Όποιος δεν θυμάται το παρελθόν του, είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει.

Η αγάπη είναι μια παγίδα. Όταν παρουσιάζεται, βλέπουμε μόνο το φως της, όχι τις σκιές της.
Paulo Coehlo, 1947-

Το φως ειναι η ηλεκτρομαγνητικη ακτινοβολια την οποια ανιχνευει ο οφθαλμος και εκλαμβανει ως αισθηση, η αιτια της ορασης.
H διαχυση αυτη λοιπον, φωτιζει τις μορφες των ανθρωπων και τους δινει μια εικονα.
Οποτε  ας συμφωνησουμε για αρχη σε κατι.
Ολα ειναι θεμα οπτικης.

Κατω απο ενα συγκεκριμενο φως, και σε μια συγκεκριμενη γωνια, αλλαζεις μορφη. Και μπορει καποιος να μην προλαβει να σε δει αλλιως. Ετσι στο μυαλο του θα μεινει αναλλοιωτη εκεινη η ελλιπης, στιγμιαια εικονα σου, και μαλλον δεν θα αλλαξει ευκολα.

Συχνα κανουμε το λαθος να πιστεψουμε οτι εχουμε μονο μια εικονα.
Αυτο ειναι λαθος, γιατι αν παρατηρησεις καλυτερα το πορτρετο σου, θα δεις απειρα pixels,με διαφορετικες μικρες εικονες σου.

Στα ματια της κολλητης μου ειμαι ευαισθητη και συμπονετικη.
Στα ματια των φιλων μου ειμαι δυναμικη και εχω καλο χιουμορ.
Η κοπελα που αγριοκοιταξα εκεινο το πρωινο στο αμφιθεατρο μαλλον νομιζει οτι ειμαι μια ξιπασμενη.
Η παρεα κοριτσιων που με αντιπαθουν εχει ενα σωρο ατασθαλιες μου να αναφερουν.

Η σερβιτορα που σταθηκε απο πανω μου οταν δεν μπορουσα να αποφασισω τι καφε θα πιω μαλλον πιστεψε οτι ειμαι αργοσχολη.
Ο κυριος που του φωναξα να κανει ακρη στις κυλιωμενες μαλλον θα σου πει οτι ειμαι νευρωτικη.

Η κυρια στο λεωφορειο που της εδωσα την θεση μου σκεφτηκε οτι ειμαι καλο παιδι.
Ενω η αλλη κυρια στο τρενο, που της εκανα παρατηρηση οταν εκλεισε το παραθυρο σκεφτηκε οτι καλο θα ηταν να κοιταζω την δουλεια μου και να σεβομαι τους μεγαλυτερους.

Για εκεινον που ειναι ερωτευμενος μαζι μου, ειμαι το πιο υπεροχο κοριτσι που εχει γνωρισει ποτε του.
Ενώ για τον αλλον, που του εμεινα απωθημενο, ή το εληξα νωρις ''δεν ειμαι και τιποτα ιδιαιτερο''.

Η γνωστη μου, που γελασαμε μαζι ζαλισμενες στις τουαλετες ενος κλαμπ, με σκεφτεται και χαμογελαει, ενω η αλλη γνωστη μου, που εκανα κατι με τον πρωην της για ενα βραδυ, με θεωρει ελαφρων ηθων.

Η μια γειτονισσα μου, που με βλεπει απο το παραθυρο να γραφω, να ακουω μουσικη και να διαβαζω, που βλεπει τις φιλες μου να καθονται στο σαλονι μου με κρασι και να βλεπουμε μαζι τηλεοραση, νομιζει οτι εχω την τελεια ζωη.

Η αλλη γειτονισσα μου, που με βλεπει απο το μπαλκονι, με εχει δει να κοιταζω το κενο με ακουστικα στα αυτια, να κλαιω με γυαλια ηλιου, να τσακωνομαι στο τηλεφωνο και να δοκιμαζω τσιγαρο, αναρωτιεται τι παει στραβα μαζι μου.

Ο νεαρος που εκανα κατι στο κλαμπ ενος νησιου και δεν του εστειλα ποτε ξανα, σιγουρα ειπε στους φιλους του οτι ημουν ευκολη.
Εκεινος ο αλλος, ο προηγουμενος, που εκανε τρια ραντεβου για να με φιλησει, κι αλλα τοσα για να με ριξει, θα σου πει οτι ειμαι δυσκολη μα αξιζω τον κοπο.

Η γιαγια μου θα σου πει οτι εχω χαρισμα και ταλεντο.
Η μαμα μου θα σου πει οτι εχω δυνατοτητες.
Η φιλολογος της τριτης γυμνασιου θα στριφογυρισει τα ματια.

Ο σκυλος μου θα τεντωσει τα αυτια μολις προφερεις το ονομα μου και θα κοιταζει γυρω γυρω για να με βρει.

Η γνωστη μου που απαξιωσα το ησσον ερωτικο της προβλημα θα με πει ξινη.
Ενω εκεινες οι κοπελες που ανωνυμα και πισω απο μια οθονη μου εμπιστευτηκαν τα προβληματα τους θα σου πουν οτι εχω καλη καρδια και φιλοτιμο. 

Επειτα, ρωτα τους ολους αυτους αν ειμαι καλος ανθρωπος.
Καποιοι θα σου πουν αβιαστα "Ναι!'' ( ο σκυλος θα γαβγισει)
Καποιοι θα το σκεφτουν λιγο και θα μουρμουρισουν "Καλη κοπελα φαινεται.''
Καποιοι θα γουρλωσουν τα ματια και θα σου πουν οτι ειμαι ενα κακο ατομο.

Οπότε, αλλαζα.

-----------------------------------------------------------------------------------------------

''Καλη χρονια !!'' η Ερμιονη αγκαλιασε σφιχτα την Κυβελη και την Φαιη εξω απο το μαγαζι που συναντηθηκαν μετα την αλλαγη του χρονου.

''Ευτυχισμενο το 2020!'' η ξανθουλα ανταπεδωσε και τα αγορια διπλα τους τις κοιταξαν απαθεσταστοι λες και δεν ειχε αλλαξει το ετος και ηταν ενα απλο Σαββατο. Βεβαια κι εκεινες ειχαν πιασει ψιλη κουβεντουλα στην μεση του δρομου, μονο μακιγιαζ δεν ειχαν διορθωσει ακομα.

''Κοριτσια η κρατηση μας ειναι στη 1 , θελετε να παμε;'' ο  Γιαννης τις πλησιασε ευγενικα.
''Ναι μισο λεπτο να πουμε κατι και ερχομαστε.'' του χαμογελασε η Φαιη.

Ο Βασιλης εν τω μεταξυ ειχε ηδη νευριασει που ολες ηταν ντυμενες για πιστα, που ο Ορεστης ακυρωσε τελευταια στιγμη και που ο Κωνσταντινος γκρινιαζε για το μαγαζι, οποτε δεν σκοπευε να κανει κι αλλη υπομονη.
''Η ΩΡΑ ΕΙΝΑΙ 1.10! Δεν θα περιμενουν εμας!''με μεγαλες δασκελιες κινηθηκε προς το μερος τους και διελυσε το μικρο πηγδακι πιανοντας την Κυβελη και την Ερμιονη.

''Τι αγριανθρωπος που εισαι!'' παραπονεθηκε η δικηγορινα που χρειαστηκε να τον πιασει αγκαζε για να μην πεσει κατω.Ο ξανθος φιλος της μειδιασε  και εγειρε προς το μερος της για να μην ακουστει.
''Και τον Ορεστη ετσι τον ελεγες. Να ανησυχω;''

Η κοπελα τον χτυπα στο μπρατσο πριν τον αφησει.
''Χυδαιε!'' η Ερμιονη διπλα του χαζογελασε,εμπλεξε τα δαχτυλα τους τρυφερα και του εκανε νοημα να σταματησει.
''Λες και δεν σκεφτηκες το ιδιο.'' μουρμουρισε μεσα απο τα δοντια του.

Ο Κωνσταντινος ετεινε τον αγκωνα του προς το μερος της κοπελας που μετα χαρας δεχτηκε την βοηθεια του.
Προχωρησαν οι εξι τους προς το γνωστο κεντρο διασκεδασης.
''Κριμα που λειπει ο Ορεστης.'' σχολιασε η Φαιη και η Κυβελη κατσουφιασε.Ο βιολιστης εφυγε στις 30 πρωι και θα εμενε για δυο μερες στην Θεσσαλονικη.

Ο Γιαννης κοιταξε εκεινη την στιγμη τον Κωνσταντινο πανω απο τον ωμο του ενω ο Βασιλης ξεροβηξε.
''Εχει συγγενεις εκει, επρεπε να παει για δυο μερες.'' τον δικαιολογει ο πρωτος.

''Μην αποθρασυνεσαι εσυ ομως.'' την προειδοποιησε ο πιο κτητικος απο ολους καθως προσπερνουσε χαλαρος την ουρα. Ο Βασιλης ειχε πολλους φιλους PR σε κλαμπ και στιγμες οπως εκεινη τους ηταν τρομερα χρησιμοι.
''Εγω;'' αναφωνησε η Κυβελη ομως μεσα της χαρηκε που ο Ορεστης ειχε πει στους φιλους του για την μικρη τους 'προσπαθεια'.

''Ναι εσυ!'' της εκανε νοημα ''Σε παρακολουθω στενα.'' 
Οι αλλες δυο κοπελες γελασαν.

Ο πορτιερης φωναξε τον φιλο του Βασιλη, που οι υπολοιποι αναγνωρισαν ως 'περιεργο αγνωστο που στραγγιξε ολα τα ποτα στο παρτι του Βασιλη' .

Η βραδια κυλησε ομορφα, με την δικηγορινα τις στιγμες που ενιωθε εκνευρισμενη που ο Ορεστης ελειπε να θυμαται το τηλεφωνημα του στις 00.15, λιγο αφοτου το νεο ετος εκανε θραμβευτικη εισοδο.
Καλη Χρονια δικηγορινα.

Περυσι τετοια εποχη, ειχε λαβει ενα τελειως διαφορετικο τηλεφωνημα. Μα το καρτερουσε ισαξια με εκεινο του βιολιστη, που την αφησε να χαμογελα σαν χαζη κατω απο το υποψιασμενο βλεμμα της Ιφιγενειας.
Το πικαπ  βρισκοταν πλεον στο δωματιο της σε προνομιακη θεση, διπλα στον δισκο και περιμενε στωικα να βρει λιγο χρονο να ακουσει τα τραγουδια.

