Ό,τι είναι παρελθόν, είναι πρόλογος. (Τέλος Μέρους ΙΙ : Παρατατικός)
Η θεωρια του χαους ειναι ενα συστημα εγγενους απροσδιοριστιας, ειναι μαθηματικα, ψυχρα και επιβεβαιωμενα μαθηματικα. Στο ειχα ξαναπει αυτο.
Η σχεση εκεινων των δυο ειναι μια αλυσιδωτη ροη συμπεριφορων, η πηγη της οποιας καθοριζει την καταληξη της.
Οταν εμπλεκεται η θεωρια στην πραξη τοτε τα πραγματα ειτε που ολοκληρωνονται ειτε που παυουν να βγαζουν νοημα.
Η παραμικρη αλλαγη των αρχικων συνθηκων αλλαζει το τελος.
Το τελος, βρισκεται στην αρχη, με ακους;
Η ακριβεια εδω ειναι πολυτελεια.
Στην πληρη αταξια μιας ασαφους πολυπλοκοτητας εκεινοι βρισκουν την ιδανικη ισορροπια του τελειου.
Ο Ορεστης και η Κυβελη.
Μεσα στο χαος βρηκαν το μεσο.
Σαν τον παραδοξο ελκυστη που στο κεντρο του τυφωνα δημιουργει την σιωπη.
Μα κοιτα τους!
Στεκονται ο ενας απεναντι στον αλλον, γενναια, θαραλλεα, ειλικρινα και αμετανοητα ενω γυρω τους μια παρτιδα σκακι ολοκληρωνεται, ή μηπως οχι;
Στεκονται σε θεση τετοια ωστε το ρουα ματ να ειναι αδυνατον, το σαχ το ιδιο. Καθε επιθετικη κινηση αιρεται στην αμυνα.
Γιατι η παρτιδα ετσι τους δοθηΚοιτα ομως τι θα συμβει, αν ενα πιονι αλλαξει αρχικη θεση, αν ενας αξιωματικος βρεθει αλλου, αν ενα αλογο κανει το Γ της απειλης,
Τοτε;
Ηταν πιονια, ετοιμοι να παρουν την παρτιδα, μα η παρτιδα ειχε στηθει αλλιως πισω απο τις πλατες τους.
Πιστευαν οτι μπορουσαν να διαψευσουν το συμπαν, και το συμπαν τους τιμωρησε.
Δες λοιπον, την θεωρια του χαους να επιβεβαιωνεται εξισωση προς εξισωση.
24 Δεκεμβριου.
-πρωι.
Ξυπναει πρωτος, πολυ νωρις.
Πηγαινει με τον σκυλο για τρεξιμο οσο εξω ειναι ακομα σκοταδι.
Παιζει βιολι στο ηχομονωμενο του γραφειο μεχρι τις 8.
Πινει καφε στην απολυτη σιωπη του υπνου της Κυβελης.
Το ξυπνητηρι της χτυπαει στις 9:12 ακριβως.
9:00 αρπαζει το κινητο του και βγαινει στο μπαλκονι με ενα τσιγαρο στο χερι. Καλει τον αριθμο της.
Χτυπαει.
Χτυπαει.
Ο αριθμος που καλειτε ειναι κατειλημμενος.
Ξεφυσαει και ρουφαει καπνο.
Γερνει στα καγκελα και ακουμπαει τους αγκωνες του τεμπελικα στο σιδερο. Οι μπουκλες του πετουν εδω και εκει ατημελητα. Το λευκο στικ εχει σφινωσει αναμεσα στα χειλη του μεσα στο κρυο εκεινος ειναι απλα ενα ονειρο θερινης νυκτος ντυμενος με φορμα και ενα λευκο φανελακι.
Η κοπελα της απεναντι πολυκατοικιας παλι τσακωθηκε με το αγορι της. Καθεται ακομα εξω και καπνιζει. Κοιτιουνται για λιγο απο μακρια.
Θελει να της φωναξει, μα δεν ξερει τι.
Καλει ξανα.
Κλειστο.
Φυσαει καπνο.
Πρεπει να το κοψω το γαμημενο.
Και δεν ξερει τι απο ολα εννοει.
24 Δεκεμβριου.
-βραδυ.
Γυρισε με τον σκυλο αργα στο σπιτι. Οταν εφυγαν, η Κυβελη εκλεινε τα βιβλια της και περιμενε -οπως ηταν λογικο- να βρει την κοπελα του σε εξαλλη κατασταση να μαγειρευει και να μαζευει.
Ξημερωναν Χριστουγεννα και το επομενο βραδυ ειχαν αναλαβει να κανουν το τραπεζι σε ολη την παρεα,οποτε το μεξικανικο που ειχε μολις φερει απεξω θα ειχε την τιμητικη του.
Απορρησε οταν την βρηκε στον καναπε να πινει κρασι. Γυρισε προς το μερος τους και του εκανε νοημα να αφησει την σακουλα μπροστα της.
"Καθαρισε τα ποδια του σκυλου πριν μπει μεσα.'' υπενθυμισε και ηπιε μια γουλια.
Εκεινος ειχε σκυψει ηδη για να το κανει.
''Που ησασταν τοσες ωρες; Βαρεθηκα κα πειναω.'' του γκρινιαξε και τεντωθηκε στον καναπε χουχουλιαζοντας με την κουβερτουλα.
''Θα σε απασχολησω συντομα πληρως.'' της εκλεισε το ματι και αφησε τον σκυλο να τρεξει στο μαξιλαρι του.
Και ηταν οντως καθησυχαστικο, θεραπευτικο, να γυριζει σπιτι σε εκεινη. Το αρωμα της διαχυτο στο σπιτι, η μυρωδια των brownies που εκανε που και που, το ψηλο Χριστουγεννιατικο δεντρο που δεσποζε στην μεση του σπιτιου, οι γιρλαντες, τα κερια, τα στολιδια τοποθετημενα εδω και εκει, το τζακι που σιγοκαιγε, ολα αυτα συνεθεταν την θαλπωρη του.
Εβαλε προχειρα ρουχα και επεστρεψε στο σαλονι δεκα λεπτα αργοτερα, οταν η Κυβελη ειχε ετοιμασει δυο σερβιτσια και χαζευε στην τηλεοραση. Οποτε με ενα σαλτο πηδηξε απο την πισω μερια του καναπε στην μπροστα και χωθηκε αναμεσα σε εκεινη και την μαξιλαρα, λιωνοντας την εννιοτε.
Αναφωνησε κανοντας τον να απομακρυνθει λιγο για να μην την πιεζει.
"Βλακα! Θα με λιωσεις!'' τον μαλωσε και προσεκτικα γυρισε προς το μερος του, για να μην πεσει κατω. Θελοντας και μη ηταν κολλημενη πανω του.
''Αυτος ηταν ο σκοπος μου.'' περασε το χερι του πανω απο την κοιλια της και χαιδεψε απαλα το σημειο γυρω απο την λεκανη της.
Την κοιτουσε στα ματια γοητευτικα, σχεδον θελτικα. Την φλερταρε, λες και μολις ειχαν γνωριστει. Δεν αντεξε και του χαμογελασε, οριακα ντροπαλα.
Οπως στις αρχες...
''Τι ειναι δικηγορινα;''
''Με στριμωξες.'' μουρμουρισε την φραση που για αυτους ειχε τοση μεγαλη αξια.
Ειδε το αγορι της να σμιγει τα φρυδια σαν να σκεφτεται κατι πολυ εντονα. Τελικα της χαμογελαει εμφανιζοντας της το υπεροχο χαμογελο- σετ με δυο λακκακια που εκαναν εναν λακκο στην καρδια της.Την τραβαει κι αλλο πανω του, ακουμπα τα χειλη του πανω στα δικα της. Εκεινη γευεται την κανελα και την ανταλλασει με αρωμα κρασιου.
''Αφου ειναι το αγαπημενο μου.'' μουρμουριζει.
25 Δεκεμβριου.
