Αυτό που κρύβουμε είναι αυτό που πιότερο μας φανερώνει.
Χρονια πολλα σε ολες τις μαμαδες του κοσμου, βιολογικες, πνευματικες, θετες, εν ζωη και μη και δη στις μαμαδες τις εφαρμογης!
Ειστε υπεροχες,να σας χαιρονται τα παιδακια σας!
-------------------------------------------------------------
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ' έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
-Γιάννης Ρίτσος. (από τη συλλογή Πρωϊνό άστρο,1955 —αφιερωμένη στη νεογέννητη κόρη του Έρη)
Υπαρχουν πολλοι τροποι να περιγραψεις καποιον.
Ειναι εκεινος που θα κανει τους παντες γυρω σου να τον αγαπησουν, και να ονειροπολήσουν νοητά ένα τέτοιο άτομο στη ζωή τους.
Επειτα,είναι κι αυτος που θα προκαλεσει αντιπαθεια και μίσος από τον περίγυρο σου. Η οργή σου θα γίνει και δική της.
Υστερα υπαρχει η αδιαφορια. Με δυο σου λεξεις γκριζαρεις καθετι φωτεινο ή σκοτεινο και θαμπωνεις τα ξεχωριστα εκεινα χαρακτηριστικα του στα ματια του ακροατη.
Σιγουρα μπορεις να παρουσιασεις τον οποιοδηποτε,πιο ομορφο απο ο,τι ειναι,πιο ασχημο απο ο,τι τον βλεπουν οι αλλοι,πιο εξυπνο,πιο πνευματωδη,πιο ανοητο.
Οταν γνωριζεις εναν ανθρωπο,ειναι σαν στην μνημη σου να στεκει ενας μεγαλος λευκος καμβας.Μενει μοναχα να πιασεις τα πινελα και να ζωγραφισεις.
Το λαθος στις πρωτες εντυπωσεις ειναι σχεδον αμελητεο και συγχωρειται.
Συγχωροχαρτι σου; Η αγνοια.
Μα κοιτα να δεις,
που ο πινακας εχει ηδη παρει χρωμα,και δεν προσεξες πως οι βαφες ειναι ανεξιτηλες και λαθος. Κι αυτο,γιατι καπου στην πορεια αλλαξες γνωμη. Αναθεωρησες.
Ο μονος τροπος να αλλαξεις την εικονα μπροστα σου ,ειναι με πιο σκουρα χρωματα.
Πανω στην γοητεια βαφεις με ομορφια,
πανω στην νευρικοτητα με οξυθυμια,και πανω στο χιουμορ με ανωριμοτητα.
Και οσο ο καιρος περνα απλα συνεχιζεις.
Το κιτρινο γινεται πορτοκαλι και το πορτοκαλι κοκκινο.
Το θαλασσι θυμιζει θαλασσα τα μεσανυχτα και το το λευκο χανει το φως του.
Μεχρι που στο τελος ο πινακας σου δεν ειναι παρα μια μαυρη τρυπα.
Κανεις ενα βημα πισω και απορεις.
Εγω το δημιουργησα αυτο;
Που ειναι το κιτρινο της αισθησης του χιουμορ;
Που ειναι το απαλο ροζ του ερωτα;
Που ειναι το γαλαζιο της παιδικοτητας;
Που ειναι το λευκο,του αγνωστου;
Το πινελο σου πεφτει απο τα χερια και δακρυζεις.
Εχεις δημιουργησει ενα τερας,ενα χαος,κατι σκοτεινο,αβυσσαλεο και αποτροπαιο.
Τι εκανες λαθος;
Αν με ρωτας,θα σου ελεγα πως καταχραστηκες το χρωμα που σου δοθηκε.
Εφτιαξες τον παραδεισο σου σε λιγο χρονο, γιατί βιαζοσουν να κρυφτεις μεσα.
Μα αν στον θεο πηρε επτα ημερες,τι σου δινει την αλαζονεια του υπερανθρωπου;
Ο παραδεισος,μαθε,φτιαχνεται αργα,μια πινελια την φορα.
Μα θα αξιζει.
1990
Στα 25 της χρονια ποτέ αλλοτε δεν ειχε πεθυμησει τοσο πολυ το κρεβατι της. Η ωρα ηταν περασμενες πεντε το πρωι,εφημερευαν, και απο την ωρα που επιασε δουλεια,ειχε γινει χαμος,. Καβγαδες μεταξυ συνοδων,συνοστισμος και καθε ειδους περιστατικο απο τροχαια μεχρι επιμονος πυρετος στιβαζοντας και ανεμεναν περιθαλψη μεχρι να σταλουν στο αντιστοιχο τμημα.
Η κλινικη ηταν γεματη και για αλλη μια φορα απο τις 11 το βραδυ που επιασε δουλεια καθοταν να ξεκουραστει τωρα για πρωτη φορα. Η βαρδια της θα τελειωνε σε δυο ωρες, τα ματια της ομως εκλειναν.
Τα επειγοντα ηταν μεγαλο σχολειο για εκεινη, ειδικα οταν βρεθηκε εκει τον πρωτο χρονο εργασιας της. Μπορουσε να σταθει σε ολα τα περιστατικα και κλινικες πλεον. Συγκριτικα με φιλες της σε αλλα τμηματα ενιωθε πιο εμπειρη. Απο καρδιολογικα, εως παθολογικα, μπορουσε ενα καλυψει καθε περιστατικο.
''Και τι λες να κανω Ιφι;'' η Μαιρουλα,ενα χρονο μικροτερη της και βοηθητικη εκτακτως, ειχε μολις γνωρισει τους γονεις του αρραβωνιαστικου της και σε ολοκληρη την βραδινη βαρδια της περιεγραφε ποσο χαλια πηγε. Ολα τα επειγοντα εμαθαν οτι ο Αναστασης δεν λεει οχι στους γονεις του.
''Λεω να τον παρατησεις. Ειναι αδιορθωτος.'' η Ισμηνη,Παθολογος, και λιγο μεγαλυτερη τους, συμμετειχε παντα στις συζητησεις τους οταν εφημερευε. Το μικρο κουζινακι των νοσηλευτριων μεσα στο γραφειο χωρουσε μετα βιας 4 ατομα, κι αλιμονο σε οποιον δεν καπνιζε.
''Τον Τασουλη μου;Εισαι τρελη;'' την ρωτησε θιγμενη η κοπελα και καπνισε συγχυσμενη. Ηταν νεα στην δουλεια και δεν της εκοβε πολυ, μα ειχε προθυμια που η Ιφιγενεια ειχε μαθει να εκτιμα.
''Δικιο εχει η Ισμηνη Μαιρη και το ξερεις, αντε, αν δεν τον παρατησεις, δωστου τελεσιγραφο, εγω μεχρι την Πτολαιμαϊδα για τον γαμο δεν ερχομαι!'' της δηλωσε η φλογερη κοκκινομαλλα που την μερα εκεινη μονο φλογερη δεν ηταν.
Η λευκη ποδια της για καποιο λογο δεν εστρωνε ομορφα στο σωμα της και τα μαλλια της ηταν μαζεμενα με ενα τσιμπιδακι προχειρα ψηλα και στερεωμενα με δυο στυλο, σχηματιζοντας ενα κοκκινο κουβαρι με τουφες να πεφτουν στο προσωπο και πισω στον αυχενα της.
Η Δομνα εσπρωξε την συρομενη πορτα κατακοπη και κοιταξε τις συναδελφους της.
''Μολις εφτασε περιστατικο, ενας νεαρος με οξεια μεθη, τον εχουν στο τριτο εξεταστηριο απο δεξια'' γερνει ελαφρως προς τα μεσα.Η Ιφιγενεια κοιτιεται με τις δυο κοπελες και σηκωνεται ορθια.
Χριστουγεννα του 1990 ηταν.
Χωρις ιδιαιτερη λυπη δεχτηκε να δουλεψει νυχτα, και τότε και την Πρωτοχρονια. Της ελειπαν και οι δικοι της, μα για να μην το σκεφτεται αφηνοταν στους εντονους ρυθμους που επικρατουσαν στα επειγοντα του Νοσοκομειου. Ειχε κλεισει 1.5 χρονο που δουλευε, βρηκε αμεσως δουλεια και ενω στην αρχη σιχτηριζε που την εβαλαν στο πιο χαοτικο τμημα του νοσοκομειου, πλεον ενιωθε μια αυτοπεποιθηση που η προϊσταμενη της οχι μονο επιβραβευε, αλλα της ανεθετε και τις καινουργιες κοπελες.
Τα λευκα της αθλητικα ετριζαν ελαφρως στον διαδρομο, καθως ακολουθουσε την Δομνα που εσερνε το καροτσακι με τα χαπια, το πιεσομετρο, τους ορους και ο,τι αλλο θα χρειαζονταν.
''Πλακωθηκαν παλι δυο τυποι, τρομαξαμε να τους χωρισουμε ''μουρμουρισε η μελαχρινη τριβοντας τους κροταφους της εκνευρισμενη.
''Ποτε θα καταλαβουν οτι χρειαζομαστε ασφαλεια στο νοσοκομειο; Εν ετει 1990 και να μην εχουμε security;Σε λιγο θα μας ζητανε να μαθαινουμε πολεμικες τεχνες!'' αστειευεται, κανοντας την κοπελα να χαμογελασει.Παντα ειχε τους τροπους της.
''Επιτελους!'' οταν τραβηξαν την πρασινη κουρτινα μια κοφτη και αυστηρη φωνη την εκανε να σηκωσει το βλεμμα ψηλα. Στο τεταρτο κρεβατι βρισκοταν ενας ξανθος νεαρος σε ημιλιποθυμη κατασταση, που με μια μονο ματια μπορουσε να καταλαβει οτι βρισκοταν εκει λογω οξειας μεθης.
Η φωνη ομως δεν ανηκε στον αντρα που ειχε χυθει στο φορειο, ουτε στον τυπο που καθοταν στην ακρη του κρεβατιου, αλλα σε εκεινον ακριβως απο πισω της, με τα χερια στις τσεπες του παντελονιου του, το πουκαμισο ελαφρως τσαλακωμενο και τα σκουρα καστανα μαλλια ανακατα.
