Αγάπη: η ανάγκη να φύγεις από τον εαυτό σου.

Εκείνοι οι δύο στον Παράδεισο είχαν δύο επιλογές: ευτυχία χωρίς ελευθερία ή ελευθερία χωρίς ευτυχία. Δεν υπήρχε τρίτη επιλογή
 (Γιεβγένι Ζαμυάτιν)

 

Υπαρχουν φορες που αναπολω τις μερες που ημουν ερωτευμενη.
Χαμενη σε μια διασταση δικη μου, να ακουω μουσικη και να τον σκεφτομαι.
Να γραφω και να είναι πισω από κάθε λεξη μου.
Να πινω καφε και να σκεφτομαι την γευση των χειλιων του.

Όταν ερωτευομαι δεν μπορω να θυμηθω πως ημουν πριν, πως αντεχα διχως εκεινο το λαμπερο συναισθημα αριστερα και πανω στο στηθος, που με γέμιζε γλυκια προσμονη, ενεργεια, σκοπο.
Ο ερωτας κυριως με γεμιζε σκοπο.

Όταν ο ερωτας φευγει, αισθανομαι ένα βαρος. Ένα βαθουλωμα στην καρδια να την τραβαει κατω, έναν διαρκη πονο που με μουδιαζει, μια γενικη δυσφορια που δεν λεει να φυγει. Όλα πονανε. Ο καφες μου δεν εχει σημασια ποσο καλος είναι, πικριζει. Το φαγητο μου είναι σαν σταχτη.
Και γραφω, ατελειωτα, με κάθε λεξη σκονταυτω πανω του, μονο που αυτή την φορα παλευω να ξεφυγω σε έναν κοσμο μακρια του, αλλα αθελα μου εχω χτισει έναν κοσμο γυρω του.
Όλα είναι εκεινος. Και με κάθε μου ανασα αναγκαζομαι να παρω μια ακομη, γιατι νιωθω ότι το οξυγονο δεν μου φτανει, εχω τρυπησει και από καπου ξετρυπωνει.
Εκεινες τις μερες, που ποναω από ερωτα, αναπολω.
Πρωτα, τον καιρο που ημουν ερωτευμενη, κι επειτα, τον καιρο που δεν ημουν.

Κοιταζω πισω και βλεπω στην ανηδονια της πληρους απραξιας μου μια γαληνη, μια ευτυχια.
Ναι δεν ημουν ερωτευμενη, δεν ενιωθα τιποτα. Μα τουλαχιστον δεν πονουσα.

Είναι περιπλοκο, τι προτιμαω.
Και θα μου πεις, είναι απλο! Να εισαι ερωτευμενη.
Και θα σου πω ότι εχεις δικιο, μα υπαρχει μια μικρη παγιδα εδώ.

Νιωθω ότι οι μερες που είναι προορισμενες για μενα να ειμαι ερωτευμενη είναι λιγες, οποτε πρεπει να διαλεξω.
Ο πονος που με εμπνεει ή η ανηδονια που με αφηνει να παρω ανασα.

Το να εισαι ερωτευμενος, σκεφτηκα καποτε, είναι μια μορφη ελευθεριας, είναι σαν να εχεις εφευρει μια νεα θρησκεια, που όμως σε ευλογει με θαυματα.
Τωρα που δεν μπορω να αναπνευσω, εχω να προσθεσω με την τελευταια μου αναπνοη το εξης

Το να εισαι ερωτευμενος είναι μια μορφη ελευθεριας, αν είναι αμοιβαιο.
Ειδαλλως βρισκεσαι φυλακισμενος με δεσμα αορατα και εξαρτημενος απο έναν θεο που δεν σε ακουει μητε σου απαντα, κι ας εχουν ματωσει τα γονατα σου από τις προσευχες.
Η συνεχεια; Να στην πω;

Κριση πιστης, ετσι λεγεται.

Κεφαλαιο υπ'αριθμον 78 : Πως σωθηκα.


«Ειπε τιποτα άλλο;» Ο Βασιλης ρωταει την Ερμιονη καθως καθεται στην καρεκλα διπλα της.
Ο Κωνσταντινος απεναντι του ξεφυσαει, ακομα δεν εχουν αρχισει και εχει κουραστει από την βαβουρα στο πλοιο.
«Όχι.» η κοπελα απανταει.
«Εσενα τι σου ειπε ο Ορεστης.» η Ιωαννα εχει στενοχωρηθει πολύ από την εξελιξη των πραγματων.

   Όταν ο Βασιλης τρεις μερες πριν τους ειπε ότι ο Ορεστης ειχε απαγαγει την Κυβελη στην Αναφη, θεωρησε σιγουρο ότι θα καταφερει να την ριξει. Ο συνεργατης του ειχε βαλει μαλιστα και στοιχημα. Οι φιλες της διαφωνησαν, ο Γιαννης διχαστηκε, ενώ το αγορι της απλα ανασηκωσε τους ωμους και ειπε πως ότι ηταν να γινει θα γινει. Δεν μπορουσε να καταλαβει αν ηταν επειδη γινοταν χρονια τωρα αυτό, ή γιατι βαθια μεσα του πιστευε ότι ο Ορεστης θα τουμπαρει την Κυβελη υπουλα.

   Ο Κωνσταντινος δεν ηταν πλεον ερωτευμενος μαζι της. Ειχε παψει καιρο τωρα. Μα αν ηταν βεβαιος για κατι ηταν ότι της αξιζαν τα καλυτερα. Όχι ενας συμβιβασμος με καποιον που θελει αλλα δεν μπορει να εχει.
«Μα ο Ορεστης είναι δωσμενος στην Κυβελη, ολοι το ξερουν αυτό.» του ειχε πει η Ιωαννα ένα βραδυ, που κατι συζητουσαν γενικα.
«Ναι, είναι. Απλα επειδη τον ξερω από τοτε που θυμαμαι τον εαυτο μου, εχει περασει δυσκολες φασεις, ζορικες καταστασεις, αν θελει να προστατεψει καποιον, αυτος είναι ο εαυτος του. Και αν θελει να είναι σωστος απεναντι της πρεπει να εκτεθει.»

   Δεν ειχε καταλαβει ακριβως τι εννοουσε. Μα πως θα μπορουσε αλλωστε; Δεν ειχε μαθει, ουτε ειχε δει οσα ο Κωνσταντινος.
«Δηλαδη ρε φιλε τωρα χωρισαν;» Ο Βασιλης ξαναρωταει την κοπελα του, που απλα γνεφει, φανερα στενοχωρημενη.
«Επιστρεφουν με αεροπλανο αυριο.» προσθετει.
«Α καλα, για να μην αντεχουν αυτοι οι δυο να είναι μαζι για άλλες επτα ωρες φαντασου ποσο ασχημα χωρισαν.» μουρμουριζει ο Κωνσταντινος και ο φιλος του γνεφει.

«Η Φαιη τι λεει;» ρωταει η Ιωαννα.
«Ο,τι ειδες ομαδικη. Και σε εμενα εστειλε απλα μια φωτογραφια παρανοιας.» η μελαχρινουλα κουναει το κεφαλι αποκαμωμενη και χωνεται πιο μεσα στην θεση της.
«Η προγνωση μου;» ο Κωνσταντινος φαινεται απαισιοδοξος.
«Ο Ορεστης θα φυγει, και η Κυβελη θα είναι παλι για λιγο καιρο χαλια, αλλα μετα θα είναι καλυτερα. Μεχρι να ξαναγυρισει τουλαχιστον.»
Ο Βασιλης γνεφει αρνητικα.

«Μαλακια να χωρισουν.» μουρμουριζει παλι.
«Επειδη εσυ εκανες το κονε;» η Ερμιονη κοροιδευει προσπαθωντας να ελαφρυνει το κλιμα.
«Τι;» αναφωνει η Ιωαννα, μη πιστευοντας στα αυτια της. Ο Βασιλης ηταν πολλα πραγματα, μα δεν τον ειχε για τυπο που ανακατευοταν στις δουλειες των αλλων, ουτε καν για καλο. Βεβαια η συμμετοχη του στην 'απαγωγη' της Αναφης της ειχε ηδη αλλαξει γνωμη.

«Α καλα δεν το ξερεις;» Ο Κωνσταντινος προσπαθησε να μην ακουστει πικραμενος. Τοτε το ειχε θεωρησει εσχατη προδωσια, και μπορει τα συναισθηματα του για την Κυβελη να επαψαν, μα του το κρατουσε ακομα 'μανιατικο' του Βασιλη.
«Όχι, που να το ξερω..»
«Τους ειχα κοψει από την πρωτη στιγμη.» αρχιζει την ιστορια που κανεις δεν του ζητησε να πει ο Βασιλης.
«Ναι...και;»

«Αρχικα ελπιζω να ξερεις ότι πριν πολλα χρονια, ο Γιαννακης την προοριζε την Κυβελη για τα δοντια του δικου σου.» ειρωνευτηκε και η κοπελα επνιξε ένα γελακι. Όπως και να το εβλεπε της φαινονταν αταιριαστοι.
«Οποτε προσπαθησαν να του περασουν εμμεσα όταν την πρωτογνωρισε ο Ορεστης, ότι είναι με τον Κωνσταντινο! Αλλα όχι!! Δεν το επετρεψα. Εγκωμιο της επλεξα, και αν εβλεπες ποσο ξινη ηταν την μερα που τον γνωρισε, πιστεψε με θα καταλαβεις ποσο δυσκολο ηταν το εργο μου.» αυτή τη φορα στην εικονα που παραστατικα παρουσιασε γελασαν και οι υποιλοιποι.
«Αυτό;» Η Ιωαννα δεν μπορουσε παρα να ακουστει απαξιωτικη.
«Όχι βεβαια!» αναφωνησε ο Βασιλης.
«Ηταν να ερθει να μεινει σε εμενα τον υπολοιπο καιρο ο Ορεστης μεχρι να φτιαχτει το σπιτι του, τελευταια στιγμη του ακυρωσα. Τσουπ, να τος ακριβως από πανω της!»

   Αυτή τη φορα σοκαρισμενοι δεν ηταν μονο οι υπολοιποι, αλλα και η Ερμιονη.
«Οριστε;»
«Και αυτό είναι το λιγοτερο! Που να δεις όταν τους πηρα ολους και φυγαμε από το ΙΚΕΑ για να μεινουν μονοι τους, ή ακομα καλυτερα! Όταν βγηκαμε ολοι και τον εστειλα να παει να της κανει παρεα γιατι δεν ενιωθε καλα, και κατεληξαν βολτα στο Γαλατσι.» συμπληρωνει τερμα περηφανος.
«Μου κανεις πλακα;» Η κοπελα του ειχε μεινει στηλη αλατος.

«Κατσε ρε φιλε αυτό είναι ολοκληρο επιχειρησιακο σχεδιο. Το ειχες παρει πολύ ζεστα.» ο Κωνσταντινος δεν μπορουσε να κρυψει ένα γελιο. Όπως ειχε κανει η Κυβελη για τον ιδιο, ετσι ειχε κανει και ο Βασιλης για την Κυβελη.

Το υπερηφανο χαμογελο του επεσε καπως αποτομα, σαν να θυμηθηκε κατι που να τον εριξε.
«Παω για ένα τσιγαρο.» μουρμουρισε και σηκωθηκε από το τραπεζακι. Οι υπολοιποι εγνεψαν, η Ιωαννα κοιταξε με απορια την Ερμιονη, που της απαντησε με ένα βλεμμα ολοιδιο.
Δεν εχω ιδεα τι επαθε.

   Ένα λεπτο αργοτερα, και ενώ οι δυο φιλοι της ετοιμαζονταν να δουν ταινια, εκεινη σηκωθηκε και τους εκανε νοημα ότι παει εξω. Τον βρηκε στο πανω πανω καταστρωμα, σε μια γωνια να καπνιζει σκεπτικος.
«Γεια σου ξενε.» χαμογελασε και τον πλησιασε.
Της χαμογελασε πισω, σπωντας εκεινη την γραμμη αναμεσα στα φρυδια του που δηλωνε βαθια σκεψη και κακη διαθεση. Της εκανε νοημα να καθισει πανω του, και αυτή φυσικα δεν εχασε λεπτο. Τυλιξε τα χερια της γυρω του και τον κοιταξε στα ματια μεσα από τα γυαλια ηλιου του.
Ηταν Θεος, παντα.

«Εισαι θυμωμενος, και όχι μαζι μου, ποια είναι;» τον ρωτησε με θεατρινιστικο δραμα που τον καταφερε να γελασει.
«Μην λες βλακιες, παντα ειμαι θυμωμενος μαζι σου.» την πειραξε και περασε το χερι του γυρω από την μεση της, την τραβηξε σε ένα φιλι.
«Τι εχεις;» ψιθυρισε κοντρα στα χειλη του.
Απομακρυνθηκε ελαφρως, εγειρε πισω στην καρεκλα του και την κοιταξε, ζυγιζοντας τις επιλογες του.

«Εχω νευριασει παρα πολύ με τον Ορεστη, νομιζω ότι αυριο που θα γυρισει θα πλακωθουμε στο ξυλο.» η φωνη του ειχε μια ειλικρινεια αληθινη, που την τρομαξε.
Καταλαβαινε τον εκνευρισμο που δεν τα βρηκαν, μα γιατι να οδηγηθουν στο ξυλο;
«Μην το ξαναπεις αυτό, δεν τα βρηκαν, ειμαι σιγουρη ότι η Κυβελη το επελεξε, δεν εχει νοημα να χαλασετε τις σχεσεις για κατι που δεν σε αφορα, αλλωστε τα εχουμε πει, άλλο η φιλια μας, άλλο η σχεση.» προσπαθησε να τον λογικεψει. Μα το μονο που κερδισε ηταν ένα βλεμμα απαξιωσης.

«Με τον Ορεστη θα κανω ο,τι θελω και κρινω εγω σωστο.»
«Αρα είναι σωστο να τον δειρεις;» εκανε να απομακρυνθει λιγο μα την τραβηξε προς το μερος του.
«Μην ανησυχεις, ειμαι σιγουρος ότι θα ριξει κι εκεινος καμια.»

