Ακόμα κι αν φύγεις για τον γύρο του κόσμου.

 Ο μόνος τρόπος να γνωρίσεις κάποιον άλλο είναι να τον αγαπάς απελπισμένα.
Walter Benjamin, 1892-1940

Γιατι δεν γραφω.
Με ρωτας τι μου συνεβη, τι αλλαξε, τι εμεινε ιδιο, αν κατι εμεινε ιδιο.
Που πηγε η συνεχεια; Που πηγε το τελος; Που πηγε η αγαπη σου;


Ενταξει, δεν είναι και κατι ουαου, σιγα την αποθεωση, το ξερω.
«Μου» το χουν πει.
Αλλα εσυ με ρωτας, γιατι δεν γραφεις;
Και σ'αυτό ειμαστε μαζι, δεν ειμαι πια μονη, σου χρωσταω εξηγησεις.

Σου εταξα να βρουμε μαζι την ευτυχια, να δουμε το φως και το σκοταδι, να θαυμασουμε το πως ισορροπουν στο τεντωμενο νημα.

Γιατι δεν γραφω.
Δεν γραφω γιατι κοιτω το κειμενο και συνειδητοποιω ότι δεν θα κοιταξω ποτε κανεναν όπως τις λεξεις.
Δεν γραφω γιατι αποτυπωνοντας οσα θελω, βλεπω μεσα τους το αδυνατο.
Δεν γραφω γιατι εκεινος δεν θα με νιωσει.
Δεν γραφω γιατι φοβαμαι το τελος που ερχεται και αγκαλιαζω σφιχτα εκεινο το συναισθημα της οικειοτητας που δεν εχω νοιωσει ποτε με κανεναν αλλα οι φανταστικοι ηρωες μου προσφερουν.
Δεν γραφω γιατι δεν μπορω να πω 'Τελος' αν δεν σου δωσω αυτό που σου υποσχεθηκα.
Δεν γραφω γιατι νιωθω υποκριτρια για τον ερωτα που δεν τιμαω.
Δεν γραφω, γιατι, γαμωτο, περασαν δυο χρονια, δυο μηνες, κατι μερες, και που είναι η ευτυχια;

Κλαιω γιατι εκεινος και κλαιω γιατι ο άλλος,
γιατι είναι οι ανθρωποι ποτε δεν μενουν, μονο φευγουν.
Γιατι γυρνουν όταν πια εχουν φυγει από μεσα σου εντελως, και η επιστροφη τους δεν είναι σαν εκεινη την ηρωικη του Οδυσσεα, μοιαζει με νεκρανασταση, τρομακτικη και λαθος.

Όλα είναι λαθος μεσα μου.
Και ολοι είναι λαθος, όλα είναι παραλιγο, οι σχεσεις φτανουν στο σχεδον, στο καπως, στο περιπου.

Και μου λενε για χαλαρα, για περιστασιακα, για φιλους με πλεονεκτηματα και ορια, για ισορροπιες, μα δεν βλεπω ουτε φιλια ουτε αποσταση, βλεπω μονο παραπονο, μισοτελειωμενες υποθεσεις, τυψεις και μπερδεμενες λεξεις πανω σε καβγαδες μεθυσμενους.

Και σε ρωτανε, γιατι όχι εκεινος; Τι ειχε; Δεν αρκουσε;

Μα δεν μπορω να εξηγησω τι φταιει, τι κανω εγω λαθος,
Ποτε αλλοτε δεν ενιωσα την λεξη μαγνητης πιο αρνητικη και ασχημη.
Τον κουβαλαω τον μαγνητη του λαθους πανω μου.

Κι οσο κι αν λενε ότι μερικα λαθη σε κανουν ευτυχισμενο δεν τους πιστευω.
Ποτε δεν καταφερα να ευτυχισω με ανθρωπους που δεν ηταν για εμενα.
Ηταν παντοτε μπερδεμενο, περιεγο, παροδικο.
Σε κάθε ναι μεν, το αλλά.
Και πιστεψα πως αυτό ισχυει παντα.

Ωσπου μου ειπε :
"Σε θελω."
Και τον ρωτησα.
«Αλλά;»
Μου χαμογελασε. Δεν υπηρχε αλλά.

Γιατι όχι οι προηγουμενοι με ρωτας;

Κεφαλαιο υπ'αριθμον 80 : Γιατι γραφω (;) 



15 Ιουλιου. 22:00

Χτυπαει το κουδουνι παρατεταμενα, νευρικα, απαιτητικα.
Εκεινη ξαπλωμενη στον καναπε με το λαπτοπ να απανταει σε μειλ και τα ποδια της περασμενα από πανω του. Εκεινος να βλεπει τηλεοραση ενώ παραλληλα να παιζει με τα σκυλια που εκαναν χαμο.

Κοιτιουνται.
Σαν να ξερουν ηδη ποιος είναι.

Χτυπαει παλι.
Η Κυβελη ξεροκαταπινει και κλεινει τον υπολογιστη.
«Ορεστη...»
Εκεινος της χαμογελαει συμπονετικα.
«Μωρο μου και που σου αφησε πεντε μερες χαρη το λες.» σηκωσε τα ποδια της από πανω του και κινηθηκε προς την πορτα, με την Λαιδη και τον Αλητη παντοτε στο κατοπι του.

«Χαμογελα!» την κοροιδευει και της κλεινει το ματι παιχνιδιαρικα.
Μουγγρισε και χωθηκε πιο βαθια στον καναπε, καθολου δεν την παρηγορουσε το ότι της εκλεισε το ματι.
Ισως λιγο.

Ανοιξε η πορτα, κρατησε την ανασα της.
«Καλα βρε! Ποτε θα μου το λεγατε;;;»
Και σαν να μην περασε μια μερα, η κυρια Ριτσα εισεβαλλε απροσκλητη στο διαμερισμα τους με ένα ταψι τυροπιτα.

Ασυναισθητα χαμογελασε και παραμεριζοντας το λαπτοπ της σηκωθηκε ορθια. Η Ριτσα την κοιταξε από πανω μεχρι κατω, επειτα τον αντρα απεναντι της. Εσμιξε τα φρυδια.
«Εχε χαρη που εισαι μαλαγανας Ορεστη...» μουρμουριζει.
«Μα να τα ξαναβρειτε και να το μαθω τελευταια;» τους μαλωνει.
«Περιμεναμε να κανετε την ερευνα σας!» κοροιδευει ο βιολιστης και η γυναικα τον αγριοκοιταζει.
Μπαινει πιο μεσα στο σπιτι και του δινει το ταψι. Το πιανει καπως ατσαλα.
«Καιει» της λεει και σφιγγει την πετσετα.
«Δεν παθαινεις τιποτα.» τον αποπαιρνει και κινειται προς την Κυβελη, την οποια, προς μεγαλη εκπληξη και των δυο, τραβαει σε μια αγκαλια.
«Μαυρα ματια καναμε να σε δουμε!» παραπονιεται.
Η κοπελα νιωθει την καρδια της να βουλιαζει στο γνωριμο αρωμα της γυναικας.
Ειχαν περασει καπου 3 χρονια.
Ανταποδιδει την αγκαλια. Το θελει και το κανει. Αισθανεται το βλεμμα του να τις καιει, είναι εξισου απορρημενος με εκεινη.
«Τωρα γυρισαμε.» αποδεσμευεται από το κρατημα της και την κοιτα.
Η γυναικα της χαμογελα μα γρηγορα επιστρεφει στο συνηθες αυστηρο της υφος.
«Και για πειτε.» καθισε,στον καναπε.
«Τι εγινε;» ρωτησε με τον γνωστο κουτσομπολιστικο τονο της.
Λιγο κρατησε αυτό.

Κοιταχτηκαν μεταξυ τους.
«Εγω παω να ανοιξω ένα μπουκαλι κρασι και να φερω τυροπιτα γιατι μου εχει σπασει την μυτη.» ο Ορεστης χαμογελασε σαρδονια καθως γλιτωσε τον εαυτο του. Δεν ξεφυγε όμως από το δολοφονικο της υφος που τον ακολουθησε μεχρι που η κυρια Ριτσα την τραβηξε κατω διπλα της.

Μεχρι και τα σκυλια πηγαν στην κουζινα.
Η Κυβελη περιμενε να αντικρισει ένα βλεμμα γεματο περιεργεια, αλλα ειδε ένα γεματο σιγουρια.
«Χαιρομαι πολύ που τα βρηκατε.» της ειπε χαμηλοφωνα.
Σοβαρεψε κι εκεινη αποτομα.
«Κι εγω.» καταλαβε σχεδον αμεσως ποσο χαζο ακουστηκε αυτό.
Μα η γυναικα δεν εδωσε βαση.
«Το καταλαβα από το επομενο πρωι κιολας, βγηκε από το σπιτι πετωντας. Εφυγες και επαιξε την ανοιξη του Βιβαλντι! Είναι τρελος και παλαβος όταν ειστε μαζι.» χαμογελαει τρυφερα οσο σκεφτεται μαλλον τον Ορεστη να ανεβαινει τις σκαλες δυο δυο για να επιστρεψει σε εκεινη. Επειτα στρεφει παλι το βλεμμα προς το μερος της.
«Εσυ; Εισαι ευτυχισμενη;»

Η ερωτηση της την επιασε εξαπινης. Η απαντηση όμως εσκασε σαν βεγγαλικα στο κεφαλι της.
Ναι, ναι, ναι.
Χιλιες φορες ναι.

Μα η ευτυχια ηταν γραμμενη πλαι στο ονομα του. Η ευτυχια ηταν το ονομα του.

Εγνεψε θετικα. Πρεπει να ηταν πολύ ειλικρινες το βλεμμα της γιατι η κυρια Ριτσα της εσφιξε το χερι.
«Δεν φανταζεσαι ποσο χαιρομαι που γυρισατε, ξερω ότι ειχαμε που και που τις διαφωνιες μας, αλλα ησασταν η παρεα μου.»

Τα λογια της την χτυπησαν κατευθειαν στην καρδια. Ποσο λιγο την ειχε σκεφτει ολον αυτό τον καιρο! Αυτή η γυναικα δεν ειχε τοση μεγαλη σημασια για εκεινη, μα για την κυρια Ριτσα ο Ορεστης και η Κυβελη ηταν μια παρεα, η απουσια της οποιας της ειχε κοστισει.

Θολωσε η οραση της, ειχε βουρκωσει. Ανοιγοκλεισε τα ματια παρατεταμενα.Της εσφιξε το χερι.
«Κυρια Ριτσα θα τα λεμε από δω και περα-»
«Κυβελη η τυχερη σου μερα! Βρηκα κλειστο το αγαπημενο σου!» Ο Ορεστης μπηκε στο σαλονι με ένα ανοιχτο μπουκαλι και τρια ποτηρια που ενας θεος ξερει πως καταφερε να κρατησει μαζι.

Κοιταξε γρηγορα αλλου για να μην την δει ότι ειχε βουρκωσει και η Ριτσα αμεσως εσπευσε να τον βοηθησει.
«Την πιτα ελπιζω να μην την εκοψες! Λιωνει ακομα.»
Ο Ορεστης καυχασε.
«Εχω φαει ηδη δυο κομματια.»
Η γυναικα αναφωνησε και τον χτυπησε ταχα για να τον μαλωσει πριν μπει στον κουζινα.

Το βλεμμα του επεσε πανω της στιγμιαια πριν ακολουθησει την γειτονισσα στην κουζινα.Της χαμογελασε με εκεινο το χαμογελο που διατηρουσε αποκλειστικα για εκεινη.
Το τζιν του επεφτε χαμηλα, το μπλουζακι του ηταν το αγαπημενο της για να κοιμαται. Τα χερια του στις τσεπες, τα μπρατσα του να εξεχουν, οι φλεβες, ο μυς, το απαλο του δερμα. Τα λατρευε τα χερια του.
«Όλα καλα;» την ρωταει. Τα λακκακια του μεγαλωνουν, καιγεται στην θεση της.
Ποτε θα φυγει η Ριτσα;

Εγνεψε, ανημπορη να μιλησει. Το βλεμμα του ηταν αυταρεσκο, ηξερε ότι τον χαζευει! Της εκλεισει ματι και εκανε αναστροφη για την κουζινα.
«Κυρια Ριτσα αν κοιταξετε εξω από το παραθυρο θα δειτε τους γειτονες από την πλευρα μας, και τσακωνονται πολύ συχνα!» κοροιδεψε.

Σαν να μην περασε μια μερα αναλογιστηκε η κοπελα πνιγοντας ένα γελακι.
Της αρεσε αυτή η αισθηση.
Εβαλε κρασι σε τρια ποτηρια και πηρε το ένα κοντα της. Κουρνιασε στον καναπε και τους περιμενε να επιστρεψουν.

Γυρισαν με τρια αχνιστα πιατα. Ο Ορεστης προσγειωθηκε επιτηδες αγαρμπα διπλα της ενώ η Ριτσα καθισε στον καναπε απεναντι για να τους παρατηρει.

Δυσανασχετησε λιγο μα τον αφησε να περασει στο χερι του γυρω της.
«Καλε δεν σας ειπα για τους απεναντι!! Εχει γινει χαμος οσο λειπετε!» η γειτονισσα δεν εχασε λεπτο. Αρχισε να μονολογει, αναλυοντας κάθε λεπτομερεια για το απεναντι ζευγαρι, κι εκεινοι ακουγαν, προσποιουμενοι ότι δεν τους ενοιαζε ουτε λιγο.

Τον ενιωσε να σκυβει προς το μερος της.Η πλάτη της κολλησε πανω στο στερνο του. Τα χειλη του ακουμπησαν στον κροταφο της και της αφησαν ένα φιλι, ασυναισθητα γουργουρισε κατω από το χαδι του.
Η γειτονισσα την κοιταξε όπως τοτε, όταν ένα πρωινο παλι τους ειχε μπουκωσει τυροπιτα, κι εκεινος την ειχε στριμωξει στην αγκαλια του.

Ιδιο βλεμμα όπως τοτε, ιδιους χτυπους εχασε.
Εισαι τυχερη.
Ειμαι.


29 Ιουλιου.