Κοντοσταθηκε και ισιωσε την πλατη της.Ηταν απο τις πιο επιβλητικες παρουσιες που ειχε δει ποτε της. Το υψηλο του αναστημα την εκανε να ζαρωσει ενω τα σκουρα αυστηρα του ματια την εκαιγαν και εβλεπαν πισω απο τα δικα της. Ηταν σφιγμενος και την κοιτουσε εξεταστικα. Ξεροκαταπιε και κοιταξε αλλου προσπαθωντας να συγκεντρωθει.
Κοιταξε τον Γερασιμο, τον τραυματιοφορεα και του εκανε νοημα οτι το ειχε απο εδω και περα.
Της εκλεισε το ματι και απομακρυνθηκε απο το κρεβατι.
''Κοριτσαρες ολος δικος σας!'' η Δομνα του εστειλε ενα απεγννωσμενο υφος και εβαλε γαντια.Η Ιφιγενεια εριξε αλλη μια ματια τον αντρα που ειχε γειρει προς τα πισω και την κοιτουσε απο πανω μεχρι κατω απροκαλυπτα.
''Θα παρακαλουσα να περιμενετε εξω απο το εξεταστηριο.'' απεφυγε να απευθυνθει στην αυστηρη μορφη πισω της, σαν να ενιωθε ενα δεος που την αποθαρρυνε να αποκτησει οπτικη επαφη.
''Δεν χρειαζεστε βοηθεια δεσποινις;'' ο υπερβολικα μεθυσμενος νεαρος της χαμογελασε.
''Αγγελε μαζεψου!'' Να τη παλι η αυστηρη φωνη, που ομως δεν επηρεασε και ιδιαιτερα τον Καζανοβα που ειχε κανει ηδη το πρωτο βημα προς το μερος των 'ανυποψιαστων νοσηλευτριων'.
Ο αγνωστος που τοση ωρα εστεκε πισω της και την εκαιγε με το βλεμμα του την προσπερασε ξυστα, αφηνοντας ενα κυμα ριγης στο διαβα του και με τρεις μεγαλες δρασκελιες μαζευε τον φιλο του και τον εσυρε σε μια γωνια λιγα μετρα πιο κει, παρα τις διαμαρτυριες του, για να μην ειναι στην μεση.
Οι δυο κοπελες κοιταχτηκαν. Η Δομνα, στα 5 χρονια που ειχε κλεισει στα επειγοντα εκτιμουσε την Ιφιγενεια για το ποσο επιαναν τα χερια της και αφομιωνε με τροπο βιωματικο ακομα και τις πιο δυσκολες τεχνικες.
''Σου στελνω την Μαιρουλα, να της δειξεις παλι την τεχνικη, προχθες δεν μπορουσε να βρει φλεβα.'' μουρμουριζει απαξιωτικα και τραβαει την κουρτινα.Η Ιφι εγνεψε χαμογελαστα και εβαλε γαντια.
Στο μικρο εξεταστηριο ειχαν μεινει ο αντρας που βρισκοταν σε ημιλιποθυμη κατασταση, ο ζαλισμενος χαζοχαρουμενος φιλος του και ο τριτος της παρεας , που συγκρατουσε τον δευτερο, μα σαν αγαλμα εμενε ανεκφραστος.
Σταθηκε πανω απο τον 'ασθενη'.
''Εχεις ταση για εμετο;'' τον ρωτησε ευγενικα και ο αντρας εγνεψε αρνητικα, αλιμονο ομως κι αν καταλαβαινε τι ελεγε. Δεν την ικανοποιησε η απαντηση του.
''Θελω να γυρισεις στο πλαι.'' του ειπε μα την ιδια στιγμη τον γυρισε και η ιδια στα αριστερα βλεποντας την οκνηροτητα των κινησεων του.
Η Μαιρουλα, νευρικη και αγχωμενη μπηκε μεσα στο εξεταστηριο φορωντας γαντια. Η κοπελιτσα, ειχε κλεισει 3 μηνες στο νοσοκομειο και ειχε εξασφαλισει για τον εαυτο της το ονομα 'οδοστρωτηρας' , 'ακαματρα', και πολλα αλλα.
''Η Δομνα ειπε να κοιταξω τι κανεις και να προσπαθησω να βελτιωθω.'' μουρμουρισε και σταθηκε διπλα της. Η κοκκινομαλλα καταλαβε απο τον τονο της οτι της ειχε πει και αλλα, μα η κοπελα δεν ηθελε να τα επαναλαβει.
''Λοιπον, οξεια μεθη, σε ημιλιποθυμη κατασταση, τι κανουμε;'' την ρωτησε και εδειξε τον ξανθο ασθενη.
Ενας ξεροβηχας εκοψε την απαντηση της μελαχρινης.
''Τωρα πιστευετε ειναι η ωρα να κανετε μαθημα;Πανω στον φιλο μου θα παιξετε τις μικρες γιατρους;'' η φωνη που στις τρεις πρωτες λεξεις ακουγοταν επιβλητικη, τωρα της θυμισε κατι πολυ αυστηρη και ξινο.
Κεραυνοβολησε με το βλεμμα της τον αντρα απεναντι.
Το φωτεινο καστανό, επεσε πανω στο σκληρο μαυρο και εμπλεξαν σε μια ανιερη μαχη.
''Αν δεν μαθει τωρα, την επομενη φορα που ο φιλος σας θα πιει ασυστολως ολο το Βοσπορο και θα εφημερευουμε εμεις, θα ειναι μονο αυτη εδω, και ξερετε τι θα γινει κυριε;'' τον προκαλεσε.
Δεν τον αφησε ομως να της απαντησει.
''Θα του βαλει τον καθετηρα στην μυτη.'' η Μαιρουλα διπλα της επνιξε ενα γελακι.
Ο αγνωστος αντρας εσφιξε κι αλλο τα δοντια, αφηνοντας τον φιλο του να σωριαστει σε μια πλαστικη καρεκλα κινηθηκε προς το μερος της.
''Νομιζω οτι το συστημα υγειας μας απαρτιζεται απο ειδικευμενο προσωπικο, ασθενεις ειμαστε ή πειραματοζωα; Ξερετε οτι αυτο παραβιαζει τα δικαιωματα του; '' Οι δυο κοπελες κοιταχτηκαν απηυδησμενες. Απο εκνευριστικους συνοδους αλλο τιποτα σε ενα νοσοκομειο. Νομιζουν οτι ξερουν τα παντα, δικαιουνται τα παντα, μα μονοι τους δεν μπορουν να κανουν τιποτα.
''Τοτε να παει σε εναν δικηγορο να μας κανει μηνυση.'' του απαντησε εξισου προκλητικα.
Ανασηκωσε τα φρυδια του, εκπληκτος απο τον τονο της.
Κοιτα να δεις γλωσσα.
''Προς ενημερωση σας, αυτεπαγγελτως λεγεται εγκληση και οχι μηνυση, οσο για τον δικηγορο, ειμαστε κι οι τρεις, μην ανησυχειτε!'' προσπαθησε εμμεσα να την απειλησει μα ειδε την εντονη κοκκινομαλλα να νευριαζει ακομα περισσοτερο. Τα σκουρα της ματια εκαναν μεγαλη αντιθεση με το λευκο της δερμα και τα κατακοκκινα μαλλια που πετουσαν εδω και εκει.
''Ακου να δεις-''
Η κουρτινα τραβηχτηκε αποτομα και η Ισμηνη μπηκε μεσα.
''Για ενα Levin με φωναξαν.'' δηλωσε και η Ιφιγενεια απηυδησμενη εγνεψε θετικα.
''Δεν εχουμε φτασει ακομα εκει!'' αποκριθηκε με ενταση και αγριοκοιταξε τον αντρα απεναντι της.
Η γιατρος κοιταξε αναμεσα τους και υστερα τον ημιλιποθυμο νεαρο.
Η Ιφιγενεια ξεφυσηξε και κινηθηκε προς το κρεβατι του εξεταστηριου.Κοιταζει την νεοφερμενη συναδελφο της με νοημα.
''Πρωτα παιρνουμε ζωτικα.''
Η κοπελιτσα γνεφει θετικα, ολα αυτα τα ειχε διαβασει καλα, μα στην πραξη ηταν εντελως διαφορετικα τα πραγματα. Και για καποια που δεν αντιδρουσε καλα υπο πιεση, επειγοντα ηταν ενα 8ωρο βασανιστηριο.
Ο Δημητρης Πολιτης παρακολουθει την νοσηλευτρια με τα κατακοκκινα μαλλια να συγκεντρωνεται στην δουλεια της και με επιδεξιες κινησεις να παιρνει στον φιλο του την πιεση, το οξυγονο, να μετραει το ζαχαρο και να γραφει τις μετρησεις.
Οταν τον κοιτα τα χανει για λιγο.
''Τι εχει πιει και ποσο;'' τον ρωταει αυστηρα. Ξεροκαταπινει και παιρνει βαθια ανασα για να απαντησει διχως να τραυλισει. Ο φιλος του ο Αγγελος ομως τον προλαβαινει.
''Ουισκι, βοτκα, τεκιλα απο τρια ...ε ...ηπιε και κατι σφηνακια.'' τον πιανει λοξυγγας και γελαει.
''Τιποτα αλλο Μιμη;'' γυριζει και τον κοιταζει. Η Ιφιγενεια στο υποκοριστικο ξεροβηχει για να μην γελασει ενω ο 'Μιμης' αλλαζει δεκα χρωματα.
''Θες να κανεις παρεα στον Ηλια;'' τον απειλει με ενα βλεμμα που μεχρι και εναν αγνωστο θα τρομαζε.
Μα καλα, πως δεν φοβουνται οι φιλοι του;
''Γιατι ; Θα με κερατωσεις με τον κολλητο σου;'' ρωτησε και ο λοξυγγας επεστρεψε.
Η Μαιρουλα γουρλωσε τα ματια και κοιταξε αλλου.
''Θες να βαλεις φλεβα σε παρακαλω;'' την ρωτησε νευρικα η συναδελφος της και δειλα εκανε ενα βημα μπροστα.Απο τοτε που γεμισε τον εαυτο της και δυο συνοδους με αιμα τα χερια της ετρεμαν καθε φορα που πηγαινε να παρει αιμα.
Η Ιφιγενεια της εκανε νοημα να ηρεμησει.
''Τωρα τι κανουμε;'' την ρωτησε για επιβεβαιωση.