Το μεσημερι η Κυβελη πηγε στην μαμα της για Χριστουγεννα. Σε συνεννοηση με την αδελφη της ειχε αγορασει το καινουργιο αρωμα Jimmy choo, μαζι και ενα κρεμαστο για τον λαιμο.
Εκεινη την χρονια προσκληση ειχε σταλει σε εκεινη, στην Φαιδρα και σε τρεις φιλες της Ιφιγενειας με τους συζυγους τους.
Η αδελφη της ειχε φτασει τελευταια, επιτηδες, και ετσι η συζητηση ηταν αμιγως ασχετη των προβληματων τους.
Η ωρα ηταν 4 και επιναν καφε στο σαλονι. Η κοπελα επιανε τον εαυτο της να νυσταζει.
Και τι δεν θα εδινε για ενα καυτο αφρολουτρο στην αγκαλια του Ορεστη, με κλασικη μουσικη να ηχει παντου στο σπιτι.
Αλλωστε στις 9 θα μαζευονταν τα παιδια για Χριστυογεννιατικο Ρεβεγιον, επιτραπεζια και ποτά. Ειχε ακομα πολλα να ετοιμασει και ενα μεγαλο ξενυχτι την περιμενε, αν αναλογιστει κανείς οτι θα εφευγαν απο το διαμερισμα στο Κολωνακι στις 5 το πρωι.
''Στον μπαμπα πότε θα πατε φετος;'' η Αλεξανδρα- η κουμπαρα- τις ρωτησε βγαζοντας την Κυβελη απο τις σκεψεις.
Οι δυο κοπελες κοιταχτηκαν.
''Φανταζομαι πρωτη του μηνος, κανονικα.'' η Φαιδρα εγνεψε.
''Ακριβως.''
''Εσυ το βραδυ θα πας στην Κυβελη;'' η Ιφιγενεια απευθυνθηκε στην μικρη της κορη.
Η -εκεινη την περιοδο- μαυρομαλλα εγνεψε αρνητικα.
''Οχι, νυσταζω, οποτε θα κοιμηθω εδω νωρις.''
Αυτη της η δηλωση ξαφνιασε την Ιφιγενεια, αναλογιζομενη οτι η κορη της εμενε σε μια φιλη της απο τοτε που ειχε ερθει.
Η δικηγορινα κοιταξε την μητερα τους που το επαιξε ανετη και προσποιειτο οτι ακουγε την συζητηση των υπολοιπων. Εποταν μια συζητηση καθοριστικη για την σχεση της Ιφιγενειας και την Φαιδρας, αυτο το ηξερε. Και κρατουσε την ανασα της.
Το κουδουνι που απροσμενα χτυπησε προκαλεσε απορια στην κοκκινομαλλα.
''Ποιον αλλον περιμενεις μαμα;''
Σχεδον μηχανικα ανοιξε το κινητο της. Και ειχε δικιο, ενα μηνυμα απο τον βιολιστη φωτιζε την οθονη.
Ηρθα να σε παρω. Θα μου κανεις την τιμη να κατεβεις;
''Ηρθε ο Ορεστης!'' η Κυβελη σχεδον πεταχτηκε ορθια για να του ανοιξει και η Ιφιγενεια παραξενευτηκε. Ποτε δεν ειχε δει την κορη της τοσο... ερωτευμενη;
Ετρεξε στην πορτα και οταν τον ειδε επιτελους απεναντι της με ενα κουτι γλυκα επεσε στην αγκαλια του λες και ειχαν χωριστει μερες πριν.
Εκεινος δεν πισωπατησε καν, τυλιξε το ελευθερο χερι του γυρω της και την αγκαλιασε σφιχτα φιλωντας την πεταχτα στα χειλη.
''Τα οικογενειακα τραπεζια χωρις εσενα ειναι μαρτυρικα.''της ψιθυρισε στο αυτι και η κοπελα γελασε.
''Καλε ασε το παιδι να μπει μεσα θα κρυωσει.'' η μαμα της την μαλωσε και ο Ορεστης την ανασηκωσε πανω του κανοντας δυο βηματα προς τα μεσα και κλεινοντας την πορτα πισω του.
''Γεια σας, καλα Χριστουγεννα.'' ευχηθηκε σε ολους και η Ιφιγενεια με την Φαιδρα σηκωθηκαν να τον φιλησουν.
''Καλως τον Ορεστακο.'' η αδελφη της πηρε προθυμα τα γλυκα και εσπευσε στην κουζινα για να τα ανοιξει.
''Καθισε αγαπη μου.'' του εκανε νοημα να καθισει διπλα της και ο βιολιστης μη μπορωντας να της το αρνηθει, αφηνοντας την κοπελα του μονη στην απεναντι πολυθρονα, να μετρα τα δευτερολεπτα μεχρι να φυγουν.
''Η αληθεια ειναι πως δεν σκοπευα να μεινω, εχουμε αφησει τον σκυλο μονο του στο σπιτι 4 ωρες και δεν ξερω κατα ποσο θα το βρουμε ορθιο το δεντρο.'' αστειευτηκε με τον γνωστο γοητευτικο του τροπο.
Η Ιφιγενεια αγριοκοιταξε την κορη της.
''Μα να μην πιεις εναν καφε;'' η Μαιρη, φιλη και συναδελφος της Ιφιγενειας προτεινε με τακτ.
Ο Ορεστης κοιταξε την Κυβελη, δειχνοντας της οτι ηταν ανωτερο των δυναμεων του.
''Ναι ναι τελος! Ενας καφες επιβαλλεται. Καθιστε πειτε τα εσεις και ερχομαστε.''
Η Ιφιγενεια πεταχτηκε ορθια, παρασερνοντας μαζι της και την Μαιρη, που εκανε νοημα στην κοκκινομαλλα να τις ακολουθησει.
''Εγω ξερετε... εχω την μεση μου..'' η Αλεξανδρα δεν σηκωθηκε και βολευτηκε καλυτερα.
Η Φαιδρα διπλα της εκανε οτι δεν καταλαβαινε το κολπο που ηθελε ολες τις γυναικες στην κουζινα.
"Εγω ξερετε...βαριεμαι.''
Μολις μπηκαν στην κουζινα η Κυβελη αρχισε να ετοιμαζει την εσπρεσσιερα.
''Ελεος ρε μαμα, τι καφεδες! Αφου τον ειδες, δεν ηθελε να μεινει, εχουμε κοσμο το βραδυ!'' γκρινιαξε ψιθυριστα.
Οι δυο νοσηλευτριες κοιταχτηκαν συνομωτικα.
"Κουκλος οντως.'' απαντησε η Μαιρουλα σε μια ερωτηση που δεν ειχε γινει ποτε φωναχτα.
''Στο ειπα...και καλο παιδι Μαιρη, απο φοβερη οικογενεια, με τροπους, αρχες, και ενα χιουμορ...αστο! Πανεξυπνος, ανεξαρτητος. Ιδανικος! Και η δικια μας το επαιζε και δυσκολη.''
Η κοπελα ηθελε να κρυφτει κατω απο μια πετρα.
''Οχι καλα εκανε! Οχι σαν εσενα! Που επεσες με τα μουτρα στον Λορδο!'' την κοροιδευει.
Η Ιφιγενεια γελαει.
''Καλα καλα...εμενα μου θυμιζει λιγο ...'' ξεκιναει να πει μα το αφηνει.
''Τι;'' η Μαιρη γυριζει και την κοιτα με γουρλωμενα ματια.
''Τον μπαμπα;'' η Κυβελη εκφραζει τον φοβο της.
Εδω δεν σου τον θυμιζε ο Σπυρος.
Της ριχνει ενα βλεμμα, η Ιφιγενεια καταλαβαινει, μα μιλαει με γριφους.
''Ο πρωην σου δεν ειχε καμια σχεση με τον πατερα σου, απορω και που το σκεφτηκες. Ο Δημητρης εχει χρυση καρδια.'' την μαλωνει σχεδον.