Ηπιε το ποτο της χαλαρη, χορευοντας στον ρυθμο του cali swag district με την Φαιη και την Ερμιονη που τα εδιναν ολα , τον Κωνσταντινο που κοιτουσε ο,τι περνουσε και τον Γιαννη με τον Βασιλη, που ειτε χορευαν με τα κοριτσια, ειτε επιναν, ειτε μιλουσαν με τους γνωστους τους απο την διπλανη παρεα.

Τους κοιταξε ολους, εναν προς εναν, και αναλογιστηκε ποσο τυχερη ηταν που βρισκοταν εκει μαζι τους.Ειχε μια οικογενεια που αγαπουσε μια  υπεροχη παρεα και μια σχεση που μολις αρχιζε.
Ενιωθε τυχερη.

----------------------------------------------------------------------------------

Κοιμοταν πανω του ησυχη.
Ο Ορεστης της χαιδευε τα κοντα μαλλια αργα και σταθερα για να την νανουρισει.
Ανεπνεε βαθια πανω στο στερνο του και ειχε ακουμπουσει  το κεφαλι της με τροπο τετοιο ετσι ωστε να ακουει την καρδια του.
Εκλαψε οταν τον ειδε, τον αγκαλιασε σφιχτα και δεν τον αφηνε.Ο βιολιστης ενιωσε κατι να ραγιζει μεσα του στην εικονα της. Ετσι η μονοημερη εκδρομη εγινε διημερο.

Ποτέ δεν ηθελε να φευγει και παντοτε ρωτουσε αν μπορουσε να την παρει μαζι του. Μα μεσα του ηξερε οτι κατι τετοιο ηταν ανεφικτο. Οι καβγαδες του με την Αφροδιτη ηταν αναριθμητοι.
Οποτε αρκουνταν πλεον σε αυτο, λιγες εβδομαδες τον χρονο. Λες και οταν εφευγε δεν ηταν πιο δυστυχισμενος απο οτι οταν ελειπε...

Τα ματια της ηταν πρησμενα απο το κλαμα και τα χειλη της ακομα ετρεμαν.Την κρατησε πιο σφιχτα, φοβουμενος παραλληλα μην την τραυματισει.
Καθε φορα που την εβλεπε του φαινοταν ολο και πιο διαφορετικη, μεγαλυτερη, ωριμοτερη, σαν οι μηνες να ηταν χρονια ολοκληρα. Κι εκεινος αλλαζε, αλλο που εκεινη δεν μπορουσε να το καταλαβει, το διαισθανοταν βεβαια, σαν να μπορουσε να το μυρισει στον αερα, ή να το δει στα ματια του.

Το μεγαλο διαμερισμα στον 5ο οροφο ειχε θεα στην Αριστοτελους και καπου στον ουρανο εβλεπε τα πυροτεχνηματα που 20 λεπτα μετα την αλλαγη του χρονου ακομα φωτιζαν το απεραντο μαυρο.
Κι ολως περιεργως, εκεινη την χρονια, του ηταν πιο δυσκολο να περασει την αλλαγη ετους μαζι της, γεγονος για το οποιο αυτομαστιγωνοταν. Αλλα η σκεψη της Κυβελης στην Αθηνα τον τραβουσε προς τα κατω.

Την κοιταξε παλι, σαν σηκωνε τα βλεφαρα της, χανοσουν στο γαλαζιο,  χρωμα ιδιο με εκεινο στο αριστερο του ματι.
Οι πυκνες μπουκλες της χαιδευαν τα δαχτυλα του και η θερμη της τον ζαλιζε λιγο.
''Συγγνωμη Ιασμη μου,σ'αγαπω πολυ.'' φιλησε απαλα το κουτελο της και εκεινη αναστεναξε, κανοντας τον να χαμογελασει.

Ιασμη, σαν το λουλουδι.

-----------------------------------------------------------------------

Στην μεζονετα καπου στο Κολωνακι, ο χρονος αλλαξε μετα μουσικης και του ηχου που κανει ο φελλος οταν ελευθερωνεται απο το μπουκαλι.
Η Εβελινα ηταν τρομερη οικοδεσποινα, λαμπερη μεσα στο λευκο της φορεμα μεχρι το γονατο και με τα μαλλια ψηλα, ωστε να αναδεικνυονται τα σμαραγδι της σκουλαρικια, δωρο δικο του.

Τα παιδια τους στην γιαγια, η τσοχα στρωμενη στο τραπεζι και ετοιμη για ποκερ με 10, ενω οσοι δεν επαιζαν επιναν και μιλουσαν στο σαλονι, και λιγοι τολμηροι προτιμησαν την βραδια παιχνιδιων της συζυγου του οικοδεσποτη.
Τα ρεβεγιον του Δελη εμεναν παντοτε αξεχαστα. Μα εκεινη την χρονια δεν μπορουσε να το απολαυσει, οσο και να προσπαθουσε το μυαλο του πλανοταν σε εκεινη.
Που ηταν, τι εκανε και με ποιον, αν εκλαιγε και στενοχωριοταν.
Ηταν σιγουρος πως η Κυβελη ηταν κομματια.

Αλλα ο χρονος του εληγε εκει. Οι 7 μερες που νοητα της προσεφερε εληξαν.Οποτε ο Σπυρος Δελη ανεβηκε στον πανω οροφο αφορμωμενος τηλεφωνημα σε συνεργατη για ευχες και πληκτρολογησε τον αγαπημενο του 10ψηφιο αριθμο.

Οταν η γνωστη φωνη ακουστηκε απο την αλλη γραμμη να του λεει οτι ο αριθμος που καλουσε ηταν κατειλλημενος δεν ανησυχησε καθολου. Το θεωρησε φυσιολογικο να μιλαει.
Δεκα λεπτα αργοτερα παλι το ιδιο.
Και μια ωρα αργοτερα επισης.
Ηθελε να πεισει τον εαυτο του οτι απλως μιλαει, αλλα βαθια μεσα του ηξερε οτι κατι τετοιο δεν ισχυει. 
Στις 1:25 καλεσε αλλη μια φορα, μα οταν η συνεβη ακριβως το ιδιο, εκνευρισμενος αγριοκοιταξε την οθονη, λες και θα του ελεγε την αληθεια.Μια σκεψη, πιο πολυ απελπισιας, παρα στρατηγικης, φωτισε το μυαλο του.Επιασε το σταθερο τηλεφωνο του γραφειου του.Πατησε τη διεση, τους αριθμος -3,1- , παλι την διεση και επειτα τον αριθμο της.

Οταν την φορα εκεινη, αρχισε να χτυπαει, η καρδια του βαρυνε.
Με μπλοκαρε;Πως τολμησε;

Μια ξαφνικη βαβουρα γεμισε την αλλη γραμμη, μουσικη, μπασο, φωνες.Ηταν σε κλαμπ. Αυτο ηταν που τον εξοργισε παραπανω απο οτι πριν.Η Κυβελη υποτιθεται οτι ηταν διαλυμενη, τοσο γρηγορα τον ξεπερασε; Ουτε που σκεφτηκε ξανα για εκεινον τον αλλον που του ελεγε.
Εσφιξε τα δοντια.

''Ναι;Ποιος ειναι;'' η φωνη της του ακουστηκε γαργαρη και ...φυσιολογικη;
Ενιωσε μια σκοτοδινη.Ξεσφιξε την γραβατα του και εγειρε πανω στο γραφειο του. Τρελαθηκε.
Το εκλεισε αποτομα. Εμεινε να αφουγγραζεται την κομμενη γραμμη.
Πως...πως γινεται;

Ο Σπυρος Δελης, την πρωτη μερα του νεου ετους ενιωσε κατι μεσα του να μαυριζει, λιγο, μα επαρκως. Δεν υπηρχε στο μυαλο του κανεις και τιποτα που θα μπορουσε να σταθει εμποδιο αναμεσα σε εκεινον και την Κυβελη και δεν θα επετρεπε τιποτα να τους χωρισει.

''Αγαπη μου;''η Εβελινα στεκοταν στο κατωφλι της πορτας και τον παρατηρουσε καπως ανησυχη.Η εκφραση της τον εβγαλε απο τον ληθαργο του.Αμεσως φορεσε το πιο αληθινο του χαμογελο.
''Ολα καλα.'' την διαβεβαιωσε την ωρα που εσβηνε τον αριθμο απο το ιστορικο του τηλεφωνου.
Εβαλε το κινητο του στην τσεπη και κινηθηκε προς το μερος της συζυγου του.Περασε το χερι του γυρω απο την μεση της και τραβωντας την λιγο προς το μερος του ακουμπησε ενα μικρο φιλι στα χειλη της.
''Σιγουρα;''η Εβελινα μπορουσε να καταλαβει οτι κατι πηγαινε λαθος.
Στο μυαλο της τον ηξερε πολυ καλα.Ωστοσο, ηξερε τελεια μοναχα το προσωπειο που της εδειχνε.Ποσο ειρωνικο ειναι αυτο;

--------------------------------------------------------------------

''Μπορεις εστω να χαμογελασεις;'' η Κυβελη ρωτησε με σφιγμενα δοντια καθως η Φαιδρα εμπαινε στο γκαραζ του σπιτιου στο Κεφαλαρι.
''Γλυκια μου ειμαι με 4 ωρες υπνο, και που ξεχωρισα το γκαζι απο το φρενο και ηρθαμε μεχρι εδω τον σταυρο σου να κανεις!''της απαντησε και παρκαρε ατσαλα.

Το νεο ετος εκανε ηρωικη εισοδο, ωστοσο η πρωτη του νεου μηνα, τους βρηκε ολους ερειπια. Και μεσα σε ολα αυτα, η Κυβελη και η Φαιδρα ειχαν το καθιερωμενο τραπεζι στον πατερα τους.
Το κουτι με το ζεστο σιροπιαστο στα ποδια της την κοιμιζε κι αλλο ενω η αδελφη της επιτηδες ειχε ανοιξει την θερμανση του αυτοκινητου στο τερμα, σε μια ελπιδα οτι η δικηγορινα να κοιμηθει και να μην χρειαστει να πανε.

Ξεφυσηξε και ανοιξε την πορτα.
''Παμε, οπως ειπαμε ετσι;'' επιβεβαιωνει για χιλιοστη φορα και η αδελφη της στριφογυριζει τα ματια.

''Ναι!Θα ειμαι ευγενικη,ελεος πια!'' ανοιξε την πορτα και βρηκε εξω, βροντωντας την πισω της με κροτο.
Ενας πονοκεφαλος της υπενθυμισε οτι ηταν ωρα για τον δευτερο καφε της και εναπεθεσε τις ελπιδες της στην Σοφια.

Οταν ανοιξε την πορτα η Ελσα και επεσε πανω τους καταενθουσιασμενη, τοτε μονο η Φαιδρα χαμογελασε, εστω και νευρικα.
''Καλη χρονια !'' τσιριξε σχεδον και η Κυβελη την φιλησε στο μαγουλο καθως το κοριτσακι περασε τα χερια του γυρω απο τον αυχενα της.Την σηκωσε στην αγκαλια της με κινδυνο να της πεσουν τα γλυκα.

