...
Όμως δεν ηταν. Γυρισε προς το μερος του να τον κοιταξει, το βλεμμα του εμεινε στηλωμενο μπροστα. Η θερμη που εξεπεμπε στο κορμι της χωρις να την αγγιζει καν την τρελαινε. Ηθελε να κουρνιασει πανω του, να τον νιωσει πανω της εκατοστο προς εκατοστο και να τον ρωτησει γιατι την βασανιζει.

11....12...13

«Δεν νομιζω να πιω αλλο, εχω ξεναγηση στο παλατι αυριο.» του ειπε και ειδε τα ματια του να αστραφτουν. Ακουσε τα δοντια του να τριζουν.
Η ατμοσφαιρα στο ασανσερ ειχε γινει αποπνικτικη.

14...15...16...

  Το ασανσερ σταματησε και οι δυο γυναικες που ευχονταν να ηξεραν ελληνικα, μουρμουρισαν ένα καληνυχτα στα γερμαντικα και βγηκαν στον διαδρομο προς τα διαδρομο, ψιθυριζοντας η μια στην άλλη, μαλλον εικασιες για το τι μπορει να ελεγαν ώστε να κοιταζονταν ετσι.

17...18...19..
  Εφτασαν στον οροφο τους και οι πορτες ανοιξαν παλι. Η κοπελα εκανε να βγει εξω, όταν αξαφνα ενιωσε το χερι του στον καρπο της. Την τραβηξε πισω.
«Εδώ ειμαστε» τoν κοιταξε με απορια.
Δεν της απαντησε, αντ' αυτου πατησε τον αριθμο 46.
«Ορεστη.» επεμεινε, και ελευθερωσε τον καρπο της από το κρατημα του.
Γυρισε το κεφαλι του αργα προς το μερος της. Τα ματια του αστραφτε κατι που δεν ειχε δει σε κανεναν νυχτερινο ουρανο.
Οι πορτες εκλεισαν. Την κατεκλισε ενας φοβος με ηδονικη χροια ανυπομονησιας.

   Χωρις καμια προειδοποιησει την τραβηξε από την μεση πανω του και την κρατησε σταθερη.Καταπιε δυο ανασες. Εφερε το άλλο του χερι στο σαγονι της και κρατησε σταθερο το προσωπο της απεναντι στο δικο του. Η εισπνοη της ηταν τρεμουλιαστη.
«Σε κανενα παλατι δεν θα πας αυριο.Ακους; » η φωνη του βγηκε σαν ψιθυρος, ηταν απειλητικη και αυστηρη, η χροια βαθια, σκοτεινη.
20....21...

Αναριγησε. Η παλαμη του πιεσε την μεση της χαμηλα και κατεβηκε χαμηλα. Πιο χαμηλα από ότι θα ηθελε ενοψει της καμερας ασφαλειας πανω και δεξια τους.
«Ορεστη.» τον μαλωσε και τραβηχτηκε μακρια του στην άλλη ακρη του μικρου ασανσερ.
22...23...

  Την επιασε απο τους καρπους και τους εφερε μαζι με τα χερια του πισω από την μεση της, την ακινητοποιησε κολλωντας την πανω του, τριβοντας επιδεικτικα το σωμα του στο δικο της.
Ενιωσε τον γυαλινο τοιχο να παιρνει φωτια κατω από την πλατη της
Γαμωτο.
«Ειπα κατι!» της δηλωσε αγριεμενα.
  Ενιωσε την καρδια της να χτυπαει στο στηθος του, ειχε πεταξει από το δικο της.
Δεν του απαντησε, μονο μισανοιξε τα χειλη, παλευοντας να ανασανει. Αισθανοταν την καμερα να την παρακολουθει.
Τα ματια του επεσαν στα χειλη της, και τον ειδε να δαγκωνει τα δικα του, σαν να βασανιζοταν κι ο ιδιος.
24...25...

Κι ενώ ηταν σιγουρη, ενώ ετοιμαζοταν για ένα φιλι, από εκεινα τα πολύ καυτα, πολύ βαθια, που της εκοβαν την ανασα, κατεβασε το κεφαλι του στον λαιμο της και τα χερια του στους γλουτους της.Παραμερισε τα ποδια της και χωθηκε αναμεσα.
26...27...

