Αυτός που θέλει να γεννηθεί, πρέπει πρώτα να καταστρέψει έναν κόσμο.
ΣΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΧΟΥΦΤΕΣ ΣΟΥ
Αν σβήσουμε τις γραμμές από τις παλάμες μας
οι άνθρωποι δεν θα 'χουμε μοίρα
οι γύφτισσες δεν θα τη λένε
οι ληστές και οι εραστές δεν θα αφήνουνε αποτυπώματα
οι μανάδες θα χαϊδεύουν δίχως χάδι τα παιδιά τους
οι γλύπτες θα λαξεύουν άπνοοι τους βράχους
οι τυφλοί δεν θα διαβάζουνε τον κόσμο.
Γι' αυτό φιλώ τα χέρια σου
γιατί στις άγιες χούφτες σου ανασταίνονται οι αυτόχειρες ανάγκες μου.
-Ελένη Αλεξίου
Αγαπουσα την μυθολογια ανεκαθεν, γιατι, οπως μεγαλωνοντας καταφερα να διατυπωσω, με εξιταρει ο τροπος που σχεδον κτηνωδως δινονται στους ανθρωπους η ηδονη και τιμωρια.
Η πρωτη -σαν νεκταρ- σε θεοποιει, ενω η δευτερη αργα και βασανιστικα σε πετα στην αβυσσο των αιωνιων βασανιστηριων.
Η Σκυλλα και ο Γλαυκος λοιπον,
Καθισε.
Η Σκυλλα, η 'αδελφη' της Χαρυβδης, ειναι στο μυαλο σου το μυθικο τερας που τρομοκρατουσε τους ναυτικους και βυθιζε τα καραβια τους.
Μα ηταν πολλα παραπανω απο αυτο.
Η Σκυλλα ηταν μια πανεμορφη κοπελα, που λουζοταν στα νερα του ποταμου που ο Γλαυκος, γιος του θεου Πανα, ξαποσταινε μετα το κυνηγι του.
Ο νεαρος την ερωτευτηκε σφοδρα και ακαριαια. Εκεινη ομως δεν ανταποκρινοταν στην αγαπη του.
Απογοητευμενος ο Γλαυκος κατεφυγε στην αγαπημενη του φιλη, Κιρκη, ζητωντας την βοηθεια της. Αυτο που δεν ηξερε ηταν οτι η θεα, ουσα κρυφα ερωτευμενη μαζι του, θα πληγωνοταν βαθια. Και οντως, τυλφωμενη απο την ζηλια και τον πονο της απορριψης, αντι να τον βοηθησει, εριξε ξορκι μαυρης μαγειας στα νερα που κολυμπουσε η κοπελα με αποτελεσμα να την μεταμορφωσει σε ενα αποκρουστικο τερας.
Τωρα θα με ρωτησεις τι ειναι αυτο που τοσο αγαπω στον μυθο ετουτο.
Υπαρχει κατι στην συμπατικη νομοτελεια που αγαπω και τρεμω ταυτοχρονα.
Σε αυτη την τριαδικη σχεση τιμωρηθηκαν ολοι.
Η Σκυλλα ζει εκτοτε στον σκοτεινο βυθο, και με φουρτουνες εκδικειται τους ναυτικους που μορφαζουν στην θεα της.
Η Κιρκη καταδικαστηκε απο τους θεους να μην αγαπηθει ποτέ της και περασε μια ζωη μονη στο μαγικο νησι της, κουβαλωντας στην καρδια το μισος του Γλαυκου.
Ο Γλαυκος εχασε την αγαπη της ζωης του και την αγαπημενη του φιλη.
''Ποιος εχασε περισσοτερα;'' την ρωτα εκστασιασμένη.
Η γυναικα κοιτα μεσα στην σφαιρα και μειδιάζει.
''Αυτο δεν το γνωριζω. ''
''Και που κολλαει με εκεινους;'' το αφελες πλασμα εχει μια αθωοτητα που εκεινη φθονει.
Αντι αυτης, κοιταζει εσενα στα ματια. Σε κοιτα γιατι μονο εσυ ξερεις. Σε κοιτα και περιμενει.
''Σου θυμιζει κατι;''
2016
Ειχε περασει καιρος, μηνες ηταν; Του φαινονταν χρονια, αιωνες.
Οταν την εισηγαγαν στην ψυχιατρικη κλινικη του ζητησαν να μεινει μακρια της. Με νυχια και με δοντια τον κρατησαν απο το να μην τρεξει διπλα της την ιδια στιγμη.
Οποτε εφυγε! Πηγε στο Βερολινο. Διαβασε, επαιξε μουσικη, διδαχθηκε και διδαξε. Επεσε με τα μουτρα στην δουλεια του και αρχισε να ανεβαινει πολυ. Γνωρισε ατομα με επιρροη και απεκτησε ισχυρες γνωριμιες.
Κι ομως, καθως περιμενε στον διαδρομο εξω απο το δωματιο της Ιασμης, ενιωθε ο 18χρονος αποτυχημενος που δεν καταφερε να βοηθησει την κοπελα του, που την αφησε να βουλιαξει.
Δεν μπορουσε να μην ενοχληθει απο την ηττα αυτη, μα αισθανοταν αβοηθητος,τα ποδια του ετρεμαν, οι παλαμες του ειχαν ιδρωσει, ειχε περασει τα χερια μεσα απο τις μπουκλες του εκατονταδες φορες.
Κι αν δεν θελει να με δει; Κι αν ειναι θυμωμενη; Και αν δεν με αγαπαει πια;
Οι σκεψεις αυτες δεν ειχαν αφησει το μυαλο του να ηρεμησει ουτε λεπτο. Απεναντι του ο πατερας της εσφιξε τα δοντια. Δεν μπορουσε ουτε να διανοηθει τον πονο του.
Η ψυχιατρος της ανοιξε την πορτα ελαχιστα, και κοιταξε κατευθειαν τον νεαρο δινοντας τελος στην μιζερια του.
''Μπορεις να περασεις.'' του εκανε νοημα να εισελθει, με εκεινη παρουσα φυσικα, καθως και την μητερα της σαν κενταυρο να εποπτευει.
Η μητερα του πλαι του, του εσφιξε το χερι για να ηρεμησει. Η Νεφελη δεν συμφωνουσε σε καμια περιπτωση με εκεινη την επισκεψη, μα δεν μπορουσε να κανει κι αλλιως.
Ο Ορεστης ξεροκαταπιε, ο λαιμος του θυμιζε ερειμο. Μα δεν υπηρχε τιποτα σε ολοκληρο τον κοσμο αρκετα ισχυρο ωστε να τον κρατησει μακρια της. Θα την αντιμετωπιζε με οσο θαρρος του ειχε απομεινει.
