αγαπητός (lovely) | τελευταίο
Η Valerie δεν έκατσε να σκεφτεί για πάνω από ένα λεπτό. Είχε δίκιο στα πάντα. Και έπραξε με βάση το σχέδιο. Δεν έκατσε να περιμένει να νιώσει λύπη, θυμό, οργή. Απλώς έπραξε όπως έπρεπε.
Ο Xander χτυπούσε τον Ander. Ο Ander είχε λύσει προηγουμένως τα σχοινιά και άρπαξε τη ευκαιρία να επιτεθεί. Η Valerie, ελεύθερη επίσης, έτρεξε. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια και βρήκε τη γυναίκα που σχεδόν μισούσε, να την κοιτάει με δακρυσμένα μάτια.
«Ο Xander;» την ρώτησε μέσα στα αναφιλητά.
«Πρέπει να φύγουμε. Τώρα.» της είπε η Valerie.
Η γυναίκα αντιστάθηκε. «Όχι, το παιδί μου!»
Με το άκουσμα της φωνής της, ο Xander εμφανίστηκε στην πόρτα του υπόγειου. Ήταν όπως ακριβώς πριν μια εβδομάδα. Οι πληγές του μόλις είχαν αρχίσει να επουλώνονται, νέες πληγές άρχισαν να φαίνονται, αλλά το χαμόγελο ήταν το ίδιο. Έπρεπε να το είχε καταλάβει από την αρχή πως κάτι πάει λάθος. Έπρεπε να ήξερε νωρίτερα.
Η Valerie κατάλαβε πως ο Ander πλέον δεν ήταν στόχος. Η μητέρα του Xander πήγε προς το μέρος του κατεβαίνοντας τα σκαλοπάτια. Πλύση εγκεφάλου λοιπόν. Ο Xander όμως την προσπέρασε, αργά και σταθερά έφτανε στην Valerie. Και τότε έκανε αυτό που συμφώνησαν με τον Ander. Ό,τι και να γίνει, τρέξε. Σκέψου μόνο τον εαυτό σου.
Και έτρεξε.
Πέρασε μέσα από το δωμάτιο με τη τηλεόραση. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Τα βήματα του Xander ακούγονταν να την ακολουθούν αργά σαν να κυνηγάει την λεία του στρατηγικά. Η Valerie χτύπησε τρεις φορές με τον αγκώνα της το τζάμι του παραθύρου, μέχρι που έσπασε. Ένιωσε σχεδόν αμέσως τον πόνο και είδε το αίμα να σχηματίζει μικρές λιμνούλες. Με το πόδι της έσπασε και άλλο το τζάμι. Μόλις πέρασε και βγήκε έξω, ο Xander ήταν σχεδόν δύο βήματα πίσω της, η μητέρα του να τον τραβάει κοντά της. Να του λέει να μη φύγει.
Η Valerie έκλεισε για ένα δεύτερο τα μάτια της, για να συνηθίσει το φως του ήλιου. Άραγε τι ώρα ήταν τώρα; Δεν είχε σημασία. Άρχισε να τρέχει προς εκεί που ήξερε ότι ήταν η πόλη. Είχε βεβαιωθεί για το μέρος στο οποίο βρίσκονταν πέντε μέτρα αργότερα, όταν αναγνώρισε το δρομάκι που οδηγούσε στο δασάκι της πόλης.
Πέρασε τις σιδηροδρομικές γραμμές με τον Xanderνα την ακολουθεί. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε με τα πόδια της να είναι μουδιασμένα και αδύναμα αλλά έβαλε δύναμη και τα κατάφερε. Μπήκε στο δρομάκι μέσα στο δασάκι και κοίταξε για μια στιγμή πίσω της. Αίμα έτρεχε από το στόμα του Xander και την ακολουθούσε με γρήγορα βήματα. Η Valerie έστριψε δεξιά και βγήκε από το δρομάκι, ακολουθώντας τον δικό της δρόμο που είχε μάθει μικρή. Δεξιά στον μεγάλο βράχο με τις ζωγραφιές του τραίνου και μετά βγαίνεις στο ξέφωτο. Από εκεί ακολουθείς το ρυάκι και λίγο αργότερα βλέπεις το κτήριο του Πανεπιστημίου. Μπορούσε να το κάνει, αν έφτανε στο ξέφωτο, ήταν τελειωμένο παιχνίδι.
