Ό,τι αρχίζει, τελειώνει.

Ω, μικρή μου αγαπημένη
Πόσο σε μισώ!

-Arthur Rimbaud, 1854-1891
Γάλλος ποιητής

Σου ειχα πει καποτε, οτι η γεωμετρια ειναι το αγαπημενο μου τμημα των μαθηματικων.

Τη βλεπω ποιητικα και καθολου πρακτικα. Ανακουφιζει μια απο τις βαθυτερες και πιο σκοτεινες μου αναγκες. Εκεινη της θνητοτητας.

Περυσι τα Χριστουγεννα πηγα σε ενα ατελιε στο κεντρο για μια εκθεση μοντερνας τεχνης. Ηταν μετρια, δεκα καλλιτεχνες μιλουσαν ακαταπαυστα για οσα επρεπε να καταλαβουμε μονοι μας, ενα ενας εμενε απολυτα σιωπηλος, αυτο τον ξεχωριζε.
Στο τελος του διαδρομου ειδα κατι που μου τραβηξε την προσοχη, βαθια μεσα μου το εψαχνα ωρα τωρα.

Τον πηρα απο το χερι και θυμαμαι χαρηκε γιατι νομιζε οτι θα φευγαμε. Περασαμε αναμεσα απο το πληθος και περπατησαμε μεχρι εκεινη την παχια μαυρη γραμμη, με τις δυο βουλες στην αρχη και το τελος,που καλυπτε τον μισο τοιχο και μου πλακωνε την καρδια.
Ηταν κι αυτη εκθεμα, μα πως δεν την ειχαν προσεξει;Το θερμο φως επεφτε πανω στην λεζαντα, διαβασα δυνατα: 
''Το ευθυγραμμο τμημα.'' 

Το ειχα απεναντι μου απο την αρχη εως το τελος του. Απλο, απολυτο, αυθυπαρκτο.
''Καταλαβες τωρα;'' η βαθια του φωνη μου χαιδευει το αυτι.

Τον κοιτω γεματη δεος, εκεινον, που παντα επνεε μεσα μου το οξυγονο της νοησης.
Μου χαμογελασε σαν να ημουν αφελες παιδακι. Μου εσφιξε το χερι και εγειρε προς το μερος μου, για να  μην διαταραξουμε την ησυχια του χωρου.
''Ο,τι αρχιζει, τελειωνει μωρο μου.''

Αυτη ειναι η απαντηση στην ερωτηση:
''Γιατι εισαι τοσο κυνικη;''

Οποτε αγαπησα την Γεωμετρια. Την εβρισκα καθησυχαστικη, τα σχηματα, τα ευθυγραμμα τμηματα, τις τομες και τις διαμετρους.

Και επειτα ηρθε εκεινος, με επιασε απο το χερι και μου εδειξε την σκοτεινη πλευρα του φεγγαριου που ετρεμα να αντικρισω.
Τις απειρες ευθειες, τις ατελειωτες ημιευθειες, τους ατερμονους κυκλους.
Τρομαζα στο μεγαλειο τους, ενιωθα σκονη μπροστα τους, κοκκος αμμου.

Και εσερνε το δαχτυλο του κατα μηκος της ραχοκοκκαλιας μου.
''Εσυ βλεπεις ενα ασφαλες ευθυγραμμο τμημα, και μεσα του κλεινεις ολους σου τους φοβους, ωστε να εχουν αρχη και τελος.''
Φιλαει τον αυχενα μου, αναριγω.

''Εγω ομως βλεπω απειρα σημεια, το ενα πλαι στο αλλο, απειρες μικρες αιωνιοτητες, που ναι..αν θες τις χωρεσες σε μια αρχη και ενα τελος.''

Και δεν κοιμαμαι πια τα βραδια, το ξερεις;

Κεφαλαιο υπ'αριθμον 55 : Γεωμετρικο παραλογο.

10 Ιανουαριου.

''Πως πηγε;'' τον ρωταει οταν του ανοιγει την πορτα και τον βλεπει να μπαινει βαρυς στο διαμερισμα του. Προσγειωνεται στην θεση της και περιμενει να της μιλησει.
Την αγριοκοιταζει, μα τι θρασυς που ειναι αυτη η κοπελα! Καθεται στον καναπε του, τρωει το παγωτο του και συνεχιζει την σειρα του, ολα αυτα χωρις εκεινον!
''Ακομα εδω εισαι εσυ;'' Τον αγνοει και τρωει λιγο ακομα.
"Οχι καλα δηλαδη.'' μουρμουριζει.
''Δεν εχω την ορεξη σου.'' την αποπαιρνει και βγαζει το παλτο του.
''Και κατι ρωτησα. Ακομα εδω εισαι;''

Η Φαιδρα χαμογελαει ειρωνικα. Η υπομονη της τελειωσε.
"Πως αλλιως θα εμπαινες στο σπιτι σου χωρις κλειδια διανοια;'' του υπενθυμιζει.
Αφηνει το κουταλι μεσα στο παγωτο και την συσκευασια στο τραπεζι.
''Την κανω.'' μουρμουριζει και τον προσπερναει νευρικα.

''Που θα πας;'' την ρωταει ταχα αδιαφορα καθως την βλεπει να βαζει τα παπουτσια της.
''Οπου θελω θα παω. Θα ανεβω Θεσσαλονικη στο σπιτι μου.'' τον ενημερωνει εκνευρισμενη.
Ακου εκει που θα μου πει οτι του ειμαι και βαρος. Νομιζει οτι εχω πεσει και στην αναγκη του.

''Ξερεις οτι δεν το εννοω ετσι.'' η φωνη του ακουγεται ελαφρως πιο απαλη ενω εκεινος μενει ακαμπτος,δεν μπορει να ασχοληθει και με το δραμα της. Η οργη του αδελφου του βαραινε την καρδια του ηδη αρκετα.
Εκεινη τον ειχε πεισει να του μιλησει, και ειχε δικιο. Δεν αντεχε να ζει με αυτες τις τυψεις αλλο.
''Δεν ξερω τιποτα. '' τον αποπαιρνει και πιανει το παλτο της απο τον καλογερο.

 
''Φαιδρα!'' ο κοφτος του τονος την κανει να γυρισει προς το μερος του.
Τα σκουρο της βλεμμα συνανταει το δικο του. Η φρεσκια της οργη, συνανταει μια που κραταει ωρα τωρα.
Ο Ιακωβος το σκεφτεται για λιγο, μεσα του γινεται μια μαχη, εγωισμου και συναισθηματος.
Υποχωρει, ξεφυσαει και κανει ενα βημα πισω.
"Συγγνωμη ενταξει; Απλα πηγε χαλια και εχω νευρα.'' απολογειται.

''Και απο ποτε γραφει το κουτελο μου σακος του μποξ;'' 
Στην ειρωνια της σφιγγει τα δοντια.
''Μπορεις να εχεις λιγη κατανοηση ξερεις, δεν κανει κακο.''
"'Κανει βασικα, σε εμενα.'' Ο Ιακωβος στριφογυριζει τα ματια του και καθεται στον καναπε.

''Τωρα γινεσαι απλα δυσκολη.'' μονολογει και γερνει προς τα πισω κλεινοντας τα ματια. Ξεφυσαει κουρασμενος και τριβει τους κροταφους του.

Θελει να τον βρισει. Αλλα βλεπει το χλωμο του δερμα και το ακαμπτο κορμι του.
Μην γινεσαι δυσκολη.

Ξεφυσαει και κλεινει την πορτα. Βγαζει τα παπουτσια της και το παλτο της.
Αρπαζει παλι το παγωτο και προσγειωνεται διπλα του στον καναπε.
''Για πες.'' μουρμουριζει καθως βολευεται κοντα στο σωμα του και τρωει μια μπουκια.
Της χαμογελαει πικρα.
''Απλα λυπαμαι την αδελφη σου αυτη τη στιγμη.''

---------------------------------------------------------

Η καρδια της Ερμιονης χτυπαει ακανονιστα και τρεμει ολοκληρη. Ποτέ αλλοτε δεν φοβοταν τοσο να τον αντιμετωπισει.Ουτε 24 ωρες δεν ειχαν περασει απο την επεισοδιακη προταση γαμου και της φανταζε ετη φωτος μακρια. Παιρνει αλλη μια αχρειαστη βαθια ανασα και χτυπαει το κουδουνι μια φορα, εντονα.

Μπορει να ακουσει τις κινησεις του απο την αλλη πλευρα της πορτας, πραγμα που μονο εντεινει το αγχος της.
Ανασες, ανασες.

Τον ακουει να γυριζει το κλειδι. Ξερει οτι την εχει δει απο το ματακι και μεσα της κατι ανακουφιζεται που δεν την εδιωξε. Ο Βασιλης δεν ηταν αλλωστε ποτε πολιτισμενος στους καβγαδες τους. 