Κανει το πρωτο βημα μηχανικα, και το επομενο γινεται αυτοματα.
Με το τριτο βημα εισερχεται στο τεραστιο δωματιο.
Στο δεκατο την αντικριζει.
Και στο εντεκατο κοντοστεκεται.
Ειναι απεναντι του, ορθια. Ειναι ακομα ξανθια. Εχει ακομα γαλαζια αμυγδαλωτα ματια.
Μα τι πιστεψες χαζε; Πως αλλαζουν οντως οι ανθρωποι;
Τρεμει. Δεν το νιωθει αλλα ξερει πως το κανει. Η καρδια του εχει φυγει απο την θεση της.
Ειναι απλα εκεινη, λεει ξανα και ξανα στον εαυτο του. Ειναι απλα η Ιασμη.
Το βαθυ μπλε συναντα το γαλαζιο. Βλεπει τα χειλη της να μισανοιγουν, τα χειλη που τοσες φορες ειχε φιλησει.
Μια κοφτη ανασα τρυπωνει καπου αναμεσα. Και τι δεν θα εδινε να ηταν εκεινη η ανασα.
Δεν αντεχει το βλεμμα της, ειναι ματαιο να το προσπαθει.
Κι επειτα, ποσο ειχε αδυνατισει!
Αξαφνα του δημιουργηθηκε η αναγκη να την μαλωσει.
Τι πηγες και εκανες στον εαυτο σου μωρο σου;
Ηθελε να πεσει στα γονατα μπροστα της και να κλαψει. Μπρος εκεινης, που σαν αγαλμα απροσπελαστο και αλαβαστρινο με ενα μοναχικο δακρυ να κυλα στο δεξι της μαγουλο, τον κοιτουσε νοσταλγικα.
Και πηρε ανασα. Και τα χειλη της αλλαξαν σχημα. Και το πιο ομορφο χαμογελο του κοσμου εθεαθη.
''Ορεστη μου...ηρθες επιτελους!'' ενας λυγμος καλυψε το χαμογελο της.
Τον περιμενε, καρτερικα, καθε μερα ολο και πιο επιμονα ζητουσε την επιστροφη του, σχεδον οσο εκεινος παλευε να επιστρεψει.
Ο Ορεστης ενιωσε το οξυγονο να γεμιζει παλι τους πνευμονες του.
Στο δωδεκατο βημα ερχεται λιγο πιο κοντα στην ευτυχια.
Στο δεκατο τεταρτο την αγγιζει σχεδον.
Το χερι του αιωρειται πανω απο τα μαλλια της, θελει να την αγγιξει, μα ειναι σαν να μην ξερεις πια πως. Σαν να την προστατευει ενα γυαλινο κουτι.
Τα δαχτυλα του αγγιζουν τις απαλες τις μπουκλες και εκεινη γερνει στο χαδι του. Δεν παυει στιγμη να τον κοιταζει.
''Φυσικα και ηρθα.'' θελει να την διαβεβαιωσει, οτι ειναι εδω! Ψυχη τε και σωματι.
Στο δεκατο πεμπτο βημα ειδε με την ακρη του ματιου του την Αφροδιτη να τον κοιταζει εξεταστικα.
Ή πεις ναι τωρα, τελος.
''Μην φυγεις παλι, μου ελειψες. Δεν με αφηναν να σε παρω τηλεφωνο και δεν ηξερα ουτε που ησουν, ουτε τι εκανες! Και ξερεις ποσο θεμα εχω με το οτι βγαινεις αργα το βραδυ! Δεν ειναι παντου Ελλαδα!'' μονολογει αγχωμενη, σαν κι εκεινη να ειχε το ιδιο αγχος.
Πιστεψε πως ειχα ερθει νευριασμενος;
Με το δεκατο εκτο βημα κλεινει το κενο αναμεσα στο στηθος της και το στερνο του. Η κανελα συναντα την κανελα.
Συνθλιβει τα χειλη της με τα δικα του και τυλιγει τα χερια του γυρω της.
Στο δεκατο εκτο βημα ο Ορεστης γευτηκε παλι την ευτυχια.
Και ηταν υπεροχη...
''Δεν σε αφηνω ποτέ ξανα μωρο μου, ποτέ!'' υποσχεται και η ανασα του θερμαινει τα χειλη της.
-------------------------------------------------------------------------------------
24 Νοεμβρίου.
''Εσυ δηλαδη πιστευεις θα το περασουμε;''η Ερμιονη ρωτησε γεματη απογνωση.
Τα βιβλια απλωμενα μπροστα τους στην ιδια σελιδα ανα σετ. Τα χαρτια με τα παλια θεματα ηταν κινητες πηγες αγχους και το ρολοι της κουζινας ελεγε 19:15
''Αν δεν ρωτησει χαζα ναι. Εστω με 6, ελπιζω δηλαδη.'' η Κυβελη ηταν περιεργως σιγουρη για το συγκεκριμενο μαθημα, ενα απο τα τελευταια τεσσερα που αφησε για πτυχιο.Διενυε το πρωτο εξαμηνο περαν της τετραετιας.
''Καταλαβα, εξ αποστασεως προφορικα με αυτην... σωθηκαμε.''
''Καλησπερα στις κουκλες!'' η Φαιη φωναξε ανοιγοντας την πορτα του σπιτιου, ειχε περασει ολη της την μερα στον Γιαννη -ταχα για να τις αφησει να διαβασουν- γιατι βαριοταν να μαζεψει το δωματιο της.
''Γειαα..'' η μιζερη απαντηση των δυο κοριτσιων εκανε την ξανθουλα που ελαμπε ολοκληρη να ρολλαρει τα ματια.
''Πω πω κεφια, να χαρω εγω τα νιατα!'' ειρωνευτηκε κοιτωντας τα δυο ερειπια μπροστα της.
Φουτερ, φαρδιες φορμες, ατημελητοι κοτσοι και μαυροι κυκλοι. Η καθε μια για τους λογους της.
Η Ερμιονη εβρισκε μπροστα της ολη την ασυνεπεια της ως φοιτητρια, ενω η Κυβελη ενιωθε οτι ηταν φιλοξενουμενη και, αλιμονο, ηταν 'φρεσκοχωρισμενη'.
Τα κοριτσια ειχαν κανει τα παντα για να νιωσει ανετα, μεχρι και που την αφησαν να βαλει τα επιπλα στην θεση που βρισκονταν πριν ερθει η Ερμιονη.
Μα δεν ηταν οι καναπεδες και τα φυτα εσωτερικου χωρου που την εκνευριζαν, βρισκοταν στο λαθος σπιτι.
Και το χειροτερο; Της ελειπε ο σκυλος! Μεχρι κι ο σκυλος!