Στριφογυρισε τα ματια της.
«Εινα φιλος σου.» του ειπε, τελευταια της ελπιδα.
«Και τον αγαπαω.» συμφωνησε.
«Αλλα η Κυβελη είναι επισης φιλη μου, και την αγαπω παρα πολύ.» η κοπελα ενιωσε την καρδια της να σφιγγεται. Ηξερε ότι τον αγαπαει στιγμες όπως αυτή, που γινοταν τρυφερος και ας την κοιτουσε ανεκφραστος ή θυμωμενος.

«Υποσχεθηκε Ερμιονη.» της λεει, λες και θα καταλαβαινε αναμεσα από τις λεξεις τι εννοει.
«Τι εννοεις;»
«Όταν γυρισε, όταν πηγα και τον πηρα, γιατι εγω πηγα και τον πηρα τον μαλακα, τον εβαλα να μου υποσχεθει.»
«Κατσε ρε Βασιλη γιατι σαν πολλα μας τα λες σημερα. Δηλαδη ηξερες ότι θα γυρισει;»
«Κι ο Γιαννης το ηξερε, απλα δεν το ειπε για να μην τσακωθει με την Φαιη.»
«Ειστε απαραδεκτοι.» τον κατηγορησε, αποκαμωμενη.
«Ειμαστε.» δεν διστασε καν να το παραδεχτει.

«Τι τον εβαλες να υποσχεθει;» τον ρωτησε.
Ο Βασιλης ξεφυσηξε και σταματησε να την κραταει για να αναψει τσιγαρο. Στην σιωπη του εκεινη εβραζε.
«Του ειπα, ακου να δεις μαλακα, εχεις μια τελευταια ευκαιρια, μια τελευταια, μην τα γαμησεις όλα. Να κινησεις γη και ουρανο, να της πεις ο,τι θελει να ακουσει, να κανεις ο,τι πρεπει για να σε συγχωρεσει. Και τωρα τα παραταει; Ε να παει να γαμηθει.»

  Η Ερμιονη ειχε σοκαριστει, πρωτη φορα τον ακουγε να παιρνει τοσο ανοιχτα θεση υπερ καποιου στην σχεση.
«Μπορει να τα εκανε όλα, απλα εκεινη να μην τον συγχωρεσε, γιατι το αποκλειεις;» δεν το πιστευε ουτε καν εκεινη αυτό που ελεγε, και ο Βασιλης δεν την αφησε ετσι.
«Τωρα την γνωρισες την Κυβελη; Τον αγαπαει Ερμιονη. Αν εκανε το σωστο θα αφηνε τον εαυτο της να είναι παλι μαζι του. Για να μην αφεθηκε σημαινει ότι εχει αμφιβολιες και φοβαται.»

Δεν ηξερε τι να του πει. Ξεροκαταπιε.
«Γαμωτο.» μουρμουρισε.
«Ακριβως.» ξεφυσηξε εκεινος, σαν να βρισκονταν επιτελους στο ιδιο μηκος κυμματος.

Εσβησε το δευτερο τσιγαρο του και θα της εκανε νοημα να σηκωθει για να μπουν μεσα, όταν η Ερμιονη μιλησε.
«Ο Ορεστης είναι εγωιστης, γι αυτό δεν μπορει να δεχτει το όχι, μα παραλληλα είναι και τρομερα ανιδιοτελης, εφυγε για να μην την πληγωσει, για να γινει καλυτερος, και εκεινη είναι...η Κυβελη. Γι αυτό δεν τα βρισκουν, πιστευω κατά βαθος ότι μονο η αυτοι οι δυο θα μπορουσαν να συνυπαρξουν χωρισμενοι στην ιδια παρεα.»
«Θα την στριμωχνε λιγο στην κουζινα αλλα ναι.» ο Βασιλης συμπληρωνειι, κανονοντας την να γελασει.

«Εμεις δεν μπορουμε.» ψιθυρισε εκεινη και περασε το χερι της μεσα από τα ξανθα μαλλια του.
«Όχι, ειμαστε πολύ εγωιστες για να το επιτρεψουμε.» συμφωνει αυτός.
Σκυβει προς το μερος του και ακουμπαει το προσωπο της κατω από το σαγονι του.
«Μικρη εξομολογηση;» ζητα αδεια για να πει.
Της γνεφει.
«Ευχομαι μερικες φορες να γινει κατι και να μη φυγεις.» του λεει.
Περιμενει να ακουσει για την κακια και τον εγωισμο της, σε έναν καβγα που μονο να κλιμακωθει επροκειτο. Αντι αυτου όμως, νωιθει το γελιο του.
Της τριβει την πλατη.
«Μικρη εξομολογηση : Ευχομαι μερικες φορες να σε απολυσουν, να μην βρισκεις με τιποτα δουλεια, και να ερθεις μαζι μου.»
Αναφωνησε μα με το ζορι επνιξε ένα γελιο.
«Ειμαστε τερατα.» τον φιλησε στον λαιμο.

Την επιασε από τους ωμους και την κρατησε απεναντι του, ώστε να την κοιταει.
«Όμως δεν θα γινει τιποτα, και θα παω, για οσο χρειαστει.»
Του γνεφει.
«Και εγω θα ειμαι εδώ, με την δουλεια μου..» αντιπαραθετει.
«Μα θα γυρισω.» της υπενθυμιζει.
«Ωραια, γιατι θα περιμενω.» του απαντά.


-------------------------------------------------------------------

Όταν επιτελους ξυπνανε, ο ηλιος εχει σταθει στον ουρανο για τα καλα και τους καιει, αργα και βασανιστικα, σαν οι ακτινες του να ηταν φτιαγμενες από οξυ. Άλλο βεβαια τους καιει, μαλλον οι επιλογες τους, σιγουρα οι συνεπειες αυτων, για παντα αυτό που επεται.

  Ξερει ότι αν ανοιξει τα ματια θα πρεπει να αντικρισει την πραγματικοτητα, οποτε τα κραταει κλειστα. Εκεινος διατηρει σταθερη οπτικη επαφη με το ταβανι. Η Κυβελη διπλα του εχει κουλουριαστει σε μερια της, η πλατη της εκτεθειμενη προς το μερος του, αποζητωντας το αγγιγμα του. Τα ακροδαχτυλα του τον καινε να την αγγιξει. Μα ο χρονος τους ειχε τελειωσει.
Κι εγω σ αγαπω Ορεστη.

Ηθελε να δωσει στον εαυτο του μπουνια στο στομαχι. Να ξερασει τον εγωισμο και τον φοβο του.
Πιο πολύ ηταν το δευτερο παρα το πρωτο.
Γιατι η Κυβελη ειχε ερωτευτει τον βιολιστη της κακιας ωρας, τον Ορεστη Νικολαϊδη δεν τον ηξερε ακομα εξ ολοκληρου. Κι αν τον μαθαινε, δεν υπηρχε τιποτα να του εγγυηθει ότι δεν θα τρεξει μακρια του.

«Πρεπει να σηκωθουμε.» η φωνη της ακουστηκε ξεψυχισμενη στον χωρο. Σαν να ηταν ξυπνια ωρα ή να μην ειχε κοιμηθει ποτε.
Γνεφει, ξεχνοντας ότι δεν μπορει να τον δει. Κατι μεσα του ραγιζει...
Λιγο ακομα. Ένα λεπτο...

   Δινει στον εαυτο του αφεση αμαρτιων και τυλιγει το χερι του γυρω της. Την νιωθει να πετρωνει κατω από αγγιγμα του. Το δερμα της ηταν τοσο ζεστο, δεν μπορουσε να αντισταθει.
Την τραβηξε πανω του, την εχωσε στην αγκαλια του, η πλατη της στο στερνο του, κουλουριασμενη στο κρατημα του.
«Ορεστη...» ενιωθε στην φωνη της το τρεμουλο. Μα δεν τραβηχτηκε μακρια του.
«Σσσς...» την σταματησε σφιγγοντας την περισσοτερο.
«Πεντε λεπτα ακομα.» την παρακαλεσε, και εγειρε το προσωπο του στον λαιμο της, η καυτη του ανασα να καιει το δερμα της. Η κρεμα σωματος της να τον χαιδευει απαλα. Ηταν το σπιτι του εκει, το ενιωθε. Μα δεν ειχε μπει μεσα σαν οικοδεσποτης, ειχε κανει διάρρηξη σαν ξενος.

   Η Κυβελη για λιγο αμφιταλαντευεται αναμεσα στο να τον σπρωξει μακρια και να σηκωθει να φτιαξει βαλιτσα ή να περασει τα χερια της πανω από τα δικα του και να μεινουν εκει για παντα. Η ωρα ηταν 11 και πετουσαν στις 3.
Την σφιγγει πανω του παρα πολύ, σχεδον αποπνικτικα, το μονο αποπνικτικο όμως αναμεσα τους ηταν ο λυγμος που τους κρατουσε μακρια, η αμφιβολια και ο φοβος.

Δεν υπηρχε τιποτα να ειπωθει. Όλα ηταν ξεκαθαρα, εκεινος την αγαπουσε και θα επρεπε να της δειξει οσα εκρυβε μεσα του και εκεινη τον αγαπουσε και θα επρεπε να τον δεχτει πισω και χωρις να της μιλησει. Όμως τα παντα ειχαν αλλαξει.
Γιατι πλεον ο Ορεστης ηξερε ότι τον αγαπαει ακομα και τωρα. Κι εκεινη ηξερε ότι εκεινος την λατρευε. Αλλά, παντα και παντου πλεον υπηρχε ένα αλλά...

  Την αφησε και εκεινη δαγκωθηκε για να μην κλαψουρισει. Την τραβηξε προς τα πισω ώστε να πεσει ανασκελα στο κρεβατι. Σκαρφαλωσε από πανω της. Καπου κολλησε η καρδια αναμεσα στα σωθικα της και κοπηκε η ανασα της. Ημιγυμνος, με μπλουκλες να πεφτουν μπροστα και τα γενια του να την καινε να συρει τα ακροδαχτυλα της κατά μηκος του προσωπου του.
Το γαλαζιο και το πρασινο θα την στοιχειωναν για ολη της την ζωη ακομα και αν δεν τα ξανα αντικριζε ποτε. Αρκουσε εκεινη η στιγμη για μια ολοκληρη ζωη.
«Ορεστη...» αρχιζει, μα δεν λεει τιποτα επειτα. Ισως ηθελε απλα να γευτει το ονομα του στα χειλη της ετσι ευαλωτα. Δεν θα ειχε δικαιωμα να το προφερει ποτε ξανα ετσι.
«Παω να κολυμπησω.» την διακοπτει.
«Όταν γυρισω θα ετοιμαστουμε και θα φυγουμε ομορφα και πολιτισμενα...»
Το βλεμμα του την καιει. Τα χερια του τον στηριζουν αριστερα και δεξια της. Ευχεται να εμεναν για παντα ετσι.
Αργησε να καταλαβει τι εννοουσε, μα την χτυπησε μια και καλη σαν κεραυνος.
Τα τελευταια τους λογια, πριν αρχισουν ένα θεατρο που θα κρατουσε για παντα.

  Τον κοιταξε αφωνη, απροετοιμαστη, δεν ειχε λογια ετοιμα για εκεινον. Ακομα και αν το ηξερε μερες πριν δεν θα μπορουσε να βρει τις σωστες λεξεις να του πει. Ιχνιλατει με το βλεμμα του το αγχος να διαγραφεται παντου στο προσωπο της.
Ριχνεται πρωτος στον γκρεμο.
«Σε αγαπω πολύ. Συγγνωμη που δεν τα καταφερα να μιλησω.»

  Κατι μεσα της γινεται πολύ βαρυ και της κοβει την ανασα. Τα ματια της τσουζουν και την πονανε. Εισπνεει βαθια, διχως να καταφερνει να βρει ανασα. Πνιγεται στον λυγμο που παλευει να κρατησει χαμηλα στον λαιμο της.
«Κι εγω σ'αγαπω Ορεστη, θα σε αγαπαω για παντα, και συγγνωμη αν κανω λαθος ή αν αγαπησα τον εαυτο μου τοσο υπερβολικα, που εγινα εγωιστρια.» με κάθε της λεξη το φραγμα της ψυχραιμιας της ραγιζει. Την βλεπει να βουρκωνει, μερικα δακρυα να ξετρυπωνουν από τις ακρες των ματιων της. Τα χειλη της, προσμενα ακομα από τον υπνο, σπανε σε έναν μορφασμο πονου.

Και ποναει μεσα του στην οψη της, η καρδια του συσπαται.
«Όχι όχι Κυβελακι, μην κλαις...σε παρακαλω μωρο μην κλαις...με σκοτωνεις όταν κλαις.» δεν κρατιεται και με τον αντιχειρα του σκουπιζει μερικα δακρυα. Το δερμα της εκαιγε κατω από το αγγιγμα του. ΗΘελε να την φιλησει.

Τον κοιτα παρακλητικα.
Μιλα μου, δωσε μου το συγχωροχαρτι της επιστροφης,δωσε μου τον αντιλογο σε οσους με πουν ευκολοπιστη και αφελη. Δωσε μου την ασπιδα στο υποσυνειδητο μου...

   Βλαστημα κατω από την ανασα του και σηκωνεται από πανω της, μη μπορωντας να διατηρησει οπτικη επαφη για πολύ ακομα. Μενει να τον κοιταζει με ματια θολα από τα δακρυα να στεκεται ημιγυμνος, σε ολο του το μεγαλειο και να ψαχνει το μαγιο του αναμεσα στα πραγματα που ειχε απλωσει.

Δεν μπορεσε να αντισταθει στην ερωτηση που εκανε στον εαυτο της. Αραγε ποια γυναικα θα σταθει τοσο τυχερη και ευλογημενη να ξυπναει πλαι του κάθε μερα, να τον βλεπει να κινειται μισοκοιμισμενος και ημιγυμνος στο δωματιο τους ενώ εκεινη ακομα χουζουρευει στο κρεβατι;
Δεν μπορουσε να συγκρατησει την ζηλια της για εκεινη την γυναικα που ακομη δεν υπηρχε. Ισως να μην ερχοταν και ποτε. Μα η Κυβελη την φθονουσε και ευχοταν να μην ερθει ποτε.
Αλλα επειτα...σκεπτομενη και μονο την μοναξια του πονουσε.
Ο Ορεστης δεν ηταν φτιαγμενος για να είναι μονος...