''Καλα ξεχαστε το, απλα σε καποια σημεια...'' προσπαθει να βρει τις λεξεις, κουναει το χερι της νευρικα. ''Αφηστε το!Παμε μεσα, να πιει τον καφε να φυγετε!''παρακινει την Κυβελη για να την κανει να ξεχασει.
Στο σαλονι το κλιμα ειναι πολυ χαλαρο, θεμα το τεννις και την ηττα του Τσιτσιπα τον προηγουμενο μηνα.
Πλησιασε τον Ορεστη και του εδωσε τον καφε τους. Της εκλεισε το ματι και επικεντρωθηκε παλι στην συζητηση.
Σωριαστηκε κουρασμενη στην πολυθρονα της μαμας της, απεναντι του ακριβως. Τον κοιτουσε σχεδον απερισπαστη, οταν με την ακρη του ματιου της ειδε την Ιφιγενεια να τον παρατηρει σκεπτομενη κατι βαθια.
Τα λογια της εισχωρησαν στο μυαλο της, τα λογια της αδελφης της το ιδιο.
''Απλα σε καποια σημεια...''
Μα σε τι να θυμιζε ο Ορεστης τον μπαμπα της;
Τα δυο διαφορετικα ματια την κοιτουν βγαζοντας την απο την θολουρα της.
Της χαμογελαει με λακκακια, φυσικα!
Σε τιποτα.
---------------------------------------------------------------------------------------
''Πυροβολεις!'' η Ερμιονη αναφωνει
''Εκτελεις!!'' Η Φαιη ουρλιαζει σχεδον, ο χρονος τους τελειωνει.
Τα αγορια γελανε νομιζοντας οτι εχουν κερδισει. Ηταν 9-9.
Η Κυβελη παιρνει βαθια ανασα αγριοκοιταζοντας τον Βασιλη, ηταν σιγουρη πως εκεινος διαλεξε τον τιτλο.
Τους κανει νοημα οτι θα το παρουν απο την αρχη.
''Πρωτη λεξη -Η- Μετα;'' η Φαιη ευτυχως ειναι συγκεντρωμενη, γιατι η Ερμιονη στην αγκαλια του Βασιλη δεν μοιαζει να ενδιαφερεται.
Παιρνει την ακρη της μπλουζα της και κανει οτι ξεσκονιζει.
''Καθαριζεις;'' ρωταει μπερδεμενη η Ερμιονη.
Γνεφει θετικα και τους κανει νοημα με τα χερια να τον γενικευσουν.
''Καθαριοτητα;''
Απελπισμενα κοιταζει την Φαιη.
Πυροβολει παλι και μετα τους δειχνει το κενο.
''Τους καθαριζεις; Τους σκοτωνεις;''
Γουρλωνει τα ματια γνεφωντας γρηγορα θετικα. Σχεδον χοροπηδαει.
''Και μετα;'' η Ερμιονη ανασηκωνεται προσπαθωντας να μπει στο κλιμα.
''Κενο, καθαριοτητα...εε'' η Φαιη προσπαθει.
''ΚΑΘΑΡΣΗ! Η ΚΑΘΑΡΣΗ!'' αναφωνει και η Κυβελη σχεδον την αγκαλιαζει.Τα αγορια ξενερωνουν.
''Σχεδον.'' ο Βασιλης κλεινει το χρονομετρο που θα χτυπουσε στο επομενο δευτερολεπτο και κερδιζει μια χειρονομια.
''Σειρα σας.'' η ξανθουλα πλησιαζει τον Ορεστη και του ψιθυριζει τον τιτλο.
Κοιταζει την Κυβελη και μειδιαζει.
''Μπορω να χρησιμοποιησω εθελοντες;''
Ηταν το 'Βαθυ λαρυγγι'.
Η δικηγορινα κοκκινιζει ολοκληρη.
------------------------------------------------------
Μπαινει στο δωματιο τους λιγο μετα τις 9 και την βρισκει να βαζει κρεμα ξαπλωμενη στο κρεβατι, κατακοπη.
''Θες να κανουμε μπανιο;'' την ρωτα ανησυχωντας κατα βαθος μη τυχον εκανε χωρις εκεινον.
''Βαριεμαι, το μεσημερι εκανα. Το πρωι παλι. Ειμαι πτωμα.'' ξεφυσηξε.
Ο Ορεστης χαμογελασε και πλησιασε την ακρη του κρεβατιου. Σταθηκε ορθιος απεναντι της. Με το δαχτυλο του χαιδεψε τον αστραγαλο της και ανεβηκε προς τα πανω.
''Τελεια. Γιατι αποφασισα οτι θελω εορταστικο σεξ, και θα ειναι βρωμικο.'' της κλεινει το ματι
Εορταστικο;
Βρωμικο;
Ω Θεε μου.
''Εορταστικο δηλαδη...θα το κανουμε μονο τις γιορτες; Γιατι;'' απορησε φωναχτα.
Γελασε στην αφελεια της.
''Μονο στις γιορτες.'' επιβεβαιωσε.
''Γιατι;''
Μειδιασε αυταρεσκα. ''Για να εχεις κατι να ανυπομονεις φυσικα.''
Ισοπεδωσε καθετι αλλο ομορφο που αγαπουσε τα Χριστουγεννα.
''Δηλαδη θα μου αρεσει;''
Γελασε. Σκαρφαλωσε στο κρεβατι και σχεδον την καβαλησε.
''Δεν εχεις ιδεα ποσο.'' την φιλησε πεταχτα.
''Μαθημα τεταρτο. Πριμα βιστα.'' ψιθυριζει στα χειλη της.
Νιωθει ηδη την ενταση να σφυροκοπα.
Τριβεται πανω της και σφιγγει τα δοντια. Το βλεμμα του σκουραινει.
''Θα το νιωσεις μια φορα και θα το εκτελεσεις αριστα.'' διαταζει εκεινη ανασαινει κοφτα. Το λευκο της μπλουζακι αποκαλυπτει τα παντα.
''Θελω να σηκωθεις στα γονατα.'' φευγει απο πανω της και καθεται ανασκελα στο κρεβατι. Βγαζει ενα τσιγαρο και πριν προλαβει να του την πει την κατακεραυνωνει με το βλεμμα του.
Στο κρεβατι κανω κουμαντο εγω δικηγορινα.
Υπακουει.
''Θελω να μεινεις γυμνη.'' ο τονος του της προκαλει εναν φοβο αναμειγμενο με ανυπομονησια.
Βγαζει τα ρουχα της γρηγορα, και καθεται παλι στα γονατα απεναντι του, αντικριζοντας το αλαζονικα αυταρεσκο χαμογελο που ο βιολιστης ειχε παντοτε.
''Πες μου ποσο υγρη εισαι.'' η φωνη του, υποκωφη και βαθια, την κανει να παρει ανασα.
Ψιθυριζει κατι, ντρεπεται.
''Δυνατα.'' διαταζει.
''Πολυ.''
''Νιωσε μονη σου.''
Δισταζει. Ο δισταγμος της τον κανει να μειδιασει.
''Δεν το εχεις ξανα κανει Κυβελακι;''
Κουναει αρνητικα το κεφαλι.
''Θα σου μαθω εγω μωρο μου.''
Το χερι της κατεβαινει διστακτικα και ανοιγει λιγο τα ποδια της.
''Ενα για αρχη.'' διορθωνει και δεν παιρνει το βλεμμα του απο τις κινησεις της.
Τον αμφισβητει με το βλεμμα.
Και ειναι οντως υγρη, απιστευτα υγρη! Της φαινεται πολυ περιεργο να αγγιζει τον εαυτο της, δεν χρειαστηκε ποτε να το κανει μονη της.
Η πρωτη διεισδυση γινεται μαλλον ατσουμπαλα, αλλα συντομα αναγνωριζει το που βρισκεται.
''Και το δευτερο.'' λεει επιτακτικα.
Δεν φερνει αντιρρηση.
''Κυκλικα. Λιγο πιο κατω.''
