'Έν μέση ἦν το κενό (Τέλος Μέρους Ι:Ενεστώτας)

Θέλω τον έρωτά σου
στο χρόνο του τον ενεστώτα,
οριστικό και αμετάκλητο,
δίχως υποτακτικές υπεκφυγές,
αμφίβολους αορίστους
και μέλλοντος κατ' εξακολούθηση.
Θέλω τον έρωτά σου
μικρή παθητική
μετοχή,
παραδομένο
εξαρτημένο
θυμωμένο,
να μεταγγίζεσαι ολάκερη
ως τον τελευταίο σπασμό
και να σου γνέφω
κι άλλο.
Θέλω τον έρωτά σου
εξουσία κι επανάσταση

Ελένη Μαυρογονάτου

Σου μιλαω για ωρες και δεν σε εχω αφησει να αρθρωσεις λεξη, συγγνωμη!
Για αυτο δεν σε φωναξα αλλωστε;

Περιμενεις να σου πω τι εγινε επειτα,ετσι;

Καθεσαι αρκετη ωρα εδω, στον γκρι καναπε, που πλεον δεν φανταζει τοσο ξενος. Ουτε το διαμερισμα σου σου φαινεται αγνωστο πια. Ξερεις σε ποιον ανηκει.
Το θεμα ειναι πως εφτασα εγω εδω.

Ο Ενεστωτας λοιπον.
Χρονος παροντικος, εξακολουθητικος και δραματικος.
'Αυτο που κανω τωρα, αυτο που γινεται παντα (;)'
Σε χρονο ενεστωτα γραφονται ολες οι γενικες αληθειες.

Το παρον θεωρειται η πιο ισχυρη χρονικη βαθμιδα.
Μονο αυτο μετραει και πρεπει να αδραξεις.
Ειναι ευκολος ο Ενεστωτας, ευμεταβλητος, ευπλαστος, απαλος.

Οποτε φτασαμε εδω,στην ακρη του γκρεμου.Πισω απλωνεται το παρελθον σε συντριμμια, ενω μπροστα μου το μελλον βρισκεται στο κενο.
Ουτε πισω μπορω να παω, ουτε μπροστα.

Σου ειπαν ψεματα για το παρον.
Ειναι η μαριονετα του παρελθοντος και το σκοτεινο τουνελ του μελλοντος.
Σερνεσαι στο χωμα με τους αγκωνες και τα γονατα, ενω το βλεμμα σου μενει στηλωμενο σε εκεινο το μικρο λευκο φως, που ολο και μακραινει.

Μα προχωρας και ελπιζεις. Γιατι στην πραγματικοτητα μονο αυτο μπορεις να κανεις, μονο αυτο μπορεις να ελεγξεις, το μελλον σου.Απο τις τωρινες σου πραξεις απορρεει.

Το παρον; Εκεινο το επελεξες, ως ενα προηγουμενο μελλον.
Αλλα ασε με πρωτα να σου εξηγησω τι εγινε μετα.




Ο Σπυρος καταφερνει σε δευτερολεπτα να κρυψει το σοκ του, δαγκωνει το μαγουλο του μεχρι να ματωσει.Σχεδον γευεται την μεταλλικη αισθηση.Βρισκεται σε συγχυση.
Τι κανει στην αγκαλια του Ορεστη;Τι δουλεια εχει εδω;

''Δικηγορινα να σου συστησω τους θειους μου.'' παιρνει τον λογο βιολιστης.Η Κυβελη απο την αλλη χανει την γη κατω απο τα ποδια της.
Οχι...δεν συμβαινει...οχι.
Ποιους θειους;

''Ο Σπυρος,αδελφος της μητερας μου και η Εβελινα, η γυναικα του.Απο εδω, η Κυβελη.'' κανει τις συστασεις και πρωτη η γυναικα δινει το χερι της με ενα χαμογελο που ενετεινε τις τυψεις της.
''Χαρηκα πολυ κοριτσι μου, εισαι η κοπελα του Ορεστη;''την ρωτα καπως δειλα, αλλα ταυτοχρονα ενθουσιασμενα.
Ναι...οπως ημουν η κοπελα του αντρα σου.

''Ρε μαμα!Ντροπη!Την φερνεις σε δυσκολη θεση!'' η Ανδρονικη την μαλωνει και η Κυβελη κοιτα μια την μια και μια την αλλη, εντοπιζοντας την ομοιοτητα.
Ο Σπυρος εχει τριτο παιδι, στην ηλικια μου.

Ακομα της σφιγγει το χερι
''Συγγνωμη καλε!Απλα ρωταω''την αφησε και η Κυβελη χαμογελασε οπως μπορουσε. Μεσα της καιγοταν.

Τα βλεμματα που ανταλλασουν δεν περνουν απαρατηρητα.
''Γνωριζεστε;'' ρωτα ο Ορεστης κοιτωντας προς το μερος της.
Εκεινη πηγε να πνιγει.Με καταλαβε.
Σχεδον κοκκινισε.

"Η Κυβελη είναι φοιτήτρια μου." η βαθια επιβλητικη φωνη του καλυπτει τον πανικο της.
Δεσποινίς Πολίτη.

Που βρίσκει την ψυχραιμία;
Μεσα της θελει να ουρλιαξει.Σαν κυματα εν μεσω καταιγιδας λυσσομανουν η οργη και ο φοβος. Θελει να κλαψει απο τα νευρα της.Αλλο ενα ψεμα που της ειπε ο Σπυρος και εσκασε σαν χαστουκι στο προσωπο της.Κρυος ιδρωτας την λουζει και αναριγει.

Ο Ορεστης μοιαζει να μπερδευεται.
''Γυρισες στο ΕΚΠΑ;'' θα ορκιζοταν οτι η μητερα του δεν του το ειχε πει.Η Νεφελη ομως ειχε αλλη γνωμη.
''Βρε Ορεστη που εχεις το μυαλο σου;Δεν στο ειπα τον Οκτωβριο οταν μιλησαμε απο το τηλεφωνο;Ησουν ακομα στο Βερολινο!''

Οι σχεσεις του με τον θειο και την θεια του ηταν ανεκαθεν πολυ καλες, αλλα μιλουσαν και βρισκονταν μονο οταν εκεινος επεστρεφε στην Ελλαδα, κατι που τα τελευταια χρονια ηταν σπανιο.

Κοιτα την Κυβελη που του ριχνει ενα ανεξιχνιαστο μα φοβισμενο υφος.
Καλα, τοσο αυστηρος καθηγητης ειναι και τον φοβαται; Αναρωτιεται μεσα του μα διακρινει στον θειο του μια αντιστοιχη ταραχη.

''Ααα Σπυρο μου τοτε να την περασεις με καλο βαθμο την Κυβελη μας.'' η Εβελινα του λεει χιουμοριστικα κι εκεινος την αγριοκοιταζει.
''Δεν χρειαζεται την ευνοια του, φανταζομαι ειναι αριστη.'' ο Πετρος πυροσβεστικα επενεβη και ο Σπυρος εγνεψε θετικα αποφευγοντας να πει οτι τον Σεπτεμβριο θα εδινε για τριτη φορα γενικες αρχες Αστικου Δικαιου.Ο Ορεστης δεν μπορουσε να καταλαβει το αγχος της κοπελας οποτε το απεδωσε στην συνηθισμενη της νευρικοτητα.

Εσκυψε προς το μερος της και ακουμπησε ενα μαλακο φιλι κατω απο το αυτι της.
''Εισαι καλα δικηγορινα;'' της ψιθυρισε τρυφερα.
Ο Δελής δεν μπορουσε να κοιταξει το σκηνικο που εκτυλισσοταν απεναντι του.Εσφιξε τα δοντια και εστρεψε το βλεμμα του αλλου.
Πως τολμαει;

Ηθελε να την πιασει και να την παρει μακρια του.Πως αφηνε καποιον αλλον να την αγγιζει; Αυτος ηταν που του ελεγε στο εστιατοριο; Υπαρχει αληθεια;
Οι σκεψεις του εχτιζαν βαθμιαια και αργα μια μικρη ανακοπη,ανασας, ελπιδας και σιγουριας.
Υπαρχει στα αληθεια.