''Ελσα θα τα ριξεις κατω τα κοριτσια!'' η γλυκια φωνη της Σοφιας ακουστηκε καπου στο βαθος και αμεσως εμφανιστηκε, απλη μα πανεμορφη, η συζυγος του πατερα τους, με ενα χαμογελο υπερβολικα μεγαλο.
''Καλη χρονια Σοφια μου!'' η Κυβελη της εδωσε τα γλυκα και την φιλησε σταυρωτα, ενω η αδελφη της απλα της χαμογελασε βεβιασμενα περνωντας μεσα στο σπιτι και κλεινοντας την πορτα.

Ο στολισμος ηταν οπως καθε χρονο, λιτος αλλα πανεμορφος και εκανε την Κυβελη να πιστευει οτι ο πατερας της οντως βρηκε το ετερον ημισυ. Ηταν γνωστο οτι τον ταλαιπωρουσαν τα πολλα φωτακια, οι γιρλαντες και τα διακοσμητικα.Θυμοταν τα παιδικα της Χριστουγεννα να τα περνα βλεποντας την μητερα της να κρεμαει ενω τον μπαμπα να ξεκρεμαει τα περιττα και 'αντιαισθητικα'.

Λες και ειχε ακουσει την σκεψη της, ο Δημητρης κατεβηκε την σκαλα και χαρισε στις κορες του ενα χαμογελο μαλλον ανακουφισης που ηρθαν και οι δυο.
''Κοριτσια μου'' ανοιξε τα χερια του και η Κυβελη νοητα πειθαναγκασε την Φαιδρα να πλησιασει. Η κοπελα αγκαλιασε τον πατερα τους στιγμιαια και γρηγορα.

''Περαστε καθιστε, μην στεκεστε στην εισοδο.'' η Σοφια τους εκανε νοημα να περασουν στο σαλονι ενω η Ελσα στεκοταν διπλα στην Κυβελη σαν βδελλα.
''Να σου δειξω τι μου πηρε ο αγιος Βασιλης;''την ρωτησε ενθουσιασμενη και η δικηγορινα αμεσως της εγνεψε θετικα, δινοντας της το κινητρο να τρεξει μεχρι την σκαλα που ηταν το δωματιο της.
''Προσοχη στα σκαλια!'' ο Δημητρης την μαλωσε απαλα, και οι δυο κοπελες ασυναισθητα επνιξαν ενα γελακι, η μια πιο νοσταλγικο και η αλλη πιο πικρο.

''Να βαλω καφε φυσικα.'' η Σοφια  πηγε στην κουζινα αφηνοντας τους μονους, μαλλον στρατηγικα.

''Πως περασατε την αλλαγη του χρονου; Βγηκατε;'' ρωτησε ο πατερας τους,ανακαθισε στην λευκη πολυθρονα και κοιταξε πρωτα την Κυβελη με τους μαυρους κυκλους μεχρι τα μαγουλα, κι επειτα την Φαιδρα, που εμοιαζε ιδιαιτερα εκνευρισμενη εκεινη την μερα.
''Προφανως και βγηκαμε.'' απαντησε η μικροτερη με υφος.

Αν τσακωθουν παλι εγω τα παραταω, κλαψουρισε απο μεσα της η Κυβελη και την ιδια στιγμη εφτασε η Σοφια με εναν τεραστιο δισκο που μυριζε καφε φιλτρου με αρωμα φουντουκι.
Σε δευτερολεπτα εγινε η αγαπημενη της στον χωρο.

''Που πηγατε;'' επεμεινε ο Πολιτης.Η κοκκινομαλλα ειδε τον εκνευρισμο να συσσωρευεται στο προσωπο της αδελφης της οποτε αποφασισε να παρεμβει.
''Εγω πηγα στο block και η Φαιδρα studio 24.''μουρμουρισε και γυρισε προς το μερος της Σοφιας που εβαλε απο την κανατα αχνιστο καφε στην κουπα που η Κυβελη παντα προτιμουσε.
''Το ρεβεγιον πως πηγε;'' ρωτησε σε μια προσπαθεια να αλλαξει θεμα.

Η γυναικα απεναντι της εμοιαζε εξισου προθυμη για αυτο.
''Πηγε πολυ καλα, αν και μαζευα μεχρι τις 7 το πρωι.'' γελασε κουρασμενη, δειχνοντας οτι αξιζε.
''Εσεις πηγατε στην μαμα σας 28 του μηνος;'' στην ερωτηση του πατερα της η Φαιδρα εκανε να απαντησει κατι που εμοιαζε εκ προοιμιου κακο, αλλα για καλη τυχη ολων, σαν σιφουνας μπηκε στο σαλονι η Ελσα, με μια αγκαλια κουκλες.

''Ολες αυτες πηρες; Ουαου!'' η Κυβελη της εκανε χωρο να κατσει διπλα της στο μεγαλο λευκο καναπε πινοντας παραλληλα μια γουλια καφε. Κοιταξε την Σοφια με ευγνωμοσυνη.

''Ναι, αυτη ειναι η barbie fashionista, αυτη η barbie σπα...'' της εδωσε τις δυο πρωτες κουκλες να τις δει και με την σειρα της τις περασε στην Φαιδρα με ενα προειδοποιητικο βλεμμα.
Ειναι επτα χρονων.

Οι λεξεις αβολο και τεταμενο ειναι λιγες για να περιγραψουν το κλιμα την ωρα του φαγητου.Η Σοφια εκανε φιλοτιμες προσπαθειες να ανοιξει συζητηση και ολα ηταν υπεροχα, το φαγητο, τα συνοδευτικα, το γλυκο μετα. Ο πονοκεφαλος της Κυβελης ολο και αυξανοταν ενω κοιτουσε μια προς την αδελφη της και μια προς τον πατερα της που ανταλλασαν εντονα βλεμματα.

''Και ποτε θα επιστρεψεις Θεσσαλονικη;'' την ρωταει η Σοφια, μεγα λαθος.
Η Φαιδρα της ριχνει ενα υφος φωτια, που διολου υποχωρει οταν η δικηγορινα την σκουνταει κατω απο το τραπεζι.

''Βιαζεστε να με διωξετε;''ρωταει κοφτα.Η γυναικα απεναντι της γελα νευρικα.
''Οχι φυσικα, απλως αναρωτιομουν, θα μπορουσαμε να παμε μια απο αυτες τις μερες και για καφ-''

''4 Ιανουαριου φευγω.'' απανταει κοφτα και η Ελσα κοιταζει την Κυβελη μπερδεμενη.
Η κοπελα ξεροκαταπινει και ο πατερας τους αγριοκοιταζει την αδελφη της.

''Μιας που λεμε για καφε, θελει πολυ η Ερμιονη να παμε, λατρεψε το αρθρο σου, δηλωνει θαυμαστρια.'' της χαμογελαει και η συζυγος του πατερα της γνεφει σχεδον ανακουφισμενη που την εβγαλε απο την δυσκολη θεση. Ο Πολιτης γρηγορα μπαινει στο κλιμα.

''Ποιο απο ολα;'' ρωτα ολο ενδιαφερον. Η Φαιδρα μουρμουριζει κατι μα ολοι το αγνοουν.
''Εκεινο για την καθαιρεση του Τραμπ''απαντα η Κυβελη και συντομα η Σοφια κανει στον συντροφο της μια περιληψη.

Η ωρα παει αισιως 3 χωρις εντασεις και η Φαιδρα τρωγωντας ανορεκτα το γλυκο της κοιτα καθε λιγο και λιγακι το κινητο της, περιμενοντας να περασει η ωρα για να φυγουν.Στιγμες οπως εκεινη η δικηγορινα θελει να την πιασει απο το αυτι και να της πει να σταματησει να φερεται σαν κακομαθημενο παλιοπαιδο, μα δεν ειναι σιγουρη αν μπορει να την νικησει σε μια πιθανη μαχη.

''Κυβελη θελεις καφε;Εγω νομιζω το χρειαζομαι.''ξεφυσαει η γυναικα και ακουμπα τα τελευταια πιατα στον νεροχυτη για αργοτερα. Η Ελσα ζωγραφιζει κατι στο δωματιο της και η Φαιδρα μιλαει στο κινητο στο μπαλκονι, σιγουρα περι ανεμων και υδατων.
''Η αληθεια ειναι πως ισως κοιμηθω σπιτι...'' αμεσως θυμηθηκε οτι το προηγουμενο βραδυ φιλησε ατσαλα τον Βασιλη στο μαγουλο για 'Χρονια πολλα' και του υποσχεθηκε ξεφρενο παρτι εκεινη την μερα.
''Καντον εξτρα δυνατο.''

Εκεινη γελαει και γνεφει καταφατικα αρχιζοντας να ετοιμαζει την καφετιερα. Φαινεται οτι προσπαθει να μεινει χαμογελαστη και ευχαριστη. Μπορει η ατιθαση κορη του συζυγου της να μην της ειπε κατι, αλλα το βλεμμα και η απαξιωση της ηταν μαχαιρια στην καρδια. Αντιθετα, η Κυβελη, παντοτε πιο συγκαταβατικη και ευγενικη, της ειχε ανοιχτει και εχτιζαν σιγα σιγα μια ομορφη σχεση.

''Μην το παιρνεις κατακαρδα.'' της λεει ψιθυριστα σχεδον μπερδευοντας την.
Η Σοφια γυρνα να την κοιταξει.
''Ποιο απο ολα;'' ρωτα ταχα χιουμοριστικα.

''Την συμπεριφορα της Φαιδρας. Μην την παιρνεις κατακαρδα, δεν θυμαται τα γεγονοτα...ουτε το τι εγινε μετα.'' εξηγει αοριστα. 

Η ειρωνια σε αυτο ηταν πως ουτε η ιδια γνωριζε στην πραγματικοτητα πολλα, αλλα συγκριτικα με την μικροτερη αδελφη της ηξερε αρκετα για να συμπονεσει τον πατερα της, ή μαλλον να τον συγχωρεσει. Η συμπαθεια της προς την Σοφια ηταν λογικο επομενο της ταυτισης που ενιωθε μαζι της, αλλα ακομη και τωρα, παυοντας να ειναι το τριτο προσωπο, ενιωθε μια ειλικρινη εκτιμηση για την γυναικα του πατερα της.

Η Σοφια μελαγχολει στιγμιαια.
''Δεν περιμενω να μου φερεται ομορφα, την δικαιολογω.'' 
Η Κυβελη στριφογυριζει τα ματια της.
''Κακως, πρεπει να εχεις λιγο τσαμπουκα μαζι της, αλλιως σε καβαλαει.'' την συμβουλευει ξεροντας ομως οτι μιλαει στο κενο. Δεν ειχε τα κοτσια ουτε να αντιμιλησει, ποσο μαλλον να πουλησει πνευμα.