''Βαζουμε φλεβα και φλεβοκαθετηρα που συνδεουμε με τον ορο.'' ψιθυρισε και προσπαθησε να βρει φλεβα. Ο μορφασμος που ο 'ασθενης' αμεσως εκανε την αποθαρρυνε.
''Ξαναπροσπαθησε.'' επεμεινε η κοκκινομαλλα. Ευτυχως με την δευτερη τα καταφερε.
''Απο το αλλο χερι τωρα θα τραβηξουμε λιγο αιμα για εξετασεις και θα βαλουμε και ορο για ενυδατωση.'' ανακοινωνε περηφανη που το θυμαται μολις παρει το γνεψιμο της επιβεβαιωσης.
''Ισμηνη θα βαλεις σε παρακαλω το Levin;''την ρωταει η Ιφιγενεια και η γιατρος που τοση ωρα περιμενε υπομονετικα για να μην αγχωσει την κοπελα εκανε ενα βημα μπροστα.
Ο Δημητρης βλεπει το σωληνακι να εισερχεται στην μυτη του φιλου του και σμιγει τα φρυδια.
''Τι ειναι αυτο;'' πεταγεται και πλησιαζει.
Η Ιφιγενεια ανιχνευει την ανησυχια του και δεν του αντιμιλαει.
''Ειναι ενα σωληνακι που μπαινει απο την μυτη και φτανει στο στομαχι, ετσι ο,τι υγρο επροκειτο να βγαλεις απο το στομα βγαινει απο το σωληνακι.'' εξηγει.
''Μαλιστα.'' προφερει κοφτα.
Τον παρατηρει για λιγο. Ειναι ψηλος, εχει αδυνατη μα στιβαρη κορμοστασια και στεκεται με ισια πλατη λες και δεν βρισκεται 6 παρα το πρωι στα επειγοντα μετα απο ξενυχτι αλλα το πρωι στο γραφειο. Τα χειλη του ειναι μονιμως μια ισια γραμμη και στο προσωπο του υπαρχει ενας εκνευρισμος ετοιμος να απελευθερωθει στον πρωτο που θα τον ενοχλησει.
Λυπάμαι την γυναίκα που θα τον παντρευτει αυτον τον αχωνευτο.
Οι Μαιρουλα παει σε αλλο περιστατικο και Ισμηνη κανει το ιδιο.
Η Ιφιγενεια ομως δεν εχει τελειωσει και δεν φευγει.Κοιτιεται με τον αυστηρο νεαρο που ελεγχει καθε της κινηση ψαχνοντας μαλλον για κατι που θα του φαινοταν λαθος.
''Για να μην εισροφησει να ειναι στο πλαι.'' με την ακρη του ματιου της τον βλεπει που γνεφει.
''Καλυτερα να πατε να παρετε καφε. ''' τον συμβουλευει και σμιγει τα φρυδια του μπερδεμενος.
''Καλα ειμαι εδω.'' της δηλωνει κοφτα.
Η Ιφιγενεια χαμογελαει σαρδονια.
''Καλως, η συνεχεια θα ειναι ιδιαιτερα μορφωτικη κυριε...'' τον κοιτα περιμενοντας απαντηση.
''Πολιτης.'' συμπληρωνει
''Ελπιζω να ειστε ετοιμος να δειτε απο κοντα τοποθετηση καθετηρα.'' μουρμουριζει με ενα μειδιαμα και με την περιφερειακη της οραση τον βλεπει να γουρλωνει τα ματια.
Η παγοκολωνα εχει συναισθηματα!
Μια ωρα αργοτερα, δεκα λεπτα πριν τελειωσει η βαρδια της, κι ενω κατακοπη παρεδιδε τις εισαγωγες της εφημεριας στην κοπελα που δουλευε πρωι,ο Πολιτης εισεβαλε στο γραφειο της προϊσταμενης εξαλλος.
''Συγγνωμη κυριε πως μ-μπαινετε ετσι μεσα;''η Μαιρη τραυλισε οταν τον κοιταξε στα ματια. Θα ορκιζοσουν οτι του ανηκε ολοκληρο το νοσοκομειο.Με τετοιο κυρος στεκοταν σε καθε χωρο.
''Περασε μια ωρα και δεν καταγραψατε τα ζωτικα σημεια του φιλου μου!'' τις κατηγορησε και η Ιφιγενεια απο το πισω δωματιακι, αφησε τις δυο κοπελες που αλλαζαν για βαρδια και πεταχτηκε εξω.
''Κυριε Πολιτη πως μπορω να βοηθησω;'' τον ρωτησε εντονα και σταθηκε απεναντι του, σηκωσε το κεφαλι και τον κοιταξε στα ματια διχως να πεταρισει ουτε βλεφαρο.
''Μπορειτε να κανετε την δουλεια σας.'' της απαντησε κοφτα.
''Την κανω, και μαλιστα πολυ καλα, αν και αυτο ειμαι σιγουρη οτι το διαπιστωσατε πριν.'' απαντα ευθαρσως.
''Τον εχετε παρατησει σε ενα κρεβατι εκει, με τον ορο να μην κατεβαινει καν!''
Η κοκκινομαλλα ανασηκωσε το φρυδι δυσπιστη.
''Ο ορός κατεβαινει, απλα πολυ αργα. Και αν δεν σας ικανοποιει η δουλεια μας μπορειτε να κανετε εσεις την δικη σας, και να μας κανετε μηνυσ-οχι συγγνωμη! Εγκληση! Να μας κανετε εγκληση κυριε Πολιτη!''
Ηταν εξαλλος, αυπνος και εκτος εαυτου. Ειχαν βγει για ενα χαλαρο ποτακι!Και ειχε καταληξει να τα ακουει απο την θρασυτατη κοκκινομαλλα νοσηλευτρια στις 7 παρα δεκα το πρωι. Δεν πιστευε στην τυχη του. Ηθελε να της πει πολλα, θα αρχιζε απο την γλωσσα της και θα κατεληγε στην αντιεπαγγελματικη της συμπεριφορα, μα δεν μπορουσε παρα να την κοιταξει που του αντιμιλουσε και να σκεφτει:
Ομορφουλα ειναι.
Η σκεψη του αυτη κλειδωσε το μελλον του.
--------------------------------------------------------------------------------------------
''Ημουν τριων ετων οταν επαιξα για πρωτη φορα.'' ψιθυριζει σε ασχετο χρονο.
Η δικηγορινα τεντωνει νοητα τα αυτια της για να μην χασει ουτε λεξη και επεξεργαζεται την πληροφορια.
ΤΡΙΩΝ ΕΤΩΝ;
''Ηταν πολυ αστειο απο οτι μου ειπαν, γιατι το βιολι, αν και μικρο,1/16, ηταν πολυ μεγαλο στα χερια μου.'' γελασε νοσταλγικα στην σκεψη και τα λακκακια του εμφανιστηκαν.
Το δωματιο φωτιζοταν μονο απο το πορτατιφ στην πλευρα του, στην χαμηλοτερη κλιμακα, που αφηνε ενα αχνο φως, το οποιο πιο πολυ νεες σκιες δημιουργουσε παρα τις επνιγε. Η Κυβελη ξαπλωμενη ανασκελα, γυμνη και εξαντλημενη ακομα προσπαθουσε να βρει την ανασα της, ενω ο νεαρος διπλα της γερμενος στο πλαι, μετα το ηρωικο 'Κολλα πεντε' αποφασισε οτι δεν νυσταζε.
''Και ξεκινησες μαθηματα τριων ετων;'' ρωτα σοκαρισμενη. Εκεινη δεν ειχε καν αναμνησεις απο οταν ηταν 3 ετων.
Εγνεψε θετικα, το μειδιαμα στα χειλη του εκρυβε μια αλαζονεια, που πηγαζε απο τον θαυμασμο που η κοπελα δεν διστασε να προσδωσει στον τονο της.
Ετεινε το χερι του προς το μερος της και τυλιξε το δαχτυλο του γυρω απο μια πορτοκαλοκοκκινη τουφα, την οποια με επιμελεια περασε πισω απο το αυτι της. Εκεινη εμεινε ακαμπτη κατω απο το αγγιγμα της, ηταν συνεχες και συνηθως ασκοπο, αθελα του της επιβεβαιωνε οτι ηταν ερωτευμενος.
''Και μετα;'' ρωτησε βραχνα, ενιωθε τα ματια του να καρφωνουν το προσωπο της, την παρατηρουσε απροκαλυπτα, λες ηταν η δουλεια του. Της χαμογελασε.
''Και μετα αρχισα μαθηματα, ιδιαιτερα φυσικα, στην αρχη μια φορα την εβδομαδα, οταν εκλεισα τα 5 εγιναν 2, και μεχρι να γινω 8 ηταν 3 φορες.'' μουρμουρισε.
Η κοκκινομαλλα, μετακινηθηκε λιγο πιο κοντα του, ευχομενη να μην παρει το χερι του απο τα μαλλια της, και μπηκε στο πεδιο της κανελας νιωθοντας παραλληλα την θερμη του κορμιου του να την διαπερνα. Ηθελε οσο τιποτα αλλο να ακουμπησει το μαγουλο της στο καυτο δερμα του στερνου του και να κλεισει τα ματια, μα γνωριζε οτι ο εξομολογητικος οιστρος του Ορεστη ηταν σπανιος.
''Εγω στα 8 μου το μονο που εκανα ηταν να παιζω με κουκλες και να πηγαινω σχολειο.'' σχολιασε μεταξυ αστειου και σοβαρου. Ο βιολιστης επνιξε ενα γελακι και με τα ακροδαχτυλα του χαιδεψε την ακρη μια κοκκινης τουφας. Η Κυβελη πηρε βαθια ανασα νιωθοντας την στιγμιαια επαφη με το δερμα του ωμου της.
''Δεν το εβλεπα ως αγγαρεια, μου αρεσε εξ' αρχης και οταν οι γυρω μου ελεγαν οτι εχω χαρισμα, αρχισε να μου αρεσει περισσοτερο.'' της απαντησε κυνικα.
''Σου αρεσε επειδη ησουν καλος;''
''Αν και ημουν καλος δεν το βαρεθηκα ποτέ.'' την διορθωνει αφηνοντας την διχως λεξεις.
''Οταν αρχισα να πηγαινω σχολειο, ξεκινησα παραλληλα να δινω και εξετασεις, στα δεκαπεντε μου-σκεψου- εκανα 6 φορες την εβδομαδα μαθημα και φυσικα καθε μερα εξασκηση, τοτε εδωσα για Ανωτέρα.''