Η πορτα ανοιγει.
Η ψηλη κορμοστασια καλυπτει το κενο μπροστα της. Τα ματια του ειναι κουρασμενα, και απο το τσιγαρο στα χερια του καταλαβαινει οτι το πηρε πιο βαρια απο οτι πιστευε. Τον κοιταξε διστακτικα.
''Να περασω;''
"Οχι.'' της απαντησε βαρια.
''Βασιλη.'' τον προειδοποιησε απαλα.

''Πηρα τις απαντησεις μου χθες.'' ο σκληρος του τονος δεν την πτοει.
''Αυτο που καταλαβες δεν εχει καμια σχεση με την πραγματικοτητα.'' 
''Με λες φαντασιοπληκτο;'' την κατηγορει.
Αναφωνει και κανει να απαντησει, εξισου επιθετικα.
Μα επειτα θυμαται την συζητηση με τον εαυτο της. 
Τελος η ανωριμοτητα.
''Κανείς δεν με εχει κανει να νιωσω αυτο που με κανεις εσυ να νιωθω.'' τον αιφνιδιαζει με μια ερωτικη εξομολογηση.

Ο ξανθος διαολος την κοιτα οπως πρεπει -αιφνιδιασμενος- σαν να ετοιμαζεται να πει μια ατακα καβγα που πλεον δεν κολλαει πουθενα.
''Τοτε γιατι ειπες οχι;'' κανει αναστροφη και προχωραει μεσα στο διαμερισμα του, αφηνοντας της την πορτα ανοιχτη για να μπει.
''Γιατι ουτε εσυ το ηθελες.'' του δηλωνει κατι που τον εξοργιζει.

''ΕΓΩ ΣΤΟ ΖΗΤΗΣΑ!" ουρλιαζει σχεδον, αγανακτισμενος.
Ψυχραιμια Ερμιονη.

''Θελω να εισαι ευτυχισμενος, καθε λεπτο που περναμε μαζι να ειναι επειδη το θες. Δεν μπορω να αντεξω στην σκεψη οτι θα εισαι μαζι μου απλα γιατι φοβασαι μην με χασεις τωρα.''
Ο τροπος που του απανταει τον αφηνει εμβροντητο, ηταν λες και συμμετειχε σε αλλη συζητηση.

''Εισαι παλαβη κοπελα μου; Ακους τι σου λεω;'' ο τονος του ειναι βαρυς, αλλα κρυβει πονο.
''Εσυ ακους;'' τον πλησιαζει απαλα. Φαινεται εξαντλημενη απο ολο αυτο. Τα ματια της τον παρακαλουν να ηρεμησει, να κανει λιγο πισω, αλλωστε εκεινη τοσο εκανε.

Της εχει αδυναμια, κρυφα της εχει. Οποτε ηρεμει λιγο λιγο.
''Ακουω που να μην ακουγα.'' βλαστημα.

''Σ'αγαπω Βασιλη.'' ψιθυριζει και το σκουρο της βλεμμα αποζητα στο δικο του την αμοιβαιοτητα.
''Σ'αγαπω τοσο, που ποναω οταν καβγαδιζουμε, ποσο μαλλον στην σκεψη να χωρισουμε.''
Την κοιτα στα ματια και λιωνει σαν παιδακι. Κρυφα, ο,τι ηθελε τον εκανε.

''Τοτε γιατι θες να φυγεις;'' και με μια ερωτηση γυριζουν παλι στο αδιεξοδο. Ομως αυτη τη φορα η Ερμιονη κρατα το κλειδι για μια πορτα.
"Δεν θελω να μιλησω για αυτο αλλο. Με κουρασε.'' 

''Και τι; Απλα δεν θα το συζητησουμε;''
''Απλα δεν θα το συζητησουμε.''
''Που πηγε το 'τα ζευγαρια πρεπει να συζητουν τα προβληματα τους' ;''  την προκαλει με μια δικη της ατακα.
''Στον διαολο.'' του απαντα κυνικα, κι αυτο καπως του αρεσει.
''Το δεχομαι.'' της απαντα με ενα μειδιαμα καθως περναει το χερι του γυρω απο την μεση της.
"Προς το παρον.'' προσθετει καυστικα και την τραβαει στην αγκαλια του.

Την σφιγγει πανω του και ηρεμει, μυριζει το αρωμα της και ανασαινει βαθια.
Ολα θα πανε καλα, προς το παρον.

---------------------------------------------------

 Την κοιταζει που κοιμαται στο κρεβατι του, ειναι βυθισμενη μεσα στο ενα μαξιλαρι και δεν τολμαει ουτε να την μετακινησει. Το πιο ομορφο μωρο που ειχε αντικρισει ποτέ του. Με τα μεγαλα γαλαζια ματια της μητερας της και τους πνευμονες της, σιγουρα.
Του εσφιγγε το δαχτυλο με την μικρη της χουφτα ασυναισθητα, φυλακιζοντας τον στο πλαι της, ακομα και οταν κοιμοταν.
Οχι οτι σκοπευε να παει πουθενα, κι ας ειχε διαβασμα, πολυ, κι ας νυσταζε, ακομη πιο πολυ.

Ηταν δεκαεπτα χρονων, στην αρχη μιας υπερλαμπρης καριερας με προοπτικη, μπερδεμενος και αβεβαιος για το τι να κανει. Του πηρε καιρο να το αποδεχτει πραγματικα, και ηρθαν στιγμες που το μετανιωσε, μα λιγο καιρο αργοτερα η ζωη του αλλαξε μια για παντα.

Οταν την κρατησε πρωτα φορα στην αγκαλια του, ετρεμε ολοκληρος, σχεδον δεν τον βαστουσαν τα ποδια του. Μα κατι μεσα του δημιουργησε ενα αισθημα ευθυνης μεγαλυτερο απο οτι πιστευε, εγινε αυτοσκοπος του να την μεγαλωσει και να την φροντιζει.
Και την Ιασμη του φυσικα...παντα και εκεινη.

Την ειπαν Ελενα, σαν την αδελφη της. Ποτέ δεν του αρεσε το συγκεκριμενο ονομα, ομως στην παρουσα φαση ηταν σωστο. Παρατησε το βιολι, την διεθνη καριερα δηλαδη,  με συνοπτικες διαδικασιες ολοκληρωσε το μεταπτυχιακο του στο Κονεκτικατ και επεστρεψε Ελλαδα, οπου μια θεση στην Εθνικη Λυρικη σκηνη τον περιμενε.

Ηταν ο δυσκολοτερος χρονος της ζωης του. Στην δευτερα λυκειου ουσιαστικα ειχε παρατησει την εκπαιδευση και μονο τυπικα ηταν εγεγραμμενος σε κολλεγιο για να παρει το απολυτηριο Λυκειου. Οταν ομως εμαθε τα νεα, σαστισε. Ηξερε οτι χωρις διεθνη καριερα δεν θα μπορουσε να ζησει απο το βιολι. Δεν μπορουσε να στηριχθει εκει.
Το ηξερε.
Και μπρος στην θυσια του ο πατερας του λυγισε.
Διαβασε πολυ εκεινη την χρονια, οσο δεν διαβασε ολα τα υπολοιπα χρονια της ζωης του.
Το πως περασε Νομικη Κομοτηνης και ηρθε Αθηνα, ειναι μια ιστορια που προτιμα να μην διηγηθει, αλλα περιλαμβανει τον πατερα του, τα θεματα των πανελλαδικων και δυο γνωστους.
Δεν εβλεπε αδικια σε αυτο. Η Νομικη του φαινοταν η μεγαλυτερη τιμωρια και υποβαθμιση. 

Την πρωτη φορα που την κρατησε στην αγκαλια του καταλαβε γιατι γινονταν ολα αυτα, και ξαφνου η θυσια του απεκτησε νοημα. Η Ιασμη δεν ηταν καλα. Περιεργως, το εβλεπε πλεον και εκεινος.  Στην αρχη το στηριξαν σε επιλοχειο καταθλιψη, μα επειτα καταλαβαν οτι επροκειτο για κατι αλλο, μεγαλυτερο απο αυτο.

Την μικρη οσο εκεινος ελειπε, που ελειπε πολυ, την φροντιζαν οι γονεις του, και οι δικοι της, που σαν να ειχαν ξαναβρει το νοημα της ζωης επικεντρωθηκαν τοσο στην Ελενα που εχασαν την επαφη με την πραγματικοτητα.

Η Ιασμη δεν ηταν σε θεση να την φροντισει, αρνειτο. Κι αυτο τον πληγωνε πολυ. 

Οταν η Ελενα ηταν ενος, η Ιασμη εφυγε απο το διαμερισμα τους στο Κολωνακι για να παει να τον βρει, αφηνοντας το μωρο μονο του στο σπιτι για μια ωρα.Οι γειτονες τρομαξαν τοσο που εσπασαν την πορτα, μονο και μονο για να την βρουν μονη στην κουνια της να κλαιει.

