Γνώθι σαυτόν.

Ω δύσποτμ', είθε μήποτε γνοίης ός εί.
(=Ω δυστυχισμένε, μακάρι ποτέ να μη μάθεις ποιος είσαι.)
Σοφοκλής (Στον Οιδίποδα, που εν αγνοια του σκοτωσε τον πατερα του και παντρευτηκε την μητερα του, ο αγαπημενος μου τραγικος ηρωας.)


Ξύπνησα χωρίς ξυπνητήρι στις 6 και 10 και έμεινα ξαπλωμένη μέχρι τις 7, που ο σπαστός, σπαστικός ήχος, προορισμένος να με ξυπνήσει, δεν είχε πλέον την δύναμη να με βγάλει από την θολούρα μου.

Κοιτούσα το ταβάνι με μάτια ορθάνοιχτα και μια καρδιά να ματώνει.
Η αδελφή μου μπήκε στο δωμάτιο και με κοίταξε προσπαθώντας να καταλάβει αν είμαι ξύπνια.
"Πρέπει να σηκωθείς. Ξύπνησες;" με ρώτησε ψιθυριστά.
"Γιατί; Κοιμήθηκα;" της απαντώ.

Και σηκώθηκα, έπλυνα το πρόσωπο μου, τα δόντια μου, χτένισα τα μαλλιά μου.
Με κοιτούσα στον καθρέφτη και δεν έβλεπα τίποτα.
Βαβούρα στο σπίτι, ήρθαν οι φίλοι μου και εγώ ακόμα βαφόμουν. Τα μαλλιά μου έπεφταν θαμπά μέχρι τους ώμους μου, δεν έλεγαν να ελαφρύνουν.

Χτύπησε η πόρτα του μπάνιου την ώρα που φορούσα το μαύρο καλσόν.
Ήταν ο κολλητός μου, παλιά και ο δικός του, μπορεί ακόμα να είναι, δεν θα μπορέσουμε να ξέρουμε.
"Πρέπει να φύγουμε." τα ματιά του ήταν πρησμένα, ούτε εκείνος κοιμήθηκε το βράδυ, το ξέρω.
"Ένα λεπτό. Είμαι έτοιμη."
Ούσα τραγικά σαρκαστική, όταν έλαβα εκείνο το μαύρο φόρεμα ως δώρο γιορτής από την γιαγιά μου το είχα αποκαλέσει στους φίλους μου 'φόρεμα κηδειών', μαύρο, μακρύ και πολύ συντηρητικό, δεν μπορούσα να δω σε αυτό χρησιμότητα.

   Προσπάθησα να αναπνεύσω όσο το περνούσα πάνω από το κεφάλι μου. Το χτύπησα απαλά και το τράβηξα ώστε να καθίσει πάνω μου με τρόπο μη θλιβερό, ώσπου κατάλαβα ότι κάθε τρόπος είναι θλιβερός.
Ήρθε η φίλη μου στο μπάνιο, η μάνα μου της έψησε καφέ, της παρηγοριάς καφές.

"Παιδιά τόσο μικρά δεν πρέπει να πηγαίνουν σε τέτοια μέρη."

"Να σε βοηθήσω με το φερμουάρ;" στάθηκε πίσω μου και κοιταχτήκαμε μαζί στον καθρέφτη.
Εκείνη είχε βαφτεί πολύ καλύτερα, και οι κύκλοι δεν φαίνονταν.
"Πάμε;" με αγκάλιασε από πίσω και ακούμπησε ένα μικρό φιλί στον γυμνό μου ώμο, γυμνός για λίγο, γιατί σήκωσε το μανίκι, μαζί και το φερμουάρ.

  Η μαμά δεν ήταν ποτέ παρηγορητική, και με σκότωνε, λάθος λέξη σήμερα αυτή, με πονούσε να την βλέπω να προσπαθεί να είναι μαλακή.
Μπήκα στο αυτοκίνητο και κράτησα την τσάντα μου.
Δεν ήξερα αν είχε μέσα όσα έπρεπε, τι έπρεπε να έχει;
Δεν ήμουν καθόλου έτοιμη για αυτό.

Δεν άκουγα ποτέ τα λόγια του παπά, απλά υπήρχαν σαν μια μελωδική βοή στο μυαλό μου. Κοίταξα το μωσαϊκό της εκκλησίας.
Τρομερά αποπνικτικό το κλίμα, μετά βίας έπαιρνα ανάσα.
Και δεν ήμουν καν εκείνη που είχε το δικαίωμα να λιποθυμήσει.

Ο φίλος μου δίπλα φορούσε γυαλιά ηλίου, έσφιξα τα δόντια και του έσφιξα το χέρι.
Δεν ένιωσα πόνο, όσο και να πίεζα.
Μούδιασα.
Αγκάλιασα την μάνα του, έδωσα στο χέρι στον πάτερα του και κοίταξα την αδελφή του από μακριά.

"Πάμε για καφέ;" ρώτησε ο άλλος φίλος μου,
6 μείναμε, τρεις και τρεις.
Όλοι γνέψαμε θετικά, μα ο καθένας πήρε τον δρόμο του και πήγε σπίτι του.

Κεφάλαιο υπ αριθμόν 66: Ενθάδε κείται η αυθυπαρξία μας.



«Ώστε Παρίσι;» ο Ιάκωβος ανακάθισε στο κρεβάτι του και έμεινε να την κοιτά καθώς ντυνόταν.
Λεπτό δεν περίμενε, ούτε λίγη τρυφερότητα δεν του έδειχνε!
«Το είπαμε αυτό, σε δυο μήνες.» κούμπωσε το τζιν της και έψαξε ημίγυμνη το σουτιέν και το φαρδύ πουλόβερ της. Πέρασε από δίπλα του, κι εκείνος δεν έχασε ευκαιρία. Την άρπαξε από τον καρπό και την τράβηξε πάνω του. Έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά του.
«Μίλα όμορφα.» διέταξε αγριεμένα.

   Η κοπέλα ούτε καν μαζεύτηκε, αντιθέτως, του έσκασε ένα μεγάλο χαμόγελο, από εκείνα γεμάτα αυτοπεποίθηση και του χάρισε ένα μικρό πεταχτό φιλάκι στα χείλη.
«Άσε τις αγριάδες σε εμένα.» ανασηκώθηκε και σαν από θαύμα κάτω από την πλευρά του βρήκε το σουτιέν της το οποίο άρπαξε και έσπευσε να τυλίξει γύρω από το στήθος της.

Έμεινε να την παρακολουθεί.
«Βιάζεσαι.» παρατήρησε.
«Έχω να παραδώσω μια εργασία μέχρι τις 12 σήμερα και είμαι στην μέση.» του είπε και έπιασε το μπλουζάκι της από την καρέκλα. Τα παράθυρα είχαν θέα όλη την Αθήνα. Και τι δεν θα έδινε να έμενε όλη την υπόλοιπη μέρα εκεί.

Το χλευαστικό γέλιο του Ιάκωβου ήξερε ότι κατευθυνόταν προς την τάση της να αφήνει τα πάντα για τελευταία στιγμή.
«Η τέχνη δεν έχει ώρα καλέ μου.» Έλυσε τα μαλλιά της από το κλαμερ και τα χτένισε με τα δάχτυλα της καθώς άνοιγε την πόρτα του μπάνιου για να επιθεωρήσει την εμφάνιση της.
Τώρα που ο Ιάκωβος νοίκιαζε διαμέρισμα οι συναντήσεις τους είχαν τριπλασιαστεί, βρίσκονταν και δυο φορές την μέρα.
«Ο, τι σε βοηθάει να κοιμάσαι καλύτερα τα βράδια.» την αποπαίρνει.

  Σηκώνει το βλέμμα της από την αντανάκλαση της στον καθρέφτη και καρφώνει τα μάτια του.
Το καλό σεξ και η τέχνη. Έκανα το πρώτο και πάω να κάνω το δεύτερο.» του κλείνει το μάτι καθώς περνάει το πουλόβερ πάνω από το κεφάλι της.
Πνίγει ένα γελάκι.
Είναι απαράδεκτη.

