μόνος

Σίγουρα όλοι μας αγαπάμε από καρδιά, ψυχή, πνεύμα. Αγάπη φιλική, αγάπη ερωτική, αγάπη πάντα ξεχωριστή.

Εσύ Valerie πώς αγάπησες;

Έδωσες τα πάντα και όλα σε έναν και μόνο άνθρωπο.

Και τώρα δεν έχει μείνει τίποτα να αγαπήσεις.

Έχεις χάσει τον ίδιο σου τον εαυτό.

Έχεις μείνει μόνη.

Με αηδιάζεις.

Η Valerie ήταν μόλις πέντε ετών όταν συνέβη την πρώτη φορά. Η μητέρα της την είχε παραλάβει με το αυτοκίνητο από τα μαθήματα χορού. Απαίσια ημέρα που ήταν. Οι δύο τους, είχαν ήδη αργήσει για το βραδινό. Ο πατέρας θα ενοχληθεί, θα ενοχληθεί, θα ενοχληθεί. Η μητέρα της οδηγούσε γρήγορα. Είχε περάσει και ένα φανάρι με κόκκινο, αλλά δεν φάνηκε να τη νοιάζει. Η Valerie έβλεπε τους δρόμους να περνούν. Τις λάμπες στα πεζοδρόμια να φωτίζουν τον δρόμο των τυφλών. Και η μητέρα της ακολουθούσε αυτόν τον δρόμο σαν να ήταν τυφλή και ο τελικός στόχος να ήταν η σωτηρία της.

«Θα κάνουμε μισή ώρα το πολύ, Val.» είπε η μητέρα της παρκάροντας έξω από ένα άγνωστο σπίτι. «Περίμενε εδώ και μη βγάλεις άχνα.»

Η μητέρα της βγήκε από το αυτοκίνητο κλειδώνοντας τις πόρτες. Η Valerie την είδε να προχωράει με γρήγορα βήματα, κάθε λίγο και λιγάκι να κοιτάει δεξιά και αριστερά. Της είχε πει πως αν έβλεπε κάποιον να κουλουριαστεί κάτω στο αυτοκίνητο και να μη φαίνεται. Ίσως και η ίδια η μητέρα της δεν ήθελε να φαίνεται.

Η μητέρα της χτύπησε τη κόκκινη πόρτα. Ένας ψηλός άνδρας εμφανίστηκε, έκπληκτος αλλά χαρούμενος με την παρουσία της εκεί. Η πόρτα έκλεισε και η Valerie ήταν μόνη.

Το σπίτι ήταν μικρό αλλά και μεγάλο. Είχε μπεζ τοίχους και μια κόκκινη πόρτα στο κέντρο που μπορούσες να τη ξεχωρίσεις και αργά το βράδυ. Στον κάτω όροφο είχε δύο παράθυρα. Στον πάνω όροφο είχε αλλά δύο, με διαφορετικές κουρτίνες το καθένα. Δύο ξεχωριστά δωμάτια. Η Valerie δεν μπορούσε να δει καλά, αλλά θα ορκιζόταν πως το ένα δωμάτιο είχε μπλε κουρτίνες με κόκκινα αμάξια. Ή ήταν φορτηγάκια; Θα μπορούσε να το ζωγραφίσει. Άραγε θα έκανε τη μητέρα της χαρούμενη;

Μόλις τη σκέφτηκε, τα φώτα του διπλανού δωματίου άναψαν. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες, αλλά μπορούσες να δεις στο περίπου τι γινόταν εκεί μέσα. Η Valerie διέκρινε δύο φιγούρες. Μια ψηλή να κοιτάζει προς το άλλο άτομο, μια μικρή να κοιτάζει ψηλά προς το πρώτο. Έβλεπε την ψηλή φιγούρα να πλησιάζει την μικρή, να την αγκαλιάζει και μετά οι δύο τους να ενώνονται στο απόλυτο ένα.