Ένιωσε έναν πόνο στο κεφάλι, και της πήρε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να νιώσει το έδαφος. Ο Xander την χτύπησε στο στομάχι, εκείνη του τράβηξε το πόδι τη τρίτη φορά, ρίχνοντάς τον κάτω. Τον είδε να χτυπάει πάνω στον πεσμένο κορμό και να κλείνει τα μάτια του.
Η Valerie σηκώθηκε με τη τέταρτη προσπάθεια. Τα γόνατα της πονούσαν, αλλά δεν έδωσε σημασία στον πόνο. Όταν έπεσε, η πληγή στον αγκώνα της γέμισε χώματα και μικρά φυλλαράκια, αλλά δεν έδωσε σημασία ούτε σε αυτό. Αυτό στο οποίο έδωσε σημασία, ήταν τα μερικά μέτρα που την χώριζαν από την λύτρωση. Με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης, σηκώθηκε με θάρρος και έτρεξε προς το ξέφωτο. Ο ήλιος έπεφτε μέσα από τα δέντρα. Δεν είχε πολύ χρόνο όμως για να απολαύσει αυτού του είδους ελευθερία. Προσπάθησε να ακούσει το ρυάκι. Ήταν λίγο προς τα δεξιά ...ή μήπως από την άλλη μεριά; Άνοιξε τα μάτια της και Πρε μια απόφαση.
Δεν πρόλαβε να την πραγματοποιήσει.
Αυτή τη φορά δεν κατάφερε να τον διώξει το ίδιο εύκολα από πάνω της. Ο Xander την τράβηξε από τα πόδια και έβαλε όλο το βάρος του πάνω της. Με το ένα χέρι κρατούσε τους καρπούς της, που όσο και αν κουνούσε δεν μπορούσαν να ελευθερωθούν. Με το άλλο προσπαθούσε να βάλει το πρόσωπό της να τον κοιτάξει. Να δει την πίκρα.
«Και πού θα πας; Θα τρέξεις στην αστυνομία;» τη ρώτησε με τη βαριά φωνή του. «Ποιος θα σε πιστέψει;»
Η Valerie δεν μίλησε. Προσπάθησε να τον χτύπησε με το γόνατο αλλά τα πόδια του την κρατούσαν κάτω.
«Όλοι πιστεύουν πως ο Ander σε πήρε. Εγώ είμαι νεκρός εξάλλου. Ποιος θα πιστέψει την αλήθεια, Valerie;»
Δάγκωσε το χέρι του και εκείνος έβγαλε μια μικρή κραυγή. Δεν άγγιζε πλέον το πρόσωπό της και αυτό την έκανε να νιώσει καλύτερα, έστω και λίγο. «Γιατί το έκανες όλο αυτό Xander; Γιατί;»
Εκείνος άφησε τους καρπούς της ελεύθερους. Παραλίγο να τον χτυπήσει, όταν τα δύο χέρια του άρχισαν να κλείνουν τον λαιμό της. Όχι, όχι, όχι. Ήταν τόσο κοντά στην πόλη, τόσο κοντά στην ελευθερία.
«Γιατί με άφησες. Γιατί έφυγες μακριά μου. Γιατί με προδώσεις Astrid!» φώναξε.
Δεν είμαι η Astrid.