Σχιζοφρενεια λοιπον. 
Εχασε την γη κατω απο τα ποδια του.

Η μανα του το πρωτο που σκεφτηκε ηταν η εγγονη της, και αμεσως αρχισε τα τηλεφωνηματα και τις ερευνες, για να δουν αν το κληρονομησε απο την μητερα της.
Ο Ορεστης δεν μπορουσε να το πιστεψει. 
Ειχαν κανει ονειρα, πολλα.

Και εκεινος ειχε παρατησει τα παντα για την Ιασμη και το παιδι τους, τα παντα.
Αναθεμα! Σπουδαζε κατι που δεν ηθελε.
Η Ιασμη δεν σταματησε ποτε να νοσηλευεται, οι κυκλοι νοσηλειας αρχιζαν και τελειωναν ο ενας πανω στον αλλον.

(2019
16 Νοεμβριου.)

Ο Ορεστης ηταν πτωμα. Ειχε περασει μια εξαντλητικη μερα, μαζι με τον πατερα του και τον αδελφο του, να ασχολουνται με εναν συγκεκριμενο απαιτητικο πελατη, απαιτητικο παρανομο πελατη. Ολοι του ελεγαν οτι ειχε εμφυτο ταλεντο, τα επιανε γρηγορα και απεδιδε απιστευτα. Ο Ιακωβος τον ζηλευε, κι ο ιδιος λυποταν τον εαυτο του. Ομως τα λεφτα ηταν καλα, η εταιρια πηγαινε περιφημα και ενιωθε οτι επιτελους οι κοποι του απεδιδαν καρπους.

Γυριζει το κλειδι στην πορτα και ακουει τα μικρα της βηματα να κατεβαινουν την σκαλα.
Ετοιμος να της φωναξει να προσεχει, μα δεν αντεχει.
Σκυβει και την σηκωνει στην αγκαλια του.

''Μπαμπα αργησες!'' τον μαλωνει ο τυφωνας με τις πυροξανθες μπουκλες και τα πρασινα γαλαζια ματια.
Εισπνεει μια γερη δοση απο το αρωμα της και η μερα του φτιαχνει. Την αφηνει κατω.
''Μωρο μου συγγνωμη.'' της απολογειται και ακουει την Ναντια, την κοπελα που την προσεχει, να γελαει.

Ηταν περιπου στην ηλικια του, και τα τελευταια δυο χρονια ηταν η αγαπημενη της πενταχρονης κορης του.
''Θα δουμε το Frozen ;'' του εκανε ματακια και διπλωσε το κατω χειλος της. Που τα ειχε μαθει αυτα;
Σχεδον θελησε να ακυρωσει τα παντα για να της πει ναι, αλλα δεν θα το εκανε, οχι παλι. Το ειχε υποσχεθει στον Γιαννη αλλωστε.

''Αυριο το πρωι θα φαμε μαζι πρωινο, ναι;'' 
Η απογοητευση στο βλεμμα της κορης του ηταν προφανης. Επεσε στην αγκαλια του δραματικα, οπως ηξερε οτι θα πιασει και αρχισε να κλαψουριζει.
Η Ναντια του κανει νοημα να μην ενδωσει, θα εμενε εκεινη μαζι της, ειχε και δωματιο στο σπιτι για εκεινες τις περιστασεις ειδικα!

Η καρδια του ποναει να την ακουει να κλαιει, εστω και ψευτικα και την αγκαλιαζει σφιχτα και ξεφυσωντας.Γονατιζει μπροστα της.
''Μωρο μου ο μπαμπας θα βγει με φιλους του αποψε και σου υποσχομαι αυριο θα δουμε μαζι παιδικα στον καναπε ολο το πρωι.''

Του αξιζε, αυτο ελεγε και ξαναελεγε στον εαυτο του. Μετα απο τοσα χρονια σκληρης δουλειας ανταπεξηλθε και σταθηκε μονος του στα ποδια του επιτελους.
Προσφερε στην κορη του, μονος του πλεον, ολα οσα της αξιζαν και με το παραπανω. Την κακομαθαινε ασυστολα και σπαταλα. Πλεον μπορουσε.

Οποτε εκεινη η εξοδος ηταν σημαντικη. 
Η Τατιανα ειχε γενεθλια και θα εβγαινε ολη η παρεα, οπως παλια.
Εκεινος, ο Γιαννης, ο Κωνσταντινος, η Τατιανα και η Μαρια, φιλη της τελευταια και κοπελα του Γιαννη.Θα πηγαιναν στο Μελι, το αγαπημενο τους στεκι απο παλια...πολυ παλια.

3 η ωρα το πρωι αποφασιζει οτι αυτη η εξοδος πρεπει να λαβει τελος. Αφηνει ενα γενναιοδωρο ποσο στο τραπεζι και κανει νοημα στα παιδια, αφου η δυνατη μουσικη δεν του αφηνε αλλη επιλογη. Η Τατιανα μουτρωσε αλλα ηξερε οτι οταν ο Ορεστης ελεγε κατι ηταν τελεσιδικο.

Βγαινει εξω και ο παγωμενος αερας τον χτυπα στο προσωπο.
Αποφασιζει πριν μπει στο αυτοκινητο να κανει ενα τσιγαρο.

Και τοτε την βλεπει. Πρωτα εντοπιζει εναν καταρρακτη απο κατακοκκινα μαλλια να πεφτουν πανω απο ενα μακρυ γκρι παλτο σφιχτα δεμενο γυρω απο την μεση της.
''Ερμιονη δεν υπαρχει περιπτωση να οδηγησεις! Ή εγω ή η Φαιη!'' την ακουει να μαλωνει μια μελαχρινη.
Βγαινει απο το μαγαζι με μια παρεα και μοιαζει καπως μεθυσμενη. Ειναι σκυθρωπη, σαν να ειχε κανει αταξια, σαν να ειχε παραβει καποιον κανονα Βαμμενη χωρις εντονα χρωματα, και με νυχια μπεζ.
Παραξενευτηκε στην σκεψη που εκανε οτι θα της πηγαιναν.
Μα ηταν αληθεια!

Ειχε μια ομορφια που ουρλιαζε να αφεθει στην φυσικοτητα της, τον συνταραξε η οψη της.
Ηταν σαν ...σαν μουσα, εξωπραγματικη, σπαρακτικα ομορφια.

Ενιωσε μαλλον το εντονο βλεμμα του και γυρισε προς το μερος του.
Σκουρο καστανο πανω στο γαλαζιο και το πρασινο. Τα εχασε και σχεδον πνιγηκε με τον καπνο του.
''Ελα δικηγορινα μην γκρινιαζεις!"
"Προσωπικος χωρος Ορεστη!"στριγγλιζει.
''Μα μου αρεσει να σε στριμωχνω στην κουζινα.'' βλεπει τον εαυτο του να μουτρωνει σκανταλιαρικα.

 Τον λουζει κρυος ιδρωτας.
Απο που ηρθε αυτο;
Εκεινη κατω απο το εντονο υφος του σμιξε τα φρυδια και πηγε να ανοιγει τα χειλη της, βαμμενα με nude κραγιον.
Δεν την αφησε ομως. Εσβησε το τσιγαρο του και γυρισε απο την αλλη, με μεγαλες δρασκελιες απομακρυνθηκε.  Δεκα λεπτα αργοτερα και τα ματια της ακομα τον τρυπουσαν στο στομαχι.

Παρκαρε 4 παρα κατι. Εμενε στην Πειραϊκη σε ενα ρετιρε. Ηθελε ενα μεγαλο σπιτι, με καλη ηχομονωση. Μαλλον για να καθησυχασει τον εαυτο του οτι τιποτα δεν ειχε τελειωσει.
Εκεινη η αγνωστη γυναικα στοιχειωσε τις σκεψεις του.
Οταν μπηκε στο σπιτι του επικρατουσε σιωπη, οπως το περιμενε. Κλειδωσε και περπατησε μεχρι το δωματιο της Ελενας οσο πιο αθορυβα μπορουσε, την βρηκε να κοιμαται αγκαλια με την Ναντια. Χαμογελασε πικρα. Ουκ ολιγες φορες του ειχε ζητησει να επισκεφθουν την Ιασμη, μα η 'μαμα' δεν ηταν παντα καλα.