Την μικρη τους συζητηση σπαει το προσωπο του ενδιαφεροντος, που εισερχεται στην κουζινα φορωντας παραλληλα το παλτο της.

''Φευγω.Τα λεμε.'' τους ανακοινωνει κοφτα και δεν κανει καν τον κοπο να χαμογελασει.
Η κοκκινομαλλα της κανει νοημα, το οποιο αγνοει επιεικως.Η Σοφια διπλα της ομως δεν χανει το γλυκο της υφος.

''Τοσο νωρις; Εισαι κουρασμενη βεβαια...χαρηκα πολυ που ηρθες.'' της λεει και φαινεται να το εννοει οντως. Η Κυβελη μεσα της θελει να την παρει μια αγκαλια. 

''Ναι...τελος παντων.'' κοιταζει την αδελφη της.
''Να σε παω;'' 
''Στον μπαμπα το ειπες οτι φευγεις;'' ρωτα η μια την αλλη ταυτοχρονα.
''Ναι'' την προκαλει.

Η δικηγορινα μεσα της ξερει οτι ο Πολιτης συμφωνησε μονο και μονο για να μην τσακωθει μαζι της.
''Θα μεινω λιγο ακομα.''της απαντα χαλαρα.
''Οπως θες.'' ανασηκωνει τους ωμους χαλαρη και βγαινει απο την κουζινα διχως αλλη κουβεντα.
Ταυτοχρονα ενα βαρος σηκωνεται απο τους ωμους της Κυβελης, που πλεον δεν χρειαζεται να ανησυχει για επερχομενο καβγα απο λεπτο σε λεπτο.

Ακουει μικρα γρηγορα βηματα να κατεβαινουν την σκαλα και επειτα τον πατερα της να κανει παρατηρηση για αυτο ακριβως απο το σαλονι.Χαμογελαει.
Μερικα πραγματα δεν αλλαζουν ποτέ.

Η Ελσα εντρομη μπηκε στην κουζινα. Μολις ειδε την Κυβελη ηρεμησε καπως.
''Νομιζα οτι φυγατε χωρις να πειτε γεια''παραπονεθηκε και η κοπελα εσκυψε για να την αγκαλιασει.

''Υπηρχε περιπτωση να φυγω χωρις να φτιαξουμε προγραμμα για την επομενη βολτα μας και να βρουμε ρουχα;'' την ρωτα κοιτωντας μεσα στα πρωτα ματια που αγαπησε οταν ηταν μικρη, του πατερα της.

Το κοριτσακι περασε τα χερια γυρω απο τον αυχενα της και την εσφιξε σε μια αγκαλια.
''Η Φαιδρα εφυγε γιατι την πηραν τηλεφωνο για κατι επειγον.'' της εξηγει και η Ελσα γνεφει συγκαταβατικα.
Μυρισε το γλυκο αρωμα που ειχε απο το σαμπουαν και το μαλακτικο της και της χαιδεψε την πλατη.

Μια ωρα αργοτερα καθοταν στον καναπε και μιλουσε με τον πατερα της για την σχολη και τα μαθηματα που θα εδινε. 
Το κεφαλι της βουιζε, ο πονοκεφαλος σαν τυμπανο επαιζε εναν περιεργο ρυθμο μεσα στο κεφαλι της και αρχισε να νυσταζει απελπιστικα πολυ. Το φαγητο στο στομαχι της και η θερμη του σπιτιου την εκαναν να θελει να γειρει στον καναπε.
Αυτο δεν περασε απαρατηρητο απο τον αντρα απεναντι της. Χαμογελασε τρυφερα στην κορη του.

''Να σε παω σπιτι;'' προσφερεται και κανει να σηκωθει να παρει τα κλειδια του αυτοκινητου του. Η Ελσα εχει πει ηδη αντιο και βρισκοταν στον πανω οροφο με την Σοφια διαλεγοντας μπιτζαμες.

Την ιδια στιγμη ομως χτυπησε το κινητο της.
Βιολιστης της κακιας ωρας
Ειδε το εικονιδιο του Ορεστη και η καρδια της εχασε δυο χτυπους.
Αποφασισε να γυρισει πισω;

Ειμαι Κεφαλαρι,θες να περασω να σε παρω;

Και ως δια μαγειας ενα χαμογελο τρυπωνει στα χειλη της.Οχι μονο γυρισε, αλλα ηρθε και να την σωσει,θυμηθηκε το ποσο ειχε γκρινιαξει για εκεινο το 5ωρο σε εμπολεμη ζωνη.

Οσο πιο γρηγορα μπορεις.

Εν τω μεταξυ, ο πατερας της την κοιτουσε περιμενοντας μια απαντηση.
''Φευγεις;'' ψιθυρισε η  Σοφια καθως κατεβαινε την σκαλα.
Κοιταξε μια τον εναν μια τον αλλον σκεπτομενη αν επρεπε να πει την αληθεια.
''Μου εστειλε ο Ορεστης μηνυμα οτι ειναι κοντα, οποτε θα με γυρισει εκεινος.'' και ξεροντας οτι αυτο δεν αρκουσε γυρισε προς το μερος του πατερα της.
''Μην βγαινεις κι εσυ απο το σπιτι μεσημεριατικα'' προσθετει και η Σοφια γελαει με το βλεμμα του πατερα της.

''Ο Ορεστης;Ο Νικαλαϊδης;'' ρωτα σοβαρος.
Αν μου πει παλι για τον αδελφο του θα νευριασω.

''Ναι μπαμπα, τον ειδες πριν ενα μηνα...'' το αφησε μετεωρο και κινηθηκε προς τον καλογερο που βρισκοταν το παλτο και η τσαντα της.

Ο Δημητρης βαζει τα χερια του στις τσεπες του παντελονιου  και την κοιτα εξεταστικα.
''Αλιμονο...τον θυμαμαι, απλα δεν ηξερα οτι ειχατε τοσο καλες σχεσεις'' τονιζει την τελευταια λεξη ελπιζοντας να την ταρακουνησει.
Η Κυβελη το επαιξε ανηξερη.
''Απλα βγαινουμε, δεν ειναι κατι ιδιαιτερο.'' απαντησε και εν μερει το εννοουσε.

''Μηπως να ανεβει πανω για εναν καφε;'' η Σοφια επενεβη μα το βλεμμα κινδυνου που της εριξε η Κυβελη την εκανε να το μετανιωσει.
''Οχι καλυτερα αστο...ειναι και μεσημερι...'' μουρμουριζει.

''Ξερεις οτι τον εχει ηδη οντισιον για την συμφωνικη του Αμστερνταμ σε εναν χρονο ετσι;''την ρωτα το προφανες και η Κυβελη ζαρωνει ελαχιστα.
Σε λιγοτερο απο εναν χρονο.

''Μιλησα με τον πατερα του τυχαια για μια υποθεση.Δεκεμβριο ληγει η συμβαση του και τον Φεβρουαριο υπογραφει στο εξωτερικο.'' συνεχιζει και η κοπελα ξεροκαταπινει. Ξαφνικα νιωθει την καρδια της να ποναει.
Πως το ξεχασα αυτο;Βεβαια δεν θα κρατησει τοσο.

Η Σοφια βλεποντας την να χανει το κεφι της, και τον συζυγο της να δαγκωνεται που ειπε τιποτα επεμβαινει.
''Καλε ας μην προτρεχουμε,βγαινουν μονο! Αν ολα πανε καλα θα το συζητησετε του χρονου τετοια εποχη που με το καλο θα περιμενεις να ορκιστεις'' ακουμπα το χερι της στον ωμο της Κυβελης καθησυχαστικα.
Σωστο κι αυτο.

Πηρε μια βαθια ανασα.Τους κοιταξε σαν να επρεπε σε εκεινους να δικαιολογηθει.
"Δεν ειναι κατι σοβαρο''
Και μεσα της ηχησαν και τα λογια του ιδιου, ''Ας το δοκιμασουμε''
Δοκιμη ειναι, θα αποτυχει μαλλον, οποτε μην το σκεφτεσαι.

''Μην το σκεφτεσαι Κυβελη εχει δικιο η Σοφια.'' ο Δημητρης νιωθει ξεκαθαρα  αβολα να μιλαει για αυτο.
''Ποτέ δεν ξερεις πως τα φερνει η ζωη, μπορει να μεινει εδω, λειπει και πολλα χρονια αλλωστε, του λειπουν οι δικοι του.'' της λεει και η κοπελα τον κοιτα εξεταστικα για να επιβεβαιωσει οτι λεει την αληθεια.

Παει να απαντησει αλλα την ιδια στιγμη χτυπαει το κινητο της.Το βουητο στα ακροδαχτυλα της λειτουργει ως υπενθυμιση οτι μαλλον πρεπει να βγει εξω.

Αν εχεις την ευγενη καλοσυνη ελα εξω.

Στριφογυρισε τα ματια της στο πνευματωδες μηνυμα του.
Κοιταξε παλι το ζευγαρι.Ο πατερας της την κοιτουσε σκεπτικος, σιγουρα θα ηθελε να εμενε μονη της μεχρι να παρει πτυχιο, και ηξερε καλα οτι καθε ατασθαλια της θα επεφτε στους ωμους του Ορεστη.

Φιλησε την Σοφια σταυρωτα και αγκαλιασε τον πατερα της.
''Τα λεμε συντομα.'' μουρμουρισε και κατεβηκε τα σκαλια για τον κηπο και το υπαιθριο γκαραζ με τα δυο αυτοκινητα, τρια αν μετρησεις το μαυρο τζιπ του βουνου, μεσα στο οποιο ηταν ο Ορεστης.
Η καρδια της χτυπησε πολυ δυνατα.
Δεν θα κρατησει πολυ, αλλα θα κανω τον χρονο να μετρησει αποφασιζει την ιδια στιγμη.
Ξεχωριζει την γεροδεμενη του μορφη στην θεση του οδηγου και θα ορκιζοταν οτι ειδε τις μπουκλες του.

Μια γλυκια προσμονη την γεμισε και σαν να ξυπνησε αποτομα αρχισε να επιταχυνει το βημα της μεχρι να ανοιξει την πορτα του συνοδηγου και μπει μεσα.Και φυσικα, φορωντας γκρι φουτερ, μαυρη φορμα και all-star, με ενα αρωμα κανελας διαχυτο στον χωρο και ενα μειδιαμα με λακκακια, ο Ορεστης Νικολαϊδης ειχε γειρει  χαλαρος και την περιμενε σε ολο του το μεγαλειο.