Κλείνει το κινητό του και ξαπλώνει καλύτερα στο κρεβάτι, το μόνο που ήθελε τώρα είναι να κοιμηθεί, απορούσε πως έβρισκε το κουράγιο εκείνη να φεύγει μέσα στην νύχτα.
«Μίλησες καθόλου με την Κυβέλη;» η ερώτησή του γυρνούσε ώρα τώρα στο μυαλό του, απλά κάθε άλλο λεπτό πριν από εκείνη ήταν εξαιρετικά ακατάλληλο για να την εκφράσει.
Η Φαίδρα σταμάτησε να φτιάχνει τα ρούχα της και τον κοίταξε.
«Ναι, μερικά μηνύματα μόνο βεβαία, γιατί;» τον ρωτά.
«Πως είναι;» σπεύδει να ρωτήσει.
Η κοπέλα ανασηκώνει το φρύδι.
«Αν θες να μάθεις θα με πας σπίτι.» αρχίζει αμέσως τους συμβιβασμούς.

Ο Ιάκωβος μουγγρίζει και πέφτει πίσω στο μαξιλάρι.
«Είσαι απαράδεκτη.» της λέει δίχως να την κοιτά.
Εκείνη μειδιά.
«Καλώς. Αποχωρώ. Τα ΄παμε.» ανοίγει την πόρτα του δωματίου.
«Περίμενε.» την σταματά με μια ανάσα.
Ξεφυσάει ξέροντας δίχως καν να βλέπει ότι η κοπέλα έχει το χαμόγελο της νικήτριας.
«Θα σε πάω.» υποχωρεί.


------------------------------------------------

«Που είναι οι άλλοι;» ο Βασίλης μουρμούρισε όταν πάρκαρε έξω από το σπίτι της Κυβέλης.
Η ώρα ήταν 6 παρά πέντε το πρωί και το πλοίο για Ρόδο έφευγε στις 7 και 10.
Στην ώρα τους ήταν οι συνήθεις τρεις.
«Αποκλείεται να μας αφήσουν να μπούμε στο καράβι, όπως μπούμε θα βγούμε.» ο Κωνσταντίνος γκρίνιαξε, και δεν είχε και άδικο, τα μέτρα ήταν πολύ αυστηρά και σε εκείνη την φάση διακινδύνευαν όλοι να μείνουν πίσω.

«Τουλάχιστον θα έχουμε προσπαθήσει.» η Κυβέλη ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και τους έκανε νόημα να μπουν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Το κρύο ήταν έντονο.
«Η Λαίδη;» ο Βασίλης πρώτος αναρωτήθηκε τρεις γουλιές καφέ αργότερα, σαν να είχε μόλις ξυπνήσει.
Είχε καταφέρει να κοιμηθεί όμως καθόλου; Η απάντηση σε αυτό ήταν αρνητική, είχε χάσει τον ύπνο του, και ο θάνατος της γιαγιάς της Φαιής μόνο χειρότερα έκανε τα πράγματα, αφού θα αναγκαζόταν να μείνει με την Ερμιόνη στον ίδιο χώρο για μέρες.
Ενδόμυχα ευχόταν να μην τους αφήσουν να μπουν στο πλοίο.

«Στην μαμά μου, άσε τι πέρασα για να την πείσω.» μουρμούρισε η κοπέλα που είχε ξυπνήσει από τις 4 το πρωί για να πάει τον σκύλο στο Μαρούσι, προσπαθώντας να αποφύγει κάθε είδους συζήτηση με την Ιφιγένεια που καιγόταν να μάθει. Μια ενδελεχής κουβέντα ερχόταν, απλά δεν ήταν για την παρούσα στιγμή.
«Αργούν.» βλαστήμησε κάτω από την ανάσα του ο Βασίλης και αγριοκοίταξέ τον άδειο δρόμο. Η Κυβέλη κοιτάχτηκε με τον Κωνσταντίνο.

  Το βλέμμα του ήταν ανάμεσα στο 'Πως είσαι; ' Και στο 'Τι κάνουμε με αυτούς τους δυο; '.
Φυσικά, το μεγαλύτερο πρόβλημα στην παρούσα φάση ήταν η Φαιή, που πεισματικά αρνείτο να πάει στην Ρόδο χωρίς τις φίλες της, ο Γιάννης δεν ήθελε να την αφήσει μόνη, και εν τέλει θεωρήθηκε πρέπον και σωστό όλη η παρέα να πάει στο νησί, στο οποίο είχαν φιλοξενηθεί δυο καλοκαίρια.
«Η Φαιή δεν είναι καλά ε;» ο Κωνσταντίνος αναρωτήθηκε φωναχτά και στην μισοάδεια είσοδο της πολυκατοικίας έκανε ηχώ.
«Καλά είναι, καλύτερα από ότι πιστεύεις δηλαδή.» τον διαβεβαίωσε η Κυβέλη.
«Για την μαμά της στενοχωριέται, άλλωστε η γιαγιά ήταν χάλια πολλά χρόνια τώρα, θάνατος μεν, αλλά τον περίμεναν...» η δικηγορίνα αναρωτήθηκε αν ακουγόταν κυνική μα το νεύμα του Βασίλη την καθησύχασε.

«Άρα εμείς τι πάμε να κάνουμε εκεί; Επιτρέπεται στην κηδεία να είναι τόσοι;»
Η κοπέλα στριφογύρισε τα μάτια της.
«Μην είσαι χέστης ρε μαλάκα.» ο ξανθός φίλος του τον επέπληξε.
«Σε χωριό είναι, ποιος θα πει τι; Έχουν δυο αστυνομικούς και ο ένας είναι ξάδελφος της Φαιής.»
«Γαμώτο. Έπρεπε να είχα φέρει την Ιωάννα.» παραδέχεται και η Κυβέλη κοιτάζει τον Βασίλη για να μην τον βρίσει, ο Κωνσταντίνος έμοιαζε να μην αντέχει στιγμή μακριά από την κοπέλα του, κι αυτό τον είχε αλλάξει πολύ, προς το καλύτερο.

Το βλέμμα του νεαρού έπεσε στον δρόμο, εκεί που σταμάτησε με αλαρμ το αυτοκίνητο του Γιάννη, και από μέσα βγήκαν οι δυο κοπέλες.
«Επιτέλους!» αναφώνησε η Κυβέλη και έλεγξε για χιλιοστή φορά ότι είχε τα πάντα μαζί της.
«Άντε να τελειώνουμε.» μουρμούρισε ο Βασίλης και βγήκε πρώτος έξω, τα μάτια του αυστηρά μόνο στην Φαιή, αγνοώντας την μελαχρινή που σαν βρεγμένη γάτα τον κοιτούσε. Η Ερμιόνη είχε μέρες να κοιμηθεί κανονικά, και κάθε ένα από εκείνα τα βράδια τα είχε περάσει σπίτι της Κυβέλης, να βλέπουν μαζί ταινίες και να κλαίει. Η Κυβέλη δεν έκλαιγε.

«Συλλυπητήρια Φαιή.» ο Βασίλης την τράβηξε σε μια σφιχτή αγκαλιά και η ξανθούλα άφησε το χέρι του Γιάννη και ανταπέδωσε το σφιχτό κράτημα.
«Ευχαριστώ που έρχεστε παιδιά.» ψιθύρισε με τρεμάμενη φωνή και σήκωσε το κεφάλι από τον ώμο του φίλου της για να τους κοιτάξει όλους έναν έναν, πριν κοιταχτεί με την Κυβέλη, που της χαμογέλασε βουρκωμένη.
«Πάει η γιαγια...» ψιθύρισε και έπεσε στην αγκαλιά της κολλητής.
Πάνω από τον ώμο της ξανθούλας κοίταξε την Ερμιόνη, που κοιτούσε ήδη τον Βασίλη, που κοιτούσε το πάτωμα εκνευρισμένος, προσπαθώντας να διώξει το βλέμμα της από πάνω του νοητά.

«Λοιπόν, όπως είπαμε.» ο Γιάννης θελοντας να διαλύσει την ένταση στην ατμόσφαιρα άλλαξε θέμα.
«Εγώ με την Φαιή πάμε για το σπίτι. Κυβέλη και Βασίλη, έχετε ραντεβού με γιατρό, Ερμιόνη και Κωνσταντίνε με το μεσιτικό γραφείο. Πρώτα θα πάμε εμείς, περιμένετε δέκα λεπτά και πάτε εσείς.»
Το σχέδιο ήταν απλό, αν πετύχαινε θα πετύχαινε, και αν αποτύγχανε θα έπρεπε να βρουν νέο.
«Καλά θα πάει αυτό.» μουρμούρισε ο Βασίλης που έκανε νόημα στην Κυβέλη να μπουν στο αυτοκίνητο του.