  Τον ενιωσε να πιπιλαει τον λαιμο της, να ρουφα και να αφηνει καυτες ανασες που σαν παλμος καρδιας εστελναν αιμα σε κάθε κυτταρο του σωματος της.
«Ορεστη φτανουμε.» ψιθυριζει πνιχτα, παλευοντας να βρει ανασα.
Γελαει, το γελιο του γαργαλαει τον λαιμο της.
«Δεν ειμαστε καν κοντα.»
28....29...30...

   Της σηκωνει το φορεμα και γλιστραει το χερι του από κατω. Τα ακροδαχτυλα του γεμιζουν μουδιασμενα σημεια στο κορμι της στο διαβα τους.
«Εχει καμερες, θα μας κανουν παρατηρηση.» προσπαθησε να τον λογικεψει.
Παλευει να απελευθερωθει από το κρατημα του αλλα την σφιγγει πιο πολύ.
«Κανεις δεν θα μας πει τιποτα.» την διαβεβαιωνει και φιλαει το σημειο πανω από την καμπυλη του στηθους της. Δαγκωνεται.
«Πως εισαι τοσο σιγουρος;» ειχε ταχυπαλμια, και δεν ηξερε αν ηταν φοβος μην τους πιασουν, ή εξαψη για τον ιδιο ακριβως λογο.
«Με διαβεβαιωσε η αποδειξη πληρωμης μου.»
Η αλαζονικη απαντηση του μονο παραπανω την εκαψε.
31...32...

«Κι αν είναι καποιος απεξω;» νιωθει το χερι του να ανεβαινει ψηλα στο μπουτι της, γινεται ανυπομονος με το στενο υφασμα του φορεματος.
«Δεν είναι.»
«Κι είναι;» νιωθει τα δοντια του πανω στο δερμα του λαιμου της, δαγκωνει απαλα, αρκετα δυνατα όμως για να της δειξει την ενοχληση του.
«Ας είναι.» ψαχνοντας εσωρουχο, συντομα θα συνειδητοποιησει ότι δεν υπαρχει.
Η Κυβελη κοκκαλωνει και μενει υποπτα ακινητη.
Τα ακροδαχτυλα του ακουμπουν το γυμνο της δερμα και αποκτα παλμο.
33...34....

   Αισθανεται το αλαζονικο του μειδιαμα να σχηματιζεται.Σηκωνει το κεφαλι του ώστε να την κοιτα. Τα χειλη του εχουν πρηστει από το εντονο φιλι και θελει να τα δαγκωσει. Τα ματια του εχουν το πιο πονηρο, το πιο αυταρεσκο χαμογελο που εχει δει.
Τα λακκακια δεν βοηθουν.
Εχω ερωτευτει τον μεγαλυτερο αλαζονα του κοσμου.
«Το αθωο μου κοριτσι δεν φοραει εσωρουχο αλλά ντρεπεται να την παρω κοντρα στον τοιχο του ασανσερ.» μουρμουριζει ειρωνικα, και κυματας θερμης χτυπουν το σωμα της χωρις ελεος.
35...36...

Ασθμαινει.

Κλεινει λιγο τα ποδια της,κοβωντας του την προσβαση.Την κατακεραυνωνει με το βλεμμα του.
«Κυβελη.» ασκει πιεση με το σωμα του, και τα δαχτυλα του πιεζουν τον προσαγωγο της.
Οι αμυνες της πεφτουν σιγα σιγα, το ξερουν αμφοτεροι αυτό.
«Θα μας δουν» του ψιθυριζει ηττημενα.
37....38...
Της χαμογελα, κι εκεινη λιωνει αποκαμωμενη στην αγκαλια του.
«Καντο να αξιζει τοτε.»
39....40

   Κάθε αντισταση της ηταν ματαιη και ανωφελο. Του ειχε παραδοθει ανευ μαχης.
 Τα δαχτυλα του τριβουν απαλα, χωρις βιασυνη, σαν να εχει ολο τον χρονο του κοσμου.
41...42....