Ο δεικτης και ο μεσος της τρεμουν, αρχιζει και εκεινη να τρεμει.
''Λιγο πιο γρηγορα.'' η φωνη του την καθοδηγει σαν υπνωτισμενη.
Ειναι καλο, ειναι πολυ καλο.
Βογγαει ελαφρως. Μειδιαζει. Φτιαχνεται κι εκεινος.
Οχι καλυτερο απο οταν το κανει εκεινος.
''Μιλα μου Κυβελη, τι νιωθεις;''
''Αχ.'' νιωθει την αναγκη να στηριχτει απο το ξυλινο της ακρης του κρεβατιου.
''Κλεισε τα ματια.''
Και το κανει.
Αποφασιζει οτι δεν της αρεσει αυτο το μαθημα, γινεται απληστη.
''Μμμ''
"Χωραει και τριτο μωρο μου.''
Υπακουει.
''Αχ Στεφανε.'' μουρμουριζει και κανει εναν κυκλο που πιεζει προς τα μεσα. Σφυροκοπα ολοκληρη.
Το δωματιο παγωνει.
''Τι ειπες;''
Ανοιγει τα ματια και συναντα ενα βλεμμα οργισμενο απο ποθο που μετατραπηκε σε κτητικοτητα.
Χαμογελαει αθωα.
''Ουπς...καταλαθος.''
Καταλαθος ειπε το ονομα του πρωτου της;
Την αρπαζει απο το μπρατσο, ανασηκωνεται ορθιος απεναντι της, κοβωντας το 'μαθημα' στην μεση. Το χερι του φυλακιζει τον λαιμο της. Σφιγγει τα δοντια. Προσπαθει να μεινει ηρεμος, να μην της δωσει την χαρα της αντιδρασης του.
''Τι.Ειπες.'' επαναλαμβανει, το προσωπο του εκατοστα μακρια απο το δικο της.
Το χερι του την σφιγγει. Ειναι κολλημενη πανω στο γυμνο στου στερνο. Καιγεται.
''Ζηλευεις Ορεστακο;'' τον προκαλει.
Η μαγισσα!
Τα ματια του πετουν φλογες. Την πεταει ανασκελα στο κρεβατι.
''Τωρα θα δεις ζηλια.''
Μια ωρα αργοτερα πεφτει ανασκελα διπλα του, εκεινος μοιαζει απολυτα ηρεμος, ενω αυτη μετα βιας εχει ανασα.
Γερνει προς το μερος της και την πιανει απο τον λαιμο. Την κοιτα αυστηρα και την φιλαει σκληρα.
''Να θυμασαι αυτο οταν ξαναπεις το ονομα Στεφανος.''
Η Κυβελη τον κοιτα πανευτυχης. Γνεφει θετικα. Οταν ειναι σκληρος τον λατρευει, την αναβει και την σβηνει με φωτια.
Ανασηκωνει την παλαμη της προς το μερος του, σαν μια υπενθυμιση. Μα ο Ορεστης δεν ξεχναει.
Ειναι η τελετουργια τους. Μαλακωνει λιγο.
Την φιλαει ξανα, αφηνει κανελα στα χειλη της.
"Κολλα πεντε δικηγορινα.''
Ο ηχος απο τα χερια τους που ενωνονται.
Το τσιγαρο που αναβει εκεινος διπλα στο παραθυρολιγα λεπτα αργοτερα, παρατηρωντας την.
Γυμνη και ξαπλωμενη να τον κοιτα.
Η Αφροδιτη του Μποτιτσελι ερωτευτηκε τον Απολλωνα και η ενωση τους δημιουργησε τεχνη.
Φυσαει καπνο και γερνει στον τοιχο. Εκεινη απεναντι του πιανει το πακετο με τις τσιχλες.
Τρωει προκλητικα και τεντωνεται στο κρεβατι με τα τσαλακωμενα σεντονια.
Σιωπη, μα ακους την ευτυχια στο δωματιο;
29 Δεκεμβριου.
8.30 πρωι
Ξυπνησε πρωτη, και σχεδον τιναχτηκε ορθια. Η ωρα ηταν 9 παρα και ο Ορεστης διπλα της θα ακολουθουσε το παραδειγμα της πολυ συντομα. Οσο πιο απαλα μπορουσε εβγαλε το χερι του απο το στομαχι της και το ακουμπησε στο στρωμα.
Ο σκυλος απο την απεναντι πλευρα του δωματιου δεν της εδωσε καμια σημασια, γιατι ειχε παει ηδη την βολτα του δυο ωρες πριν.
Εκλεισε απαλα την πορτα πισω της και ετρεξε στην κουζινα για να πιασει δουλεια.
Γεμισε την καφετιερα με καφε και νερο και εθεσε την εσπρεσσιερα σε λειτουργια.
Πηρε την μιση ετοιμη σκονη για pancakes και προσθετοντας ενα δυο ακομη υλικα, βρεθηκε πανω απο τα ματια αεριου να φτιαχνει πρωινο.
Η ζυμη για τα κρουασαν σοκολατας ηταν τυλιγμενη σε ρολο, ακριβως οπως την ειχε παρει απο το σουπερ μαρκετ, και στικ σοκολατας περιμεναν να τυλιχθουν στην ζυμη και να ψηθουν. Ακολουθωντας μηχανικα τις οδηγιες τα εβαλε στον φουρνο.
Τα ετοιμασε ολα με προσοχη και οταν βεβαιωθηκε οτι δεν της ελειπε τιποτα, πηγε παλι στο δωματιο τους. Τον βρηκε να κοιμαται βαρια, χωρις καμια ενδειξη οτι θα ξυπνησει νωριτερα.
Σκαρφαλωσε στο κρεβατι και γονατισε απο πανω του.
Τον επεξεργαστηκε λιγο. Υπηρχε κατι στον τροπο που κοιμοταν που την εκανε να λυγισει, ειχε κατι πολυ ηρεμο, ταιριαστο με την αυρα που απεπνεε. Της προκαλουσε μια σιγουρια, οτι ολα θα πηγαιναν καλα, αφου ειχε τον καστανοξανθο σγουρομαλλη αγγελο στο κρεβατι της, τι να παει στραβα;
''Αν και με κολακευεις, φρικαρω δικηγορινα.'' η βαρια αγουροξυπνημενη του φωνη την τρομαξε προς στιγμην.
''Χρονια πολλα Ορεστακο μου!!'' τον καβαλησε κυριολεκτικα και τον φιλησε με παθος.
Συντομα τα χερια του τυλιχθηκαν γυρω απο το σωμα της και την πεταξαν στο πλαι, ανεβαινοντας εκεινος απο πανω.
''Σου...εχω...σου εχω κανει εορταστικο πρωινο.'' ξεπνοη μουρμουριζει σπωντας το φιλι τους.
''Πρωτα θα φαω εσενα. Μετα βλεπουμε.'' πιανει τα χερια της και τα κολλαει κατω ωστε να μην τον απομακρυνει.
Το γελιο της ακουγεται σε ολο το δωματιο οταν την γαργαλαει με τα γενια του.
Τα 25 δεν εδειχναν ποτε καλυτερα.
29 Δεκεμβριου
-αργα το πρωι.
Την καλει. Ξανα.
Και τον πεταει στον τηλεφωνητη της, ξανα.
Κοιταει μεσα απο κλειστο τζαμι την Κυβελη που τον παρατηρει. Ανεβασμενη στον παγκο της κουζινας, φοραει μονο ενα μαυρο μπλουζακι του και εχει τα ποδια μισανοιχτα.
Ξεροκαταπινει και κανει οτι μιλαει, μην τυχον καταλαβει. Αν και κατι μεσα του του λεει οτι η Κυβελη ξερει.
Αλιμονο.
29 Δεκεμβριου
-μεσημερι
''Ειναι custom-made.'' του εξηγησε κατι που μπορουσε να καταλαβει και μονος του.
Τα αρχικα του δεσποζαν πανω στην επενδυση απο μεταξι.