''Καλως την ομορφοτερη δικηγορινα του κοσμου.'' κοροιδεψε μαλλον τους μαυρους κυκλους κατω απο τα ματια της, μα η κοπελα τον αγριοκοιταξε μονο στιγμιαια, καθως μπηκε μεσα στο ζεστο αυτοκινητο και εκλεισε την πορτα πισω της.

''Πως περασ-''
Απροσδοκητα τον επιασε απο το φουτερ και τον τραβηξε προς το μερος της αιφνιδιαζοντας τον.Συνεθλιψε τα χειλη του με τα δικα της και εσπρωξε την γλωσσα της στο στομα του, μπηκε μεσα στην κανελα και βογγηξε οταν τα μαλακα του χειλη καλυψαν τα δικα της.Ο Ορεστης συντομα πηρε μπρος και τυλιξε το χερι του γυρω απο την μεση της τραβωντας την κι αλλο πανω του.

Βαθυνε το φιλι τους.Ενιωθε περιεργως οικεια και σωστα. Ουδεμια ενδειξη τυψεων και δισταγμου. Ηταν σωστο. Οπως και το να ερθει να την παρει οταν η Φαιη του θυμισε οτι ηταν σπιτι του πατερα της.Δεν το παραδεχοταν αλλα τις 2 μερες που ελειψε επιανε τον εαυτο του να την σκεφτεται.

Οταν επιτελους την αφησε να πεσει πισω στην θεση του συνοδηγου, με τα κοκκινα μαλλια της λιγο ανακατεμενα, τα χειλη πρησμενα, την ανασα λειψη και τα ματια να λαμπουν,σκαλωσε λιγο κι εμεινε να την κοιτα.
Πιανει τον εαυτο της να νιωθει νευρικοτητα κατω απο το εντονο βλεμμα του.
''Τι;''ρωταει.

Απλα της χαμογελαει και γυριζει μπροστα του, αναβοντας την μηχανη.Μαζι με αυτο αρχιζει και η μουσικη, ελαφρια τζαζ παιζει στο υποβαθρο.Με την ακρη του ματιου της παρατηρει το μικρο μειδιαμα στα χειλη του καθως αρχιζει να οδηγει εξω απο το στενο και προς τον ημικεντρικο δρομο που εφτανε στην Κηφισιας.
Τα μαλλια του μοιαζουν λιγο πιο επιμελημενα και το προφιλ του γυαλιζει κατω απο τον χειμωνιατικο ηλιο.

''Τοσο πολυ σου ελειψα;'' γελα αλαζονικα και την κοιτα φευγαλαια πριν στριψει.
''Μεγαλη ιδεα εχεις για τον εαυτο σου.'' μουρμουριζει και βολευεται καλυτερα στην θεση φερνοντας τα γονατα στο στηθος της.
Πνιγει ενα γελακι μα συνεχιζει να οδηγει.Σιγα σιγα ο υπνος την καλυπτει σαν λεπτη κουβερτα και τα βλεφαρα της βαραινουν.

Ο Ορεστης μετα απο πεντε λεπτα σιωπης συμπερανε οτι κοιμαται.Οποτε οταν εφτασε κατω απο το σπιτι της αμφιταλαντευτηκε αναμεσα στο να την κουβαλησει ή να την ξυπνησει.

Διστακτικα ακουμπαει τον ωμο της,φοβουμενος μην τον χτυπησει.
''Κυβελακι...φτασαμε'' ψιθυριζει και την βλεπει να αναδευεται και να σμιγει τα φρυδια, μονο και μονο για να γυρισει απο την αλλη.Εκεινος δεν μπορει να συγκρατηθει και γελαει.
Της βγαζει την ζωνη και γερνει προς το μερος της. Ακουμπα την παλαμη του στο εσωτερικο του μηρου της.Το ανεβαζει ελαχιστα προς τα πανω και πιεζει ελαφρως, γεγονος που την κανει να ανοιξει τα ματια διαπλατα και να τον σπρωξει μακρια.
''Ελεος ρε Ορεστη!'' μουρμουριζει, κατεβαινει με νευρο απο το αμαξι και κλεινει την πορτα της με κροτο, ακουει το γελιο του οπως και να χει.

Την ακολουθει μεχρι την εισοδο του σπιτιου της και τρυπωνει μεσα πριν προλαβει να κλεισει την πορτα.Τον κοιτα εξεταστικα.
''Ειμαι με 3.5 ωρες υπνο, λυπησου με.' ο τονος της ειναι σχεδον παρακλητικος.
Της χαμογελα παιχνιδιαρικα και την τραβαει πανω του πατωντας το κουμπι για το ασανσερ.
Τυλιγει το χερι το γυρω απο την μεση της  σφιχτα και την φιλα πεταχτα στην μυτη.
''Δεν θα κανω φασαρια'' της υποσχεται και της ανοιγει την πορτα για να περασει πρωτη.
Τσεκαρει το στενο της τζιν.
''Ισως κανεις εσυ λιγη βεβαια.'' την πειραζει και εκεινη αναφωνει και τον κοιταζει.

''Εισαι αχρειος β-'' σταματαει στην μεση της προτασης οταν καταλαβαινει οτι το απολαμβανει.
Παταει το -3- διχως να παψει να τον κοιταζει.
''Αχρειος ....;''
''Ξερεις πως σε λεω.'' απανταει κοφτα.
Χαμογελαει και γερνει προς το μερος της, το χερι του κατεβαινει στους γλουτους του και την ανασηκωνει λιγο πανω του.Σχεδον χαιδευει τα χειλη της με τα δικα του.
''Πες μου'' ασθμαινει και λιγη κανελα εισερχεται στο οσφρητικο της πεδιο.Η τριβη αναμεσα τους ξυπνα και τους δυο.

Για το δικο της καλο, φτανουν στον οροφο τους.Οποτε ο Ορεστης , την αφηνει κατω και της ανοιγει την πορτα για να βγει πρωτη.
''Κυρια μου...'' της κανει νοημα και εκεινη προβαινει σε μια ασεμνη χειρονομια πριν τον προσπερασει.Φυσικα δεν συγκρατειται και ζουλαει τον πισινο της κανοντας την να πεταχτει ορθια και να στριγγλισει στην μεση του διαδρομου.

Γυρναει για να τον βρισει, μα εκεινος της της κανει νοημα.
"Ειναι ωρα κοινης ησυχιας, λιγος σεβασμος δεν βλαπτει.''
Μισανοιγει τα χειλη και δεν ξερει τι να του πει.
Θελει να με τρελανει;

Ευτυχως το διαμερισμα ειναι αδειο.Ο πονοκεφαλος της την ταλαιπωρει ακομα.
Δεν προλαβαινει να κανει δυο βηματα προς τον διαδρομο οταν ο Ορεστης την τραβαει πισω και την πιανει σφιχτα απο τον καρπο.Η ενταση που ενιωσε στο ασανσερ επιστρεφει σε κυματα.

''Παω να κοιμηθω.'' δηλωνει κοφτα.
Τα ματια του εχουν μια σπιθα παιχνιδιαρικη και προκλητικη.
''Α ναι;'' την κολλαει κι αλλο πανω του, σαν να θελει να την κανει ενα με το σωμα του.Ενα κυμα φωτιας την χτυπαει οπου το δερμα της ακουμπαει το δικο του.

''Ναι...'' η φωνη της βγαινει τρεμουλιαστη.
''Ναι...'' την μιμειται κοροιδευτικα.
Δεν προλαβαινει να δει την εκφραση του γιατι την ανασηκωνει στον αερα και σε δευτερολεπτα βλεπει τα πανω κατω, κι επειτα το πισω μερος του σωματος του.
Το υπεροχο πισω μερος του σωματος του.
''Ορεστη!Κατεβασε με κατω!'' αρχιζει να χτυπιεται κυριολεκτικα πανω στον ωμο του.
Τον βλεπει να προχωρα ανετος προς το δωματιο της.

''Ορεστη ειπα!Κατω!''στριγγλιζει και του ριχνει μικρες μπουνιες στην πλατη.
Ως απαντηση παιρνει μια τσιμπια στον πισινο, που θα της αφηνε σιγουρα σημαδι.
"Σκασμος δικηγορινα!Δεν ηπια καν χθες και εχω πονοκεφαλο!''

Τον ακουει να κλωτσαει την πορτα του μπανιου.
Τι στο καλο;
Σε δευτερολεπτοα την ακουμπα παλι στα ποδια της και ζαλισμενη και αναψοκοκκινισμενη καθως ειναι σχεδον μηχανικα τον αφηνει να της βγαλει το πουλοβερ και το την μπλουζα αφηνοντας την μονο με το σουτιεν.
''Ορεστη τι κανεις;'' τον ρωταει πιο ηρεμα και συνειδητοποιει οτι βρισκεται στο μπανιο της.
Ποιες ειναι οι πιθανοτητες;
Της κλεινει το στομα φιλωντας την σκληρα.Πιο σκληρα απο οτι περιμενε.Πεινασμενα και απαιτητικα εισχωρει την γλωσσα του αναμεσα στα χειλη της και της κοβει την ανασα.
Ξεκουμπωνει το τζιν της και το κατεβαζει αποτομα , μαζι με το εσωρουχο της, μεχρι τους αστραγαλους.

Παιρνει μια κοφτη ανασα οταν νιωθει το κρυο να αγγιζει το δερμα της .Βγαζει στα τυφλα τις μπαλαρινες της.Μα τοτε, μεσα στο χαος του φιλιου τους, εκεινος απομακρυνεται, αφηνοντας την πανω απο μια στιβα ρουχα, γυμνη, φορωντας μονο το σουτιεν της.

Το υφος του κρυβει λαγνεια, ποθο,κατι ασυγκρατητο.
Δεν θα κρατησει λεει και ξαναλεει στο εαυτο της.

Γδυνεται με τρεις κινησεις και εκεινη το μονο που καταφερνει ειναι να τον κοιτα σαν χαζη και να ξεκουμπωσει το σουτιεν της.Το τραβαει κατω και εκεινη προς το μερος του. Το καυτο της δερμα κολλαει πανω στο δικο του.
Της χαμογελαει παιχνιδιαρικα.
''Ετοιμη;''
Το λατρευει οταν την ρωτα, στο μυαλο της , ετοιμαζεται για αλλο ενα διαστημικο ταξιδι στα αστερια.
Ετοιμη.