Μα δεν σκυβει να την φιλησει, την κοιτα προσηλωμενος, απορροφα κάθε της εκφραση, και όταν την βλεπει να μορφαζει από την αναγκη της να εκφραστει, την καθρεφτιζει.
Μια κυκλικη κινηση αρκει, και τα ποδια της τρεμουν. Τα δαχτυλα της βυθιζονται στο σακακι του.
Ορεστη....ψιθυριζει.

    Ο ηχος από το ασανσερ που φτανει ακουγεται καθαρα. Την αφηνει να πεσει στα ποδια της, το φορεμα με αρωγο του την βαρυτητα επιστρεφει στην αρχικη του θεση. Είναι ακομα κολλημενη στον τοιχο, αλαφιασμενη και βαριανασαινει.
Θα με αφησει ετσι; Σοκαρει ακομα και τον εαυτο της με αυτη την απρεπη σκεψη. Θα μπορουσε καποιος να ειναι εξω!
Νιωθει τον πονο του ανικανοποιητου να την τσακιζει. Τρεμει ολοκληρη και νιωθει ενα καψιμο.

  Εκεινος, σαν να μην της ειχε μολις 'επιτεθει' κανει ένα βημα πισω και τιναζει την υποτιθεμενη σκονη από το σακακι του.
Ζηλευει την ικανοτητα του να είναι τοσο συγκρατημενος, να φαινεται ανεπηρεαστος από οσα συνεβησαν.
Κι υστερα την χτυπησε σαν τυφωνας.
Δεν την ειχε φιλησει στα χειλη, την αφησε να πονα και να τρεμει.
Την τιμωρουσε για πριν.

  Βλεπει τις πορτες να ανοιγουν. Από την άλλη πλευρα δεν είναι κανεις. Της κανει νοημα να βγει πριν περπατησει πρωτος εξω παιρνοντας μαζι την θηκη του βιολιου του.
Προχωρα διπλα του, περιμενοντας να δει που πηγαινουν. Αισθανεται την παλαμη του στο κατω μερος της μεσης της. Την οδηγει προς μια πορτα με τον αριθμο 34.
«Εδωσα στον τυπο στην ρεσεψιον 50 ευρω και του ειπα να ενημερωσει τον κυριο O'Connor αυριο ότι δεν θα μπορεσεις να τον συνοδευσεις στο παλατι, ωστοσο του αφησα ένα εισιτηριο για την συναυλια το βραδυ, μπορει να σου κανει παρεα οσο παρακολουθειτε το σολο μου, πρωτη σειρα.» τιναζει το κεφαλι της προς το μερος του, ετοιμη να του πει κατι για τον τροπο του.
Ειναι τρελος.

Δεν την κοιταξε καν, το προσωπο του βλοσηρο, κουβαλα ομως εναν σκοπο.Ακουμπησε την καρτα στον αισθητηρα και η πορτα ξεκλειδωσε.
«Και παρεπιμπτοντως, αλλαξαμε δωματιο.»

♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡♡

Τα ποδια της ετρεμαν ακομη, ενιωθε αφυδατωμενη, και ηταν σιγουρη ότι η εικονα της ηταν ιδια με εκεινη του τσαλακωμενου κοκκινου φορεματος της στο πατωμα. Όλα αυτά ηταν παρεπομενα του τυφωνα Ορεστης Νικολαϊδης.

Εκεινος ειχε κανει μολις μπανιο και φορουσε προχειρα ρουχα. Σφυριζε έναν σκοπο και εφτιαχνε καπως τα μαλλια του.
Η ωρα ηταν δωδεκα παρα κατι, και ηταν πολύ ικανοποιημενη με την αποφαση του να φυγουν νωρις. Ηταν κουρασμενη, και προτιμουσε να τον χαζευει με μισοκλειστα ματια για το υπολοιπο βραδυ, ισως να τον αφησει να την κανει και μπανιο, παρα να τον μοιραζεται με συνεργατες και φιλους.