Εκλεισε την πορτα απαλα και μπηκε στο γραφειο του, στην αλλη ακρη του σπιτιου, εκλεισε την πορτα και εβγαλε το παλτο του.
Γιατι την σκεφτοταν ακομα; Περασε. Εφυγε. Μια ομορφη αγνωστη. Που ομως ξυπνησε μεσα του κατι αρχεγονο και βαθια θαμμενο. Κατι βγαλμενο απο ενα υπεροχο παραλληλο συμπαν.
Σαν να ηταν γραφτο τους σε καποιο επιπεδο να ειναι μαζι.
Μα τι παρανοια με εχει πιασει ; Με πειραξε το κρασι;

Κοιταξε το βιολι του, ακουμπησμενο προσεκτικα σε μια ακρη, σαν να ηταν εκθεμα σε μουσειο.
Ειχε να παιξει κοντα 4 χρονια.
Προσεκτικα το εβγαλε απο το γυαλι. Το παγωμενο ξυλο κατω απο τα χερια του τον εκανε να ανατριχιασει. Το βολεψε κατω απο το σαγονι του και τον μουδιασε ολοκληρος.
Ποσος καιρος...

Και επαιξε. Οι πρωτες νοτες βγηκαν τραχια και καπως αγαρμπα αλλα συντομα τα δαχτυλα του θυμηθηκαν και οι μελωδιες γεμισαν τους πνευμονες του οξυγονο. Ηθελε να κλαψει.
Τεσσερα χρονια με ενα ανεξηγητο κενο στην καρδια.

Εκλεισε τα ματια και επαιξε απο την ψυχη του.Ακομη δεν μπορουσε να βγαλει απο το μυαλο του εκεινη την γυναικα με τα κοκκινα μαλλια και το σκουρο βλεμμα. Εμοιαζε με πινακας ζωγραφικης, μειδιασε στην σκεψη. Μια συγχρονη αφροδιτη του Μπιτιτσελι.

Επαιξε μεχρι να δει τις πρωτες αχτιδες του ηλιου, και να ακουσει τα βηματα της κορης του να τον ψαχνουν στο σπιτι. Κατακοπος αφησε το βιολι στην ακρη. Ειχε δακρυσει.

Δεν θα την εβλεπε ποτέ ξανα. Ομως δεν θα περνουσε μερα να μην σκεφτει εκεινη την αγνωστη γυναικα εστω και λιγο.

---------------------------------------------------------------

Τιναζεται ελαφρως πανω στο στρωμα. Ανασαινει κοφτα, το στηθος του ποναει, σαν να κρατουσε μια ανασα για ωρες. Η καρδια του σφυροκοπα. Το κρεβατι του ηταν αδειο. Δεν ηταν εφιαλτης; Ειναι αληθεια; Κανε να μην ειναι αληθεια. 
Πρωτη φορα ευχοταν μια κατασταση οπου η Ιασμη ειναι νεκρη.Ξεσκεπαζεται αποτομα και τιναζεται ορθιος. Προσπαθει να συγκεντρωσει το μυαλο του που ειναι ακομα μουδιασμενο και θολο.Θελει να βαλει τα κλαμματα.

Η καρδια του ποναει για ενα συναισθημα που δεν εχει βιωσει.Σχεδον πανικοβλητος τρεχει στο σαλονι μονο και μονο για την βρει να κοιμαται στον καναπε.

Η αγαλλιαση του λυνει τα γονατα, εισπνεει καθαρο οξυγονο και γερνει στον παγωμενο τοιχο που βοηθαει αρκετα το δερμα του που καιει.  Τρεμει και αναπνεει αργα και βαθια ηρεμωντας την καρδια του καθως την κοιτουσε. Εδινε αμετρητες αποδειξεις στο μυαλο του οτι ολα ηταν ενας εφιαλτης.
Ειναι εδω. Ειναι μαζι σου. Γιατι ομως κοιμαται στον καναπε;

Η ωρα 6 και 20.

Πλησιαζει αργα και στεκεται απο πανω της. Θελει να την αγγιξει, να περασει τα χερια του γυρω απο την μεση της και να την τραβηξει πανω του, να την κρατησει εκει ολο το βραδυ, να νιωθει την πλατη της να ανεβοκατεβαινει απο τις ανασες της. Να ξερει οτι ειναι εκει, οτι ειναι πραγματικη.

Το τερας της κτητικοτητας μεσα του λυσσαξε. Σχεδον δεν ανασαινε στον φοβο μην την ξυπνησει καταλαθος. Μα εμοιαζε να κοιμαται βαρια, και εκ πειρας πλεον ηξερε οτι οι κινησεις του ποτε δεν την εβγαζαν απο τον βαθυ της ληθαργο.

Εβγαλε τα μεγαλα μαξιλαρια πισω της και τα αφησε κατω. Δημιουργηθηκε ετσι κενο ισα ισα για εκεινον απο την μεσα πλευρα.
Αρπαξε την κουβερτα και οσο πιο αθορυβα μπορουσε ξαπλωσε αναμεσα σε εκεινη και την πλατη του καναμε. Μουγγρισε κατι ασυναρτησιες μα εμεινη με γυρισμενη την πλατη.
Το αρωμα της τον επιβραβευσε πρωτο απο ολα. Τους σκεπασε και ξαπλωσε πισω της, ακουμπησε το χερι του γυρω απο την μεση της και την τραβηξε ελαφρως πανω του.

Η αισθηση της θερμης του κορμιου της πανω στο δικο του τον ηρεμησε. Την σκεπασε καλυτερα και την κρατησε πανω του σαν καποιο λουτρινο χωρις το οποιο δεν μπορουσε να κοιμηθει. Η ανασα του σταθεροποιηθηκε ακολουθωντας την δικη της και ο υπνος του εκανε την χαρη νανουριζοντας τον με τους χτυπους της καρδιας της.

--------------------------------------------------

Ηταν ο σκυλος που την εγλυψε στο προσωπο που την ξυπνησε. Μορφασε και αναθεματισε την ωρα και την στιγμη που επρεπε να τον παει βολτα και να αποχωριστει το ζεστο της κρεβατι.
Ανοιγοντας τα ματια τυφλωθηκε απο το φως και συνειδητοποιησε οτι ηταν στο σαλονι.
Σαν βροχη την κατεκλισαν τα γεγονοτα της χθεσινης βραδιας, κανοντας την καρδια της να βουλιαξει.
Επειτα ηταν η βαρια ανασα του και το χερι που την ζεσταινε. Αμεσως καταλαβε οτι ηταν εκεινος.
Μεσα στην νυχτα σηκωθηκε και ηρθε να κοιμηθει εδω;

Αυτο της προκαλουσε αναμεικτα συναισθηματα. Η αποκαλυψη της προηγουμενης νυχτας την εκανε εξαλλη, της δημιουργουσε εναν νεο φοβο και μια αβεβαιοτητα για το μελος (τους).

Οσο πιο προσεκτικα μπορουσε γυρισε ανασκελα, γεγονοςπου οδηγησε στον Ορεστη να γειρει ακομα πιο πολυ πανω της, ακουμπωντας το κεφαλι του στη στηθος της και το χερι του γυρω απο την κοιλια της.
Οσο περνουσαν οι μερες τα μαλλια του μακραιναν, επρεπε να τα ξυρισει παλι, αν αυτο ηθελε.
Κοιταξε το σφιγμενο του προσωπο. Ακομα και στον υπνο επαψε να ειναι αθωος. Εσμιγε τα φρυδια σαν να σκεφτοταν κατι εντονα, σαν να μην τον αφηνε η σκεψη ουτε τοτε να γαληνεψει.

Βγηκε απο το κρατημα του σχεδον ανεπαισθητα και σταθηκε ορθια στο σαλονι. Με την πιο απλη κινηση καταλαβε οτι ειχε πιασει.
Κοιταξε την Λαιδη που ειχε ξαπλωσει παλι στο μαξιλαρι της και ανασαινε βαρια, σαν τον ιδιοκτητη της.
Τωρα δεν θες βολτα;

Το ρολοι ελεγε οτι ηταν 10 το πρωι και αν εκρινε απο το τι ωρα κοιμηθηκε, ηταν ακομα πολυ, πολυ νωρις.
Για καποιο λογο δεν ηθελε με τιποτα να μεινει σπιτι, δεν ειχε καθολου χρονο να σκεφτει το οτιδηποτε.Ουτε τι θα του πει, ουτε πως.
Χρειαζοταν ενα σχεδιο!

Τα λογια του Πετρου στροβυλιζαν ωρες τωρα στο μυαλο της. Ηταν μια αληθεια φανερη σε εναν κλειστο κυκλο, που πλεον περιελαμβανε και εκεινη.
Δεν ηξερε ποιος ηταν ο πιο καταλληλος να το συζητησει μαζι του. Σιγουρα οχι η μαμα της, θα φρικαρε.
Ουτε η αδελφη της, δεν εμοιαζε να ειναι ιδιαιτερα υπερ του Ορεστη τον τελευταιο καιρο.
Σιγουρα οχι τα κοριτσια.