«Πως νιωθεις;» ηπιε μια μεγαλη γουλια κατεθειαν από την κανατα. Μορφασε στο ποσο δυνατο το ειχε κανει. Ο Ορεστης ειχε προβα μεχρι αργα, κι εκεινη με τον Βασιλη ειχαν βρεθει μετα την δουλεια κατευθειαν σπιτι της.
«Σκατα από την μια...» ειχε λιωσει στον καναπε διπλα της, καπνιζε και κοιτουσε το κενο σκεπτικος. Η μουσικη ηχουσε ρυθμικα χωρις να τους αποπροσανατολιζει.
«Από την άλλη νιωθω και τυχερος, είναι μεγαλη ευκαιρια.»
Γυριζει προς το μερος της και την κοιτα. Η Κυβελη γνεφει και του δινει την κανατα με το μείγμα μαργαριτας.

Πινει σαν να είναι νερο.
«Εγω δεν την περιμενα. Δικαιωμα της είναι να μην με περιμενει.» γερνει προς το μερος της και ακουμπαει το κεφαλι του στον ωμο της.
«Θα βρει καποιον καλυτερο.» μουρμουριζει και αγκαλιαζει την κανατα κλαψουριζοντας. Η κοπελα γελαει.
«Τωρα είναι αλλιως, μεγαλωσατε, ωριμασατε.Θα σε περιμενει.» τον χτυπαει καθησυχαστικα στην πλατη.
«Θα την παρετε σπιτι σας;» την κοιταξε με το πιο ικετευτικο του βλεμμα, και η Κυβελη επνιξε ένα γελακι, μα συντομα καταλαβε ότι πιο πολλη αληθεια εκρυβε αυτό παρα πλακα.
Αναρωτηθηκε στιγμιαια πως τον αντεχε η φιλη της.

«Θα της βαλουμε ένα κολλαρο και θα ενσωματωσουμε τσιπακι, μην ανησυχεις.» ο Βασιλης την εσπρωξε εκνευρισμενος που κοροιδευε σε μια τοσο σοβαρη στιγμη.
«Δεν εισαι φιλη, εγω θα το κανα για σενα.» μουτρωνει.
«Γιατι εισαι αρρωστος.» τον κατηγορει και του παιρνει το ποτο.
«Ενώ εσυ τι εισαι;»
Στριφογυριζει τα ματια της.

Της αρπαζει την κανατα από τα χερια και την ακουμπαει στο τραπεζακι μπροστα τους.Την πιανει από τους ωμους και την γυριζει προς το μερος του. Η καρδια της βουλιαζει, τα πραγματα σοβαρεψαν.
«Υποσχεσου θα την προσεχεις.» σοβαρευει κι εκεινη.
«Υποσχεσου δεν θα ξενοπηδηξεις.» αντιγυριζει.
«Υποσχομαι.» απαντα χωρις να παρει ανασα.
Η Κυβελη καυχαζει.
«Βασιλη, εγω εχω μυτη, αν υποψιαστω ότι ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ να το κανεις θα σε ρουφιανεψω.» τον απειλει.
Δεν γελαει όμως, αυτό της δειχνει ότι καθολου δεν το παιρνει ως πλακα.
«Κυβελη...μεγαλωσαμε. Πηρα την αποφαση να παω όταν ημουν εξαλλος μαζι της. Είναι μια καλη επαγγελματικη ευκαιρια και...»
«Κατά βαθος της το κρατας ακομα που εφυγε.» διαβαζει πισω από τα ματια του.
«Εννοειται.» ανασηκωνει τους ωμους του, σαν να είναι κατι φυσικο και επομενο.

Η κοπελα καυχαζει. «Σε τρεις μηνες θα εισαι πισω.» του ανακοινωνει 'μαντευοντας' το μελλον.
Κουναει το κεφαλι του αρνητικα.
«Ισως δεν τα πιανω ευκολα. Δεν θελω να βαλω χρονικο οριο και να γυρισω χωρις να ειμαι ετοιμος.»
«Τον Δεκεμβριο θα εχεις γυρισει.» επιμενει η κοπελα.
Την κοροιδευει.
«Το ζεις αλλου Κυβελακι.» Εβαλε ένα τσιγαρο αναμεσα στα χειλη του για να κρυψει ένα μειδιαμα.

«Ακομα κι αν συνεβαινε ποτε αυτό, δεν αναιρει το γεγονος ότι πρεπει να προσεχεις την Ερμιονη. Αλλα τι σου λεω εσενα, στην Φαιη θα πρεπει να το πω.» απαξιωνει και την σπρωχνει ελαφρως για να ξαπλωσει πισω, γερνει πισω κι ο ιδιος.

Η Κυβελη καυχαζει.
«Η Φαιη που πηγε και παντρευτηκε στα 26 της; Ναι Βασιλη μου ναι...»
Γουρλωνει ελαφρως τα ματια στην συνειδητοποιηση.
«Μπλεξαμε.» της ψιθυριζει με υφος θεατρινιστικο.
Γελαει.

Τεμπελικα ανασηκωνεται και καθεται πιο κοντα του, τυλιγει το χερι της γυρω από τον κορμο του.
«Θα μας λειψεις.» μουρμουρισε και ακουμπησε το μαγουλο της στο στερνο του.
Ενιωσε το χερι του να περνιεται γυρω της. Την φιλαει στην κορυφη των μαλλιων.
«Κι εμενα ρε γαμωτο. Αλλα καιρος να εκτιμησετε τον Βασιλη σε αυτή την παρεα.» κοροιδεψε για να ελαφρυνει το κλιμα, μα την αγκαλιασε πιο σφιχτα.

Στις 5 Αυγουστου εφυγε για Ρωμη.
Και στις 19 Δεκεμβριου επεστρεψε για παντα πισω στην Αθηνα.

29 Σεπτεμβριου.

Πρωτη φορα ειχε συναυλια στο εξωτερικο. Και αυτή τη φορα δεν ηταν όπως παλια. Δεν μπορουσε να τα παρατησει όλα και να παει μαζι του, δεν ηταν πια φοιτητρια, ειχε δουλειες και υποχρεωσεις, κατοικιδια να προσεξει και λογαριασμους να πληρωσει.

Δεν ηθελε να το παραδεχτει, γιατι θα εδειχνε φρικτη εξαρτηση και υπολοιπομενα ψυχολογικα, αλλα ετρεμε το ότι θα εφευγε μακρια, κι ας ηταν για μερικες μερες. Μετα από δυο μηνες συνεχους επαφης της φαινοταν αδιανοητο να κοιμηθει δυο τρεις μερες μακρια του.

Ο Ορεστης το εβλεπε στον τροπο που το σωμα της ηταν ακαμπτο και σφιγμενο στην ακρη του καναπε, παρακολουθωντας τον να συγκεντρωνει τα πραγματα του.
«Δευτερα μεσημερι θα ειμαι πισω.» της ειπε, σαν να ηθελε να της το υπενθυμισει.

Ξεφυσηξε παλι. Την αγνοησε. Εγειρε στην γκρι πλατη του καναπε και τον χαζεψε καθως κινειτο ανοργανωτα πανω κατω στο σαλονι μαζευοντας πραγματα που θα χρειαζοταν. Ειχε την βαλιτσα του ανοιγμενη στην μεση του χωρου.
«Ξερεις ότι όταν γυρισω θα υπογραψω μονοετη συμβαση.» την ενημερωσε, χωρις να την κοιταξει, σαν να ηταν κατι φυσιολογικο.
Το ηξερε, απλα δεν ηθελε να δει την εξελιξη αυτης της κουβεντας.
«Το ξερω.» απανταει λιτα. Η λακωνικοτητα της του τραβαει την προσοχη.
Σηκωνει το βλεμμα του πανω της.
«Και μετα θα φυγουμε.» της ανακοινωνει.

Ισως εφταιγε η ενταση του επερχομενου αποχωρισμου, αλλα η Κυβελη βρηκε την καταφαση του εξαιρετικα θρασυ.
«Μου το ανακοινωνεις;» ανασηκωνει το φρυδι.
Δεν τσιμπαει. Ανασηκωνει τους ωμους του, τους γυμνους μεγαλους μυωδεις ωμους του που εξελισσονταν στο υπεροχο στερνο και την πλατη του, κατεληγοντας σε ένα υπεροχο V και μια μεση γυρω από την οποια τυλιγε τα ποδια της νοητα κάθε λεπτο και πρακτικα κάθε μερα. Γυριζει από την άλλη, για να ψαξει αναμεσα στα πουκαμισα του.
Συγκεντρωνεται πισω στην ελλειψη απαντησης.
«Δεν ξερω αν θα ειμαι ετοιμη.» παραδεχεται ειλικρινα.
Σε ένα χρονο να φυγει για παντα στο εξωτερικο; Της φανταζε τοσο κοντινο και τρομακτικο.

«Ολο αυτό λες..» Η φωνη του βγηκε σχεδον μελωδικη, κοροιδευε!
«Μαλλον γιατι θα το εννοω.» ειρωνευτηκε εκεινη, και καπως εμοιαζε να τον επηρεαζει. Ειδε τους μυες της πλατης του να σφιγγονται καθως εμεινε ακαμπτος μπροστα από το τραπεζι της τραπεζαριας που ειχε τα πραγματα του διπλωμενα.
«Και ποτε λες Κυβελη μου να εισαι ετοιμη;» η απαντηση του ηταν σαν χαστουκι στο προσωπο της. Πρωτον γιατι ο τονος του ηταν αποτομα σκληρος, και δευτερον γιατι της επιβεβαιωνε τον ηδη υπαρχον φοβο της, ότι ο Ορεστης ηθελε πολύ να φυγει.
Το γαλαζιο και το πρασινο την κοιταξαν εντονα, μεσα τους κολυμπουσε ο εκνευρισμος.

Ανακαθισε.
«Δεν σου λέω ότι δεν είναι εφικτο για μενα να φύγουμε σε έναν χρονο, απλά θεωρώ ότι είναι κάπως νωρίς.» επεξηγει, αυτή τη φορα πιο προσεκτικη με τις λεξεις της γιατι ηξερε ότι οντως την ακουγε.
«Νωρίς συγκριτικά με τι ;»
Μένει σιωπηλή.
«Θα σου πω εγώ.» Ο θυμος πια έκδηλος στην φωνή του. Πολύ αποτομο δεν ηταν ολο αυτό;
«Συγκριτικά με το ποτέ που θα ήταν το ιδανικο σου. Να μην πάμε ποτέ!» τελειωνει την προταση του, αποδεικνυοντας της ότι δεν ηταν τελικα θυμος ολο αυτό, αλλα ένα παραπονο.
«Δεν είπα ποτε κάτι τέτοιο Ορεστη. Συζητηση κανουμε, ηρεμησε!» δεν περιμενε ποτε να χρειαστει να του το πει αυτό.

Στην παρακληση της καπως μαλακωσε, σαν να θυμηθηκε σε ποιον μιλαει. Ειχε κι εκεινος πολλη συσσωρευμενη ενταση μεσα του, ο αποχωρισμος τους δεν ειχε επηρεασει μονο την Κυβελη.

«Κανεις λες και δεν βλεπεις τις προοπτικες που εχω στο εξωτερικο.» της λεει, αυτή τη φορα πιο ηπια.
«Εννοειται τις βλεπω! Απλα εχω κι εγω εδώ την δουλεια μου.» του εξηγει.
Την ζωη μου, θελει να πει.
«Ενταξει Κυβελη, όμως μπορεις να δουλεψεις κι εκει. Εχεις ρωτησει και σου εχουν πει ναι, ετσι δεν είναι;»
Ετσι ηταν.
«Ναι,μαλλον, εξαρταται την πολη.» προσπαθει να το κανει να φανει πιο αβεβαιο από ότι ηταν.
«Ημουν κι εγω σε αυτό το δειπνο ξερεις, ενθουσιασμενοι είναι να εχουν καποιον που να μπορουν να εμπιστευτουν στο εξωτερικο.» τον εκνευριζει που προσπαθει να τον μπερδεψει.

Η ενταση κολυμπαει αναμεσα τους. Θελει κατι να του πει, μα δεν βρισκει τι. Ασθμαινει.
Γαμωτο, γιατι τσακωνομαστε πριν φυγει;

Κανει μεταβολη και της γυριζει την πλατη, συνεχιζει να φτιαχνει τα πραγματα του.
Πες κατι, πες κατι, πες κατι.
Μεζευεται στον καναπε.
Πρεπει να αποφασισω.
Δεν γινεται να μεινει εδώ δυστυχισμενος.

Δεν μπορει παρα να σκεφτει ότι με την Ιασμη ετσι ξεκινησε.
Παψε.

Περνανε πεντε ολοκληρα λεπτα και είναι σχεδον ετοιμος.
Αποφασιζει να μιλησει.
«Ειχες πει ότι δεν θα με αφησεις πισω.» του λεει, το παραπονο εκδηλο στην φωνη της.
Τα λογια της ηχουν σε ολο το σαλονι.
Ο Ορεστης μενει ακινητος, με το ρουχο ακομα στο χερι να αιωρειται πανω από την βαλιτσα.
Ο τονος της τον πηγε πισω στον χρονο, σε μια εποχη που ο,τι και να της ελεγε την πληγωνε.
«Δεν θα παω πουθενα χωρις εσενα.» επαναλαμβανει, προσπαθωντας να μην εκνευριστει. Αφου της το ειχε πει, γιατι φοβαται;

«Κι αν δεν θελω να φυγω;» στα ματια της βλεπει φοβο, αμφιβολια, βλεπει μια σκεψη που δεν θελει να του πει. Στο καφε που ερωτευτηκε και για ωρες χανοταν, αντικρισε ένα μελλον που εκεινος δεν χωρουσε.
Δεν θελω να φυγω.
Δεν θελει να φυγει.
Η Κυβελη δεν θελει να παει στο εξωτερικο.