Η Κυβελη κοιταξε τον Ορεστη ζαλισμενη απο την κανελα και τον πανικο.Τα δυο ματια που ειχε ερωτευτει εψαχναν μεσα στα δικα της το αιτιο της ταραχης, δεν θες να ξερεις Ορεστη μου.
Γιατι σε εμενα;

''Παω να παρω το κινητο μου απο την γκαρνταρομπα.'' του ψιθυρισε και εκεινος αφησε το χερι του γυρω απο την μεση της.Χαμογελασε μουδιασμενα στους υπολοιπους που ευτυχως βρηκαν κατι αλλο να συζητησουν και μηχανικα σχεδον προχωρησε προς καποιο μερος με περισσοτερο αερα και λιγοτερο κοσμο.
Χρειαζομαι αερα.

Στον διαδρομο πισω απο τα μεγαλα ασανσερ βρηκε λιγη ηρεμια, καθως ο παγωμενος αερας και το ημισκοταδο της εριξαν τους παλμους.Ηταν σαν να βουτηξε σε παγωμενο νερο. Με το τσαντακι στο χερι και το κινητο στο αλλο εμεινε ακαμπτη να τρεμει.
Τωρα τι θα κανω; Τι θα του πω;

Δεν μπορουσε ουτε να φανταστει την αντιδραση του.Ο θυμος, η οργη, η απογοητευση, ηταν συναισθηματα που δεν ειχε δει ποτε αποτυπωμενα στο προσωπο του.Δεν ηταν ακομη και σιγουρη αν τα ειχε δει κανεις.Κλεινει τα ματια και ακουμπα στον παγωμενο τοιχο θελοντας να κατευνασει το αποπνικτικο συναισθημα που του λιγο λιγο την επνιγε.

Ξαφνου ομως νιωθει καποιον να την κολλαει με δυναμη στον τοίχο και το χέρι του να τυλίγεται γύρω από τον λαιμό της.
Αναφωνει μα νιωθει την παλαμη του αγαρμπα να καλυπτει το στομα της σε μια υστατη προσπαθεια να της το κλεισει. Ξερει ηδη ποιος ειναι οποτε ανοιγει τα ματια  διαπλατα και δαγκωνεται για να μην τσιριξει.Ο καρδιακος της παλμος ειχε εκτροχιαστει.
 Ο Σπυρος ολο και περισσοτερο την εσφιγγε, η ανασα της ομως ειχε κοπει πολυ πιο πριν.Το μαυρο τσαντακι και το κινητο πεφτουν κατω με κροτο.
''Κοιτα να δεις συμπτωση.'' ενα σαρδονιο χαμογελο εμφανιστηκε στα χειλη του. Το αρωμα του την χτυπα και την ζαλιζει.Πανικος την καταλαμβανει σε δευτερολεπτα και οι ενθυμησεις την γεμιζουν σαν νερο.

''Ασε με, θα φωναξω!'' τον απειλησε ακαρπα και πνιχτα.Φανηκε να το διασκεδαζει, σαν να ηθελε αυτη ακριβως την απαντηση απο εκεινη.
''Εμπρος...φωναξε!Να δω ποιον απο τους δυο μας θα πιστεψουν.'' την προκαλεσε και ειδε την περιεργη γυαλαδα στα ματια του.
Ο διακοπτης μολις ειχε κατεβει.

''Τι θες απο μενα; Δεν σου φτανουν ολα οσα μου εκανες; Τα ψεματα που μου ειπες; Οσοι πληγωθηκαν εξαιτιας σου;Τι αλλο θες;'' τον ρωτα και νευρικα κοιταζει δεξια κι αριστερα, μα κανεις δεν περναει απο εκει τριγυρω.

''Εγω τι θελω;Ή εσυ;Τι κανεις εδω με τον ανιψιο μου;'' γρυλιζει σχεδον μεσα στο προσωπο της και την πλησιαζει κι αλλο.Κολλαει πανω της το σωμα του και τριβεται ελαφρως.Η κοπελα κοιταζει απο την αλλη και κλαψουριζει.

Στην ελλειψη απαντησης ο Σπυρος σφιγγει κι αλλο το κρατημα του, ανασηκωνοντας την ελαφρως απο το δαπεδο.Εκεινη παιρνει μια κοφτη ανασα, παλευει για λιγο οξυγονο και τα χερια της απλωνουν νυχιες πανω στον αναστροφο της παλαμης του.
''Πως τολμησες; Εε;'' συριξε και πλησιασε το προσωπο του στο δικο της.
Η ανασα του μυριζε σαμπανια ιδια με εκεινη που ειχε γευτει στα χειλη του Ορεστη.Τα ματια του πετουσαν σπιθες, τον ειχε δει νευριασμενο και σκυθρωπο, μα ποτε δεν ειχε διακρινει ζηλια στον τονο του οπως τωρα.
Οταν βηχει ελαφρως την αφηνει να πεσει στα ποδια της. Η κοπελα παιρνει μια βαθια ανασα και ακουμπησε τα χερια στο στηθος της σαν να προσπαθουσε να κρατησει την καρδια της σταθερη.Τον κοιταξε με μενος.

''Ζητας εξηγησεις;Σοβαρα τωρα;'' ρωτα εξισου επιθετικα μα στον φοβο παραλληλα μην την σφιξει κι αλλο. Προς εκπληξη της, χαλαρωνει το κρατημα του, μα κολλαει πανω της φυλακιζοντας την αναμεσα στο σωμα του και τον τοιχο.

''Δεν το βλεπεις Κυβελη;'' απορει για κατι που μαλλον του φαινεται προφανες.
Δεν του απαντα.
''Ολες οι προσπαθειες που κανεις για να ξεφυγεις απο εμενα σε εδω οδηγουν ακριβως εδω...σε εμενα'' δεν ξερει αν ειναι τα λογια ή το χαμογελο του, αλλα ανατριχιαζει απο την κορυφη εως την βαση της σπονδυλικης της στηλης.

Μαλλον μεταφραζει την σιωπη της ως αποδοχη, γιατι συνθλιβει τα χειλη της με τα δικα του σε ενα βιαιο, πεινασμενο φιλι, και συνεχιζει να πιεζει την γλωσσα του μεσα παρα τα μουγγρητα και τις προσπαθειες της να τον αποφυγει.
Αηδιαζει, οχι απο την υφη του τραγικα γνωριμου φιλιου, αλλα στην σκεψη του δημιουργου του.
Τον σπρωχνει με μανια μακρια, μα δεν κουνεται ουτε στο ελαχιστο, χτυπιεται κατω απο το κρατημα του, μα το αριστερο του χερι βρισκει τον δρομο μεχρι το μπουτι της και με μια αποτομη κινηση ανασηκωνει το απαλο μεταξι . Το δερμα του ειναι σκληρο και παγωμενο πανω απο το δικο της, ψιλαφιζει τον μηρο της αγνοωντας το κλαψουρισμα της.

Οχι...οχι σε παρακαλω.
Ανεβαινει κι αλλο πανω, παρα τα σφιχτα σταυρωμενα μεταξυ τους ποδια της, σε καθε σημειο που αγγιζει το κορμι της γινεται σταχτη και θρυμματα.Νιωθει τα ακροδαχτυλα του σαν λεπιδες, χαρασουν πανω της μονοπατια που θελει να ξεχασει.
Η καυτη ανασα του χτυπα το προσωπο της και το χερι του σφιγγει ολο και περισσοτερο γυρω απο τον λαιμο της.Τα γονατα της τρεμουν και λυγιζουν ελαφρως, δεν μπορει να σταθει ορθια.

''Τοσο ευκολα εφυγε η αγαπη σου Κυβελη;Ολος αυτος ο ερωτας εξατμιστηκε;'' γρυλιζει μεσα στο προσωπο της. Τον βλεπει θολα, ομως μπορει να αναγνωρισει την πικρια του.

Ο Σπυρος μιλουσε εξ οργης και θλιψης, σαν μικρο παιδι που καποιος του πηρε το παιχνιδι, κι αυτο αποφασιζει να το κρυψει ετσι ωστε να μην το εχει κανεις.Ετσι σκεφτοταν. Ή εγω ή κανείς.