Κοντοστεκεται στην πορτα, σαν κατι να θυμηθηκε. Αυτό της τραβαει την προσοχη παλι πανω του.
«Ξερεις ότι εχουμε κι εμεις τραγουδι, ετσι δεν είναι;» ο τροπος που την κοιταζει την απορροφα σε έναν κυκλωνα συναισθηματων που βουιζει στα αυτια της.
Καταπινει την αναγκη να τον ρωτησει ποιο είναι.
Δεν του απανταει. Μενει ξαπλωμενη να τον κοιταζει.
«Απλα δεν το ακουσες ποτε.»

  Ηταν οι τελευταιες λεξεις που της ειπε πριν φυγει προς την θαλασσα και μια ωρα μετα γυρισει πολιτισμενος και ετοιμος για την επιστροφη τους. Τιποτα όμως σε εκεινη την επιστροφη δεν ηταν σωστο.
Επιστρεφεις οπου ανηκεις.
Κι όμως εκει που επεστρεφαν αυτοι, σπιτι δεν θυμιζε.

--------------------------------------------------------------

   Ηταν απαισιο, φρικτο, δυσβασταχτο ακομη, το ποσο σιχαινοταν να προσποιειται ότι δεν συνεβαινε τιποτα ενώ αναμεσα τους επικρατουσε χαος. Παραλληλα θυμωνε μαζι του, πως μπορουσε να την αφηνει ετσι, τι ηταν το τοσο μυστικο που δεν επρεπε να μαθει; Θα ηταν χειροτερο να χασει λιγη από την υπερηφανια του από το να χασει εκεινη για παντα;
Από ότι φαινεται ναι μουρμουρισε στον εαυτο της.

  Ηταν στο αυτοκινητο του, το ταξι τους αφησε σπιτι του, και επεμεινε να την παει σπιτι εκεινος.
Ηξεραν και οι δυο ότι το εκανε για να μεινουν λιγο ακομα μονοι τους.
Οδηγουσε αργα, πολύ αργα, εκανε πως εχανε στροφες, πως δεν προλαβαινε φαναρια, πως κατι ηθελε από το περιπτερο.
Ηταν όμως στην τελικη ευθεια.

  Δεν αντεχε να τον κοιταξει, οποτε ακουμπησε απλα το χερι της πανω στο δικο του στον λεβιε των ταχυτητων και το αφησε εκει, αγνοωντας το βλεμμα του που την εκαιγε.
Ηθελε να γυρισει πισω, να τον παρακαλεσει κι άλλο, να χασει κάθε ιχνος εγωισμου.
Μα αν αφηνοταν διχως αναστολες πως θα κοιμοταν τα βραδια; Θα καταφερνε να ευτυχησει με το μυαλο της να παλευει με την σκεψη ότι αγαπαει έναν αντρα που δεν ξερει, και δεν την αφηνει να τον μαθει;
Μα είναι εν τελει τοσο σημαντικο να ξερεις αυτους που αγαπας;

«Αυριο μπορω να περασω να παρω μερικα πραγματα που εχω αφησει σε εσενα; Κυριως τα βιβλια μου.» σπαει την σιωπη όταν εκεινος σταματαει κατω από το σπιτι της.
Γυριζει και τον κοιταζει.
Το βλεμμα του είναι θολο και απλανες, την κανει να θελει να τον αρπαξει και να τον αγκαλιασει, να παρει τον πονο από πανω του.
Μα δεν μπορει ουτε η ιδια να ελεγξει τον δικο της.
Γνεφει θετικα.
«Βεβαιως. Τι ωρα;»

«Εχω μια δουλεια στην 7 στην Γλυφαδα, αρα φανταζομαι αν περασω από εσενα στις 5 θα είναι καλα;» προσπαθει στο μυαλο της να κανει ένα νοητο προγραμμα.
Την επομενη μερα, σχεδον τετοια ωρα, θα βρισκοταν παλι στο τεννις, και εκει θα γυριζε σελιδα στην ζωη της.

«Εχεις κλειδι; Θα λειπω.» της απαντησε. Εκεινη του εγνεψε. Απομακρυνε το χερι της από το δικο του κι εκεινος βγηκε πρωτος εξω για να βγαλει τα πραγματα της από το αυτοκινητο.
Εμεινε η αισθηση του κρυου κατω από την παλαμη της, μια αισθηση που σιγα σιγα απλωνοταν παντου στο κορμι της και την μουδιαζε.

Γιατι το τελος βρισκεται στην αρχη, μα αν τα πραγματα ηταν τοσο απλα η θεωρια δεν θα αφορουσε το χαος, αλλα την ταξη.
Που εγκειται πραγματικα το χαος εδώ;
Στο ότι μπορει να πιστευεις ότι μια σου πραξη στην αρχη εχει ηδη καθορισει τα παντα, μα στην πραγματικοτητα, και κάθε επομενη πραξη σου εκτοτε, καθοριζει ένα τελος πιο μακρινο από το πρωτο τελος, εκεινο που στην αρχη οριστηκε ως τελος.
Πως ονομαζεται αυτό;
Χαος.


-------------------------------------------------------------------------------------

Μπηκε στο σπιτι τις στις 6 παρα. Αφουγγραστηκε την σιωπη. Αφησε την βαλιτσα της στην μεση του σαλονιου. Δεν πηρε κανεναν τηλεφωνο. Κλειδωσε την πορτα, εκλεισε τις κουρτινες. Δεν ανοιξε email και μηνυματα. Κοιμηθηκε αναπληρωνοντας ωρες που δεν ειχε χασει. Γιατι μονο ετσι δεν πονουσε. Κάθε μυς του σωματος της εκαιγε. Φλεγοταν ζωντανη, όλα μεσα της φωναζαν να γυρισει πισω, αλλιως η καρδια της θα ραγισει.
Μα κατι πολύ ατρωτο, ένα αορατο τοιχος την εμποδιζε. Κοιμηθηκε χωρις ονειρα μεχρι το επομενο πρωι.

Ξυπνησε με 67 μειλ και περιπου 102 μηνυματα στο κινητο.
Ηταν κυριως διαφημισεις, προωθησεις συζητησεων από την δουλεια, οι ομαδικες με τα κοριτσια, ένα μηνυμα της μαμας της για καλημερα, ένα της αδελφης με μια φωτογραφια ενός πινακα που ειχε τελειωσει.

Χαμογελασε στο τελευταιο. Η Φαιδρα παντοτε ζωγραφιζε με εντονα χρωματα, μα ποτε μαυρο, ποτε γκρι, παντα χρωμα. Μονο σε εκεινη απαντησε γρηγορα.
Ανακαθισε στο κρεβατι της και κοιταξε γυρω της.
Ηταν μονη της.

Η ησυχια ηταν εκκωφαντικη. Κοιταξε το αδειο μαξιλαρι διπλα της. Ηταν ο ιδιος εφιαλτης, ξανα και ξανα. Μονο που αυτή την φορα δεν ηταν σιγουρη αν αντεχε να τον βιωσει παλι από την αρχη.

Προσποιηθηκε ότι ηταν μια συνηθισμενη μερα. Ηταν.
Σηκωθηκε από το κρεβατι της στις 7.30 και μπηκε στο μπανιο, οπου εκατσε κατω από το νερο για μιση ωρα.
Εφτιαξε μηχανικα καφε, ξεχνοντας να βαλει την μιση δοση φουντουκι, μα δεν το εκανε ξανα από την αρχη. Δεν την ενοιαζε.
Το μυαλο της αιωρειτο πανω από τις μερες που περασε μαζι του, κι ολες τις προηγουμενες. Τα λογια του. Οσα της ειπε θα εμεναν μαζι της για παντα.
Η αρνηση της, ηξερε ότι θα μετανιωνε εν μερει, μα ισως καταφερνε να βρει παλι την ευκαιρια.
Παρακαλεσε νοητα οποια δυναμη υπηρχε εκει πανω να συμβει οντως αυτό.

Ντυνεται για το γραφειο και στις 8.30 ακριβως φευγει από το σπιτι. Νιωθει τα ακρα της βαρια, δεν την ενοιαξε τι θα φορεσει, ουτε να βρει κατι ομορφο για το απογευμα, αν και μπορει τοτε να μην το γνωριζε, αλλα εκει θα βρισκοταν ο αντρας που θα περνουσε το υπολοιπο της ζωης της.

Στην δουλεια φτανει πιο νωρις από τους περισσοτερους συναδελφους της οποτε, ανακουφισμενη που δεν θα χρειαστει να φανει αναζωογονημενη μετα το ταξιδι της, χωνεται στο γραφειο της με μια μεγαλη κουπα καφε και στοχο να ξεχασει οσα εγιναν, προς το παρον.

13.00
Κοιταζει το κινητο της εντρομη. Ηταν η Φαιδρα που της εστειλε με κεφαλαια γραμματα να πατησει πανω στο λινκ, κι υστερα καταλαβε ότι για αυτό οι φιλες της ειχαν στειλει πανω από 60 μηνυματα στην ομαδικη.
Στιγμιαια περασε από το μυαλο της η σκεψη πισω από αυτό το λινκ να βρισκονταν φωτογραφιες της από εκεινο το ξενοδοχειο, χρονια πριν, που την φοβιζαν ακομα. Αλλα προσπαθησε να καθησυχασει τον εαυτο της λεγοντας του ότι ο πατερας της και η μαμα της δεν την ειχαν καλεσει ακομα.
Μπορει να επαθαν εγκεφαλικο βεβαια.

Κρατησε την ανασα της και πατησε το λινκ. Πρωτα φανηκε η λεζαντα.

Ο ερωτας χτυπησε...κοκκινο!!

Απορησε στην αρχη. Γιατι να της στειλει η αδελφη της ένα ακυρο αρθρο από κουτσομπολιστικο σαιτ με διαταγη να το διαβασει και σοκαρισμενες φατσουλες;

Μετα την αινιγματικη του δηλωση σοκαριστηκαμε, μα οι ντεντεκτιβ μας δεν το εβαλαν κατω.
Μπορει ο Ορεστης Νικολαϊδης να κρατα την προσωπικη του ζωη επτασφραγιστο μυστικο, μα οι φιλοι του... όχι!

Το αιμα της παγωσε στο ονομα του.
Δεν γινεται, όχι ...δεν είναι δυνατον.

Το σαββατοκυριακο που μας περασε, οι πιστοι ακολουθοι του σιγουρα αντιληφθηκατε έναν γαμο σε κτημα, που δεν ηταν άλλος από εκεινον που αναφερθηκε σε συνεντευξη του ο καλλιτεχνης.
Καλα μεχρι εδώ; Γιατι τα πραγματα επροκειτο να παρουν περιεργη τροπη.

Από ποστ στο ινσταγκραμ βρηκαμε τους φιλους του, και οι ιδιοι δεν ηταν τοσο φειδωλοι με οσα ανεβασαν στο διαδικτυο.
Οποτε εντοπισαμε το νιοπαντρο ζευγαρι-να ζησουν κιολας τα παιδια-, και επειτα την υπολοιπη παρεα.
Ξεχωρισαμε ευκολα τα δυο ζευγαρια, και με ένα ερωτηματικο εμεινε μια κοκκινομαλλα...η κουμπάρα! Ποια είναι και πως δεν την ειχαμε προσεξει;

Και θα μου πεις, που το στηριζεις ολο αυτό;
Υπαρχει ιστορικο φωτογραφιων που τους εχει αποθανατισει μαζι, πριν ο μουσικος γινει διασημος.
Φωτογραφιες από εκδηλωσεις του ιδρυματος Ωναση, σε φιλανθρωπικα δειπνα, και αλλα πολλα.
Η αγνωστη γυναικα δεν είναι πια αγνωστη.
Ονομαζεται Κυβελη Πολιτη, είναι κορη του δικαστη παρ'Αρειω Παγω Δημητρη Πολιτη, ενώ κι η ιδια ακολουθησε τον δρομο της νομικης.
Ο φακος εντοπισε το υποφαινομενο ζευγαρι πριν λιγες μερες στο λιμανι της Σαντορινης να αποχωριζονται την παρεα και να φευγουν οι δυο τους. Δειτε στο λινκ παρακατω φωτογραφιες σε στιγμες τρυφεροτητας αναμεσα τους, με τον Νικολαϊδη να είναι ιδιαιτερα διαχυτικος, πραγμα σπανιο.
Φυσικα ολοι αναρωτιομαστε το ιδιο.
Είναι μια σχεση εξ αποστασεως ή μια προσκαιρη αναβιωση ενός παλιου ερωτα;
Θα συνεχιστει με την αναχωρηση του μουσικου;
Και φυσικα, ηταν εκεινη ο μεγαλος ερωτας για τον οποιο ουκ ολιγες φορες εχει αποφυγει να απαντησει, μα που εξαιτιας του γυρισε στην Ελλαδα;

Μεινετε συντονισμενοι στο hot-for-gossip, για ολες τις εξελιξεις!

Καταλαβαινει ότι τοση ωρα διαβαζε με μια ανασα. Πονουσε το στηθος της.
Αφησε την εισπνοη που κρατουσε. Τα χερια της ετρεμαν.
Τι να κανω τωρα;

Σκεφτηκε να του στειλει ένα οργισμενο κατεβατο, μα δεν εφταιγε. Δεν ειχε πει κατι εκεινος. Ουτε τα παιδια εφταιγαν.Κανεις δεν εφταιγε.
Όμως δεν μπορουσε να παψει εκεινο το γλυκο μουδιασμα στην καρδια της, στην θεα των εικονων από παπαρατσι.
Εκεινος να την κραταει από το χερι για να μπει στο μικρο σκαφος. Εκεινη να είναι κουλουριασμενη πανω του και να κοιμαται. Να την κοιταζει.
Το στιγμιοτυπο οθονης τραβηχτηκε ασυναισθητα.
Δεν ηταν παρα όταν θολωσε η εικονα μπροστα της όταν καταλαβε ότι κλαιει.
Γαμωτο.