Με γρηγορες κινησεις- μη τυχον ξυπνησει και δεν την βρει εκει- ντυθηκε, πηρε τα κλειδια του αυτοκινητου της,εστειλε μηνυμα και βγηκε απο την πορτα.
Εδωσε στον εαυτο της τρεις ωρες προθεσμια. 
Τοσο αλλωστε μπορουσε να αντεξει τον πατερα της σε συζητηση νουθεσιας.

Την πορτα της ανοιξε η Σοφια, ελαφρως παραξενεμενη που η κοπελα ερχοταν χωρις να εχει ενημερωσει ή να ειναι καποια γιορτη.
Η Ελσα απο τον καναπε στριγγλισε οταν την ειδε και επεσε στην αγκαλια της, την κρατησε σφιχτα και η καρδια της Κυβελης ελαφρυνε. Χαιδεψε τα μαλλια του κοριτσιου και κατεβηκε στο υψος της.
''Σου αρεσε το κουκλοσπιτο που σου πηραμε με την Φαιδρα; '' την ρωτησε με αληθινο ενδιαφερον. 
Η αδελφη της ουτε που ηξερε τι ειχαν διαλεξει ακριβως. Εδωσε απλα 35 ευρω σχολιαζοντας οτι ηταν τσαμπα λεφτα για κατι που θα κρατουσε για δυο τρια χρονια. Η Κυβελη ομως δεν το εβλεπε ετσι, οποτε ουτε της ειπε οτι κοστιζε πολυ παραπανω απο οσο πιστευε, ουτε ανεφερε οτι εβαλε και το ονομα της σε μια καρτα με γλυκες ευχες.

''Παρα πολυ!'' χοροπηδαει καθως το λεει. Η κοπελα χαμογελα στην απολυτη αθωοτητα του γελαστου παιδιου. Της θυμιζει τοσο μα τοσο την αλλη της αδελφη.
''Σε ολες τις γιορτες με αυτο επαιζε.''η Σοφια επιβεβαιωνει απο την κουζινα που ετοιμαζει ηδη καφε.

''Και με του Ορεστη ομως επαιξα.''
Με του Ορεστη, η καρδια της αμεσως βουλιαξε λιγο και θυμηθηκε το πραγματικο λογο για τον οποιο ειχε ερθει. Αυτο την παραξενεψε. Της πηρε δωρο για τα Χριστουγεννα τελικα; Θυμοταν τον βιολιστη να της λεει οτι κατι ηθελε να της παρει, αλλα δεν πιστευε οτι το ειχε κανει.

''Αχ ασε! Με συγκινησε να ξερεις το αγορι σου!''η Σοφια κατεφθασε με μια κουπα καφε.
Η Κυβελη προσπαθησε να μην δειξει οτι κατι πηγαινε λαθος, αλλα το γλυκο βλεμμα της γυναικας του πατερα της την σκλαβωνε.
"'Μου πηρε το ηλιακο συστημα με μοτερ! Το εχω βαλει στο πρεβαζι! Μονη μου το εκανα, ο μπαμπας μονο εφτιαξε το μοτερ.''  της επιδεικνυει περηφανα και η Κυβελη πνιγεται με τον καφε της.Η Σοφια ξεροβηχει.

''4 ωρες το παλευε.'' μουρμουριζει σιγανα.
''5 ωρες ηταν, και μαλιστα ανημερα Χριστουγεννων, στην αδεια μου.'' ο πατερας της ξεπροβαλλει απο το γραφειο του με τζιν και μαυρο πουλοβερ.
Η κοπελα θελει να γελασει.
''Πες του, μιας που εμαθα φετος, του χρονου να μας στειλει πυραυλο της NASA.'' ειρωνευεται.

''Η Ελσα τον πηρε και τηλεφωνο, οποτε νομιζω δεν χρειαζεται κατι αλλο.'' η Σοφια προσπαθει να κατευνασει το ειρωνικο  του υφος.
Η Κυβελη ξαφνιαζεται παλι.

Κοιταζει τον πατερα της.
''Θελω να σου μιλησω για κατι πολυ σημαντικο.'' απο τον τονο και μονο ο Δημητρης καταλαβε οτι ηταν σοβαρος ο λογος που ειχε ερθει τοση μεγαλη αποσταση -οδηγωντας!- μεχρι εκει.
''Γραφειο.'' της κανει νοημα και μπαινει παλι μεσα.

Την ξερει σαν την παλαμη του χεριου του. Το κατω χειλος της τρεμει, ειναι χλωμη, αυπνη, θλιμμενη.
''Τι συμβαινει; Περα απο τα προφανη.'' πεταει την σποντα που ξερει οτι η κορη του δεν θα αφησει να πεσει κατω.
''Τα προφανη;'' ο πατερας της της κανει νοημα να καθισει ενω εκεινος βολευεται παλι στην πολυθρονα του.

''Ξερεις, τον Ορεστη να κλαιει για την Ιασμη, εσενα να παρατας την σχολη."
Αχ μπαμπα και να ηξερες τι συμβαινει.

''Μου κανεις κηρυγμα που συμπαραστεκομαι στην σχεση μου για μια απωλεια που εγω δεν ξερω αν θα ειχα αντεξει;'' αμεσως γινεται αμυντικη.
''Απλα αναφερω γεγονοτα.'' δηλωνει ηρεμος.
''Ξερω πολυ καλα πως ειναι η δηλωση γεγονοτων για εσενα.'' του το ξεκοβει και εκεινος υποχωρει, προς το παρον.

''Θελω να σε ρωτησω κατι, αλλα θελω να εισαι σοβαρος στην απαντηση σου.'' 
Ο πατερας της σμιγει τα φρυδια. Ποτε δεν ηταν;

''Γιατι δεν συμπαθεις τον Ορεστη;'η ερωτηση της κατι εκρυβε.
Την κοιταξε καλα, τα ματια της πια δεν εκυβαν απορια και παραπονο, εκρυβαν μια πονεμενη αληθεια. Μια αναγκη για επιβεβαιωση.
''Εχω τους λογους μου.'' θελει να την φτασει στα ακρα.

"Δηλαδη; Ξερεις κατι για εκεινον;''
Ο Δημητρης καυχαζει. Το σκεφτεται λιγο μονος, μα ειναι ηδη σιγουρος, το ενστικτο του δεν πεφτει ποτε εξω.

"Ποιος σου το ειπε;'' την αφινιδιαζει με την ερωτηση του.
"Να μου πει τι;''
''Οτι ηταν χρηστης.'' επεξηγει το προφανες.

Αναφωνει, δεν το περιμενε αυτο.
''Ξερεις;'' ρωτα σοκαρισμενη.
"Ξερεις και δεν ειπες τιποτα;'' η δευτερη σκεψη της ερχεται στην επιφανεια.

''Ποιος πιστευεις οτι ειχε τον γνωστο για το θεμα του με τον στρατο; Εγω ειχα τον εναν και ο Δελής τον αλλον, τον ξελασπωσαμε και δεν μαθευτηκε ποτε το 'ατυχημα' του παραεξω.'' 
Του φαινεται σχεδον αστειο το πως η Κυβελη δεν ενωσε αμεσως τα κομματια, ομως απο την αλλη, ουτε που μπορουσε να φανταστει το σοκ της.

''Γιατι δεν μου το ειπες;'' τα ματια της τσουζουν. Επιτελους ξεσπαει. Νιωθει προδομενη απο ολους. Δεν θελει να γινεται υστερικη, αλλα δεν εχει ιδεα πως να το αντιμετωπισει ολο αυτο.
Αν δεν ηταν κατι σοβαρο δεν θα το εκρυβε.

'' Δεν ειχα κανενα απολυτως δικαιωμα να στο πω, ειναι προσωπικα σας αυτα, ασε που δεν σε αφορα κιολας.'' την επιπλητει που τον κατηγορει. Ο κοφτος του τονος την αποτρεπει απο το να συνεχισει. Πινει μια γουλια καυτου καφε για να παψει το ψυχος μεσα της.

Η σιωπη που πεφτει αναμεσα τους ειναι τεταμενη και κρυβει αμετρητες ερωτησεις.
''Ειναι εξαιτιας των ναρκωτικων;'' κοιτα το κοκκινο ακριβο χαλι κατω απο τα ποδια της.

''Μην εισαι αφελης Κυβελη, να πας σε εκεινον να σου εξηγησει τα παντα, κι αν ακομα εχεις αμφιβολιες, θα σου τα πω κι εγω. Ο Ορεστης Νικολαϊδης ειναι ομως καλο παιδι.''