Ηξερε οτι κατι επρεπε να πει. Αν τον αφηνε στην σιωπη θα εκνευριζοταν περισσοτερο.Και ουτε ηθελε να φανταστει τι θα συνεβαινε.Για πρωτη φορα επαιζαν διχως κανονες.
''Δεν επαψα να ειμαι ερωτευμενη μαζι σου Σπυρο, απλα σταματησα να σε βλεπω ως καλο ανθρωπο, με πικρανες και με απογοητευσες.Με προδοσες και με εκανες πιονι, μερος ενος σχεδιου.'' μουρμουρισε και αρχισε παλι να τρεμει.Σαν ο κομπος που μερες τωρα πιεζε προς τα κατω λιγο λιγο να ανεβαινε στην επιφανεια.
''Οταν αγαπας ειναι αναποφευκτο να κανεις λαθη.'' δηλωσε και την κοιταξε για αλλη μια φορα εξονυχιστικα. Τις φακιδες που επιτηδες δεν καλυψε, τα σκουρα μαυρα ματια της, τα χειλη της που ειχαν μια αποχρωση σχεδον φυσικη. Ολα οσα λατρευε πανω της και τωρα τα ειχε εκεινος.
Ο ιδιος του ο ανιψιος!Τι τραγικη ειρωνια!

''Η αγαπη δεν πρεπει να ειναι τοσο δυσκολη, ουτε να ποναει.'' το βλεμμα της θολωνει γιατι μυριζει απο μεσα της κατι καμμενο. Σαν να ειχε παρει φωτια, απλα να μην μπορουσε να βρει το που.

Ο Δελης ειχε τρομοκρατηθει επισης, για πολλους και διαφορετικους λογους που η Κυβελη θα καταλαβαινε αργοτερα. Δεν ηταν μονο οτι την ηθελε δικη του, αλλα το τελευταιο ατομο που θα μπορουσε,που θα επρεπε, να την εχει ηταν ο ανιψιος του. Εβλεπε την καταστροφη του να πλησιαζει και καμια πιθανη διεξοδο στον οριζοντα.

''Θα επαιρνα διαζυγιο!Στο ειπα!'' επεμεινε.
Αυτο την εκνευρισε και με οση δυναμη ειχε τον εσπρωξε μακρια της, πραξη που ειχε ως αποτελεσμα να φερει ως αντιδραση το σωμα του πανω της.
''Δεν με νοιαζει! Ασε με στην ησυχια μου Σπυρο, εγω κι εσυ τελειωσαμε, απο δικο σου φταιξιμο!'' απαντησε σκουπιζοντας την μασκαρα που ετρεχε μαζι με ενα δακρυ.
''Απο δικο μου φταιξιμο; Το οτι πιστεψες ενα καρο μαλακιες απο μια τρελη αγνωστη πως ειναι δικο μου φταιξιμο;''
Σχεδον αναφωνησε στο ποσο ευκολα ειπε ψεματα.
''Ειναι αληθεια και το ξερεις.'' εσφιξε τα δοντια και ο Σπυρος γελασε.
''Κανονισε να αρχισεις να διαδιδεις τις μαλακιες με την Ελενα, θα σε αφανισω.'' συριζει και πλησιαζει τα χειλη του κοντα στα δικα της. Ο ψιθυρος της καιει το προσωπο.
Τον κοιτα στα ματια πληγωμενη,αηδιασμενη.
Αδυνατουσε να πιστεψει πως γινεται πριν εναν μηνα να την αγαπουσε ενω τωρα σκληρα και διχως δευτερη σκεψη την απειλουσε.
Που πηγε η αγαπη σου Σπυρο;

Το σκουρο του υφος, το σφιγμενο σαγονι, τα χειλη που ετρεμαν απο οργη. Την επνιγε, λιγο λιγο, μα την επνιγε, χρονια τωρα.

Με την ακρη του ματιου του ο Δελης πιανει μια σκια, μια ψηλολιγνη μορφη να στεκεται στα δεξια του.Αμεσως αφηνει την Κυβελη και κανει τρια βηματα προς τα πισω, σαν να μην συνεβη ποτέ αυτο ή σαν ταχα να ηταν αλλος που ειχε στριμωξει την κοπελα.Ο Ορεστης στεκοταν δεκα μετρα μακρια τους, εμβροντητος και σοκαρισμενος, να κοιτα την Κυβελη να κλαιει και τον Δελη σε πληρη αγνοια, σαν καποιον να την τοποθετησε εκει  και να εφυγε.Το μυαλο του δουλεψε ιλλιγιωδως.

''Τα εχω με παντρεμενο Ορεστη, ειμαι η αλλη γυναικα'' η Κυβελη του ψιθυρισε μεθυσμενη.
''Οχι οχι μη!Οχι εκει!'' μουρμουρισε αναμεσα απο κοφτες ανασες και αναφιλητα.
''Ποναω..''εσκυψε το κεφαλι.
''Παρατα τον '' της ψιθυρισε.
"Δ-δεν...''
''Δεν μπορεις;''
''Δεν θελω''του παραδεχεται.

''Νομιζω με χτυπησε και με πηρε αγρια''
''Χωρισαμε."
''Επισημοποιησαμε την σχεση μας.''
'Δεν ειναι πλεον γκομενος μου."
''Σ'αγαπω'' την ακουει να του ψιθυριζει κλαιγοντας.

Και ολα γυρνανε πισω.Λεξη προς λεξη και λεπτο προς λεπτο.Θυμαται που εν τελει ποτε δεν εμαθε το ονομα του αντρα εκεινου, ή μαλλον ποτέ δεν ρωτησε.Να, που με μια απλη ερωτηση να ειχε υποψιαστει περισσοτερα.
Για πρωτη φορα μετα απο χρονια ο Ορεστης Νικολαϊδης εχασε την γη κατω απο τα ποδια του.Ο αντρας με τον οποιο για δυο μηνες σχεδον τωρα μοιραζοταν την Κυβελη ηταν ο ιδιος του ο θειος!Αηδιασε στην σκεψη.

Το μυαλο του βουιζε. Σκεφτηκε αμεσως την θεια του, τα ξαδελφια, τους γονεις του,ολους εκεινους που θα πληγωνονταν απο αυτη την αποκαλυψη.
Επειτα εφερε στο μυαλο του τα οσα ηξερε για εκεινον, συνδυαζοντας τα με το προσωπο του. Δεν μπορουσε να φανταστει τον θειο του, που παιζανε μπασκετακι  τις Κυριακες οταν ηταν μικροτερος, να δερνει καποια ή να την βασανιζει.

Η Κυβελη, ακολουθωντας το βλεμμα του πρωην εραστη της αντικρισε τον Ορεστη. Κατεπνιξε την αναγκη να του εξηγησει.
Να του πω τι;
 Το ανεκφραστο υφος του υποδηλωνε οτι ηταν περιττο. Ηξερε τα παντα. Ενιωθε τον 'συνενοχο' να την κοιτα, περιμενοντας μαλλον να πει η ιδια κατι, γεγονος που δεν συνεβη.
Τρεμοντας ακομη πηρε την τσαντα και το κινητο της απο το πατωμα και διχως να νοιαστει για το παλτο της, ετρεξε προς την αλλη κατευθυνση.

''Κυβελη!'' η φωνη του Ορεστη της φανηκε ξενη, σοβαρη και στυφη.Αυτο επιδεινωσε την κατασταση της και αυξησε τον ρυθμο με τον οποιο ετρεχε στον μακρυ διαδρομο σαν μια συγχρονη Σταχτοπουτα, μονο που εκεινη δεν σκοπευε να αφησει τιποτα πισω της.

Πατησε το κουμπι του ασανσερ που βρισκοταν εκει τρεις ή τεσσερις φορες κοιτωντας κλεφτα πισω της να δει αν καποιος την ακολουθει. Οι δυο μορφες εστεκαν ακινητες και σιωπηλες. Σαν να ειχε πατησει καποιος παυση.
Οποτε ειναι ασφαλες να πουμε, οτι πισω της αφηνε συντριμμια, δεν θα μπορουσε ποτέ να γυρισει, ουτε ομως και το ηθελε.
Οταν ο χαρακτηριστικος ηχος του ασανσερ ακουστηκε μπηκε μεσα. Κλεινοντας οι πορτες το τελευταιο πραγμα που αντικρισε ηταν οι δυο αντρες να κοιτουν προς το μερος της. Ενιωσε τυχερη που δεν μπορουσε να δει την εκφραση του Ορεστη.Τι θα εβλεπε αραγε; Αηδια; Μισος; Απογοητευση;

Ενιωθε να αρρωσταινει. Κι αν δεν ηταν ηδη αρρωστη θα αρρωσταινε απο την στιγμη που βγηκε εξω στους -2 βαθμους κελσιου με τιραντακι. Σχεδον πονουσε απο το κρυο, μα η αδρεναλινη της ειχε αναλαβει να την ζεστανει. Ετρεξε μεχρι την πιατσα απο ταξι και μπαινοντας στο πρωτο που βρηκε ξεπνοη ακομη εδωσε την διευθυνση της. 