  Ο δρομος μέχρι τον Πειραιά ήταν ακόμη σχετικά άδειος. Η ατμόσφαιρα ανάμεσα τους τεταμένη, με θέματα να επιπλέουν μα κανείς να μην τολμά να τα αγγίξει. Μα η Κυβέλη ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά που θα είχε λίγο χρόνο μόνη μαζί του.
«Πως είσαι Βασίλη;» γύρισε προς το μέρος του οδηγού, που κάπνιζε από τις 6 το πρωί.
«Σκατά.» απάντησε μονολεκτικά με την κλασική του ειλικρίνεια.
«Έχετε ακόμα χρόνο πάντως-»
«Και σκοπεύω να τον αξιοποιήσω στο έπακρον.» της δηλώνει και νευρικά αλλάζει ταχύτητα καθώς βγαίνει σε κεντρικό δρόμο.
Τα άλλα δυο αυτοκίνητα από πίσω τους.
Η Κυβέλη ήξερε ήδη ότι δεν θα κατέληγε καλά αυτό.
«Δηλαδή;»
«Θα την κάνω σκουπίδι.» μιλά σκληρά μέσα από σφιγμένα δόντια, παγώνοντας κι άλλο την ατμόσφαιρα.
«Βασίλη.» τον μαλώνει.
«Είπα αυτό που είπε.» δήλωσε πεισματικά.
Κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να μην χαμογελάσει.
Τους δίνω δυο μέρες...

«Πραγματικά αυτό το πλοίο κινείται έστω και λίγο;» γκρίνιαξε ο Βασίλης.
«Προφα-» η Ερμιόνη κάνει να μιλήσει.
«Δεν μίλησα σε εσένα.» την αποπαίρνει αγριεμένα και απομακρύνεται από τους καναπέδες του σαλονιού, πιθανόν προς τα έξω.

Η κατάσταση ήταν κωμικοτραγική.
«Πάω.» σηκώνεται ο Γιάννης, μα τι θαύμα!
Ο Κωνσταντίνος αισθάνθηκε ότι οι τρεις φίλες ίσως ήθελαν κάτι να πουν.
«Πάω κι εγώ μήπως και θέλει να πηδήξει από το καράβι.» μουρμούρισε.
«Να τον σπρώξεις!» ψιθυρίζει η Ερμιόνη και κερδίζει ένα εκνευρισμένο βλέμμα από τις φίλες της.

«Έλεος!» την μαλώνει η Κυβέλη κάνοντας της νόημα ότι για άλλον λόγο βρίσκονται εδώ.
Η μελαχρινή βγήκε από το δράμα της και νοητά απολογήθηκε, γύρισε προς το μέρος της Φαιής που ήταν εξαιρετικά αφηρημένη, της έπιασε το χέρι και έτριψε απαλά τις αρθρώσεις της.
«Πως είσαι;» την ρώτησε ψιθυριστά, αν και το σαλόνι του δεύτερο επίπεδου ήταν σχεδόν άδειο.
Η ξανθούλα σήκωσε το βλέμμα και ήταν θολό. Η καρδιά της Κυβέλης σκίρτησε, δεν άντεχε να βλέπει όσους αγαπάει να πονούν.
«Όλως παραδόξως είμαι καλά, αλήθεια το λέω. Για την μαμά μου στενοχωριέμαι κορίτσια, αν και εκείνη νομίζω έπρεπε να το έχει αποδεχτεί, πέντε χρόνια δεν ήταν καλά η γιαγιά.» ξεφυσάει, οι φίλες της την πιστεύουν.
«Μην ανησυχείτε, σοβαρά είμαι καλά, δηλαδή εντάξει, όχι καλά, συνειδητοποιημένη, δεν νιώθω τίποτα. Μόνο για την μαμά στενοχωριέμαι. Εγώ την γιαγιά μια ζωή με στο κρεβάτι την θυμάμαι.»

   Η Κυβέλη εγνεψε θετικά, κατά βάθος ένιωθε ανακουφισμένη, δεν άντεχε να βιώσει την απώλεια και μέσω άλλου ενός ακόμα ανθρώπου που αγαπούσε.
«Όποτε θα πάμε για την κηδεία, θα δω λίγο την μαμά μου, εκείνη λέει θα μείνει μια εβδομάδα ακόμα, και θα εμείς θα κάτσουμε άλλες δυο μέρες να ξεκουραστούμε και να κάνουμε βόλτες στην θάλασσα, και φυσικά να γιορτάσουμε τα πτυχία των αγοριών!» στην τελευταία φράση χαμογέλασε, σκεπτόμενη ότι δεν είχε προλάβει να χαρεί με την χαρά των φίλων της.

  Η Ερμιόνη σκοτείνιασε, έκανε να μιλήσει, μα αποφάσισε να το καταπιεί, σημασία είχε η Φαιή εκείνη την ώρα.
Η κολλητή της την κοίταξε εξεταστικά, σαν να της έλεγε να πει αυτό που θέλει, και στην σιωπή της απηύδησε.
«Ξέρεις καλά σου κάνει.» την μαλώνει.
Η μελαχρινή χώνεται κι άλλο μέσα στο φαρδύ φούτερ της. Απέφυγε να τις κοιταξει, ήθελε να κλάψει.
«Καλά κάνεις και φεύγεις Ερμιόνη, σου αξίζει, και με το παραπάνω σου αξίζει, και το θες πολύ, απλά έπρεπε να του το πεις νωρίτερα.»

«Λέει ψέματα κορίτσια, δεν θα με άφηνε να πάω, όπως τώρα με αναγκάζει να μην πάω.»
«Φέρεται λες και με μισεί, ξέρει ότι αυτό με σκοτώνει, πάντα αυτό έκανε για να περάσει το δικό του.»
«Και πάλι όμως....» η Φαιή δεν εγκρίνει, ίσως και να φταίει που είχε δει τον Βασίλη έξαλλο να ουρλιάζει στο διαμέρισμα του αγοριού της, είχε διαισθανθεί την οργή που μασκάρευε την θλίψη του.
«Εντάξει μην ξεχνάμε όμως ότι στην σχέση σας εσύ έκανες αυτό το ένα λάθος ενώ εκείνος έχει κάνει αναρίθμητα!» η Κυβέλη όση αδυναμία είχε στον ξανθό τύραννο, άλλο τόσο έδινε δίκιο στην κολλητή της.
«Που εσύ του ήσουν πιστή και αυτός ήθελε να φλερτάρει και με άλλες; Πού εμμέσως πλην σαφώς μέχρι και πριν ενάμιση χρόνο το άφηνε το θέμα σας στον αέρα μήπως βρει κάποια καλύτερη; Έλα μωρέ, ξεχνάτε και οι δυο! Το ότι τώρα είναι ερωτευμένος δεν αναιρεί το γεγονός ότι αν ήταν άλλη δεν θα ήσασταν τώρα εδώ, πολύ απλά γιατί δεν θα είχε δώσει την 20η ευκαιρία στην 'σχεση' σας.»

   Η Ερμιόνη χώνεται πιο βαθιά στην πολυθρόνα του σαλονιού και παίζει με τα κορδόνια, κρύβει τα υγρά της μάτια. Οι δυο φίλες της κοιτιούνται.
«Πάω να φέρω καφέ.» αποφασίζει η Φαιή.
«Εγώ θα κοιμηθώ λίγο.» η Κυβέλη ξαφνιάζει και τον εαυτό της με αυτό που ξεστομίζει. Αλλά ήταν αλήθεια ότι αυτό χρειαζόταν.

  Τρεις ώρες αργότερα, ο Κωνσταντίνος και η Κυβέλη είχαν πιάσει από έναν καναπέ, η Φαιή κοιμόταν στην αγκαλιά του Γιάννη, και ο τελευταίος έπαιζε Sudoku αφηρημένος, με ένα χέρι τυλιγμένο γύρω από την κοπέλα του.
Η Ερμιόνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί, στριφογύριζε, περπατούσε πάνω κάτω, έπινε καφέ, διάβαζε λίγο από το βιβλίο της, μάταιος κόπος. Ο Βασίλης ξέροντας ότι εκείνη είναι ξύπνια καθόταν στο κατάστρωμα και κάπνιζε μέσα στο κρύο και αρνείτο πεισματικά να την αντικρίσει, πόσο μάλλον να βρεθεί μόνος στον ίδιο χώρο μαζί της, βουτηγμένοι αμφότεροι στην ένταση της στιγμής που πέρασε.
Σηκώθηκε.
Αρκετά με αυτή την παράνοια.
Φόρεσε το μπουφάν της, ο Γιάννης την κοίταξε προειδοποιητικά.
«Εγώ δεν σε σώζω από τα χέρια του.» ψιθυρίζει άηχα σχεδόν και η κοπέλα έγνεψε.