-----------------------------------------------------------------------------------

Ω Θεε Μου

''Ορεστη!''ειναι στα προθυρα και εν τελει τελειωνει γυρω του.
Το δυνατο μουγγρητο του που γαργαλαει τα χειλη της, την κανει να καταλαβει οτι  ειναι στην στην ιδια μοιρα.Το σωμα του τρανταζεται μεσα στο δικο της και μοιραζονται την ιδια ηδονη.Ριχνει το κεφαλι της προς τα πισω και δεχεται το κυμα που ερχεται κατα πανω της.
Η πλατη της ειναι κολλημενη στα πλακακια και το ενα του χερι ειναι τυλιγμενο γυρω απο την μεση της  ενω με το αλλο κραταει αντισταση.Ειναι λαχανιασμενος και οι μυες της πλατης του διαφαινονται ομορφα κατω απο το δυνατο της κρατημα.

Τον σφιγγει καθως τιναζεται μεσα της.Το καυτο νερο τους τυλιγει σε μια καυτη οαση, μα παρα τον ορμητικο ρυθμο το μονο που ακουγεται ειναι οι ακαθοριστες ανασες τους η μια πανω στην αλλη. 
"Γαμωτο Κυβελη'' βλαστημα κατεβαινωντας στον λαιμο της.
Κυβελη;

''Το νιωθεις;'' νιωθει πως εχει μουλιασει τοση ωρα,μα δεν τολμα να τον σταματησει.Ολα μπαινουν σε αργη κινηση, οι αισθησεις της συγχρονιζονται και γινονται ενα υπερτατο συναισθημα πληροτητας, καθε φορα που την γεμιζει νιωθει γεματη ζωη, σαν να τρεφεται απο αυτο.
Δεν μπορει ουτε λεξη να αρθρωσει, οποτε απλα γνεφει.
Τελειωσις.

''Ωραιο ε;''το αλαζονικο του βλεμμα δεν την σοκαρει οσο η λεξη που χρησιμοποιει.
Ωραιο;Μονο ωραιο;
Σκληρο, ωμο, πεινασμενο, υπεροχο.

Αναμεσα απο τις σταγονες που πεφτουν με ορμη κατα πανω τους η Κυβελη ανοιγει τα ματια και συναντα εκεινα του Ορεστη, που την κοιτουν ηδη με προσμονη.
Ειμαι με 3.5 ωρες υπνου γαμωτο.

Σαν να διαβαζει την σκεψη της,μαλακωνει το υφος του και την ξεκολλαει απο τα πλακακια του μπανιου, που εχουν αφησει το αποτυπωμα τους στην πλατη της.
Ακουμπαει εκεινος πανω, και με την κοκκινομαλλα στην αγκαλια του κυλαει αργα προς τα κατω και καθεται στο μαρμαρο.Ακουμπαει το προσωπο της στο στερνο του και νιωθει το καυτο νερο σε μορφη βροχης να χτυπαει την πλατη της, μπορει να τον αισθανθει ακομα να κινειται μεσα της.

Ξεφυσαει πανω στο στερνο του.Ηταν πλεον επισημο, ηταν ερειπιο, ναυαγιο, πτωμα. Μπορει να μην ειχε πονοκεφαλο, αλλα δεν ειχε ουτε δυναμεις να σηκωθει. Βιωνει πληρη εξοντωση, σε βαθμο που και ολη της η παρεα να εμπαινε την ιδια στιγμη στο μπανιο,ουτε που θα αντιδρουσε.Στην ακινησια του χαμογελαει.
Αν θελει κι αλλο θα μεινει με την χαρα, γιατι δεν σκοπευω να κουνηθω για λιγη ωρα.

Τα χερια του 'θεριζουν' την πλατη της απο κατω προς τα πανω, κανει απαλο μασαζ στο δερμα της και ακουμπαει το χειλη του στην κορυφη του κεφαλιου της.
''Εισαι το κατι αλλο, το ξερεις αυτο;'' την ρωταει απαλα.
Ανοιγει για λιγο τα ματια,αφουγγραζεται αυτο που της ειπε.Κραταει για λιγο την ανασα της.
Δεν θα κρατησει.

Διχως να απομακρυνει το προσωπο της απο το στερνο του σηκωνει την παλαμη της στον αερα ακριβως απεναντι του.Ο Ορεστης για λιγο δεν εκανε τιποτα. Εσμιξε τα φρυδια του μπερδεμενος.Την ακουσε να ξεφυσαει.
''Κολλα πεντε βιολιστη της κακιας ωρας.'' μουρμουριζει και τον νιωθει να τρανταζεται απο ενα γελιο.Μα συντομα πλεκει το χερι του με το δικο της.

Φερνει τον αναστροφο της παλαμης της κοντα στα χειλη του και φιλα απαλα.
''Δικηγορινα, δεν φανταζεσαι τι μου εχεις κανει.'' ψιθυριζει ισα για να το ακουσει εκεινη.

Αλλα με το που το ακουει αυτο κατι μεσα της διογκωνεται, σαν να φουσκωσε αποτομα ενα μπαλονι, κι πλατη της ευθυγραμμιστηκε.Ανασηκωθηκε και απομακρυνθηκε λιγο.
''Τι;'' τον ρωτησε προκλητικα.Τα μαλλια της, κοκκινες υγρες τουφες , πλαισιωναν ανακατεμενα προσωπο της και κολλουσαν στο δερμα αναμεσα και γυρω απο το στηθος της.

Γελαει και κοιταζει κατω.
Την πιανει απο τα οπισθια και την τραβαει πανω του.
''Θες δευτερο γυρο μηπως;'' ξερει οτι στην κατασταση σωματικης εξαντλησης που βρισκεται αυτο πιο πολυ ως απειλη της ακουγεται.

''Θελω να κανω μπανιο και να κοιμηθω.'' δηλωνει αργα και αυτος χασκογελαει.
'Πως να αποφυγετε να μιλησετε για οσα νιωθετε, μαθημα πρωτο'

Σηκωνεται ορθιος και της δινει το χερι για να την βοηθησει.
Σαπουνιζεται γρηγορα και βγαινει εξω για να της δωσει χωρο να πλυθει.
Του κανει νοημα για πετσετα στο ντουλαπι κατω απο τον νιπτηρα. Με αργες μουδιασμενες κινησεις αρχιζει να λουζει τα μαλλια της και να σαπουνιζει το σωμα της. Η εξαντληση με καθε λεπτο που οι μυς της χαλαρωνουν κατω απο το νερο γινεται ολο και εντονοτερη.

Φοραει φορμα οταν εκεινη ξεβγαζεται υποτονικα.Σκουπιζει τις μπουκλες του και περναει τα χερια του μεσα απο τις ριζες τιναζοντας μικρες σταγονες νερου δεξια και αριστερα.
Απο την τσεπη του φουτερ βγαζει μια τσιχλα την οποια πεταει στο στομα του.Μασαει χαλαρος.

Η Κυβελη απο την αλλη, κλεινει το νερο και ακουμπαει στα παγωμενα πλακακια.Χαμογελαει και την πλησιαζει πιανοντας μια πετσετα στην πορεια, την ανοιγει μπροστα της.Εκεινη αργα και οκνηρα χωνεται μεσα και γερνει προς το μερος του κλεινοντας τα ματια.
Ο Ορεστης κρυβει ενα γελακι, τον ψυχαγωγει η ατονια της.

Την σκουπιζει απο πανω μεχρι κατι και τριβει τα μαλλια της μεχρι να στεγνωσουν εστω και λιγο.
''Μπιτζαμες;'' την ρωτα, ενω παραλληλα σκεφτεται οτι δεν θα τον χαλουσε να την εχει γυμνη διπλα του.
''Κατω απο το μαξιλαρι μου.'' μουρμουριζει και ετσι οπως εχει γειρει πανω του ακουμπαει τα χειλη της στο στερνο του, πανω απο το φουτερ, και αφηνει ενα απαλο φιλι.

''Νομιζω πρεπει να σε κουβαλησω μεχρι εκει'' λεει μεταξυ σοβαρου και αστειου.Η Κυβελη ομως δεν το αρνειται, αντιθετως, γνεφει θετικα και τον κοιτα με τα πιο γλυκα της ματακια.
Λιωνει ο Ορεστης φυσικα.

Περναει το χερι του κατω απο τα γονατα της και με το αλλο στηριζει την πλατη της. Την παιρνει αγκαλια και βγαινει εξω απο το μπανιο, την πεταει γυμνη στο κρεβατι και η κοπελα γελαει καθως ανασηκωνεται με τα μαλλια ανακατα.Τεντωνεται μεχρι την ψηλη συρταριερα και πιανει το πρωτο εσωρουχο που βρισκει, ενα λιλα ολο δαντελα.Το φοραει με δυσκολια και επειτα ψαχουλευει κατω απο το ενα της μαξιλαρι για το παντελονι της πιτζαμας της και το τιραντακι.

Ο Ορεστης απο την αλλη, απλα καθεται αραχτος στην αλλη πλευρα του κρεβατιου και την παρακολουθει.
''Ευχαριστω που κοιτας.'' του πεταει εκνευρισμενα.
''Ειμαι πολυ καλος θεατης η αληθεια ειναι.'' της λεει και εκεινη στριφογυριζει τα ματια της.

Καταφερνει να ντυθει και επιτελους χωνεται κατω απο το παπλωμα.Τον βλεπει που ακομα την κοιταζει ξαπλωμενος απο πανω.
''Τι θα γινει;'' τον ρωτα αγριεμενη, οχι πως αυτο τον ενοχλει.
''Τι να γινει;'' 
''Φως, σκεπασου, σιωπη να κοιμηθω.'' διαταζει και εκεινος γελαει, ωστοσο σκεπαζεται και τεντωνεται λιγο για να κλεισει το φως βυθιζοντας το δωματιο με τα κλειστα πατζουρια στο σκοταδι.

Η Κυβελη σερνεται κυριολεκτικα προς το μερος του και ακουμπα το κεφαλι  της κατω απο το πιγουνι του, μυριζοντας την κανελα ανενοχλητη με τα χειλη της να χαιδευουν τον λαιμο του.Περναει το ποδι της αναμεσα στα δικα του και μπλεκεται οσο περισσοτερο μπορει με εκεινον.
Αυτο ειναι.

Μουγγριζει απο ευχαριστηση και ξερει οτι χαμογελαει.Τυλιγει τα χερια του γυρω απο τους ωμους και την μεση της.
''Βολευτηκες δικηγορινα;''
''Ναι...εισαι πολυ αναπαυτικος...'''μουρμουριζει και φιλαει απαλα τον λαιμο του.
''Ωραια, κοιμησου τωρα.'' χαμογελαει στο σκοταδι.
Παιρνει βαθια ανασα και βυθιζεται σιγα σιγα,μα οχι πριν κανει μια τελευταια σκεψη.
Θελω να κρατησει.

----------------------------------------------------------------------------------

Το κινητο της χτυπαει 3 ωρες αργοτερα, στις 7.30, και ξυπναει και τους δυο.Ο Ορεστης, οντας πιο κοντα, επιασε τη δαιμονισμενη συσκευη στα χερια του.