Η Κυβελη στο ακουσμα ολων αυτων και μονο νιωθει πιεσμενη. Μα πως αντεχε;
Ο Ορεστης σαν να διαβαζει την εκφραση της μειδιαζει.
''Το αγαπουσα, οσο δεν φανταζεσαι, θυσιασα πολλα για αυτο.'' ψιθυριζει το τελευταιο μερος, και ευτυχως για εκεινον, η κοπελα δεν μπορει να δει τα ματια του να σκουραινουν.
''Οπως;'' φυσικα ρωταει.
Ο τροπος που απαλα χαιδευει με τα ακροδαχτυλα του τα μαλλια της την ηρεμει, σχεδον την κοιμιζει επιτηδες, μα εκεινη ειναι αποφασισμενη να εκμεταλλευτει καθε λεπτο εκεινης της εξομολογησης.
''Στα 16 μου, ημουν πρωτη λυκειου, πηγαινα σε ενα ιδιωτικο Κολλεγιο, μου δοθηκε μετα διαγωνισμου η μουσικη υποτροφια Ωναση, για Master στο Yale. ''
''Και με το σχολειο;'' τον εκοψε.
''Πηγαινα σε ιδιωτικο, οποτε με εναν διακανονισμο εκανα μαθηματα εξ'αποστασεως και πηρα απολυτηριο.'' της εξηγει και το δαχτυλο του κατεβαινει απο το προσωπο στον λαιμο της κι υστερα στην κλειδα της, απλωνοντας μικρα κυκλικα κυματα θερμης.
Πεφτει για λιγο σιωπη μεχρι να συνεχισει να μιλαει.
''Ηταν δυσκολη αποφαση βεβαια, ημουν μονο 16 και ειχα τους φιλους μου εδω, την οικογενεια μου, τα παντα! Συναμα ομως φαινοταν εξαρχης οτι επροκειτο για μια απο τις επιλογες που κανει καποιος...'' παυση για λιγο.
Κρεμεται απο τα χειλη του.Τα δαχτυλα του σταματουν να κινουνται πανω στο δερμα της. Ξεφυσαει.
''Και του αλλαζουν την ζωη για παντα.'' μουρμουριζει ξεψυχισμενα, σαν να μην εχει αλλες αντοχες να περιγραψει περαιτερω.
Η Κυβελη κρατα την ανασα της, ουτε αυτη δεν θελει να τον διακοψει, ελπιζει σε μια συνεχεια.
Πως ακριβως αλλαξε η ζωη του;
''Και μετα;'' δεν κρατιεται και ρωταει. Αντι για απαντηση λαμβανει ενα γελιο.
''Δεν νυσταξες;'' αναρωτιεται φωναχτα.
''Θες να με κοιμισεις;''
Της χαμογελά ''Θελω να κοιμηθω δικηγορινα.'' πεφτει ανασκελα προς τα πισω, δινοντας εμμεσα τελος στην 'βραδια αληθειας' του.
Θελει να γκρινιαξει, γιατι εχει ηδη ερωτησεις για ολα οσα της ειπε, μα εχει μαθει πως οσο πιο πολυ μιλαει εκεινη, τοσο λιγοτερο θα απανταει αυτος.Οποτε ξεφυσα και δεχεται την ηττα της. Κλεινει το πορτατιφ και της κανει νοημα να συρθει κοντα του. Πραγματι, η Κυβελη, στα τυφλα τον πλησιαζει και ακουμπα το κεφαλι της κατω απο το πιγουνι του, ωστε με καθε του ανασα να μυριζει την κανελα και αφηνει ενα απαλο φιλακι στο στερνο του. Περναει το ποδι της αναμεσα στα δικα του και μπλεκεται οσο περισσοτερο γινεται με εκεινον.
Επιτελους βολευεται.
Μουγγριζει απο ικανοποιηση και ξερει οτι κι εκεινος χαμογελαει. Σαν να επροκειτο για καποια ρουτινα χρονων τυλιγει τα χερια του γυρω απο την μεση και τους ωμους της.
''Bολευτηκες μωρο μου;''η φωνη του ολο και μακραινει απο το υποσυνειδητο της.
Μουρμουριζει κατι που μοιαζει με <<Ναι>> και αφηνεται στην αγκαλια του.
Οταν καταλαβαινει οτι την πηρε ο υπνος πανω του αφηνει μια ανασα που κρατουσε για ωρα. Τα ενστικτα του αλογιστου μερους της ψυχης του εξεπεμπαν τις ενδορφινες της ικανοποιησης οτι ηταν δικη του. Μια αναγκη που προεκυψε απο το πουθενα και παλλοταν μεσα σου διχως σταματημο. Η σκεψη του θειου του να της κανει ερωτα, να την πηδαει αγρια και να την χτυπαει βαναυσα του προκαλουσε πρωτοφανη οργη.Ασυναισθητα την εσφιξε κι αλλο πανω του.
Μα δεν μπορουσε να ειναι κτητικος. Δεν της αξιζε.
-------------------------------------------------------------------------
''Αυτο σ' αρεσει;'' Η Φαιη της εδειξε μια φουξια σουετ φουστα.
Η Κυβελη εγνεψε γρηγορα αρνητικα.
''Ειναι παρα πολυ κοντη.'' απαντησε προς απογοητευσης της.
''Εμενα δεν μου φαινεται κοντη παντως.'' επικροτει η Ερμιονη.
Το εμπορικο ηταν ευτυχως σχεδον αδειο. Πεμπτη, 13 Φεβρουαριου και ωρα εντεκα το πρωι, μεσα στο υποκαταστημα ηταν μοναχα αυτες και αλλες δυο κυριες.
''Μην την δοκιμασεις καν, ειδικα ετσι οπως σχεδιαζεις να την βαλεις.'' η κοκκινομαλλα κατεβαζει λιγο τα γυαλια ηλιου της για να κοιταξει την κολλητη της που ειχε παρει πεισματικα την φουστα αγκαλια.
Την ιδια ωρα η Ερμιονη της εφερε ενα μαυρο τοπακι που αφηνε ολη την κοιλια εξω και ειχε βαθια λαιμοκοψη.
''Αυτο ακριβως εννοω!'' τους ειπε.
''Θα ειναι πολυ σεξι'' υποστηριζει η μελαχρινη που ειχε διαλεξει ηδη ενα φορεμα που θα επρεπε να ανηκει στην καλοκαιρινη κολεξιον αλλα καποιος μαλλον το πεταξε στο αποθεμα του Φλεβαρη.
''Δεν ειναι σεξι!'' η Κυβελη ψαχνει αναμεσα στις κρεμαστρες μεχρι να βρει ενα μονοχρωμο μακρυμανικο με κλειστο λαιμο.
''Ετσι θα μπορεις να βαλεις την φουστα, με ενα see-through μαυρο καλσον και να μην μοιαζει δευτερο, ειναι πολυ κοντη, δεν γινεται να δειχνεις και ποδια και κοιλια και στηθος, πρεπει να εξισορροπειται.'' υποστηριζει και οι φιλες της κοιτουν το μαυρο μπλουζακι λες και ειναι κατι αηδιαστικο.
''Γιαγια εσυ;'' κοροιδευει η ξανθουλα αλλα παιρνει το μπλουζακι οπως και να χει.
Η φιλη της γελαει.
''Καλα καλα κοροιδευετε...''μουρμουρισε και αρχισε να κοιταζει τριγυρω.
''Και για πες'' η Ερμιονη κοιταξε την Φαιη συνομωτικα.
''Τι κανει ο συγκατοικος σου;''γελουν χαζα κανοντας και την κοκκινομαλλα να χαμογελασει.
''Οταν εφυγα το πρωι ηταν στο 'γραφειο' του και επαιζε βιολι.'' απαντησε και ενιωσε ξαφνου μια ικανοποιηση, μιλουσε για τον Ορεστη σαν να ηταν μαζι.
Μα ειμαστε μαζι! Αυτη η επομενη σκεψη της προκαλεσε περηφανια που φουσκωσε στο στηθος της και απλωσε παντου θερμη.
''Αωωωω'' η Ερμιονη της εκανε γλυκα ματακια και η Φαιη ακουμπησε θεατρινιστικα το στηθος της.
''Καλα μην χαιρεστε.'' τις αποπηρε ''Σε δυο μερες θα γυρισω σπιτι, το Σαββατοκυριακο εχω διαβασμα.''
Η Ερμιονη εσμιξε τα φρυδια της ''Δεν ειναι οριστικο;''
Η Κυβελη γελασε. ''Συγκεντρωσου. Δυο μηνες τον ξερω...'' δεν το πιστευε ουτε η ιδια αυτο που ελεγε, απλως το υπενθυμιζε στον εαυτο της με καθε ευκαιρια.
''Οι σχεσεις δεν εχουν χρονοδιαγραμμα και ηλικιες.'' μουρμουρισε η φιλη της, υπερβολικα σοβαρα, σαν να απογοητευτηκε κι εκεινη.Η Φαιη κοιταξε την Κυβελη ερωτηματικα, τι επαθε η Ερμιονη;
''Σιγουρα.'' συμφωνησε βιαστικα.
''Εσυ με τον Βασιλη καλα;''
Η κοπελα κοιταξε αλλου, σαν να της κινησε ξαφνου το ενδιαφερον το μπλουζακι απεναντι. Αμεσως καταλαβαν.
''Πληρωνω και ανεβαινουμε για καφε.'' δηλωσε και ετρεξε σχεδον στο ταμειο.
Η κοκκινομαλλα εγνεψε και κινηθηκε προς το μερος της Ερμιονης που τις απεφευγε και εκανε αερα στον εαυτο της. Η χειρονομια της να σκουπισει τα ματια της, σημανε κοκκινο συναγερμο στο υποσυνειδητο της δικηγορινας.
Εικοσι λεπτα αργοτερα, στον αδειο 4ο οροφο του εμπορικου,εξω για να καπνιζει και παιζοντας με το καλαμακι της η κοπελα με βουρκωμενα ματια δηλωσε στις φιλες της οτι δεν νιωθει ετοιμη να το συζητησει ακομα. Εκεινες, γνωριζοντας οτι ηθελε λιγα λεπτα να νιωσει ανετα αρχισαν να μιλανε για ασχετα.
