βροχερός
Ο Ander θυμάται την Valerie να τον συναντά πίσω από τις σχολικές κερκίδες, λες και δεν πέρασε μια μέρα. Ίσως επειδή ήταν η τελευταία μέρα πριν τη καταστροφή.
Έβρεχε καθώς έκλαιγαν οι άγγελοι. Ο Ander την περίμενε κάτω από τις κερκίδες εδώ και δέκα λεπτά. Εκείνη είχε βάλει το τζιν μπουφάν της πάνω από το κεφάλι της σε μια προσπάθεια προστασίας από τη βροχή. Τα καστανά μαλλιά της έπεφταν βρεγμένα πάνω από το ανοιξιάτικο κίτρινο φόρεμά της. Δεν την πείραζε ποτέ η βροχή. Και φαινόταν στο γέλιο της και στο λαμπερό χαμόγελό της.
«Ander.» είπε ανασαίνοντας βαριά. «Ελπιζω να μη με περίμενες καιρό.»
Ο Ander κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι.»
Ήταν σαν το φως και το σκοτάδι. Η Valerie η χαρά της ζωής, ο Ander τους τελευταίους μήνες έμενε στις σκιές και δεν μιλούσε με κανέναν. Δεν τον πείραζε η σιωπή. Και αφού εκείνη ήταν χαρούμενη, δεν είχε κανένα πρόβλημα.
Η Valerie κρέμασε το τζιν πανωφόρι της σε κάτι μεγάλα καρδιά στο πλάι της κερκίδας. Ο Ander είχε ήδη κρεμάσει εκεί τη δική του ζακέτα.
«Όλα καλά;» την ρώτησε. Η Valerie έριξε το χαμόγελό της και δάγκωσε τα χείλη της. Τόσο απότομη αυτή η αλλαγή. «Valerie;»
Την είδε να καταπίνει τη μία σκέψη μετά την άλλη μέχρι να καταλήξει σε αυτή που την έκανε περισσότερο χαρούμενη. «Γιατί σταματήσατε να μιλάτε;»
«Τι έκανε;»
Η ερώτηση του βγήκε τόσο φυσική, σαν να ήταν το μόνο που σκεφτόταν όλους αυτούς τους μήνες. Τι έκανε με τη Valerie; Ξεσπούσε πάνω της όπως και στην Astrid; Πώς τη μεταχειριζόταν; Η Valerie κάθε μέρα στο σχολείο φαινόταν καλά. Φαινόταν χαρούμενη, ήταν χαμογελαστή. Μιλούσε σε όλους, με όμορφα λόγια, με αγάπη και λατρεία.
Τα πιο αγαπητά λόγια βέβαια γράφτηκαν από τους πιο καταραμένους ποιητές.
Η Valerie δάγκωσε το εσωτερικό από το μάγουλό της. «Δεν έκανε κάτι, αλλά...Μπορείς σε παρακαλώ να μου απαντήσεις;»
«Σε χτύπησε;» έβαλε το χέρι του στο μαγουλό της για να την κοιτάει καλύτερα. «Πες μου Val.»
Η Valerie ανοιγόκλεισε τα μάτια της πολλές φορές. Το γαλανό εκεί μέσα είχε σκουρίνει, μπλέχτηκε με το κόκκινο όταν άρχισε να κλαίει. «Δεν τον μπορώ άλλο! Θέλει να ξέρει πού είμαι, με ποιον είμαι, κάθε λεπτό της ημέρας. Δεν θέλει να φοράω τζιν και φορέματα. Λέει πως προκαλεί τα άλλα αγόρια, πως με κοιτάνε και δεν σκέφτονται πριν πράξουν. Ander νιώθω σαν φυλακισμένη. Θελω-θελω...»
Δεν άντεξε την αγκάλιασε. Μύριζε γιασεμί, μύριζε καλοκαίρι, σαν εκείνο το βράδυ από το πρώτο τους ραντεβού. Έκλαιγε όπως έκλαιγε η Astrid, ένιωθε τα δάκρυά της να τον σκοτώνουν αργά αργά. Η ψυχή του και το μυαλό του είχαν μουδιάσει. Η Valerie σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε σοβαρά. Σχεδόν σκληρά.
«Πήραν τις προάλλες τον θείο σου από το μπαρ που πίνει. Η αστυνομία τον έβαλε στο κρατητήριο εκείνο το βράδυ θυμάσαι;» τον ρώτησε σιγανά.
Κούνησε θετικά το κεφάλι του.