Ο.Ν.
Τον παρατηρει που ολο χαρα ανοιγει το δωρο της. Εκεινο που ευτυχως ειχε προνοησει να αγορασει καιρο πριν.
''Δικηγορινα με ξερεις.''
Επεξεργαστηκε το υφασμα, με τα ακροδαχτυλα του ψιλαφησε την θηκη και επεξεργαστηκε καθε εκατοστο της. Ειχε λοξα με τις θηκες βιολιων κι αυτο φαινοταν απο την μεγαλη συλλογη του.
''Πολυ καλα.'' προσθετει διχως να παρει το βλεμμα του απο το ξεχωριστο δωρο.
Σταυρωνει τα χερια.
''Και τωρα εξηγησε μου.'' σηκωνει τα ματια του πανω της εγκλωβιζοντας την.
''Ποια ειναι η ιδεα πισω απο αυτο;''
Εγειρε το κεφαλι προς τα πισω, σαν να την αιφνιδιασε η ερωτηση του.
''Εσυ κανεις συναισθηματικα δωρα, αυτο ειναι ακριβο, θες να με μπερδεψεις. Να ξεχασω τον λογο που μου το πηρες. Γιατι ;''
Οταν την βλεπει να δαγκωνεται μειδιαζει. Την επιασε σαν παιδακι που τρωει κρυφα μπισκοτα το βραδυ στην κουζινα.
''Δεν...δεν υπηρχε συναισθηματικος λογος, ειναι καθαρα για πρακτικους λογους.'' ξεροκαταπιε και κοιτουσε το δερματινο εξωτερικο του αντι για εκεινον.
Πιανει το χερι της και το βαζει μεσα στα δικα του.
''Πες μου δικηγορινα και υποσχομαι δεν θα γελασω.'' κρυφογελαει.
Ανασηκωνει το φρυδι εξεταστικα. Ζυγιζει μεσα της τις επιλογες της.
Ολα ανισα, μα ουρλιαζουν στην καρδια της.
Την λυγιζει το βλεμμα του.
Ξεφυσαει.
''Ε να...για να με...με καποιον τροπο βρε παιδι μου...'' ψαχνει να βρει τις λεξεις και οσο πλησιαζει κατεβαζει το βλεμμα.
''Ναι...'' χαμογελαει πλατια στην ντροπη της και δεν της αφηνει τα χερια.
Κοκκινιζει ολοκληρη.
''Να με κουβαλας κατα καποιον τροπο μαζι σου οταν εισαι μακρια.'' ψιθυριζει και κατεβαζει το κεφαλι.
Ο Ορεστης ξεσπαει σε ενα γελιο αψυχολογητο, ευτυχιας, εμπαιγμου, την εβρισκε γελοια, χαριτωμενη;
Εκνευριστηκε. Ενιωθε εκτεθειμενη.
''Ε δεν υποφερεσαι.''
Τραβηξε νευριασμενα τα χερια της απο τα δικα του και εκανε να σηκωθει. Την τραβηκε παλι κατω και εφερε τα χερια της κοντα στα χειλη του.
Της χαμογελασε φωτεινα, θυμιζοντας οτι πανω απο ολα ηταν πειραχτηρι, τα λακκακια αμαχητο τεκμηριο, και αφησε τα γλυκο φιλι στις αρθρωσεις της, διχως να σπασει οπτικη επαφη.
Κουνησε το κεφαλι αποδοκιμαστικα, σαν να μην πιστευε ουτε η ιδια οτι την εριξε.
''Ξερεις ποσο πολυ το αγαπω αυτο σε εσενα;''
Χανει εναν χτυπο.
Το διχρωμο βλεμμα που την ανετρεψε την καρφωνε αλαζονικα.
''Ποιο;'' χωρις ανασα ρωτησε, τολμησε...
''Τον τροπο σου, αλλοτε πολυ αυστηρα και αλλοτε πολυ ευαισθητα αλλα ρε Κυβελακι...τοσο δυνατα ...'' αποφευγει να πει την λεξη που θα φουσκωσει τον εγωισμο του.
Η κοπελα εχει αλλαξει εκατο αποχρωσεις του κοκκινου. Σκυβει και διεκδικει ενα φιλι γεματο καφε και κανελα. Το δικο τους φιλι.
------------------------------------------------------------
Η ωρα ηταν 7 το απογευμα οταν το κινητο του χτυπησε. Δεν ειχε σταματησει απο το πρωι. Οταν πηγε στους γονεις του αναγκαστηκε να το κλεισει για να μην τον ζαλιζουν.
Ξεφυσηξε και κοιταξε την οθονη. Ο αριθμος του ηταν γνωριμος.
Ο πατερας της Κυβελης.
Οι φιλοι του και η κοπελα του ηταν ολοι στο σαλονι και γιορταζαν οικογενειακα τα γενεθλια του.
Πηρε βαθια ανασα και πατησε εσυρε το πρασινο εικονιδιο.
''Καλεσα να σου ευχηθω.'' ειπε ο Δημητρης απο την αλλη γραμμη χωρις εισαγωγες και εκανε μια παυση χωρις να του αφησει το περιθωριο για απαντηση.
''Χρονια πολλα λοιπον, σου ευχομαι ο,τι επιθυμεις.'' ο τονος του ηταν ειλικρινης μα τραχυς, ο Ορεστης ξεροκαταπιε.
''Σας ευχαριστω πολυ.''
Περιμενε να του το κλεισει, μα δεν το εκανε.
''Εμαθα για το χωρισμο σου απο την αλλη κοπελα.'' φανηκε να δισταζει, μαλλον δεν ηθελε να φανει κουτσομπολης.
''Ετσι ειναι.'' ενιωθε εναν πονο τυψεων στο στηθος.
''Ειναι μια αρχη.'' σχολιασε. ''Να εισαι σωστος Νικολαϊδη, εγω δεν ειμαι ουτε Κυβελη, ουτε Ιφιγενεια, να λιωνω με τα φλερτ και τα χαμογελακια. Μην υποπτεφθω τιποτα.'' αυστηρα του δηλωνει και ο νεαρος ασυναισθητα ισιωνει την πλατη.
''Μαλιστα κυριε.''
"Καλη συνεχεια.'' και η κληση τερματιστηκε.
Πηρε το μπουκαλι κρασι που του ζητησε και πηγε στο σαλονι. Η δικηγορινα γελουσε με κατι που προσπαθουσε να δειξει με παντομιμα ο Βασιλης, η υπομονη του οποιου ειχε τελειωσει.
Τον κοιταξε και χαμογελασε ακομα πιο πλατια, του εκανε νοημα να καθισει διπλα της.
Υπακουα καθισε στο χαλί και απροσδοκητα η Κυβελη τον φιλησε πεταχτα.
Ε βεβαια...γενεθλια σημερα, απο αυριο παλι προσωπικος χωρος!
29 Δεκεμβριου
-1 το πρωι.
Της ειπε οτι θα κανει ενα τσιγαρο και θα μπει μεσα. Ειναι στο τεταρτο.
Εχει ενστικτο και ειναι απο εκεινα που δεν πρεπει να αγνοει κανείς.
Και οντως, το υποσυνειδητο του τον επιβραβευει, το κινητο του χτυπαει.
Ιασμη.
Η καρδια του χτυπαει γρηγορα και οι παλαμες του ιδρωνουν.
Βρισκει το θαρρος, παιρνει βαθια ανασα και το σηκωνει.
''Ιασμη μου;''
Σιωπη, ακουει μια ανασα απο την αλλη γραμμη. Ξερει οτι ειναι η δικη της.
''Χρονια πολλα Ορεστακο...'' η χρυση φωνη της παγωνει τον χρονο.
Η καρδια του λιωνει.
''Σε ευχαριστω που με πηρες.'' της απαντα με ειλικρινη ευγνωμοσυνη.
''Πηρα να σου πω οτι χρειαζομουν χρονο.'' η φωνη της ψυχραινει καπως.