Την αφηνε αφωνη το σχολιο του, σπανιο και πρωτογνωρο.Σηκωνει το βλεμμα πανω του.
Με κοροιδευει τωρα;
''Εσυ το λες αυτο;''

"Εγω ναι! Τον παρακολουθω σιωπηλα χρονια τωρα. Ειναι ενα ταλεντο που μονο ανεβαινει, οξυδερκης, κοινωνικος και προσγειωμενος ταυτοχρονα, με χιουμορ και τροπους. Αλλα οχι για σενα. Βαθια μεσα του ειναι αγριμι, εχει σκοταδι, εχει μια πολυ σκληρη αντιμετωπιση των πραγματων. Τον γνωρισα στα 18 του εκ νεου και μπορω να σε διαβεβαιωσω. Θυσιαζει πολλα για την επιτυχια και σιγουρα δεν ειναι τοσο ανεμελος οσο πιστευεις, καθε αλλο παρα αυτο.''
Η περιγραφη του πατερα της εβγαζε νοημα εν μερει. Αλλα σε μερικα σημεια δεν μπορουσε παρα να αναρωτηθει, ποιος ηταν αυτος που περιεγραφε;
Οι λεξεις του πατερα της του ηταν οικειες, αυτογνωστικα του ταιριαζαν.

''Δηλαδη μου λες οτι προσποιειται;'' 

''Οχι!'' σπευδει να απαντησει '' Καθε αλλο! Απλα ειναι 25 χρονων, γινονται πραγματα στην ζωη του που επιφερουν μια εντονη αλλαγη μεσα του. Εγω στην ηλικια του κοντα εχασα τον πατερα μου. Ηταν δυσκολο και σε διαβεβαιω οτι με αλλαξε για παντα.''

Συγγνωμη τωρα τον υπερασπιζεται; 

''Δεν ειναι το ιδιο μπαμπα.''
''Οχι φυσικα. Αλλα ειναι ενας σαρωτικος πονος που αν τον αφηνε οπως τον βρηκε θα επρεπε να ανησυχεις. Σου ειπε ψεματα, ναι. Αλλα δεν πιστευε ποτε οτι θα χρειαζοταν να φτασετε σε αυτο το σημειο. Αντικειμενικα, αν η Ιασμη δεν αυτοκτονουσε, δεν θα καναμε αυτη τη συζητηση.'' μιλαει ηρεμα, σαν να ειναι μια καθημερινη συζητηση, σαν να τα εχει πει απειρες φορες. Αυτο την ανατριχιαζει.

''Δεν περιμενα να εξελιχθει ετσι η συζητηση.'' του παραδεχεται.
Ο Δημητρης μειδιαζει και γερνει πισω στην πολυθρονα του.
''Περιμενες να σου πω να τον αφησεις.'' μαντευει.
Δεν περιμενει καν να του απαντησει.
''Ωστε να πεισμωσεις απλα ακομα περισσοτερο. ''

Η μαντεψια του αυτη την κανει να ντρεπεται. Η απορριψη του πατερα της θα δυναμωνε μεσα της την αναγκη να τον υπερασπιστει, κι ετσι, διχως να το καταλαβει θα τον συγχωρουσε.
''Δεν θα το κανω αυτο, δεν εισαι πια 7 χρονων.'' της δηλωνει.
Το εκανες μεχει περυσι ομως.
Αποφασιζει να μην το πει αυτο ομως.

Η Σοφια με την Ελσα απογοητευονται οταν βγαινουν απο το γραφειο και η Κυβελη θα φυγει αμεσως.
''Μα γιατι να μην κατσει;'' η Σοφια μουτρωνει.
''Γιατι αγαπη μου η Κυβελη εχει μια σημαντικη δουλεια να κανει.'' ο Δημητρης ακουμπα το χερι του στον ωμο της μεγαλης του κορης και χαιδευει σχεδον ανεπαισθητα.
Αυτο της δινει θαρρος. Κοιταζει τον πατερα της και επειτα το κοριτσακι.

''Εχω οντως, αλλα θα ερθω μια απο αυτες τις μερες να παιξουμε με το κουκλοσπιτι, ναι;'' της υποσχεται.

Την ξεπροβοδιζει ο Δημητρης, που επιμενει να την γυρισει εκεινος- κρυφα την θεωρει κακη οδηγο- , αλλα εν τελει χανει.
''Ο,τι χρειαστεις θελω να μου στειλεις μηνυμα, και να μην ξεχνας-'' την κοιταζει εντονα, σαν να θελει να δωσει εμφαση σε αυτο που λεει.
''Εδω ειναι το σπιτι σου.'' 
Αχ μπαμπα.

Και του χαμογελαει, τρυφερα, οπως παλια που την ρωτουσε αν ηταν ετοιμη για το παραμυθι της, κι ας βαριοταν αφορητα.
''Θα διαβασω, στο υποσχομαι.'' του απαντα σε μια σκεψη που ξερει οτι τον στοιχειωνει.
Ο Δημητρης μειδια, ποσο ιδιοι ηταν σε αυτο!
''Να πας στην Νωρα, εστω μεσω βιντεοκλησης, να μιλησεις σε καποιον, πρωτα η ψυχικη σου υγεια και μετα το διαβασμα.''

Το αυτοκινητο ξεκιναει και οταν βγαινει απο τα στενα της Κηφισιας εκπνεει.
Η σκεψη να μιλησει με την Νωρα την βασανιζει πολυ καιρο τωρα, αλλα οσο οι σκεψεις της στιβαζονταν η μια πανω στην αλλη αποπνικτικα, τοσο πιο δυσκολο της ηταν να παρει ανασα και να μιλησει.

Ανοιξε το ραδιοφωνο για να αποσπασει το μυαλο της λαθως οδηγουσε στην λεωφορο Κηφισιας.
''Να μιλησεις στην Νωρα, θα σου κανει καλο.''

''Και συνεχιζουμε με ενα τραγουδι ωδη στο παραπονο, με την εκτελεση του Μουζουρακη να συνοδευει εκεινη της Νατασσας.''

''Ωχ..'' μουρμουρισε μα δεν τολμησε να αλλαξει σταθμο.
Εφτασε σε φαναρι και εγειρε στην θεση της.

Κοίτα εγώ, αν μου επιτρέπεις
δεν είμαι μόνο αυτό που βλέπεις...

Χαμογελασε πικρα. Ηταν πλεον πεπεισμενη οτι το συμπαν την κοροιδευε, οτι κατι ηθελε να της πει.
 Κι είναι φορές που αναρωτιέμαι
πώς καταφέρνω και κρατιέμαι

Αν μοναχα ειχε ακουσει εκεινον το δισκο ολοκληρο, μηπως ειχε προλαβει την καταστροφη;

 Του το κρατάω αυτού του κόσμου
που δε μου ανήκει ο εαυτός μου.

Και καπου εκει τον λυπηθηκε τον Ορεστη.
Το ομορφο αγορι μου...
Που απο βιολιστης της κακιας ωρας, εμεινε πισω μονο το κουφαρι του να σερνεται και προσπαθει να γινει καλα.

Γι' αυτό τα δίχτυα που του ρίχνω
είναι όσα θέλω εγώ να δείχνω

 Δεν του θυμωνε για τα ναρκωτικα, δεν μπορουσε και δεν ειχε το δικαιωμα να το κανει. Οργιζοταν που δεν της μιλησε.
Και ετρεμε μην ξανακυλησει.
Ο φοβος του Πετρου απο καπου πηγαζε. Η ριζα του κακου ομως δεν ηταν αποκλειστικα στο παρελθον. Κι αυτο το ηξερε.

Κοίτα εγώ αν θες να ξέρεις
 είμαι όλα αυτά που αναφέρεις 

Ποσο καλα τον ηξερε εν τελει;
Ενιωθε οτι πλαι του ειχαν περασει χρονια. Ειχαν μεγαλωσει και ειχαν κανει ονειρα. Εκεινοι οι 12 μηνες μαζι του ηταν σαν μια ζωη.

Μόνο που κάπου κατά βάθος
όποιος με ξέρει κάνει λάθος

Και τελειωνει το τραγουδι, μαζι τελειωνει και η νηνεμια, αρχιζει η φουρτουνα. Γιατι αν κατι μπορω να σου πω για την Κυβελη ειναι οτι ανεκαθεν την βασανιζε το μυαλο της, που δεν ηξερε τι θα πει ληθη.

''Κι εγω οταν εχασα τον πατερα μου στα 25 μου, αλλαξα.'' τα λογια του Δημητρη την σκαλωνουν.
Τοτε αλλαξε; Τοτε εχασε το παιδικο μεσα του;

Μα για κοιτα να δεις, που εν τελει ολα τα κομματια του παζλ εμελλε να ταιριαζουν τελεια.

''Καθε ανθρωπος που συναντας κατι αγαπα κατι φοβαται και κατι εχει χασει.''

----------------------------------------------------------------------------------
Οταν ξυπνησε, εκεινη ελειπε. Το αρωμα της στο μαξιλαρι του, του επιβεβαιωσε οτι ηταν αληθινη. Εκεινο το ονειρο τον στοιχειωσε.
Η ωρα ηταν λιγο μετα τις 11 και ο σκυλος επρεπε επειγοντως να βγει βολτα.