Ξεροκαταπινει. Αφηνει το πουκαμισο να πεσει στην στοίβα από ρουχα.
«Τοτε θα μεινω εδώ.» λεει, και οι λεξεις από το στομα του μοιαζουν αγνωστες.
Ο εγωισμος του παλλοταν στο στηθος του, εκει που επρεπε να υπαρχει καρδια.
«Μα δεν θες.» τον προκαλλει.
«Δεν θελω οντως.» συμφωνει. «Για μερικα χρονια τουλαχιστον.»
Δαγκωνεται, παντα το κανει για να μην βουρκωσει. Μα αυτό την κανει να βουρκωσει ετσι κι αλλιως.
«Δεν θελω να σε κραταω εδώ αληθεια.» τριβει ασυναισθητα τον ωμο της, κατι που κανει παντα όταν θελει να καθησυχασει τον εαυτο της.

Είναι μια αηχη παρακληση να το κανει αυτος για εκεινη. Μα δεν το κανει. Στεκεται ακαμπτος απεναντι της, σκεπτομενος τι θα μπορουσε να της πει χωρις να την πληγωσει.
Ενιωσε φρικτα την αναγκη να το συζητησει με την Βιβιαν, κι επειτα αισθανθηκε ότι την προδιδε κανοντας τετοιες σκεψεις. Η Κυβελη ηταν ο ανθρωπος του.

Τα βλεμματα τους εκαιγαν, η σιωπη στο δωματιο ηταν βαρια, η ενταση ασηκωτη. Ανεπνεαν πανω στις αντιθετες πλευρες ενός τειχους που ειχε υψωθει αναμεσα τους.

Εκανε αναστροφη και μπηκε στο μπανιο για να συνεχισει να φτιαχνει την βαλιτσα του. Δεκα λεπτα μετα βγηκε ντυμενος, ετοιμος να φυγει.
Δεν γινεται να φυγει και να ειμαστε τσακωμενοι.

Αγκαλιασε τα γονατα της και πηρε δυο βαθιες ανασες. Ο Ορεστης την κοιταξε και σταθηκε ορθιος στην πορτα. Ξεφυσηξε. Το προσωπο του ηταν σφιγμενο, οι γωνιες του πιο εντονες από πριν υποδεικνυαν ότι δαγκωνοταν. Αναμεσα στα φρυδια του υπηρχαν δυο ρυτιδες βαθιας σκεψης. Την αποσυντονιζε.
Ηταν πραγματι φρικτο το ποση δυστυχια ηξερε ότι θα της εφερνε η απουσια του.

«Δεν θελω να τσακωνομαστε για μαλακιες.» υποχωρωντας λεει πρωτος. Την ανακουφιζει αυτό. Μα δεν εχει λυθει τιποτα.
«Δεν είναι μαλακιες, είναι το μελλον της σχεσης μας.» του εξηγει. Δεν παυει ποτε να την εκπλησσει το ποσο απλουστευμενα ηταν όλα στο μυαλο του.

Σμιγει τα φρυδια μπερδεμενος, σαν να του ειπε κατι που να μην ειχε καμια λογικη βαση.
«Όλα αυτά δεν εχουν καμια σχεση με το μελλον της σχεσης μας.»
Πως; Πως γινεται να μην εχουν;
«Αυτό διακυβεύεται εδώ περα.»
Γελαει ειρωνικα.
«Τοσα χρονια το ιδιο πραγμα σου λεω Κυβελακι, θες να πιστευεις ότι κατι θα γινει και θα χωρισουμε; Καλως, πιστεψε το. Κουραστηκα.»
Παγωνει.
«Κουραστηκες;» τον ρωτα σιγανα και ελπιζει να αναδιατυπωσει.Δεν το κανει.
Μοιαζει οντως κουρασμενος.
Από εμενα; Είναι κουρασμενος από εμενα ;
Η σκεψη την αδειαζει.
«Ναι ρε φιλε. Κανω προσπαθεια εδώ, κανω υποχωρηση. Εσυ τι κανεις;»
Ανοιγει το στομα να απαντησει.
«Αστο.» την σταματαει.
«Εχω πολύ δυσκολη μερα μπροστα μου και το τελευταιο πραγμα που χρειαζομαι είναι να τσακωθουμε χειροτερα. Θελω λιγο χρονο να σκεφτω.»

Κανει μεταβολη και βγαζει την βαλιτσα του εξω από την πορτα. Μαζευει οσα πραγματα διχως λιστα θυμαται απεξω να παρει και τα χωνει οπου βρει.
«Καλο ταξιδι.» μουρμουριζει η κοπελα ετοιμη να τον αποχαιρετισει εξ αποστασεως και μαλωμενοι.

Εκεινος στριφογυριζει τα ματια του. Καλυπτει με τρια μεγαλα βηματα την αποσταση αναμεσα τους και σκυβει προς το μερος της. Πιανοντας την από το σαγονι σηκωνει το προσωπο της προς το μερος του και την φιλαει πεταχτα στα χειλη, αφαιροντας ένα βαρος από το στηθος της.
«Σκεψου το στο ρεπο σου δικηγορινα, θελω απαντηση, και ξεκουρασου.»

23:50

Δεν μπορουσε να κοιμηθει, της ηταν αδυνατον. Νευριαζε με το πως το σωμα της πεταγοταν κάθε φορα που επεφτε σε ληθαργο. Δεν ηταν καν υπαρκτο το αγχος, ειχε γινει ολο ψυχοσωματικο, κι οσο κι αν προσπαθουσε να το εξηγησει στον εαυτο της, το γιατι δεν μπορουσε να κοιμηθει, αδυνατουσε να πιστεψει ότι ηταν για αυτό.
Φοβοταν μη δεν επιστρεψει.

Ένα μερος του εαυτου της το εκλογικευσε,
μετατραυματικο στρες λεγεται.

Ένα άλλο μερος του εαυτου της την τραβηξε πισω, στο ημερολογιο του.
Θυμησου ποσο σε αγαπαει.
Ο καναπες ειχε γινει ένα με το δερμα της, χαζευε στην τηλεοραση και προσποιειτο ότι δεν ειχε πεσει η καρδια στο στομαχι της με κάθε λεπτο που ο Ορεστης δεν απαντουσε. Τρεις ωρες ειχαν περασει, η εκδηλωση ειχε τελειωσει για τα καλα.
Που είναι;

Καπου στις τρεις το πρωι καταλαβε ότι δεν της κολλουσε υπνος.
Γυρω στις πεντε εκανε καφε.

Ανεβασε στα μεσα κοινωνικης δικτυωσης φωτογραφιες και αναδημοσιευσε βιντεο που ειχαν τραβηξει αλλοι.
Μα ακομα δεν της ειχε απαντησει. Αυτό τραβηξε την καρδια της προς τα κατω. Την βαρυνε με αμφιβολια.

Η Λαιδη κοιμοταν στα ποδια της όταν ξαφνικα πεταχτηκε πανω. Τεντωσε τα αυτια της. Ο Αλητης από το μαξιλαρι του εκανε το ιδιο.
«Το ασανσερ είναι, ηρεμα!» τους μαλωσε και χαιδεψε το κανελι σκυλακι για να ηρεμησει.
Αυτό όμως, παρασερνοντας και τον φιλο της, αρχισε να γαβγιζει και πηδηξε από την αγκαλια της προς την πορτα.
«Λαιδη!» δεν προλαβε να σηκωθει, όταν ακουσε τα κλειδια να γυρνουν στην εσοχη και την πορτα της εισοδου να ανοιγει προς τα μεσα.
Ο στιγμιαιος της φοβος ότι καποιος εκανε διαρρηξη στηριχθηκε κυριως στην αυπνια.

Ο Ορεστης στεκοταν μπροστα της με την χειραποσκευη στο χερι, αυπνος και κουρασμενος. Μαλλον οσο εκεινη.
Το γαλαζιο και το πρασινο ελαμπαν στο ημισκοτεινο δωματιο.
Ο Ορεστης δεν ταξιδευει ποτε βραδυ.

«Ηρθες νωριτερα.» μονολογησε, της ειχαν κοπει τα γονατα. Αναρωτηθηκε ξαφνου ποσο χαλια ηταν νομιζοντας ότι θα εμενε μονη της εκεινο το βραδυ. Της χαμογελαει σαν να ειχε πει κατι πολύ χαζο.
«Ταξιδεψες βραδυ.» αναδιατυπωνει, για μενα, προσθετει αηχα.

Αφηνει την βαλιτσα του να πεσει κατω και κλεινει την πορτα, γονατιζει για να χαιδεψει τα δυο σκυλια που χοροπηδουσαν πανω του.
«Εμεινες ξυπνια.» αντιγυριζει.
«Ηπια καφε αργα, γι αυτό.» δικαιολογειται και κλεινει την τηλεοραση.
«Πως πηγε η εκδηλωση; Νομιζα ότι θα εμενες άλλη μια μερα.» αλλαζει θεμα αγαρμπα.
«Δεν είναι κακο να παραδεχτεις οτι φοβασαι.» της απαντα κυνικα αγνοωντας κάθε προσπαθεια της για χαλαρη συζητηση.

Δεν του απαντησε.
« Ότι δεν θα γυρισω, ε;» το βλεμμα του ηταν απολυτα βλοσηρο, η κοπελα ξεροκαταπιε.Σηκωθηκε παλι ορθιος. Με δυο δρασκελιες την εφτασε,
«Η Βιβιαν ειπε ότι θα το εχεις για λιγο καιρο, είναι τελειως ασυναισθητο, δεν το ελεγχεις.» την απενοχοποιησε, και τον αγαπησε λιγο παραπανω για αυτό.
Παραλληλα ενιωσε απαισια, δεν του αξιζε σε κάθε καβγα να του προσαπτει τασεις φυγης.
Ανοιξε το στομα να απαντησει, μα την σταματησε. Ηταν λιγα εκατοστα μακρια της. Μυριζε το αρωμα του, μα δεν την αγγιζε.
«Μην ζητησεις συγγνωμη.»

  Ολη η ενταση της ημερας κινδυνευε να γινει δακρυα. Ενιωθε ένα αποπνικτικο συναισθημα να βραζει στο στηθος της.
«Δεν ξερω τι με επιασε, απλα σκεφτομουν, φταιει που τσακωθηκαμε, δεν είναι δικαιο να σκεφτομαι ετσι για σενα.» βουρκωνει παλι.

Οι δυο καφε λιμνες πλυμμυριζουν και νιωθει ένα τσιμπημα στο στηθος. Φτανει η αποσταση και ο εποικοδομητικος διαλογος. Περναει το χερι του κατω από τα γονατα της και το άλλο γυρω από την μεση της.
Την σηκωνει στον αερα στην αγκαλια του και εκεινη αναφωνει, κολλαει πανω του φοβουμενη μην την ριξει.

«Ορεστη θα σε πιασει η μεση σου!» η φωνη της ειχε ανεβει τουλαχιστον δυο οκταβες.
Μορφαζει και την κολλαει κι άλλο πανω του.
«Το κεφαλι μου μην με πιασει μωρο μου κι όλα καλα.» τον τσιμπαει αλλα δεν της δινει σημασια.

  Σκυβει προς το μερος της και εκεινη τον πιανει από το πισω μερος του λαιμου. Την κοιτα με λαχταρα, στα ματια της βλεπει την ανυπομονησια. Αδηνομουν εξισου να τελειωσει ο καβγας, και τον ανακουφιζει καπως που νιωθει την ιδια δυσφορια με εκεινον.
«Το ξερεις ότι σ'αγ-» τον τραβαει και ενωνει τα χειλη τους σε ένα βαθυ, απαιτητικο, πεινασμενο φιλι, κλεβοντας του λεξεις και ανασα.
Ξεφυσαει κοντρα στα χειλη της.
Του ειχε λειψει τοσο να την φιλαει. Την σφιγγει πανω του κι άλλο, αν αυτό ηταν εφικτο.

Κανει τον γυρο του καναπε και κινειται προς το υπνοδωματιο ελεγχοντας παραλληλα ότι είναι όλα κλειστα.
«Παμε να κοιμηθουμε.» της λεει σιγανα, σαν να θελει να την κοιμησει.

  Μα δεν χρειαζεται καν, γιατι σαν να την κατεκλυσε η εξαντληση ολη μαζι, αποτομα, γεμισε κουραση και τα βλεφαρα της βαρυναν.
Εγνεψε θετικα και εγειρε το κεφαλι της στο στερνο του. Τον ενιωσε ένα πνιγει ένα γελακι καθως την χαμηλωνε αργα και σταθερα στο κρεβατι.
Χωθηκε διπλα της και την τραβηξε παλι στην αγκαλια του. Αυτή τη φορα βυθισε το προσωπο του στην καμπυλη του λαιμου της. Εισεπνευσε και την εσφιξε λιγο ακομα.
«Κοιμησου και αυριο που εχουμε ρεπο θα σε παω για πρωινο για να τσακωθουμε.»

Γελασε πνιχτα με τα ματια ηδη κλειστα. Κρατουσε το φουτερ του σφιχτα φοβουμενη μην φυγει και αφησε τον εαυτο της να χαθει σε βαθυ υπνο, οσο της χαιδευε τα μαλλια ρυθμικα.

Όταν πια ανασαινε βαρια, καταλαβε ότι δεν θα ξυπνουσε, κι ο Ορεστης την αφησε να κυλησει στην πλευρα της. Σηκωθηκε από το κρεβατι και αγνοωντας την κουραση του αλλαξε σε ανετα ρουχα, πηρε το τετραδιο και το κινητο του και επεστρεψε στο κρεβατι, διπλα της.
Εστειλε στην Βιβιαν μηνυμα ότι ηθελε να κλεισει ραντεβου και ανοιξε το σημειωματαριο που κρατουσε στο τελευταιο του συρταρι κλειδωμενο.

30/09/23

Παντα θα επιστρεφω σε εκεινη, βαθια μεσα της το ξερει και η ιδια.
Αυτό που δεν ξερει είναι ότι κι οσο εκεινη περιμενει, άλλο τοσο κι εγω επιστρεφω τρεμοντας από φοβο.
Φοβαμαι ότι μια μερα θα γυρισω και θα βρω το σπιτι αδειο.