Η Valerie έμεινε ακίνητη.

Μισή ώρα αργότερα τα φώτα έσβησαν. Μερικά ακόμη λεπτά και η μητέρα της έβγαινε από εκείνη τη κόκκινη πόρτα. Ο άνδρας δεν την είχε ακολουθήσει, αλλά δεν είχε σημασία. Η μητέρα της έκλεισε την πόρτα και έτρεξε προς το αυτοκίνητο. Ξεκλείδωσε, μπήκε, έβαλε μπρος. Σαν να μη συνέβη τίποτα.

«Ο μπαμπάς περιμένει.» της είπε μόλις απομακρύνθηκαν από το σπίτι με τη κόκκινη πόρτα.

Την επόμενη μέρα η δασκάλα στη τάξη τους ζήτησε να ζωγραφίσουν κάτι που τους έκανε εντύπωση μέσα στην εβδομάδα που μόλις πέρασε. Στο τέλος της ώρας, η Valerie είχε ζωγραφίσει ένα σπίτι με μια κόκκινη πόρτα και στο ένα δωμάτιο να φαίνονται μπλε κουρτίνες.

Μερικές ζωγραφιές παραδίπλα, υπήρχε το ίδιο σπίτι. Με υπογραφή, Xander.

Η Valerie κοιτούσε τον Ander που μετρούσε τα λεπτά. Τα τελευταία βήματα της ημέρας είχαν ακουστεί εδώ και αρκετές ώρες. Ήταν πάλι η σειρά της να μείνει ξύπνια και να μετρήσει, αλλά ο Ander δεν την άφηνε ποτέ. Ίσως ήξερε πως μόνο ο ένας από τους δύο τους θα επιβίωνε. Και πόνταρε στη ζωή της κοπέλας που αγάπησε ότι μίσησε εκείνος περισσότερο.

Η Valerie είχε να φάει περισσότερο από όσο θυμόταν. Πεινούσε, διψούσε, και κάποιες φορές ξεχνούσε ότι μπορούσε να τα κάνει αυτά. Το αρχικό σάντουιτς πλέον ήταν λιγότερο από το μισό του αρχικού. Και η Valerie ήξερε πως με τη νέα αυγή, θα μειωνόταν και άλλο. Και την επόμενη και άλλο. Και άλλο.

Ένα τόσο μικρό πράγμα, λιγότερο από την παλάμη του χεριού της. Ένα τέτοιο πράγμα, τους κρατούσε ακόμη στη ζωή. Και καθόριζε το επόμενο βήμα του μέλλοντός τους. Πώς μπορεί κάποιος να σε βασανίζει έτσι; Πώς μπορεί κάποιος να παίζει με το μυαλό σου τόσο άγρια; Γιατί; Γιατί αυτήν; Γιατί τον Ander; Γιατί τώρα;

Κούνησε πάλι τα χέρια της. Κατάφερε να χαλαρώσει τα σχοινιά λίγο περισσότερο. Το χθεσινό βράδυ είχε κάνει μεγάλη πρόοδο και το πρωί όταν ήρθε ο μασκοφόρος, τράβηξε το σχοινί που είχε χαλαρώσει μέσα στις παλάμες τους, και όταν πήγε να το ξανασφίξει ο μασκοφόρος, δεν κατάλαβε τίποτα. Έτσι η Valerie χρησιμοποίησε πάλι τα -πλέον- σπασμένα νύχια της για να λύσει τους κόμπους. Έλα, μπορείς.

Ξέρει τι είχε υποσχεθεί. Εκείνη το είχε προτείνει. Να μη κάνει βήμα, να μη προσπαθήσει να παλέψει για την πείνα της. Να μοιραστούν οι δύο τους αυτο το βασανιστήριο. Αλλά δεν μπορούσε άλλο. Δεν άντεχε άλλο. Δεν το άξιζε αυτό. Δεν το άξιζε κανένας από τους δύο τους. Και αν μπορούσε να ανατρέψει τα πράγματα, θα το έκανε.