«Ξερω ότι δεν εχεις δει καθολου την Βιεννη επειδη εχω προβες ολη μερα και θα στο ανταποδωσω.» της ξεκαθαριζει λες και του το ειχε παραπονεθει.
«Δεν εχω θεμα, ειδα μερικα μουσεια μονη μου το πρωι, η συγκοινωνια εδώ είναι φοβερη.» απανταει τεμπελικα.
Κουναει το κεφαλι του αποδοκιμαστικα.

  Την ιδια στιγμη χτυπαει η πορτα, και η Κυβελη θυμαται την ερωτηση του στο ασανσερ.
Λευκο ή κοκκινο;

   Μεσα στην θολουρα οσων επονταν εκεινης της στιχομυθιας, ειχε ξεχασει ότι κατι της ειχε ετοιμασει. Ο Ορεστης ανοιγει και μιλαει για λιγο με τον νεαρο απεξω, δεν τον αφηνει ωστοσο να μπει στο δωματιο, και επιστρεφει με ένα συρομενο τραπεζακι. Η κοπελα ανακαθισε νιωθωντας αμεσως καλυτερα.
Ειδε ένα μπουκαλι λευκο κρασι μεσα στη θηκη που το κρατουσε κρυο, ένα μπολ με φραουλες και άλλο ένα στηριζομενο επισης σε βαση, με λιωμενη σοκολατα.
«Πρωτοβουλια του ξενοδοχειου.» της ειπε δειχνοντας τον δισκο με το γλυκο με βλεμμα που δεν μαρτυρουσε ιδιαιτερη εκτιμηση.

   Από το κατω επιπεδο εμφανισε μια καφε γνωστη σακουλα και την σηκωσε μπροστα της. Το αρωμα από την βρωμικη ενοχη γευση των Mcdonald's πλυμμυρισε το δωματιο και η Κυβελη ενιωσε το στομα της να υγραινει.
Της χαμογελασε, φανερα ικανοποιημενος.
«Κι αυτό δικη μου πρωτοβουλια.» σχολιασε, θεωρωντας την δικη του μακραν καλυτερη.

«Ελα μωρο μου, σηκα.» πηρε το ανοιχτηρι και εβγαλε τον φελο από μπουκαλι. Ο χαρακτηριστικος ηχος από τον αερα που απελευθερωθηκε αρκουσε για να ανοιξει η Κυβελη τα ματια της. Ανασηκωθηκε, περιμενοντας να τεινει το ποτηρι προς το μερος της, αντι αυτου στεκοταν στο κατω μερος του κρεβατιου, προς το μερος του μικρου σαλονιου.
«Ελα.» της χαμογελα πονηρα «Δεν δαγκωνω.»
Ξεφυσηξε μα καταφερε να σηκωθει. Νυσταζε πολυ.
Περπατησε κατά μηκος του χωρου, φορωντας τις παντοφλες μιας χρησης του ξενοδοχειου και μια φαρδια μπλουζα του.

  Τον πλησιασε και πηρε το ποτηρι της, πινωντας μια γερη γουλια από το παγωμενο λευκο κρασι.
Την μιμηθηκε και την επιασε από το χερι, οδηγοντας την στον διθεσιο καναπε και την πολυθρονα.
«Θελω να σου δειξω κατι.»

  Της εκανε νοημα να σταθει εκει και τεντωθηκε για να τραβηξει το μακρυ κορδονι. Οι κουρτινες του δωματιου ανοιξαν διαπλατα.
Από την κορυφη μεχρι το τελος του 'τοιχου' υπηρχε τζάμι, και ευθυς, μπροστα στα ματια της Κυβελης, ανοιχτηκε ολοκληρη η Βιεννη.
Πηρε μια κοφτη ανασα. «Θεε μου.»μουρμουρισε, ζαλισμενη σχεδον από τα φωτα, τους σχηματισμους των αυτοκινητοδρομων, τα ψηλα κτιρια. Ηταν μαγικο, μια θεα που ο 20ος οροφος δεν στερειτο μα σιγουρα δεν μπορουσε να ανταγωνιστει.