''Αν θες να ορκιστουμε τον Σεπτεμβριο να το βουλωσεις.'' αποπηρε την κολλητη της και συνεχισε να διαβαζει το θεμα του Σεπτεμβριου του 1997.
Ποτέ δεν ξερεις.
-------------------------------------------------------------------
25 Νοεμβριου.
''Κι εμενα μου κανει εντυπωση που δεν ηρθαν να τον παρουν αμεσως μολις γυρισαν, και ο γιος μου οντως μπορει να το ξεχνουσε, αλλα η Κυβελη ειναι συνεπεστατη.''
Η Νεφελη εβγαζε το λουρι απο το σκυλακι που ανυπομονουσε να μπει σπιτι του.
''Θα το ξεχασαν μωρε, ερωτευμενα παιδια! Στον κοσμο τους!'' η Εβελινα ειχε αποφασισει να την συνοδεψει, εφοσον μαζι επιναν καφε εκεινο το πρωι.
Χτυπουν το κουδουνι του διαμερισματος στο Κολωνακι.
Ενα λεπτο μετα και λιγο πριν χτυπησουν δευτερη φορα, ακουσαν θορυβο απο μεσα. Ο βιολιστης ανοιξε την πορτα με φορα, μαλλον νομιζοντας οτι ηταν εκεινη. Φαινοταν ελαφρως ταλαιπωρημενος. Δεν ειχε ξυριστει, και τα μαλλια του πετουσαν εδω και εκει σαν μολις να ειχε ξυπνησει, αν και οι μαυροι κυκλοι του μαρτυρουσαν κατι αλλο.
Μολις τις ειδε πισωπατησε, και μια απογοητευση τον ελουσε.
''Αγορι μου καλημερα! Τον σκυλο ξεχασατε!'' η μητερα του τον φιλησε γλυκα στο μαγουλο και μπηκε μεσα.
O σκυλος πηδησε πανω του χαρουμενος για την επανενωση. Την χαιδεψε χαμογελωντας γλυκα. Του ειχε λειψει κι εκεινου.
Ευτυχως θα εχω εσενα
''Καλημερα θεια.'' ο Ορεστης κοιταξε την Εβελινα που εδωσε ενα φιλι στο μαγουλο και μπηκε μεσα.
Το ελαφρως ασυμαζευτο διαμερισμα παραξενεψε τις δυο γυναικες, οχι ομως τον σκυλο που ετρεξε αμεσως στο μαξιλαρι του.
Ο βιολιστης επιασε μια τυχαια πεταμενη μπλουζα απο τον καναπε και την περασε πανω απο το κεφαλι του καλυπτωντας το ημιγυμνο κορμι του.
''Θελετε καφε;'' ρωτησε και η βραχνη φωνη του υπονοουσε πολλα τσιγαρα.
Κοιταχτηκαν μεταξυ τους.
''Η Κυβελη ακομα κοιμαται;''προσπαθησε να αιτιολογησει το οτι η κοπελα δεν ειχε τα παντα σε ταξη οπως συνηθιζε.
Να εβαλε μυαλο και να τον αφηνει να τα κανει μονος του αποκλειεται.
''Χωρισαμε.'' η ανακοινωση του γιου της, συνοδευτηκε απο εκεινη να ριχνει στο πατωμα κλειδια κινητο τσαντα.
Τον κοιταξε εντρομη.
''Τι λες αγορι μου;;''
Η Εβελινα διπλα της γουρλωσε τα ματια. Ο ανιψιος της ουτε που πτοηθηκε καθως εβαζε την καψουλα για τον εσπρεσσο του.
''Τι να πω;''
''Πως; Γιατι χωρισατε; Ειναι οριστικο; Εσυ ή αυτη;'' η μια ερωτηση διαδεχτηκε την αλλη. Η Νεφελη ειχε πανιασει.
Ανασηκωσε τους ωμους, ταχα χαλαρος.
''Ασυμφωνια χαρακτηρων.'' πηρε μια καθαρη γυαλινη κουπα και την εβαλε κατω απο το μηχανημα.
Κοιταχτηκαν μεταξυ τους.
Ναι καλα.
Η Εβελινα, εξισου στενοχωρημενη που ο ανιψιος της δεν ηταν καλα, μα με την σκεψη στο μυαλο οτι η Κυβελη τον χωρισε επειδη απετυχε το σχεδιο της με την Σιλια να καταστρεψουν τον αντρα της, ειπε:
''Ο,τι ειναι να γινει θα γινει. Μπορει να μην ηταν γραφτο σας.'' τον παρηγορησε και ο νεαρος με τις μπουκλες την κοιταξε μπερδεμενος.
Η μητερα του την κεραυνοβολησε με ενα βλεμμα που φωναζε 'εισαι χαζη;'.
''Ειναι οριστικο; Τοτε γιατι αφησε το παλτο της στο καλογερο;'' σαν να αναθαρρεψε η μητερα του, μα και σαν περνουσε η ωρα, σαν να ενωνε τα κομματια.
Ειδικη αδεια για Θεσσαλονικη, και Θεσσαλονικη ισον Ιασμη, και Ιασμη ισον χωρισμος.
Με νεα ματια και γεματη συνειδητοποιηση κοιταξε τον γιο της, που γερμενος στον γεματο νιπτηρα επινε καφε. Ηξερε τι σκεφτοταν.
''Δεν ξερω αν ειναι οριστικο, μπορει να επιστρεψει, ή απλα να ερθει να παρει τα υπολοιπα.'' ο τροπος που χαλαρα ανεφερε τις διαφορες εκδοχες αφενος την τρελαινε, μα αφετερου της εδειχνε οτι ισως απο καπου πηγαζει αυτη η σιγουρια.
''Ενταξει ας μην τον πιεσουμε.'' η Εβελινα παρενεβη για την υπερασπιση του ανιψιου της.
Δυο ωρες αργοτερα μπηκε στο σπιτι της και εβγαλε την υφασματινη μασκα εξουθενωμενη.
Λιγο το αποπνικτικο της καταστασης, λιγο τα νεα που ειχε μαθει, σχεδον ξεχασε οτι ο συζυγος της δουλευε απο το σπιτι και μολις τον ειδε να καθεται στον καναπε με εφημεριδα τσιριξε.
Ο Σπυρος μειδιασε στον τρομο της γυναικας του.
''Εισαι απιστευτη.'' μουρμουρισε και γυρισε σελιδα.
Εβγαλε τις γοβες της και προχωρησε στο παχυ χαλι μεχρι τον καναπε.
Στον πανω οροφο τα παιδια της εκαναν μαθημα.
Μετα απο ενα λεπτο εντονου κοιταγματος ο Σπυρος επιτελους της χαρισε την πολυποθητη προσοχη του κλεινοντας την φυλλαδα.