Ουτε καταλαβε την διαδρομη. Το μυαλο της ειχε θολωσει τοσο που δεν διεκρινε στενα, οδους και δρομους.Ολα ιδια της φαινονταν, ιδια και ξενα.Με καθε λεπτο που περνουσε ολοενα και περισσοτερο ωριμαζε μεσα της η συνειδητοποιηση οτι ολα κατασταφηκαν.

Στο διαμερισμα αντικρισε τους πεντε φιλους της να βλεπουν ταινια χαλαροι.Στην ταραγμενη της οψη ανακαθισαν και η Φαιη πατησε παυση.
''Τι επαθες;''την ρωτησε η Ερμιονη και την κοιταξε απο πανω μεχρι κατω.Ετρεμε, ειχε βουρκωσει και ενιωθε τον κρυο ιδρωτα να κυλα στο μετωπο της.

''Κυβελη τι εγινε;Που ειναι ο Ορεστης;'' ο Γιαννης σηκωθηκε ορθιος και εμοιαζε ανησυχος οταν δεν ειδε τον φιλο του πισω της.
''Στην εκδηλωση...ήοχι.δεν ξερω!Παντως τελειωσαμε, ολα κατερρευσαν!'' μονολογησε σαν να το ελεγε στον εαυτο της.Ακουγοταν παρανοικη και υπερβολικη,ισως να ηταν.
'' Αν ερθει πειτε του οτι δεν ειμαι εδω.'' βιαστικα προχωρησε φορωντας ακομα παπουτσια μεχρι το δωματιο οπου ατσαλα πεταξε τις γοβες της σε μια γωνια και επεσε κυριολεκτικα ανασκελα στο κρεβατι.

Εκλεισε τα ματια και ενιωσε το κεφαλι της να χτυπα δυνατα, σαν να βρισκοταν μεσα η καρδια της.
''Κυβελη θες να-'' ακομα και διχως να κοιταζει μπορουσε να αισθανθει την μορφη της κολλητης της στην εισοδο της πορτας. Δεν ηθελε να μιλησει για αυτο. Με τις πρωτες δυο λεξεις θα ελυνε εναν κομπο που σαν φραγμα κρατουσε δακρυα και λυγμους πολλων ημερων.

''Φυγετε. Αν ερθει ο Ορεστης δεν ειμαι εδω. Διωξτε τον!'' 

-------------------------------------------------------------------------------

Οι δυο αντρες κοιταχτηκαν. Ζυγισαν ο ενας το βλεμμα του αλλου, η ερωτηση ηταν κοινη.
Τι ξερεις για εμενα και την Κυβελη;

Ο Ορεστης πλησιασε τον θειο του αργα, με τα χερια ακομη στις τσεπες, μια ασχημη γευση ειχε μεινει στο στομα του, λες και ξαφνου η σαμπανια που τοση ωρα επινε, ειχε μετατραπει σε ξυδι.
''Δεν ειναι αυτο που-''εκανε να δικαιολογηθει.

''Μην κανεις τον κοπο.'' τον αποπηρε.
''Ορεστη'' παιρνει μια βαθια ανασα και συνεχιζει. ''Μην παρεξηγεις καταστασεις, η κοπελα ειναι θεομουρλη, με καταδιωκει δυο χρονια τωρα, μαλλον γι αυτο σε πλησιασε κιολας.''θετει ηρεμος, λες και πριν δυο λεπτα δεν φωναζε μεσα στο προσωπο της.

Ο Ορεστης χαμογελασε πικρα.
"Μαλλον αυτο θα ειναι. Ευχαριστω που με προστατευσες.''τον ειρωνευεται.
Ο Σπυρος ξεφυσαει. ''Ξερω οτι μαλλον δεν με πισ-''
''Θειε, αστο.'' ο τονος του ειναι κοφτος αλλα ηρεμος.
''Απλα μην την ξαναπλησιασεις.'' τον κοιτα στα ματια δειχνοντας του οτι το εννοει.

Ο Σπυρος φανηκε να προσβαλλεται απο το σχολιο. 
''Εγω την πλησιαζω; Εκεινη-''
''Ξερω οτι απατας την θεια περιστασιακα, δεν ειμαι βλακας, βρες καποια αλλη, οχι την Κυβελη.'' κανει αναστροφη για να παει στην γκαρνταρομπα να παρει τα πραγματα του. Κοντοστεκεται ομως την τελευταια στιγμη και τον κοιτα παλι.Δεν θα μπορουσε να τον χτυπησει.
''Πες σε ολους οτι η Κυβελη δεν ενιωθε καλα και την πηγα σπιτι. Πες οτι ζηταει συγγνωμη και κοιτα να εισαι πειστικος,Ολο αυτο...'' του εκανε νοημα. 
''Δεν εχει τελειωσει'' υποσχεται.

Ο Σπυρος μενει ακινητος να κοιτα το σημειο απο το οποιο εφυγε. Ηξερε οτι ο Ορεστης ηταν παντοτε ηρεμη φυση, μα θεωρουσε οτι ισως αυτη τη φορα αψηφουσε την συνηθεια του. Βεβαια με τοσο κοσμο, το λιγοτερο που θα ηθελε ηταν να γινουν θεαμα.
Μεσα του ειχε αρχισει ηδη μια αντιστροφη μετρηση εγκαταλειψης σχεδιου και επιβιωσης. Επρεπε να δρασει γρηγορα για να σωσει ο,τι σωζοταν. 
Ακομη, δεν φοβοταν για την Κυβελη, αλλα για οσα ειχε μαθει. Ηταν το μπαρουτι που θα πυροδοτουσε μια εκρηξη τεραστιων διαστασεων.

Κι ολα φυσικα ειχαν τις ριζες τους εκει που ο ανθρωπος ανεκαθεν φοβοταν να κοιταξει.
Στο παρελθον.

-------------------------------------------------------------------

Οταν το κουδουνι χτυπησε τεσσερις φορες συνεχομενα η Φαιη προσφερθηκε να ανοιξει, ετοιμη να μαθει απο τον Ορεστη τι επαθε η φιλη της. Ωστοσο την στιγμη που ανοιξε ο βιολιστης την προσπερασε σχεδον αγαρμπα και εξαλλος μπηκε μεσα.
Ποιος ειναι αυτος και τι εκανε στον Ορεστη;

''ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ;''η νευριασμενη, ηχηρη φωνη του ακουγοταν ξενη.Η ξανθουλα τα εχασε και εκανε τρια βηματα πισω σαν να την ειχε χτυπησει. Η Ερμιονη πεταχτηκε ορθια.
''Ορεστη τι εγινε;'' 

''Ρωτησα κατι. ΠΟΥ. ΕΙΝΑΙ ;'' επανελαβε την ερωτηση ακομα πιο δυνατα και ο Γιαννης σταθηκε μπροστα του.
Η Κυβελη στην αρχη δεν καταλαβε ποιος ηταν.Η φωνη εμοιαζε ξενη. Ο Ορεστης δεν φωναζει, ο Ορεστης δεν νευριαζει.

''Τι εγινε ρε;'' ο Γιαννης τον ρωτησε εξισου ανησυχος μα ο βιολιστης τον παραμερισε και προχωρησε προς το δωματιο της με μεγαλες δρασκελιες.Ανοιξε την πορτα αστραπιαια και την αφησε να χτυπησει με κροτο στον τοιχο πριν κανει δυο βηματα μεσα και την κλεισει με δυναμη ταραζοντας ολο το σπιτι.
Η κοπελα που εντρομη καθοταν στο κρεβατι, τα ματια της πρησμενα και εκεινη καταχλωμη, ανασηκωθηκε ελαφρως.

''Πως τολμησες ε;Δεν ντραπηκες;'' την ρωτα στενευοντας τα ματια.Φανηκε να εκνευριζεται.Σηκωθηκε ορθια.