Η Valerie δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Πάλευε για μια πνοή, αλλά τίποτα δεν έρχονταν. Έβλεπε τα μάτια του Xander να σκουραίνουν. Έβλεπε κάτι μέσα του να ξυπνάει. Έτσι έκανε και στην Astrid; Αυτό ήθελε από εκείνη; Να ξαναγίνει η Astrid; Να ζωντανέψει εκείνο το βράδυ; Και τότε η Valerie κατάλαβε. Κατάλαβε πως μόνο έτσι εκφραζόταν ο Xander. Μόνο αυτό ένιωθε. Είδε την γλύκα του να παίρνει την ψυχή από μέσα της και ήθελε και άλλο. Ήθελε η Valerie να είναι η νέα Astrid.
Τα μάτια της έκλειναν. Έτσι θα έφευγε από τη ζωή; Αυτό θα ήταν το τέλος της; Και όταν πέθαινε, ο Xander θα έβρισκε νέα Astrid; Ένα άλλο κορίτσι για να ζωντανέψει τις φαντασιώσεις του;
Τα επόμενα γεγονότα έγιναν πολύ γρήγορα. Ένας πυροβολισμός, μια κραυγή και βήματα να τρέχουν μακριά.
Η Valerie πήρε την πρώτη της ανάσα. Ύστερα ένιωσε όλο το βάρος του Xander να πέφτει πάνω της. Πέθανε; Είναι νεκρός; Με χέρια που έτρεμαν, τον έσπρωξε από πάνω της και εκείνος έπεσε με δύναμη στο έδαφος δίπλα της. Η Valerie τον κοίταξε, αιμορραγούσε από το πόδι του. Ήταν όμως αναίσθητος.
Το χέρι του Ander είχε αφήσει το όπλο να πέσει στο έδαφος. Η Valerie παράτησε την εικόνα του Xander και έτρεξε κοντά σε αυτόν που όντως πέθαινε. Ο Amder είχε μια μεγάλη πληγή, σχεδόν πάνω από τη καρδιά του. Μήπως ήταν πάνω στη καρδιά του; Η Valerie δεν ήξερε, έτρεξε και τον έπιασε τη στιγμή που έπεφτε στα γόνατα. Η μητέρα του Xander έτρεχε μακριά, ένα ματωμένο μαχαίρι στα χέρια της. Ο Ander έπεσε στην αγκαλιά της Valerie και την κοιτούσε χαμογελώντας.
«Ποιος να περίμενε ότι θα έβρισκα ένα τέτοιο σε εκείνο το μέρος.» είπε ανασαίνοντας βαριά. Το όπλο ήταν μερικά εκατοστά μακριά, την κοιτούσε απειλητικά.
«Θέλω να αντέξεις. Πρέπει να πάω να τη βρω-»
Ο Ander σήκωσε το χέρι του στα χείλη της. «Όχι, άσε την να τρέξει. Βρήκε την ελευθερία της τώρα.»
Δάκρυα άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της. «Ander, εγω- σε παρακαλώ, άντεξε. Θα πάω να τρέξω στο νοσοκομείο. Θα προλάβω!»
«Δεν θα προλαβεις-» έκλεισε τα μάτια του για ένα δεύτερο. «Ασε με να σε κοιτάξω Valerie. Να θυμάμαι εκείνη την όμορφη, βροχερή-»
«-νύχτα.» συμπλήρωσε η Valerie. «Σε παρακαλώ, μη με αφήνεις.»
Ένα δάκρυ ταξίδεψε από το μάγουλό της, στο πιγούνι της. Έπεσε με χάρη μέσα από το μικρό κενό που τους χώριζε και πάνω στα κλειστά του μάτια.
Δεν άνοιξαν ξανά.
Έμεινε με ένα όμορφο χαμόγελο. Η Valerie τον φίλησε με δάκρυα. Εκείνος μουρμούρισε κάτι, τόσο σιγανά, μόνο εκείνη για να ακούσει, το δικό τους μυστικό.
«Στα όνειρα αγαπητή μου. Στα όνειρα.»