19 Δεκεμβριου 2023

«Δεν θελω να στολισω.» η Ερμιονη ειχε μουλαρωσει. Το διαμερισμα της 18 Δεκεμβριου δεν προδιδε σε καμια περιπτωση το ποσο κοντα ηταν τα Χριστουγεννα.
«Παιδι μου είναι γρουσουζια!» Η Κυβελη ειχε στησει ηδη το δεντρο με την Ιωαννα και τον Γιαννη ο οποιος ειχε ανεβοκατεβει τρεις φορες στο παταρι για να τα βρει.
«Δεν το νιωθω ρε φιλε, δεν θελω. Τσαμπα τα στηνετε, δεν θα το αναβω το δεντρο.» καθεται στον καναπε αποφασισμενη.

   Ο Γιαννης κοιτα στιγμιαια την Κυβελη, μια λεξη ακομα και θα σηκωθει να φυγει. Του κανει νοημα να ηρεμησει. Χρειαζονταν μια αφορμη για να την κρατησουν ξυπνια.
«Επειδη λειπει ο Βασιλης δηλαδη θα πεσεις στα πατωματα;» Η Φαιη κανει πως δεν εχει ακουσει λεξη και ξεδιπλωνει την γιρλαντα.
«Ρε παιδια πως να το κανουμε δηλαδη, δεν θελω, δεν μπορω να φυγω, δεν θα γυρισει, δε το νιωθω να στολισω για να καθομαι μονη μου.» γκρινιαζει κι άλλο.

Ο Γιαννης δυσανασχετει.
«Μαζι μας θα εισαι ρε Ερμιονη τι μονη σου;» Ο Ορεστης εμφανιζεται από την κουζινα με μπιρα.
Αρχισαμε.
«Ναι σιγα! Εσεις θα ειστε ζευγαρια θα θελετε να κανετε τα δικα σας, εγω θα ειμαι σαν την γλαστρα!»
«Ναι πως, αν θες κανε εσυ με την Κυβελη οσα θελει να κανουμε κάθε φορα στις διακοπες, παραχωρω την θεση μου.» ο βιολιστης αστειευεται και όταν η Κυβελη τον αγριοκοιταζει της κλεινει το ματι παιχνιδιαρικα.

«Ναι ρε φιλε αραξε, ολοι μαζι θα ειμαστε, ολοκληρο ρεβεγιον εχουν σχεδιασει τα παιδια, ουτε καν θα καταλαβεις ότι λειπει.» ο Κωνσταντινος προσπαθει να το φερει γυρω γυρω, μα εχει δικιο, ουτε που θα καταλαβει η Ερμιονη ότι ο Βασιλης θα λειπει, γιατι δεν θα ελειπε καν, σε μια ωρα θα ηταν εκει.

Και αποφασισε ουτε καν σε αυτό να μην την βγαλει από την μιζερια της, καθως επιθυμουσε να διατηρησει την εκπληξη μεχρι τελευταια στιγμη.
Ισως για να την βασανισει.
Σιγουρα για να την βασανισει.

«Ενταξει αλλα είναι αναγκη να στολισουμε; Βαριεμαι να ξε-»
«Ερμιονη σκασε, κουβαληθηκαμε μεχρι εδώ βραδιατικα θα στολισουμε το ηλιθιο δεντρο σου οποτε θα το κανουμε και μετα αν θες βγαλτα.» ο Γιαννη διαφωνουσε με την ιδεα του Βασιλη και ηθελε να δωσει στο ζευγαρι μια καποια ιδιωτικοτητα. Επισης νυσταζε.
Η Φαιη τον αγριοκοιταξε.
«Κι αλλοι δουλευουν αυριο Γιαννη, αν εισαι τοσο κουρασμενος φυγε.» του απαντα η Κυβελη εκνευρισμενη, λες και δεν ηξερε ότι υπηρχε ιερος σκοπος!
Πριν της απαντησει πεταγεται ο Κωνσταντινος πυροσβεστικα και του δινει μια μπιρα.
«Πινε και μην λες πολλα. Με τα φωτακια τι γινεται;» ρωταει και ανοιγει μια κουτα με μπαλες.

Η Ιωαννα ηταν ανεβασμενη σε μια σκαλα διπλα στο δεντρο και η Φαιη της εδινε λιγα λιγα τα φωτακια.
«Άλλη μια σειρα εμεινε, Ορεστη θα πας τελικα για γλυκο;»

   Ο βιολιστης ειχε καθισει αραχτος στον καναπε και επινε την δευτερη μπιρα του.
Κοιταξε το ρολοι του χαλαρος. Η Κυβελη δαγκωθηκε από φοβο μην καρφωθει.
«Αργα είναι.» αποφανθηκε. «Που να τρεχω;» γκρινιαξε και γυρισε προς το μερος της, την κοιταξε με ένα βλεμμα επιβεβαιωσης, σαν να ειχε διαβασει τον φοβο της.
«Θα ερθω για παρεα, σε παρακαλω!» τον παρακαλεσε, συμφωνα με το σεναριο.
Γιατι μεχρι το αεροδρομιο θα αργουσαν, κι αν πηγαιναν οι δυο τους, η Ερμιονη ευκολα θα πιστευε ότι «κατι τους απεσπασε την προσοχη

  Αυτό ειχε πει αυτολεξει ο Βασιλης όταν σχεδιαζαν την 'μεγαλη εκπληξη'. Ετσι το αποκαλουσε.
Η Κυβελη οσο κι αν διαφωνουσε με την ιδεα του, και την δυσκολη εφαρμογη της, δεν μπορουσε να συγκρατησει τον ενθουσιασμο της για την επιστροφη του.
Ηταν ο πιο κοντινος της φιλος, κι ας ελεγε ότι τους αγαπαει ολους το ιδιο.

«Αντε καλα, αλλα μην με τρεχεις παλι. Καπου κοντα.» ο Ορεστης της απαντησε με υφος και της πεταξε το παλτο της. Τον αγριοκοιταξε.
Μην γινεσαι ένα με τον ρολο, θα κοιμηθεις στον καναπε.

   Γελασε πνιχτα με το υφος της και περασε το φουτερ πανω από το κεφαλι του, ηταν το αγαπημενο της γκρι.
«Ελα παμε, πριν αλλαξω γνωμη.» ετεινε το χερι του προς το μερος της για να προχωρησει, μα σαν τον προσπερασε την τραβηξε πανω του και τυλιξε το χερι του γυρω της.
«Μηπως να βρουμε κατι να απασχοληθουμε για να μην πουμε τοσα ψεματα; Νιωθω τυψεις;» δεν ηξερε αν εφταιγε ο κοροιδευτικος του τονος, η ο τροπος που το χερι του ζεσταινε χαμηλα την μεση της, αλλα η κοπελα αναριγησε και εκανε να απομακρυνθει από το κρατημα του. Ματαια.
«Ορεστη.» μουρμουρισε και ανοιξε την πορτα.
«Φευγουμε!» ανακοινωσε εκεινος και περασε το χερι του γυρω από τους ωμους της, φυλακιζοντας την στην κανελα.

Δεν παραπονεθηκε. Ειχε παψει καιρο τωρα να προσποιειται ότι την ενοχλουσαν οσα την εκαναν ευτυχισμενη.

    Η Ερμιονη ειδε ότι η ωρα ειχε παει δωδεκα και εικοσι, ειχε αλλαξει η μερα, ο Βασιλης της ειχε στειλει καληνυχτα πριν μια ωρα, και οι φιλοι της ακομα στολιζαν.
Δεν την ενοχλουσε που δεν εφευγαν. Ενιωθε τυψεις, δεν ηθελε να την λυπουνται. Και ηταν ευκολο να καταλαβει τι μπορει να σκεφτονταν, γιατι το ειχε νιωσει κι η ιδια για την Κυβελη. Προσπαθουσε να είναι μαζι της οσο πιο πολύ γινοταν, ειδικα στις γιορτες, ή στις μεγαλες στιγμες.

«Λοιπον!» ο Γιαννης κοιταξε κατι στο κινητο του, μαλλον την ωρα.
«Μαζευουμε και φευγουμε,νυσταζω!»
Επιτελους.

   Αυτή τη φορα η Φαιη δεν εφερε αντιρρηση. Σηκωθηκε από τον καναπε διπλα της και πηρε μαζι και το ποτηρι με το κρασι της. Η Ιωαννα κι ο Κωνσταντινος εκαναν το ιδιο. Η συνειδητοποιηση φωτιστηκε μεσα της.
«Η Κυβελη με τον Ορεστη βγηκαν για γλυκο!» τους θυμισε.
Ο Γιαννης γελασε, ο Κωνσταντινος την κοιταξε κοροιδευτικα.
«Αυτοι τωρα παιζει να εχουν παει σπιτι.» η Ιωαννα διπλα της επνιξε ένα γελακι.
«Ελιωσε το γλυκο.»

  Ξεφυσηξε. Κι εκεινη με τον Βασιλη κατι αναλογο θα εκαναν...
«Ουφ αντε καλα...φυγετε κι εσεις.» προσπαθησε να το παιξει ξενερωμενη.

   Χτυπησε το κουδουνι κοβοντας της κάθε ελπιδα για αυτολυπηση και υπνο.
«Α καλα, τετοια ωρα τι να το κανουμε!» φωναξε, ελπιζοντας να την ακουσουν από την άλλη μερια.
Οι φιλοι της χαζογελουσαν, μα εκεινη δεν το εβρισκε αστειο, ισα ισα, της ειχε βγει ολη η κουραση και εκνευριζοταν με καθετι.
«Αντε ανοιξε τους θα παγωσουν.» η Φαιη αφησε κατω το πιατο και η Ιωαννα βγηκε από την κουζινα.
Δε θα φυγουν ποτε.

Μουρμουρισε μια βρισια κατω από την ανασα της και ετρεξε μεχρι την πορτα. Μα δεν προλαβε να ξεστομισει λεξεις πριν της κοπει η ανασα.
Γιατι οσα σαρκαστικα σχολια ειχε σκεφτει ξεραθηκαν στον λαιμο της.

Και την στιγμη που η κολλητη της ειχε στερηθει, εκεινη την εζησε.
Και θεε μου, τι αγαλλιαση ηταν αυτή! Ποσο σκοταδι εφυγε όταν εξανεμιστηκε ο φοβος!

Ο Βασιλης στεκοταν απεναντι της, η μορφη του να καλυπτει την δικη της, τα ματια του να καινε το προσωπο της, το αυταρεσκο χαμογελο του να υπερνικα το σοκ της.
Δεν ειχε μια βαλιτσα, ουτε δυο. Ειχε πεντε.
Δεν φερνεις πεντε βαλιτσες όταν γυρνας για Χριστουγεννα.
Δεν γυρνας με οσες αποσκευες εφυγες, παρα μονο όταν επιστρεφεις για παντα.

Πισω του η Κυβελη κοιτουσε συγκινημενη και ο Ορεστης χαμογελουσε με το υφος που μαλλον ειχε, εκεινο του απολυτου σοκ.
«Ειχες πει ότι...δε...Βασιλη πως...» δεν βρισκει τις λεξεις.

Εκεινος γελαει και κανει ένα βημα προς το μερος της. Αφησε την τσαντα που κρατουσε να πεσει κατω και καλυψε την μικρη αποσταση αναμεσα τους.
«Τελος η Ρωμη.» της ανακοινωνει και περναει τα χερια του γυρω της.

Το αρωμα του, η γνωριμη αισθηση του σωματος του, οι φωτιες που πετουσαν τα ματια του, θολωσαν τα δικα της,τα γεμισαν δακρυα. Εσκυψε και την φιλησε σαν να μην ηταν κανεις μπροστα.

«Εμ...ιου.» ο Κωνσταντινος ειπε αλλα χαμογελουσε διαπλατα.
Ο Βασιλης δεν νοιαζοταν ουτε λιγο, κατεβασε τα χερια του στα οπισθια της και ζουληξε δυνατα πριν την σηκωσει πανω του.
Η κοπελα εσπασε το φιλι μα κρατησε τα χερια της περασμενα γυρω του.
Το χαμογελο της ηταν τοσο φωτεινο που το χριστουγεννιατικο δεντρο πισω του ωχριουσε.

Κοιταξε πανω από τον ωμο της τους φιλους τους.
«Ηταν σχεδιο;»
Εγνεψαν.

Γεμισε η καρδια της θερμη. Και ξαφνου όλα εγιναν πιο φωτεινα, απεκτησαν νοημα.
Αυριο θα κανω μελομακαρονα και θα παρω δωρα, θα αλλαξω τις μπαλες στο δεντρο γιατι τα εβαλαν χαλια οσο ελειπε η Κυβελη, και θα κατεβασω τα υπολοιπα διακοσμητικα.
Όλα αυτά όμως... αυριο, γιατι σημερα γυρισε εκεινος, και εφερε μαζι του τα Χριστουγεννα.

15 Ιανουαριου 2024.
«Καλη χρονια!» η Βιβιαν τον χαιρετησε ενθερμα.
Της χαμογελασε και ανταπεδωσε την ευχη πριν μπει μεσα στο γραφειο της.
Δεν ειχε πολύ χρονο, αναμεσα στις δυο προβες μετα βιας ειχε χωρεσει εκεινο το ραντεβου.

«Πως εισαι;» τον ρωτησε καθως καθοταν στην πολυθρονα της. Εκεινος εγειρε προς τα πισω και πηρε μια βαθια ανασα.
«Καλα ειμαι. Υποτιθεται ότι τον Σεπτεμβρη ληγει η συμβαση μου. Εχω αγχωθει.» της παραδεχεται.
Η ταχυτητα του παραξενεψε και την γυναικα, που δε καμια περιπτωση δεν περιμενε να της ανοιχτει τοσο νωρις στην συνεδρια τους.
«Δεν εχεις βρει τι θα κανεις μετα; Αυτό είναι;»
Κουνησε το κεφαλι αρνητικα.
«Κάθε άλλο, τα σχεδια είναι πολλα, απλα πρεπει μεχρι του χρονου τετοια εποχη το αργοτερο να εχω εγκατασταθει εκει. Αλλιως θα μεινω με τριμηνες συμβασεις.» μορφασε καθως το ελεγε αυτό.