«Και ο λογος που αλλαξαμε δωματιο...» Σταθηκε πισω της.
Εσκυψε και ακουμπησε το σαγονι του στον ωμο της, δενοντας τα χερια του πανω από την κοιλια της. Το αρωμα κανελας την τυλιξε σαν απαλη κουβερτα, η θερμη του την περικυκλωσε γλυκα.

«Για να δω την θεα;» Η καρδια της ελιωνε, η πλατη της κοντρα στο στερνο του ελιωνε, η κοιλια της οπου την αγγιζε το χερι του, ελιωνε.
«Δεν γινεται το Κυβελακι μου να μην πιει κρασι με θεα ολη την Βιεννη, ειναι βλασφημια.» λεει μεταξυ αστειου και σοβαρου και ακουμπα τα χειλη του στον ωμο της αφηνοντας ένα γλυκο φιλι που την εκανε να αναριγησει.

  Η κοπελα γελαει μα πινει λιγο ακομα κρασι. Ηταν φρουτωδες, ξηρο, με την καταλληλη οξυτητα και οσο αρωματικο το ηθελε, αρωματικο και ευκολοπιοτο.
Κοιταξε την θεα απεναντι της, χαοτικη, φωτεινη και σκοτεινη ταυτοχρονα, όλα φαινονταν να κινουνται γρηγορα, μα την ιδια ωρα, σαν να βρισκονταν σε μια περιεργη ακινησια.
Ενιωθε τον αντιχειρα του να χαιδευει απαλα το κατω μερος της κοιλιας της. Ηξερε πολύ καλα ότι η κινηση του την εκανε να τρεμει.
Δεν μπορουσε να βρει τις λεξεις να απαντησει. Ατελειωτα σ'αγαπω στοιχίζονταν στο μυαλο της, ετοιμα να ξεφυγουν από τα χειλη της.

«Αυτό εδώ.» της ψιθυριζει, φερνοντας την πιο κοντα στο τζαμι. «Είναι το μελλον μας μωρο μου. Θα ταξιδεψουμε μαζι σε ολο τον κοσμο.» η λαχταρα στην φωνη του χαιδευει τα αυτια της.
Ακουμπα το χερι της πανω στο δικο του, σφιγγει απαλα.
Γυρνα ελαφρως το κεφαλι της προς το μερος του, τριβεται πανω στα γενια λιγων ημερων σαν γατα. Ξεφυσαει.

Στον μικρο ηχο που βγαινει από τα χειλη της ο Ορεστης λιωνει. Σφιγγει το κρατημα του. Χωνεται πιο βαθια στην αγκαλια του, κολλαει πανω του σαν δευτερο δερμα, τον κρατα σαν να επροκειτο να φυγει.
Εισπνεει την Κυβελη σαν εθισμενος, ευχομενος να ηταν το οξυγονο του, ο,τι ειχε μεινει από το αρωμα που φορεσε το βραδυ, λιγο από το σαμπουαν της, το γιασεμι που ειχε η κρεμα σωματος της, το λευκο κρασι στα χειλη του.

  Τραβηξε απαλα τα μαλλια της προς τα πισω, ώστε να τον κοιτα. Δεν της αρεσε να όταν της το εκανε αυτό (ετσι ελεγε), μα όταν αντικρισε το προσωπο της συναντησε ένα χαμογελο. Σπανιο χαμογελο.
Της χαμογελασε πισω.
Τα ματια της ελαμπαν, ηταν δυο νυχτερινοι ουρανοι γεματοι αστερια, και δεν ηξερε αν εφταιγε η αντανακλαση της φωτισμενης πολης ή ο ιδιος, μα δεν μπορουσε να παψει να την κοιτα.
Σαστισε. Σφιχτηκε και η καρδια του.

Ηταν όπως τοτε, σχεδον πεντε χρονια πριν. Όταν την πηγε στο Γαλατσι για να της φτιαξει το κεφι και κατεληξε να την ερωτευεται, να την καψουρευεται σαν πρωταρης.
«Τι είναι;» του χαμογελα, βλεπει το υφος του, και μεθαει από τον ερωτα με τον οποιο την παρατηρει.
«Δικηγορινα...» ξεφυσαει, δεν βρισκει τις λεξεις να της πει οσα νιωθει.
«Θα σε κρατησω εδω για παντα.Συμφωνοι;» οταν λεει εδω, δεν εννοει την πολη.