Είχε βραδιάσει όταν τελείωσε. Το σώμα του Ander είχε χάσει τη ζέστη του, ο ήχος της καρδιάς του έπαψε να ακούγεται, όμως έμοιαζε γαλήνιος. Τώρα βρισκόταν κάτω από το χώμα, στη μέση του ξέφωτου, εκεί όπου ο ήλιος πέφτει κάθε ημέρα, εκεί που η βροχή θα τον καλύπτει κάθε βράδυ. Η Valerie φίλησε το χώμα και έσκισε ένα μικρό κομμάτι από την μπλούζα της. Άφησε τη γωνία να βγαίνει από το έδαφος. Να της δείχνει τον δρόμο, αλλά να τον προσπερνούν οι άλλοι.
«Σήκω.» είπε στον αναίσθητο. «Ξέρω πως είσαι ξύπνιος.»
Ο Xander άνοιξε αργά τα μάτια του. «Χρειάζομαι νοσοκομείο.»
«Είπα σήκω γαμώτο!»
Είχε δίκιο όταν είπε πως κανείς δεν θα την πίστευε. Ο Xander θεωρούνταν νεκρός. Όλοι είχαν πάει στην κηδεία. Όλοι είχαν είδαν τη μητέρα του να κλαίει. Όμως πλέον δεν είχε τίποτε άλλο να χάσει, και θα το ρισκάρει.
Ο Xander έκανε μια τελευταία προσπάθεια να της επιτεθεί όταν του γύρισε πλάτη, αλλά έπεσε στα γόνατα από τον πόνο. Το πόδι του είχε σταματήσει να αιμορραγεί. Αλλά και πάλι, τον πονούσε αρκετά.
Η Valerie τον πήρε από την άκρη της μπλούζας του. Αν χρειαζόταν να τον σύρει, θα τον έσερνε.
Πέρασαν το πλάι από το ρυάκι, με οδηγό τις λάμπες του δρόμου λίγα μέτρα αργότερα. Ο Xander πάλευε να την ακολουθήσει, στα γόνατα, στα χέρια. Κάποιες φορές τραβιόταν μακριά της, αλλά η Valerie δεν θα δεχόταν έτσι εύκολα την ήττα.
Όταν βρήκαν στο δρόμο, μπροστά της βρισκόταν το πρώτο κτήριο του μικρού τους Πανεπιστημίου. Από εκεί είδε δύο επιλογές. Στα πέντε λεπτά ήταν το νοσοκομείο. Μπορούσε να τον πάει εκεί, να του δώσουν βοήθεια. Όμως στα δέκα λεπτά από την άλλη πλευρά ήταν το μέρος που ήθελε να πάει. Θα έπρεπε να περάσει από το κέντρο της πόλης. Άραγε είναι αρκετά νωρίς το βράδυ, όλοι θα είναι έξω; Ή θα έχει σιωπή και μόνο δύο τρεις θα την βλέπουν από κλειστά παράθυρα;
Ο Xander την άρπαξε από τη γάμπα, προσπαθώντας να την ρίξει. Τον χτύπησε στο σαγόνι με το ίδιο πόδι. Έκλεισε τα μάτια του και σώπασε.
Προχώρησε με σταθερά βήματα, το κεφάλι ψηλά, το κορμί της ίσιο, το βλέμμα της να κοιτά μόνο προς τον στόχο της. Περνούσαν μαγαζιά που ήταν κλειστά εδώ και ώρες. Στους δύο περαστικούς που τους κοιτούσαν ακίνητοι, ο Xander φώναξε βοήθεια με ψεύτικο κλάμα. Κάνεις δεν τον βοήθησε. Στα παράθυρα τους κοιτούσαν όλοι πίσω από τις ανοιχτές κουρτίνες. Είναι αυτή η Valerie Grand; Και αυτός...όχι, δεν μπορεί. Ο Xander James; Αυτός είναι νεκρός!