"Πως ειναι η Νεφελη;'' ρωτησε αφηρημενα παρατηρωντας την να τριβει τους κροταφους της.
''Καλα ειναι, ανησυχει για τον Ορεστη.'' μουρμουριζει και κλεινει τα ματια για να ανακουφισει τον πονοκεφαλο της.
''Γιατι αυτη τη φορα;''
Εκεινη μουγγρισε απο την ανακουφιση καθως ο πονοκεφαλος αρχισε να υποχωρει μα δεν ανοιξε τα ματια.
''Χωρισε με την Κυβελη, αυτη εφυγε απο το σπιτι και δεν ειναι καλα το πουλακι μου.''
Σαν καταπακτη που ανοιξε αποτομα, ο ηλιος διαχυτος φωτισε το σκοταδι του.
Ο Σπυρος γουρλωσε τα ματια και υστερα θεωρησε ευτυχημα το οτι η γυναικα του τα ειχε κλειστα.
''Γιατι;'' εσφιξε τα δοντια για να ακουστει αδιαφορος.
Εκεινη απλα ανασηκωσε τους ωμους.
Μιλα! ηθελε να της φωναξει αλλα αρκεστηκε σε μια βασανιστικη υπομονη.
''Δεν ειπε τιποτα;''
Και αρχισε παλι να τριβει τους κροταφους της.
''Ασυμφωνια χαρακτηρων ειπε. Η Νεφελη ειπε οτι ευθυνεται η Ιασμη, ξερεις, της ειπε ο μικρος τι σταυρο κουβαλαει και λακισε. Και δεν ξερω αν της τα εχει πει και ολα.''
Επετρεψε στον εαυτο του ενα αληθινο, απο καρδιας, χαμογελο. Πριν με την πιο σοβαρη και αδιαφορη φωνη του μουρμουρισει:
'' Μην τον φοβασαι αυτον, θα φυγει σε πεντε μηνες και θα ειναι μια χαρα.''
Στην πραγματικοτητα, το μονο που ηθελε να κανει ηταν να γελασει δυνατα. Μα τι ευκολη νικη ηταν αυτη;
Αν υπηρχε κατι που ηξερε για τον ανιψιο του ηταν οτι δεν θα αφηνε με τιποτα την Κυβελη, το ειχε αποδειξει απο παλια αυτο. Οποτε η μονη λογικη εξηγηση ηταν να τον χωρισει εκεινη.
Βεβαια, αν κατι γνωριζε για την πρωην ερωμενη του ηταν οτι δεν αφηνε ποτε εκεινους που αγαπουσε. Δεν ειχε εγωισμο.
Κατι ομως που εκεινη δεν ηξερε για τον Ορεστη, ηταν οτι εκεινος ειχε εγωισμο, και μαλιστα μεγαλο.
Μια φωτια που μονο εκεινη μπορουσε να αναψει αναζοπυρωθηκε μεσα του.
Γι αυτο και εγραφε το ονομα της.
--------------------------------------------------------
28 Νοεμβριου.
Ειχαν περασει 6 μερες, ουτε καν μια εβδομαδα. Ενιωθε χαζη που δεν μπορουσε ουτε μια εβδομαδα να μεινει μακρια του. Το εβρισκε αξιολυπητο μα και ακρως σημαντικο ταυτοχρονα, την αναγκη της να ζει πλαι του, κι ας τον ηξερε τοσο λιγο.
Σχεδον μπορουσε να τον νιωσει να τραβαει πισω το σκοινι της θλιψης της.
Της ελειπε και του ελειπε διπλά.
Σε μια παγωμενη απλοποιηση του χωρισμου τους δεν υπηρχε λογος να μενουν μακρια, ο ερωτας ηταν εκει, η αγαπη μολις που ειχε φανει.
Και η Ιασμη ειχε φανει, για τα καλα.
Ηταν ομως σοβαρος λογος αυτος; Προσπαθουσε να κοιταξει μεσα της για να καταλαβει αν αυτη η φωνη που την εφερε εδω ηταν της λογικης ή του εγωισμου της.
Και αν ηταν τοσο σημαντικη η Ιασμη για εκεινον αυτη δεν επρεπε να την δεχτει; Εστω να την αντεξει;
Αντεχουμε και οσους αυτοι που αγαπαμε αγαπουν; Μπορεις να αντεξεις πραγματικα καποιον που εσυ δεν αγαπας;
Απεναντι της ο Κωνσταντινος ειχε αγκαλια την Ιωαννα. Ηταν βραδια ταινιων, ο Ορεστης καθοταν στην απεναντι πολυθρονα και την κοιτουσε καθε πεντε λεπτα. Οι φιλοι τους χαλαροι σχολιαζαν την ταινια, λες και δεν εβλεπαν το προφανες.
Ο χωρισμος τους ηταν παρωδια, στρωμενος με αξιοπρεπεια και Σουηδικες συνηθειες, συναντησεις και βλεμματα. Δεν ηταν της μοιρας τους να ξεχαστουν, ουτε και το ηθελαν.
Δεν ηταν ακομη καιρος.
29 Νοεμβριου.
1193 νεα κρουσματα.
Ο Γιαννης μεχρι πριν πεντε λεπτα προσπαθουσε να της εξηγησει απλα μαθηματικα για το διεθνες οικονομικο δικαιο, μια λαθος επιλογη της για ανοδο του μεσου ορου πτυχιου. Το μαθημα τους δεν ειχε παει καλα. Ο φιλος της ειχε κοκκινισει απο εκνευρισμο, η Φαιη και η Ερμιονη κοντευαν να πνιγουν απο τα γελια και η Κυβελη ενιωθε πιο χαζη απο ποτέ.
''Μα πως γινεται να μην το καταλαβαινεις;'' του φαινοταν εξωπραγματικο. Την στιγμη που ετοιμαστηκε να αρχισει παλι την θεωρια, χτυπησε το κινητο του.
Το κοιταζει και αμεσως πισω την κοπελα.
''Επιστρεφω. Μεινε εδω και προσπαθησε να καταλαβεις.''
Το υφος του ηταν υποπτο, κι ακομη πιο υποπτο το οτι βγηκε στο μπαλκονι να μιλησει.
Την κλιμακωση ολοκληρωσε η επιστροφη του. Κατωχρος και καταχλωμος, με ενα ενοχο βλεμμα να την καρφωνει.
''Τι εγινε καλε;'' ετοιμαστηκε να σηκωθει καθως τον ειδε να σωριαζεται σε μια καρεκλα για να του φερει νερο, μα της εκανε νοημα να καθισει.
Με την ακρη του ματιου της ειδε την Φαιη και την Ερμιονη να εχουν τεντωθει για να ακουσουν.