  Περπάτησε αποφασιστικά μέχρι την βαριά πόρτα, και σαν έφτασε η στιγμή να σπρώξει κατάλαβε ότι δεν είχε τίποτα να πει.
Το βάρος της πόρτας αντισταθμίστηκε επικίνδυνα απότομα, την ώρα που ο Βασίλης από έξω άνοιξε την πόρτα, θέλοντας να μπει μέσα.
Σχεδόν την τράβηξε προς τα έξω, κόντεψε να πέσει πάνω του.
Το βλέμμα του σκούρυνε.
«Θέλω να μιλήσουμε.» του είπε.
Έσμιξε τα φρύδια εκνευρισμένος.
«Παράτα μας ρε Ερμιόνη.» την αποπήρε και έκανε ένα βήμα για να μπει μέσα.

 Τον έπιασε από το χέρι τραβώντας τον προς τα έξω.
Αυτό πυροδότησε τον θυμό για τον οποίο ο Γιάννης την είχε προειδοποιήσει.
Όχι μόνο βγαίνει έξω κλείνοντας την πόρτα με κρότο, μα την σπρώχνει στον τοίχο δίπλα στην πόρτα και την πλησιάζει απειλητικά.
«Έχεις το θράσος να απαιτείς πράγματα ενώ ξέρεις ότι είμαι ένα χιλιοστό μακριά από το να σε πνίξω, αλήθεια Ερμιόνη, τι θες;» της κουνά το δάχτυλο στο πρόσωπο και εκείνη νιώθει την ανάγκη να του το δαγκώσει.

«Θέλω να ηρεμήσεις αρχικά, κάνεις σαν απολίτιστος.» κατέβασε τον τόνο της φωνής της και έκανε ένα βήμα προς τα πίσω αντί να σπρώξει το χέρι του μακριά της.
Έκανε ένα βήμα προς τα μπρος ο Βασίλης και την εγκλώβισε ανάμεσα στον τοίχο και τον ίδιο. Το ειρωνικό ύφος του την έκαιγε.
«Τουλάχιστον εγώ δεν σε κορόιδευα μέσα στα μούτρα σου, μπορεί να μην έχω πολιτισμό έχω όμως ήθος.»
Η κοπέλα αναφώνησε στα λόγια του, την είχε αποκαλέσει ανήθικη;
«Ντροπή σου.» ασυναίσθητα η φωνή της ζάρωσε.

Αυτό έμοιαζε να τον φέρνει πιο πολύ στα άκρα.
«Ντροπή μου; Ντροπή ΜΟΥ; Είσαι τρελή; Πας καλά;» ανεβάζει πάλι τους τόνους. Την κολλάει στον τοίχο, η οργή του να κάνει στροφές με την ανάγκη του να την φιλήσει για να κατευνάσει το τέρας της κτητικότητάς που του θυμίζει ότι σε λίγους μήνες δεν θα μπορεί να το κάνει.
«Σε μισώ που μου το έκανες αυτό αλήθεια, και δεν θα μάθαινα τίποτα αν δεν έψαχνα την ηλίθια ταινία. Είσαι ψεύτρα, το μισώ το ψέμα το ξέρεις, ποτέ δεν σου είπα ψέματα.» έφτυσε τις λέξεις.
«Ποτέ δεν μου είπες ψέματα, ναι, πάντα μου έλεγες την αλήθεια, και νομίζεις ότι αυτό σε κάνει καλύτερο; Σε θέλω, αλλά μ αρέσει να ασχολούμαι και με άλλες, εσύ είσαι μαλάκας και το παραδέχεσαι! Αλλά ακόμα μαλάκας.»

  Τα μάτια του είχαν θολώσει από την οργή, σχεδόν δεν πίστευε αυτό που άκουσε. Ήθελε να την πονέσει και ταυτόχρονα ήθελε επιβεβαίωση ότι εκείνη την στιγμή τουλάχιστον, την είχε ακόμα.
«Που κολλάει γαμώ το κέρατο μου το ότι έκανα μαλακίες στην αρχή, όταν δεν σήμαινες τίποτα για εμένα, με το γεγονός ότι εσύ μου έκανες μαλακία τώρα, που σημαίνεις τόσα για εμένα;»

Η ερώτηση του άφησε πολλά σημεία στο στήθος της στο κενό, κυρίως σε περιοχές γύρω από την καρδιά της.
«Σε αγαπώ πάρα πολύ Βασίλη.» του ψιθυρίζει, σαν να το παραδέχεται κι η ίδια στον εαυτό της.
Ο νεαρός βρίσκεται σε σοκ, δεν ξέρει πως να αντιδράσει, τρέμει από τα νεύρα και μόνο που την βλέπει, και ταυτόχρονα βλέποντας την να ζαρώνει κάτι μέσα του τον τραβάει να την βοηθήσει.

Κάνει ένα βήμα προς το μέρος της και την φυλακίζει ακουμπώντας τα χέρια του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι της.
Τα μεγάλα της μάτια τον σκλαβώνουν.
«Όταν θα με κοιτάς και θα θες να με πνίξεις, κυριολεκτικά, όταν θα με κοιτάς και θα με μισείς που σε πονάω τόσο, μα παράλληλα θα θες να με γαμήσεις, ενώ ταυτόχρονα θα μαλώνεις τον εαυτό σου που με πονας...» κάνει μια παύση για να αναπνεύσει, η φωνή του σπάει.

Το βλέμμα του, τραχύ και αυστηρό πετάει φλόγες.
«Τότε θα καταλάβεις τι νιώθω εγώ, γιατί κακά τα ψέματα Ερμιόνη, αυτή τη στιγμή σε θέλω όσο ποτέ άλλοτε και παράλληλα σε μισώ, φίλε κυριολεκτικά σε μισώ όσο ποτέ.»

-----------------------------------------------------------------------------

Το εξοχικό της Φαιής στην Ρόδο ήταν πολύ μεγάλο, περιελάμβανε το παλιό σπίτι, όπου έμενε η γιαγιά της και το νέο σπίτι, λίγα μόλις μέτρα μακριά, που έμενε η οικογένεια της και του αδελφού της μητέρας της. Πέντε χρόνια πριν πάρθηκε η απόφαση για ένα δεύτερο σπίτι, το οποίο τους μισούς μήνες του καλοκαιριού το νοίκιαζαν ενώ τους υπόλοιπους διέμενε ο θείος της Φαιής και τα ξαδέλφια της.

Σαν ζόμπι κατέφθασαν στο λιμάνι, όπου τους περίμενε ο πατέρας της κοπέλας, είχαν πάρει από τα τρία, μόνο το ένα αυτοκίνητο, και δεν χωρούσαν όλοι μαζί με τις βαλίτσες.
Το κλίμα ήταν πολύ καλύτερο από ότι περίμεναν. Η μητέρα της ξανθούλας φαινόταν να πονάει πολύ, μα ταυτόχρονα είχε και ένα μικρό χαμόγελο αισιοδοξίας στα χείλη της.

«Από τότε που έχασε τον μπαμπά μου δεν ήταν όπως παλιά, βασανίστηκε πολύ μακριά του, τώρα θα είναι ευτυχισμένη.» έτσι απάντησε στα συλλυπητήρια που έλαβε από τα παιδιά και με περισια προθυμία βάλθηκε να τους βοηθήσει να τακτοποιηθούν στο σπίτι και να φάνε.

Στο σπίτι πέρα από τους γονείς της Φαιής διέμενε και η θεία της μαμάς της, αδελφή της μακαρίτισσας της γιαγιάς, που τους κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και μουρμούρισε κάτι για κορονοιο, σεβασμό και ερωτικές διακοπές νέων.

