αβοήθητος

Νέα από τον έξω κόσμο για τους φίλους που έχασα και έχω.

Κανείς δε σας ψάχνει. Είστε αβοήθητοι.

Ander, ο θείος σου, αυτός που μεγάλωσε εσένα και τη μικρή αδελφή σου όταν πέθαναν οι γονείς σου, τις τελευταίες τρεις μέρες βρίσκεται στο μπαρ που συχνάζει και πίνει τα χρέη του.

Valerie, αγαπημένη μου Valerie, η μητέρα σου πηδάει τον πατέρα του Xander, όπως κάθε άλλη Τρίτη. Για να τον βοηθήσει να ξεχάσει τον γιο του; Για να τη βοηθήσει να ξεχάσει εσένα; Λυπάμαι πολύ αγαπημένη, αλλά κανείς δε νοιάζεται.

Ελπίζω να είχατε ένα όμορφο βράδυ. Εγώ είχα. Έφαγα ένα πλούσιο βραδινό, με το πιο ζουμερό μοσχαράκι της Minesota. Θυμάστε τι γεύση έχει το μοσχαράκι; Φαντάζομαι πως ναι. Ήπια κιόλας αρκετό νερό. Θυμάστε τη γεύση του; Τη δροσερή γαλήνη που έρεε μέσα στο σώμα σας και έκανε ξαφνικά τα πάντα καλύτερα; Ελπίζω πως ναι.

Valerie, έχεις αρχίσει να χλωμιάζεις αγαπημένη κόρη του Χειμώνα. Γιατί δεν παλέψες ακόμα;

Ander, μην αγχώνεσαι. Ο θάνατός σου θα είναι αργός και υπέροχος. Στην όμορφη άβυσσο του τίποτα, θα βρεις πως η μοναξιά σου στην άλλη ζωή θα είναι υπέροχη. Θα αξίζει αυτό που παθαίνεις τώρα, σωστά;

Οι ώρες περνούν αγαπημένα μου φιλαράκια. Οι ώρες περνούν και δεν με έχετε βρει ακόμα. Άραγε, πόσος χρόνος ακόμη σας απομένει; Πόσο ακόμη θα περιμένεις Valerie για να αρπάξεις και να καταβροχθίσεις το βάλσαμο μπροστά του; Ander, ακόμη ονειρεύεσαι την ελευθερία; Όχι για πολύ.

Κάνεις δεν σας ψάχνει. Είστε μόνοι. Αβοήθητοι.

Ο Ander έκλεισε τα μάτια του. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει τον πόνο της Valerie. Έχαναν ελπίδες με την ώρα. Ήταν αβοήθητοι. Κανένας δεν θα τους έβρισκε ποτέ. Θα πέθαιναν εδώ, μόνοι, και κανένας δεν θα το μάθαινε.

Όταν άνοιξε τα μάτια του, ήταν πάλι οχτώ χρονών. Τα καστανά μαλλιά του ήταν μακριά, πάντα μάλωνε με τη μητέρα του όταν ερχόταν με το ψαλίδι. Ο Ταρζάν έχει τέτοια μαλλιά μαμά! θα φώναζε εκείνος. Ο Ταρζάν δεν έχει τους γονείς του να τον κυνηγάνε για να κουρευτεί, Ander. Κάτσε επιτέλους!. Ύστερα η μικρή του αδελφή, Astrid -οι γονείς του είχαν ένα κόλλημα με ονόματα από Α, εκείνους τους έλεγαν Alexander και Aria- θα έτρεχε ανάμεσά τους, θα έπαιρνε το ψαλίδι από τη μητέρα του, και θα έτρεχε γελώντας σε όλο το σπίτι. Μετά από ώρες, θα κουλούριαζε κάτω από το γραφείο του πατέρα της και θα κοιμόταν. Η μητέρα θα την έβρισκε, θα έπαιρνε το ψαλίδι, ο πατέρας θα τη σήκωνε αγκαλιά και θα την πήγαινε στο δωμάτιο της. Η μητέρα θα έβρισκε τον Ander στο δικό του δωμάτιο, θα του χάιδευε τα μαλλιά και θα τον φιλούσε για καληνύχτα.