Η Valerie τον έσερνε, με το χέρι της να τρέμει από την κούραση και τον πόνο. Προχωρούσε όμως μπροστά και δεν σταματούσε να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν. Περπατούσε στον άδειο δρόμο, στη μέση, εκεί που θα μπορούσε να την πατήσει ο οποιοσδήποτε. Αλλά κανένας δεν υπήρχε για να τη σταματήσει. Και κανένας δεν τόλμησε.
Ανέβηκαν τα λευκά σκαλοπάτια, ο Xander παλεύοντας στα γόνατά του, η πληγή του είχε ανοίξει και πάλι, αφήνοντας πίσω ένα μικρό ποτάμι αίμα. Η Valerie έσυρε την γυάλινη πόρτα, πέρασε τη γραμματεία, όπου οι δύο αστυνομικοί σήκωσαν τα τηλέφωνα αμέσως μόλις την είδαν. Πέρασε στα κρατητήρια μπροστά. Ο Θείος Bill ήταν εκεί και τη κοιτούσε με ανοιχτό στόμα.
«Ο-ο Ander;» την ρώτησε.
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
Ο Felix James άνοιξε με δύναμη τις πόρτες. «Τι στο διάολο!»
«Πατέρα, σώσε με!» αναφώνησε ο Xander.
Η Valerie τον άφησε να πέσει κάτω. Χτύπησε άλλη μια φορά το σαγόνι του, ακούστηκε κάτι να σπάει. Η Valerie κοιτούσε τον άνδρα του αγοριού που νόμιζε ότι αγάπησε, τον άνδρα που συγκάλυψε έναν βιασμό που πραγματοποίησε το ίδιο αγόρι, τον άνδρα που πηδούσε τη μάνα της εδώ και χρόνια. Τώρα μπροστά της δεν φαινόταν τόσο άνδρας. Φαινόταν ένα παιδάκι, που δεν ήξερε τι να κάνει.
«Νυστάζω.» είπε χαμηλόφωνα. Πονάω.
Ο Felix James κοιτούσε τον γιο του με μίσος και οργή. Ύστερα ανέβασε το βλέμμα του στην Valerie.
Μια ώρα αργότερα, και αφού είχε πει τα πάντα στους αστυνομικούς, η Valerie ξάπλωνε σε έναν καναπέ σε κάποιο άδειο γραφείο. Οι αστυνομικοί δεν πίστευαν στα αυτιά τους. Την επόμενη μέρα θα έρχονταν αξιωματικοί του κράτους, για να διατηρηθεί η αξιοπιστία της αστυνομίας και ο Felix James θα έβγαινε στη σύνταξη. Η μητέρα της Valerie θα την πήγαινε εκεί που ήταν ο Ander. Θα φύτευαν κάποιο λουλούδι, κάτι αθώο και όμορφο.
Η μητέρα της κρατούσε το χέρι όταν επιτέλους έκλεισε τα μάτια της νυσταγμένη. Ούτε ένα λεπτό αργότερα, το μυαλό της άρχισε να μετράει, από συνήθεια. Ένα, δύο, τρία...
_____________________________
Α/Ν ΔΙ ΕΝΤ.
Σας ευχαριστώ πολύ που με ακολουθήσατε και σε αυτή την ιστορία. Τα αισθήματα είναι ανάμεικτα τώρα στο τέλος, πάντα με πιάνουν τα ψυχολογικά μου. Ελπίζω να σας άρεσε πολύ. Ξέρω πως δεν ήταν αυτό που περιμένατε, ή ίσως και αυτό που θέλατε. Αλλά ελπίζω τουλάχιστον όταν κάποιος σας σπρώχνει κάτω, εσείς να σηκώνεστε και να τον σέρνετε στη μέση του δρόμου.
Σύντομα (ελπίζω) θα έρθει μια νέα ιστορία. Θα έχει καλύτερο mood, πιο χαρούμενο μην ανησυχείτε.
Τα λέμε, και ελπίζω να #μενετεμεσα
DL
___________________________
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top