''Θα παμε Πατρα για τριημερο που λεγαμε;'' επενεβη η Φαιη.
''Ναι ειπαμε, μιλησα με την Ερση. Κλεινουμε και τωρα εισιτηρια αν θελετε.'' την διαβεβαιωσε
''Εγω...δεν ξερω αν ειναι καλη ιδεα να ερθω.'' μουρμουρισε η μελαχρινη κοιτωντας με υγρασια στα ματια. Ηταν το υπονοουμενο που παντα εφερνε την Κυβελη εκτος οριων.
''Συγγνωμη μια παρεα δεν ειμαστε; Υπαρχει περιπτωση να σου πει να μην ερθεις; Και τι θα κανεις δηλαδη; Θα κατσεις σπιτι να τον περιμενεις;'' ρωτησε καυστικα και η Φαιη στριφογυρισε τα ματια της.
''Καλα εσυ μην μιλας καθολου.'' της πεταξε σποντα.
''Οριστε;'' ρωτησε η κοκκινομαλλα θιγμενη. Πως τολμαει να μου το λεει αυτο;
Η Ερμιονη βλεποντας τις δυο φιλες της ετοιμες να κανουν εναν καβγα που αρχιζε με ενα <<εγω στα 'λεγα>> και εληγε με ενα <<μην το παιζεις τελεια>>, αποφασισε να μιλησει.
''Αυτο που εχω με τον Βασιλη δεν παει πουθενα.''
Δεν ηταν κατι νεο ή πρωτακουστο, μα σοκαριστηκαν με τον πικρο αλλα ειλικρινη τονο στην φωνη της. Το εννοουσε. Επαψαν τον χαζο καβγα τους και γυρισαν προς το μερος της.
''Ερμιονη...τι λες...αφου ειστε τρελοι ο ενας για τον αλλον'' η Φαιη οπως παντα, προσπαθησε να την 'λογικεψει'.
''Εγινε κατι;'' η Κυβελη διπλα της, της εσφιξε το χερι παροτρυνοντας την να μιλησει.
''Ειμαστε τρια χρονια μαζι, και δεν ξερω...νιωθω σαν να ειναι μαζι μου περιμενοντας να βρει την επομενη που να αξιζει.'' η ξανθουλα μορφαζει στον τονο της.
''Αν το δεις κυνικα, στις σχεσεις σου μενεις μεχρι να ερωτευτεις καποιον αλλον, μεχρι που θα βρεις τον τελευταιο επομενο.'' η Κυβελη προσπαθησε να δικαιολογησει τον φιλο της, κερδισε ομως ενα ανασηκωμενο φρυδι απο την συμφοιτητρια της.
''Σε ειδα πως ταραχτηκες οταν εμαθες οτι ο Ορεστης θα φυγει τον Δεκεμβριο ομως.'' της 'χτυπα' και η κοκκινομαλλα νιωθει σαν να την χτυπησε οντως.
''Που κολλαει αυτο;'' ρωταει πνιχτα.
''Κολλαει. Τι εκανε ο Ορεστης οταν του εξεφρασες την ανασφαλεια σου; Σου ειπε να μεινεις μαζι του λιγες μερες! Οταν εσυ Φαιη ειπες στον Γιαννη πως νιωθεις οτι δεν κανετε νεα πραγματα τι εκανε; Αρχισε να κανονιζει εκδρομες! Αυτο ξερετε πως λεγεται; Κατανοηση και επιβεβαιωση.''
Δεν υπαρχει απαντηση σε αυτο. Η Ερμιονη αναβει τσιγαρο.
''Και οταν εγω ειπα στον Βασιλη πως νιωθω οτι με βαριεται ξερεις τι εκανε;'' δεν περιμενει φυσικα να μαντεψουν.
''Σηκωθηκε και εφυγε!Εχει να μου στειλει απο χθες το απογευμα.''περναει το χερι της μεσα απο τα μαλλια της απηυδησμενη και βυθιζει για λιγο το προσωπο της εκει, αναπνεοντας βαθια.
Οι δυο φιλες κοιταχτηκαν με το ιδιο βλεμμα παροτρυνοντας σιωπηλα η μια την αλλη να πει κατι.
Για κακη τους τυχη μιλησε η Φαιη.
''Εγω ξερω πως οταν κατι χαλαει σε μια σχεση πρεπει να το φτιαχνεις, οχι να πετας ολοκληρη την σχεση στα σκουπιδια.''δηλωσε τελεσιδικα.
Τα τρια ζευγαρια ματια κοιταχτηκαν μεταξυ τους.
''Οταν κατι χαλαει σε μια σχεση πρεπει να το φτιαχνεις, οχι να πετας ολοκληρη την σχεση στα σκουπιδια.''
Αυτα τα λογια της Φαιης, μπορει να εσωζαν την δικη της σχεση, μα θα κατεστρεφαν τις υπολοιπες.
------------------------------------------------------------------------------------------------------
''Κοριτσια θα σας ρωτησω κατι στο οποιο μαλλον δεν θα εχετε απαντηση.'' προφερει δειλα.
''Δοκιμασε μας'' η Ερμιονη ηθελε απελπισμενα να αλλαξει θεμα.
''Εχετε ακουσει ποτέ κατι για μια Ιασμη;'' στις μπερδεμενες εκφρασεις των φιλεναδων της σκεφτηκε να προσθεσει κι αλλα.
''Ειδα τυχαια ενα μηνυμα στο κινητο του Ορεστη.'' η Φαιη την κοιταξε συνομωτικα.
"Και διαβασα 'Η Ιασμη κοιμαται μην την παρεις τηλεφωνο.', εχετε ακουσει κατι απο τα παιδια εσεις;''
Η Φαιη ειχε ενα βλεμμα πληρους αγνοιας, μα η Ερμιονη εχει ενα συγκεντρωμενο υφος, η λακκουβιτσα αναμεσα στα φρυδια της υποδηλωνει οτι σκεφτεται κατι πολυ εντονα.
Αποτομα αναφωνει.
''Περυσι ρε, δεν θυμασαι;'' απευθυνεται στην ξανθουλα και η Κυβελη ταραζεται.
Ποια ειναι αυτη;
Η Φαιη εξακολουθει να μην καταλαβαινει, γεγονος που εκνευριζει την κοπελα, ή οποια γυριζει στην κοκκινομαλλα για να εξηγησει.
''Πρεπει να ειναι καποια μικρουλα ξαδελφη του, γιατι περυσι που ειχε ερθει ο Ορεστης, οταν ησουν Βερολινο με το Erasmus, κατι ακουσα τον Βασιλη να λεει στο τηλεφωνο για μια μικρη, ε οπως καταλαβαινεις εγινα πυρ και μανια, πανικοβληθηκε αυτος και μου ειπε οτι ειναι μια μικρη ξαδελφη του Ορεστη, της αδελφης του πατερα του η κορη.''
''Μικρη ξαδελφη; Δηλαδη οντως μικρη;'' ρωτα ανακουφισμενη.
''Ναι ναι, αυτο ειναι το μονο σιγουρο.'' επιβεβαιωνει και η Φαιη σαν να ξυπνα πεταγεται.
''Κι εγω κατι τετοιο θυμαμαι, τους ακουγα να μιλανε για εκεινη συχνα, αλλα οχι μπροστα σε ολους.'' γερνει προς τις φιλες της και χαμηλωνει τον τονο της φωνης της.
''Πρεπει να εχει προβλημα.''
''Και γιατι το ψιθυριζεις;'' ρωτα κοροιδευτικα η Κυβελη με ενα βαρος λιγοτερο στο στηθος.
Χτυπαει το κουδουνι του σπιτιου του Ορεστη φορτωμενη με τσαντες και σιχτιριζει που δεν εχει κλειδι.
Τοσο ανευθυνος που ειναι μπορει να εφυγε και να μεινω απεξω.
Η πορτα ευτυχως για την ιδια ανοιγει διαπλατα.
Ο βιολιστης εχει την θηκη του βιολιου στον ωμο, φοραει γκρι φουτερ, τζιν, τα συνηθισμενα μαυρα all-star του, και τα μαλλια του πετουν εδω κι εκει. Με κλειδια, κινητο και πορτοφολι στο χερι εμοιαζε να βιαζεται.Η Κυβελη κοντοσταθηκε οταν επεσε πανω της στηθος με στηθος.
''Εφευγες; Με ξεχασες;''τον κατηγορει κι αυτος της χαμογελαει παιχνιδιαρικα.Με το καπως ελευθερο χερι του την τραβηξε πανω του και την κρατησε κοντα του. Η κανελα την χαιδεψε και κατευνασε τον νεο της εκνευρισμο.
''Εσενα δικηγορινα μου; Πως να τολμησω;'' λεει κοροιδευτικα και παει να την φιλησει.
Δικηγορινα μου λεει...θα τρελαθω.
Τον σπρωχνει μακρια της και αποφευγει τα χειλη του.
Η κυρια Ριτσα απο το ματακι της απεναντι πορτας αναφωνησε.
''Κοιτα την που το παιζει και δυσκολη.'' μουρμουριζει σοκαρισμενη και κολλαει κι αλλο πανω στην πορτα.
Το κρατημα του εγινε πιο εντονο και τα κορμια τους συγκρουστηκαν. Απο αυτη την συγκρουση αναδευεται κανελα. Δεν της δινει χρονο ομως, επιτιθεται στα χειλη της , πνιγει το βογγητο της και δαγκωνει το κατω χειλος της εισχωρωντας την καυτη γλωσσα του στο στομα της. Ο ρυθμος ειναι εντονος και η αναγκη να ανταποδωσει επιτακτικη.
Οταν την ελευθερωνει απο το κρατημα του η Κυβελη ζαλιζεται.
Αυτος ο αντρας ειναι απιστευτος.
------------------------------------------------------------
Η καφετιερα του βιολιστη χτυπησε ενοχλητικα διαφορετικα απο την δικη της.
Βαζει καφε σε μια κουπα που την ιδια στιγμη αποφασιζει να την κανει αγαπημενη της για οταν θα βρισκεται σπιτι του.
Περπατα ξυπολυτη τριγυρω μεσα στην απολυτη σιωπη. Το λευκο μακο του μετα βιας καλυπτε τα βασικα, αλλα δεν μπορουσε να αγνοησει την αισθηση της ελευθεριας που της προξενουσε η γυμνια.