Εγνεψε κατανοωντας τι εννοει.
«Και η Κυβελη δε θελει;»
Βλεπει την ενταση στο προσωπο του να αυξανεται.
«Μετα από εκεινη τη μερα δεν το συζητησαμε, συμφωνησαμε απλα ότι χρειαζομαστε λιγο χρονο να συνηθισουμε παλι ο ενας τον αλλον στη ζωη του και ξερεις, όπως μας βγει, Ιδανικα θα ηθελα να φυγω από εδώ του χρονου μετα τα Χριστουγεννα, που ετσι κι αλλιως θα εχω συναυλιες, αρα πιστευω μας παιρνει να το σκεφτουμε μαζι μεχρι το καλοκαιρι.»

«Μαλιστα.» σημειωνει κατι στο χαρτι. Ο Ορεστης αρχιζει να κοιταει το ρολοι του. Θα αργησει.
«Πιστευεις θα την πεισεις;» τον ρωταει το προφανες.
«Πιστευω ότι είναι η μοναδικη μας ευκαιρια να φυγουμε τωρα. Ειμαστε ακομα νεοι, τρια τεσσερα χρονια στο εξωτερικο δεν είναι κατι.»
«Γιατι τι θα αλλαξει σε τεσσερα χρονια;» τον ρωταει με γνησιο ενδιαφερον. Οσο καιρο τον ηξερε δεν εδινε την εντυπωση ανθρωπου που κανει μακροπροθεσμα σχεδια για την προσωπικη του ζωη.

«Θα ειμαστε 33 και 34, θα εχουμε παιδια.» απαντησε χαλαρος, και η ψυχολογος του πηγε να πνιγει με το σαλιο της.

«Ααα ναι σωστα. Αρα είναι και αυτό στο προγραμμα.» σημειωσε κατι παλι.
«Εννοειται είναι, αν θελει κι εκεινη, αλλα όχι ακομα, είναι πολύ νωρις.» διευκρινησε.
«Και θα παντρευτειτε δηλαδη;» αυτή τη φορα εκεινος γουρλωσε τα ματια.
«Γιατι να παντρευτουμε;» την κοιταζει σαν να ειπε κατι εξωφρενικο.

Γελαει. «Γιατι αγαπιεστε πολύ. Οι φιλοι σας δεν παντρευτηκαν;»
«Και από ποτε κανουμε ο,τι κανουν οι αλλοι; Αν πεσουν από τον γκρεμο θα πεσουμε κι εμεις;»
Η γυναικα δαγκωνεται να μην γελασει κι άλλο.
«Το εφερα ως παραδειγμα.»
«Ατυχες.» της την λεει.
Παλι γραφει κατι, αυτή τη φορα ο Ορεστης ξερει ότι μαλλον αναφερει ότι εγινε αμυντικος.

Ξεφυσαει.
«Δεν είναι η φαση μου, το αγαπω το Κυβελακι αλλα μου φαινεται τερμα ακραιο να παντρευτουμε, πολύ νωρις, πολύ τυπικο.» της εκλογικευει την αρνηση του, η γυναικα γνεφει, σαν να συμφωνει.

«Βιβιαν πρεπει να φυγω. Εχω προβα και μετα θελω να δειξω κατι διαμερισματα στην Κυβελη.» σηκωνεται οσο μιλαει για αρχιζει να βαζει το μπουφαν του.
«Σου χρωσταω μιση ωρα!» του λεει εκεινη, μα πιο πολύ εκεινη θα επεμενε να την αναπληρωσουν παρα αυτος.
«Τι διαμερισματα; Θα μετακομισετε;» μεχρι και εκεινη ηξερε ποσο αγαπουσαν το διαμερισμα τους στο Κολωνακι.
«Αν θελω να ζησω, όχι. Αλλα είναι στο εξωτερικο όλα, για την Κυβελη εχει σημασια να μενει καπου που νιωθει ομορφα.» της εξηγει.

Σημειωνει παλι, αυτή τη φορα με ένα χαμογελο στο προσωπο της.
Αυτή η Κυβελη είναι τυχερη, σκεφτηκε μονη της, ελπίζω να το ξερει.

Το θυμηθηκε σαν αναλαμπη λιγο πριν βγει ο Ορεστης απο την πορτα.
«Κατι τελευταιο!» τον ειδε να κοντοστεκεται στο κατωφλι, παρα πολύ βιαστικος.
«Ποια είναι η μεγαλυτερη ελπιδα σου στον κοσμο;» δεν ειχε παψει δυο χρονια τωρα να τον ρωταει.
Ξεφυσηξε, όχι παλι...
«Να πει ναι, να φυγουμε μαζι εξω.» της απαντησε ειλικρινα.

Δεν σχολιασε τιποτα. Απλα του χαμογελασε.
«Τα λεμε σε δεκαπεντε μερες.»

09/02/2024

  Η βαφτιση του δευτερου γιου της Αλεξανδρας και του Αγγελου εγινε Φεβρουαριο. Και η Κυβελη ασχοληθηκε με την εκδηλωση ισως και παραπανω από ότι με τον γαμο της κολλητης της.
Ηθελε να είναι αξια νονα. Ο Ορεστης από την άλλη δεν εκανε τιποτα.
«Παντα αξιοι!» ειχαν στηθει στην σειρα εξω από την εκκλησια, η Αλεξανδρα διπλα της κρατουσε τον Μαρκο που σηκωσε ολη την γειτονια στο ποδι.
«Ευχαριστουμε.» χαμογελασε ευγενικα στην αγνωστη γυναικα.

Ο Ορεστης διπλα της εκανε το ιδιο.
«Θα παω πρωτα σπιτι να τον κοιμησω και θα ερθουμε μετα γιατι αν συνεχισει την γκρινια θα αρχισω να πινω από τη μια.» εσκεψε και της ψιθυρισε αναμεσα στις χειραψιες και η δικηγορινα μετα βιας συγκρατησε ένα γελιο.
«Ντροπη.» ο βιολιστης τις μαλωσε υποκριτικα, κερδιζοντας δυο αγριεμενες ματιες.

«Παντα αξιοι παιδια μου!» αυτή ηταν η μαμα της Αλεξανδρας. «Και στα δικα σας ευχομαι!» συμπληρωσε και το ζευγαρι μονο που δεν χλωμιασε.
Βεβαια η Κυβελη εκνευριστηκε που ο Ορεστης αντεδρασε ετσι.
«Σας ευχαριστουμε κυρια Μαρια!» ειπε πριν σκυψει προς το μερος του ξαδελφου του.
«Μονο μην είναι Σαββατογεννημενη.» ο Αγγελος ξεσπασε σε γελια.

   Δεν το εκανε μεγαλο θεμα, μονο του εριξε ένα βλεμμα και εκεινος περασε το χερι του γυρω της με θρασος. Υπηρχαν και στιγμες που χρειαζοταν την πληρη απαθεια και αναισθησια του.
Ειδαν και επαθαν να τον ηρεμησουν τον μικρο μεσα, εκεινος δηλαδη, γιατι η Κυβελη με την πρωτη τσιριδα εκανε ένα βημα πισω και του παραχωρησε την θεση της.
Ας του βαλει το λαδι ο τρελος.

   Εβγαζαν μερικες φωτογραφιες αφου εφυγε ο κοσμος. Η φωτογραφος ηταν τρομερα απαιτητικη και δεν δισταζε να φωναζει. Η Κυβελη την ειχε κατασυμπαθησει.
«Ένα με την μαμα το μωρο και τους νονους!» ο Αγγελος μορφαζει στα υψηλα ντεσιμπελ αλλα δινει τον μικρο του γιο στην Αλεξανδρα που ισιωνε το θαλασσι σατεν της φορεμα που ερρεε υπεροχα κατω από το γουνακι της.
Ο μεγαλος γιος της οικογενειας κοιμοταν εδώ και μιση ωρα πανω στον μπαμπα του.

   Στηθηκαν αριστερα και δεξια της Αλεξανδρας που κρατουσε το ανησυχο παιδακι που αμεσως απορροφηθηκε από την γραβατα του νονου του και θελησε να παει στην αγκαλια του.
Η κοπελα πηρε μια βαθια ανασα και συγκεντρωθηκε για να βγει το κλικ.
Ολη μερα η καρδια της χτυπουσε στο στομαχι της. Ο Ορεστης ηταν ανεπαναληπτος με ο,τι κρατουσε. Από το βιολι, μεχρι τα σκυλακια τους. Μα όταν κρατουσε τα ανιψια του της δημιουργουσε αρρυθμιες.

«Τελευταιες μονο με την νονα και τον νονο!»
Η Αλεξανδρα φανηκε σχεδον ανακουφισμενη που εδωσε τον μικρο στον Ορεστη, ο οποιος τον υποδεχτηκε με ένα χαμογελο που η Κυβελη σπανια εβλεπε.
Γυρισε μπροστα για να αντικρισει τον φακο και ειδε την Αλεξανδρα, την 'κουμπαρα' της να την κοιταζει με συνομωτικο υφος, σαν να της λεει 'Καταλαβαινω τι αισθανεσαι.'

«Ελατε πιο κοντα!» η Αλκηστις ειχε αρχισει να ανεβαζει ντεσιμπελ επικινδυνα πολύ, ταραζοντας μεχρι και την Κυβελη.
Ο Ορεστης εγειρε προς το μερος της, μεχρι να καταλαβει τι συνεβαινε της εδωσε το μωρο να το κρατησει, και περασε το χερι του γυρω από την μεση για να την κραταει σταθερη.

  Φορουσε ένα σκουρο κυπαρισσι φορεμα με μακρια μανικια και καπως βαθια λαιμοκοψη, σεταρισμενο με τακουνια που την ειχαν πια κουρασει.
Ο μπεμπης ακουμπησε τα χερια του στο στερνο και το στηθος της, όπως όλα τα μωρα εκαναν μα εμεινε ησυχος, στην αρχη τουλαχιστον.
Ενιωθε το βλεμμα του να την καιει.
«Ορεστη ο φακος είναι από εδώ όχι μεσα στο φορεμα της Κυβελης.» η φωτογραφος το εκανε ακομα πιο προφανες.
Η κοπελα κοκκινισε.
Ρεζιλι γιναμε παλι.
«Λες και θα κοιταει κανεις εμενα σε αυτή τη φωτογραφια.» ειρωνευεται και πιανει τον βαφτισιμιο του από την αγκαλια της, τον σηκωνει ψηλα και τα γελια του αντηχουν παντου. Η Κυβελη βρισκει ευκαιρια να φτιαξει το φορεμα της.
«Παμε παλι.» ανακοινωνει η Αλκηστις και στηνονται.

Ο Μαρκος κανει χερακια στην δικηγορινα για να τον παρει και η καρδια της χοροπηδαει, όμως ο Ορεστης τον κραταει στη δικη του και περναει το χερι του γυρω από την μεση της.
«Αυτά είναι δικα μου φιλε, μην τα λιγουρευεσαι.» αστειευεται και μονο η Κυβελη δεν γελασε.

  Ειχε αλλαξει δεκα αποχρωσεις του κοκκινου και αυτό τον διασκεδαζε παντα το ιδιο. Εγειρε προς το μερος της και πιεσε τα χειλη του στον κροταφο της.
«Αρχιζω να πιστευω ότι και το πρασινο είναι το χρωμα σου.» την πειραξε και η κοπελα χαμογελασε ντροπαλα.
Το κλικ αποθανάτισε την στιγμη όπως ηταν, γεματη από γλυκια, αφροδισιακη ντροπη και θρασυ θαρρος ενός ερωτα αναλλοίωτου στον χρονο.

9 Φεβρουαριου 2024- Βαφτιση Μαρκου, εγραψε καθως την εβαλε στο αλμπουμ της.
'Τοτε όλα ηταν αλλιως.' , θα σκεφτοταν αργοτερα.


--------------------------------------------------------------------

Όλα ξεκινησαν από ένα σχολιο της αδελφης του πατερα του Ορεστη, της Αντιγονης, που στην βαφτιση του εγγονου της τα εδωσε όλα.

Η ωρα ειχε παει 6, και η Αλεξανδρα ειχε παει σε ένα από τα δωματια του ξενοδοχειου που στεγαζοταν η εκδηλωση για να κοιμησει τα παιδια.
Η Κυβελη ειχε ανεβει για βοηθεια μαζι με την Νεφελη και την μαμα της κοπελας αλλα κατεβηκε πανω στην ωρα.

Ο Ορεστης ηταν στο τριτο ποτο του, φανερα ευθυμος και σε πειρακτικη διαθεση.
«Παντως θεια σε προτιμουσα με το μαυρο βέλο του γαμου.»
Ο Αγγελος- ισως εφταιγαν οι μπιρες- λυθηκε στα γελια, ο Πετρος και ο αντρας της το ιδιο, και η Κυβελη κρατηθηκε.

Του χαμογελασε ξινα.
«Το φυλαω για τον δικο σου αγορι μου.» λεει ταχα μελισταλαχτα.
«Που ποτε με το καλο;»
Κι ενώ οι αλλοι γελουν ακομα, του Ορεστη του κοβεται το γελιο.
«Ενταξει φοριεται και σε κηδειες, θα κανεις αποσβεση.» απανταει εξισου μελισταλαχτα.

Ο Αγγελος εχει δακρυσει και ο πατερας του του κανει νοημα να το κοψει, ενώ από μεσα του γελαει το ιδιο.
Η Κυβελη τον αγριοκοιταζει. Πετυχε η θεια τον σκοπο της.
Ο βιολιστης σηκωνει τα χερια πως και καλα παραδινεται. «Τι ειπα;» την ρωταει ταχα αθωα.
Οσο κι αν ηξερε ότι είναι πλακα ενιωσε να πληγωνεται από την απεχθεια του απεναντι στις δεσμευσεις.
Γυρισε από την άλλη και ηπιε λιγο από το κρασι της. Ο Ορεστης γελασε δυνατα στον παιδιαστικο τροπο της. Τραβηξε την καρεκλα της προς το μερος του για να καλυψει την αποσταση και περασε το χερι του γυρω από τους ωμους της, φερνοντας την εκατοστα μακρια του.
«Τι εγινε Κυβελακι;» την ρωταει χωρις θρασος μπροστα σε ολους και την φιλαει πεταχτα.
Στριφογυριζει τα ματια, δεν το ξεχναει, μα αφηνεται για λιγο στην ανευ οριων τρυφεροτητα του, με μουσικη υποκρουση και απερισπαστους θεατες .