''Θα σου πω κατι, αλλα θελω να εισαι ανοιχτομυαλη και ψυχραιμη οπως παντα.'' ο προλογος του εκανε τις παλαμες της να μουδιασουν και τους παλμους της να αυξηθουν επικινδυνα.
''Μιλα.'' διεταξε παρακλητικα.
''Η Ιασμη νιωθει καλα, οποτε θα ερθει στην Αθηνα για Χριστουγεννα. Μολις με πηρε ο Ορεστης να μου το πει.''
Υπαρχει μια στιγμη σε καθε υπαρξιακο διλημμα , που μου αρεσει να ονομαζω σημειο π.π.,δηλαδη σημειο προ πτωσης. Ειναι η ταραχη στο βλεμμα του αναβατη, οι πιθανες πλευρες πτωσεις και το πιο σημαντικο, το αιτιο πτωσης.
Τελος παντων εκεινο το δευτερολεπτο πριν καθοριζει τα παντα. Και πως, και προς το που θα πεσεις.
Αυτο συνεβη στην Κυβελη. Καταλαβε με μιας γιατι δεν ειναι ευκολο να αντεξει τον Ορεστη, και μεσα της γεννηθηκε ενας νεος εγωισμος που της φωναξε πως δεν θελει να το κανει, οχι ετσι!
3 Δεκεμβριου.
1882 νεα κρουσματα.
Ξυπνησε το πρωι με ενα βαθουλωμα στο στηθος. Σαν να ειχαν χωρισει χθες. Σαν να ειχαν χωρισει οντως χθες.
Σηκωθηκε και ενιωθε πιασμενη, σαν να κοιμηθηκε σε λαθος κρεβατι. Πονουσαν τα κοκκαλα της.
Σταθηκε ορθια και ζαλιστηκε.
Ηπιε καφε και της πικριζε, ηταν λαθος, ο λαθος καφες, με το σωστο χαρμανι, την σωστη αναλογια, την σωστη ποσοτητα ζαχαρης και γαλατος.
Ο πιο αθλιος καφες που ειχε πιει ποτέ της.
Τα γραμματα ηταν ξενα, δεν εβγαζαν νοημα, πολυ απλα γιατι δεν ανηκαν πουθενα, ουτε το ενα στο αλλο, ουτε το αλλο σε λεξη.
Βγηκε στο μικρο μπαλκονι με μια κουπα καφε- απο συνηθεια!- και ενα πακετο τσιγαρα, καρελια χρυσα σλιμ.
Καθισε σε μια καρεκλα και κοιταξε απεναντι, τα συννεφα προμηνευαν βροχη. Εγλυψε τα χειλη της και τα ενιωσε αφυδατωμενα, το προσωπο της λιπαρο και τα μαλλια της θαμπα.
Εφερε τα ποδια στο στηθος της και αναψε ενα τσιγαρο.
Ουτε μουσικη ηθελε, ουτε καφε, ουτε τα τσιγαρα!
Κενο ηθελε.
Μονο αυτο την ανακουφιζε. Μονο αυτο την αντεχε.
4 Δεκεμβριου
2186 νεα κρουσματα.
Ο Ορεστης βρεθηκε μονος στο διαμερισμα με ενα βιολι στο χερι.
Ηταν ολως περιεργως ηρεμος. Ειχε πειθαναγκασει τον εαυτο του να μην σκεφτεται, κατι μεσα του του ελεγε οτι ουτε εκεινη τον σκεφτοταν. Σαν να ειχαν κανει ενα διαλειμμα νοητο, για να παψει αυτος ο διαρκης πονοκεφαλος.
Το θυροτηλεφωνο χτυπησε στις 2 το μεσημερι και ο βιολιστης ηξερε εκ των προτερων οτι η Κυβελη θα εμπαινε με το κλειδι της.
Ενας υπαλληλος κουριερ βρεθηκε μπροστα του, κρατωντας ενα δεμα.
''Για την κυρια Πολιτη.'' μουρμουρισε και του εδωσε να υπογραψει.
''Μαλιστα.'' υπεθεσε οτι ηταν καποιο βιβλιο.
Μα γιατι να δωσει την διευθυνση μου;
Δεν σκεφτηκε καν να ανοιξει το κουτι, απλα το ακουμπησε στο επιπλο και αφησε στην ακρη του μυαλου του την σκεψη οτι θα της εστελνε αργοτερα μηνυμα για να της το παει.
Η προβα για ενα συγκεκριμενο κομματι που επρεπε να παιξει σε ενα λαιβ της επομενης εβδομαδας κυλησε αργα και βασανιστικα με τον βιολιστη να βλεπει την ωρα να σερνεται.
Το κουδουνι χτυπησε παλι και ο σκυλος αρχισε να γαβγιζει επιμονα, κανοντας τον Ορεστη να βαριανασανει. Οταν ηταν η Κυβελη εκει με ενα της βλεμμα και μονο σιωπουσε.Στην πορτα του βρισκοταν αλλο ενα παλικαρι για μεταφορα, αυτη τη φορα απο ανθοπωλειο, αν εκρινε απο την τεραστια ανθοδεσμη μπροστα του.
''Καλησπερα...''
Δεν μπορουσε να καταλαβει πως προοριζοταν για εκεινον.
''Ναι γεια σας, για την Κυβελη Πολιτη.'' του εδωσε το ταμπλετ για να υπογραψει.
Αυτο εκρουσε τον κωδωνα κινδυνου στο μυαλο του, μα μονο οταν καταλαβε οτι το μεγαλο μπουκετο ηταν γιασεμι.
Ειναι καποιος που την ξερει καλα.
Πηρε τα λουλουδια και πληρωσε το παλικαρι πριν κλεισει την πορτα και ακουμπησει τα λουλουδια στο τραπεζι. Δεν ηταν χαζος,ειχε δεν την μικρη λευκη καρτα που τον χαιρετουσε, μα δεν ηταν ποτε ανθρωπος περιεργος, δεν ηθελε να παραβιαζει τον προσωπικο της χωρο, με ο,τι αυτο συνεπαγεται.
τρια χρονια περασαν απο εκεινη την μερα και ακομα δεν απεκτησα τιποτα πολυτιμοτερο απο την αγαπη σου. Χρονια μας πολλα.
Σελιδα 28, 24-26
-Σ
Ο Ορεστης αφησε την καρτα να πεσει. Εσφιξε τα δοντια. Πηρε τρεις βαθιες ανασες.
Πρεπει να μεινεις ψυχραιμος.
Πρεπει να ηρεμησεις.
Δεν ειναι αυτο που φαινεται.
Δεν θα στο εκανε ποτέ αυτο η Κυβελη.
Και αλλες ανασες. Εισπνοη εκπνοη.
Το μυαλο του παιρνει μια περιεργη στροφη και ξαφνου το ακακο δεμα πανω στο τραπεζακι γινεται η πετρα του σκανδαλου. Με δυο μεγαλες δρασκελιες το φτανει και το παιρνει στα χερια του.