Καθως τεντωνοταν ξυπνησε και την Κυβελη η οποια ανασηκωθηκε ταραγμενη και εκτος τοπου και χρονου.
''Το κινητο σου.'' της το εδωσε και ξαπλωσε παλι, γυρνωντας της πλατη.
Της πηρε λιγη ωρα να το απαντησει μεχρι να αποκτησει πληρη εγκεφαλικη λειτουργια, μα ειδε το ονομα της Σοφιας, γεγονος που την ανησυχησε.
''Ναι;'' 
''Ελα Κυβελη μου, σε ξυπνησα;Συγγνωμη!Να παρω αργοτερα; Νομιζα οτι θα διαβαζες ή κατι τετοιο '' η φωνη της τρεμει, μιλαει γρηγορα και ακουγεται ταραγμενη.
Αυτο την ξυπναει, μαζι της και το κακο προαισθημα που εχει οτι καποιος επαθε κατι.

''Οχι...εμ δηλαδη ναι, αλλα δεν πειραζει... τι εγινε;Επαθε κατι ο πατερας μου; Η Ελσα;''ξαναρωταει και ο Ορεστης διπλα της ανακαθεται και ανοιγει το φως τυφλωνοντας και τους δυο.
''Οχι δεν εγινε κατι, ολοι μια χαρα, σε παιρνω απο τον δρομο, πρεπει να...πρεπει να παω καπου και χρειαζομαι να σου αφησω την Ελσα για μια δυο ωρες το πολυ.'' ο τονος της ακουγεται λαχανιασμενος, σαν να εχει αγχωθει.

Η Κυβελη εχει ενα μεγαλο ερωτηματικο, αλλα δεν το σκεφτεται ουτε λιγο.
''Φυσικα, φερτην μου.''
Την ακουει να ξεφυσαει απο ανακουφιση.
''Με σωζεις, σε δεκαπεντε λεπτα θα ειμαι εκει.'' χωρις να της πει κατι αλλο το κλεινει.

Περιεργο.
Η κοπελα κοιτα την οθονη μπερδεμενη.Ο Ορεστης γερνει προς το μερος της και ακουμπα τα χειλη του στον ωμο της.
''Τι εγινε;''η βαθια αγουροξυπνημενη του φωνη της δημιουργει εναν κομπο στο στομαχι.
''Δεν εχω ιδεα, αλλα θα ερθει η Ελσα απο εδω για λιγο.''μουρμουριζει 
''Το μικρο;''ο Ορεστης την τραβαει κι αλλο πανω του και αρχιζει να την φιλαει στον λαιμο.
''Μμμ...'' αφηνεται για λιγο μα συντομα θυμαται οτι σε δεκαπεντε λεπτα θα ειναι εδω.

''Ναι.'' τραβιεται μακρια του και σηκωνεται ορθια.
''Σε δεκαπεντε λεπτα.'' 
Ο Ορεστης ξεφυσαει και πεφτει πισω ανασκελα.

Η δικηγορινα τον αγνοει πληρως και βαζει μια ζακετα και τις παντοφλες της, δεν ξερει αν χρειαζεται ενα παγωμενο μπανιο, μια κανατα καφε, ή κρασι.Αλλα φυσικα βγαινοντας στο σαλονι τους βρισκει ολους εκει, ολους... εκτος απο τον Κωνσταντινο.

Η Φαη και η Ερμιονη ηταν στο σαλονι και εβλεπαν σειρα, ενω ο Βασιλης και ο Γιαννης σχολιαζαν απεξω καπνιζοντας.
''Καλως την!Ο φιλος μου ειναι μεσα;''ο Γιαννης μπαινει οταν την βλεπει.
"Πρεπει να προσδιορισεις το μεσα φιλε''ο Βασιλης γελαει και η Ερμιονη γουρλωνει τα ματια.

''Βασιλη ελεος!'' τον κατηγορει και εκεινος απλα κουναει το κεφαλι.
''Πηραμε πιτσες!'' της ανακοινωνει η Φαιη ολο χαρα και ο εορταζον στριφογυριζει τα ματια.
''Ετσι ηθελα να περασω την γιορτη μου λογικα...'' μουρμουρισε και καθισε διπλα στην Ερμιονη στον καναπε.Η μελαχρινη συρθηκε κυριολεκτικα προς το μερος του και περασε τα χερια της γυρω απο τους ωμους του φιλωντας τον πεταχτα στο μαγουλο.
''Ας μην πηγαιναμε σε δυο κλαμπ χθες να μην ημασταν ναυαγια σημερα.'' ο Γιαννης τον αποστομωνει.

''Εχω μια ανακοινωση να κανω.'' λεει η Κυβελη και ολοι την κοιτανε.
"Σου εκανε προταση γαμου; Να ζησετε...'' την ειρωνευεται ο Βασιλης.

''Μακρια απο μας.'' νιωθει το χερι του γυρω απο την μεση της και τα χειλη του στο μαγουλο της.Κοκκινιζει ολοκληρη σκεπτομενη οτι ολοι τους κοιτουσαν και πλεον ηταν επισημο.

''Αωωωωωω'' οι δυο φιλες της αναφωνουν ταυτοχρονα, εντεινοντας την ντροπη της.
Απομακρυνθηκε λιγο.
''Θα ερθει η Ελσα σε λιγο εδω, μην βριζετε και οχι χυδαιοτητες και καφριλικια.'' κοιταξε τους δυο φιλους της και επειτα τον Ορεστη ο οποιος απλα ανασηκωσε τους ωμους του.

''Γιατι;Εγινε κατι;''ρωτησε η Φαιη προβληματισμενη.
Μακαρι να ηξερα.
''Δεν εχω ιδεα, μαλλον καπου θα θελουν να πανε και δεν θα εχουν ποιον να τους κρατησει την μικρη.'' ειπε ψεματα και ο βιολιστης την κοιταξε ξεροντας οτι λεει λιγοτερα απο οσα ξερει.

Στις 8 παρα χτυπησε το κουδουνι, και η κοπελα πεταχτηκε ορθια να ανοιξει.Οχι πως καποιος αλλος προσφεροταν, ολοι ετρωγαν πιτσα.
Στο κατωφλι βρισκοταν η μελαχρινη μικρογραφια με μια τσαντα ιδιου υψους με κουκλες.

''Θα παιξουμε!'' της ανακοινωσε ενθουσιασμενη και την προσπερασε για να μπει μεσα, ωστε να μοιραστει τον ενθουσιασμο της με την Ερμιονη και την Φαιη.

Η Κυβελη κοιταξε την Σοφια απεναντι της. Η ομορφη γυναικα, ειχε μαυρους κυκλους κατω απο τα ματια της, που ηταν κατακοκκινα και πρησμενα, φαινοταν χλωμη και καπως κουρασμενη.Καμια σχεση με λιγες ωρες πριν.
Κοιταξε πισω της την Ελσα να καθεται αναμεσα στις δυο φιλες της και να τους λεει για το σχολειο, ενω το βλεμμα της δεν εφευγε απο τον Ορεστη απεναντι της.
Μας τραβαει σαν οικογενεια ο ατιμος.

Εκλεισε την πορτα και βγηκε εξω για να μην ακουστει. Η Σοφια ξεφυσηξε.
''Γαμωτο, δεν επρεπε να στην φερω, συγγνωμη.'' βλαστημα και η Κυβελη σοκαρεται, δεν την εχει ακουσει ποτε να βριζει.
Δεν ξερει τι να πει, ή αν πρεπει να ρωτησει, ή ακομη, αν θελει να μαθει.

''Δεν ειναι αυτο Σοφια, την μικρη την λατρευω.Ειναι αδελφη μου στο κατω κατω. Για σενα ανησυχω, πριν τρεις ωρες ησουν μια χαρα.''

Παιρνει μια μικρη κοφτη ανασα και κλεινει τα ματια.Περναει δαχτυλα της μεσα απο τα μαλλια της και λυγιζει, λιγο λιγο , μα οταν κοιτα την κορη του συζυγου της ολοκληρωτικα.
Οποτε κλαιει με αναφηλητα στην μεση ενος ημισκοτεινου διαδρομου.Κρυβει το προσωπο στα χερια της και προσπαθει να μην ακουγεται. 

Η δικηγορινα δεν ξερει τι να κανει. Την πλησιαζει αργα και διστακτικα.Για αρχη ακουμπαει τον ωμο της καθησυχαστικα, μα η Σοφια κυριολεκτικα γραπωθηκε απο πανω της, σαν να ηταν το σωσιβιο της σωτηριας της και εκλαψε γοερα στην αγκαλια του τελευταιου ανθρωπου που θα περιμενε κανεις να κλαψει.
Λιγα λεπτα αργοτερα, αρχισε να ηρεμει και η Κυβελη φοβηθηκε οτι απο στιγμη σε στιγμη καποιος θα εβγαινε εξω.Ωσπου μιλησε.Και καλυτερα να μην το ειχε κανει.

''Χρειαζομαι να παρω λιγο αερα, να σκεφτω , δεν μπορω να το πω σε κανεναν.'' την κοιτα με δακρυσμενα ματια γεματα απογνωση.
''Γιατι οχι;Τι θες να σκεφτεις Σοφια; Τι γινεται;''
Αρχιζει παλι να βουρκωνει.

''Δεν θα καταλαβει κανεις τους Κυβελη, ουτε οι φιλες μου, ηταν εξαρχης κατα, ουτε εσυ θα καταλαβεις.'' μουρμουρισε.
Εχουμε πιο πολλα κοινα απο οτι νομιζεις ηθελε να της πει.
''Δοκιμασε με'' 

''Δεν θελω... ειναι περιεργη η θεση σου.'' ψιθυρισε.
''Σοφια!'' αναφωνησε.
''Νομιζω με απαταει!''ψιθυρισε φωναχτα.
Ποιος;
''Οριστε;'' το σοκαρισμενο υφος της την εκανε να γελασει πικρα

''Νομιζα οτι αν το εκανε με εμενα δεν θα το εκανε σε εμενα.'' αυτη η αληθεια χτυπησε την Κυβελη σε πιο πολλα σημεια απο οτι πιστευε.
Εκανε ενα βημα πισω για να καταπιει αυτο που μου μολις ακουσε.

''Εισαι σιγουρη;'' ρωτησε το πρωτο πραγμα που σκεφτηκε.
Εγνεψε αρνητικα.
''Οχι, αλλα δεν ξερω Κυβελη...τις τελευταιες εβδομαδες φερεται τοσο περιεργα, λες και με βαρεθηκε.'' λεει με παραπονο.