20:00

«Σε πειραξε οντως;» ειχαν γυρισει μιση ωρα μολις και η κοπελα ειχε ξαπλωσει στον καναπε με ένα βιβλιο, αγνοωντας τον πληρως.
Επαιξε επιτηδες βιολι στο σαλονι, μα όταν ειδε πως ουτε αυτό πιανει, ενεδωσε και την ρωτησε.

Κατεβασε το βιβλιο από το υψος των ματιων της και τον κοιταξε. Το υφος της τα ελεγε όλα.
«Ρε Κυβελη!» αναφωνησε σοκαρισμενος.
Σηκωθηκε από τον καναπε και πηγε στην κουζινα, ταχα να βαλει νερο. Την ακολουθησε ο Αλητης, μαζι κι ο Ορεστης.

«Σοβαρα τωρα;» επεμεινε, δυσπιστος. Γελουσε κιολας, πραγμα που την εκνευρισε διπλά.
«Γιατι εσυ εκανες πλακα;» τον ρωτησε ανοιγοντας την βρυση και βαζοντας το ποτηρι από κατω. Δεν διψουσε καν. Το αφησε στον παγκο όπως ηταν.
«Όχι, αλλα νομιζα ότι ηταν κατι που το ξεραμε και οι δυο αυτό.» με την ακρη του ματιου της τον ειδε να γερνει στον παγκο διπλα στο ψυγειο και να την χαζευει.
Δεν θα σου περασει Ορεστακο.

«Τοτε μαθε πως όχι, δεν το ξεραμε και οι δυο, και μαθε επισης ότι εμενα ο γαμος μπορει να είναι στα σχεδια μου, αλλα εσυ δεν το ξερεις αυτό γιατι πολύ απλα δεν το εχουμε συζητησει ποτε.» γυριζει προς το μερος του για να τον κοιτα.
Το γαλαζιο και το πρασινο πετουν σπιθες ικανοποιησης από την μικρη τους λογομαχια, σαν να την περιμενε ωρα τωρα.

«Χαιρομαι για σενα Κυβελακι, μπραβο.» την ειρωνευεται.
Στενευει τα ματια.
«Γιατι εισαι τοσο απαξιωτικος;» τον ρωτα.
«Γιατι είναι πολύ πεζος ο τροπος που σκεφτεσαι.» της απαντα διχως καν να το σκεφτει.
«Πεζος; Ο τροπος μου; Ειμαι εγω πεζη;»
«Ναι γιατι θες κατι τοσο αχρειαστο να σου επιβεβαιωσει κατι που ξερεις ηδη.»
«Δεν ειπα ότι το θελω.» το αρνειται, μα τον βλεπει να χαμογελαει. Δεν την πιστευει ουτε λεπτο.
«Μαλακιες.»
«Είναι κακο;»
«Αρα το θες.»
«Είναι κακο να το θελω;»
«Όχι, απλα δεν είναι κατι που εχω σκεφτει να κανω. Δεν είναι η φαση μου.» ανασηκωνει τους ωμους, μα δεν φευγει, εξακολουθει να την κοιτα.
«Ωραια.» σαρκαζει και πινει τελικα λιγο από το νερο της.
«Γιατι Κυβελακι; Σε εξεθεσα και θες να σε αποκαταστησω;»
«Όχι, θελω να το θες κι εσυ.» στην προταση της χλευασε. Χλευασε!
«Τι θες δηλαδη; Να σ΄αγαπω τοσο εμμονικα που να θελω ένα χαρτι από το κρατος γεματο νομους που να σε υποχρεωνουν να μεινεις μαζι μου;»

   Ηταν σαν να ακουει την Φαιδρα, κι αυτό την εκανε να νιωσει οντως πεζη. Και υπερφιαλη. Δεν χρειαζοταν γαμους και γιορτες για να είναι ευτυχισμενη μαζι του.
«Ενταξει. Ξεχνα το.»
Σκεφτεται για λιγο.
«Αν το κανω θα ερθεις μαζι μου στο εξωτερικο;»
«Δεν είναι του στυλ μου οι γαμοι εξ αποστασεως.» του απαντα χωρις δευτερη σκεψη.
Την κοιταξε βαθια σκεπτομενος.
«Αν το κανεις για να ερθω μαζι σου στο εξωτερικο αναγκαστικα θα εισαι τερμα μαλακας.» τον προλαβαινει, φανερα εκνευρισμενη.
«Οσο σε τραβαει εγω εξω άλλο τοσο με τραβας κι εσυ εδώ.»
«Δεν θα επρεπε να είναι συναισθηματικος εκβιασμος. Θα επρεπε να είναι κατι ομορφο.»

Τον προσπερναει για να φυγει, ο ωμος της συγκρουεται με τον δικο του, μα πριν προλαβει να κανει ένα βημα ακομη νιωθει το χερι του γυρω από την μεση της.
«Κυβελη.» την σταματαει.
«Παρατα με.»
«Ειμαστε πολύ νεοι-»
«Σχεδον τριαντα χρονων.»
«Πολύ νεοι.»
«Τωρα δεν το θελω ουτε εγω.» αρνειται σχεδον παιδιαστικα.
«Αρα πριν το ηθελες.» μειδιαζει.
«Όχι!» του απανταει εξαλλη.
«Ηταν απλα μια σκεψη, αλλα και να το ηθελα, υποθετικα μιλωντας, τωρα δεν θελω, μου εφυγε η διαθεση, και η ορεξη, δεν θελω τιποτα.»

Γελαει. Εχει το θρασος και γελαει.
«Κυβελακι μου» την τραβαει πανω του, η πλατη της στο στερνο του. Τυλιγει τα χερια του γυρω της.
«Παρατα με, φυγε.» κανει να τον σπρωξει αλλα την κολλαει στον παγκο. Την γυρναει προς το μερος του για να κοιτιουνται.
«Μην τα ξαναλεμε.» την προειδοποιει, μα της χαμογελαει φωτεινα.
«Δεν θελω εκκλησιες, φρου φρου και αρωματα, αν τοσο πολύ θες να ξερει ο κοσμος ότι δεν ειμαι εργενης μπορω να κανω ένα τατουαζ.» την πειραζε, αλλα και παλι μορφασε.
«Ένα στο κουτελο, να εδώ.» σερνει το δαχτυλο κατά μηκος του κουτελου του.
«Το ονομα σου, ναι;» κοροιδευει.
«Αντε και γαμ-»
Την φιλαει πεταχτα για να μην συνεχισει.
«Μου μιλας ετσι και θες και να σε παντρευτω; Εισαι απαραδεκτη!» την πειραζει.
«Δεν θελω καν πλεον, Τα παραταω μαζι σου!»

  Κατεβαζει τα χερια του στην μεση της, και υστερα στους γοφους της, την ανασηκωνει, εκεινη αναφωνει. Την ανεβαζει στον παγκο.
«Ρε Ορεστη!» παει να τον σπρωξει για να κατεβει μα εκεινος την κραταει σταθερη.
«Θα ειμαστε μαζι για παντα.» το βλεμμα του πεταει σπιθες, μα δεν αστειευεται, όταν της μιλαει για το μελλον ποτε δεν αστειευεται.
«Θα ταξιδεψουμε σε ολο τον κοσμο. Θα σε παω παντου. Οπου θες.»
Την ειδε που δαγκωθηκε.
«Και ξερω ότι ένα από τα μερη που θες να εισαι είναι εδώ. Οποτε θα επιστρεφουμε παντα. Όλα αυτά μαζι, παντα και παντου μαζι. Οι δυο μας.»

Ακουμπαει τα χερια του στα γονατα της και τα παραμεριζει για να χωθει αναμεσα. Την τραβαει από την μεση για να κολλησει πανω του και αρχιζει να την φιλαει στον λαιμο.
Ρουφαει και δαγκωνει απαλα, ενώ τα μουσια του την γαργαλανε. Καιγεται και ανατριχιαζει.

Προσπαθει να τον σπρωξει μα δεν το θελει κατά βαθος.
«Δεν μεγαλωσαμε λιγο για να με στριμωχνεις στην κουζινα;» ψιθυριζει.
Της ξεκουμπωνει το παντελονι χωρις να σταματησει να την φιλαει.
Με κάθε του κινηση οι παλμοι της ανεβαινουν κι άλλο.
Νιωθει το στηθος της να πετρωνει κατω από το αγγιγμα του.

«Δεν λεγεται στριμωγμα όταν είναι η κουζινα σου.» αντιλεγει εκεινος και φιλαει αναμεσα στα στηθη της, εκεινο το σημειο που την γαργαλαει και την ανατριχιαζει παντα πολύ.

Κοιτιουνται στα ματια.
«Και πως λεγεται;» τον ρωταει και οι ανασες της είναι κοφτες καθως της κατεβαζει το φερμουαρ.
Ανασηκωνει τους ωμους και δαγκωνει λιγο δερμα.
«Δεν ξερω, Κυριακατικο τραπεζι;»
Φιλαει απαλα και νιωθει το στηθος να ανεβοκατεβαινει καθως ένα γελιο απλωνεται στο διαμερισμα.


---------------------------------------------------------------

Η Κυβέλη αρρώστησε μεσα Φεβρουαριου. Το ένιωθε στα κόκκαλα της ότι δεν αισθανόταν καλά, μα αρνείτο πεισματικά να το παραδεχτεί, να πάει σε γιατρό ή ποσο μάλλον να ζητήσει αναρρωτική, εξ αρχης τουλαχιστον.

  Την βοηθούσε που ο Ορεστης έλειπε στην Ρωμη για μια συναυλία και ετσι δεν χρειαζοταν να δωσει λογο για την ανευθυνοτητα της.
«Μεθαυριο θα γυρισω τελικα, κατι προεκυψε.» της ειπε στην βιντεοκληση
«Ναι ναι Ορεστη, καλα να περνας με τις που-»
«Κυβελη.» την μαλωνει μα γελαει.
Το γελιο του προκαλει το δικο της.
«Θα πάρω την πρωινη πτήση. Κατά τις 3 θα είμαι αεροδρόμιο, μην αργήσεις.» Της είχε πει τάχα επιτακτικά κάνοντας την να ρολάρει τα μάτια της.
«Μάλιστα κύριε.»
«Θα ερχόμουν πιο νωρίς αλλά έχει εκδήλωση μετα την συναυλία και υποψιάζομαι θα λήξει κατά τις 11 Δεν τρελαίνομαι να ταξιδεύω βράδυ.»
«Δεν υπάρχει λόγος.» κατι παει να του πει μα την διακοπτει ενας βηχας.

   Τον νιωθει να την παρακολουθει από την άλλη γραμμη. «Είσαι άρρωστη, το ξέρεις ;» την ρωτα.
«Ιδέα σου.»
Βήχει βίαια. Ο Ορεστης δεν την έχει ξαναδεί ποτε έτσι.
«Ζήτησα αναρρωτική την Παρασκευη. Πήγα και χαρτί. Κάτι σαν λοιμωξη αναπνευστικου. Αλλα θα δουλευω από το σπιτι, μην νομίζουν ότι θέλω να πάω και τετραήμερο.»

«Αν σε ακουσαν να βηχεις ετσι, το πιο κοντινο σε τετραημερο που θα πηγαινες θα ηταν στην Σπιναλόγκα.» καυχαζει.
«Σε ευχαριστώ πολύ. Το εκτιμώ.» Τον ειρωνεύεται μα την επόμενη κιόλας στιγμή βήχει. Όλο της το σώμα τραντάζεται και τα μάτια της βουρκώνουν.
«Στην μαμά σου το είπες;» Ο τόνος του συμβαδίζει με το βλέμμα του. Πέρα για πέρα ανήσυχα.

«Ναι εννοείται.» λεει ψεματα. Ο Ορεστης περιμενει να αναστατωσω ολη μου την οικογενεια επειδη κρυωσα.
Ειχε επικοινωνησει με την μαμα της για να της ζητησει ενα χαρτι από παθολογο λεγοντας ψεματα ότι ηθελε να κανει δουλεια για λιγες μερες από το σπιτι για μια υποθεση που πλησιαζε.

   Ενιωθε το στηθος της παιρνει φωτια, ηθελε να βηξει με την ησυχια της και τα ματια της πονουσαν.
«Θα μιλησουμε το βραδυ, πρεπει να κλεισω.» του ειπε και ενώ τον ακουσε κατι να της λεει του το εκλεισε στα μουτρα και αγκαλιασε τα γονατα της για να μην τρανταχτει πολύ δυνατα.

   Δυο ώρες αργότερα, στις 8 παρα πέντε, δεν ειχε περασει ουτε μιση ωρα που ειχε κλεισει το λαπτοπ της αποτυγχανοντας να δουλεψει, όταν χτυπησε το κουδουνι. Ο πατέρας της στεκόταν στο κατώφλι του σπιτιού της.
«Τι κανεις εδώ;» Τον ρώτησε σφίγγοντας την κουβέρτα πάνω της. Φορούσε διπλή μάσκα και την κοιτούσε επικριτικά.
«Με πήρε η μαμά σου και μου είπε ότι έχεις κάτι που δεν ξέρεις τι είναι ή αν είναι κολλητικό μα για κάποιο λόγο πιστεύεις ότι θεραπευεται με χαμομήλι και αλγκοφρεν. Ήρθα να σε πάω σε έναν γιατρό.»

Την ίδια ώρα φωτίστηκε το κινητό της. Ήταν η μαμά της.
«Έχω μιλήσει με έναν παθολόγο που ξέρω θα σε δεχτεί σε μισή ώρα. Μην αργήσετε! Παρε με μετά.»

Με φούτερ φόρμα και μάσκα λοιπόν επιβιβάστηκε στο αυτοκίνητο, στην θαλπωρή του γνώριμου αρώματος καινούργιου και του μουρμουρητου του πατέρα της.
«Εχεις παει 26 χρονων και δεν εχεις μαθει να προσεχεις τον εαυτο σου, λες και εισαι μωρο!» την μαλωσε.
Επιασε τον εαυτό της να χαμογελάει ερωτόπαρμενα.
Δεν είχε πει στην μαμά της ότι δεν ένιωθε καλά.