Γελαει, και γεμιζει ο ουρανος φως, ξημερωνει τα μεσανυχτα. Σηκωνεταιστις μυτες και τον φιλαει πεταχτα, δινοντας στον παραδεισο του γευση λευκουκρασιου.
«Συμφωνοι Ορεστακο.» 

10 Νοεμβριου – Αθήνα.

«Ο αντρας στον οποιο σε συστησα σημερα είναι ενας από τους πιο ακριβοπληρωμενους μουσικους ορχηστρας στον κσμο.»
«Φανηκε να σε συμπαθει.»παρατηρει, ένα περηφανια στον τονο της.
Γνεφει θετικα.
«Τον γνωρισα όταν ημουν 16, επαιζα τοτε στην φιλαρμονικη των νεων της Νεας Υορκης. χω παιξει πολλες φορες στην ορχηστρα του. Σκεψου πριν 13-14 χρονια, εκεινος ηταν ουτε 30 χρονων, εγω 17 και μου εκανε καποια μαθηματα στην σχολη. Ηταν φαινομενο. Τωρα είναι ο concertmaster
, το πρωτο βιολι ας πουμε, στην φιλαρμονκη της Νεας Υορκης.»
«Βγαζει περιπου 400 χιλιαρικα τον χρονο το λιγοτερο, χωρις τις εξωτερικες συναυλιες.» της λεει, ξεροντας ότι η Κυβελη θα ξεροκαταπιει.
Ακομη δεν ειχε συνηθισει τετοια ποσα.
«Σε εναμιση χρονο, με το τελος δηλαδη της σεζον, θα γινουν ανακαταταξεις, ηδη το δευτερο βιολι του θα φυγει, για καλυτερη θεση, φημολογειται στην ορχηστρα του Σικαγο.Με καλεσε να περασω από οντισιον για το δευτερο βιολι, Είναι εξαιρετικα τιμητικη θεση Κυβελη, δεν μπορεις να φανταστεις.»

«Είναι σαν να γινεσαι....δεν ξερω δικαστης στο δικαστηριο της Χαγης!»
«Θεε μου Ορεστη.» ψιθυρισε, σκεπτομενη αυτή την αναλογια.

«Πρεπει να δεχτεις.»

«Ευχομαι να εχουμε μια καλη συνεργασια...» μουρμουριζει καθως γραφει το μειλ για πεμπτη φορα.
Όχι, οχι, πολύ επισημο.
«Ευχομαι να τα παμε καλα.» δοκιμαζει. Το σβηνει παλι.
Τα πλακακια του μπανιου εχουν αρχισει να την παγωνουν
«Θα προσπαθησω να αφομοιωσω το συντομοτερο δυνατον τον τροπο που λειτουργει η ομαδα και να κανω την ενταξη μου ομαλη.» το νιωθει λαθος την ιδια στιγμη που το λεει.
Ακουγεται αγχωμενο αυτό.

Το μυαλο της βουιζει. Προσπαθει να απασχοληθει.Τι ωρα είναι;

Αλλαγη καρτελας.
«Δεν εχεις πει ακομα το ναι για Αμστερνταμ;»
«Όχι φυσικα!»

«Τι περιμενεις;»

«Το deadline είναι αρχες Ιανουαριου. Μεχρι τοτε δεν θα λαβουν νεα μου.»

«Για να τους κρατας σε αγωνια;»

«Για να μου προσφερουν πιο πολλα λεφτα ή πιο ευελικτο προγραμμα εμφανισεων.»

Ανοιγει τον φακελο με τα διαμερισματα που της ειχε αφησει ώστε να διαλεξει αναμεσα τους, ηταν δυο. Όταν ειδε τα ποσα που ζητουνταν μηνιαιως πνιγηκε, μα αυτό κρατησε λιγο, εως οτου συνειδητοποιησει ποια θα ηταν τα δικα της εσοδα, μα κυριως ποια θα ηταν τα δικα του.
Σχεδον ηθελε να κλαψει σκεπτομενη ότι οι δυο μισθοι του από τις ορχηστρες στην Ελλαδα αγγιζαν αθροιστικα το μισο εκεινου που θα επαιρνε στο Αμστερνταμ.