Ετρεξαν μαζι αρκετη ωρα και πηρε την Κυβελη τηλεφωνο δυο φορες. Ηταν σιγουρος οτι ηταν νευριασμενη με την κατασταση στην οποια γυρισε χθες. Σιγουρα μυρισε το χορτο στα ρουχα του και το αλκοολ στα χειλη του.

Δεν του απαντησε ποτε. Με την επιστροφη του ομως στο σπιτι βρηκε ενα χαρτι, διπλα στο κινητο της, που ειχε παρατησει στο σπιτι.
Θα ειμαι στον μπαμπα μου.

''Ναι...σιγουρα νευριασμενη.'' μουρμουριζει στον εαυτο του και αφου βαζει φαγητο και νερο στην Λαιδη μπαινει για μπανιο.
Φτιαχνει καφε και επιστρεφει στο σαλονι, βαζει πισω τα μαξιλαρια και καθεται, πιανοντας ενα απο τα ημερολογια της Ιασμης.
Ειχε φτασει 8 χρονια πριν.

11 Σεπτεμβριου 2012
Εχει τεσσερις μηνες που πεθανε. Σχεδον. Και νιωθω σαν να περασαν τεσσερα χρονια, απο πανω μου αφησαν σιγουρα το σημαδι τους καθως εφευγαν. Απο τους γονεις μου ακομα πιο εντονα.
Εφυγε και ο Ορεστης. Την πρωτη εβδομαδα δεν το ενιωσα τοσο εντονα, απασχολησα τον εαυτο μου με καθε λογης αηδια. Μεχρι που τα παρατησα
Σημερα αρχισα παλι σχολειο. Δευτερα λυκειου, σωστα; 

Ο Ορεστης ενιωθε την καρδια του να πιανεται διαβαζοντας τα λογια της, κατι που οσο περνουσαν τα τετραδια μονο αυξανοταν, γιατι η Ιασμη πλεον εγραφε  πιο μεστα, εγραφε με πονο.

12 Σεπτεμβριου 2012
Κατι δεν μου παει καλα. Δεν νιωθω οπως πριν. Ολοι λενε οτι φταιει που εφυγε ο Ορεστης. Τους πιστευω. Γιατι να πουν ψεματα;
Δυσκολευομαι να κανω παρεα με τον Γιαννη, ακομη και με την Τατι, δεν ειναι το ιδιο απλα, δεν με δενει τιποτα μαζι τους. Αηδιαζω με τον εαυτο μου που σκεφτομαι ετσι, αλλα δεν μπορω να κανω κι αλλιως.
Απο την αλλη, λιγες νεες γνωριμιες δεν μπορουν να βλαψουν, σωστα;

Νευριαζει. Θελει να της φωναξει 'ΘΑ ΒΛΑΨΟΥΝ!' μα δεν μπορει, τον σκοτωνει που δεν μπορει. Τον σκοτωνει γιατι αυτο την σκοτωσε.

Παρατηρει οτι πια η Ιασμη δεν γραφει καθε μερα, μα ουτε εκεινος αντεχει να διαβαζει καθε της καταχωρηση, οχι ακομα τουλαχιστον.

20 Οκτωβριου 2012.
Ο Αλεξ λεει οτι αν ο Ορεστης με αγαπουσε δεν θα με αφηνε πισω μετα απο οσα περασα. Με νευριασε αυτο, με νευριασε γιατι εν μερει το ειχα παραπονο. Αλλα δεν θα τολμουσα ποτέ να τον αφησω να θυσιασει την ευτυχια του για εμενα.
Πως θα ειμαι ευτυχισμενη αν δεν ειναι και εκεινος;

Η καρδια του σφυροκοπησε.
Αυτη ηταν η Ιασμη του! Ετσι την γνωρισε! Ανιδιοτελη, παντοτε ηθελε την ευτυχια του.
Μαλωσε τον εαυτο του,  γιατι ειχε καπου ξεχασει οτι αυτη η Ιασμη ειχε χαθει.

23 Ιανουαριου 2013.
Το Κονεκτικατ ειναι απιστευτο. Με πηγε παντου, δεν ειχα πολλη ορεξη αλλα προσπαθησα για εκεινον, ηθελε να πειστει οτι ειμαι καλα, οτι αντεχω, οποτε αυτο του εδειξα. Εχει πολυ διαβασμα, το καταλαβαινω . Κι εγω εχω αλλωστε.
Εχουν περασει μολις λιγοι μηνες αλλα νιωθω οτι ισως μπορουμε να τα καταφερουμε.

Χαμογελασε σε αυτο. Ηταν λιγο μετα τις γιορτες που την ειχε παρει μαζι του. Πνιγοταν στο διαβασμα μα εκεινη δεν τον ενοχλουσε καθολου, ισα ισα η παρουσια της του εδινε δυναμη.

5 Αυγουστου 2013.
Φευγει παλι. Οι διακοπες μας στην Μηλο ηταν απιστευτες. Οταν ειναι ο Ορεστης Ελλαδα, ολα γινονται οπως πριν, ειναι σαν μια ανασα οξυγονου.
Αλλα ο χρονος περναει και εκεινος εχει μια σχολη να ολοκληρωσει. Εγω εχω μια σχολη να πετυχω.

Περναει πολλες μερες, αρχιζει να διαβαζει στοχευμενα, ημερομηνιες που ξερει οτι πρεπει να την στιγματισαν. Οι διακοπες στην Μηλο του εμειναν αξεχαστες, δεν ηξερε αν εφταιγε η Ιασμη, ή αν ηταν το Σαρακηνικο που επισφραγησε την αγαπη τους.

15 Σεπτεμβριου 2013.

Ο Αλεξ μου εδωσε να δοκιμασω χορτο, ισχυριζεται οτι θα βοηθησει με τον πονοκεφαλο. Ισως φταιει που δεν κοιμαμαι καλα, μα νιωθω το κεφαλι μου βαρυ και η σκεψη της φωνης της Ελενας δεν με αφηνει λεπτο.

Ο Ορεστης εχει τρεις μερες να με παρει τηλεφωνο, αυτο δεν εχει ξαναγινει. Αλλα προσπαθω να μην το σκεφτομαι.

Και λυγιζει καπως εδω. Λυγιζει γιατι βλεπει γραμμενη την αρχη της καταστροφης ενος ανθρωπου που αγαπησε οσο κανεναν αλλον. Ο Αλεξ, εκεινος ο τυπας που την ηθελε και μονο εκεινη δεν το ειχε παρει χαμπαρι, ειχε φαει το ξυλο του αιωνα μολις η Ιασμη μπηκε στην ψυχιατρικη κλινικη. Δυο ωρες πριν φυγει για Βερολινο, κι ομως βρηκε χρονο να το κανει. Δεν το μετανιωνε λεπτο.

30 Οκτωβριου 2013.
Ο Γιαννης με εκραξε που δεν αραζω πια μαζι τους. Ηθελα να του φωναξω μεσα στα μουτρα οτι δεν ηθελα, γιατι να θελω αλλωστε; Χαριστικα με εκαναν παρεα. Επειδη το ηθελε εκεινος.
Εκεινος που εχει να επικοινωνησει 5 μερες.
Η Εμμυ λεει οτι βρηκε αλλη, ετσι ληγουν οι σχεσεις εξ αποστασεως, απλα μια μερα μιλατε, και ειναι η τελευταια. Επειτα ο καθενας ακολουθει το δικο του μονοπατι, δεν το ηξερα αυτο. Κατι μεσα μου φωναζει να προχωρησω κι εγω, κυριολεκτικα μου φωναζει.

Θυμωσε με εκεινη. Τυφλωνοταν! Δεν εβλεπε ποσο την αγαπουσαν οι αλλοι! Σαν να μην ηθελε να το δει. Και μαλωνε και τον εαυτο του που επαναπαυτηκε, που δεν παλεψε οπως στην αρχη.
Μα πως δεν ειδε οτι δεν ηταν καλα; Πως κανείς δεν το πηρε χαμπαρι;
Φταιω.

24 Νοεμβριου 2013.

Χθες φιληθηκα με τον Αλεξ, Ηταν ωραιο. Καλο, ικανοποιητικο. Δεν ηταν οπως με τον Ορεστη.Εκλαιγα ολο το βραδυ. Ειμαι σκατα κοπελα αληθεια. Δεν ξερω γιατι ειμαι ετσι. Δεν νιωθω ο εαυτος μου τελευταια.

Δεν ζηλεψε οπως περιμενε να κανει. Ισως γιατι καπου βαθια μεσα του το ηξερε οτι κατι συνεβη μεταξυ τους. Μα η αγαπη του για εκεινη ηταν ανυπερβλητη, δεν την αγγιζε ουτε ασθενεια, ουτε ζηλια.

24 Δεκεμβριου 2013
Περιμενε θερμη υποστηριξη, κατι που δεν εγινε. Δεν του αξιζε στο κατω κατω.