''Ορεστη τι λες; Που να ηξερα οτι ειναι θει-''
''Δεν το ηξερε μωρε το κοριτσακι...'' ειρωνευεται και φαρμακι σταζει απο τα χειλη του.Ξεσφιγγει την γραβατα του για να ηρεμησει, μα σαν θυμαται ποιος του την δωρισε την βγαζει απο το κεφαλι του και την πεταει σε μια ακρη σαν να ειναι σκουπιδι.

''ΜΕ ΚΟΡΟΙΔΕΥΕΙΣ ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ;''ωρυεται και κλωτσαει το μικρο καναπεδακι μπροστα του για να μην ξεσπασει χειροτερα.
Εκεινη ασυναισθητα μισοκλεινει τα ματια και ζαρωνει.Ακομη δεν μπορει να αντιληφθει οτι ο οργισμενος αντρας μπροστα της ειναι ο Ορεστης.

''Οχι Ορεστη δεν σε κοροιδευω!Ηξερες ηδη για τον Σπυρο, απλα οχι ποιος ειναι, δεν καταλαβαινω πως αυτο αλλαζει τα πραγματα.'' 
Γελαει χλευαστικα.
''Δεν καταλαβαινεις πως το οτι τα ειχες τρια χρονια με τον θειο μου αλλαζει τα πραγματα, θες σοβαρα να σε πιστεψω;'' την ρωτα μα εκεινη γυρνα απο την αλλη.

Τα σκληρα του λογια πονανε την καρδια της. Δεν το ελεγχε, ουτε την κατασταση, ουτε την εκβαση των γεγονοτων.Ηταν αδικο αυτο!

Η σιωπη της τον τρελανε περισσοτερο.Με τρια μεγαλα βηματα καλυψε την αποσταση αναμεσα τους και την επιασε βιαια απο τον καρπο, τραβοντας την προς το μερος του με τοση δυναμη που μου κοντεψε να την ριξει κατω.
Κατω απο το φως του δωματιου εβλεπε στα μαυρα της ματια τον φοβο να εναλλασεται με το παραπονο και την πικρα.
''Πηδας τον θειο μου, εμενα, ποιον αλλον; Να φανταστω με τον πατερα μου γνωριζεστε απο πριν;'' 

Αυτο πονεσε.

Η αντιδραση της ηταν αστραπιαια και αυθορμητη, το χαστουκι που του εδωσε ηταν αρκετα δυνατο για να γυρισει το κεφαλι του αριστερα και να χαλαρωσει το κρατημα του. Εκεινη, πληγωμενη απο τα λογια του σαν να ειχε φαει η ιδια το χαστουκι εκανε πολλα βηματα πισω και εσφιξε τα δοντια.Οταν συναντηθηκαν τα βλεμματα τους ειδε μια σκια που της θυμισε τον Σπυρο. Μα δεν φοβοταν. 

Ακομη πιο αποφασιστικα αυτη την φορα την πλησιασε και απλωσε τα χερια του για να την πιασει. Εκεινη υποχωρησε αντανακλαστικα.
''Μην με πλησιαζεις!Φυγε!''
Ο παγωμενος τοιχος ηταν το λιγοτερο που της προκαλουσε ριγη.
''Αλλιως τι;Θα με χτυπησεις; Ε Κυβελη; '' την επιασε απο τους καρπους και την εσφιξε δυνατα κρατωντας την ακινητη αναμεσα στον ιδιο και τον τοιχο.

Ποτέ δεν με λεει Κυβέλη.

''Τιποτα δεν θα κανω, φυγε, θα μιλησουμε οταν ηρεμησεις.''του απαντησε σε μια προσπαθεια να γαληνεψει τα πνευματα και ειδε τα ματια του να βαθαινουν και να πετουν σπιθες.
Τιναξε τα χερια της προς το μερος του θελοντας να ελευθερωθει απο το κρατημα του, ομως εκεινος μονο πισοπατησε λιγο και επειτα την εριξε στον τοιχο με φορα κοβωντας της την ανασα.

''Νομιζεις δεν ειδα πως τον κοιτουσες; Για ποσο μαλακα με περνάς ;'' εφτυσε τις λεξεις, ενω στο μυαλο του επαιζε ξανα και ξανα το υφος με το οποιο κοιτουσε τον θειο του.Εκεινον ποτε δεν τον ειχε κοιταξε με τοσο βαθυ συναισθημα, κι ηταν πονεμενη, κι ας τον μισουσε.

Προσπαθησε παλι να ελευθερωθει, αυτη την φορα με μανια και λυσσα, χτυπιοταν και μονο τον εαυτο της πονουσε εν τελει.
''Ασε με!'' απεφυγε να του απαντησει.

''Τον θες ε; ΑΚΟΜΑ ΤΟΝ ΘΕΣ!''ουρλιαζει και την ταρακουναει σαν πανινη κουκλα μπρος πισω.
''ΟΧΙ!''απαντησε και τον κοιταξε στα ματια. Το προσωπο του ηταν σφιγμενο, φλεβες σκαρφαλωναν στον λαιμο του και ειχε κοκκινισει. Ο τενωντας του πετουσε εξω και οι αρθρωσεις του, με τις οποιες την κρατουσε σφιχτα, ειχαν ασπρισει.

''ΛΕΣ.ΨΕΜΑΤΑ!''η βροντερη φωνη του, σαν βρυχυθμος, της εσπασε το ηθικο.
Τρομαξε.

''Γι' αυτο με πλησιασες; Για να τον εχεις απο κοντα; Για να πηδιεστε στο διαμερισμα μου οταν λειπω;'' Τα λογια του ηταν καρφια στην καρδια της.Ενιωθε εναν εκνευρισμο που ισαξιο δεν ειχε βιωσει.

Πασχιζε να απελευθερωθει απο το αγγιγμα του αλλα την εσπρωξε βαναυσα στον τοιχο κι οταν αρχισε να χτυπιεται την ακινητοποιησε με το βαρος του σωματος του, οπως πριν μια ωρα ο θειος του ειχε κανει.Για λιγα δευτερολεπτα ακουγοταν μονο η ιδια να ασθμαινει και οι κοφτες ανασες της ανισης μαχης τους.

Η Κυβελη βρισκοταν σε πληρη παροξυσμο.Καθε προσπαθεια της ομως να φυγει μακρια του εμοιαζε να τον εξοργιζει ολο και περισσοτερο.
''Φυγε! Ασε με! Με πονας!'' 
Στην πραγματικοτητα, εκτος απο το κεφαλι της, μονο η καρδια της πονουσε.
''Σε ποναω ε;Αυτο μηπως σε κανει να με γουσταρεις περισσοτερο Κυβελη;Ή σου κανει ευκολοτερο τον χωρισμο μας;''
''Εισαι μαλακας!''
Η κοκκινομαλλα εξαλλη και απελπισμενη προσπαθησε να τον διωξει απο πανω της. 

Καυχαζει. ''Ειμαι οντως!Και κορόιδο!Ενιωθα και τυψεις που στην αρχη πηδιομουν με την Τατιανα, οποτε την επιασα και της ειπα οτι εχουμε σχεση!Ηθελα να ειμαι σωστος βλεπεις!''κουναει το κεφαλι του ειρωνικα.

Δεν μπορουσε να πιστεψει αυτο που ακουγε. Μα τα εννοουσε οντως οσα ελεγε;Πως ηταν δυνατον να τα πιστευει;
''Εισαι υποκριτης!'' του φωναζει και χτυπαει τις μπουνιες της στο στερνο του σπρωχνοντας τον μακρια.Αναφωνει με σκωπτο και την αφηνει αποτομα, διχως αλλη κουβεντα. Λες και δεν ειχε ξαφνου αλλη ενεργεια μεσα του για εκεινη.Τα ματια του γυαλιζαν, ενα παραπονο τρεμοπαιζε στο γαλαζιο ενω το πρασινο ηταν εκεινο της οργης.

Γυρισε απο την αλλη και περασε τα χερια του μεσα απο τα μαλλια του ξεφυσωντας.
''Γιατι παντα μπλεκω σε μαλακιες γαμω;'' μουρμουρισε ξεπνοος και αρχισε να προχωραει πανω κατω.Γυρισε να την κοιταξει.

''Και για πες μου λοιπον,γιατι ειμαι υποκριτης;!''ειρωνευτηκε και καθισε στο κρεβατι απεναντι της με φορα.
''Τοσο καιρο ξερεις οτι ημουν με εναν παντρεμενο, ο κοσμος ειναι μικρος και ειναι θειος σου, δεν το ελεγχω, αλλα δεν καταλαβαινω πως αυτο αλλαζει το μεταξυ μας-''
Γελαει.