Ξεσκιζει το περιτυλιγμα.
''Οι παλιες αγαπες πανω στον παραδεισο.''
Τρεμοντας ανοιγει στην πρωτη σελιδα και κρατα στο μυαλο του τρεις αριθμους.
28, 24-26.
Εφτασε στον αριθμο 28 και μετρησε σειρες, ελπιζοντας να εχει αδικο. Ελπιζοντας να ηταν παρανοϊκος.
Πρωτη, δευτερη, τριτη, δεκατη,
ενδεκατη, δωδεκατη, εικοστη.
<<Μπορει μια παλια αγαπη να παραμεινει στα κρυφα, στις σταχτες της, επικινδυνα ζωντανη; >>
Το αφησε να πεσει στο πατωμα με κροτο. Δεν μπορουσε να παρει ανασα απο την οργη.Θολωσε.
Μα τι ηττα...
----------------------------------------------------------------------
Το κουδουνι στο διαμερισμα στην Ζωγραφου χτυπησε μετα τις 3 το μεσημερι, και στο σπιτι ηταν μονο η Ερμιονη και ο Βασιλης, μαζι με την Κυβελη φυσικα, την οποια ειχαν αναγκασει να δει ταινια μαζι τους.
Ο Ορεστης σχεδον ποδοπατησε την μελαχρινουλα και εψαξε με το οργισμενα του βλεμμα την δικηγορινα.
''Πως τολμησες ε;ΠΩΣ;'' παγωσε στον θυμο του, την τρομαζε και την σοκαρε ταυτοχρονα.
''Οριστε; Τι λες;'' δεν πισωπατησε καν οταν την πλησιασε.
''Με εχεις για μαλακα; Ε ΚΥΒΕΛΗ;''το ονομα της γδαρθηκε αναμεσα στα δοντια του.
Το βλεμμα του φωτιζοταν απο φλογες οργης και ζηλιας. Τα μαλλια του ηταν μπλεγμενα και ατημελητα πετουσαν εδω κι εκει, ειχε αφησει λιγο μουσι και φαινοταν αγριεμενος.
Το βιβλιο και τα λουλουδια που μεχρι εκεινη τη στιγμη δεν ειχε παρατηρησει εκσφεντονιστηκαν πανω στον καναπε.
''Περιεργος τροπος να φερεις δωρα και λουλουδια μετανοιας.'' ειρωνευτηκε και κινηθηκε προς τον καναπε για να τα μαζεψει.|
Καυχασε.
''Ο γκομενος σου τα εστειλε! '' της ανακοινωσε και η κοπελα επνιξε ενα γελακι.
Οι φιλοι τους αναφωνησαν.Η Κυβελη τους αγριοκοιταξε.
''Βαλτοι ειστε κι εσεις; Ποιος γκομενος;'' γυριζει προς το μερος του.
''Ρωτας ποιος! Ο αγαπημενος σου γκομενος!'' συνεχιζει να μην καταλαβαινει ''Mεχρι και αφιερωση σου εκανε, τι ρομαντικο, αληθεια!'' φτυνει τις λεξεις.
''Εχεις χαζεψει εντελως.''
Κανει μεταβολη να φυγει. Την πιανει απο το μπρτσο.
''Σου μιλαω.'' γρυλιζει. Ο Ορεστης!
''Σε ακουω.'' απανταει κοφτα.
''Και ;''
''Και σε γραφω.'' Τιναζει το μπρατσο της μακρια και κανει να φυγει.
Τον ακουει να γελαει απο πισω της. Γυριζει θορυβημενη προς το μερος του.
Τον βλεπει να καθεται στον καναπε και να βυθιζει το προσωπο στα χερια του.
''Με απατησες. Δεν το πιστευω.''μουρμουριζει στον εαυτο του, σαν να του φαινεται αστειο.
''ΟΡΙΣΤΕ; '' κανει μεταβολη 180 μοιρων και τον πλησιαζει.
''Τι ειπες;'' τρεμει, αληθεια τρεμει.Τι τολμησε μολις να της προσαψει; Με τι θρασος;
Στην σιωπη του κοιτα τους φιλους τους, που μαρμαρωμενοι στεκονται ορθιοι στην μεση του σαλονιου.
Το βλεμμα της πεφτει στην πεταμενη ανθοδεσμη, απο μεσα της εχει πεσει ενα χαρτακι.
Το πιανει στα χερια της και το διαβαζει. Κανει ωρα να καταλαβει. Μπερδευεται και ξαναδιαβαζει.
''Αυτο δεν πρεπει να ειναι για μενα.'' συμπεραινει.
Ακουει τον βιολιστη να γελαει.
''Το τεραστιο Σ απο κατω δεν το βλεπεις;'' την ειρωνευεται. Η φωνη του ειναι τραχια.
''Ναι αλλα εγω δεν εχω κανεναν απο Σ.'' την ιδια στιγμη που το λεει τα ματια της γουρλωνουν.
Πρωτα το Σ γινεται Σπυρος, επειτα ενα μερος του εαυτου της την μαλωνει που ξεχασε εναν τετοιο ερωτα, τελος θυμαται την μερα.
Τρια χρονια...τετοια μερα πριν τρια χρονια του ειπε πως τον αγαπαει. Τον κοιταξε στα ματια και του αφησε την καρδια της. Ηταν η μερα που του υποταχθηκε αληθινα, που υποσχεθηκε στον εαυτο της να τον αντεχει και να τον λατρευει.
''Σαν κατι να θυμηθηκε...'' η ειρωνια εσταζε σαν φαρμακι.
Το βιβλιο στο πατωμα ηταν ακομη αγνωστο. Εσκυψε να το πιασει.
Οι παλιες αγαπες πανε στον παραδεισο.
Ναι καλα.
Σελιδα 28. Σειρες 24-26.
<<Μπορει μια παλια αγαπη να παραμεινει στα κρυφα, στις σταχτες της, επικινδυνα ζωντανη; >>
Διαβαζει δυνατα. Ανατριχιαζει και ολοι την βλεπουν να μορφαζει. Ο Ορεστης καταλαβαινει ποσο λαθος ειναι. Η Κυβελη απορει με το ποσο λαθος το νιωθει ολο αυτο. Τοσο ομορφα μα τοσο αταιριαστα.
Τον κοιταζει, αυτη τη φορα εκεινη ειναι η προδωμενη.
Μα πως γινεται να πιστευεις οτι θα σε αφηνα ποτέ για τον Σπυρο; Μα πως υποτιμας ετσι την αγαπη μου;
Θυμασαι που σου ειχα πει για τους ερωτες που απλα σαπιζουν;
Εκεινοι ουτε φλεγονται ουτε παγωνουν,
εκεινες οι αγαπες, οι εκ προιμιου μετριες και εν κατακλειδι ανυποφορα ανεκτες, πανε στην κολαση.