«Ήμουν εκεί με τον Xander όταν τον έφεραν. Θα πηγαίναμε για βραδινό με τους γονείς του. Ο θείος σου είδε τον κύριο James και τον Xander και άρχισε να φέρεται σαν ζώο.» ήταν έτοιμη να ξεσπάσει πάλι. «Φωναζε "Τη σκοτώσατε εσείς οι δύο. Την βιάσατε και τη σκοτώσατε!". Ο κύριος James δεν έκανε τίποτα. Όταν κοίταξα τον Xander γελούσε σαν να είπε κάποιο αστείο ο Θείος σου. Θεέ μου, Ander, είναι αλήθεια;»
Έκλεισε τα μάτια του μόνο για ένα δεύτερο. Ήταν αρκετό για απάντηση.
Όταν τελείωσε να της λέει τα πάντα, η Valerie είχε στερέψει από δάκρυα. Δεν είχε κάτι άλλο για να κλάψει. Και μετά του είπε κάτι που τον έκανε να δακρύσει.
«Πήγε να με χτυπήσει εκείνο το βράδυ. Ήθελε να...ξέρεις. Αλλά εγώ δεν ήθελα. Και πήγε να με χτυπήσει.»
«Θέλω να φύγουμε.» της είπε χαμηλόφωνα. «Θέλω να φύγουμε μαζί.»
Η Valerie σήκωσε το χέρι της στο μάγουλό του. Τα δάχτυλα της ακουμπούσαν προσεκτικά στο δέρμα του, θα έσπαγε με το παραμικρό άγγιγμα. «Νομιζα πως τον αγαπούσα. Αλλά είμαι ακόμη ερωτευμένη με το αγόρι με σήκωσε στα αστέρια.»
(Α/Ν γιατί το σκεφτόμουν δέκα λεπτά και δεν μπορούσα να το κρατήσω μέσα μου, XANDER WHO?)
Το επόμενο απόγευμα, η Valerie συναντήθηκε με τον Xander κοντά σε ένα από τα πάρκα του Πανεπιστημίου. Ήταν αρκετά κοντά με το σχολείο τους και ήταν από τα λίγα μέρη που δεν είχε κόσμο να τους πάρει μάτι.. Του είπε ότι δεν μπορούσαν να ήταν άλλο μαζί. Του είπε ότι ήξερε τι είχε κάνει. Του είπε ότι δεν άντεχε άλλο, ότι ένιωθε μόνη. Του είπε ότι ήταν ερωτευμένη. Αλλά όχι με αυτόν. Όχι, η εικόνα της αγάπης της για τον Xander έφυγε τόσο γρήγορα όπως ακριβώς και εμφανίστηκε.
Ο Xander τη χαστούκισε. Ο Ander μπήκε ανάμεσά τους. Και τον χτύπησε στο πρόσωπο, ξανά και ξανά, βγάζοντας από μέσα του όλα όσα ένιωθε. Όλες τις ενοχές για τον θάνατο της αδελφής του, όλο το μίσος, όλο τον θυμό. Η Valerie τον τράβηξε μακριά μετά από το τέταρτο χτύπημα. Ο Xander γελούσε ακόμη και όταν το αίμα έτρεχε από παντού.
«Θα πεθάνετε.» τους ψιθύρισε καθώς έφευγαν μακριά.
Λίγες ώρες αργότερα ανακοινώθηκε ο θάνατος του. Ο Ander και η Valerie δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τον σκότωσαν, ήταν ένα ψέμα, ήταν αδύνατο. Και όμως, η κηδεία έγινε μόλις την επόμενη μέρα, με κλειστό φέρετρο γιατί η μητέρα του έκλαιγε για το παραμορφωμένο νεκρό παιδί της. Την επόμενη μέρα, ο Ander θα συναντούσε την Valerie στο ίδιο μέρος, θα έφευγαν μακριά. Ο θείος Bill χαμογέλασε όταν του το είπε. «Να προσέχετε.».
Και ήταν προσεχτικοί, αλλά μάλλον δεν ήταν αρκετό. Γιατί είδε έναν μασκοφόρο άνδρα να σέρνει την Valerie μακριά. Και μετά κάποιος τον χτύπησε και τα φώτα έσβησαν.
Όταν άνοιξε τα μάτια του ήταν δεμένος σε αυτή τη κωλοκαρεκλα και η Valerie ήταν ακόμη αναίσθητη.
Τώρα, κρατημένοι από εκείνη τη βροχερή και όμορφη νύχτα, η Valerie και ο Ander έκαναν το μόνο που τους έμεινε. Ομολόγησαν.
«Εγώ τον σκότωσα.» είπαν ταυτόχρονα.
Η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως και ο μασκοφόρος μπήκε με θυμό μέσα. Χτύπησε τον Ander στο πρόσωπο και έβγαλε τη μάσκα του.
«Επιτέλους.» είπε και γέλασε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top