''Οσο χρονο θες. Εγω εδω θα ειμαι.'' βιαζεται να την διαβεβαιωσει.
''Ειμαι καλα. Πηρα καποιες αποφασεις για τον εαυτο μου. Και ειναι για το καλυτερο.'' ο αυστηρος της τονος τον κανει να θελει να την κοιταξει.
''Δηλαδη;'' μενει με το τσιγαρο μετεωρο αναμεσα στα χειλη του.
''Πρεπει να αποδεχτω οτι τελειωσαμε, οριστικα.''
Εχει αφησει ενα κενο, μια ανω τελεια που τον πληγωνει. Και τον πληγωνει γιατι ξερει οτι περιμενει να την διαψευσει.
''Εχουμε τελειωσει ως εραστες.'' την διορθωνει. Ξερει οτι εχει δωσει την λαθος απαντηση.
"Ξερω οτι ολο αυτο με την Κυβελη εχει ημερομηνια ληξης, το μεταξυ μας οχι, και αν ο γιατρος πειστει να αυξησουμε την αγωγη-''
Παιρνει βαθια ανασα ξεροντας οτι καρφωνει το μαχαιρι σε δυο πληγες ταυτοχρονα.
''Ιασμη μου... σε δυο μερες ειναι η εκδηλωση στο ιδρυμα Ωναση, και εκει θα ανακοινωσω σε ολους την προταση που μου εγινε απο την ορχηστρα του Αμστερνταμ.''
Και ηταν αληθεια. Μετα το δεκαημερο ταξιδι τους στο εξωτερικο, οι προτασεις επεσαν βροχη, πραγμα αντιφατικο της εποχης που βιωναν, η υγειονομικη κριση ωστοσο εφτανε στο τελος της, και η αναγκη για τεχνη σφυροκοπουσε στην Ευρωπη.
''Προταση;'' η κοπελα βρεθηκε μπροστα σε ενα εμποδιο που δεν αναγνωριζε.
''Ναι. Μου εγινε προταση. Τον Μαϊο φευγω για Αμστερνταμ. Θα γινω Α' κορυφαιος. Η Κυβελη, αν οχι εξ αρχης, θα ερθει αργοτερα να με βρει.''
Η σιωπη που ακολουθουσε τον επνιγε με καθε δευτερολεπτο.
Την ακουει να ξεφυσαει.
''Σε αγαπω. Το ξερεις;'' τον αιφνιδιαζει ρωτωντας.
''Το ξερω.'' της απαντα δειλα, σαν να φοβαται.
''Εσυ με αγαπας;''
''Οπως εχω αγαπησει εσενα δεν θα αγαπησω καμια αλλη.'' της απαντα πριν καν παρει ανασα.
Την ακουει να χαμογελαει μεσα απο εναν λυγμο.
''Σου αξιζει να εισαι ευτυχισμενος.'' ψιθυριζει.
''Και σε εσενα, μα γι αυτο-''
''Θα με συγχωρεσεις αν προσπαθησω να σε κατακτησω; '' ψιθυριζει, σαν να ειναι το μυστικο τους.
''Δεν θα συγχωρεσω μονο αν πληγωθεις για να το καταφερεις. Ενα μερος μου ειναι δικο σου. Τι αλλο θες;'' γελαει για να ελαφρυνει το κλιμα.
''Δεν θα πληγωθω εγω.'' του δηλωνει.
Η γραμμη πεφτει.
Τι σχεδιαζεις Ιασμη;
31 Δεκεμβριου.
''Εισαι απιστευτη.'' φιλαει απαλα το μαγουλο της και σφιγγει το κρατημα του γυρω απο την μεση της. Η κανελα συγκρουεται με το αρωμα της.
''Φανταστικη.''φιλαει λιγο πιο κατω, στην κορυφη του λαιμου της. Ειναι φρεσκοξυρισμενος.
''Ανεπαναληπτη.'' τα χειλη του ελευθερωνουν μια καυτη ανασα στο κεντρο του λαιμου της. Η Κυβελη γαργαλιεται και γελαει.
Τυλιγει τα χερια της γυρω απο τον αυχενα του.
''Μοναδικη.'' φτανει στην κλειδα της. Εκει νιωθει την αλυσιδα απο το περιδεραιο που της εκανε δωρο.
''Καυλα.'' λαιμαργα φιλαει το στηθος της και η Κυβελη χανει το γελιο της. Τον σπρωχνει μακρια και τον χτυπαει στον ωμο ταχα θιγμενη.Γυρω τους οι φιλοι τους εκαναν οτι δεν κοιτανε. Ο βιολιστης μειδιασε σαρδονια.
''Ελεος!'' εφτιαξε τα μαλλια της και ανεβασε το μπουστο του φορεματος.
Ηταν το πιο φανταχτερο ενδυμα που ειχε φορεσει ποτε της. Χρυσο με παγιετα και χρυσοσκονη να λαμπυριζουν, με τους ωμους γυμνους και δυο φαρδιες λωριδες χρυσου να καλυπτουν τα μπρατσα της. Το χαμογελο στο στηθος ηταν βαθυ μα δεν γινοταν χυδαιο.
Η στενη μεση προϋπεθετε να χασει δυο κιλα, το υφασμα σαν σαμπανια εγλυφε το κορμι της και το σμιλευε στενα μεχρι και δυο παλαμες πανω απο το γονατο, απο εκει επεφτε ριχτο μεχρι το πατωμα απο την μια πλευρα, ενω στην αλλη ενα σκισιμο εφερνε σε κοινη θεα το ποδι της.
Το συνδυασε με ενα ζευγαρι χρυσα σανδαλια, με λεπτο τακουνι 8 ποντων, λεπτη αλυδισα να κανει τρεις λεπτους κυκλους μεχρι την γαμπα της.
Ενιωθε θεά. Το βλεμμα και οι φιλοφρονησεις του Ορεστη την επιβεβαιωναν.
''Τι να κανω δικηγορινα. Αφου εισαι...'' της εκλεισε το ματι και εσφιξε την γραβατα του.
''Κυβελη σου αρεσει;'' η Φαιη ειχε φρικαρει, το μπλε φορεμα που ειχε στα σχεδια για εκεινο το βραδυ ξαφνου της φαινοταν απλο, οποτε προτιμησε την δευτερη επιλογη της, ηταν κοκκινομικρο μινι φορεμα, στραπλες και στενο, συνδυασμενο με φαρδυ μαυρο παλτο.
Η κοκκινομαλλα εγειρε το κεφαλι της προς τα αριστερα επεξεργαζομενη την πληροφορια.
''Προτιμω να βαλεις το κοκκινο της Ερμιονης, ειναι ιδιο χρωμα απλα φτανει μεχρι το γονατο...ειναι πιο σωστο.''
''Πες τα Κυβελη!'' ο Γιαννης αλλο που δεν ηθελε.
''Γιατι καποια νομιζει οτι παμε σε κλαμπ!'' πεταξε το υπονοουμενο που εκανε τον Βασιλη να γελασει. Η Ερμιονη διπλα του φορουσε ενα λευκο κουστουμι, συνδυασμενο με ενα ημιδιαφανο μαυρο κορμακι.
Η Φαιη ξεφυσηξε και ετρεξε μεσα.
''Παιδια αντε ε!'' ο Ορεστης ανοιξε την πορτα και αρπαξε το παλτο του και την Κυβελη απο το χερι.
''Στις 9 θα ειμαστε εκει μην ανησυχεις!'' ο Κωνσταντινος τον διαβεβαιωσε.
Η Ιωαννα θα περνουσε την αλλαγη χρονου με τους δικους της.
Επροκειτο για ενα παγκοσμιο προτζεκτ στην οποια το ιδρυμα αντιπροσωπευε την χωρα.
Μουσικοι απο ολο τον κοσμο με την εισοδο του νεου ετους, κλεισμενοι σε ενα στουντιο θα επαιζαν ολοι μαζι ταυτοχρονα σε απευθειας συνδεση.