Σωπασε τωρα.
Σηκωσε το βλεμμαστο ταβανι και ανοιγοκλεισε σπαστικα.Θολωσε. Εκεινος την κοιτουσε με ματια να γυαλιζουν. Εκνευρισμος; Οργη; Μετανοια;
Ο Σπυρος τον ειχε περιπαιξει. Ειχε πεσει κατευθειαν μεσα σε μια παγιδα που μονος του ανοιξε.
Η Κυβελη, ορθια απεναντι του ετρεμε.
''Ειναι καλο να βλεπω που και που τι πιστευεις για μενα. Μου ανοιγει τα ματια.'' σαρκαζει και νιωθει εναν κομπο να ανεβαινει στον λαιμο της.
''Δεν-'' σηκωθηκε ορθιος.
Υψωσε το χερι της αναμεσα τους.
''Απο την μερα που χωρισαμε καθε μερα ποναω και αλλιως. Ποναω επειδη φταις ποναω επειδη φταιω, ποναω επειδη φταιμε κι οι δυο μα ταυτοχρονα και κανείς μας. Και φθειρομαι, γιατι εισαι εσυ ρε Ορεστη. Και στα ματια σου βλεπω καποιον που δεν θα με πληγωνε ποτέ. Ακομα και τωρα κατ΄επεκταση νιωθω οτι μονη μου πληγωνω τον εαυτο μου. Και τολμας να ερχεσαι εδω και να με κατηγορεις οτι σε απαταω! Εγω! Που παλευω να δεχτω το απιστευτο!'' την πιανει το παραπονο.
''Εκανα μαλακια, ενταξει , το παραδεχομαι, αλλα ελα στην θεση μου, ηρθε ενα δεμα με λουλουδια, εσυ τι θα σκεφτοσουν;''
Του χαμογελαει, το υφος του...θεε μου το υφος του ηταν αβοηθητο! Ξαφνου θυμηθηκε το κουταβι τους, και ποσο της θυμιζε τον Ορεστη, το ποσο διαχυτη ηταν η χαρα του οταν την εβλεπε, και πως κατεβαζε τα ματια οταν εκανε αταξια.
Τοση παιδικοτητα, μεσα σε δυο ματια που εφτιαξαν αναμνησεις καθε αλλο παρα παιδικες.
''Εγω δεν χρειαζεται να σκεφτω ή να φανταστω τιποτα. Αυτο τον εφιαλτη που εσυ μου περιγραφεις τον ζω καθε μερα ξανα και ξανα μεσα μου.''
Ο λαιμος του συσπαται καθως ξεροκαταπινει, το γλυκο αγορι απεναντι της εχει βουρκωσει.
Ξεφυσαει.
Νιωθει μικρος. Μικρος για να στηριξει την Ιασμη οπως την αρμοζει, ανωριμος να χασει μια ζωη για εκεινη, μα και ενοχος απεναντι στην Κυβελη, την ιδανικη του Κυβελη.
''Γαμωτο.'' βλαστημα. Δεν θελει να την κοιταξει, ντρεπεται.
Μα τι της ειχε κανει;
Κανει δυο βηματα προς το μερος της, κι εκεινη δυο πισω. Την τραβαει πανω του και εκεινη αποτραβιεται.
''Προσωπικος χωρος!'' σχεδον μπορει να την ακουσει να το λεει.
''Κυβελη μου...'' ψιθυριζει βραχνα. Κοιταει οπουδηποτε αλλου εκτος απο εκεινον.
Θελει να κλαψει.
''Μιλα μου μωρο μου σε παρακαλω.''
Την διαλυει. Οσα κρατουσε τοσες μερες γινονται δακρυα και απλα ξερει πως αν ανοιξει το στομα της θα αρχιζει να κλαιει. Ο κομπος στον λαιμο της καιει και την ποναει, η μυτη της τσουζει.
Το πρασινο και το γαλαζιο την καρφωνουν. Ανελεητα την αφηνουν στο ελεος ενος ανθρωπου που ειχε γινει το φρουριο οικειοτητας της.
''Σου μιλαω γαμωτο! Δεν ακους ομως! Δεν θελεις να ακουσεις!'' παραπονιεται και αρχιζει να σκουπιζει δακρυα. Δεν τον αφηνει να την αγκαλιασει, αναγκαζοντας τον να στεκεται απλα απεναντι της να την κοιταζει να κλαιει.
''Γιατι δεν οδηγει πουθενα ολο αυτο, δεν μπορω να σε κανω να καταλαβεις την κατασταση και δεν σε αδικω, απλα εγω ρε γαμωτο ειμαι τοσο ερωτευμενος-'' απελπιζεται κι εκεινος.
''Ξερεις κατι Ορεστη; Καταλαβαινω, αληθεια καταλαβαινω. Για αυτο δεν κραταω κακία, σε ποναω και σε νιωθω και σε σεβομαι που αγαπας τοσο δυνατα. Απλα, αν ηταν να πεθανω αυριο-''
Μορφαζει .''Τι βλακειες λες τωρα!" την αποπαιρνει.
''Ασε με να τελειωσω. Αν ηταν να πεθανω αυριο, θα πεθαινω ξεροντας οτι ησουν ο ερωτας της ζωης μου, της μικρης συντομης ζωης μου. Ενω για εσενα ημουν ενα απλο κοριτσι, ενα φλερτ, με ερωτευτηκες, ναι! Αλλα δεν θα ειμαι για εσενα ποτέ αυτο που ησουν εσυ για εμενα, και δεν μπορεις να φανταστεις πως με κανει να νιωθω αυτο, ειναι φρικτο, με ποναει.''
Τρεμει οντως, σαν να την πονουσε κυριολεκτικα αυτη η πραγματικοτητα. Εκεινος εκανε ενα βημα πισω, τιναχτηκε μακρια της σαν να ηταν η παρουσια του που να την πονουσε. Ηταν τα λογια της που σαν ηλεκτρικο ρευμα τον διαπερασαν.
Δεν μπορουσε να την κοροϊδευει, οσο κι αν την ηθελε, οσο ερωτευμενος κι αν ηταν, οσο αβοηθητος κι αν ενιωθε εκεινη την ωρα, δεν μπορουσε να της το κανει αυτο. Της αξιζε κατι καλυτερο.
''Εχεις δικιο, συγγνωμη Κυβελη.''
-----------------------------------------------------------------
5 Δεκεμβριου, ωρα 11 το πρωι.
1383 νεα κρουσματα.