Η Κυβέλη ένιωθε κάπως καλύτερα στο νησί, ο καθαρός αέρας, η θέα στην θάλασσα και η ησυχία του χωριού την έκαναν να νιώθει ότι επιτέλους δεν έκανε κάθε μέρα τα ίδια.
Ωστόσο κάτι μέσα της έλεγε ότι ο Ορέστης έπρεπε να είναι εκεί, μαζί τους. Το τηλεφώνημα του με την φίλη της δεν της φαινόταν αρκετό. Ήξερε ότι ήταν υπερβολική, δεν την ήξερε καν την γυναικά ο Ορέστης, ούτε καν τους γονείς της Φαιής δεν γνώριζε! Σιγά μην γυρνούσε από την Νέα Υόρκη για μια κηδεία.

Το βράδυ ένιωσε κάποιον να την σκουντάει, η απότομη κίνηση πάγωσε το αίμα της και σχεδόν πετάχτηκε όρθια στο κρεβάτι, μόνο και μόνο για να βρει την Ερμιόνη από πάνω της σαν τον μπάστακα. Πήγε να αναφωνήσει αλλά η κοπέλα της έκλεισε το στόμα με την παλάμη, κάνοντας της νόημα να μην βγάλει άχνα.

Στο διπλανό κρεβάτι ο Κωνσταντίνος ροχάλιζε.
«Τι θες μέσα στη μαύρη νύχτα;» την ρώτησε αγουροξυπνημένη ακόμα.
«Έλα στην κουζίνα.» ψιθύρισε και σηκώθηκε από το πλάι του κρεβατιού για να βγει πρώτη έξω στον σκοτεινό διάδρομο με τον φακό του κινητού της στο χέρι.

Η Κυβέλη έβαλε τα χειρότερα με το μυαλό της, μαζί με μια τρελή σκέψη ότι ο Ορέστης είχε γυρίσει.
Αλλά αν γυρνούσε μόνο εκείνη θα ξυπνούσαν;
Όχι όχι.

Μη έχοντας ακόμα αίσθηση του τόπου και του χρόνου, μα με πλήρη ανάγκη να κοιμηθεί πάλι, σηκώθηκε από το κρεβάτι και πήρε την μάλλινη ζακέτα της φορώντας την πρόχειρα. Περπάτησε στο ξύλινο πάτωμα κάνοντας όσο πιο σιγά μπορουσε, ακολουθώντας το φως του φακού, και κατέβηκε την σκάλα πίσω από την Ερμιόνη, για να φτάσει στην κουζίνα, που γεμάτη φως από την λάμπα, φιλοξενούσε την Φαιή που είχε ακουμπήσει τους αγκώνες πάνω στο τραπέζι και κοιμόταν.

«Ξύπνα.» η Ερμιόνη φάνταζε πλέον παράλογη. Η ξανθούλα πετάχτηκε εκ νέου, και κοιτώντας γύρω της συνειδητοποίησε ότι όλο αυτό ήταν αληθινό.
«Κάτσε Κυβέλη.» η Ερμιόνη της τράβηξε την καρέκλα έξω και κάθισε σε μια άλλη εκείνη, σαν να επρόκειτο να τους ανακοινώσει κάτι σοβαρό.
Νυστάζω.
Οι δυο φίλες κοιτάχτηκαν κάνοντας νοητά η μια στην άλλη την ίδια ερώτηση.
Εσύ ξέρεις γιατί είμαστε εδώ;

Η Ερμιόνη ξεροβηξε.
Η ώρα ήταν 6 και 3 λεπτά και σε μια ώρα έπρεπε να ξυπνήσουν. Η καφετιέρα που είχε φέρει η Κυβέλη από την Αθηνά χτύπησε σηματοδοτώντας ότι ο καφές ήταν έτοιμος οπότε σηκώθηκε να σερβίρει.
«Ερμιόνη σου το ορκίζομαι αν δεν μας πεις γιατί μας ξύπνησες χαράματα θα σε χτυπήσω.» η Φαιή έτριψε τους κροτάφους της.

«Θέλετε καφέ για αυτό, πίστεψε με.» η μελαχρινουλα ακούμπησε τις δυο έτοιμες κούπες καφέ μπροστά στις φίλες της και έπειτα έφτιαξε την δική της. Κάθισε πάλι και τους έκανε νόημα να πιουν. Οι δυο κοπέλες υποψιασμένες ήπιαν προσεκτικά.

«Είμαστε στην Ρόδο, όλοι μαζί, για μια κηδεία.» τους λέει σαν να επρόκειτο για ανακοίνωση.
Η Φαιή ξεφύσηξε και έγειρε πίσω στην καρέκλα της, κάτι στο μυαλό της Κυβέλης σκίρτησε.
«Ερμιόνη μα τω-» η φίλη της την έκοψε.
«Αστην να συνεχίσει.» ένιωθε ότι κάτι θυμόταν μα δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι.
«Τι εννοείς;» ρώτησε η ξανθούλα που άρχισε να χάνει τον ύπνο της.
«Όλοι μαζί, θάλασσα, ταξίδι, για κηδεία. Ξυπνήστε! Τα ξέραμε αυτά!» η Ερμιόνη φωνάζει ψιθυριστά, η επικείμενη συνειδητοποίηση των φίλων της καίει στα μάτια της.
«Που το ξέρουμε; Τι λες;»

Η Κυβέλη κοκκαλώνει και γουρλώνει τα μάτια, η φίλη της πιάνεται από αυτό και της γνέφει θετικά.
«Σύντομα θα μένετε μαζί με αυτόν, πολύ σύντομα. Βλέπω κι ένα ταξίδι, αυτό όμως είναι για κακό, θα το κάνεις με αυτόν, και άλλους μαζί. Βλέπω θάλασσα.» γυρνάει το ποτήρι λίγο ακόμα.
«Βλέπω μια κηδεία.» μουρμουρίζει.

«Η γιαγιά μου.» εξηγεί στην Ερμιόνη, γιατί η Κυβέλη έχει περάσει τα μισά καλοκαίρια της μαζί τους στην Ρόδο. Η γιαγιά της Φαιής εδώ και λίγους μήνες έχει καταπέσει, το περιμένουν όλοι.

  Ένα ρίγος σκαρφαλώνει την ραχοκοκκαλιά της. Το αίμα φεύγει από το κεφάλι της.
«Τα ξέρουμε καιρό τώρα Φαιη...εχει δίκιο.»
Μα πως; Πώς μπορούσαμε να ξεχάσουμε; Γιατί δεν δώσαμε σημασία.
Η Φαιή έμοιαζε εκνευρισμένη στην άγνοια της. Εντελώς ξύπνια βέβαια.
«Η χαρτορίχτρα που πήγαμε στα γενέθλια σου Φαιή. Δεν θυμάσαι; Τα βρήκε όλα! Το ταξίδι στο νησί, όλοι μαζί, για κηδεία, το βρήκε. Και πολλά άλλα, όλα τα βρήκε!»

Η ξανθούλα για λίγο δεν μίλησε. Το βλέμμα της χάθηκε στο απλανές, ώσπου τα μάτια της γούρλωσαν. Έχασε και η ίδια το χρώμα της.
«Γιαβρί μου εσύ έχεις βρει τον μεγάλο έρωτα!»
«Βλέπω έναν γάμο και ένα νησί, εκεί θα παντρευτείτε.»
«Με αυτόν;» ρωτούν και οι τρεις με μια φωνή γέρνοντας ελαφρώς προς το μέρος της.
Η ξανθούλα κρατάει σφιχτά το χέρι της Κυβέλης.
«Ναι με αυτόν! Και όχι πολύ μακριά από τώρα.»
«Μένετε κοντά, βλέπω ένα δάπεδο να σας χωρίζει μόνο.»

Τα λόγια της γυναίκας στα Εξάρχεια την γεμίζουν, όσα της είπε, όλα, ένα προς ένα άρχιζαν να επαληθεύονται. Το χέρι της Ερμιόνης έπιασε το δικό της και της Κυβέλης. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, φοβισμένες, γεμάτες δέος και άρνηση.
Μα πως; Πώς ήταν δυνατόν;

«Είδε τον Γιαννη...κοριτσια πως γίνεται;» ψιθύρισε, σαν να επρόκειτο να πεταχτεί μέσα από τα σκοτάδια να τις φάει.
Η Κυβέλη κοίταξε πάνω από τον ώμο της άβολα, ένιωθε κάποιον να την κοιτά. Το ρίγος δεν έλεγε να αφήσει το κορμί της. 