Εκτός από εκείνη τη νύχτα.

Οι δύο τους είχαν για παρέα τον θείο τους, Bill. Οι γονείς τους είχαν βγει έξω, ένα από τα λίγα ραντεβού που έβγαιναν τελευταία. Στις εννιά η ώρα θα επέστρεφαν. Τα παιδιά άκουσαν ένα αυτοκίνητο να σταματάει στην αυλή τους. Ο Ander είδε κόκκινα και μπλε φώτα να μπαίνουν μέσα από τις κουρτίνες. Ο θείος Bill κοιμόταν. Ακούστηκε το κουδούνι.

Η πεντάχρονη αδελφή σου σηκώθηκε μέσα στην αδρεναλίνη και έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Ο Ander δεν μπορούσε να αναπνεύσει από το τρέξιμο όταν τη έφτασε. Ως μεγάλος αδελφός είχε αυτός την ευθύνη. Ποιος θείος Bill, όταν έπινε την μπύρα του ήταν μια χοντρή κούκλα με κλειστά τα μάτια και ένα περίεργο χαμόγελο. Έκανε νόημα στην Astrid να πάει πιο πίσω. Ξεκλείδωσε την πόρτα και κατέβασε αργά το πόμολο.

Μπροστά του δεν ήταν η γλυκιά μαμά του και ο όμορφος πατέρας του. Στο μυαλό του κάτι πήγαινε λάθος.

Μπροστά του ήταν ένας αστυνομικός. Υπό άλλες συνθήκες θα έβρισκε τη σκούρη μπλε στολή του κουλ, τώρα φοβάται την ίδια του την ύπαρξη.

Ο αστυνομικός χαμογέλασε. «Καλησπερα μικρέ. Είσαι μόνος;»

Ο Ander κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Οι γονείς του είχαν πει να μη μιλάει σε ξένους. Εκτός και αν είναι απόλυτη ανάγκη.

«Μπορείς να φωνάξεις έναν ενήλικα;» τον ρώτησε ευγενικά ο αστυνομικός.

Ο Ander τον κοίταξε καχύποπτα. «Ποιος είσαι και γιατί είσαι εδώ;»

Ο αστυνομικός του χαμογέλασε ξανά. «Ε λοιπόν μικρέ, το όνομά μου είναι Sam Daniels. Και εκεί είναι ο συνάδελφός μου, Felix James.»

Ο Ander κοίταξε εκεί που του έδειξε ο αστυνομικός. Ένας άλλος, ψηλός άνδρας στεκόταν έξω από το άσπρο περιπολικό. Ο άνδρας φορούσε και αυτός στολή και τον χαιρέτησε όταν τον έπιασε να τον κοιτάει. Ο Anderδεν ήταν σίγουρος, μα χα! Αυτός είναι ο πατέρας του Xander, από το σχολείο, σκέφτηκε.

Ο κύριος Sambσυνέχισε, «Όσον αφορά τον λόγο που είμαι εδώ, αυτό αφορά τους ενήλικες. Εσύ μικρέ, ποιος είσαι;»

«Γιατι σε νοιάζει;» ρώτησε. Ο πατέρας του είχε τονίσει να μην αναφέρει το όνομα του σε αγνώστους.  «Ενήλικα δεν θέλεις; Μισό λεπτό κύριε.»

Ο Ander έκλεισε την πόρτα. Η Astrid είχε ήδη πιάσει τη θέση της μπροστά στη τηλεόραση. Ο Ander τσίμπησε το μπράτσο του θείου Bill. Ο άνδρας πετάχτηκε πάνω σαν από όνειρο. «Εδώ είμαι!» φώναξε κοκκινισμένος. Ύστερα κοίταξε τον Ander. «Γυρισαν οι γονείς σου μικρέ;»

Ο Ander κούνησε το κεφάλι του. «Ειναι κάτι αστυνομικοί. Θέλουν έναν ενήλικα.»