Η γυναικα ακουγοταν σε ολοκληρο το σπιτι ηχηρα.
Μέτραγα ανάποδα διακόσια
Να 'χεις πάντα χρόνο να κρυφτείς...
Μέτραγα κι ας μου 'χες κάνει τόσα
Για να βγαίνεις πάντα νικητής...
Το πικαπ ηταν το πρωτο αντικειμενο που ειχε βαλει προσεκτικα μεσα στον σακο. Τωρα ηταν στο συνθετο διπλα απο την μεγαλη βιβλιοθηκη, κοντα στην τηλεοραση.Εμενε ομως ανεγγιχτο. Ο δισκος με την ξανθια τραγουδιστρια απεκτησε πανω του ενα νεο σημειωμα.
Να αναπαραχθει σε αυτη την σειρα, οταν αυτη η σειρα αποκτησει νοημα.
Ακουγε το τραγουδι απο το κινητο της λοιπον, πολυ προσεκτικα, προσπαθωντας να βρει το σημειο συνδεσης της, ή εστω τον λογο που ο Ορεστης το επελεξε.
Της θυμιζε πιο πολυ τον Δελη, παρα τον ιδιο. Συνειδητοποιηση που την εκανε να νιωσει ιδιαιτερα ασχημα.
Σταθηκε μπροστα απο την μεγαλη συλλογη βιβλιων, ηταν κατι που θαυμαζε στο σαλονι του.Της εκανε εντυπωση το πως, σε αντιθεση με καθε αλλη ακαταστατη πτυχη του εαυτου του, τα βιβλια ηταν σε αλφαβητικη σειρα και με ταμπελακια.Κατα γενικη ομολογια βεβαια, η βιβλιοθηκε μεχρι το ταβανι προσεδιδε στον χωρο περα απο τον μοντερνο χαρακτηρα του, με τους γκρι καναπεδες, το μαυρο ημιδιαφανο τραπεζι και την μεγαλη πλασμα τηλεοραση, και κατι ανετο, βολικο, εξαιρετικα οικειο.
Ειχε μια περιεργη αισθηση για αυτο απο την πρωτη στιγμη που το αντικρισε. Στα αριστερα της και πισω απο τον τοιχο βρισκοταν η κουζινα, απεναντι απο την οποια ηταν η τραπεζαρια. Ο τοιχος πισω απο το παραλληλογραμμο τραπεζι ηταν επενδυμενος με τουβλο και στο κατω μερος του υπηρχαν ραφια με βινυλια και δισκους. Τα περισσοτερα κλασικης μουσικης, και ορισμενα ροκ, τζαζ.
Μέτραγα τα βράδια που αργούσες
Μέχρι να 'ρθεις είχα κοιμηθεί
Κι αν καμιά φορά δε μου γυρνούσες
Έλεγα απλά έχεις κρυφτεί.
Στο μυαλο της ηρθε η τριημερη αποδραση του στην Θεσσαλονικη αλλα κι εκεινα τα βραδια, οταν ειχαν πρωτογνωριστει, που ουτε επετρεπε στον εαυτο της να αναρωτηθει που ελειπε. Ή ακομη, την ηρωικη επιστροφη του στο κρεβατι της, και το φιλι που την αφησε ξεπνοη.
Μα ποιο φιλι του δεν την αφηνε;
Οι καρεκλες της τραπεζαριας, επενδυμενες με μαυρα μαξιλαρακια δερματινα, περιτριγυριζουν το γυαλινο μακροστενο τραπεζι σε ιδιο χρωμα.Κι επειτα ειναι η κουζινα, με τα μαυρα ξυλινα ντουλαπια διχως χερουλι, που τα πιεζες προς τα μεσα για να ανοιξουν και την εκνευρισαν οι δαχτυλιες που ειδε σε εκεινα τα σημεια.Οι εστιες ηταν ιδιου χρωματος, μα ο παγκος σπωντας την μονοτονια, ηταν φτιαγμενος απο λευκο με γκρι γρανιτη, ενω γυρω του βρισκονταν τεσσερις υπερυψωμενες καρεκλες.
Κρύψου για να μη σ' ανακαλύψω
Κρύψου μη σε δω να μ' αγνοείς
Κρύψου να μπορώ να εξηγήσω
Που 'φυγες και δε θα ξαναρθείς...
Της φανηκε περιεργο το οτι στο παραθυρο πανω απο τον νυπτηρα ειχε τρια μικρα γλαστρακια, μεχρι να καταλαβει οτι ηταν ψευτικα.
''Αλιμονο.'' μουρμουρισε και εσυρε τα δαχτυλα της κατα μηκος του παγκου, σαν να ψαχνει για σκονη. Βεβαια ειχε βρει τα καθαριστικα μονη της απο την προηγουμενη μερα, και απο τις απαντησεις του Ορεστη επιβεβαιωθηκε οτι δεν ηξερε που βρισκοταν τι.
''Θα σε στρωσω εγω.'' υποσχεθηκε ψιθυριστα, ενω μαλλον το αντιθετο θα συνεβαινε.
Τριγυριζει σιωπηλα στο σπιτι, επεργαζομενη καθε γωνια του, σαν να επροκειτο να περασει αρκετο χρονο εκει.
Προχωραει κατα μηκος του διαδρομου, με τον καφε στο χερι και το κινητο να ηχει δυνατα στο αλλο. Ο χωρος που επαιζε παντοτε μουσικη απομονωμενος ηταν οπως τον περιμενε...αχουρι.
Κοντοσταθηκε για λιγο και κοιταξε αναμεσα σε πινακες ακουμπησμενους σε γωνιες στην αχρηστεια, κουτες η μια πανω στην αλλη, παρτιτουρες και θηκες βιολιων, στιβαγμενα ή παραπεταμενα.
Ξεφυσηξε και κινηθηκε προς το τριποδο που στηριζε μια παρτιτουρα. Ειναι Bach, το πιανει στα χερια της και μελεταει το παλιο τριμμενο χαρτι, απο κατω ομως υπαρχουν κι αλλα, ενα φυλλο με νοτες πεφτει στο πατωμα και εκεινη βλαστημα που εκανε 'χαμο'.
Σκυβει να πιασει το χαρτι μα ξαφνου διαβαζει τον τιτλο.
Yasmin (Ιασμη )
Ηταν μια παρτιτουρα με σκορπιες νοτες, ενα αποκομμα απο καποιο βιβλιο. Ομως αυτο φαινοταν ανεγγιχτο, δεν ειχε ουτε μολυβιες επανω, ουτε ημερομηνιες.
Αντε παλι η Ιασμη.
Εμοιαζε να υπαρχει εκει ανεκαθεν, κατω απο τα κομματια που κατα καιρο μελετουσε, σαν να ηταν το κρυμμενο του μυστικο. Αλλα αυτο που σοκαρε την Κυβελη ηταν αυτο που υπηρχε κολλημενο προχειρα με εναν συνδετηρα απο πισω.
Μια φωτογραφια, με δυο παιδακια, 5 χρονων το πολυ, να στεκονται με τα γονατα στην ακρογυαλια, και να χαμογελουν, γεματα αμμο, σφιχταγκαλιασμενα με μικρα γυαλια ηλιου και καπελα.
Το μυαλο της κοπελας αρχιζει να λειτουργει αρνητικα. Τα γραναζια τριζουν απο την υπεροφορτωση.
Ποια ειναι αυτα τα δυο παιδια;
Ειναι το κοριτσακι η Ιασμη;
Με χερια να τρεμουν και ενα υποσυνειδητο που φωναζε <<ηρεμησε>> επιασε το κινητο της και πληκτρολογησε τον αριθμο του Ορεστη.
Το κακο της προαισθημα δεν ελεγε να φυγει και ξαφνου δεν μπορουσε να περασει ουτε ενα λεπτο παραπανω διχως να ξερει ποια ειναι η Ιασμη.
Δεν ειχε ιδεα πως θα αιτιολογουσε την ερωτηση της, αλλα το σωσιβιο της σωτηριας της, η εξηγηση του Βασιλη οτι ειναι ξαδελφη του, ηλπιζε να βγει αληθινη.
Στον τριτο χτυπο απαντησε.
''Γρηγορα γιατι εχω προβα.'' ο τονος του ηταν απαλος, μα επιτακτικος.
''Εχεις καποια ξαδελφη;'' ξεστομιζει.
Ο βιολιστης σμιγει τα φρυδια μπερδεμενος.
''Ελα μου;''
Πηρε βαθια ανασα και το χαρτι στα χερια της τσαλακωθηκε ελαφρως.
''Ειναι κατι που σκεφτηκα, απαντησε μου σε παρακαλω.'' μεχρι και η φωνη της ετρεμε, ενω κρυος ιδρωτας αρχισε να αναβλυζει στο δερμα της.
''Εχω μονο μια και την εχεις γνωρισει.''
Δεν μπορει καν να ασχοληθει με το υπονοουμενο της Ανδρονικης, χρειαζεται να μαθει.
''Αλλη; Εστω μακρινη ξαδελφη, ή σαν ξαδελφη; Καποιο μικρο παιδακι τελος παντων;''
Ο Ορεστης δεν καταλαβαινει το παραληρημα της.
''Γιατι; Θελεις να φτιαξεις το γενεαλογικο μου δεντρο;'' την ειρωνευεται.
''Απαντησε μου!'' ο κοφτος της τονος αφηνει την αλλη γραμμη σε σιωπη.
''Οχι.'' απανταει εν τελει.
''Το μονο μικρο παιδακι που ξερω ειναι η Ελσα, ατυχησες δικηγορινα.''
Του το κλεινει στα μουτρα. Αφηνει το χαρτι να πεσει στο πατωμα και κοιταζει γυρω γυρω στο δωματιο. Πνιγεται. Πνιγεται οπως την μερα που εμαθε οτι ο Σπυρος ειχε παιδια, οι γνωριμες τυψεις μιας παιδικης ηλικιας αλλοτριας. Ειναι πλεον επισημο οτι ο Ορεστης κατι της κρυβει. Κατι που αιτιολογει το κενο αναμεσα τους. Μα τι ειναι αρκετα μεγαλο για να καλυψει εκεινο το κενο;
Θα σε βρω...
Μ' αν θέλεις, κρύψου...
Κλεινει την μουσικη.
