κεφάλαιο 6
Κρυσταλλία
Οι μέρες πέρασαν με άνγχος,πίεση, ξαγρυπνία και διάβασμα. Την Αβιγαία δεν την είδα γιατί δεν είχα χρόνο και επίσης αφού δεν κοιμόμουν καλά δεν θα άντεχα ούτε δύο λεπτά όρθια. Στο σχολείο πήγαινα μαζί με την Λάρα σαν πεθαμένες, οπότε που κουράγιο για συζήτηση. Επιτέλους όμως ήταν ωραία, γλυκιά παρασκευή, τέλος το σχολείο για σήμερα, τέλος τα διαγωνίσματα γι'αυτόν το μήνα. 'Ενα βάρος έφυγε, απομένει τώρα η ευχαρίστηση του σαββατοκύριακου.
"Γεια σου Κρυσταλλία, τώρα σχόλασες;" ήταν η μαμά μου
"Ναι, πριν λίγο."
"Φρόντισε να κάτσεις να διαβάσεις και εγώ θα κάνω μια μακαρονάδα." μου τρέχουν τα σάλια, δεν έχω φάει τίποτα από το πρωί
"Ο μπαμπάς;"
"Θα αργήσει σήμερα, έχει να συναντήσει έναν καινούργιο πελάτι."
Ξεφύσηξα, πήγα μέσα στο δωμάτιο διάβασα, βρήκαα κάποιες απαντήσεις κουίζ από ίντερνετ και κατά της τέσσερις το μεσημέρι δείπνησα με την μαμά μου.
"Λοιπόν, τι θα κάνετε με την Λάρα αυτό το σάββατο;"
"Εμμμ..αυτή την εβδομάδα δεν μπορεί, οπότε δεν ξέρω."
"Καλά, με καμία άλλη δεν κάνεις παρέα;"
Τώρα τι να της πω;. "Κάνω παρέα με μια κοπέλα από την διπλανή τάξη."
"Αααα..ωραία, να μας την γνωρίσεις μια μέρα."
'Επρεπε να της πω πως ξέρω την Αβιγαία αλλά όχι όλη την αλήθεια, θα της έλεγα πως είναι μια συνηθισμένη κοπέλα που απλός έτοιχε να βλέπει τις ίδιες σειρές με εμένα και δεθήκαμε κατευθείαν.
"Ναι, φυσικά"
Μετά πήγα στο κρεβάτι μου πήρα τα ακουστικά και το κινητό μου.
{...}
"Σήκω, σήκω" άκουγα μια φωνή να με καλεί και σίγουρα δεν ήταν της μαμάς μου. 'Ηταν η Αβιγαία.
"Καλά τι κάνεις εδώ, πως μπήκες μέσα, τι ώρα είναι;"
"Αρχικά ήρθα να σε ξυπνήσω, μου άνοιξε η μητέρα σου αφού της εξήγησα πια είμαι αλλά ήξερα πως θα έχεις πει κάτι είδη εσύ οπότε ήταν πιο εύκολο και είναι εννία η ώρα το βράδυ."
Τι να κάνω που λατρεύω τον ύπνο των ονείρων. "'Εγινε κάτι και ήρθες εδώ να μου πάρεις τον πανέμορφο ύπνο μου;"
"'Οχι ακόμα" είπε με σατανικό χαμόγελο
"Τι ετοιμάζεις Αβιγαία;" της είπα με καχύποπτο βλέμα
"Καλά δίξε λίγο χαρά." σηκώθηκα από το κρεβάτι και της έδωσα μια αγκαλιά, είχε πλάκα να την πειράζω.
"Λοιπόν, ντύσου, χτενίσου, στολίσου θα βγούμε σήμερα."
Μπορεί να να μην έβλεπα μπροστά μου αλλά ήμουν πολύ χαρούμενη που θα βγω με την Αβιγαία, χρειαζόμουν κάτι για να χαλαρώσω. Πήγα να βγάλω τα γυαλιά μου που προφανώς ξέχασα ότι τα φορούσα.
"Ξέρεις πως είσαι όμορφη με τα γελιά έτσι;"
"Ναι, σχετικά με αυτό τα φοράω μόνο όταν βλέπω κάποιο βίντεο ή όταν βλέπω τηλεώραση και ευτυχώς για μένα με έχουν δει μόνο οι γονείς μου εσύ και Λάρα."
"Δεν πρέπει να ανηαυχείς γι'αυτό και επίσης η Λάρα είναι η κολλητή σου;"
"Ναι, κανονικά θα βγαίναμε αύριο αλλά είναι αρκετά πολυάσχολος άνθρωπος."
'Εβαλα το τσιν μου με τα δύο σκισίματα στα γόνατα, μια ζεστή άσπρη μπλούζα και τα άσπρα all star μου.
Μέσο μιας πύλης μεταφερθήκαμε κατευθείαν στο λούνα παρκ, το τέλειο μέρος για να διασκεδάσει κανείς.
"Ετοιμη να διασκεδάσουμε;"
Την κοίταξα και είπα: "Πανέτοιμη"
Πήγαμε στην ρόδα, στο ταψί, στα συγκρουόμενα και σε ακόμα περισσότερα μέχρι που καθίσαμε για να ξεκουραστούμε και να φάμε ένα καλό γευστικό χοτ ντογκ.