Σκουπισε τα ματια και χαμογελασε πικρα στην ειρωνια της ζωης.
Μιλουσαν για έναν ερωτα που θα κρατουσε για παντα, μα για μια σχεση που ειχε κιολας ληξει.

   Εφυγε από το γραφειο στις πεντε παρα πεντε. Δεν αντεχε να μεινει ουτε δευτερολεπτο παραπανω εκει μεσα, και η πρωτη μερα μετα από αδεια ηταν παντοτε δυσκολη, ειδικα μετα τις συγκεκριμενες διακοπες ηταν δυσβασταχτη. Ειχε όμως πολλα να κανει που ειχαν μεινει πισω οσο ελειπε, οποτε εξαιρωντας το εικοσαλεπτο σοκ που βιωσε, ολη την υπολοιπη μερα ηταν συγκεντρωμενη πανω από έναν υπολογιστη και τις σημειωσεις της.

Και πηρε τον δρομο για το διαμερισμα του Ορεστη. Η πορεια για να φτασει εκει ηταν αιχμηρα οικεια και την εκνευριζε η μηχανικη αισθηση που φυτρωσε στο στηθος της, ότι ταχα επιστρεφει σπιτι μετα από μια δυσκολη μερα στην δουλεια

Πρωτα χτυπησε το κουδουνι, τρεις φορες. Καθε δευτερολεπτο που παρεμενε στον διαδρομο αυξανε δραματικα τις πιθανοτητες της να την δει η κυρια Ριτσα. Δεν θα ρισκαρε αλλο. Εβγαλε το κλειδι της και το εβαλε στην πορτα.

Ηταν αδειο. Εκεινος ελειπε. Η απουσια του την γεμισε γλυκοπικρα συναιαθηματα που ετειναν στο πικρο.
Φαινοταν οτι δεν εμενε πια εκει. Ολα ηταν οπως τα ειχε αφησει εκεινη, σχεδον δηλαδη.

Ειδε δυο κενες βαλιτσες, ανοιχτες μπροστα απο την βιβλιοθηκη της, προορισμενες για τα βιβλια της.
Τοσο πολυ βιαζεται να με διωξει;

Αποφευγει να κοιταξει αλλο τριγυρω. Κλεινει την πορτα και αρπαζει την πρωτη βαλιτσα. 
Θα εφευγε στο εξωτερικο παλι, μπορει ηδη να ειχε κλεισει εισιτηρια, αν εκρινε με βαση την παρορμητικοτητα του μπορει να ηταν ηδη στο αεροδρομιο.
Πειθαναγκασε τον εαυτο της να μην κλαψει, ειχε μια εκδηλωση να προλαβει και αν οι κινησεις της ηταν προσεκτικες θα τελειωνε μεσα σε μιση ωρα το πολυ.

Το πρωτο βιβλιο στην βιβλιοθηκη της ηταν η αρχη της απιθανοτητας. Αυτη της εκανε εντυπωση. Δεν το ειχε ποτε εκει. Το τραβηξε εξω, ετοιμη να κανει ενα βημα πισω για να δει τι αλλο δεν ηταν στην θεση του, οταν παρατηρησε κατι.

Ενα χαρτι εξειχε αναμεσα στο εξωφυλλο και την πρωτη σελιδα και δεν είναι ιδιο με εκεινο του βιβλιου, αρα δεν εχει σκιστει καποια σελιδα.
Τραβαει το καπως ταλαιπωρημενο σημειωμα, μαλλον, και το κραταει μπροστα της.
Το μυαλο της βουιζει απο τις πιθανοτητες.
Παγωνει.

5 Γεναρη, 2236/ 5 μερες

Εχω αποδεχτει πλεον οτι δεν αντεχω την απωλεια ουτε σαν ιδεα. Δεν μπορει το μυαλο μου να την συλλαβει.Προτιμω να μην εχω κατι καθολου, απο το να το εχω, να ξυπνησω μια μερα, και να το εχω χασει.

Είναι αυτό που νομιζω ότι είναι; Τα γραμματα μπροστα της τρεμουν, ισως επειδη το χερι της σειεται.
Προσπαθει να συγκεντρωθει στην ημερομηνια.
Αυτό είναι του Ορεστη.
Το εχει γραψει ο Ορεστης, είναι τα γραμματα του, ο γραφικος του χαρακτηρας. Ο τροπος που κυλαει το ένα γραμμα διπλα στο άλλο γιατι βαριεται να σηκωσει το χερι, οποτε καταληγει με εκεινα τα υποτυπωδη καλλιγραφικα της κακιας ωρας.
Η καρδια της αναστεναξε.

Αφησε το βιβλιο πισω στην βιβλιοθηκη και επιασε το αμεσως επομενο. Κι από εκεινο εξειχε χαρτι.

28 Ιανουάριου 2021. /8/
Αυτό ηταν τις μερες που εφευγε. Δεν σκεφτηκε ότι μπορει να περασε μερικα. Ο Ορεστης ηξερε με ποια σειρα εβαζε τα βιβλια της σε κουτια για να τα μεταφερει.
Γιατι μου τα αφηνει εδώ αυτά;

Δεν της το πα, αλλά κι εμένα με διαλύει. Και επειδή ακριβώς δεν της το πα, θα το γράψω εδώ μέχρι μια μέρα να καταφέρω να της το πω.

Δεν με ενοχλεί απλώς το ότι φεύγω. Με σκίζει στα δυο το να σε αφήνω εδώ, γιατί όλο αυτό είναι για μένα τόσο πρωτόγνωρο και άγνωστο, το να αγαπώ κάποια τόσο κτητικά και παθιασμένα, να την θέλω κάθε στιγμή και λεπτό πλάι μου, να με συμπληρώνει και να βαζει στην ζωή όσα λείπουν. Ίσως επειδή ποτέ δεν σου έκανα ερωτική εξομολόγηση όπως οι άλλοι, ούτε σου έλεγα ατάκες που σε άφηναν σύξυλη, να μην έχω τέτοιες αποδείξεις. Αλλά στην μια εβδομάδα μέσα στην γνωριμία μας ήθελα να σε βλέπω δυο και τρεις φορές την μέρα, και σαν βλάκας έψαχνα τρόπους, στον ένα μήνα σου έκανα εκείνη την χαζή πρόταση, αντί να σου πω ότι αρχίζω να σε ερωτεύομαι, και θύμωσα που δεν υπέκυψες, νεύριασα γιατί εγώ εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι μαζί σου θέλω πολλά περισσότερα, όσο τρομακτικό και αν ακούγεται. Στους δυο μήνες δεν άντεχα ούτε προσωπικό χώρο να σου δίνω, και όταν είδα ότι κρυφά σου άρεσε, κάτι μέσα μου είπε τέλος. Στους τρεις μήνες αφότου σε γνώρισα ήθελα να κοιμάσαι στο κρεβάτι μου, να σε ακούω να κάνεις μπάνιο και να φτιάχνεις καφέ, να σε κοιτώ να διαβάζεις και να σε ενοχλώ όταν μελετάς.

Και διαλύομαι στην σκέψη ότι ίσως γνωρίσεις άλλον, μα πιο πολύ αρρωσταίνω όταν σκέφτομαι πως αν μείνω εδώ, θα διαλυθώ και θα καταπέσω τόσο που μια μέρα θα γνωρίσεις κάποιον, θα τον ερωτευτείς, θα δεις μαζί του φως και μέλλον, και εγώ θα στέκομαι πλάι σου ανάξιος να είμαι επιλογή σου.

Η καρδια της ποναει, το βιβλιο πεφτει κατω. Δεν κανει καμια κινηση να το πιασει. Σαν να εχει χασει το οξυγονο της, πιανει το επομενο, για μια ακομη ανασα που ισως αποβει μοιραια.


19/2/21 Νέα Υόρκη: 26, 19
Πάντα σταματούσα να γράφω όταν έφευγα στο εξωτερικό, ένιωθα ότι ήμουν
μακριά από τον έλεγχο, και δεν είχα την ανάγκη να αποτυπώνω σκέψεις, δεν είχα πειρασμούς, δεν έμπαινα σε δίλημμα, τα πράγματα ήταν απλά.
Τώρα δεν είναι.
Το μυαλό μου καίει σαν το κεφάλι μου να έχει πάρει φωτιά.
Θέλω να ουρλιάξω. Δεν ξέρω τι κάνω εδώ. Ούτε γιατί γράφω ακόμα ξέρω.
Γαμώτο.
Είναι εκείνη που περιμένει, και οι άλλοι που περιμένουν να πετύχω. Αφού έκαναν τόσα για μένα τους το χρωστάω.
Μόνο εκεί μπορώ άλλωστε. Κάθε άλλη μάχη στην ζωή μου την έχασα.
Είναι και εκείνη...

Είναι πλεον σιγουρη, αυτά τα χαρτια είναι από το ημερολογιο του. Της αφησε το ημερολογιο του. Αρπαξε το επομενο βιβλιο.

1 Μαριου 2021 39
Η Νεα Υορκη είναι σχεδον όπως την αφησα. Ολοι με υποδεχτηκαν ενθουσιασμενοι. Μου εδωσαν συλλυπητηρια. Ειχα σχεδον ξεχασει πως την ηξεραν. Μαζι με την δικη τους θλιψη αναβιωσε και η δικη μου. Οποτε μου εδωσα άλλες πεντε μερες να θρηνησω παλι. Δεν ηταν μονο πεντε μερες τελικα. Μου λειπει, πολύ.

Κατι μεσα της μαυριζει στις λεξεις απεναντι της. Δεν της ειπε ποτε ότι περασε δυσκολα.
Το πεταει διχως ενδοιασμο στο πατωμα και αρπαζει τρια μαζι, βγαζοντας τρια χαρτια.
Ποσα να εχει βαλει αραγε;

5 Μαρτιου 2021 43
Ξυπναω και κοιμαμαι και νιωθω ότι ολο αυτό είναι ένα ονειρο από το οποιο απλα δεν μπορω να ξυπνησω. Είναι χαλια. Δεν μπορω να διαχωρισω το αν μου λειπει η Ιασμη ή η Κυβελη, και αυτό με κανει να νιωθω μαλακας ακομα και τωρα που το γραφω.

Δαγκωθηκε.
Του λειπει ακομα;

22 Μαρτίου 2021. 60.
Οι μέρες περνούν και χάνονται. Όλα εδώ είναι διαφορετικά, ένα μέρος του εαυτού μου εύχεται να μπορούσα να νιώσω την πιθανή ευτυχία του να είσαι νέος και επιτυχημένος σε μια πόλη γεμάτη παλιούς γνωστούς και φίλους. Δεν νιώθω τίποτα.
Χθες την είδα
στον ύπνο μου. Ήταν σαν εφιάλτης.
Ματωμένη, το κεφάλι της γεμάτο ξεραμένο αίμα, το βλέμμα της απόκοσμο. Με τρομάζει, είναι σαν βγαλμένη από θρίλερ.
Η Βίβιαν ισχυρίζεται ότι με έχει στοιχειώσει. Η Ιάσμη παλιά ήταν η πιο αθώα αγάπη που είχα καταφέρει ποτέ μου να νιώσω, πλέον είναι εκείνο το καταραμένο κομμάτι του εαυτού μου που μου ουρλιάζει το βράδυ για να μην βρω την γαλήνη.
Και εκείνη περιμένει.

Η πιο αθωα αγαπη που ειχα καταφερει να νιωσω. Κι εκεινη περιμενει.
Εγω ειμαι η εκεινη, και περιμενα.
Τα γονατα της τρεμουν όταν πιανει το τελευταιο και το φερνει κοντα.

25 Ιουνιου 2021- Ακομα καθαρος, σχεδον σχεδον 200 μερες, η Ιασμη εχει μισο χρονο που χαθηκε.
Σημερα κατεληξα στο ότι η Κυβελη μου λειπει γιατι την εχω αναγκη τωρα, ενώ η Ιασμη γιατι χωρις εκεινη δεν ξερω ποιος ειμαι. Δεν εχω βρει ακομα τροπο να το εξηγησω.

Νιωθει ένα αδυσωπητο κενο, που λιγες γραμμες δεν είναι ικανες να ταισουν. Θελει κι άλλο.

20 Ιουλιου 2021, 230κατι μερες καθαρος,..
Δεν ξερω αν είναι ο εγωισμος μου που τσακιζεται ή αυτό που λεει η ψυχολογος μου ενστικτο επιβιωσης, αλλα ο,τι και να είναι 'κλονιζεται'. Αυτό ειπε ότι συμβαινει. Δικιο θα εχει. Ειμαι εδώ και θα επρεπε να αναπνεω σωστα, μα όλα μεσα μου ουρλιαζουν να γυρισω πισω. Ξερω ότι δεν πρεπει.

Επρεπε να γυρισεις...
Κατι μεσα της φοβοταν, πλησιαζε ο καιρος που δεν επεστρεψε ποτε, κι αν εκρινε από τις μερες που περνουσαν αναμεσα στις καταχωρησεις, αυτή η στιγμη ερχοταν συντομα.

31 Ιουλιου 2021
Νιωθω ότι κοροιδευω τον εαυτο μου όταν γραφω εδώ περα. Τα πραγματα είναι πολύ πιο απλα. Κατι παει πολύ λαθος μαζι μου. Η ψυχολογος λεει ότι απελευθερωσα μια αυτοκαταστροφικη πλευρα του εαυτου μου και τωρα δεν μπορω να την τιθασευσω.
Εγω λεω ότι απλα ποναω.

Ποναω...
Η λεξη του την γεμισε και εκεινη πονο, τοσο που ενιωσε την αναγκη να αγγιξει την καρδια της.

29 Αυγουστου 2021
Περναω ανθυγιεινα πολύ χρονο στο να σκεφτομαι την ζωη πισω, τοσο, που μερικες φορες νιωθω σαν να ειμαι ακομα εκει. Αλλα ξερω ότι αν γυρισει δεν θα είναι τιποτα όπως το αφησα.
Βεβαια ουτε πριν φυγω ηταν. Η Βιβιαν λεει ότι πρεπει να γραφω περισσοτερο εδώ, και να μιλαω σε εκεινη. Νομιζω ότι ειμαι καλυτερα, ηρθε ο καιρος να επιστρεψω.
Ειμαι καλα.