Δεν το καταλαβαινω αυτο το τραγουδι.
Την φοβιζε αυτο, αλλα οχι οσο η πιθανοτητα να το εχει ηδη καταλαβει, για τα καλα.
-------------------------------------------------------------------------------------
''Κι αυτα ειναι κερασμενα απο τους κυριους απεναντι.'' ο μπαρμαν εσπρωξε τα δυο σφηνακια τεκιλα προς το μερος τους.
Οι δυο κοπελες κοιταχτηκαν συμφωνοντας νοητα να τα δεχτουν.
Ποτο διχως κουβεντα. Ηταν η αγαπημενη τους ρουτινα οταν τα πραγματα πηγαιναν πολυ χαλια. Το συνοικιακο μπαρ ειχε φιλοξενησει πολλες τετοιες βραδιες, ειτε μετα απο χωρισμους, ειτε μετα απο αποτυχιες στην σχολη, οι δυο τους, ή ακομα και με την Φαιη, ειχαν βρεθει ξανα στις ιδιες θεσεις.
Και παμε παλι απο την αρχη.
Τεκιλα ασπρο πατο.
Αλατι απο τον αναστροφο της παλαμης.
Λεμονι στα χειλη.
''Εγω παντως πιστευω οτι με τον Βασιλη ειναι γραφτο να ειστε μαζι της.'' μετα το 5ο σφηνακι η Κυβελη της εξομολογηθηκε.
''Εγω πιστευω οτι ο Βασιλης πηδαει την κολλητη της ξαδελφης του, επισης πιστευω πως πιστευει πως μπορει και καλυτερα απο μενα.''απαντησε κυνικα η μελαχρινη.
''Κι εγω πιστευω οτι ο Ορεστης μαλλον ειναι παντρεμενος με παιδια και με κοροιδευει μηνες τωρα.'' κατεβαζει αλλο ενα.
Οταν στις 11.30 ο Βασιλης μπαινει εξαλλος στο μαγαζι και εντοπιζει την Ερμιονη κλαμμενη διπλα στην Κυβελη, οι ωμοι του χαλαρωνουν και το υφος του καπως μαλακωνει.
Η δικηγορινα κοιταζει τους δυο φιλους της να μιλουν σχεδον με τα ματια.
Μα πως μπορουν να λενε οτι οι σχεσεις δεν ειναι για αυτους;
Αν καποιος δεν ειναι για σχεση, αυτος ο καποιος ειμαι εγω.
Η σκεψη στροβιλιζει στο μυαλο της σε ολη την διαδρομη με το αυτοκινητο. Οταν ο ξανθος φιλος της φτανει κατω απο το διαμερισμα του βιολιστη της ανοιγει την πορτα για να βγει και την ρωταει αν ειναι καλα.
Του ριχνει ενα βλεμμα προδομενο, γιατι αν και δεν του κραταει κακια, την προδωσε, και αυτος.
Ο Ορεστης δεν εχει μικρη ξαδελφη.
Χτυπαει το κουδουνι της εξωπορτας και λιγο αργοτερα σπρωχνει προς τα μεσα. Περιμενει το ασανσερ γερνοντας ελαφρως στον τοιχο. Το κεφαλι της βουιζει και ποναει . Η ωρα ειναι 12 το βραδυ και το τελευταιο που θελει να κανει ειναι να δει τον Ορεστη. Μα ξερει οτι πρεπει να μαθει. Δεν αντεχει αλλο τις υπεκφυγες, το ποτο της δινει θαρρος και οντας σε σχεδον πληρη διαυγεια φτανει στον τριτο οροφο και ετοιμαζεται να χτυπησει το κουδουνι.
Η πορτα ομως τιναζεται προς τα μεσα και απεναντι της αντικριζει τον βιολιστη, με φορμα, ημιγυμνο και αρκετα ανησυχο.Την τραβαει πανω του και την σφιγγει στην αγκαλια του παρασερνοντας την μεσα.
''Γαμω ανησυχησα, που ησουν;'' ο τονος του δεν ειναι καθολου θυμωμενος ουτε υποδεικνυει ζηλια.
''Για ποτο. '' τον σπρωχνει μακρια της λιγο πιο επιθετικα απο οτι σχεδιαζε και σκυβει για να βγαλει τα παπουτσια της.Ο Ορεστης ασθμαινει και σταυρωνει τα χερια του κατω απο το στερνο του.
''Το μυριζω, την τιμησες την τεκιλα;'' ειρωνευεται παιχνιδιαρικα και κανει παλι ενα βημα προς το μερος της.
''Ποια ειναι η Ιασμη;''
Τον βλεπει να κανει ενα βημα πισω, σαν να τον ειχε χτυπησει με τις λεξεις της. Μορφαζει και αποκτα αμυντικο υφος.
''Που ξερεις εσυ για την Ιασμη;''
Ο κομπος στο στομαχι της σφιγγει κι αλλο. Μια γευση πικρη βρεχει τα χειλη της.
Τελος τα ψεματα.
''Το ειδα στο κινητο σου.''
Σμιγει τα φρυδια σαν να μην πιστευει αυτο που ακουει.
''Εψαξες το κινητο μου;'' την κατηγορει.
''Οχι φυσικα!''αναφωνησε θιγμενη.
Καλα ισως λιγο.
''Φωτιστηκε οταν ηρθε το μηνυμα και ειδα οτι η Ιασμη κοιμοταν. Ποια ειναι η Ιασμη;Και γιατι ειπε ο Βασιλης ψεματα οτι ειναι ξαδελφη σου ενω δεν ειναι;''ξαναρωτάει
''Δεν την ξερεις.'' της εξηγει ηρεμα, αλλα σοβαρα, κανενα χαμογελο και καθολου λακκακια.
''Για αυτο ρωταω ποια ειναι στις 12 το βραδυ και μετα απο 6 σφηνακια τεκιλα γαμω το κερατο μου, γιατι ΔΕΝ την ξερω.''
Επεξεργαζεται τα λογια της. Μπορει σχεδον να δει το μυαλο του να δουλευει πυρετωδως για να βρει μια απαντηση.
''Μην ζηλευεις. Παμε να κανεις ενα μπανιο. Ζαλιζεσαι;'' αλλαζει θεμα και την πλησιαζει παλι.
''Οχι!''τιναζει με νευρο το μπρατσο της απο το κρατημα του και του ριχνει ενα εξαλλο υφος.
'' Ποια ειναι η Ιασμη;''
''Κυβελη-''
''Τα κοριτσια λενε οτι ειναι μικρουλα, πως την φωναζετε μικρη, υπαρχει μια παρτιτουρα με το ονομα της και μια φωτογραφια με δυο παιδια 5 ετων. Επισης η Ερμιονη ειπε οτι ο Βασιλης καταλαθος ξεστομισε οτι μενει Θεσσαλονικη και οτι ειναι ξαδελφη σου, αλλα οταν σε ρωτησα ειπες οτι δεν εχεις, βεβαια Θεσσαλονικη εχεις παει μεσα σε δυο μηνες ποσες φορες; Τρεις;''
Ο Ορεστης αποκτα ενα ειρωνικο υφος, και τον βλεπει να υψωνει νοητα μια ασπιδα απεναντι της.''Εψαξες για τα καλα τα πραγματα μου βλεπω.''
''Απο ολα οσα σου ειπα αυτο κρατας;''δεν πιστευε στα αυτια της.
''Κυβελη σε παρακαλω, αληθεια δεν ειναι κατι που θελω να συζητησω στις 12 το βραδυ, ουτε θελω να τσακωθουμε, παμε σε παρακαλω να ξαπλωσεις.'' φαινεται οτι η υπομονη του ελαχιστοποιειται με καθε λεπτο που περναει.
Κοντοστεκεται και νιωθει τα ματια της να τσουζουν.
Γιατι δεν μου μιλαει;
''Ειναι κορη σου ετσι; Εισαι παντρεμενος; ''
Εκεινος τα χανει. Κοιταζει ψηλα στον ουρανο, σαν να επροκειτο για καποιο συμπαντικο αστειο.
Τον εχει αιφνιδιασει και δεν ξερει τι να κανει.
''Οριστε;!'' την ρωτα σαν να μην πιστευει αυτα που ακουει.
''Μα δεν μου λες!''ανεβαζει κι εκεινη τους τονους. '' Τι πρεπει να υποθεσω;''
Δεν το αρνειται.Ουτε μιλαει.
Καθεται στον καναπε και την βαζει αγαρμπα να καθισει διπλα του.
''Κυβελακι σε παρακαλω παμε να ξεκουραστεις και θα σου πω το πρωι.'' Κανει να την τραβηξει προς το μερος του, τον σπρωχνει ομως μακρια.
''Οχι! Μαθε να μιλας μαζι μου Ορεστη! Εξηγησε μου!Σου κανω μια παρα πολυ απλη ερωτηση.'' κραταει αποστασεις, κατι που πιανει τον εαυτο του να τον ενοχλει.
Φοβαται και η ιδια να αφεθει στο κρατημα του, το αγγιγμα του παντα την λυγιζε και την εκανε αδυναμη, υπεκυπτε και ξεχνουσε.
''Να σου εξηγησω τι; Γιατι το κανεις αυτο ε;'' ο Ορεστης απανταει ηρεμα, καυστικα μα διχως να μοιαζει θυμωμενος.
'' Παιρνεις κατι υπεροχο και το γαμας με τοσες ερωτησεις.Τι αλλο θες να μαθεις για μενα; Ψαχνεις και ψαχνεις μεχρι να πληγωθεις Κυβελη, οσο πιο καλα σε μαθαινω τοσο το επιβεβαιωνω, θες να σε πονανε, να σε πιανουν απο τα μαλλια και να σε σερνουν κατω.''
Το δηλητηριο σταζει απο τα χειλη του, μα η κοκκινομαλλα ξερει οτι με αυτο τον τροπο θελει να της αποσπασει την προσοχη.
''Θελω να σε μαθω! Κακο ειναι; ''
Σιωπει για λιγο και ξεφυσαει. Περναει τα χερια του μεσα απο τα μαλλια του και στηριζει τους αγκωνες του στα γονατα του αποκαμωμενος.
''Γαμωτο. ''τον ακουει να βλαστημα ''Δεν σου αξιζει ολο αυτο το μπαχαλο.''
Ακουμπαει το χερι της πανω στο δικο του. Ζαλιζεται.