----------------------------------------------

  Εχει λιωσει στον καναπε, μετα βιας μπορει να σηκωσει τα βλεφαρα της, η κυρια Ριτσα προσφερθηκε να βγαλει τα σκυλια τους βολτα μαζι με το δικο της, αλλα τωρα ειχε κατασκηνωσει σπιτι της, μαζι με τις κυρια Λιτσα και ...
και δεν θυμαμαι καν πως λενε την άλλη.
«Χαλια φαινεσαι κοριτσι μου.» την κοιταζει με αηδια. Δεν το ξερει, αλλα μπορει να το νιωσει στον τονο της φωνης της.
«Να στε καλα.» μουρμουριζει ειρωνικα.
«Και σε αφησε μονη σου αρρωστο κοριτσι, τσακωθηκατε; Για αυτό;» με την πρωτη ευκαιρια ρωταει.
Καιγομαι...

   Η Κυβελη είναι τοσο χαλια που δεν μπορει ουτε να στριφογυρισει τα ματια της.
«Γυρναει μεθαυριο το μεσημερι.» μουρμουριζει αδυναμα. Νιωθει τα παντα να γυριζουν. Δεν μπορει να σηκωσει τα χερια της, όλα τα αισθανεται βαρια και ακαμπτα.
«Ααα...μαλιστα.»
Για λιγο δεν μιλαει κανεις.
«Εχεις πυρετο; Να δω!» λεει η τριτη φωνη.
Ποσες είναι εδώ μεσα;
«Εχει.»
«Στο ειπα ότι δεν είναι εγκυος.»
Τι ειμαι;
«Γιατι δεν μπορει να εχει και να είναι;»
«Σωστο κι αυτό.»
Δεν ειμαι.
«Είναι πολύ χαλια.»
«Αν την παει ετσι μεχρι τελους θα περασει δυσκολα.»
«Καλα μην το δενεις και κομπο.»
«Και για την Ελενη απεναντι αυτά ελεγες και δεν ειχε τιποτα.»
«Ενταξει επεσα και μια φορα εξω.»
«Τουλαχιστον ο Πετρος ηταν πλαι της, όχι σαν αυτόν, εξαφανισμενος, πως θα μεγαλωσουν παιδι ετσι;»
Το κεφαλι μου θα σπασει.
«Ελα μου ντε, λες να μετακομισουν;»
Πονανε τα κοκκαλα μου.
«Όχι καλε, που να πανε, μεγαλο είναι αυτό.»
«Με δυο σκυλια όμως...»
«Δεν τα δινει αυτή τα σκυλια, χαμος θα γινει εδώ μεσα.»
Νομιζω θα κανω εμετο.
«Λες να το ξερει;»
«Και δεν μας το ειπε στην συνελευση;»
Ειχαμε συνελευση;
«Ε είναι και προσωπικα αυτά, τρυφερα θεματα.»
«Μεταξυ μας ημασταν.»
Ας τις κανει καποιος να σταματησουν.

«Κυβελη μου θες λιγο νερο;» Η Ριτσα την ρωτησε φοβουμενη να μακρα σιωπη.
Επιτελους.
Η κοπελα εγνεψε ελαχιστα, δεν ειχε δυναμη για κατι άλλο. Ρουφηξε οσο πιο δυνατα μπορουσε το καλαμακι που ηρθε στα χειλη της ένα λεπτο αργοτερα και παγωμενο νερο την ανακουφισε.
Μουγγρισε από ικανοποιηση.
«Να της βαλουμε μια κομπρεσα;» ρωτησε η μια.
Να φυγετε...

«Να παρουμε τηλεφωνο την μαμα της να ερθει.» απαντησε η Ριτσα, πιο πολύ από φοβο.
Ακουσε το κλειδι να γυριζει παλι στην πορτα.
Σε ποσους εδωσε τα κλειδια του σπιτιου μας;;
«Πως είναι;»

Αποκλειεται, εχω παραισθησεις...
Θα ορκιζοταν ότι ακουσε την φωνη του Ορεστη.
«Καλε ποτε προλαβες!» η Ριτσα αναφωνησε. Η Κυβελη παρα τον φρικτο πονοκεφαλο της σηκωσε τα βλεφαρα της. Ηταν βαρια, και η οραση της θολη.

   Μα δεν ηταν παραισθηση από τον πυρετο, ηταν εδώ, ο Ορεστης γυρισε.
Το βλεμμα του κλειδωσε με το δικο της. Ηταν ανησυχος, μα της χαμογελασε τρυφερα.
«Εχει πολύ πυρετο, τωρα θα της διναμε την σουπα που εφερα.» κατι αρχισε να λεει η γειτονισσα.
«Μα είναι τοσο επιμονη! Δεν ζηταει βοηθεια! Θα λιωσει από τον πυρετο εδώ μονη της!» αρχισε να λεει η άλλη, και η Κυβελη εσμιξε τα φρυδια.
Δεν αντεχω άλλο.

«Ενταξει, ειμαι εγω εδώ τωρα.» τους ανοιγει την πορτα.
Ποσο θρασος εχει, σκεφτεται.
«Σας ειμαι υποχρεος, θα ανταποδωσω με καφε.» τους χαμογελασε διπλωματικα και οι γυναικες υποχωρησαν και λεγοντας τα περαστικα τους εφυγαν από το σπιτι.
Ηρθε παλι προς το μερος της και καθισε στο κενο του καναπε που ηταν ξαπλωμενη.
«Τι κανεις εσυ εδώ;» τον ρωτησε με φωνη που μετα βιας εβγαινε.
«Ουαου...που πηγε το 'Γεια' το 'καλως ηρθες', το 'ευχαριστω που παρα το ότι ειμαι στραβοξυλο ηρθες να με γιατροπορευσεις.» προσπαθησε να πνιξει ένα γελιο. Την επιασε παλι βηχας.
Εκλεισε τα ματια και κλαψουρισε σιγανα.
Τον ενιωσε να της χαιδευει τα μαλλια, δεν αντεξε, λυγισε. Σηκωσε το βλεμμα της για να συναντησει το δικο του και του χαμογελασε ανακουφισμενη.
«Ορεστακο μου...» σηκωσε το χερι της αδυναμα και χαιδεψε τα μουσια λιγων ημερων που ειχε.

Ελιωσε και ο Ορεστης. Αρπαξε το χερι της και φιλησε το εσωτερικο της παλαμης της, και μετα τον καρπο της, που εκαιγαν. Ολοκληρη εκαιγε.
Την ξεσκεπασε, κερδιζοντας άλλο ένα κλαμα.
«Παμε να κανεις μπανιο, θα σε ανακουφισει το νερο.» δεν περιμενε να του πει ναι ή ποσο μαλλον να σηκωθει, περασε το χερι του κατω από τα ποδια της και πισω από την πλατη της.
Την εφερε κοντα στο στερνο του και σηκωθηκε ορθιος. Του φαινοταν πιο ελαφρια.
«Δυο πιατα σουπα θα φας μετα.» της ανακοινωνει και εκεινη απλα γνεφει, ακουμπαει το μαγουλο της στο φουτερ του και κλεινει τα ματια.

Δεν ηταν καλα, τα ματια της ειχαν μαυρους κυκλους, ηταν χλωμη, αδυνατισμενη, ηταν αρρωστη. Και αφησε τον εαυτο της να εξαντληθει μεχρι τελικης πτωσεως.

Την εγδυσε και γδυθηκε κι ο ιδιος. Μετα βιας στεκοταν, δεν θα ρισκαρε να του πεσει κατω τωρα.
Το ζεστο νερο της φαινοταν χλιαρο και δεν εκανε καμια κινηση να σαπουνιστει. Τα εκανε όλα εκεινος.
«Νιωθεις καλυτερα;» την ρωτησε καθως εκανε μασαζ στο κεφαλι της με το δευτερο χερι σαμπουαν. Μουγγρισε δυσαρεστημενη όταν πηγε να την αφησει μονο με ένα.

«Πολύ.» ειπε ψεματα. Σιγουρα όμως ενιωθε λιγο καλυτερα.
Της εβαλε προχειρα ρουχα και την κουβαλησε κυριολεκτικα μεχρι το κρεβατι για να την ταισει ένα πιατο, σουπα.
21 κουταλιες.

   Ξαπλωσε διπλα της και την σκεπασε. Φαινοταν πιο ζωντανη από όταν την βρηκε.
«Πιο κοντα.» ψιθυρισε, με το ζορι ακουγοταν. Μα εκεινος υπακουσε.
Την τραβηξε πανω του. Εκεινη εγειρε στο στηθος του και αναστεναξε.
Οι αναστεναγμοι της εκαναν παντα την καρδια του να χοροπηδαει.
Της χαιδεψε τα νωπα μαλλια και εμεινε να την κοιταει καθως κοιμοταν για πεμπτη φορα μεσα στην μερα.
Θα με πεθανεις δικηγορινα.

   Η Κυβελη αρρωστη ειχε επιτυχει ένα επιπεδο γκρινιας που ο Ορεστης ουτε καν μπορουσε να φανταστει.
«Θα σε κολλησω.» του ελεγε όταν την αγκαλιαζε επειδη πονουσαν όλα της κοκκαλα.
«Δεν με νοιαζει.»
«Θα αρρωστησεις.» τον εσπρωχνε μακρια όταν την φιλουσε, κι ας το ηθελε.
«Θα ειμαστε ολη μερα μαζι.»
«Θα πεθανω.» του ψιθυριζε όταν της ελεγε ότι θα φυγει για πεντε λεπτα να βγαλει τα σκυλια τους βολτα.

   Φυσαει την μυτη της δυνατα. Είναι στην τριτη μερα ασθενειας και νιωθει καλυτερα. Βεβαια τα πρωινα παντα είναι καλυτερα από ότι τα βραδια.
«Πρωτη φορα αρρωσταινω οσο ειμαστε μαζι.» συνειδητοποιει φωναχτα.
Τον ακουει να πνιγει ένα γελακι, της χαιδευει τα μαλλια
«Και τελευταια, μετα από αυτό χωριζουμε.» την κοροιδευει.
«Ειι.» τον τσιμπαει απαλα.
«Καιρος ηταν να παθεις κι εσυ κατι. Ολο εγω παθαινω και με εκμεταλλευεσαι.»
Μουγγριζει.
«Σε παρακαλω, όχι άλλες αηδιες.» λεει μα χαμογελαει.

   Το βραδυ ανεβαζε πυρετο σχεδον 39. Ετρεμε και ενιωθε βαθια κοπωση. Μα ο Ορεστης δεν την αφηνε ουτε λεπτο μονη. Κι ας ειχαν προσφερθει γονεις και φιλοι να ερθουν για βοηθεια.
«Θα φυσηξεις μυτουλα;» την ρωτησε όταν την ακουσε να ανασαινει βαρια.
Γνεφει θετικα και αρπαζει ένα χαρτομαντηλο από διπλα της. Στην τηλεοραση επαιζε σε επαναληψη το How I met your mother.
«Θελεις να σε τριψω;» προσφερθηκε παλι.
Η κοπελα στριφογυρισε τα ματια της. Ηταν φτιαγμενη από την αντιβιωση και τον διαρκη υπνο, αλλα δεν θα επεφτε τοσο χαμηλα.
«Θελω να διατηρησω την φλογα στην σχεση μας οσο μπορω.»
«Μωρο μου με 38,5 πυρετο εσυ εισαι η φλογα στην σχεση μας.»
Τον σπρωχνει απαξιωτικα μα δεν απομακρυνεται.Ισως να μην καταφερε καν να τον σπρωξει.

  Ακουει το γελιο του και κλεινει τα ματια γεματη ικανοποιηση. Νιωθει τα δαχτυλα του να κανουν παλι απαλο μασαζ στο κεφαλι της, ξερει ότι ο πονοκεφαλος δεν φευγει με τιποτα.
Κουρνιαζει κι άλλο πανω του και εισπνεει την κανελα. Την αγκαλιαζει σφιχτα και χαιδευει την πλατη της.
Τον αγαπω, είναι ο καλυτερος.

«Ορεστη..» ανοιγει τα ματια και τον κοιταζει στο ημιφως που η τηλεοραση προσφερει.
«Ναι δικηγορινα.»
«Μονο εσυ θελω να με φροντιζεις όταν ειμαι αρρωστη.» του δηλωνει, σαν να είναι παραδοση από εδώ και περα.
«Κατι καταλαβα όταν με πηρε η μανα σου να μου πει ότι κανεις ναζια.» ειρωνευεται.

   Ειρωνευεται αλλα ταξιδεψε μεσα στη νυχτα για να γυρισει να την φροντισει.
«Ηθελα εσενα.» επαναλαμβανει, με παιδικη επιμονη.
Νιωθει το στερνο του να τρανταζεται σε ένα γελιο.
«Κι εγω που νομιζα ότι δεν με αντεχες.» ειρωνευεται.
Κουναει το κεφαλι της αρνητικα.
«Μονο εσενα αντεχω για παντα.» του λεει και το νιωθει ακαταλαβιστικο.

Δεν απανταει για λιγο, σαν να κολλησε σε καποια λεξη της πετρωνει. Σηκωνει τα ματια και τον κοιτα. Την κοιταει πισω, πολύ τρυφερα, με πολλη αγαπη, με ολο το γαλαζιο και το πρασινο του κοσμου.
«Εδώ ειμαι.» της λεει και την φιλαει στο κουτελο.
«Το καλο που σου θελω βιολιστη της κακιας ωρας.» ψιθυριζει, μα δεν είναι καν σιγουρη αν εχει ακουστει, γιατι πεφτει γρηγορα παλι στην αγκαλια του Μορφεα.

  --------------------------------------------------

  Την επομενη μερα ξυπναει καπως καλυτερα και το πρωι δουλευει εξ αποστασεως οσο ο Ορεστης με βαρια καρδια αποφασιζει να παει για προβα και μαθημα.
Πεντε ωρες meetings και το βραδυ την βρισκει με τον πονοκεφαλο που την αφησε χθες.
Εκλεισε όλα τα φωτα και ξαπλωσε ανασκελα με μια κομπρεσα. Δεν ηθελε να ακουει ουτε κιχ, αλλα φυσικα ο Ορεστης εκεινη την στιγμη επελεξε να μπει στο σπιτι, προκαλωντας οχλαγωγια.