Ο Ορεστης Νικολαϊδης παρκαρε εξω απο την μεζονετα στην Βουλα. Με σταθερο βημα προχωρησε μεχρι την εισοδο οπου πατησε το κουδουνι. Τον αναγνωρισαν αμεσως και του ανοιξαν την πορτα. Οι γονεις της τον λατρευαν απο μικρο. Τον ειχαν σαν γιο τους.
''Γεια σας κυρια Αφροδιτη. Η Ιασμη ειναι ξυπνια;'' ρωτησε χαμογελαστος.
Κρατουσε μια σακουλα με τα αγαπημενα της γλυκα.
''Ναι πανω ειναι, κατι σχεδιαζει, ανεβα.'' του απανταει προσχαρα. Μπορουσες να δεις το σκοταδι στις σκιες του προσωπου της, μια διαρκη δυστυχια να καλυπτει καθε αλλο συναισθημα.
Μπηκε στο δωματιο της και εκεινη σαν να τον ακουσε απο τις σκαλες πηδηξε πανω του και τον γεμισε φιλια. Γελασε.
''Καλημερα Ιασμη μου.'' την κατεβασε απαλα φιλωντας την πεταχτα στα χειλη.
Καθισε στο κρεβατι και της εκανε νοημα να καθισει διπλα του.
''Εχω να σου πω κατι. ''εκεινη δεν χανει το χαμογελο της, του κραταει το χερι και περιμενει καρτερικα. Θαρραλεα την κοιτα, μονο με θαρρος πρεπει να μιλαμε σε οσους αγαπαμε.
''Σ' αγαπω.'' της δηλωνει και βλεπει τα δυο ματια που λατρευει να λαμπουν.
''Κι εγω Ορεστακο, πολυ.''
Βαθια ανασα.
Εισπνοη-
''Θα σε αγαπω για παντα, φιλικα ομως. Εφτασε η ωρα μωρο μου, πρεπει να χωρισουμε.''
Εκπνοη- και χαος!
Με ρωτουν συχνα γιατι δεν λεω στους συντροφους μου οτι γραφω.
Με επαινουν για μια μετριοφροσηνη που δεν ειμαι σιγουρη οτι εχω.Εναι πιο πολυ λιγος ρεαλισμος πνιγμενος σε ενοχες και μασκαρεμενος με ελλειψη οικειοτητας.
Οποτε καμια φορα, οταν με κοιταει απο την αλλη ακρη του καναπε, που γραφω γρηγορα - μια εργασια για την σχολη φυσικα!- γελαω και σκεφτομαι, πως θα αντιδρουσε αν τα διαβαζε εκεινος, καθε εκεινος που ποτέ περασε απο την ζωη μου μεχρι τωρα.
Ο πρωτος θα γελουσε, δεν ενιωσε ουτε να μισά.
Ο δεύτερος θα ζηλευε, παντα ελεγε πως ειχε ταλεντο στην ποιηση. Σχεδον κοροιδευτικα συμφωνουσα.
Ο τριτος θα διαβαζε προσεκτικα, θα μου χαμογελουσε, αυτος ο τριτος με ειχε για πολυ ρηχη και ποτέ δεν ενιωσα την επιθυμια να τον διαψευσω, δεν το ειχα αναγκη.
Επειτά σε εκεινον, δεν ξερω τι απο ολα θα εδινα να διαβασει, τα πιο αφηγηματικα, ή εκεινα που δειχνουν ποσο πονεσα.
Δεν ξερω αν θα χαμογελασει αλαζονικα ή θα φρικαρει, ουτε αν θα πεσει στα γονατα και θα κλαψει.
Μεσα του κατι θα ραγισει, γιατι ποναει να ξερεις οτι εχασες καποια που σε αγαπησε τοσο σφοδρα και σαρωτικα.
(Μα ερωτας ηταν αυτο ή τιμωρια; )
Θα πονεσει διπλά γιατι ακομη και τωρα δεν ξερει αν το θελει πραγματικα. Το μονο σιγουρο ειναι οτι δεν το αξιζε ποτε.
Ντρεπομαι να διαβασει τις λεξεις που του απηυθυνα, θα νιωσω γυμνη, ανυπερασπιστη.
Προτιμω να σταθω παλι απεναντι του διχως ρουχα και να τον αφησω να με περιεργαστει, να δει οσα αλλαξαν και οσα εμειναν ιδια. Προτιμω να νιωσω την καυτη του ανασα πανω στην κοιλια μου καθως μειδιαζει, παντα το κανει πριν με αφησει το ελεος του, πριν με κανει με μια κινηση πιο ευαλωτη απο ποτε.
Μα πιο πολυ απο ολους, δεν θελω να διαβασουν οσα γραφω οι επομενοι, οι εως τωρα επομενοι.
Γιατι πολυ απλα, τιποτα δεν ειναι για εκεινους.
Ουτε μια λεξη, ουτε μια φραση, ουτε -εστω για τα προσχηματα- ενα υπονοουμενο.
Δεν θελω να αντικρισω την προδοσια ετουτη.
Εγω! Που προδοθηκα και πονεσα, να που τωρα απατω καθε επομενο με το παρελθον.
Και μακαρι η απιστια αυτη να ηταν σαρκικη, κτηνωδως αμετανοητη και επισφραγισμενη με απαγορευμενα φιλια.
Μα ειναι κρυφα νοσταλγικη, συγκριτικη και υποκειμενικα ανωτερη.
Μου χαιδευεις το ποδι και με κοιτας ερωτευμενος να γραφω με ζηλο την εργασια μου, ενω εγω αποτυπωνω αυτες τις λεξεις τωρα, και βουρκωνω γιατι συνειδητοποιω οτι δεν υπαρχει μεγαλυτερη σκλαβια απο αυτην στην οποια καταδικαζει κανεις τον εαυτο του.
Γραφω λοιπον αυτες τις τελευταιες λεξεις και ελπιζω μια μερα να μπορω φανερα να στο πω, διχως τυψεις και φοβο.
Να σταθω απεναντι σου και να σου ψιθυρισω λογια που ανηκουν στο παρελθον, μα τα ποδια μου να πατουν γερα στο παρον.
Να σου χαμογελασω απο δυναμη και οχι αδυναμια.
'Σ'αγαπουσα'
Κι επειτα, ας χαθω.
Ciao Bellas!!
Πως ειστε; Τι κανετε;
Ξερω οτι αργησα, συγγνωμη για αυτο! Δεν ειναι ζητημα χρονου, αλλα ψυχολογιας... καταλαβαινετε.
Ηταν ενα τρενακι συναισθηματων ετουτο το κεφαλαιο θαρρω.
Ελπιζω να σας αρεσε.
Ηταν απο καρδιας παντως!
Τι θα γινει; Θελω στοιχηματα!
Σας αγαπω -αχ και να ξερατε ποσο- πολυ!
xxxΜάγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top