Παιρνει μια ανασα προσπαθωντας να επιστρατευσει καθε επιχειρημα για να την ηρεμησει.Ωστοσο η γυναικα φαινεται να εχει ξεσπασει.
''Παρε τον χρονο σου, η Ελσα ειναι καλα με εμενα.'' την διαβεβαιωσε.
''Της εχω βαλει και μπιτζαμες και οδοντοβουρτσα σε περιπτωση που-''
''ξερω'' την διαβεβαιωνει.

''Σωστα'' της χαμογελαει οσο πιο φωτεινα μπορει.
''Σε ευχαριστω Κυβελη.'' της λεει και η κοπελα ξερει οτι εννοει κατι ευρυτερο του σημερινου.

Οταν μπαινει μεσα ειναι προβληματισμενη, αλλα στην σκηνη μπροστα της γελαει.
Η Ελσα , η Ερμιονη, ο Βασιλης ,ο Γιαννης και ο Ορεστης παιζουν με τις κουκλες της πρωτης.

Η Φαιη φερνει ενα μεγαλο πιατο με πιτσα στο κοριτσακι και καθεται στο μπρατσο του καναπε.
''Γιατι η δικια σου να ειναι η βασιλισσα δηλαδη; Δεν καταλαβα!'' ο Βασιλης το ειχε παρει πατριωτικα.
''Γιατι ειναι δικες μου οι κουκλες!'' του απαντα το κοριτσακι και ο νεαρος μισοκλεινει τα ματια του απειλητικα ,ενω ο Ορεστης και ο Γιαννης εκαναν καφριλικια με τις κουκλες που κρατουσαν.
Η Ερμιονη χτυπαει τον πρωτο στο πισω μερος του κεφαλιου.
''Δεν μπορειτε απλα να παιξετε και να κοψετε τις χυδαιοτητες;''τους μαλωνει.

''Μα παιζουμε !''ο Γιαννης χαζογελαει.
''Και τι παιζετε;'' η Κυβελη γερνει στον τοιχο διπλα στην πορτα.
Ο Ορεστης χαμογελα σαρδονια.
''Πετρα, ψαλιδι, χαρτι.''

Η κοπελα αναφωνησε.
''Εισαι αισχρος!'' ο βιολιστης ομως δεν εμοιαζε να πτοειται.
Ετσι τα παρατησε και βολευτηκε σε μια πολυθρονα να τους παρατηρει να απασχολουν την μικρη της αδελφη. Κοιταξε το κοριτσακι να γελαει ανεμελο στα αστεια που της ελεγαν τα αγορια, και να αποζητα την προσοχη του Ορεστη.
Δεν της θυμιζε τον εαυτο της οταν ηταν μικρη, οχι, ειχε μια αγνοια τοσο αγνη και αθωα, που σχεδον την ζηλευε.

Κατα τις 9.30 την εβαλε να πει καληνυχτα σε ολους, βλεποντας οτι η Σοφια ακομα δεν ειχε ερθει, και αφου επλυνε δοντια, εκαναν ενα συντομο μπιτζαμα παρτι οι δυο τους,ακουγοντας μουσικη και κολλωντας τα αυτοκολλητα της σε αλμπουμ.
Επιτελους ξαπλωσε στο κρεβατι της και την αφησε να την σκεπασει.
Γονατισε διπλα της.
''Περασες ομορφα;'' την ρωτησε γλυκα.

Το κοριτσακι εγνεψε θετικα.
''Θα ξαπλωσεις λιγο μαζι μου μεχρι να κοιμηθω;Η μαμα το κανει.'' η Κυβελη αν και αμφεβαλλε το εκανε, ξαπλωσε διπλα της και την αγκαλιασε σφιχτα, χαιδευοντας τα μαλλια της.

Η περιεργεια την σκοτωνε.
Ειχε οντως απατησει ο πατερας της την Σοφια;Του φαινοταν αδιανοητο.

''Κυβελη;''η φωνη της Ελσας την εβγαλε απο τον ληθαργο της λιγη ωρα αργοτερα.
''Ναι μωρο μου;''
''Εσενα ο μπαμπας και η μαμα σου φωναζαν ;'' 

Στην ερωτηση της παραλυει.
Γιατι απο ολους τους ανθρωπους πρεπει να ρωτησει εμενα;

''Μερικες φορες οι μεγαλοι τσακωνονται μωρο μου, δεν σημαινει κατι αυτο.'' την διαβεβαιωσε χαιδευοντας την πιο συστηματικα.
''Γιατι τσακωνονται η μαμα και ο μπαμπας ομως;'' η γνησια αγνοια την παγωσε.
Ξεροκαταπιε.
''Για προβληματα των μεγαλων, μην σε νοιαζει εσενα αγαπη μου, η μαμα και ο μπαμπας αγαπιουνται πολυ, και σε αγαπανε ακομα περισσοτερο.'' της λεει ενω πλεον για το πρωτο δεν ειναι σιγουρη, αν και δεν της φανηκε ποτε αυτοι οι δυο να ειχαν προβλημα.Η σιωπη του κοριτσιου  ειναι λυτρωτικη.

Την χαιδευει μεχρι να νιωσει την ανασα της βαρια στον λαιμο της. Ενα δακρυ εβρεξε το μαξιλαρι, δεν ηταν ομως της Ελσας.
Η Κυβελη επαιρνε την μια κοφτη ανασα μετα την αλλη.
Υπηρχε λογος που η Ελσα δεν της θυμιζε τον εαυτο της, κι αυτο γιατι της θυμιζε την Φαιδρα.
Ατακτη, γεματη ερωτησεις και αγνοια. Κι η κοκκινομαλλα εγινε για αλλη μια φορα η μεγαλη αδελφη, εκεινη που επαιρνε το μυαλο της μακρια απο τις φωνες,εκεινη που εξηγουσε και καθησυχαζε.

Κοιταξε το ημισκοτεινο δωματιο.Το εβλεπε αλλιωτικο.
Ανοιγοκλεισε τα ματια και ξαφνου,εγινε μικροτερη. Το δωματιο εγινε ροζ με πεταλουδες στους τοιχους.Και διπλα της κοιμοταν η Φαιδρα.
Δεκα χρονια αργοτερα, κι ομως η Κυβελη ειχε επιστρεψει πισω στην παιδικη της ηλικια,
κι ολα ηταν ιδια, οπως ακριβως τα αφησε.

-----------------------------------------------------

Για χρονια προσπαθουσα να φτιαξω ολες αυτες τις μικρες εικονες του 'εγω' μου.
Να τις ασπρισω και να τις κανω θετικες.
Και ετσι εκοψα το σαρκαστικο χιουμορ, τον εντονο χαρακτηρα, την αναγκη μου να υπερασπιστω και να διαφωνησω με ο,τι θεωρω αδικο ή λαθος
Εγινα ουδετερη, μετριοπαθης, διπλωματικη, υποχωρητικη.

Και κουρασμενη με τον εαυτο μου, εκανα τρια βηματα πισω για να δω το 'φωτεινο' μου αποτελεσμα.
Μα αναφωνησα τρομοκρατημενη.

Τα εικονοστοιχεια θολωσαν, δεν εδειχναν πλεον το προσωπο μου, αλλα μια μαζα στο χρωμα του δερματος μου.
Που πηγαν τα ματια μου;Τα χειλη μου ; Η μυτη μου; Που ειναι το χαμογελο μου; 

Ωσπου καταλαβα, οτι τα σκοτεινα κουτακια ηταν εκεινα που δημιουργουσαν την αντιθεση στο προσωπο μου.Ηταν οι γωνιες, οι σκιασεις, το σκουρο υφος, τα ροδαλα μου χειλη, ηταν τα φρυδια και οι βλεφαριδες, τα σημαδια και οι μαυροι κυκλοι.
Χωρις αυτα, δεν ημουν εγω, ουτε ομως και καποια αλλη, ημουν το τιποτα.

Και γελασα πολυ πικρα εκεινη την στιγμη, γιατι τα ειχα καταφερει, περνουσα σε ολους ουδετερη, κανεις δεν ειχε κακο λογο να πει.

Μα ουτε και καλο, γιατι μεσα στην απολυτη μετριοπαθεια δεν υπηρξα ποτε ο εαυτος μου, και μονο ψευτικοι ανθρωποι με πλησιαζαν.

Οποτε αυθαδιασα, σαρκασα, γελασα δυνατα, ειπα οχι, και υπερασπιστηκα οσα πιστευα, εκανα εντονο διαλογο και ανταλλαξα ιδεες.Αποδεχτηκα οσους με αντιπαθουν, οσουν δεν μου βρισκουν κατι, οσουν ακομα με μισουν (!). Προχωρησα την ζωη μου.

Και τα ματια μου εγιναν πιο φωτεινα, τα χειλη μου πιο σαρκωδη, τα μαλλια μου πιο λαμπερα, οι γωνιες μου πιο εντονες και οι σκιασεις επιτηδευμενα καλλιτεχνικες.
Εγινα ενα εργο τεχνης φτιαγμενο απο οσουν με αγαπουσαν, απο οσους αδιαφορουσαν κι απο οσους με αντιπαθουσαν με μανια.

Χαμογελασα συγκινημενη στην εικονα μου, διχως να με νοιαζει.
Ημουν εγω.
Με τα ολα μου. Τα ομορφα και τα ασχημα.

Δεν θα αγαπηθω απο ολους, μα ξερω οτι θα αγαπηθω απο τους σωστους.
Με πρωτο και κυριο τον εαυτο μου.

Θα με αγαπω.
Κι αυτο αρκει.
(Να σου αρκει.)

Ciao Bellas!

Καλημέρα σε όλους και όλες!

Πως ειστε τι κανετε;

Εχω πολλη εμπνευση και διαβασμα, λιγο χρονο, αλλα πολυ καφε στο σπιτι.
Οποτε μαντεψτε τι θα συμβει...

Το κεφαλαιο αυτο ειναι αφιερωμενο στην antoniahoul και την  eva_ion 

Ευχαριστω πολυ για την ομορφη παρεα κοριτσια.Τα μηνυματα και τα σχολια σας με κανουν πολυυυυ χαρουμενη!Μην αλλαξετε ποτέ και για κανεναν.

Τι θα γινει δεν ρωταω, γιατί ξερω ηδη ...ενώ εσεις οχι, οποτε θα το απολαυσω για λιγο.

Ελπιζω να σας αρεσε ομως.

Ειδαμε απ' ολα 

Παρεα

Δελη

Ορεστη με παρελθοντικο (ή και οχι) προσωπο.

Την οικογενεια του Πολιτη.

Τον Ορεστη και την Κυβελη

Και τωρα Σοφια...

Ποσες λεξεις ειναι ; 8.900
Ποσες ωρες εγραφα;Μην ρωτας!
Αλλα για σενα χαλαλι.

Δυο κεφαλαια και τελος το μερος -1-.

Καλη αναγνωση!

Σας αγαπω παρα παρα πολυ

xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top