3 Ιανουαριου 2014

Ειναι το αγορι μου . Τον λατρευω, και ξερω οτι με αυτη μου την κινηση θα τον πληγωσω ανεπανορθωτα. Θα το δω στα ματια του την ιδια στιγμη οτι δεν θα το θελει. Τον ξερω τον Ορεστη. Γελαω καπου εδω, γιατι ουτε εγω η ιδια το θελω. Ειχα αλλα ονειρα για την ζωη μου.Νομιζω ακουω την φωνη της Ελενας στο μυαλο μου, μου μιλα για αναγεννηση. Εκεινη θα ηξερε τι να κανω, αν ηταν εδω. Παντα ηξερε τι να πει και ποτε. Εγω παλι δεν ξερω ποτε τι να πω και σε ποια στιγμη.

Φτανει στην στιγμη που τρεμει. Εκεινη που μαστιγωνει τον εαυτο του. Την στιγμη που την αφησε μονη. Μονη να παλευει για εκεινους. Μονη να μαχεται τους δαιμονες της.
Ηθελε να χτυπησει τον εαυτο του, να τον πεταξει κατω και να τον κλωτσησει μεχρι να ματωσει.
Κι ολα αυτα κι ακομα παραπανω δεν θα αρκουσαν.

Την σκεψη του διακοπτει το κλειδι που γυριζει στην πορτα. Την εμφανιση της κανει η Κυβελη. Ειναι χλωμη, ανησυχη, περα για περα εκνευρισμενη. Βλεπει μια προδοσια στα ματια της.
Το γαλαζιο και το πρασινο αναμειγνυονται μεσα σε δυο ματια που εμοιαζε να γνωριζει καθε μερα απο την αρχη.

Ποιος εισαι Ορεστη Νικολαϊδη;

Αφηνει το τετραδιο στην ακρη και σηκωνεται ορθιος, ετοιμος να της απολογηθει.
''Κυβελη εγω αληθεια-''

Τρεμει, την βλεπει οντως να τρεμει. Αγανακτει! Κλεινει την πορτα με κροτο πισω της και τον πλησιαζει. Στεκεται μισο μετρο μακρια του τα ματια της τον καινε. Ποτε ξανα δυο καστανα ματια δεν ηταν τοσο κοκκινα...
''Αυτο εδω.'' τον διακοπτει και του δειχνει αναμεσα τους.

 ''Αυτη η στιγμη εδω που μιλαμε, ειναι η τελευταια σου ευκαιρια να μου πεις τι πραγματικα εγινε, ποιος πραγματικα εισαι και τι σου συνεβη.'' τον αιφνιδιαζει.
Ξερει; Ο Ορεστης χανει την γη κατω απο τα ποδια του.
''Και σε διαβεβαιωνω, οτι αν μαθω οτι κατι παρελειψες ή αλλαξες σε οσα μου πεις τωρα, σου το ορκιζομαι οτι εγω κι εσυ το ιδιο ακριβως λεπτο θα ειμαστε παρελθον.''  τον απειλει, ξεροντας οτι του εχει κλεψει και την φωνη και την ανασα.

Με θαρρος τον κοιτα στα ματια. Αντεχει;
Αντεχει.
Ή τουλαχιστον ετσι νομιζει.

''Ποιος εισαι Ορεστη;''


''Απειρες μικρες αιωνιοτητες πανω στο δερμα σου, αναριθμητοι μικροι οργανισμοι, κυτταρα, ιστοι, αγγεια, αρτηριες.Μα πως απαρνεισαι την αιωνιοτητα αγαπη μου οταν σου δινει σαρκα και οστα;Πως την απαρνεισαι οταν πανω σε αυτη κειτεται η αγαπη μας;'' μου ψιθυριζε τα βραδια που φλεγομουν ζωντανη.

Και περασαν οι μηνες.
Οι αιωνιοτητα μας συμπυκνωθηκε σε εναν χρονο, επτα μηνες και κατι μερες.

Και ηρθα παλι στο ατελιε, μονη αυτη τη φορα.
Σταθηκα μπροστα στην μαυρη γραμμη, που τωρα σαν να γνωριζομασταν απο παλια με γεμιζε οικειοτητα.

Εγω και εκεινη μειναμε στο αδειο δωματιο.
Μοναδικο φως το δικο της, δεν αντεχα να κοιταξω την λεζαντα με εκεινον τον πεζο τιτλο, για να σκεφτουμε μονοι λυρικα, μονο που εκεινος ο καλλιτεχνης πιο πολυ εκδικειτο παρα δημιουργουσε.
Ο,τι αρχιζει τελειωνει, μου το ειχες πει, σαν προειδοποιηση ακουγεται τωρα.

Και ο,τι αρχισει, αρχιζει για να τελειωσει.
Μα σαν τελειωσει αυτο, κατι αλλο πρεπει να αρχισει.
Ετσι ειναι, για να δυσει ο ηλιος, πρεπει το φεγγαρι να ξεμυτησει απο τα βουνα, και σαν ξημερωνει το βλεπεις απο μακρια σαν χαρτινο να σ'αποχαιρετα.

Φοβαμαι τις αιωνιοτητες, τωρα πιο πολυ απο ποτε.
Δεν με ρωτησες ποτέ γιατι.

Φοβαμαι το απεραντο. Τρεμουν τα χερια μου και λυνονται τα γονατα μου οταν βλεπω φωτογραφιες του ποσο μικροι ειμαστε μεσα στο συμπαν.
Εμεις! που θα ζησουμε 80 χρονια μπρος σε δισεκατομμυρια, μεσα σε εναν κοκκο αμμου μεσα στο συμπαν το ατελειωτο!

Θελω αρχη.
Και θελω και τελος.
Αποζητω την θαλπωρη του ορισμενου, γιατι μονο αυτο μπορω να κατανοησω, μονο αυτο μπορω να αγαπησω, να αντεξω.

''Ηξερα πως θα ησουν εδω.'' ακουω τα βηματα σου να κοντοστεκονται πισω μου.

Ξεροκαταπινω και κοιταζω την γραμμη μου.
''Ακομα να καταλαβω.'' του εξηγω.
Γελαει.
''Δεν το προορισα για κατανοηση.''
Εκεινος το εφτιαξε. Δικο του δημιουργημα ηταν ο εφιαλτης μου.
Ελεγε το ονομα του κατω απο το τιτλο και ενιωθα την ανασα του καθως το εφτιαχνε πανω απο τον βαμμενο τοιχο.

''Ειναι για σενα. Δωρο.''
Δεν τολμαω να σε κοιταξω.
''Τι το καθιστα δωρο;'' αποκρυνομαι
''Το διορθωσα.''

Κανω ενα βημα προς τα πισω. Αναφωνω και βουρκωνω. Χαμογελαω.
Μα φυσικα!

Η μεγαλη βουλα, εκεινη του τελους, λειπει.
Κοιτω τον τιτλο.
Η ημιευθεια.
Τα χερι του βρισκει το δικο μου, μπαινουμε σε μια χρονομηχανη και παμε πισω εναν χρονο.
Σκυβει στο αυτι μου και μου λεει το μυστικο του ερωτα μας.

''Το τελος το οριζεις εσυ, το αδοξο τελος ειναι για τους δειλους.''


Ciao Bellas!

Πως ειστε τι κανετε;

Και θα μου πεις, εγω δεκα μερες αυτο περιμενα;

Ναι, το πιο εντονο περιεχομενο ακολουθει, ελπιζω πιο συντομα.

Ειδαμε κομβικα σημεια παρολα αυτα.

Ειδαμε δυο αγαπημενα ζευγαρια.

Με το ενα να κανει υποχωρησεις ( χωρις να ειναι ζευγαρι) 

Και το αλλο να τα βρισκει. 

Ειδαμε κατι που προσωπικα εγραψα εντελως πειραματικα. 

Το παραλληλο συμπαν. Γραφοντας το επαθα σοκ κι εγω!
Αν ειχαν κανει παιδι η Ιασμη και ο Ορεστης, δεν θα υπηρχε παρεα!

Ο Γιαννης δεν θα γνωριζε ποτε την Φαιη γιατι θα εμεναν ολοι Πειραια για να ειναι κοντα.
Ο Κωνσταντινος δεν θα γνωριζε την Ιωαννα,
ο Βασιλης δεν θα γνωριζε την Ερμιονη.
Ο Ορεστης δεν θα γνωριζε ποτε την Κυβελη. Θα ηταν δικηγορος!

Η συζητηση του Δημητρη και της Κυβελης αλλο σοκ ε; Ηξερε ο μπαμπας ανεκαθεν.

Ειδαμε και το ημερολογιο, εχουμε αρκετο να δουμε ακομα.

Και αυτο που ερχεται...

Μου λειπετε πολυ!

Σας αγαπω.

xxxMαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top