Ο Ander συνέχισε να μετράει. Η Valerie πρόσεχε τα κλειστά του μάτια. Ήξερε πως το τελευταίο βράδυ προσπάθησε να λύσει και εκείνος τους κόμπους του. Έβλεπε μικρές κινήσεις στους αγκώνες του. Αλλά κανείς δεν είπε τίποτα στον άλλον.

Μάλλον και οι δύο αθέτησαν την υπόσχεση τους. Μάλλον πλέον ήταν ο ένας για τον έναν, και κανένας για κανένα.

Η Valerie έβλεπε τα κλειστά μάτια του Ander. Και μετά μια έκφραση ευχαρίστησης.

Όχι, όχι,όχι.

Με όση δύναμη είχε μέσα της, τράβηξε τις δύο πλευρές του σχοινιού στα χέρια της. Σχεδόν τα κατάφερε. Τα δάχτυλα της είχαν ματώσει με το να τρίβονται πάνω στο σχοινί. Όμως δεν θα τα παρατούσε.

Όχι τώρα που ο Ander ήταν έτοιμος να φύγει.

Τον κοιτούσε που έκανε πως μετρούσε. Όμως έβλεπε τους αγκώνες του να τρέμουν. Το πρόσωπό του να χαλαρώνει. Τα χείλη του να προδίδουν ένα μικρό χαμόγελο νίκης.

Η Valerie έκανε το μόνο που της είχε απομείνει. Απλώς τράβηξε τα χέρια της δυνατά.

Και αυτό ήταν. Μια πολύ μικρή κίνηση.

Για λίγα δεύτερα δεν είχε καταλάβει τι είχε γίνει. Τα δάχτυλά της είχαν σταματήσει να κουνιούνται, όπως και η ροή της σκέψης της. Ανοιγοκλείνει τα μάτια δύο φορές. Ο Ander είχε σταματήσει να κουνιέται επίσης. Την έβλεπε σιγά σιγά να πέφτει το σχοινί γύρω από τα χέρια της, το λευκό δέρμα της να έρχεται μπροστά, γεμάτο αίμα και γρατσουνιές.

Δεν χρειάστηκε κάτι άλλο. Μόνο μια ανταλλαγή βλεμμάτων.

Ο Ander άρχισε να παλεύει με τα χέρια του. Η καρέκλα και ο ίδιος έπεσε κάτω. Η Valerie έσκυψε μπροστά και άρχισε να τραβάει τα σχοινιά στα πόδια της. Τα νύχια της έψαχναν δρόμους προς τη λύση, έκοβαν και κόβονταν, μέχρι που οι κόμποι γίνονταν πιο χαλαροί και ένιωθε πάλι το αίμα να ρέει μέσα της. Το δεξί πόδι λύθηκε πρώτο. Όταν έφτασε στο αριστερό ο Ander την ξάφνιασε με μια κραυγή. Η Valerie δεν κοίταξε εκεί. Η Valerie συνέχισε να παλεύει. Η ζωή της μπορούσε να συνεχιστεί κανονικά ύστερα από αυτό. Η ζωή της καθορίζονταν από αυτό.

Πώς ένα μικρό κομμάτι ψωμί και τυρί έχει τόσο μεγάλη επιρροή πάνω τους.

Είναι ένα βραβείο.

Ένα κλειδί πριν την πόρτα του τέλους.

Το αριστερό πόδι λύθηκε πιο αργά από το δεξί. Η Valerie όμως τα κατάφερε και έκανε το πρώτο βήμα προς τη νίκη. Και έπεσε.

Κάτω από το τραπέζι, είδε τον Ander να την κοιτάει. Είχε σταματήσει να παλεύει. Είχε χάσει κάθε ελπίδα βλέποντας την Valerie να σηκώνεται από το πάτωμα, αργά, πολύ αργά. Να φτάνει στο τραπέζι και να βλέπει το σάντουιτς.