Η Ερμιόνη κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να διώξει τις σκέψεις.
«Έχω ανατριχιάσει ολόκληρη από την ώρα που το σκέφτηκα, διάβαζα κάτι στο ίντερνετ και μου πετάχτηκε μια διαφήμιση για χαρτομαντεία. Μα πως γίνεται να το ξεχάσουμε;» ο ψίθυρος της ήταν παρακλητικός, σαν να πονούσε στην σκέψη ότι αν ήταν πιο έξυπνη θα είχε αλλάξει την μοίρα της.

Η Κυβέλη δαγκώθηκε, δεν μπορούσε να σκέφτεται.
Η Φαίη άφησε τα χέρια της και σηκώθηκε όρθια, στο ξημέρωμα της νέας μέρας ξύπνησαν και οι φόβοι της πραγματικότητας. Η κοπέλα έβαλε ένα ποτήρι νερό στον εαυτό της και το ήπιε μονορούφι για να ξυπνήσει. Κάθισε πάλι και άρχισε μανιωδώς να τρίβει τους κροτάφους της.
«Ας τα πάρουμε με την σειρά κορίτσια. Εμένα βρήκε την κηδεία, και έναν γάμο, αν γίνει, άμεσα.» ανακάθισε στην θέση της, ένιωθε άβολα στην σκέψη.

Η Ερμιόνη είχε ήδη σκεφτεί πολλα...μα ήταν αργά.
«Βλέπω μια μεγάλη επιτυχία να έρχεται για σενα...Μια άλλη χώρα, κάπου με πολύ κρύο, μακριά, δεν θα κάτσεις πολύ καιρο...Και ένα μεγάλο ψαλίδι, να εδώ, στο χείλος! Αυτό σημαίνει χωρισμός και απόσταση.»
Βγήκε από το λήθαργο και κοίταξε με μάτια να τσούζουν τις φίλες της.
«Βρήκε την Δανια...και τον χωρισμο...» ψιθύρισε και έγειρε προς το μέρος τους, μη τυχόν τις ακούσει κανείς.

Η αίσθηση ότι κάποιος τις κοιτά δεν έφευγε, μόνο εντεινόταν, κάποιος τις κοιτά εδώ και μήνες.
«Βεβαία, πρέπει να στο πω, βλέπω μεγάλα σύννεφα ανάμεσα σας, σας δένει μεγάλη αγάπη, βαθιά, αλλά σας χωρίζουν πολλοί άνθρωποι, βλέπω πολλούς ανάμεσα σας... Τον αγαπάς και σε αγαπάει πολύ, πάρα πολύ, αλλά η σκάλα εδώ είναι μικρή, θα χωρίσετε σύντομα» η Κυβέλη σχεδόν σαν να βρήκε την σκηνή αυτουσια στο μυαλό της μετέφερε τα λόγια της γυναίκας επακριβώς, κοιτώντας τις φίλες της στα μάτια, προσπαθώντας και η ίδια να συνειδητοποιήσει το βάρος όσων ξεστόμιζε.

Η Φαίη έσμιξε τα φρύδια.
«Γαμώτο.»
Η Ερμιόνη πέρασε τα χέρια της μέσα από τα μαλλιά της τρελαμένη.
«Πως γίνεται αυτό γαμώτο; Τι τρελά πράγματα είναι αυτά;» αναρωτήθηκε φωναχτά.
Η Κυβέλη δεν ήθελε να μπει σε αυτό τον κυκεώνα μνήμης, η λήθη την αγκάλιαζε σφιχτά.
Η Φαιη την κοίταξε σχεδόν τρομαγμένη.
«Κυβέλη;»

«Θες τον άντρα μιας άλλης!» της λέει έντονα.
Το αίμα της παγώνει. Ξεροκαταπινει και τα βλέμματα των κοριτσιών την καίνε.
Μπαίνει στον πειρασμό να πει όχι μα σύντομα καταλαβαίνει ότι αυτό είναι μάταιο.

«Βλέπω εδώ,» της δείχνει το χαρτί με έναν ιππότη της αναγέννησης.
«Έναν άντρα και δυο γυναίκες, μια είναι η παλιά και η άλλη η καινούργια, το επόμενο χαρτί μου δείχνει ότι είσαι η καινούργια.» της εξηγεί και η Κυβέλη γνέφει.
«Αυτός όμως δεν χωρίζει, με τίποτα.» αμέσως της πληγώνει την αυτοπεποίθηση. Η καρδιά της πιάνεται στο στήθος της.
Δεν χωρίζει;
«Με τίποτα;» ψιθυρίζει πληγωμένη
«Με τίποτα!» απαντά κατηγορηματικά
«Την αγαπά την γυναίκα του, και πολύ μάλιστα» την κοιτά αυστηρά πριν συνεχίσει να γυρίζει χαρτιά.

Γέρνει ελαφρώς το κεφάλι. «Βρήκε τον Σπύρο.» μουρμουρίζει και το βλέμμα της χάνεται στον ουρανό που όλο και πιο φωτεινός γίνεται.
«Τελικά όντως δεν χώρισε. Την αγαπουσε...»

«Εδώ δείχνει ένα σκοινί και ένα καμμένο σπίτι, κάποιος σε ελέγχει, αλλά δεν μπορείς να του πεις όχι, εξαιτίας του παρελθόντος, κάτι σε κρατάει από το να κόψεις το σκοινί.» μουρμουρίζει και η ίδια μπερδεμένη με όσα έλεγε.
«Βρήκε τον πατέρα μου, και άθελα της βρήκε τον αδελφό μου...» όσο η μνήμη της έρχεται πίσω, σε κύμματα πόνου και ηλεκτρισμένης συνειδητοποίησης, τόσο το ρίγος γαργαλάει τα κοκκαλα της, και τα ματιά της γυναίκας της καίνε την πλάτη.

Γυρίζει την κούπα και κοιτά μήπως επιβεβαιώσει κάτι από όσα είδε.
«Τώρα μάλιστα!» αναφωνεί περήφανα.
«Βλέπω δυο ανάποδα τρίγωνα! Ερωτικά τρίγωνα δηλαδή, δυο! Παράλληλα βλέπω και έναν άλλον άντρα.»
Στα λόγια της οι φίλες της την κοιτούν ερωτηματικά.
«Έναν άλλον άντρα;» ρωτά η Ερμιόνη αντί για την δικηγορίνα.
Η Κυβέλη υποψιάζεται σε ποιον αναφέρεται, και ξέρει ότι επρόκειτο απλώς για μια παρεξήγηση.
«Ναι! Να τος! Ένας ψήλος, σαν άγγελος, κοιτά τα φτερά του!» της δείχνει κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με φτερά.
«Ω Θεέ μου!» αναφωνεί και χώνει το πρόσωπο στα χέρια της.
«Ούτε αυτός σε αγαπάει όμως!» επαναλαμβάνει τα λόγια που τότε την είχαν αφήσει αδιάφορη;
Η Κυβέλη νιώθει ένα σκίρτημα στις λέξεις αλλά δεν μιλά.
Ούτε εγώ τον αγαπώ.
Η Ερμιόνη αναφωνεί, κι η ίδια θυμάμαι.
«Βλέπω και μια άλλη γυναίκα πίσω του, κάθεται πάνω από τους ώμους του.»
«Μια νεκρή;» πιάνει πάραυτα τον εαυτό της να ρωτά.
«Όχι, όχι νεκρή, όχι ακριβώς» μουρμουράει.

Η Φαιή τρίβει τα χέρια της για να διώξει την ανατριχίλα.
«Είδε την Ιασμη!»
«Ήταν εκεί από την αρχή, όλα...» η Κυβέλη ψιθυρίζει καθώς το κεφάλι της το νιώθει βαρύ από τις νέες παλιές πληροφορίες.

«Εδώ έχεις και μια σκάλα, κάλο πράγμα η σκάλα γιατί δείχνει πολλές επιτυχίες στην ζωή σου, τύχη θα έχεις, υπάρχει και ένα μεγάλο κτήριο, ψηλό, με πολλές θέσεις, θες να μπεις εκεί, αλλά δεν είναι εκκλησιά.»
«Ο Άρειος Πάγος.» μαντεύει.
«Θα μπεις, αλλά όταν θα μπεις δεν θα θες, κάπου άλλου θα θες να πας.» προμηνεύει.

«Δεν έλεγε για τον Άρειο Πάγο, για την σχολή έλεγε, είχε προβλέψει ότι ο Ορέστης θα φύγει και θα θέλω να τον ακολουθήσω.» και την στιγμή που αυτή της η λέξη απελευθερώνεται από το στήθος της, παίρνει ολόκληρη φωτιά.