Γιατι δεν γυρισε τοτε; Τι αλλαξε; Δεν αφησε τον εαυτο της να σκεφτει άλλο. Αρπαξε από τα ανεμοδαρμενα υψη το επομενο χαρτι. Ηταν τσαλακωμενο, Τα γραμματα πιο δυσνοητα από τα προηγουμενα, μουτζουρες παντου, σαν να φαινοταν το χαος που επικρατουσε στο μυαλο του την ωρα που εγραφε.
Πρωτα από όλα τα αιτια του τρομου της.
Δεν υπηρχε ημερομηνια.

Την ειδα στον υπνο μου. Ηταν γεματη αιμα. Ουρλιαζε τοσο δυνατα που ο λαιμος της εγινε κοκκινος.
Η τσιριδες της πονεσαν τα αυτια μου. Της φωναζα να σταματησει, μα οσο την πλησιαζα εκεινη ουρλιαζε πιο δυνατα.
Με ειπε δολοφονο. Η Ιασμη εμαθε οσα εκανα και με μισησε.

Τα χερια μου ηταν βρεγμενα, αιμα παντου. Της φωναζα να σταματησει.
Ένα μωρο εκλαιγε.
Της πηρα, ειπε, ότι πιο πολυτιμο ειχε στην ζωη της,
κι αυτή θα επαιρνε μακρια ο,τι αγαπω.
Πηρε ένα μαχαιρι και του εκοψε τον λαιμο.
Δεν εκλαιγε πια.
Γελασε δυνατα, μεχρι να καταπιει το αιμα της και να πνιγει.
Προσπαθω εδώ και μια ωρα να ηρεμησω τον εαυτο μου, δεν εχω ιδεα γιατι τα γραφω όλα αυτά, ισως καλο θα είναι να μην τα θυμαμαι το πρωι, αν και κατι μου λεει πως και μια ολοκληρη ζωη να περασει δεν θα τα ξεχασω.
Νιωθω κατι να χτυπαει ακανονιστα στο στηθος μου και υστερα να σταματαει.
Ξημερωσε μα όλα ηταν πολύ σκοτεινα.

Μενει για λιγο ακαμπτη μπροστα στις λεξεις.Ενα ριγος εχει καλυψει την πλατη της, ένα ψυχρο αερακι την καλυπτει.
Σφιγγεται η καρδια της στο σκοταδι που ειχαν οι λεξεις του.

Η επομενη σελιδα είναι η μερα που την εχασε για παντα.

1η Σεπτεμβριου 2021
Περασα ολη την μερα στο αεροδρομιο να κοιτω τις πτησεις να φευγουν. Η ωρα περνουσε και με κάθε χτυπο του δεικτη ηξερα ότι η τελευταια μου ευκαιρια να τα κανω όλα σωστα χανοταν. Το ηξερα και εμενα και καθιστος. Σαν να με τιμωρουσα τιμωροντας την. Η Βιβιαν θα μου πει ότι αυτό είναι μαζοχιστικο. Όμως δεν εχει δικιο, γιατι δεν απολαυσα καθολου τον πονο που ενιωσα. Απλα δεν μπορουσα να σηκωθω από την θεση μου και να γυρισω πισω.Μα οσο πονουσα, τοσο πιο πολύ ενιωθα ότι θα εφτανα στην εξιλεωση. Και εκλαψα λιγο το βραδυ όταν κοιταξα πισω μου και ειδα ότι το παρελθον δεν ηταν καν μακρια
.

Δαγκωθηκε για να μην κλαψει.
Θα ερχοταν. Αλλα κατι αλλαξε. Κατι του συνεβη.
Μπορει να μην κρατουσε το επομενο χαρτι, μα ηξερε ότι κατι δεν πηγαινε καλα.

Ηταν στην ανωμαλια του Ερβέ Λε Τελιέ. Της φανηκε σημαδιακο. Το ενιωσα στα σωθικα της ότι κατι ασχημο ερχοταν.

9 Σεπτεμβριου 2021. Δεν ξερω ουτε ποσες μερες ειμαι καθαρος, ουτε ποσες μερες εχει που πεθανε.
Ξερω ότι εχω να βγω από το σπιτι, να φαω κανονικο γευμα, ή να κανω μπανιο μια εβδομαδα.

Ενιωσε την αναγκη να καθισει στον καναπε. Μα τα ποδια της ειχαν ριζωσει στο κεντρο του σαλονιου, αναμεσα στην βιβλιοθηκη και τους καναπεδες, με βιβλια πεταμενα εδώ και εκει.

Καθοριζε το ποιος ημουν, την κοιτουσα και ενιωθα ότι ένα μερος του εαυτου μου θα μεινει ζωντανο μαζι της, το πιο αθωο. Ηταν μια πορτα σε έναν κοσμο διχως προβληματα. Γιατι η Ιασμη θα με ακολουθουσε παντου, θα με στηριζε στα παντα. Δεν ξερω γιατι το νιωθω αυτό. Είναι η μονη που θα μπορουσε να με δει να σνιφαρω κοκα και να με φιλησει μετα στα χειλη. Μονο εκεινη αγαπαει την πιο απαισια εκδοχη μου, το σκοταδι μου. Δεν θελω να το αγαπησει κανεις άλλος. Η Κυβελη κατά βαθος με λυπαται, το ξερω. Εχει αυτή καρδια που τους χωραει ολους, και εκεινα τα μεγαλα ματια που ο,τι και αν της κανω θα με κοιταξει τρυφερα, θα με νοιαστει, αν εφαγα, αν κοιμηθηκα, αν ειμαι καλα. Μα το κανει από οικτο.

Θα εκανε εμετο, αυτό ηταν σιγουρο. Ηθελε να φωναξει στον αντρα εκεινο ότι τον αγαπουσε με ο,τι άλλο μπορουσε να φανταστει, ποτε όμως με οικτο. Ενιωσε την μαυριλα να τον καναπινει και ξαφνου αγωνιουσε, για το τοτε!

2 Οκτωβριου 2021
Η Βιβιαν λεει ότι τωρα αρχιζω να θεραπευομαι. Μακαρι να μπορουσα να την προειδοποιησω για το ποσο μακρια από την θεραπεια ειμαι.
Ειπα ψεματα, σε ολους, τους κοροιδεψα έναν προς έναν. Οι μπουκλες, τα λακκακια, το χιουμορ, όλα ηταν, είναι, ένα ψεμα. Εγω ο ιδιος ειμαι ένα ψεμα.
Ειμαι ένα τερας, και μπορει να το κρυβω καλα, καιρο τωρα, αλλα το νιωθω να μου σκιζει το δερμα και να θελει να απελευθερωθει. Φοβαμαι όμως ότι εχει ηδη ξεφυγει από τα δεσμα του και δεν θα μπορεσω να το φιμωσω.

Κρατησε την επομενη καταχωρηση του μακρια, λες και ηταν αγριο θηριο που θα την ετρωγε.
Ποιος ηταν αυτος που εγραφε;
Το επομενο ηταν μεσα στο 'Εγκλημα και τιμωρια'

23 Οκτωβριου 2021
Νομιζε θα την σωσω, εγω! Που παλευα να σωσω τον εαυτο μου.
Μονο τον εαυτο μου, κανεναν αλλον, ολους τους θυσιασα, για να σωσω εμενα. Την παρτη μου.
Ειχα ακουσει τις φημες για τον Σπυρο, και όσο περνουσαν τα χρονια ολοενα και περισσοτερο εβγαζαν νοημα στο μυαλο μου.
Μα δεν εκανα τιποτα, το βουλωσα για να με βοηθησει να σωσω τον εαυτο μου από την κατρακυλα των ναρκωτικων, για να κανω καριερα.

Μα με εσωσες. Σκεφτηκε διαβαζοντας τις πρωτες του λεξεις.
Δαγκωθηκε στα επομενα, ποσο κυνικα παρουσιαζε κατι που καθολου ετσι δεν συνεβη. Ποσο πολύ αυτομαστιγωνοταν.
Κρατησε το χαρτι τοσο σφιχτα που το τσαλακωσε. Θα εδινε τα παντα για να γυρισει τον χρονο πισω και να τον κανει να καταλαβει ότι δεν εφταιγε.
Πως τον αφησα ετσι μονο του ...γιατι δεν τον ακολουθησα;

29 Οκτωβριου
Και ελεγα ψεματα, ότι ημουν μονο 18, ότι ημουν ένα παιδι, τι μπορουσα να κανω; Εφτασα σχεδον 30, και δεν εκανα τιποτα. Το αιμα της Ελενας, και τωρα της Ιασμης, εχει ποτισει και τα δικα μου χερια. Αγκαλιασα την μανα τους με αυτά τα χερια, χτυπησα τον πατερα τους στον ωμο.Εγω! Που κάθε Κυριακη τρωω με τον δολοφονο τους.

Βουρκωσε.
Θεε μου Ορεστη...

1η Νοεμβριου
Με ρωταει η Βιβιαν, τι ελπιζω. Επιμενει ότι πρεπει καπου να ελπιζω.
Την απογοητευω κάθε φορα. Μα δεν νοιαζει, ουτε η απογοητευση, ουτε η ικανοποιηση της. Γιατι αυτή είναι η αληθεια.Το σκοταδι δεν χανεται ποτε, μονο υποχωρει για λιγο.

Αν δεν τον ειχε δει μπροστα της ζωντανο 24 ωρες πριν θα σκεφτοταν ότι εκεινος ο αντρας ηταν πεντε γραμματα μακρια από την αυτοκτονια. Μα η καρδια της ματωνε με κάθε χτυπο σαν να ειχε συμβει ετσι. Αρπαζεi τα χαρτια το ένα μετα το άλλο, αφησε να πεσουν στο τραπεζακι, σε αντιθεση με τα βιβλια που απλα τα πετουσε μακρια.

16 Νοεμβριου.
Πιστευα ότι την ειχα γλιτωσει, ότι ειχα βγει αλωβητος από ολη αυτή την ιστορια. Ναρκωτικα, ψεματα, εκβιασμοι, ανθρωποκτονιες. Μα εγω τα καταφερα.
Και τωρα παλευω με οσα δεν θα καταφερω να πω ποτε σε κανεναν, μην τους τρομαξω και φυγουν μακρια, γιατι θα τρομαξουν, και αν δεν φυγουν μια ζωη θα με φοβουνται, θα αμφιβαλλουν.
Ουτε εγω θα με αγαπουσα, έναν ανθρωπο που θυσιασε την γυναικα που λατρευε στον βωμο της δοξας και της καριερας.
Μα ουτε και θα καταφερω να αγαπησω ξανα, γιατι δεν ...δεν μπορω.

Δεν σε φοβαμαι, ουτε θα σε φοβομουν. Θελει να του πει.
Δεν εγινε ετσι. Θελει να του πει.
Μα το μισος του για τον εαυτο του είναι τοσο απολυτο, που την τρομαζει και την ιδια.


1η Δεκεμβριου 2021
Εχει τα πιο ομορφα ματια στον κοσμο. Μεγαλα, αμυγδαλωτα, καφε που μαυριζει και γλυκαινει σε μελι. Τρομαζω να δω σε εκεινα τα ματια τον φοβο. Γιατι αν αντικρισει το σκοταδι μου αυτό θα νιωσει. Αηδια, φοβο, απεχθεια.
Είναι η μονη γυναικα που θελησα ποτε τοσο. Και για να την εχω θυσιασα πολλα. Θυσιασα και εκεινη. Θυσιασα την ευτυχια της για να γινω ευτυχισμενος. Γιατι εκεινη τωρα κλαιει περιμενοντας να γυρισω και εγω παλευω να θυμηθω ποιος ημουν όταν με αγαπουσε, γιατι αυτόν που ειμαι τωρα δεν θα τον αγαπουσε ποτε, κανεις.

Ακουγεται μια κοφτη ανασα, ξερει ότι είναι η δικη της. Μια μικρη καταιγιδα λεκιαζει το χαρτι με μαυρες λιμνες. Είναι τα δακρυα της που ποτιζουν το μελανι.
Θυσιασα την ευτυχια της για να ειμαι ευτυχισμενος.
Δεν μπορουσε να καταλαβει ποιος ηταν εκεινος ο σκοτεινος αντρας που εγραφε, ο βασανισμενος, ο χτυπημενος αλυπητα από την μοιρα.
Αρνειτο να πιστεψει ότι ηταν εκεινος.

22 Δεκεμβριου 2021
Της ειπα ότι ειμαι τερας. Δεν με πιστεψε.
Ποσο λαθος εκανε. Εκεινη φταιει, αφεθηκε. Και εγω την αφησα να μου ανοιχτει, την εκμεταλλευτηκα.
Μοχθησα να βρω το φως που εκρυβε πισω από τα ματια της και ρουφηξα από μεσα της καθε αχτιδα,μηπως και φυγει ολο αυτό το σκοταδι.
Ματαιος κοπος, ουτε εκεινη στερευε, ουτε εγω γεμιζα.

Ηταν το πρωτο χαρτι που αφησε να πεσει κατω. Σαν να την εκαψαν οι λεξεις και να μην μπορουσε να το κραταει άλλο.
Ετρεμε επικινδυνα πολύ πλεον. Τα μαγουλα της ηταν γεματα από δακρυα και μασκαρα.
Τι εκανες στον εαυτο σου Ορεστη;

3 Ιανουαριου 2022
Είναι δυσκολο, να συγκρινω.Ανωφελο. Γιατι ολες εχαναν. Οσο ομορφες, οσο εξυπνες κι αν είναι, οσο χιουμορ και κοτσια αν εχουν. Παντοτε τις αφηνα, δεν με ενιωθαν. Δεν τις αφηνα να με νιωσουν. Τις μαθαινα σαν την παλαμη του χεριου μου, μα ποτε δεν ανοιχτηκα, ουτε θα ανοιγομουν. . Η Κυβελη ηταν ένα μεγαλο λαθος. Υπηρχε ομως κατι πανω της που με τραβουσε, και ηταν αδυνατον να ξεφυγω. Οσο με εδιωχνε τοσο κολλουσα. Εμμονικα σχεδον. Ειχα εθιστει σε αυτό που με εκανε να νιωθω. Ξεχνουσα για λιγο ποιος ειμαι. Υπηρχε μονο εκεινη. Το γελιο της, ο εκνευρισμος της, ο αυταρχισμος της, το κλαμα της. Όλα ηταν εκεινη.