Όλα αυτά για ένα γαμημένο σάντουιτς.

Πόσο ήταν; Δύο φέτες και μέσα είχε μια φέτα κασέρι. Η Valerie σκέφτηκε πόσες μπουνιές μπορεί να ήταν. Μια; Το πολύ δύο. Το στομάχι της χρειαζόταν παραπάνω από δύο. Φαινόταν τόσο μικρό. Δεν θα καταλάβαινε καν ότι έτρωγε. Το χέρι της πλησίασε το ηλίθιο αυτό πράγμα τρέμοντας. Άγγιξε τη ψίχα. Ένας χτύπος στη καρδιά της.

Το πήρε στα χέρια της και απλώς δάγκωσε.

Δεν ένιωσε τίποτα. Ένιωθε ένα μεγάλο κενό, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Δεν ένιωσε γεύση. Δεν ένιωσε χαρά. Δεν ένιωσε ότι επιτέλους νίκησε και θα μπορούσε να πάρει το γαμημένο βραβείο που υποσχέθηκε ο μασκοφόρος. Δεν ένιωσε την ελευθερία να έρχεται κοντά.

Έπεσε στα πόδια της κρατώντας τη τελευταία μπουκιά. Κοίταξε το δάκρυ στο δεξί μάτι του Ander να κολλάει πάνω στο όμορφο δέρμα του και να πέφτει στο τίποτα. Ο μόνος ήχος που ακούστηκε. Αυτό το δάκρυ. Σαν να έχασε.

Η Valerie τον πλησίασε. Δεν μπορούσε να τον λύσει, φοβόταν τι θα γινόταν αργότερα. Δεν είχαν πολλή ώρα, ο Ander είχε ήδη μετρήσει έξι ώρες. Σε λίγο θα επέστρεφε ο μασκοφόρος. Θα ερχόταν και θα την έβρισκε λυμένη. Το κλειδί για τη σωτηρία εξαφανισμένο. Ο μασκοφόρος θα την έπαιρνε και θα την πήγαινε ένα βήμα πιο κοντά στο τέλος.

Όμως εκεί που δεν ένιωθε τίποτα, ένα φως μέσα της άρχισε πάλι να λάμπει.

Με δάχτυλα ματωμένα και το αίμα να έχει αγγίξει τη τελευταία μπουκιά, τα δάχτυλά της προχώρησαν προς το στόμα του Ander. Κούνησε το κεφάλι του αλλά η Valerie δεν είχε δύναμη για άλλα λόγια. Απλώς του το πρόσφερε. Εκείνος άνοιξε το στόμα και ένιωσε το βάλσαμο να μπαίνει στα σωθικά του. Έκλεισε τα μάτια του. Και άλλα δάκρυα έπεσαν. Γιατί και εκείνος κατάλαβε πως όλο αυτό ήταν για το τίποτα.

Η Valerie στήριξε τα χέρια της στα λυγισμένα πόδια της. Κοίταξε τον Ander με ένα χαμόγελο. Και μέτρησε τα λεπτά.

Πέντε. Σκέφτηκε και της χαμογέλασε ο Ander.

Τέσσερα. Και χαμογέλασε καθώς ένιωθε ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της.

Τρία. Και η καρδιά της πονούσε που έβλεπε τον Ander, τη μόνη σανίδα σωτηρίας, να χάνει κάθε ελπίδα.

Δύο. Και η καρδιά της έσπασε σε χίλια κομμάτια γιατί κατάλαβε πως ακόμη και αν νίκησε, τώρα θα πέθαινε.

Ένα. Και κοίταξε μπροστά. Η πόρτα άνοιξε και ο μασκοφόρος μπήκε μέσα.

Η μάσκα με το πρόσωπο του Xander, κοίταξε τους δύο τους με ένα χαμόγελο.

Η Valerie εξαφανίστηκε. Και ο Ander έμεινε μόνος.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top