"Ερχομαι" σηκώθηκε από την καρέκλα της
"Ναι" συνέχισα μέχρι που έφτασα στην τελευταία μπουκιά.
"ΜΠΟΥ" πετάχτηκα από την τρομάρα και η τελευταία μπουκιά μου έπεσε. Γύρισα πίσω να δω ποιος ήταν. 'Ηταν Κάμερον. Αποκλείεται να αυτό να ήταν σύμπτωση. Πίσω του στεκόταν ο Πάρης και η Αβιγαία.
"Γεια σου μικρή"
"Ναι γεια και σε εσάς.." είπα με πρόσωπο περιέργιας και πρωφανός έκανα αυτό με τα μάτια γιατί η Αβιγαία άρχισε να κουνάει το χέρι της μπροστά μου.
Πάρης: "Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς εδώ;"
Αβιγαία: Αρχικά ήθελα να την φέρω εδώ για να διασκεδάσουμε αλλά μετά σκέφτηκα πως αν κάτι της ανέβαζε την αδρεναλήνη θα κατάφερνε να εμφανήσει το όπλο της ή ίσως κάτι προσωρινό αλλά δεν είναι τόσο εύκολο.
Κάμερον: "Εμείς πάλι ήρθαμε γιάτι εδώ υπάρχει ένας καταστροφέας."
"Καταστροφέας;"
Αβιγαία: "Ενα λάθος" τώρα άρχισαν τα δύσκολα
"Περίμενε, που είναι;"
Κάμερον: "Μάντεψε"
Αβιγαία: "Το σπιτάκι του τρόμου, είναι το μόνο στο οποίο δεν έχουμε μπει". Το είπε λίγο πιο φωναχτά από ότι έπρεπε γιατί ο κόσμος άρχισε να μας κοιτάζει, ευτυχώς για λίγα λεπτά.
"Τώρα τι γίνετε;"
Πάρης: Θα πάμε να το βρούμε και αφού είστε και εσείς εδώ θα έρθετε μαζί μας."
Το άγχος αναίβενε, δεν υπήρχε απολύτος κανένας άνθρωπος εκεί. Μπήκαμε μέσα στο σκοτάδι και την απόλυτη και αμήχανη ησυχία.
Πάρης: "Πρέπει να χωρηστούμε, δεν πρόκειται να σας αφήσω εσάς τις δύο μαζί ξέρω τι κάνει η μία και μου φτάνει."
Χωρηστήκαμε και ο καθένας ακολούθησε το μονοπάτι του.
"Πολύ ησυχία, αυτό δεν ποτέ καλό."
"Φοβάσε μικρή, δεν πειράζει πρώτη φορά είναι που κάνεις κάτι τέτοιο."
"Να σε ρωτήσω κάτι;"
"Εξαρτάται από το τι θες να ρωτήσεις."
"Πόσα παρατσούλια έχεις δώσει;"
"Ορίστε;"
"Εκείνη την ξανθιά με τα γαλάζια μάτια.." ξαφνηκά σταμάτησε
"Τι ξέρεις γι'αυτήν;"
"Τίποτα"
"Παρατσούκλια έχω δώσει σε δύο." Σε εμένα και στην ξανθόψηρα σίγουρα, αν και περίμενα παρά πάνω άτομα.
"Στην Στάιν και στον Πάρη". Εγώ δεν μετρούσα;
"Την Στάιν την ξέρω από μικρή, όμως ποτέ δεν ταιριάξαμε σαν παρέα, της έδωσα το παρατσούκλι πριγκίπησα γιατί είναι πολυλογού, κοιτάει μόνο την εμφάνηση την δικιά της και των άλλων και νομίζει πως είναι η καλήτερη." Αυτό δεν το περίμενα
"Δηλάδη το δικό μου τι σημαίνει;" τέτοιο άγχος και ανυπομονησία ούτε σε τεστ
"Το δικό σου δεν είναι παρατσούκλι αλλά κάτι γλυκό που σε χαρακτηρίζει οπότε πρέπει να είσαι χαρούμενη μικρή." Τώρα ανακουφήστηκα. Ακούσαμε την φώνή της Αβιγαίας και τρέξαμε κατευθείαν προς το μέρος τους. 'Ενα τεράστιος δαίμονας στεκόταν εκεί, με κέρατα πόδια και χέρια σαν ταύρος. Η καρδιά άρχισε να χτυπάει, ο Κάμερον εμφάνησε δύο τεράστια σπαθιά που έκανα μια καμπύλη και προς το τέλος λύγιζαν, ο Πάρης δύο τέλεια άσπρα πιστόλια και η Αβιγαία δύο αλυσίδες που σίγουρα δεν θα ήθελες να χτυπηθείς από αυτές. Το σκότωσαν μέσα δευτερόλεπτα, δεν είχα δει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο, τα μάτια τους άστραφταν. Τους έβλεπα όμως δεν μπορούσα να βοηθήσω ακόμα κι αν το ήθελα.
DO NOT COPY ^-^
COMMENT, VOTE, FOLLOW = HAPPY
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top