Κλεινει ολες τις καρτελες. Τα χερια της τρεμουν. Δεν μπορει να προσποιειται αλλο.

«Εχεις σκεφτει ποσα χρονια θες να ζησεις εξω;»
«Αμιγως εξω;»
«Ναι.»
«Αν λαβεις υποψιν σου τα 5 που ελειπα, τα 3 αφου ξαναεφυγα, νομιζω αντεχω αλλα 4-5.»
«Μονο 5;»
«Ναι, δεν αντεχω άλλο εξωτερικο μονιμα. Ο στοχος είναι επειτα να εγκατασταθουμε παλι Ελλαδα και απλα να κλεινω καποιες προκαθορισμενες συναυλιες σε ολη την ευρωπη και ισως Αμερικη. Θα δειξει. Σκεψου τωρα εχω 20 Συναυλιες μεχρι τα Χριστουγεννα.»


Παιρνει βαθια ανασα. Κλεινει τον υπολογιστη με κροτο.
1, 2, 3, 4, 5 , 6, 7, 8, 9, 10
Αυτό ηταν πολύ γρηγορο.
1..... 2......3..... 4.....
Αυτό ηταν πολύ αργο.

Ας το βαλω στο κινητο.
Ποσα δευτερολεπτα εχουν μεινει;
Ανοιγει το κινητο και το κλεινει παλι.

Μεχρι να το κανω αυτό περασαν σιγουρα αλλα 20.

Με τον πρωτο τροπο.

Ακουμπαει την πλατη της στην μπανιερα, το μαρμαρο την παγωνει, αρκετα για να καταλαβει ότι μαλλον εχει δεκατα.
Ξερει ότι αν το καθυστερησει κι άλλο θα κανει εμετο από το αγχος.
Ξερει επισης ότι σε λιγους μηνες φευγουν.
1,2,3,4,5,6,7,7,7,7,7,7.....

Η Κυβελη όταν ηταν μικρη φοβοταν τα υψη. Ο Δημητρης την κρατουσε από το χερι για να μην πεσει και της ελεγε να κοιτα μπροστα , ποτέ κατω.
'Αν κοιταξεις κατω θα χασεις την ισορροπια σου.'

Και κρατουσε σφιχτα όλα αυτά χρονια την συμβουλη του μπαμπα της. Αγνοουσε τον φοβο που ξετρυπωνε από καποια υποσυνειδητη κολαση, και συγκεντρωνοταν στο φως μπροστα της.
Μα τα πραγματα αλλαξαν από όταν ηταν παιδι.

Πρωτον, κατω από τα ποδια της επαψαν να βρισκονται μονο φοβοι της φαντασιας της.
Πλεον βρισκοταν και η αληθεια.
Κατεβασε το βλεμμα αργα.
+

Δευτερον, και κυριοτερον, οταν εχανε την ισορροπια της, δεν υπηρχε πια κανεις να της κρατησει το χερι για να μην πεσει.
Οποτε, επεσε.




(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ....)





Ciao Bellas!


Ηθελα να μπει αργα για να χασετε τον υπνο σας!
Οχι ενταξει πλακα κανω! (Οχι)
Ηταν πολυ μεγαλο, δεν ξερω πως πιστεψα οτι θα χωρεσει ολο σε ενα, οποτε το εκοψα.

Θα ανεβασω και το δευτερο μισο.

Η αληθεια ειναι οτι πολλες φορες σκεφτηκα να γραψω αλλες δυο τρεις χιλιαδες λεξεις και να το ληξω, αλλα δεν θελω να το τελειωσω βιαστικα.
Υπομονη.

Και το επομενο σχεδον ετοιμο ειναι. Απλα θελω λιγες λεπτομερειες να φτιαξω.

Φυσικα και ολα θα επαιρναν φωτια λιγο πριν το τελος.
Οι προβλεψεις δικες σας.Τι πρεπει να γινει;

Σας αγαπω πολυ.


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top