Κουναει το κεφαλι του σαν να μην πιστευει τι ακουει και σηκωνεται ορθιος.
''Τον γουσταρεις ακομα.'' της ανακοινωνει, ανεβαζοντας την πιεση της αποτομα.
''Οχι!'' αναφωνει.
''Κι ομως.'' επιμενει και στεκεται απεναντι της.
Σφιγγει τα δοντια και βλεπει αλλο ενα μαυρο δακρυ να κυλαει στο μαγουλο της.
''Τον Σπυρο τον αγαπουσα, παρατατικος.'' εξηγει και ο βιολιστης δεν μοιαζει να πειθεται.

''Με πλησιασες για να τον εχεις απο κοντα.'' λεει σαν να επροκειτο για πληροφορια, σαν να της το ανακοινωνε διχως να ακουει οσα του απαντουσε.
Ενιωθε οργη, η αδικια την γεμιζε λιγο λιγο μα κοντευε να πνιγει.
Πεφτει νεκρικη σιωπη αναμεσα τους.
''Οχι.'' επαναλαμβανει.
''Δεν ειχα ιδεα.'' προσπαθει να τον πεισει, μα δεν την κοιτα καν στα ματια.
''Γιατι να πιστεψω εσενα και οχι εκεινον;'' ρωταει προκλητικα.
Γιατι εμαθα πραγματα Ορεστη ηθελε  να του πει, μα θυμηθηκε τα λογια του Σπυρου.
''Θα σε αφανισω'' 

Ξεφυσαει. Την ποναει πολυ ολο αυτο. Νιωθει ενα αγκαθι να μεγαλωνει στην καρδια της και να την ξεσκιζει απο μεσα προς τα εξω.
''Αν δεν μπορεις να με πιστεψεις υποθετω δεν υπαρχουν πολλα να πόυμε.'' συμπεραινει.

''Οντως δεν εχουμε.'' απαντα κοφτα και σηκωνεται ορθιος διχως να τον νοιαζει.

Nιωθει να πνιγεται. Δεν μπορει να το δεχτει ολο αυτό. Της μοιαζει αδικο και απαισιο.Εκεινος είναι αδικος, και σκληρος στο μυαλο της. Δεν το αξιζε!
''Εισαι... εισαι τοσο αδικος!''αναφωνει αξαφνα και παραπονιαρικα.Κλεβει την προσοχη του, γιατι η λεξη πυροδοτει κατι μεσα του που τον κανει να γυρισει απο την αλλη.
''Αδικος;'' Προφερει την λεξη αργα, σαν να μην πιστευει ότι προοριζεται εκεινον.

''Ναι!Οποτε μετα μην απορεις γιατι κανω λες και σε μισ-''κραταει την τελευταια λεξη μεσα από τα χειλη της. Την νιωθει, μα στο μυαλο της ολο αυτό φανταζει λαθος.
Ο Ορεστης καταλαβαινει. Γελαει χλευαστικα.
''Με μισεις; Σιγουρα!'' ειρωνευεται.
''Με μισεις τοσο που μπορει να με αγαπας Κυβελη, γιατι δεν μπορεις να κανεις κανενα απο τα δυο εξ'ολοκληρου, εκει εχω καταληξει.'' Της λεει με μενος, σαν να παιζει με τις δυο λεξεις και με το μυαλο της ταυτοχρονα.

''Οσο περναει ο καιρος, ολο και περισσοτερο αμφιβαλλω για εσενα. Όλα οσα μου λες δειχνουν ότι με αντιπαθεις σφόδρα,οι λεξεις σου,η σταση σου, ο προσωπικος σου χωρος, μα επειτα, με αφηνεις να σε αγγιξω, μου ανοιγεσαι και κλαις στην αγκαλια μου, με κοιτας με εκεινα τα ματια που ...γαμω!'' βλαστημα και ξεφυσαει περνωντας τα χερια του μεσα απο τις μπουκλες του.

Την κοιτα θυμωμενος. " Κι επειτα γυρνας σε εκεινον, αδιαφορωντας για εμενα,σαν να μην σε ενδιαφερει, σαν να θες να με τιμωρησεις!'' την κατηγορει και την πλησιαζει.Στεκεται απεναντι της, το στερνο του ανεβοκατεβαινει σταθερα.

Βαριανασαινει πανω στο στηθος της, ενώ εκεινη κρατα την ανασα της.
''Οποτε, πιστευω γλυκια μου Κυβελη.'' ειρωνια καλυπτει το επιθετο.
''Πως διατηρεις απεναντι μου μια ακρανδαντη σχεση αγαπης -μισους.''το γαλαζιο και το πρασινο κοιτουν το απυθμενο μαυρο.

''Απλως δυσκολευομαι να αποφασισω για το αν αγαπας να με μισεις ή μισεις το ότι με αγαπας.''

Μενουν για λιγο σιωπηλοι, αφουγγραζομενοι τα λογια που ακομη αιωρουνταν στον αερα.
Δεν σε μισω Ορεστη.

Δεν την κοιταζει ξανα, ουτε σκυβει να πιασει την γραβατα που του δωρισε.Κανει πεντε βηματα μακρια της,γυριζει απο την αλλη,ανοιγει την πορτα που απο θαυμα δεν κατεδαφιστηκε και βγηκε απο το δωματιο της αφηνοντας την στην πληρη σιωπη.
Κατι τον τραβαει πισω, σαν να ξεχασε κατι, μα να μην θυμαται τι. Δεν επιστρεφει ομως.

Το υπολοιπο σπιτι ηταν αδειο. Μονο η Φαιη καθοταν στο σαλονι ταχα βλεποντας τηλεοραση.Δεν της μιλησε.
''Οι αλλοι ειναι πανω.'' τον ενημερωσε μα ο Ορεστης αγνοωντας την, επιασε το παλτο του απο τον καναπε που το ειχε πεταξει μπαινοντας, μαζι με το δικο της, κι εφυγε διχως να κοιταξει πισω του.
Την στιγμη που ακουσε τον κροτο της πορτας που εκλεινε στον μεγαλο διαδρομο της πολυκατοικιας, ηξερε πως θα επεστρεφε.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------

''Ερμιονη μπορεις να παρεις τα τσιγαρα απο εδω μεσα;'' η Φαιη εκνευρισμενη φωναζει στην μελαχρινη, ανησυχωντας παραλληλα που δεν το ειχε κανει ηδη η Κυβελη.
Η δικηγορινα ομως, δεν εμοιαζε να επικοινωνει με το περιβαλλον. Ειχε ξαπλωσει στον καναπε πανω στην συμφοιτητρια της και σκεπασμενη μεχρι τον λαιμο εβλεπε ασκοπα την συνεχεια της σειρας που ειχε αρχισει.

''Εχουμε και σημαντικοτερα προβληματα Φαιη μου!" βρηκε ευκαιρια εκεινη να καπνισει καπου εκτος απο το παγωμενο μπαλκονι.
Κοιτιουνται για λιγο μεταξυ τους, πριν στρεψουν παλι την προσοχη τους στην Κυβελη, που σιωπηλη αναλογιζοταν τι ειχε συμβει.
''Ηταν πολυ θυμωμενος,ουρλιαζε και ωρυοταν.'' μουρμουρισε και ενιωσε παλι τα ματια της να τσουζουν.
''Και με φωναζε Κυβελη...'' προσθεσε με παραπονο.

''Καλα αυτο ισχυει!Εγω σαστισα.'' συμφωνησε η μελαχρινη.
''Νομιζω αξιζω το βραβειο για την χειροτερη τυχη του 2020...αλλα ειναι ακομα Ιανουαριος, ποτέ δεν ξερεις.'' χαριτολογησε πικρα.

Οι δυο φιλες της δεν ξερουν τι να της πουν.
''Τι σκοπευεις να κανεις;''δειλα ρωταει η κολλητη της.
Καυχαζει.
''Τα εκανε ολα ο Ορεστης για εμενα, τελειωσαμε.'' δηλωσε και ανακαθισε για να παρει μια καλυτερη ανασα.Ενιωθε παλι το στηθος της βαρυ και μια δυσπνοια να πλησιαζει.
Η ωρα ηταν λιγο μετα τις 12.