Και η 'παρασταση' αυτη θα επαιζε στην τηλεοραση και σε πλατφορμες. Αφιλοκερδως ολοι αυτοι οι μουσικοι αποφασισαν να δωσουν ερμηνειες που στην πραγματικοτητα θα κοστιζαν συνολικα παρα πολλα χρηματα.
Οποτε ο Ορεστης θα ηχογραφουσε σε μια αιθουσα στο γνωστο ιδρυμα.
Ως 'ανταλλαγμα' για την ανιδιοτελεια του, του δινοταν η δυνατοτητα να γιορτασει μαζι με φιλους. Οποτε στον χωρο δεν βρισκονταν μονο οι δυο τους, αλλα και οι γονεις του, ο Ιακωβος, η Ανδρονικη, οι φιλοι τους, και σαφως...ο Σπυρος και η Εβελινα.
Ο χωρος ηταν απιστευτα διακοσμημενος, το ανοιχτο μπαρ και το catering πλουσια και το κλιμα γιορτινο. Απεπνεε την αισθηση κανονικοτητας. Πολυελαιοι, κοκκινα χαλια, χρυση διακοσμηση και μεγαλα παραλληλογραμα παραθυρα που αγγιζουν το ταβανι και το πατωμα.
Η Κυβελη δεν εδινε καν σημασια στον πρωην της, που δεν μπορουσε να παρει το βλεμμα του απο πανω της. Για τους φιλους της, ειδικα για τα αγορια, ηταν ιδιαιτερα δυσκολο να φερονται φυσιολογικα, για εκεινη ομως καθολου, ειδικα οταν ειχε τον Ορεστη.
''Αστην αγορι μου την εχεις ζαλισει!'' η μητερα του τον μαλωνει μα εκεινος σφιγγει το χερι πιο πολυ γυρω της.
''Δεν την αφηνω.'' φερεται σαν αγρικος και αυτο της αρεσει κρυφα.
Ο Πετρος γελαει και πινω λιγο απο την σαμπανια του. Ολοι ειναι κομψα ντυμενοι.
Στο δειπνο το τεραστιο μακροστενο τραπεζι ευτυχως αποτρεπει τις επαφες Κυβελης - Σπυρου, οποτε η καλη διαθεση συνεχιζεται.
Στις 22.01 η Φαιδρα καταφθανει στην αιθουσα βγαζοντας επιτελους την μασκα της.
Η αδελφη της φοραει ενα λεοπαρ φορεμα, με λεπτες τιραντες, βαθυ χαμογελο, φαρδυ στο στηθος και ολο και πιο στενο καθως κατεβαινε, εφτανε μεχρι το γονατο.
Ο Ιακωβος εσφιξε τα δοντια.
''Καλως την!'' η Κυβελη την αγκαλιασε πρωτη. Ακολουθησαν τα παιδια, και φυσικα η μελαχρινη εδωσε ενα ρουφηστο φιλι στο μαγουλο του βιολιστη, ως ευχαριστω για την προσκληση.
Χαιρετησε με ενα γλυκο χαμογελο τους γονεις του Ορεστη και επειτα σταθηκε απεναντι στο ζευγαρι που σηκωθηκε για την γνωριμια.
''Εβελινα, η θεια του Ορεστη, χαρηκα κοριτσι μου!''
''Φαιδρα, επισης!'' ανταπεδωσε και επειτα στραφηκε στον Σπυρο.
''Κυριε Δελη, επιτελους γνωριζομαστε.'' του δινει το χερι και ο αντρας σαστιζει. Πεφτει σιωπη στην αιθουσα.
Ο Ιακωβος σηκωνεται ορθιος και την πλησιασει, για να αποφυγει το αναποφευκτο.
''Με γνωριζετε δεσποινις;'' ρωταει ηρεμος και αφηνει το χερι του να πεσει μετα απο μια δυνατη χειραψια.
Η Φαιδρα γελαει δυνατα.
''Υπηρχε περιπτωση να μην γνωριζω εναν αντρα για τον οποιο μιλαει ολη η δικαστικη κοινοτητα, δη, οταν αυτος ειναι ο αγαπημενος καθηγητης της αδελφης μου;'' χαμογελαει θελκτικα και η Κυβελη νιωθει μια σκοταδινη, ο Ορεστης διπλα της της κανει νοημα να ηρεμησει.
Ο Βασιλης κοντευει να δακρυσει απο το γελιο, η Ερμιονη τον κλωτσαει κατω απο το τραπεζι.
Ο Δελής ανασυγκροτειται και προσπαθει να φανει ηρεμος, η Εβελινα μοιαζει μπερδεμενη.
'' Δεν γνωριζα οτι ειστε του χωρου, οσο για την δεσποινις Πολιτη.'' την κοιταζει με ενα βλεμμα που κανει την κοπελα να παγωσει.
''Δεν ηξερα οτι με συμπαθουσε τοσο.''
''Δεν χρειαζεται να εισαι του χωρου για να ξερεις τι συμβαινει.'' του χαμογελαει σφιχτα.
Γυριζει προς το μερος του Ιακωβου που σαν κερβερος στεκεται πλαι της.
''Θα μου δειξεις τον δρομο προς το μπαρ;''
Ο νεαρος αν και θελει να την κατσαδιασει γνεφει θετικα και ακουμπα το χερι του χαμηλα στην μεση της οδηγωντας την προς το μεγαλο μπαρ.
Λιγο πριν απομακρυνθουν ομως σταματαει, γυριζει προς το μερος του ζευγαριου που μολις καθισε, μουδιασμενοι και οι δυο ακομα.
Τους χαμογελαει φωτεινα.
''Χαρηκα για την γνωριμια.''
Ο Ιακωβος δεν αντεχει, την τραβαει να γυρισει μπροστα και την σερνει σχεδον στο μπαρ. Στο τραπεζι ο Πετρος με εναν ελυγμο αλλαζει θεμα και η συζητηση φουντωνει.
''Εισαι θρασυτατη.'' μουρμουριζει ο δικηγορος.
Η Φαιδρα του χαμογελαει σαρδονια. Τα ματια της πετουν φλογες.
Πινει μια γουλια ουισκι.
''Και εμενα μου ελειψες.'' του κλεινει το ματι.
Στις 11.45 η ανυπομονησια για την αλλαγη του χρονου ηταν αισθητη.
''Κοιτα τι ωραιοι που ειναι οταν δεν ντυνονται σαν να πηγαινουν γυμναστηριο.'' η Ερμιονη σχολιασε πινοντας μια γουλια σαμπανια, ειχε πιει αρκετα.
''Ο Γιαννης μου ο,τι και να βαλει κουκλος ειναι.'' αναστεναξε η ξανθουλα, κανοντας την προλαλησασα και την Φαιδρα να στριφογυρισουν τα ματια.
Η Κυβελη ενιωθε το ιδιο.
Ο Ορεστης με κουστουμι εδειχνε θεικος, ονειρεμενος, ενιωθε μια τρομερη ικανοποιηση που καμια αλλη δεν ηταν εδω να τον κοιταζει, κι ετσι ολη αυτη η ομορφια ηταν μονο για τα δικα της ματια.
Το αγορι της ηπιε μονοκοπανια ο,τι ειχε μεινει στο ποτηρι του και χτυπησε στην πλατη τον Κωνσταντινο.
Την πλησιασε με το κλασικο γοητευτικο του βημα και τα χερια στις τσεπες. Ειχε εκεινο το δαιμονιο χαμογελο, λες και ειχε κανει αταξια.
''Καλη χρονια μωρο μου.'' την πιανει απο την μεση και πριν προλαβει να αντιδρασει την ριχνει πισω και την φιλαει. Απο το σοκ η Κυβελη μενει στυφη και ακινητη. Μα συντομα υποχωρει και αφηνει μια σαμπανια με επιγευση κανελας να την μεθυσει.
Το φιλι του της κλεβει την ανασα και η δημοσια εκδηλωση αγαπης την γεμιζει εγωιστικα.