Ο θείος Bill έδειξε ξαφνιασμένος. Αλλά το πήρε απόφαση πως έπρεπε να πράξει ως ενήλικας και σηκώθηκε. Ο Ander και η Astrid ήταν από πίσω του όταν άνοιξε την πόρτα και είπε με τη γλυκιά φωνή του »Παρακαλώ;» στους αστυνομικός.

Ο κύριος Sam Daniels κοίταξε το μπλοκάκι του. «Είστε ο κύριος William Love;»

«Σας παρακαλώ, να με λέτε Bill.» είπε ο θείος και γέλασε. «Και εσείς;»

«Αστυνόμος Α' Sam Daniels.» ο κύριος Felix έδειξε πίσω του. «Υπαστυνόμος Felix James. Έχουμε κάποια δυσάρεστα νέα.»

«Πείτε μου!»

Ο κύριος Sam κοίταξε τον Ander και την Astrid. »Κύριε...»

Ο θείος Bill γέλασε. «Τα παιδιά είναι οικογένεια Αστυνόμε Α' μου, σε αυτό το σπίτι μένουν, θα τα μάθουν όλα.»

Ο αστυνομικός δεν χαμογέλασε. Έκανε ένα βήμα προς τον θείο Bill και είπε όσο πιο διακριτικά μπορούσε. «Αφορα τον αδελφό σας και τη γυναίκα του. Έγινε ένα δυστύχημα...»

Και από τότε, οι γονείς του δεν ξαναγύρισαν σπίτι. Ο θείος Billοταν έπιασε αργότερα τον Ander και την αδελφή του, της είπε πως το ραντεβού των γονιών τους θα διαρκούσε για πάντα. Ήταν ευτυχισμένοι, αλλά ο καλός Θεός τους πήρε μαζί του.

Ο Ander ανοιγοκλείνει τα μάτια του. Βρισκόταν και πάλι σε εκείνο το φριχτό μέρος, σε εκείνη τη κόλαση. Η Valerie είχε κλείσει τα μάτια της σαν να κοιμόταν, αλλά το στομάχι της και το δικό του τραγουδούσαν στον ίδιο ρυθμό. Όσο έβλεπε το σάντουιτς πάνω στο τραπέζι τόσο περισσότερο ήθελε να κλάψει. Ο μασκοφόρος άνδρας ήρθε πριν λίγες ώρες, για την ημερίσια επίσκεψη του. Έσφιξε τα σχοινιά στα χέρια και πόδια και των δυο τους, μα πλέον ο Ander δεν ένιωθε τίποτα. Το μικρό του δαχτυλάκι μπορούσε απλά να πέσει επιτέλους και δεν θα καταλάβαινε ο ίδιος τίποτα.

Ο μασκοφόρος άνδρας στη συνέχεια έβγαλε ένα μαχαίρι. Δεν είχε έρθει όμως το τέλος τους. Όχι ακόμη.

Η Valerie και ο Ander κοιτούσαν ο ένας τον άλλον όσο ο μασκοφόρος άνδρας έκοψε το σάντουιτς στη μέση.

Κόβοντας στη μέση και τις ώρες που τους έμειναν μαζί, σε αυτό τον κόσμο.

Όταν έφυγε, ακούστηκε από το μεγάφωνο η γνωστή πλέον φωνή. «Θα χαλάσει. Φα' το Valerie. Πριν τελειώσει όλο.»

Ο Ander δεν είχε για κάτι άλλο να παλέψει. Οι γονείς του είχαν φύγει. Η αδελφή του είχε φύγει. Ο θείος του μπορεί όντως να τον παράτησε.

Ήταν έτοιμος να τον πάρει και εκείνος ο Θεός.

Και ας πέθαινε αβοήθητος. Όλοι έτσι θα πεθάνουμε σε αυτό το κόσμο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top