''Θα κοιμηθεις εδω;'' ρωτησε την κοπελα παρατηρωντας μετα απο ωρα οτι ο Βασιλης δεν ηταν διπλα της.
"Αυριο δεν ειχαμε πει οτι θα παμε βιβλιοθηκη να δουμε τα πρακτικα που ηθελες;''της υπενθυμισε και η Κυβελη εγνεψε στην νεα πληροφορια, που ειχε αποβαλλει απο το μυαλο της εντελως.

Χτυπησε αξαφνα το κουδουνι του σπιτιου και κοιταχτηκαν μεταξυ τους με νοημα.
''Περιμενεις τον Γιαννη;''ρωτησε ψιθυριστα η Κυβελη και η Φαιη εγνεψε αρνητικα.Το κουδουνι ακούστηκε πάλι.
''Τοτε;'' η ξανθουλα απλα ανασηκωσε τους ωμους και κοιταξε προς την πορτα λες και θα μπορουσε να δει μεσα της.
Η Ερμιόνη εκνευρισμένη από την αδράνεια των φίλων της σηκώθηκε πάνω για να ανοίξει.
"Περίμενε περίμενε !"φωναξε ψιθυριστά η Κυβέλη.Γυρισε έτοιμη να ακούσει την μεγάλη ιδέα της.

Έμεινε σιωπηλη, αλλά φανερά αγχωμενη για την πιθανότητα να είναι ο Ορέστης. Παράλληλα, από την στιγμή που η ιδέα τρύπωσε στο μυαλό της, η πιθανότητα μη εκπλήρωσης της ολοένα και περισσότερο την πλήγωνε.
"Ελεος" μουρμουρισε η μελαχρινή και κοίταξε από το ματάκι . Της έκανε νόημα με το χερι ότι είναι ο Ορέστης και πριν η Κυβελη καταφερει να αντιδρασει, άνοιξε την πόρτα ίσα ίσα για να φαίνεται η ίδια.

"Ηρεμησες;" Τον ρωτά με υφος και  Κυβέλη αηχα λέει στην Φαίη να πει ψέματα ότι κοιμάται. Η ξανθούλα συντροφεύει την φίλη της στην είσοδο της πόρτας, με εξίσου αυστηρό ύφος.
Η δικηγορινα τεντώθηκε σε μια προσπάθεια να ακούσει κάτι πέρα από τους ψιθύρους. Νιωθει την καρδια της να χτυπαει δυνατα.
Τι να τους λεει;
 Η Ερμιόνη γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε με αβεβαιοτητα, πριν βγει προς τα έξω μαζί με την Φαίη και κλείσουν την πόρτα πίσω τους.

Ευχαριστώ κορίτσια ...πως θα ακούσω τωρα;

Περνάνε δέκα λεπτή πλήρους σιωπής όπου έκανε τα χειρότερα δυνατά σενάρια. Στο μυαλό της όλη η οικογένεια του Ορέστη είχε μάθει τα κατορθώματα της και ο πρύτανης από στιγμή σε στιγμή θα ενέκρινε την διαγραφή της απο τον κατάλογο των φοιτητών,ενω τελος, εξαλλος θα την επαιρνε ο πατερας της τηλεφωνο.

Ακούει το κλειδί να γυρίσει και βλέπει την σκούρα καφέ επιφάνεια να εισέρχεται, μα η Φαίη και η Ερμιόνη δεν ειναι πουθενα. Μόνο ο Ορεστης στεκεται στην εισοδο. Η καρδιά της πονάει στην θέα του. Φοράει ακόμα το κουστούμι του και μοιάζει κουρασμένος, σίγουρα όχι θυμωμένος.
Μοιαζουν να περασαν μερες, μα το τρεμουλο απο την υπερενταση της, της θυμιζει οτι δεν περασαν ουτε δυο ωρες.

"Τι θες εδώ ; " τον ρωτά πιο επιθετικά από ότι σκόπευε.
Δεν της χαμογελάει παιχνιδιαρικα όπως συνήθως.
Κλείνει την πόρτα πίσω του και στέκεται μπροστά από τον  καναπέ που εκείνη ανακαθεται νευρικά.

"Ήρθα να μιλησουμε" της δήλωσε και έτεινε προς το μέρος της ένα σακουλάκι.
Η κοπέλα κοίταξε το χέρι του δίχως να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση να το πάρει.
Οποτε το πετάει απαλα στα πόδια της. Από την μπλε πλαστική σακούλα πέφτει μια πορτοκάλι συσκευασία.
Reese's .

Ασθμαινει βαθιά και νιώθει τον μικρό πόνο στην καρδιά της να επιστρέφει μαζί με ένα τσούξιμο στα μάτια.
Γιατι μου το κανεις αυτο;
 Σηκώνει το βλέμμα της.
"Τι υποτίθεται ότι σημαίνει αυτο;"  ρωτάει κοφτά.
Χαμηλώνει τον κορμό του και γονατίζει μπροστά της ώστε να έχουν ίδιο ύψος. Της χαριζει ενα ειλικρινες, βαθυ και αλησμονητο σοβαρο υφος.
"Συγγνώμη δικηγορινα."

Και με δυο λέξεις ο Ορέστης πάτησε τον διακόπτη που άφησε τα δάκρυα να αρχίσουν εναν μονοπάτι στο πρόσωπο της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και με χέρια που έτρεμαν σκούπισε μερικά.
"Είσαι απαίσιος αν νομίζεις ότι θα σε συγχωρεσω. Είναι ξεκάθαρο ότι δεν γίνεται το μεταξύ μας. Μου μιλησες με απαραδεκτο τροπο" μουρμουριζει κοιτώντας την κουβέρτα που την σκέπαζε.

Τα χέρια του, με τα οποία πριν λίγες ώρες την καθήλωσε σε ένα μουσικό ηδονικο ταξίδι, κράτησε τα δικά της, που ετρεμαν από την ένταση. Το κράτημα του ήταν ζεστό και τρυφερό. Εμεινε να κοίτα τα ενωμένα τους χέρια για λιγο, πριν τα απομακρύνει.
''Δεν με πιστευεις.'' του δηλωνει με πικρια.
''Δεν μου εξηγεις.'' αντιλεγει.

Ανασαινει με ενα τρεμουλο και τον κοιτα επιτελους στα ματια.
''Δεν ειμαι ερωτευμενη μαζι του Ορεστη, μαζι σου ειμαι.''ψιθυριζει, σαν να θελει να μην την ακουσει.
Ο βιολιστης χαλαρωνει κι αλλο τους ωμους  και μαλακωνει το βλεμμα του.
''Τι το τοσο ιδιαιτερο ειχε ο ερωτας του που σε ποναει ακομα και τωρα; Τι κανω λαθος;''

Στην ερωτηση του αναφωνει.
''Τιποτα!''βιαζεται ομως να προσθεσει.
''Τα κανεις ολα σωστα, απλα...'' ξεφυσαει κατεβαζοντας το βλεμμα, ντροπιασμενη για αυτο που επροκειτο να πει στην συνεχεια.
''Ο ερωτας του Σπυρου ηταν..ηταν τοσο εντονος και σαρωτικος που μερικες φορες εμοιαζε με βιβλια που ειχα διαβασει, ηταν τραγικος, αδοξος και ματαιος σε τετοιο βαθμο που ενιωθα οτι ισωςηταν καρμικος.''ψιθυρισε και ετοιμαστηκε να γευτει την οργη του.

Οντως ο Ορεστης εσφιξε τα δοντια και γονατιστος καθως ηταν μπροστα της, την επιασε απο τα χερια και την αναγκασε να τον κοιτα.
''Εσυ ετσι τον θες δηλαδη τον ερωτα σου Κυβελη; Τραγικο και αδοξο;'' Τα ματια της χαθηκαν στα δικα του, σε δυο κοσμους παραλληλους και τροπικους.

''Τον θες εντονο και χειριστικο;Παθιασμενο και κτητικο; Να σε ζηλευω ακατασχετα; Να ανησυχουν οι γονεις σου; Να με βριζουν οι φιλες σου; '' Τα δαχτυλα του σαν χειροπεδες πιεζαν τους καρπους της.Την ταρακουνησε ελαφρα μα αποτελεσματικα σαν να ηταν ψευτικη κουκλα, θελοντας να της μεταδοσει την ενταση του. Σαν να περιμενε μια αντιδραση απο εκεινη, το οτιδηποτε.