Αναθεματισμενε βιολιστη της κακιας ωρας εισαι απιστευτος...
Την αφηνει να σταθει ορθια. Ξεπνοη και αναψοκοκκινισμενη, με τον Σπυρο απεναντι της να κοιταει αλλου για να μην ποναει.
''Παω να τους δειξω πως γινεται.'' της κλεινει το ματι.
''Καλη επιτυχια αγαπη μου'' η Νεφελη πλησιαζει και τον αγκαλιαζει τρυφερα. Ο Ορεστης της χαμογελαει και την φιλαει στο κουτελο.
Ο Πετρος που καθεται μαζι με τον Σπυρο και την Εβελινα του κλεινει το ματι, η θεια του χειροκροταει ενθαρρυντικα.
11:55 μπαινει στο στουντιο και ενας υπευθυνος τρεχει να καθισει στο κοντρολ.
Οι πορτες κλεινουν και η ηχομονωση τους κοβει στα δυο.
Με το που αλλαζε ο χρονος στην Ελλαδα στο μεγαλο 'παρτι' θα εμπαινε και ο Ορεστης.
''Αντε πιαστε απο ενα ποτηρι! Να φυγει αυτη η απαισια χρονια επιτελους!'' ο Πετρος της δινει ενα ποτηρι και ο Βασιλης γεμιζει των υπολοιπων.
Κοιταει τον Ορεστη μεσα απο το γυαλι. Βγαζει το βιολι απο την θηκη που του δωρισε.
Του χαμογελαει ευγνωμων.
Το κινητο του Ιακωβου χτυπαει και η μητερα του τον αγριοκοιταζει.
''Ειπαμε κινητα κλειστα!'' τον μαλωνει.
''Συγγνωμη συγγνωμη!'' σηκωνει τα χερια ψηλα και η Φαιδρα χασκογελαει.
Κι αν μπορουσες να πας πισω;
Να πιασεις τον χρονο απο το χερι και να τον τραβηξεις στο παρελθον, πιο συγκεκριμενα σε εκεινο το δευτερολεπτο;
Στο τελευταιο θραυσμα ευτυχιας, στην τελευταια ανασα που πηρες πριν ο κοσμος σου διαλυθει σαν πυργος απο τραπουλοχαρτα, θα το εκανε;
Μα κυριως, θα αντεχες να κοιταξεις;
''10!!'' ο Γιαννης κοιταζει το ρολοι του.
''9'' Ο Βασιλης περναει τα χερια του γυρω απο τους ωμους της Κυβελης και της Ερμιονης.
''8'' Η Φαιη χωνεται στην αγκαλια του Γιαννη.
''7!'' Η Φαιδρα αρπαζει τον Κωνσταντινο που προθυμα την αγκαλιαζει.
''6'' Η Κυβελη βλεπει τον Ορεστη να παιζει τις πρωτες νοτες συγκεντρωμενα.
Τον αγαπω.
''5!!'' Ο Σπυρος κραταει την γυναικα του απο τους ωμους. Την αηδιαζει την δικηγορινα αυτο.
Ο Πετρος δεν αφηνει το χερι της Νεφελης.
"4!" Η Κυβελη κανει ευχη.
Κανε το 2021 να γινουν καλυτερα τα πραγματα.
''3!!" ακουει βηματα.
Ποτε βγηκε εξω ο Ιακωβος;
Ο παντοτε ηρεμος αντρας μοιαζει κατωχρος.
''2!'' Τα παιδια δεν του δινουν σημασια.
Μονο οι γονεις του και οι δυο αδελφες τον παρατηρουν.
''1!''
Κοιταζει πρωτα τον πατερα του και επειτα την Κυβελη.
Μα μιλαει σε ολους, ψιθυριστα, ισα που ακουγεται.
''Καλη χρονια!!'' ουρλιαζουν ολοι μαζι, πανευτυχεις, και αγκαλιαζονται.
Η Κυβελη ομως δεν συμπασχει, κανει δυο βηματα μπροστα.
''Η Ιασμη αυτοκτονησε, πηδηξε απο την ταρατσα του σπιτιου της.'' ψελλιζει με φωνη αγνωστη.
Αμεσως κοιταζει τον Ορεστη, που παιζει με παθος και μαεστρια βιολι, πλανεμενος και ευτυχισμενος.
Φοβαμαι...
Και να, που τα καταφερε, ενα κομματι της καρδιας του εγινε δικο της και φευγοντας το πηρε μαζι της. Ο Ορεστης δεν θα την ξεχνουσε ποτέ.
Πριμα βιστα λοιπον. Το τεταρτο μαθημα του, το τελευταιο.
Η θεωρια του χαους πραγματευεται μια σχεση της οποιας ειναι αδυνατον να προβλεψει κανεις την καταληξη, αν υπαρχει εστω και η απειροελαχιστη μεταβολη των αρχικων συνθηκων και δεδομενων.
Βρεθηκαμε στο κεντρο του κυκλωνα. Η Σκυλλα βρυχαται, η Μινωταυρος βρηκε την ακρη του νηματος, η Κιρκη νικησε.Και -Θεε μου!- τι μας περιμενει στην αλλη ακρη του τειχους της Τροιας.
Κοίτα εξω, η σκοτεινοτερη ωρα δεν ειναι πριν απο την αυγη; Ετσι δεν λενε τουλαχιστον;
Συγχωρεσε με, χρειαζομαι ενα χαρτομαντηλο.
Δεν ειναι ευκολο να ξεχωρισεις ποιο λεπτο της νυχτας ειναι το πιο βαθυ και αβυσσαλεο, αν δεν ξερεις ποτε ή αν θα ξημερωσει.
Το διαμερισμα του βιολιστη της κακιας ωρας, το αναγνωριζεις;
Μπηκες τοσο διστακτικα εδω μεσα, μα δεν το νιωθεις πλεον σαν σπιτι σου;
Ξερω οτι σε μπερδεψα.
Οχι! Δεν ημουν ποτε σε ηθικο διλημμα, επελεξα εκεινον!
Ουτε διστασα να σου πω το παρελθον μου, με εκανε αυτη που ειμαι.
Πιασε την καρδια μου...ακους πως χτυπα;
Έν αρχή ἦν το εὖ, ηρθε και στο περασμα του εφερε την ανοιξη. Εδιωξε τον χειμωνα απο μεσα μου, εσβησε το σκοταδι.Το ειχε υποσχεθει αλλωστε.
Έν μέση ἦν το κενό, κι αν το καλοσκεφτεις, ολα μια θολουρα ηταν επειτα, το παρελθον...θεε μου το παρελθον μας τσακισε αμφοτερους. Το δικο μου ηταν τοσο τραχυ και σπαρακτικο, το δικο του τιμωρητικο και διαχρονικο.
Το κενο αναμεσα μας, μα και το κενο αναμεσα σε εμας και τον κοσμο.
Μια το ενα, μια το αλλο.
Απο το τιποτα, στα παντα.
Κενο ενδιαμεσα.
Ή ολα ή τιποτα μου ψιθυρισε ενα βραδυ.
Και τωρα;
Τωρα θα σου πω τι θα γινει απο εδω και περα... ως ειθισται σε χρονο Μελλοντα...
Τριτο μερος λοιπον, το τελος.
Έν τέλει ἦν το πάν.
Ciao Bellas!!
Καλες γιορτες σας ευχομαι!
Ελπιζω να τα πουμε....αρκετα!
Ετσι ληγει το Β'μερος! Πως σας φανηκε;
Το περιμενατε;
Το τριτο μερος ...λοιπον...οπλιστειτε με θαρρος!
Θα εξηγησω πολλα, ξερω οτι εχετε κενα, ηταν επιτηδευμενα!
Οσο για το πριμα βιστα...θα επιστρεψω!
Τι πιστευετε θα γινει απο εδω και περα;
Σας φιλω γλυκα.
Σας αγαπω πολυ!!
xxxΜάγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top