Μεχρι που με εμαθε. Λιγο.
Ηξερε τα γεγονοτα, μα δεν με ενιωσε, δεν την αφησα να δει τι ειμαι. Κι οσο εμενα, τοσο πιο δυσκολο ηταν να κρυφτω από εκεινη.
Με αγαπουσε, οσα και αν της ελεγα με αγαπουσε. Μου το ελεγε, μα χειροτερα, το εβλεπα.

Καταλαβαινε πια. Ενιωσε στα σωθικα της να σκαλιζονται οι λεξεις του, μια μια να χαρασσονται μεσα της ανεξιτηλα και αιωνια.

14 Ιανουαριου 2022.
Εχει τα πιο ομορφα ματια του κοσμου, και δεν μου εχουν πει ποτε ψεματα. Εγω την πληγωνα και αυτή με αγαπουσε. Εγω αγαπουσα άλλη κι αυτή με αγαπουσε.
Εκεινη με αγαπουσε και εγω την λατρευα. Ημουν- ειμαι εθισμενος στην Κυβελη, εξαρτημενος, στον τροπο που με αγαπαει, στο πως με κανει να νιωθω. Αξιος αγαπης.

Εχανα μαζι της κάθε ελπιδα στο ότι θα γινω αξιος της αγαπης της.

Συντετριμμενη, γυμνη από κάθε ελπιδα.
Φορουσε ακομα αραγε εκεινος το σκοταδι που διαβαζε εδώ;
Μετανιωνε, κάθε σ'αγαπω που του αρνηθηκε.
Εξαρτημενος στον τροπο που με αγαπαει, στην αγαπη της.

25 Ιανουαριου 2022.
Με ρωτησε η Βιβιαν ποια είναι η μεγαλυτερη ελπιδα μου στον κοσμο.
Δεν ειχα τι να της απαντησω. Δεν ελπιζω σε τιποτα, δεν φοβαμαι τιποτα, όμως ελευθερος δεν νιωθω.

Ορεστη μου...
Το δωματιο γυριζε γυρω της, ισως γινοταν σεισμος, ισως ηταν ετοιμη να λιποθυμισει, δεν ηξερε πλεον.
Το επομενο βιβλιο ηταν του Ισιγκουρο. Αναρωτηθηκε αν ταιριαζε επιτηδες τα βιβλια με τα αποκομματα.

20 Φεβρουαριου 2022.
Ενιωθα στα κοκκαλα μου ότι ημουν τυχερος, πως αλλιως θα ειχα καταφερει να τα ξεπερασω όλα αυτά;
Για να βγεις αλωβητος από την Κολαση πρεπει να εισαι φτιαγμενος από το ιδιο υλικο με εκεινη.

Ηθελε να μπει μεσα στο χαρτι και να του ουρλιαξει ότι ηταν φτιαγμενος από κάθε παραδεισο που υπηρχε, μα πλεον δεν ηταν ουτε εκεινη σιγουρη.

3 Μαρτιου 2022
Τι μπορω να της προσφερω; Οσα νομιζει ότι ειμαι.
Φοβαμαι οσα με κανει να νιωθω. Ξεχυλιζουν από μεσα μου κάθε φορα, η αγαπη, ο ερωτας, η οργη, η ζηλια. Και μια μερα θα ξεφυγω, και θα με δει κανονικα. Θα τρομαξει. Θα τρεξει μακρια. Δεν θα το αντεξω αν τρεξει.
Το βλεμμα της...μπορω να φανταστω τα χειλη της να σχηματιζουν απεχθεια, την μυτη της να σουφρωνει, τα ματια της να παυουν να λαμπουν.
Δεν θελω. Δεν θελω να με κοιταξει ποτε ξανα αλλιως.

Φοβοταν, ότι θα χαθει από μεσα μου αυτό που νιωθω για εκεινον. Πριν διχως δευτερη σκεψη το αρνηθει σκεφτηκε αν οντως ισχυε.
Ηξερε ότι η επρεπε να στηριχτει στην βιβλιοθηκη όταν το επομενο χαρτι εξειχε από το «Λιγη Ζωη»


12 Μαρτιου 2022
Της το ειπα, ότι ειμαι τερας, ότι θα ρουφηξω από εκεινη καθετι ζωτικο και ομορφο και θα την αφησω αδεια, ότι θα την πεταξω μακρια. Το τελευταιο ηταν ψεμα.
Δεν τρομαξε. Νομιζω δεν με πιστευει.
Είναι τρομακτικο το ποσο με θαυμαζει.
Με φοβιζει το ποσο ευκολα μπορω να την πληγωσω.
Τρεμω την μερα που ισως το κανω.

Κάθε της ανασα εβγαινε τρεμουλιαστη. Ο Ορεστης που ηξερε δεν θα την πληγωνε ποτε. Εκεινος ο αντρας όμως;

16 Μαρτιου 2022
Δεν θελω να το ξερει ποσο χαμενος από χερι ειμαι. Αν το μαθει θα φοβηθει και θα φυγει ή χειροτερα, θα με λυπηθει και θα μεινει.
Ελπιζω να μην το συνειδητοποιησει ποτε αυτό, αλλα εγω και εκεινη διαφερουμε κατά πολύ. Γιατι εκεινη μακρια μου θα ευτυχησει ξανα, είναι φτιαγμενη για την ευτυχια, ενώ εγω όχι, ποτε ξανα.

Σκουπισε τα ματια της χωρις να αλλαζει κατι στο ποσο θαμπα φαινονταν όλα.
Με αφησε να φυγω ξεροντας ότι εκεινος δεν θα ευτυχησει ποτε ξανα;
Αφηνει το βαρυ βιβλιο να πεσει και πιανει το «Το φως που δεν μπορουμε να δουμε»

30 Μαρτιου 2022
Θελω μονο εκεινη. Τιποτα άλλο.
Δεν με νοιαζει που είναι δυσκολη, περιεργη, που θυμαται τα παντα και βασανιζεται χωρις λογο.Ουτε με νοιαζει που δεν θελει να παει στο εξωτερικο. Το βιολι με εκανε να νιωθω ζωντανος, με κάθε νοτα ηταν σαν να διορθωνα λιγη από την ασχημια του κοσμου. Θα θυσιαζα τα παντα για να παιξω.
Τωρα είναι αλλιως τα πραγματα. Θα θυσιαζα το βιολι για εκεινη. Όχι σημερα, όχι αυριο, μα αν μου το ζητουσε, θα το εκανα.

Τρεμει. Διαβαζει τις λεξεις του και τον νιωθει να ακροβατει αναμεσα στο φως και το σκοταδι. Το σκοινι που παταει πολύ λεπτο, ευθραυστο.

3 Απριλιου 2022

Η Ιασμη είναι το κεντρο κάθε κακης μου αναμνησης. Όλοι οι εφιαλτες μου αρχιζουν και τελειωνουν στο ονομα της. Την αγαπω τοσο, μα όλα μαυρισαν γυρω μας, και ολο το φως του κοσμου δεν ηταν ικανο να μας φωτισει.

Ακουμπαει το ακροδαχτυλο της πανω στο δακρυ που εβρεξε το ονομα της Ιασμης και προσπαθησε να σωσει την λεξη πριν μουτζουρωθει. Ηταν αργα.
Το επομενο χαρτι ηταν χωμενο στις εκατο σελιδες του «Αγαπητε Θεε.»

12 Απριλιου 2022
Η Βιβιαν με ρωτησε αν η Ιασμη ηταν η ελπιδα μου στον κοσμο. Δεν ελπιζω σε ανθρωπο σε αυτό τον κοσμο, ουτε καν στον εαυτο μου, παντοτε ηλπιζα σε κατι ανωτερο.
Επειτα καταλαβα ότι αυτό το κατι δεν υπαρχει.

Εβλεπε την ανθρωπια και την ελπιδα του ανθρωπου που αγαπουσε πιο πολύ από κάθε άλλον στον κοσμο, να χανεται μεσα στα δαχτυλα της, να γινεται καπνος. Και εκεινη να μην μπορει να κανει τιποτα. Γιατι την ειχε αφησει μονο με το παρελθον, πως θα αλλαζε το παρελθον;

Αρπαξε τα Σταφυλια της οργης και τραβηξε το χαρτι που εξειχε.
Πλεον δεν ηξερε αν ανασαινε υπερβολικα αργα, ή παρα πολύ γρηγορα. Γιατι το στηθος του της πονουσε.

4 Μαιου 2022
Σημερα η Βιβιαν με ρωτησε κατι που δεν μπορω να σταματησω να σκεφτομαι. Καιρος ηταν.
Ρωτησε τι θα εκανα αν οι ρολοι ηταν αντεστραμμενοι, αν εκεινη ειχε καποιον από το παρελθον, και εφευγε μακρια μου. Ενιωσα κατι μεσα μου να τσιτωνει, εκνευριστηκα στην σκεψη και μονο. Αλλα επειτα σκεφτηκα.

Θα την πηγαινα στην Αναφη και θα την κρατουσα εκει μεχρι να της περασει, και πιο μακρια αν χρειαστει, να φυγει από ολους και από όλα. Δεν θα επετρεπα ποτε να φυγει για να θεραπευτει μονη της.
Με ρωτησε πως θα ενιωθα αν η Κυβελη εκανε τετοιες σκεψεις για τον εαυτο της. Σαν αυτές που κανω εγω.
Η υποθεση και μονο με αρρωσταινε, ενιωσα σωματικο πονο. Γιατι να σκεφτει ποτε κατι τετοιο η Κυβελη για τον εαυτο της; Ηταν ανωφελο. Αρνουμαι να πιστεψω ότι εγω και εκεινη ειμαστε το ιδιο. Η Κυβελη δεν θα αφηνε ποτε καποιον που αγαπαει.
Ακομα και αν το εκανε όμως δεν θα ηθελα να ζησει με τις τυψεις. Ηταν νεα, αμαθη, δεν θα ηξερε. Δεν αξιζει να τιμωρει τον εαυτο της για μια ζωη για κατι που δεν μπορεσε να αποτρεψει. Στην πραγματικοτηρα δεν ηταν καν δουλεια της να το αποτρεψει ολ-

Γαμωτο. Αξιζει τα λεφτα της.

Χαμογελασε και γευτηκε τα δακρυα της. Στην μικρη χαραμαδα ελπιδας εναποθεσε ολη την δικη της.
Το επομενο βιβλιο ηταν το After.

15 Μαιου 2022.
Με κανει να νιωθω φυσιολογικος. Με απενοχοποιει. Κι οσο εκεινη δεν χανει ουτε ανασα κοιτωντας το σκοταδι μου, τοσο κι εγω συμφιλιωνομαι μαζι του.
Αν εκεινη το αγαπαει δεν θα είναι τοσο κακο, ετσι δεν είναι;

Δεν είναι! Θελει να του φωναξει.
Την τρομαξε το σκοταδι του, φοβηθηκε ότι δεν θα εβγαινε αλωβητος από εκει.

5 Ιουνιου 2022.
Θα το ριξω στην ανοιξη, αλλα δεν θα ισχυει. Συμβαινει κατι περιεργο. Δεν το εχω πει πουθενα, μα νομιζω ότι ισως τιμωρηθηκα αρκετα.

Πλεον κλαιει ακομη πιο εκδηλα, διχως να προσπαθει να συγκρατηθει. Η καρδια της εχει πεσει στο στομαχι της και παλλεται τοσο δυνατα που την κανει να τρεμει.
Πιανει τα "Απομειναρια της ευτυχιας". Κοιτωντας την ημερομονια ξερει ότι είναι μολις πεντε μηνες πριν επιστρεψει.

1η Δεκεμβριου 2022
Στολισαμε δεντρο με τα παιδια σημερα και η Λιζα ηθελα να βαλουμε τα παντα με συγκεκριμενο τροπο, αυτό μου θυμισε την Κυβελη. Ασυναισθητα αγγιξα το κινητο μου, ωσπου θυμηθηκα ότι δεν μπορουσα να της το πω. Οποτε το εγραψα εδώ, για να το θυμηθω και να της το πω όταν την ξαναδω. Ρωτησα την Βιβιαν αν αυτό θεωρειται υγιες και μου ειπε ότι το βρισκει ρομαντικο. Πολλα από οσα της λεω τα θεωρει ρομαντικα. Δεν μπορω να το δω από την οπτικη της. Δεν ημουν ποτε ρομαντικος, μαλλον το αντιθετο.

Δεν ειχε διαβασει ποτε λεξεις τοσο συντριπτικα καταλυτικες. Ποτε τιποτα δεν χτυπησε τοσο βιαια, ωμα και ευθεως την καρδια της, κανενας συγγραφεας και κανενα βιβλιο. Ποτε.

3 Δεκεμβριου 2022
Ηταν πολλα, τα μισα τα ξεχασα ηδη. Θα κανω μια λιστα με οσα θυμαμαι ή σημειωσα καπου προχειρα. Δεν νομιζω να της τα πω ποτε όμως.

3.10.2021 Ειδα μια κοπελα στο τρενο με μαλλια ιδιας αποχρωσης με τα δικα σου. Φορουσε ένα κυπαρισσι καπελο, δεν ξερω πως νιωθεις για τα καπελα, ή το χρωμα, αλλα πιστευω θα σου πηγαινε.

Χαμογελαει πικρα, θελει να του πει ότι εκεινη την περιοδο ηταν και στην ελλαδα της μοδας το σκουρο πρασινο, οποτε ηθελε να παρει ένα τετοιο καπελο μα δεν εβρισκε πουθενα.

24.12.2021 Βρηκα σε ένα bazaar μια κουπα ιδια με την αγαπημενη σου. Την πηρα σπιτι, μονο αυτή χρησιμοποιω πια.