«Αυτός ο πρώτος άντρας, είναι γέρος, κι έχει πάνω του μαύρο αστέρι, σε κρατάει στον πάτο, πρέπει να τον πετάξεις από πάνω σου. Γιατί εδώ φαίνεται μια ρωγμή» της δείχνει λες και καταλαβαίνει.«Ακόμα και αν αυτό σημαίνει χωρισμός, για σένα δεν θα είναι, αυτός πάνω του έχει πολλά μαύρα, σκοτεινή αγάπη κρύβει για σένα.»
Η Κυβέλη ανατριχιάζει και ασυναίσθητα αγκαλιάζει τους ώμους της.
 
«Ο άλλος δε; Είναι μέσα σε τυφώνα! Μεγάλες αναταραχές θα σε βρουν μαζί του.» την προειδοποιεί.
Και με βρήκαν, σκέφτεται.
«Μα εγώ μόνο τον έναν θέλω.» υποστηρίζει.
Ήθελα και τους δυο, συνειδητοποιεί.
Η χαρτορίχτρα χαμογελά σαν να ξέρει κάτι παραπάνω.

'' Ο καφές ψέματα δεν λέει, δυο άντρες έχεις στην ζωή σου, ο πρώτος θα σε κάψει, ενώ ο δεύτερος θα βάλει φωτιά μέσα σου! Να τους προσέχεις και τους δυο! ' 'την προειδοποιεί.
Ο πρώτος θα σε κάψει, ενώ ο δεύτερος θα βάλει φωτιά μέσα σου.

«Ο πρώτος θα σε κάψει, ενώ ο δεύτερος θα βάλει φωτιά μέσα σου.» η φωνή της Φαιής ακούγεται ξένη, σαν να μην ανήκει σε εκείνη.
Τα ματιά την καίνε ακόμα στην πλάτη, τρυπούν στα σωθικά της.

  Οι τρεις φίλες κοιτιούνται νιωθοντας τον παγωμένο αέρα να φυσά μέσα από το παράθυρο, οι κουρτίνες κινούνται ρυθμικά σε έναν ρυθμό ανατριχιαστικό.
Όλα είχαν συμβεί στην Κυβέλη, όλα τα κακά, ένα προς ένα την βρήκαν.
Όλα εκτός από ένα.
Ο δεύτερος θα βάλει φωτιά μέσα σου.
Και δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό ήταν καλό ή κακό.

  Η γρια γυναίκα στα Εξάρχεια άνοιξε τα μάτια. Ο ουρανός βούιζε και ερχόταν καταιγίδα.
Στην σιωπηλή κουφόβραση που έκανε το χώμα να μυρίζει σαν βρεγμένο εκείνη προμήνευσε τον πηγαιμό στην Ιθάκη.
Αν ήξερες την μοίρα σου, θα μπορούσες να την αλλάξεις; Ή θα γινόσουν έρμαιο της;

---------------------------------------------------------------------------

Οι κηδείες ατόμων που δεν ξέρουμε τόσο καλά αποτελούν ίσως μια από τις πιο άβολες κοινωνικές καταστάσεις που θα βιώσουμε ποτέ μας.

Η κηδεία έγινε το επόμενο πρωί στην εκκλησία του χωριού, με παρόντες άπαντες με μάσκα να καλύπτει μόνο το στόμα. Η μητέρα της Φαιής φορούσε τα γυαλιά της κοντά στα μάτια και κρατούσε το χέρι του συζύγου της σφιχτά. Η ξανθούλα δίπλα της να παρατηρεί το κλειστό φέρετρο και να αναλογίζεται ότι μια εποχή κλείνει για τις μέρες της στο νησί.

Ο Γιάννης πάντα στο πλευρό της να της κρατά διακριτικά το χέρι και να της θυμίζει που και που ότι όλα πάνε καλά.

Συνωστισμένοι ανάμεσα σε ανθρώπους που πενθούν και άλλους που σιγανά προσεύχονται στέκεσαι εκεί, μη μπορώντας να νιώσεις πόνο και κρατάς σιωπή.
Είναι κάποιος που ξέρεις, έχεις ακουστά, ένας μακρινός συγγενής, ένας γνωστός γνωστού.
Νιώθεις μια απάτη,
δίχως να έχεις κακή πρόθεση είναι σαν να κοροιδεύεις με την ύπαρξη σου και μόνο σε εκείνη την κηδεία. 
Γιατί μήτε πονάς, μήτε νοσταλγείς.
Ακόμα και αν ήθελες δεν μπορείς να δακρύσεις, γιατί κοιτάς τον άνθρωπο εκεί μέσα και νιώθεις το κενό.

Ο Κωνσταντίνος και η Κυβέλη κάθονταν ο ένας δίπλα στο άλλον.

Έχεις γελάσει ποτέ σε κηδεία; Και δεν μιλώ για ένα μειδίαμα, να δακρύσεις από τα γέλια, σου έχει συμβεί ποτέ;

Απέναντι τους μια ηλικιωμένη κυρία, περίπου 70 ετών, καλοστεκούμενη, την ώρα που ο παπάς έψελνε έβγαζε από το μαύρο της τσαντάκι ένα ζευγάρι γάντια.
Ο Κωνσταντίνος κοίταξε την δικηγορίνα που είχε ήδη καρφώσει το βλέμμα της εκεί.
Του έριξε ένα βλέμμα όλο νόημα.
Τι κάνει η τρελή;
Ο μελαχρινός δίπλα της προσπαθούσε να συγκρατηθεί, μα αυτό στάθηκε αδύνατον όταν το λατέξ χτύπησε πάνω στο δέρμα της ένα πνιχτό μουγγρητο ακούστηκε και η Κυβέλη έπνιξε ένα γέλιο κάνοντας θόρυβο και γυρνώντας πολλά κεφάλια προς το μέρος της.
Ο Κωνσταντίνος που είχε κατεβάσει το κεφάλι και μέσα από την μάσκα γελούσε άηχα την τράβηξε έξω και με γοργό βήμα βγήκαν στο προαύλιο της εκκλησιάς.
Έβγαλαν τις μάσκες και ξέσπασαν σε ένα τρανταχτό νευρικό γέλιο.
Είχε εβδομάδες να γελάσει έτσι.

Έχω κλάψει από απόλυτο θρήνο, έχω κλάψει από τα γέλια, έχω σταθεί παγωμένη δίχως να μπορώ να πάρω ανάσα, έχω βρεθεί μουδιασμένη κοιτώντας κάποιον που αγαπώ να κλαίει.

Η Ερμιόνη είδε την Κυβέλη και τον Κωνσταντίνο να φεύγουν τρέχοντας από το ιερό και ο χώρος ανάμεσα σε εκείνη και τον Βασίλη αναγκάστηκα έκλεισε. Χλωμιασε στην θέα του κοντά της. Δεν της είχε απευθύνει ούτε μια κουβέντα από το προηγούμενο πρωί που την κόλλησε στον τοίχο του καταστρώματος.

Τα χέρια της, άκαμπτα και νωχελικά κρέμονταν πλάι στον κορμό της. Ένιωθε το βλέμμα του να πέφτει πάνω της, να την κοιτά, το προφίλ του προσώπου της που δεν κάλυπτε η μάσκα, τον λαιμό της, τα ρούχα και τα μαλλιά της.
Μπορούσε να καταλάβει ότι ο Βασίλης προσπαθούσε να αποτυπώσει την εικόνα της στο μυαλό του λες και εκείνη θα έφευγε την επόμενη μέρα για Δανία. Βούρκωσε στην σκέψη και ρίγη την κάλυψε.
Το χέρι του έπεσε πλάι στο δικό της, και η ζεστή παλάμη του γράπωσε το χεράκι της, κρατώντας την σφιχτά. Τινάχτηκε σχεδόν στην θέση της. Σήκωσε το βλέμμα να τον κοιτάξει, μα ο Βασίλης κράτησε το βλέμμα του μπροστά, αυστηρός και σκληρός στην όψη, έξαλλος μαζί της, μα ο αντίχειρας του της χάιδευε απαλά τον καρπό.
Έλιωσε στο άγγιγμα του.
Μια τελευταία φορα...για πάντα.