''Δεν με πειραζει αν εχεις παιδι.'' του δηλωνει ξαφνιαζοντας και η ιδια τον εαυτο της.
Εδω μπορει να εκανα δικο μου παιδι πριν ενα μηνα.
Ο βιολιστης, που προσπαθει να κατευνασει τα νευρα του, μολις ακουει την φραση της κοκκαλωνει.
Τι λεει η τρελη;Δυο μηνες με ξερει μονο.
''Εννοω...θα θυμωσω τρελά που δεν μου το ειπες, και επειτα θα εξοργιστω ακομη παραπανω που φευγεις και αφηνεις παιδι πισω σου, μετα μαλλον θα υστεριασω σκεπτομενη την σχεση σου με την μαμα του παιδιου, αν εχετε, και φυσικα θα αγχωθω ακομα και στην σκεψη πιθανης αναμειξης μου μαζι του. Θα το σκεφτομαι και θα μενω ξαγρυπνη, γιατι ειναι μεγαλη ευθυνη τα παιδια, μα δεν ειναι το τελος του κοσμου, το αντιθετο μαλλον. Και εμας ενα παιδι δεν μας επηρεαζει.'' μονολογει ακαταπαυστα.
Ο βιολιστης, στο παραληρημα της, βρισκει μεσα του αλλο ενα εκατοστο ερωτα για εκεινη. Νιωθει ενα δεος απεναντι της.
Πως μπορει τοσο αβασανιστα να ανεχεται πραγματα που δεν της αξιζουν; Γιατι τοσο ηρεμα δεχτηκε τα παντα; Θα αποδεχοταν δυο παιδια που δεν ειναι δικα της στα 22;
Θελει να την φιλησει, να την αγκαλιασει σφιχτα και να απολαυσει την τυχη του. Γιατι το να βρισκεις καποιον που να ανεχεται τοσα για εσενα μονο τυχη αποτελει.
Αιφνιδια, την αρπαζει και την φιλα. Συνθλιβει τα χειλη της με τα δικα του παρα τις διαμαρτυριες της.Η κανελα συναντα την τεκιλα. Πνιγει οπως συνηθως το βογγητο της και δαγκωνει το κατω χειλος της για να αποκτησει προσβαση. Ολα αυτα ομως οδηγουν στο να βρεθει με ενα δυνατο σπρωξιμο στην πλατη του καναπε ενω εκεινη να πεταχτει ορθια μπροστα του.
Η κοπελα νευριασε αποτομα, σαν το φιλι να της επιβεβαιωσε ολα αυτα που φοβοταν , μα και να της ψιθυρισε οτι ο Ορεστης δεν μοιραζοταν μαζι της τιποτα, οτι απεφευγε να της μιλησει.
Αλλωστε σε 11 μηνες φευγει.
''Εισαι απαραδεκτος! Τοσο πολυ φοβασαι να μου μιλησεις; Ή δεν θες;'' τον κατηγορει.
''Εγω;'' ρωτα ηρεμος, προσπαθωντας τουλαχιστον να μεινει ψυχραιμος.
''Ναι εσυ! Δεν ειναι μονο σεξ το μεταξυ μας!Αν ηταν δεν θα με ενοιαζε! Μα αλιμονο, ειναι σχεδον καθετι αλλο παρα αυτο. Κανουμε αλματα μπροστα, αβασανιστα και ασυνειδητα, και εσυ δεν μου μιλας. Δεν μου ανοιγεσαι οπως θελω! Τι να το κανω που ξερω ενα καρο μικρα πραγματα οπως το πως πινεις τον καφε σου, τα αγαπημενα σου φαγητα,τι σου αρεσει να βλεπεις και τι μουσικη ακους; Και τι που εχω γνωρισει τους γονεις σου,και τι που σε ζω καθημερινα; Παλι σαν να εχουμε αναμεσα μας ενα τειχος νιωθω!'' ξεσπαει και ενα τρεμουλο καλυπτει τα ακρα της καθως μετα βιας μπορει να συγκρατηθει.
Χαμηλωνει τον τονο της φωνης της.
''Μερικες φορες απλα σε κοιταζω...και δεν μπορω παρα να αναρωτηθω...Ποιος εισαι Ορεστη Νικολαϊδη; Γιατι αυτο που μου δειχνεις μια φορα δεν εισαι.''
Ο βιολιστης σοβαρευει αποτομα, το βλεμμα του σκουραινει και γινεται τρωτο. Ανακαθεται αποκαμωμενος στον καναπε και ξεφυσαει. Βυθιζει το προσωπο του στα χερια του και παιρνει αλλη μια βαθια ανασα.
Στεκεται ακαμπτη μπροστα του, μα τα γονατα της εχουν λυθει. Φοβαται, τρεμει στην εικονα που αντικριζει.
Ο Ορεστης ειναι τελειος, ο Ορεστης ειναι αλανθαστος, ο Ορεστης δεν θα με πληγωσει.
''Μιλησε μου, αλλιως σε παρακαλω να με πας σπιτι μου, δεν θελω να μενω αλλο εδω.''
Σιωπη στο διαμερισμα των 100 τετραγωνικων. Βομβαρδισμοι στο μυαλο του.
''Ηρεμησε ρε μαλακα καλα ειναι σου λεω!'' ο Γιαννης γελασε στην ανησυχια του και στο ποσο υπερπροστατευτικος γινοταν ο Ορεστης μαζι της.
Χτυπουν το κουδουνι και ο βιολιστης τρεμει ολοκληρος. Στα 17 του χρονια δεν ειχε υπαρξει πιο αγχωμενος.
Η Αφροδιτη ανοιγει την πορτα αποκαμωμενη, μα επιστρατευει ενα ανακουφισμενη χαμογελο σαν βλεπει τους δυο νεαρους.
Φαινεται εξαντλημενη.
''Αντε! Σε ζηταει!'' του γκρινιαζει.
''Αργησε να φυγει η πτηση μου.'' δικαιολογειται διχως αιτια.
Και σαν η πορτα πισω τους κλεισει τα απαλα ατσαλα βηματα ακουγονται απο τον διαδρομο.
Μολις την αντικριζει, ελεγχει απο πανω μεχρι κατω οτι ειναι καλα, και επειτα ανοιγει τα χερια και ετοιμαζεται να την υποδεχτει στην αγκαλια του.
Το τρυφερο του χαμογελο, στολισμενο με λακκακια, και ενα βλεμμα αποκλειστικα για εκεινη, εκπληρωνει τον προορισμο του, καθως τα σωματα τους ενωνονται.
Η κοπελα σχεδον αγκιστρωνεται πανω του και τον αγκαλιαζει σφιχτα. Τα ξανθα σγουρα της μαλλια ειναι ενας προχειρος κοτσος ενω τα γαλαζια ματια της γυαλιζαν απο τα δακρυα.
Τυλιγει τα χερια της γυρω απο τον αυχενα του και τα ποδια γυρω απο την μεση του, ενω ο βιολιστης σφιγγει τα κρατημα του.
Νιωθει τον χτυπο της καρδιας της πανω στο στερνο του, την ακουει που κλαιει σιγανα, μαλλον απο ανακουφιση.Της χαιδευει απαλα την πλατη και ακουμπα τα χειλη του στην κορυφη του κεφαλιου της.
''Και εμενα μου ελειψες πολυ Ιασμη μου.'' μουρμουριζει και η καλλονη απομακρυνει το κεφαλι της για να τον κοιταξει.
''Χωρις εσενα ολα πηγαν κατα διαολου.'' του ψιθυριζει.
Ο Γιαννης παραδιπλα ξεροβηχει.
''Ευχαριστω Ιασμη, κι εγω νιωθω ευγνωμων για την φιλια μας.'' η ξανθια του ριχνει ενα ταχα εκνευρισμενο βλεμμα, μα συντομα επαναφερει την προσοχη της στον Ορεστη.
Ειχε να χαμογελασει απο την μερα που αποχωριστηκαν.Και ειχε πολλα να του πει, αλλα τοσα να του κρυψει. Η τσιχλα που μασουσε εφτασε μεχρι το οσφρητικο της πεδιο.
Κανελα.
Γαλαζιο στο γαλαζιο και γαλαζιο στο πρασινο.
Ανισοτητα πανω στην αρμονια.
Ξεφυσα και βουρκωνει παλι χαιδευοντας απαλα τις ατιθασες μπουκλες του βιολιστη.
''Αχ Ορεστη μου.''
------------------------------------------------------------------------
Ο Παραδεισος χτιζεται βαθμιαια.
Τουβλο, τουβλο και χρωμα, χρωμα εν τελει ολοκληρωνεται.
Και σαν τελειωσεις, κατακοπος, γιατι τα χρονια περασαν και δεν σε βαστουν τα ποδια σου,
αντικριζεις κατι που δεν περιμενες.
Ο Παραδεισος δεν ειναι παντοτε ενα καταφυτο νησι με καταρακτες και ημερα ζωα.
Μερικες φορες ειναι ενα προσωπο, που με προσοχη επλαθες για χρονια και μεσα του βρηκες την ευτυχια.
καποιες αλλες ειναι ενα μερος που του ανηκεις, γιατι εκει βρηκες την ευτυχια.
Μα αν εισαι αρκετα τυχερος,
ο Παραδεισος θα σου εμφανιστει ως καθρεφτης.
Εκει θα δεις μια προσπαθεια χρονων να στεκεται αντικρυ σου, τα λαθη, τα σωστα και τα αμφιβολα θα σε κοιτουν στα ματια.
Τυχερος εκεινος που στο διαβα του βρισκει τον καθρεφτη εκεινο.
Γιατι, μαθε επισης, πως ο παραδεισος, πριν απο οτιδηποτε αλλο,
εισαι εσυ.
Μεσα σου βρισκεις το ζενιθ της επουρανιας ηδονης.
Ο καμβας, ο καθρεφτης και ο χτιστης, εισαι εσυ,
ολα εσυ, παντα εσυ.
Μονο μεσα την μονοπροσωπη κι αυθυπαρκτη ευτυχια σου χωρανε κι αλλοι.
Ciao Bellas!
Τι κανετε;
Εκμεταλλευομενη το οτι δεν με αναζητησατε το αργησα λιγο.
Πως σας φανηκε;
Καλο υπολοιπο Κυριακης και Καλη εβδομαδα!
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top