  Μετρησε τα βηματα του μεχρι να φτασει στο υπνοδωματιο και να ανοιξει την πορτα, ώστε να τον προλαβει και του πει να φυγει. Στον ξινο της τονο απαντησε με ένα ψυχαγωγημενο γελιο και της ανακοινωσε ότι της επιτρεπει να κοιμηθει δυο ωρες πριν της φερει την σουπα που θα πηγαινε να παρει από την Φαιη.

   Όταν την ξυπνησε παλι ενιωθε πιο βαρια από ποτε. Η ωρα ειχε παει δεκα το βραδυ και ολο το δωματιο μυριζε την πιο τελεια κοτοσουπα του κοσμου και φρυγανισμενο ψωμι.
Μουγγρισε.
Τον ενιωσε να καθεται διπλα της. Λιγο ακομα να με δει αρρωστη και θα με παρατησει. Εχω ξεχασει πως είναι το φυσιολογικο μου χρωμα.

«Ειμαι χαλια, φυγε.» μουρμουρισε και τον εσπρωξε στο σκοταδι.
Ανοιξε το πορτατιφ διπλα της, τον ακουσε να ακουμπαει τον δισκο στο κομοδινο.
«Δεν παω πουθενα.» της δηλωνει και της χαιδευει το ποδι πανω από το σκεπασμα.
Τωρα θελει αυτό που νομιζω;
«Ειμαι αηδιαστικη.» του λεει σε μια ελπιδα να κλεισει εστω το φως.
«Εισαι πανεμορφη.» ο ειλικρινης του τονος την εκανε να χαμογελασει. Ετοιμαστηκε να γυρισει από την άλλη για να συνεχισει τον υπνο της.

 «Κυβελη.» την τραβηξε προς το μερος του.
«Μμμ...»
«Ανοιξε τα ματακια σου μωρο μου.» δυναμωσε το φως του πορτατιφ τυφλωνοντας την μεσα από κλειστα ματια.
Γιατι με βασανιζει;

  Ανοιγει τα ματια και τα ανοικλεισει αρκετες φορες για να φυγει η θολουρα.
Ο Ορεστης όμως δεν είναι με τον δισκο στο χερι, αλλα με ένα κουτακι.
Είναι διπλα της, ο Ορεστης, ξαπλωμενος, με ένα γαλαζιο κουτακι Tiffany's.
Και θα μπορουσε να εχει το οτιδηποτε μεσα. Μα δεν το εχει.

Γιατι μεσα του βλεπει ενα μονοπετρο διαμαντι σε κοπη τετραγωνη οβαλ με λεπτο περιγραμμα με λευκα ζιργκον, να δεσποζει στο κεντρο ενός δαχτυλιδιου επενδυμενου με τον ιδιο λιθο.

Πρεπει να παρεις ανασα.
Περασε με κάθε της κοφτη ανασα μια αιωνιοτητα.
Δεν ηξερε αν τα εβλεπε θολα από τον πυρετο ή από τα δακρυα.
Γιατι κατι που καταλαβε επισης αργοτερα ηταν ότι εκλαιγε.
«Τι...τι κανεις;» ηταν οι μονες λεξεις που κατορθωσε να αρθρωσει
Της χαμογελασε παιχνιδιαρικα.
«Παντρεψου με δικηγορινα.» Η καρδια της εμεινε εκει.

Παντρεψου με δικηγορινα.

Κοιτουσε μια εκεινον και μια το δαχτυλιδι. Που το βρηκε; Ποτε;
Πρεπει να ειδε την απορια στο βλεμμα της γιατι απαντησε.
«Από το Βερολινο, πριν δυο εβδομαδες, όταν ελειπα με την ορχηστρα Ευρωπης Τοτε το παρηγγειλα. Μα τελικα το πηρα από την Ρωμη προχθες πριν επιστρεψω.»

Η απαντηση του την βγαζει από το 'μεθυσι' της εκπληξης. Ανακαθεται λιγο πιο μακρια του στο κρεβατι με ακρα και καρδια τρεμαμενα. Τον κοιτα αυστηρα, σοβαρευει λιγο κι εκεινος.
«Συγγνωμη μου κανεις πλακα; Τωρα ; Ετσι όπως ειμαι; Από ολες τις στιγμες διαλεξες αυτή;»
Γελαει από ανακουφιση.
«Ηθελα να είναι ξεχωριστο.» της απανταει απλα.
«Ηθελες 'να μην είναι ρομαντικο!» τον κατηγορει.
«Από την πρωτη μερα που γνωριστηκαμε εισαι τοσο κυνικος και χυδαιος αλλα ως εδώ! Όχι και σ αυτό.»

  Γελαει κι άλλο, λες και του λεει το πιο αστειο πραγμα στον κοσμο. Κι εκεινη παρανοει.
«Το εχεις αποφασισει κοντα δυο εβδομαδες! Δυο! Μεσα σε αυτό το διαστημα πηγες άλλη μια φορα Βερολινο, πηγαμε μαζι στην εθνικη Πινακοθηκη, δυο φορες για φαγητο, και ξερεις τι; Ημουν και τις άλλες επτα μερες πληρως υγιης! Ή ακομα κι αν δεν ηθελες τοτε, σε τρεις μερες το πολύ θα ημουν καλα. Αλλα όχι!! Εσυ από ολες εκεινες τις στιγμες που ημουν αξιοπρεπης, που θα γινοταν μια ωραια αναμνηση, επιλεγεις να το κανεις τωρα; Που εχω μυξες και δεκατα;»

Δαγκωνεται να μην δακρυσει από το γελιο. Ο απαραδεκτος, ο ανεκδιηγητος, ο βιολιστης της κακιας ωρας γελαει!
«Τωρα μου βγηκε» της απανταει όταν βρηκε την ανασα του.
«Τωρα; Που με ειδες με την ρομπα και συναχι; Επιτηδες το κανεις! Για να μην μπορω να εχω μια ωραια φωτογραφια!» κλαψουριζει.
«Και γελας!» παραπονιεται.

  Την αρπαζει και την χωνει στην αγκαλια του, το κουτακι αναμεσα τους ακομα. Την φιλαει παντου, στο κουτελο, στα μαλλια, τον αυχενα, οπου φτανει την φιλαει.
«Γελαω γιατι ειμαι ευτυχισμενος.» της απανταει και την απομακρυνει, την κραταει σε αποσταση ανασας και την φιλαει ενώ του χαριζει το πρωτο χαμογελο από την στιγμη που την ρωτησε.
«Για μισο λεπτο!» αναφωνει και σοβαρευει παλι. «Δεν με ρωτησες καν!»
Ο Ορεστης κουναει το κεφαλι απηυδισμενος και σκυβει για να της κλεισει το στομα με ένα φιλι.

  Δεν βρισκει ανασα να της κλεψει. Ουτε χτυπο καρδιας. Της τα χει παρει όλα.
Απομακρυνεται λιγο και την κοιταζει. Καιει παλι και τρεμει.
«Ανεβασα πυρετο εξαιτιας σου.» τον κατηγορει, μα τα χειλη της σπανε σε ένα χαμογελο.

Ματια που λαμπουν, βρεγμενα μαγουλα, και εκεινο το χαμογελο. Η Κυβελη του ηξερε να τον αφοπλιζει.
«Θα με παντρευτεις όμως;» την ρωταει αυτή τη φορα.
Η κοπελα μορφαζει, δεν είναι όμως από πονο. Δαγκωνεται να μην κλαψει. Τα φρυδια της σμιγουν και η μυτη της καιει, θολωνει η οραση της. Και τρεμει, θεε μου ποσο πολύ τρεμει!
Γνεφει θετικα. Της ειχαν τελειωσει πια οι λεξεις.
«Ναι! Μα δεν θα στο συγχωρεσω ποτε που το εκανες ετσι.»
Δεν παυει στιγμη να χαμογελαει.

  Ο Ορεστης την σπρωχνει πισω στο κρεβατι και την καλυπτει με το σωμα της καθως την φιλαει παντου.Κι οσο την φιλαει τοσο νιωθει την θεροκρασια της να ανεβαινει.
«Γαμωτο Κυβελη. Πρεπει να το γιορτασουμε μετα, εσυ καις.» μουρμουριζει και απομακρυνεται, απεκδυοντας την από την ευτυχια που της προσφερε η βροχη φιλιων του.
Την σκεπαζει καλα αφηνοντας τα χερια της εξω και την χωνει στην αγκαλια του για να την ζεστανει.Πιανει το αριστερο της χερι.Βγαζει το δαχτυλιδι από το κουτακι και το κυλαει στον παραμεσο. Είναι παγωμενο και βαρυ,
Θεε μου...μην ρωτησεις ποσο κανει.

Νιωθει το βλεμμα του πανω στις εκφρασεις της. Πληρως διασκεδασμενος που οι σκεψεις φωτιζαν διαφορετικα κάθε φορα το προσωπο της.
«Με πηρε η μανα σου τηλεφωνο εξαλλη." ξεκινάει να λεει, σαν να επροκειτο για μια εξομολογηση.
 «Με πηρε να μου πει να σου βαλω μυαλο, πως δεν απαντουσες στα τηλεφωνα, δεν ηθελες βοηθεια από κανεναν, ουτε από τα παιδια.» χαιδεψε με τον αντιχειρα του ένα δακρυ που κυλησε στο μαγουλο της.
«Μου ζητησε να πω στην κυρια Ριτσα να της δωσει το κλειδι για να ερθει να σε φροντισει.» η Κυβελη στριφογυρισε τα ματια, μα δεν επαψε για λεπτο την οπτικη επαφη.

« Και συνειδητοποιησα ότι δεν σε εχω δει ποτε αρρωστη. Ποτέ. Και ηθελα να ειμαι εκει, να ξαπλωνω μαζι σου, να σε φροντιζω, να ακουω την γκρινια σου. Καταλαβα ότι δεν υπαρχει τιποτα σε αυτό τον κοσμο μαζι σου που να μην το θελω.Απο τα πιο υπεροχα, όπως ταξιδια, μεχρι τα πιο δυσκολα, το να ειμαστε αρρωστοι στο σπιτι.»
Ξεδιπλωνε την καρδια της σε διαστασεις που δεν ηξερε ότι υπηρχαν. Και εβραζαν οι λυγμοι πλαι στον πυρετο. Και μεγαλωνε η αγαπη της για εκεινον.

Χαιδευει το μαγουλο της και την φιλαει κατω από τα ματια, εκει που γυαλιζαν τα δακρυα. Μετα στην μυτη, στην κορυφη, μετα στα χειλη, στο πανω, στο κατω χειλος, και στα δυο, πιο πεταχτα, πιο βαθια. Ευλαβικα.

Την κραταει σε αποσταση επαφης, οι ανασες τους ακανονιστες η μια κοντρα στην άλλη και οι καρδιες να παλλονται αντιθετα στα στηθη.
Κι ειχε πια ο καθενας από δυο καρδιες.

«Το εκανα τωρα λοιπον, γιατι τωρα ειμαι σιγουρος ότι σε αγαπω τοσο εμμονικα που θελω ένα χαρτι και ένα σωρο νομους να σε αναγκαζουν να μεινεις μαζι μου»





Και για να σου απαντησω σε αυτό που με ρωτησες στην αρχη,

Κανενας άλλος, γιατι δεν μπορεσα ποτε να συμβιβαστω με την ιδεα ότι θα ζησω τον ερωτα με κατι λιγοτερο από πληροτητα.

Γραφω.
Τον Αυγουστο, οκτω χρονια.
Και από την πρωτη, μεχρι την τελευταια μου λεξη, (θα) είναι για τον ιδιο λογο.
Γραφω για τον ερωτα, όπως τον θελω, τον περιμενω, τον δινω.

Γραφω γιατι εκεινος, γραφω γιατι ο άλλος.
Γραφω γιατι η καρδια μου φουσκωνει από συναισθηματα που δεν μπορω να περιγραψω φωναχτα.
Γραφω γιατι στις λεξεις βρισκω το καταφυγιο μου, κι επειδη δεν ειμαι η μονη, στεκομαι κατω από το υποστεγο πλαι σου, και μου κρατας το χερι, κοντρα στους κεραυνους, τις βροχες, το χαλαζι.
Και ξερω ότι ολα θα πανε καλα.
Γιατι εμεις εχουμε τις λεξεις μας, ναι;

Γραφω γιατι βρισκω τον ερωτα κυνικα, ενώ τον ψαχνω ρομαντικα, και με βρισκει λογικα, ενώ τον φωναζω παραλογα.
Γραφω γιατι ολοι εχουν κατι που αξιζει να μεινει χαραγμενο στην μνημη μου αιωνια.
Γραφω γιατι εχω αγαπησει κι εχω αγαπηθει πολύ, απλα όχι από τους ιδιους.
Γραφω γιατι όταν γραφω ελπιζω, και ζω, ονειρευομαι, και γεμιζω κουραγιο.

Γραφω γιατι οι ερωτες που γραφω εχουν πανω τους ένα σωρο υπερβολες και 'αντιρεαλισμους', αλλα έναν πυρηνα αληθινο, συναισθηματα που επιπλεουν γυρω μας.

Γραφω, γιατι όταν γραφω, ο κοσμος φανταζει λιγοτερο τρομαχτικος και το χαος στο μυαλο μου κοπαζει.
Γραφω, γιατι δεν εχω βρει τροπο λιγοτερο χυδαιο, να μην νιωθω μονη.





Ciao Bellas.


Ελπιζω να σας βρισκει καλα αυτο το κεφαλαιο.
Ελπιζω να με νιωσατε επισης λιγο παραπανω....

Ελπιζω τελος να σας αρεσε.
Ειχε τα πανω και τα κατω του.

Αλλα κυριως τα πανω! Τα πολυ πανω.
Θα μου λειψουν, τους αγαπω.
Λιγο ακομα εμεινε.
Βαθιες ανασες.

Θελω εννοειται την γνωμη σας.

Σας αγαπω.


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top