Οπότε οι κηδείες είναι συνήθως το μέρος, η ώρα και η στιγμή, για να θυμηθείς ότι ζούμε μόνο μια φορά, και πρεπει να την κάνουμε να αρκεί.

-------------------------------------------------------

  Το διαμέρισμα ήταν μικρότερο από αυτό στο Κολωνάκι, μα πιο συχρονο και μοντέρνο. Ωστόσο, όσα διακοσμητικά και αν είχε πάρει, έλειπαν τα προσωπικά του αντικείμενα, όλα όσα έκαναν κάθε χώρο να θυμίζει σπίτι, έλειπε και εκείνη...που από την μέρα που την γνώρισε του θύμιζε σπίτι.

Σε μια χώρα ξένη εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από όσους αγαπούσε, ο Ορέστης γνώρισε τον πιο σημαντικό άνθρωπο που επρόκειτο να συναντήσει στην ζωή του, τον εαυτό του.
Βρέθηκε αντιμέτωπος με πληγές που δεν ήξερε ότι είχε και με άλλες που πιστευε ότι είχε κλείσει. Ξάφνου, ήταν σε ένα διαμέρισμα γεμάτο παράθυρα, που όμως οπού και αν κοίταζε έβλεπε καθρέφτες.

Και είδε τον εαυτό του πληγωμένο
είδε τον εαυτό του ματωμένο
 είδε τον εαυτό του εγωιστή.
 Είδε τον εαυτό του να σκοτώνει και να προστατεύει,
τον είδε να ευεργετεί και να λεηλατεί,
αθώο και μη,
να χάνει και να κερδίζει.

Πνίγηκε, σιχάθηκε, τον εαυτό του, τους γύρω του, τις επιλογές του, όσα έπραξε και δεν έπραξε.
και ξάφνου βρέθηκε μπρος στην συνειδητοποίηση ότι δεν άντεχε ούτε αυτό που ήταν, ούτε αυτό που άρχιζε να γίνεται, γιατί δεν ήταν αληθινό, δεν ήταν εκείνος, δεν ήταν αυτό που πίστευε ότι έβλεπε, και δεν ήταν αυτό που η Κυβέλη αγαπούσε.

Ο Ορέστης είδε αληθινά για πρώτη φορά, μακριά από όλους σε όσους έπρεπε να υποκριθεί ότι είναι καλά δεν είχε πλέον καμία ευθύνη πάνω του.
Για πρώτη φορά στην ζωή του δεν είχε να ανησυχεί για κανέναν, κι αυτό τον τρόμαξε, ποτέ άλλοτε δεν είχε μείνει έτσι μόνος να ανησυχεί μόνο για τον εαυτό του, ποτέ ξανά δεν είχε ασχοληθεί με τον εαυτό του κατά τρόπο τέτοιον, πλέον του φαινόταν εγωιστικό, σχεδόν εγωκεντρικό, εγωπαθές να ασχολείται με τον εαυτό του, να λύνει τα προβλήματα του.

Γιατί είχε πειστεί ότι εκείνος δεν είχε προβλήματα, ότι ξέφυγε, ότι την έβγαλε καθαρή από αυτή την μεγάλη καταστροφή που του πήρε μακριά την Ιάσμη Νόμιζε πως είχε βγει αλώβητος, αλλά πλανόταν πλάνην οικτράν. Εκείνος εν τελεί ήταν το πιο τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Όχι νικητής, απλώς επιζών, μετά από μια Πύρρεια νίκη με απώλειες που θα τον ακολουθούσαν για πάντα, γεμάτη αίμα.

Δεν πέθανε στον πόλεμο ετούτο, μα έχασε κάτι ζωτικό, ένα μέρος του σώματος της, ένα πρόσωπο που αγαπούσε βαθιά. Αντίκρισε τις γάζες με τις οποίες δεν θεράπευσε αλλά έκρυψε τις πληγές του ώστε να μην τις βλέπει.

Κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη και κατάλαβε ότι πίσω από τα δυο διαφορετικά του μάτια σερνόταν δυο φορές, μια για το παρελθόν και μια για το παρόν, μια για όσα έχασε τότε, και μια για όσα κόντευε να χάσει τώρα και τα ξαναέχανε! 

Δεν υπήρχε τρόπος να τα ανακτήσει γιατί ο εκάστοτε εαυτός του, καταστροφικός και τιμωρητικός, δεν του επέτρεπε να τα έχει, δεν του άξιζε να τα έχει: την απόλυτη αγάπη της Κυβέλη, την ανιδιοτελεια της.
Δεν του άξιζε η ανάγκη της να τον ακολουθήσει, όχι!
Του άξιζε να τον αφήσει, όπως άφηνε εκείνος πάντα την Ιασμη, στην έσχατη στιγμή. Και ακόμη, του άξιζε να χάσει και εκείνος την καριέρα του, να χάσει και εκείνος όσους αγαπά από το πλευρό του, γιατί ήταν συνένοχος, εις διπλούν, εις τριπλούν, γιατί κοίταξε να ξεφύγει, να γίνει καλά, έσπευσε να κοιτάξει τον εαυτό του. Και τώρα αυτό έπεσε να τον πλακώσει, πρώτα οι τύψεις που ένιωσε, και έπειτα το γεγονός ότι τις ένιωσε και κατέστρεψε όσα απέμειναν να αγάπα.
Δεν θα έπρεπε να νιώθει τύψεις για την Ιασμη, γιατί είχε τιμωρηθεί κι εκείνος αρκετά. Κι όμως επέλεξε να τιμωρήσει κι άλλο τον εαυτό του, όμως αυτή τη φορά δεν ζούσε μόνο για έναν, ζούσε για δυο, ζούσε για τρεις. 

Εκείνη την φορά πίστεψε απλώς ότι τιμωρούσε τον εαυτό του, ενώ στην πραγματικότητα, τιμωρούσε όλους τους υπόλοιπους,
τιμώρησε την Κυβέλη, τιμώρησε τους γονείς του,
τους φίλους του, άτομα που αγαπούσε βαθιά!

Και εν τέλει ναι, ο τρόπος με τον οποίο άθελα του τιμώρησε άλλους πιστεύοντας ότι τιμωρεί τον εαυτό του, εν τέλει ναι, αυτό τον τιμώρησε.
Κι αυτό ονομάζεται τραγική ειρωνία








Όταν κάποιος πεθαίνει γίνεται κηδεία,
όταν κάτι μέσα σου πεθαίνει όμως, τότε τι γίνεται;
Το κενό σε τσουρουφλίζει και εσύ πρέπει να κρατήσεις τα μάτια στηλωμένα στον καθρέφτη, να σε κοιτάς για να σε μάθεις πάλι, χωρίς εκείνο το κομμάτι που πάντα σε θυμάσαι να έχεις.

Αυτό που νομίζω ότι με ενοχλεί πιο πολύ στις κηδείες, κάθε είδους, δεν είναι τόσο η αίσθηση της θνητότητας, όσο η συνειδητοποίηση της αιωνιότητας που έχουμε χάσει μέχρι να θυμηθούμε ότι δεν ζούμε για πάντα.






Ciao Bellas!

Μεγαλη Παρασκευη σημερα!

Ευχομαι ολοψυχα σε ολες Καλη Ανασταση και Καλο Πασχα, να το περασουμε οσο πιο ομορφα μπορουμε και να απολαυσουμε τον καλο καιρο.
Και του χρονου οπως παντα θυμομαστε να γιορταζουμε! Μονο με περισσοτερη ευγνωμοσυνη για οσα εχουμε και δεν εκτιμαμε μεχρι να χασουμε.

Σας στελνω ολη μου την αγαπη λοιπον!

Το κεφαλαιο ηταν οπως σας ειπα συμπληρωματικο, μαθαμε λιγο για το τι συμβαινει με αλλα ατομα.

Ειδαμε οτι η Φαιδρα θα φυγει. Ολοι φευγουν!

Η Ερμιονη με τον Βασιλη ειναι σε αδιεξοδο, μαζι δεν κανουν και χωρια δεν μπορουν.

Η μαντισα; Οχι πειτε μου! Καποια με ρωτησε αν εχω παει ποτε, θα παω μετα το Πασχα και αντε να δουμε!

Ο Ορεστης δεν ειναι καλα...

Αφιερωμενο στην user213873115387 
Πηνελοπη καλως ηρθες στην παρεα μας 

Στελνω φιλι γλυκο, σας αγαπω πολυ.


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top