2.1.2022 Στο παρτι για την αλλαγη του χρονου της ορχηστρας γυρισα σπιτι την Erin (μην ζηλεψεις, εχει κοπελα) και την ειδα να ξεβαφεται στο αυτοκινητο. Τελικα δεν το κανεις μονο εσυ αυτό.

Η καρδια της φλεγεται.

31. 1.2021 Μετακομισε στο απεναντι διαμερισμα ένα ζευγαρι που μου θυμιζει εμας. Αυτος εχει κατι σαν εφαρμογη για ενοικιαση αυτοκινητων που εδώ είναι αναρπαστη, εχει κρεμασει μια τεραστια αφισα στον τοιχο πισω από το γραφειο του, ενώ αυτή ολο διαβαζει, οποτε μαλλον είναι κατι σαν φοιτητρια. Αυτος τερμα χαλαρος, εκεινη στην τσιτα.
Είναι σαν να μου ανοιγει ένα παραθυρο στο παρελθον.

13.3 2022 Μια κυρια στο σουπερμαρκετ στο ταμειο μπροστα μου πηρε 15 πακετα reese's, εδώ υπαρχουν παντου, θα ξετρελαινοσουν.

Ρουφαει την μυτη της και σκουπιζει με το μανικι της τα υπολοιπα δακρυα καταστρεφοντας το χρωμα.
Τσαμπα κοπος, ενιωσε παλι καυτα ρυακια να αυλακωνονουν τα μαγουλα της.

16.3.2022 Νομιζω πως η θηκη που μου πηρες εκπληρωσε τον σκοπο της, εγινα διασημος, viral, επισης σε κουβαλαω παντου μαζι μου.

Δαγκωθηκε, δυνατα.
Θυμοταν.

19.4.2022 Οι απεναντι τσακωνονται πολύ.Αν ησουν εδώ δεν θα ξεκολλουσες από το παραθυρο να παρακολουθεις. Κι εγω θα λεγα ότι δεν είναι δουλεια μας και δεν μας αφορα. Πιανω τον εαυτο μου να αγχωνεται για αυτους, σαν να βλεπω εμας

Είναι πριν καν το καταλαβει στο κατω μερος, οποτε μανιωδως ανοιγει την Αβασταχτη ελαφροτητα της υπαρξης.
Ο γραφικος του χαρακτηρας την παρασυρει σε έναν καταιγιστικο ρυθμο που της δινει και της κλεβει οξυγονο εναλλαξ.

3.6.2022 Η Λιζα διαβαζε για εξετασεις βιολιου. Καθοταν στην κουζινα μου μαζι με τα παιδια και την ειδα να τεντωνεται μουγγριζοντας. Δεν ξερω τι κανει λαθος, μα δεν εμοιαζε σε τιποτα με τον τροπο που τεντωνεσαι εσυ.

17.7.2022 Το ζευγαρι στο απεναντι διαμερισμα πηρε ένα γατακι. Αυτό μου φανηκε τρομερα αστειο, σαν καποιος να με κοροιδευε και να ειχε βαλει καμερες για να εχει τις αντιδρασεις μου σε βιντεο. Δεν ηταν σαν την Λαιδη, αλλα μαλλον το εσωσαν όπως εμεις εκεινη.

Βουλιαξε κι άλλο η καρδια της.
Η Λαιδη μας...

19.8.2022 Πηγα σε ένα φιλανθρωπικο γκαλα, με θεμα την Ψυχη. Σε εκεινη την εκθεση ο Ερωτας την σκοτωνει, χαιρομαι που δεν ησουν εδώ για πρωτη φορα μετα από χρονια, αν το ακουγες θα στενοχωριοσουν πολύ. Ο δικος μας Ερωτας είναι καλυτερος, δεν θα σκοτωνε ποτε την Ψυχη του.

24.9.2022 Οι απεναντι πρεπει να χωρισαν, αυτή μετακομισε αλλου μαλλον. Εκεινος τριγυρναει σπιτι σαν φαντασμα, αυτό με κανει να σκεφτομαι αν ησουν και εσυ ετσι όταν εφυγα. Μερικες φορες φερνω ατομα στο διαμερισμα μου για να σιγουρευτω ότι μπορουν να τον δουν κι εκεινοι, και δεν είναι ολο αυτό μια παραισθηση που εχει δημιουργησει το μυαλο μου για να συμβαδισω με την απωλεια.

2.10.2022 Συνεργαστηκα παλι με την Μποφιλιου για την ηχογραφηση ενός τραγουδιου. Παντα γκρινιαζες ότι δεν παιζω ποτε για σενα βιολι, όμως οτιδηποτε παιξω και εχει στιχους θυμιζει εσενα, στα παντα καταφερνω να σε βρω.
Αμεσως ενιωσε ένα τσιμπημα τυψεων.
Κι εμεις εχουμε τραγουδι ξερεις. Απλα δεν το ακουσες ποτε...

15.10.2022 Συνοδευσα μια φιλη μου στον γαμο της αδελφης της και το δωρο της κουμπαρας για το ζευγαρι ηταν μια συλλογη από αλμπουμ γεματα φωτογραφιες τους από οσα χρονια είναι μαζι. Αμεσως σκεφτηκα εσενα, είναι κατι που θα εκανες.

29.10.2022 Σημερα μιλουσα με τον Βασιλη στο τηλεφωνο και σε ακουσα να γελας από το άλλο δωματιο, για λιγο ενιωσα σαν να ειμαι κι εγω εκει.

Τα βιβλια με χαρτι τελειωνουν, τα δακρυα της όμως όχι. Σκυβει και μαζευει οσα της επεσαν κατω. Τα ακουμπαει στο τραπεζι και παει να πιασει το επομενο.
Είναι το Μονογραμμα.
Τα τραβαει μα αφηνει το βιβλιο στην θεση του.

3.11.2022 Οι απεναντι πρεπει να τα ξαναβρηκαν, δεν ημουν σπιτι όταν συνεβη, αλλα αυτή εφερε παλι τα πραγματα της σπιτι, γυρισε μαζι και η γατα. Μου ειχε λειψει να τους ακουω να τσακωνονται. Εδώ το βραδυ η φασαρια είναι ένα αγνωστο βουητο, ενώ εκεινοι μου ηταν κατι πιο γνωριμο. Είναι περιεργο αυτό που λεω, το ξερω.

1.12.2022 Η Βιβιαν με ρωτησε ποια είναι η μεγαλυτερη ελπιδα μου στον κοσμο, και όταν δεν απαντησα με ρωτησε αν είναι εκεινοι οι δυο, απεναντι μου. Όχι, δεν είναι, γιατι δεν γεννουν ελπιδα, μονο ενισχυουν εκεινο το μικρο λευκο φως, που όμως δεν μπορω να εντοπισω μεσα στο απολυτο σκοταδι.

Προσευχηθηκε σε οποιον Θεο υπηρχε εκει πανω να εβρισκε εκεινος ο ανθρωπος την ελπιδα του. Κι ας εχανε εκεινη την δικη της.

2.2.2023 Δεν θα το πιστεψεις, αλλα οι απεναντι παντρευτηκαν! Ηταν μια συνηθισμενη Κυριακη και τους ειδα να φευγουν από το σπιτι ντυμενοι για γαμο, με λουλουδια και πεπλο, Οι τρελοι πηγαν και παντρευτηκαν!
Και ο Γιαννης με την Φαιη παντρευονται, αναρωτιεμαι πως σε εκανε να νιωσεις αυτό.

15.2.2023 Η Φαιη μου ειπε στο τηλεφωνο ότι θα ειμαστε κουμπαροι μαζι. Ξερω ότι δεν ανυπομονεις ουτε στο ελαχιστο οσο εγω, αναρωτιεμαι ποσα τετραδια οργανωσης θα εξαντλησεις για αυτόν τον γαμο.

1.3.2023 Μια γυναικα στις προβες φοραει ιδιο αρωμα με το δικο σου. Ζητησα να με αλλαξουν ωρες.

15.3.2023 Οι απεναντι μαλλον παντρευτηκαν γρηγορα γιατι θα κανουν παιδι.
Δεν ξερω γιατι, αλλα χαρηκα. Ενιωθα σαν να τους ξερω χρονια. Μακαρι να τα καταφερουν.

Το χαρτι τελειωνει, το μελανι είναι στα τελευταια του. Η καρδια της αιμορραγει ασυστολα.

Το τελευταιο βιβλιο είναι του Λειβαδιτη. Αυτό το ονειρο είναι για ολους μας. Το πιανει με τρεμαμενα χερια και ανακαλυπτει ότι το χαρτι είναι περασμενο με έναν συνδετηρα σε μια σελιδα. Ανοιγει.

14.4.2023 Οι απεναντι εβαλαν κουρτινες. Σαν να μου λενε ότι αρκετα κρυφοκοιταξα στην ζωη τους, ωρα να ασχοληθω με την δικη μου. Επιστρεφω Ελλαδα.

Στο κατω μερος του χαρτιου φαινεται παλι το ποιημα.
Στην πιο μικρη στιγμη μαζι σου εζησα ολη μου την ζωη.

Τρεμει, συσπαται κάθε μυς στο σωμα της σαν να βρισκεται εξω στο κρυο ή να εχει καταρρευσει ολο της το σωμα. Σβηνει και αναστενεται με κάθε της ανασα που τρεμαμενη κατακλυζει το κορμι της. Νιωθει να τρελαινεται.

Ηταν εδώ, οσα δεν μπορουσε να της πει, ηταν όλα εδώ. Κάθε λεξη που εγραψε τον εγδυνε κι άλλο μπροστα της, τον εκανε ευαλωτο, εσπαγε το πανεμορφο προσωπειο του. Το εκανε, για εκεινη.

Αρπαξε το κινητο της απο το τραπεζι και πληκτρολογησε τον αριθμο του, δεν ηξερε καν αν ειχε φωνη να μιλησει, η ανασα. Προσπαθησε να αναπνευσει βαθια μα ηταν ματαιο, λυγμοι εκοβαν την ανασα απο το να αρχισει στο διαφραγμα.

Η φωνη της βγαινει πνιχτη.
«Που εισαι;» κλαιει, οι ανασες της είναι ρηχες και κοφτες. Ο Ορεστης αμεσως σταματαει στην θεση του. Στην πραγματικοτητα κανει τον γυρο του στενου.
«Εισαι καλα Κυβελη;» την ρωταει ανησυχος, ετοιμος να επιστρεψει. «Βγηκα να περπατησω δεν αντεχα να ειμαι-»
«Γυρνα πισω γαμωτο, εισαι τρελος;;...» μουρμουρισε και ενας λοξυγγας καλυψε τις μισες της λεξεις, πριν ξεσπασει σε κλαμα γοερο. Η καρδια του γινεται χιλια κομματια.
Θα ορκιζοταν ότι τον ακουσε να τρεχει.

  Το κινητο της πεφτει στο δαπεδο με κροτο, μα δεν δινει σημασια. Μενει σιωπηλη, παγωμενη, να κλαιει αναμεσα σε δεκαδες σελιδες, με μουτζουρες, χαλια γραμματα, και την ψυχη του γυμνη. Ολο το σκοταδι που φοβοταν ότι θα την φοβισει.
Και την φοβισε οντως, φοβηθηκε, για το ποσο κοντα ηταν στο να τον χασει για παντα, για το ποσο αβεβαιη ηταν αν θα αντεχε να τον βλεπει να το περναει αυτό.

Εχουμε και εμεις τραγουδι, απλα δεν το ακουσες ποτε.
Κραταει το βιβλιο κοντρα στο στηθος της και μανιωδως κοιταζει γυρω της για να εντοπισει εκεινο το βυνιλιο, το δωρο του Ορεστη που δεν ανοιξε ποτε.
Το βρισκει πανω στο πικαπ, με ένα μικρο χαρτακι κολλημενο πανω του.
Καταλαβαινει ότι τα χερια της τρεμουν όταν απλωνει το ένα για να το πιασει.
Καταφερνει και το ξεκολλαει.
Όλα τα τραγουδια είναι δικα σου, μα το πρωτο είναι δικο μας.

Η ορμητικη της αναγκη να ξαναδιαβασει οσα εγραψε από την αρχη, επισκιαζεται από την σαρωτικη της επιθυμια να ακουσει αυτό για το οποιο μιλουσε.
11 τραγουδια αργοτερα, τελικα υπηρχε ένα; Αρκουσε ένα να τους χωρεσει;

Ανοιγει την πορτα και καθεται αποκαμωμενη στο τραπεζι, κι ας του ελεγε παντα να μην καθεται εκει. Κοιταζει το κενο της πορτας. Κοιταζει και αναπνεει.
Αργει.
Εφυγε.
Παλι εφυγε.
Αραγε ποσο μακρια να ειχε φτασει οταν τον πηρα τηλεφωνο;

Η βελονα κατεβαινει και ένα δευτερολεπτο αργοτερα ακουει νοτες.
Ο ρυθμος δεν ηταν μελαγχολικος. Ηταν μεστος, βαρυς μα ταυτοχρονα ελαφρυς, και εκανε την καρδια της να χτυπα γρηγορα.

Όπως το χώμα πίνει τη βροχή
Κοίτα με
Να γράφω τ' όνομά μου απ' την αρχή
Κοίτα με

Να γραφω το ονομα μου από την αρχη. Γιατι ημασταν και οι δυο δεμενοι...

Κοίτα με ν' αφήνομαι
Χείμαρρος να χύνομαι
Να πέφτω, να σηκώνομαι γελώντας

Βλεπει την μορφη του να ανεβαινει τα σκαλια πεντε πεντε. Να τρεχει πισω σε εκεινη. Αγχωμενος, το προσωπο του τραβηγμενο από την ανησυχια, φοβουμενος ότι θα αντικρισει την απεχθεια στα ματια της.
Ανοιξε την πορτα κι άλλο για να μπει μεσα και την κοιταξε στα ματια, ηταν κι ο ιδιος ένα ερειπιο.
Εκλεισε την πορτα πισω του. Στεκοταν απεναντι της, με απλο κοντομανικο μπλουζακι και φαρδυ τζιν, μπουκλες και allstar. Γεματος εκεινο το υπεροχο αγγελικο φως.
Μα ηταν ο ιδιος Ορεστης που ειχε γραψει όλα αυτά. Οι λεξεις του εκαιγαν το μυαλο της.
Ειμαι ένα τερας. Θα ρουφηξω από εκεινη καθετι ζωτικο και ομορφο.