''Τον θες τον ερωτα που θα σου δωσω ζωωδη και επιβλητικο; Διχως ορους και περιορισμους; Θες να σε κατακτω παντα και παντου; Να σου την λεω για αυτα που φορας και να απαιτω να αλλαξεις; Να ζηλευω τους φιλους σου και τους αλλους αντρες της ζωης σου;Θες να θυσιαζω τα παντα για σενα χωρις να σκεφτομαι; Να εισαι η αρχη και το τελος μου; Το αλλο μου μισο;''

Τον κοιτα διχως λεξεις, σκεψεις και μαλλον ανασα.
'' Πες μου ομως Κυβελη, απο ολα οσα διαβασες στα βιβλια σου, τον ερωτα σου πως τον θες; Γιατι με κανεις να πιστευω πως εγω μαλλον ολα αυτα δεν μπορω να σου τα δωσω, κυριως γιατι δεν θελω, δεν μ αρεσει ο ερωτας ετσι.''

Η Κυβελη τον κοιταξε αφωνη. Το σωμα της ακαμπτο εγειρε πισω στον καναπε. Το βλεμμα της ηταν γεματο υγρασια και βιωνε εναν πονο πρωτογνωρο, σαν να ειχε σπασει ενα κοκκαλο που δεν ηξερε οτι εχει.Ενα μοναχικο δακρυ κυλησε το μαγουλο της.
''Ορεστη μου...''ο ψιθυρος βγηκε απο τα χειλη της αβιαστα, αιφνιδιαζοντας τον.
Την επιασε απο τους ωμους και την κοιταξε στα ματια.
Μαυρο μεσα στο γαλαζιο και το πρασινο, η τριχρωμια της καταστροφης τους.
Ψιθυρισε κατι που εκεινος δεν ακουσε, μα στο μπερδεμενο του υφος ξεφυσηξε και χαμογελασε αποκαμωμενη. Σαν να επροκειτο να βαλει στα λογια που επροκειτο να του εξομολογηθει ολες της τις δυναμεις.
''Οπως μου τον δινεις τον θελω τον ερωτα. Ζωντανο, εντονο, παιχνιδιαρικο και τρυφερο, να με νευριαζεις, να με αφηνεις αφωνη, συξυλη, εξαλλη!'' γελαει λιγο και νιωθει τα καυτα της δακρυα να ανανεωνονται.Τα αφηνει να σχηματισουν ρυακια στο προσωπο της.Του χαμογελαει.
''Μονο ετσι θελω, μονο μαζι σου.'' 

Ο βιολιστης τα χανει. Αιχμαλωτος απο τα λογια της και κοντρα σε καθετι μεσα του, του ελεγε να κανει πισω, την πλησιασε και την κρατησε απο τους ωμους σταθερα.

''Θα σε φιλησω τωρα.'' της εξηγει, και γερνει ελαφρως προς το μερος της.
Εκεινη, ανακουφισμενη γνεφει βιαστικα 'ναι' και μισανοιγει τα χειλη.
Πρωτα γευεται την κανελα, επειτα τα δακρυα της και τελος τον ερωτα.

Βαθαινει το φιλι τους και αγκιστρωνεται πανω του, μια απαιτηση να μην την αφησει.Ουτε κι ο ιδιος δεν σκοπευει να το κανει γιατι περναει τα χερια του γυρω απο την μεση της και τα κατεβαζει στους μηρους της, προσπαθωντας να μη θυμηθει τις μεγαλες μελανιες και τα κοκκινα σημαδια.

Η καυτη του ανασα πανω στην δικη της αυξανεΙ τους καρδιακους της παλμους.Η κανελα, σαν σκονη απο μπαρουτι, σκορπιζεται μεσα της. Το οινοπνευμα του Δελή εσταζε απο τα χειλη της και αφηνε υγρα αποτυπωματα στο κορμι της.
Εξωτερικα, ηταν γεματη απο τα αποτυπωματα του Σπυρου, στον λαιμο, τον μηρο τα χερια. Ειχε χαραχτει πανω της και ειχε στασει ενα οινοπνευμα που λιγο λιγο την εκαιγε. Παραλληλα, ολο και περισσοτερο γεμιζε απο κανελα.Αρκουσε μονο μια σπιθα, μικρη και αδυναμη, μα θα επαιρνε φωτια, μεσα και εξω.

Ο πρωτος θα σε καψει θελοντας να σε υποταξει, ενω ο δευτερος θα βαλει φωτια στο μεσα σου, θελοντας να σε βγαλει απο το σκοταδι.

Ο Ηρακλης μολις ειχε αντικρισει την Αρετη που γλυκα του χαμογελασε, μα ενιωθε την Κακία να πλησιαζει γεματη απο οσα φοβοταν, αγαπουσε και ηθελε να ξεχασει.



Βλεπω την απορια στο βλεμμα σου, σαν να με κοιτας και να μου λες,

''Τοτε τι φταιει;Γιατι ειμαι εδω;''

Δικιο εχεις.

Κοιτα για λιγο γυρω σου.

Το διαμερισμα 100 τετραγωνικων στο Κολωνακι, δεν ειναι πλεον πιο γνωριμο στα ματια σου;

Αν πιστευεις οτι η ιστορια ληγει εδω θα σου προτεινα να κατσεις λιγο πιο αναπαυτικα.Η ωρα ειναι μονο 11 αλλωστε, η νυχτα τωρα αρχιζει.

Νομιζες πως σε καλεσα γιατι δεν μπορουσα να ξεχωρισω το ηθικο απο ηθικα μεμπτο;

Για αυτο νομιζες οτι δεν ειμαι ευτυχισμενη;

Ηρθες μεσα στην νυχτα και δεν με ρωτησες καν το ονομα μου.
Σου ειπα βεβαια πως ειμαι ερωτευμενη με εναν παντρεμενο.Σου αρκουσε.
Θα μπορουσα να λεγομαι Ελενα, Σοφια ή Κυβελη.
Και οι τρεις το ιδιο δεν εκαναν;
Ποια ηταν ομως αυτη η επιλογη που τις διεκρινε μεταξυ τους; Τι τις διαφοροποιησε στο τελος;

Ολες θα μπορουσαν να σταθουν απεναντι σου, ολες εσφαλαν μα εν τελει επελεξαν. Εκαναν το λαθος να πιστεψουν οτι τα λαθη του παρελθοντος δεν θα τις ακολουθησουν.Και οι τρεις μεσα στο σκοταδι εψαξαν να βρουν το φως τους.

Θα σε αφησω να διαλεξεις ποια ειχε την καλυτερη καταληξη.
Μα πριν μου πεις, ασε με να συνεχισω. Ισως σε βοηθησει να αποφασισεις.

Πρεπει να μαθεις τις πραξεις και τα γεγονοτα που εφεραν αυτες τις τρεις γυναικες αντικρυ σου. 

Οποτε αρχιζω, ως ειθισται, σε χρονο ...Παρατατικο.









Ciao Bellas!!

Τελος πρωτου μερους!
Μεσα σε δυο μηνες και κατι...νιωθω σαν να περασε χρονος!Εγιναν τοσα πολλα!

Πως σας φανηκε το πρωτο μερος;

Το κεφαλαιο;
Με δυσκολεψε αρκετα.

Ο Δελης;

Καλε...θυμωσε ο Ορεστης!
Αργησε αλλά....

Μπαινουμε ηρωικα στο δευτερο μερος!
Τι θα γινει; Δεν εχεις ιδεα αγαπημενη!

Για την Εχιδνα θα μιλησω παλι, οσο για τις απαντησεις σας, θα εξηγησω και θα αναλυσω στο πρωτο μερος του δευτερου!

Παλι τριπλη αφιερωση.
Ειστε πολλες και δεν μπορω, ιδανικα θα εκανα σε ολες σε καθε κεφαλαιο.

Αφιερωμενο λοιπον στην  Μαριαννα μου  Marianna_Ppgrg 
στην Jo ;) daddyneilx 
και στην αγαπημενη μου Νικολ -love_sucks-
Αγαπω πολυ πολυ και στελνω θετικη ενεργεια.

(Νευριασμενη με εξεταστικη που αρχιζει Ιουνιο χωρις βιβλια.
Ε  Λ  Ε  Ο  Σ )



Σας αγαπω παρα πολυ και νιωθω τυχερη που σας εχω!


xxxΜαγδαxxx


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top