Ουτε εγω γεμιζα ουτε εκεινη στερευε.

Κοίτα με να ορθώνομαι, να μεταμορφώνομαι
Τον κόσμο να μαθαίνω ψηλαφώντας.

Συναντα το απολυτο χαος εκεινος. Κλαιει γοερα, δεν την εχει ξαναδει ποτε να κλαιει ετσι.
Πεταγεται ορθια. «Πως μπορεσες να αφησεις όλα αυτά εδώ και να φυγεις;Ε;» του φωναζει για να ακουστει πανω από την τραγουδιστρια.
«Δεν..» κανει ένα βημα προς τα πισω.
«Παλι εφυγες! Με αφησες εδώ μονη μου να τα διαβασω και το εβαλες στα ποδια!» τον κατηγορει. Καπου στα μισα η φωνη της ραγιζει, σπαει.
«Κυβελη εγω δεν ηξερα αν θα αλλαξεις γνωμη και δεν μπορουσα να-» παλευε να βρει τις λεξεις, μα κυριως παλευε να βρει στα ματια της αυτό που θα τον εκανε να καταλαβει τι ενιωθε.
Δεν ελπιζω σε τιποτα σε αυτόν τον κοσμο.
Μπορουσε να το διακρινει καπου πισω από τα ματια του, το σκοταδι. Μα δεν την ενοιαζε, δεν φοβοταν, ουτε τον ειχε λυπηθει. Ηταν τοσο δυνατος.

Κοίτα με να φλέγομαι

«Δεν...δεν θα αντεχα αν εμενες εδώ, Ελλαδα.» εκλαιγε κανονικα τωρα και μιλουσε αναμεσα σε δακρυα και μικρες κοφτες ανασες. Ειχε τυλιξει τα χερια της γυρω από τα μπρατσα προσπαθωντας να ηρεμησει τον εαυτο της, ματαια.

Οι ωμοι του πεφτουν μπροστα, τον νιωθει γυμνο και από ελπιδα. Δεν την κοιταζει στα ματια. Τα παντα εχουν χαθει.

Και πες με αγάπη - όπως και να λέγομαι

«Το ξερω.» της απαντησε σιγουρος, αβεβαιος όμως για το που οδηγουσε η συζητηση, με μια σπαρακτικη ελπιδα να αχνοφαινεται στα ματια του, που όμως κοιτουσαν οπουδηποτε αλλου εκτος από τα δικα της.

Κοίτα με να φλέγομαι

Αγάπη πες με - όπως και να λέγομαι.

«Εφυγες και με παρατησες εδώ με όλα αυτά, μεσα στα αγαπημενα μου βιβλια! Βλασφημε! Και εφυγες!» του φωναξε παλι,το ιδιο πραγμα, δεν ηξερε τι αλλο να πει, ετρεμε ολοκληρη. Θα ορκιζοταν ότι ειχε ανεβασει πιεση. Ζεσταινοταν και κρυωνε, τα παντα μεσα της ανακατευονταν.
«Προτιμουσες να μεινω εδώ;» μουρμουρισε ξεψυχισμενα, διχως να την πλησιαζει ουτε να την κοιτα.
«Ναι!» του απαντησε με σιγουρια.

Λες κι ανασαίνω πρώτη μου φορά
Κοίτα με

«Να σε δω να αηδιαζεις με οσα διαβαζεις.» η φωνη του βγαινει σαν ψιθυρος και σταζει αηδια.
Μέσα απ' τα μάτια μου κυλούν νερά
Κοίτα με

Κανει ένα βημα προς το μερος του, τον βλεπει να κοκκαλωνει, κανει αλλα δυο. Φτανει μπροστα του. Τρεμει μπροστα στην ψηλη κορμοστασια του.
«Κοιτα με Ορεστη.» η φωνη της πεφτει πανω σε εκεινη που τραγουδα.
Κοίτα με να στέκομαι

Και την κοιταζει. Με ολο το γαλαζιο και το πρασινο, με ολο το σκοταδι και το φως του.
Κοίτα με να μπλέκομαι
Το βλεμμα της είναι αυστηρο. Τα δακρυα της είναι ικανα να τους πνιξουν και τους δυο. Το καφε των ματιων της εχει γυρω του κοκκινο.

Στα δίχτυα τ' αναπάντεχα του κόσμου
«Υποσχεσου μου κατι.»
Άνεμος να γίνομαι, αίνιγμα να λύνομαι
«Υποσχομαι.» δεχεται πριν ακουσει. Θα εκανε ο,τι του ζητουσε, κι ας τον διελυε.
Κι εσύ να είσαι ο μόνος συνεργός μου.
«Δεν θα φυγεις ποτε ξανα από εμενα. Ποτε ξανα μονος σου.»
Η καρδια του παγωνει, ασθμαινει κοφτα. Την κοιταζει νομιζοντας ότι κανει λαθος. Μα δεν κανει.
Κοίτα με να φλέγομαι
Και τον κοιταξε για αυτό που ηταν.
Το καφε ενωθηκε με το γαλαζιο και το πρασινο, μα αυτη τη φορα, ολα αλλαξαν.
Ξημερωσε η τελευταια μερα, και εγενετο... ο παραδεισος.


Και πες με αγάπη - όπως και να λέγομαι
«Κυβελη...» ψιθυριζει, φοβουμενος ακομα και να σκεφτει την πιθανοτητα της ευτυχιας.
Σκουπιζει τα ματια και τον κοιταζει με ολο το φως που της χαρισε. Πεφτει στα γονατα, δεν τον κρατουν αλλο τα ποδια του, ζαλιζεται. Η ευτυχια τον μεθαει, τον κανει αδυναμο, η καρδια του, τα ποδια του...το κεφαλι του βουιζει.
Ολα ειναι εκεινη, μονο εκεινη.

  Τον κραταει απο τους ωμους και εκεινος τυλιγει τα χερια γυρω απο την μεση της. Την κοιταει σαν να εινια η ευτυχια, ισως τελικα και να ηταν.
Τα δαχτυλα της γραπωνουν το προσωπο του, τον αναγκαζει να κοιτα μονο μεσα στα ματια της, για να σιγουρευτει οτι της λεει αληθεια και το πρασινο και το γαλαζιο.
«Ή κανεις ή κι οι δυο μαζι, μ'ακους;» το κατω χειλος της τρεμει.

Με οση δυναμη του εχει απομεινει, σηκωνεται ορθιος διχως να την αφησει, την κραταει πανω του σφιχτα, τρεμει.Ακουμπαει τα χερια της στο στερνο του, και νιωθει την καρδια του να χτυπαει παλι.
Κοίτα με να φλέγομαι

«Ή κανεις ή κι οι δυο μαζι.» επαναλαμβανει, μεθυσμενος από την ξαφνικη ευτυχια. Και βουταει στον ωκεανο της, ενωνει τα χειλη της με τα δικα του. Και ανακατεβεται η κανελα με τα δακρυα, ποτιζει το γιασεμι και οι τοιχοι ποτιζουν λυτρωση.
Η μουσικη ηχει παντου στον χωρο κι ας εχει ηδη τελειωσει...
Αγάπη πες με - όπως και να λέγομαι

 Ο Ορεστης Νικολαϊδης την φιλαει με ολη την αληθεια και το σκοταδι του, και βαζει στα σωθικα της πυρκαγια. Το στηθος της τυλιχτηκε στις φλογες, τα χειλη της βαφτηκαν με κανελα, το κοκκινο των μαλλιων της ζωντανεψε. Ενιωσε καθετι νεκρο και παγωμενο μεσα της να φουντωνει από τις φλογες της αναγεννησης με αρωμα δικο του, κι εκεινος κολλημενος πανω της, από τις φλογες να παιρνει φως, από την φωτια που της αναψε για να την σωσει, να σωζει και τον εαυτο του.

Τυλιγμενοι στις φλογες, φιλιουνται.

Σε ένα σπιτι δεκα λεπτα μακρια μια ηλικιωμενη γυναικα αφηνει την τελευταια της πνοη πανω από μια μισοτελειωμενη παρτιδα ταρω.
Ο πρωτος θα σε καψει, και ο δευτερος θα βαλει φωτια μεσα σου.
Και ποσο δικιο ειχε...






Ολα σε εκεινον ηταν διαφορετικα.
Εγω ημουν διαφορετικη.
Κι ο εαυτος που αναδηθηκε απο μεσα μου, σαν να περιμενε μια ζωη αυτη τη στιγμη, ηταν ο πιο οικειος μου, κι ας μην τον ειχα δει ποτε ξανα.
Ολα αναμεσα μας τα εβρισκα γνωστα και με αρωμα προορισμου, σαν να τα ειχα κανει ηδη σε καθε προηγουμενη ζωη μου.


Τρομαξα πολυ.
Με τις σκεψεις μου κυριως, δεν τολμουσα να γραψω, να σκεφτω, να διαβασω ρομαντικα.
Μαζι του αποχαιρετησα τα αρλεκιν και γυρισα στους κλασικους, για να μπορει το μυαλο μου να κανει ενα διαλειμμα γυρω απο το ονομα του.

Παντοτε ειχα ενα βασικο θεμα εξοικειωσης, και ουσα τρομερα κυνικη στο θεμα του ερωτα δεν μπορουσα να ονειροπολησω με κανεναν το μελλον. Ακουγα τις φιλες μου να μιλουν αργα το βραδυ για τα πιο τρελα τους ονειρα, για παραλληλα συμπαντα, για ζωες μακρινες που αρχιζαν με ενα 'Αν', εγω δεν μπορουσα να σκεφτω τοσο μακρια.

Και ηρθες.
Με φιλησες στο κουτελο, και σε ειδα να με παρηγορεις.
Μιλουσες στο τηλεφωνο οταν οδηγουσες, και εγω εγειρα πισω και εκλεισα τα ματια μου.
Ακουμπησες το χερι σου στο γονατο μου, και ενα ριγος πρωτογνωρο με ελουσε,
Εγειρες στο στηθος μου κοιτωντας με και κοκκινισα.
Με φιλησες στην κοιλια, και ολα μεσα μου δεθηκαν κομπος.
Ειδα μπροστα, πολυ μπροστα.
Ειδα ενα καλοκαιρι, γεματο διαβασμα, θαλασσα και μια Αθήνα οι δυο μας.
Ειδα ενα φθινοπωρο γεματο μεταβασεις, μα ολα να μενουν ιδια.
Ειδα εναν χειμωνα με εκδρομες και επομενα βηματα.
Ειδα τρια χρονια αργοτερα.
Και δεκα.

Και τρελαθηκα. Η φιλη μου ειπε οτι ετσι κανουμε οι ανθρωποι οταν ερωτευομαστε πολυ, ονειροπολουμε.
Με τρομαζουν τα ονειρα μου, γιατι, οπως οσα γραφω, ετσι κι οσα σκεφτομαι εχουν στο μυαλο μου μια διασταση παραπανω, που τεινει να με πληγωνει με το ποσο αληθινη θα μπορουσε να ειναι.

Μπορω να το αγγιξω το μελλον μας, να το δω, να το γευτω, να το μυρισω, να ακουσω το γελιο, την οικεια σιωπη, να νιωσω το αυστηρο βλεμμα σου πανω μου, και το μειδιαμα σου κοντρα στον λαιμο μου.

Να με διεκδικεις παντα και παντου, να με συνετιζεις και να εισαι το ασπρο και το μαυρο, εγω θα ειμαι ολα τα αλλα.
Και να μην ανεχεσαι πολλα, να με μαλωνεις οταν κανω λαθη, και να αρχιζεις παντα ετσι.
"Ρε αγαπη μου δεν ειπαμε οτι..."
Και να σε εχω χασει στην δευτερη λεξη.

Καταλαβα οτι ολες οι σχεσεις μου με προοριζαν εδω.
Η παιδικη και αθωα, οι αδιαφορες, εκεινη η μια που παρα λιγο να με διαλυσει...
ολες οι ανασφαλειες, οι δευτερες σκεψεις, τα θεματα εμπιστοσυνης, οικειοτητας, η κυνικοτητα, ολα για να αντεξω εκεινον, κι αυτο γιατι μονο εγω μπορω να τον αντεξω και να τον θαυμαζω ταυτοχρονα για οσα ειναι, και παρα τα οσα δεν ειναι.
Και να σου πω ενα μυστικο;
Αξιζε.

Να με αντεχει και να τον αντεχω. Αυτο ευχηθηκα.
Ολα εδω με εφεραν και η μοιρα σαν ανεμου πνοη με πεταξε πανω σου.
Και καθε αγνωστο κομματι μου εμφανιστηκε, και κολλησε πανω στα μερη του εαυτου σου που δεν μπορουσες να κατανοησεις.
Εν τελει ην το παν, και ως παν εγω οριζω τον κοσμο μας.

Και ειρωνικα, οντως, μια εβδομαδα αργοτερα, την 7η μερα της δημιουργιας, ολοκληρωθηκε και ο κοσμος μου.

Κεφαλαιο λοιπον 78 :  Ο τελευταιος μου ερωτας.




Ciao Belllas!!!

Λοιπον;;;;;;;

Τωρα ειναι καλη η Μαγδα;

Πως σας φανηκε;

Εγω κλαιω...

Και κλαιω γιατι δεν ειναι το τελος ακομα, αλλα ναι....βασανιστηκαν πολυ! Και γραφοντας την ευτυχια τους σε αυτο το κεφαλαιο ενα κομματι μου ησυχασε.

Δεν ξερω αν σαν γραφη σας αρεσε γιατι ημουν σε πολυ μεγαλη ενταση οποτε δεν μπορουσα να καταλαβω αν βγαζω νοημα ή απλα γραφω λεξεις.

Ο Ορεστης την αγαπαει, και η πλευρα του ειναι η αγαπημενη μου.


Τα σχολια ολα δικα σας.


Σας αγαπω πολυ.


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top