πεινασμένος
Ένα όμορφο καλοκαίρι, περιμένει, εμένα, εσάς, τη δόξα, την ελευθερία, τον έρωτα.
Αγαπάτε σαν να μην υπάρχει αύριο. Μισείτε και ας είναι αυτό το τελευταίο που νιώθετε.
Μη σας συνεπαίρνουν συναισθήματα που δεν κρατάνε. Δεν αξίζουν τα δάκρυα Valerie. Δεν αξίζει ο πόνος Ander.
Παρακαλώ αγαπήστε με, αυτό θα ήθελε ο Xander.
Ω αγαπητός που ήταν. Φωτεινός και υπέροχος και σκληρός και ρηχός. Όνειρο του εφιάλτη μου, αγαπώ εσε σαν το πρώτο δροσερό βράδυ του καλοκαιριού.
Η Valerie τον ερωτεύτηκε από τη πρώτη μέρα που τον είδε. Ήταν τα μαύρα μάτια του; Ή ο τρόπος που σου έλεγε «Αγάπη μου». Σα να το εννοούσε έτσι; Ψηλός και δυνατός, αυτά σε τράβηξαν Valerie; Επειδή εσύ είσαι αδύναμη και άχρηστη; Τον είδες σαν σωτήρα. Η ασπίδα που σε προστάτευε από κάθε κακό και κάθε ψεύτικη πραγματικότητα.
Και εσύ Ander. Θυμάσαι τότε που ήσασταν καλύτεροι φίλοι; Θυμάσαι τότε που ο ένας αποκαλούσε τον άλλο «Αδελφό» γιατί η οικογένεια ήταν το παν; Τι έκανε και σε πρόδωσε; Επειδή πηδήχτηκε με την μικρή σου αδελφή; Ή επειδή έκανε έρωτα μαζί της, και ας μη το ήθελε η ίδια; Τον μισείς επειδή έκανε την αδελφή σου να δακρύσει; Ή επειδή την έκανε απλώς να σταματήσει; Να νιώθει, να αναπνέει, το ίδιο είναι.
Γιατί είστε εδώ; Γιατί η αλήθεια είναι κρυμμένη στη ψεύτικη πραγματικότητα σου Valerie. Γιατί το ψέμα είναι κρυμμένο στο ψεύτικο όνειρο σου Ander.
Valerie, πάρε το σάντουιτς. Σώσε τον εαυτό σου. Και άσε τον Ander να πεινάσει και να πεθάνει. Δεν του αξίζει τίποτα, είναι ένα τίποτα με ακούς;
Ποιος είμαι;
Για κάθε ώρα που περνάει, η αγάπη και το μίσος προς τον Xander θα διαλύεται και σε λίγο θα αρχίσετε να πεθαίνετε από μέσα προς τα έξω.
Μπορεί να τον σκότωσα εγώ.
Μπορεί όμως και αυτά τα συναισθήματα σας να του ρούφηξαν τη ζωή από τη ψυχή του.
Καλή τύχη.
Η Valerie κοιτούσε τον Ander με μάτια κόκκινα. Ο Ander κουνούσε το κεφάλι του για να πέσει το μαντήλι από το στόμα του. Η Valerie τον κοιτούσε επίμονα, δεν μπορούσε να κουνηθεί. Είχε αφήσει τις δυνάμεις της να φύγουν από μέσα της εδώ και ώρα. Ίσως και όση ώρα βρισκόταν αυτό το ωραίο σάντουιτς-
Πόση ώρα είχε περάσει από τότε που τους απήγαγε; Μια μέρα, δύο; Σίγουρα όχι τρεις. Η Valerie θυμόταν να βρίσκεται έξω από τις εστίες του Πανεπιστημίου πριν κάτι τρυπήσει τον λαιμό της και χάσει τις αισθήσεις της. Άραγε από τότε είναι εδώ πέρα; Από τότε έχουν να φάνε. Από τότε έχουν να πιουν νερό. Πάτερ ημών-
Ο Ander κατάφερε να κατεβάσει το μαντήλι από το στόμα του. Δεν μίλησε όμως αμέσως. Μπορεί να είναι εδώ λίγο καιρό αλλά κατάφερε να παρατηρήσει κάποια πράγματα. Δεν ήξερε πού ακριβώς βρίσκονταν, αλλά απέξω άκουγες τα τραίνα να περνάνε κάθε είκοσι λεπτά. Ο Ander χρονομέτρου σε τα πάντα. Στο τραίνο που περνούσε μετά από τη μεγάλη λήξη των πέντε ωρών, ο μασκοφόρος άνδρας περπατούσε από πάνω τους. Ίσως βρίσκονταν σε υπόγειο; Δεν ήταν απολύτως σίγουρος. Ίσως ο μασκοφόρος άνδρας δεν έμενε μαζί τους και ερχόταν με εκείνο το τραίνο. Τέσσερα λεπτά αργότερα εμφανιζόταν στη πόρτα και έσφιγγε τα δεσμά τους. Μετά έφευγε και έξι λεπτά και είκοσι οχτώ δευτερόλεπτα αργότερα, τα βήματα του άνδρα σταματούσαν ακριβώς πάνω τους, στο από πάνω πάτωμα. Στα τριάντα δευτερόλεπτα ο Ander και η Valerie άκουγαν τον πρώτο λόγο. Υπήρχαν τρεις λόγοι, ο πρώτος κρατούσε ένα λεπτό, ο δεύτερος ήταν εφτά ώρες αργότερα και κρατούσε δύο λεπτά και ο τρίτος ήταν σχεδόν δώδεκα ώρες αργότερα και κρατούσε τρία λεπτά. Ανάμεσα στους λόγους βήματα. Και μετά και άλλα βήματα. Και το τελευταίο τραίνο.
Ο Ander μετρούσε. Η ώρα για το τελευταίο τραίνο έφτανε. Μπορούσε να το ακούσει που φτάνει. Τρία λεπτά ακολουθούσε τα βήματα. Λίγα ακόμη δεύτερα. Είκοσι, δεκαεννιά...
Η Valerie προσευχόταν από μέσα της. Κοιτούσε μια το σάντουιτς, μια τον Ander. Ο μασκοφόρος άνδρας είχε υποσχεθεί βραβείο. Είχε επίσης πει να το πάρει εκείνη για να πεθάνει ο Ander. Όχι, ο Ander δεν έπρεπε να πεθάνει.
Σιωπή.
Ο Ander μέτρησε άλλο ένα λεπτό, πάντα για σιγουριά. Τα βαγόνια του τραίνου περνούσαν από έξω, δίπλα τους. Απομακρύνονταν. Δεν άκουγαν βήματα πλέον. Είχε φύγει.
Η Valerie κατέβασε με τη σειρά της το δικό της μαντήλι. «Ander, φοβάμαι.»
«Και εγώ Val, και εγώ.» ο Ander την κοίταξε για πρώτη φορά από την ώρα που εμφανίστηκε η πηγή τροφής μπροστά τους. «Πόσο ακόμη αντέχεις;»
Η Valerie μέτρησε τον χρόνο από τη τελευταία φορά που σκέφτηκε τροφή. Ήταν καταθλιπτικό. Δεν ήθελε να τον απογοητεύσει. «Ειμαι εντάξει ακόμα. Εσύ;»
Ο Ander ανασήκωσε τους ώμους του κουρασμένος. «Κρατάω γερά.»
«Ειναι η δική μου βάρδια.» μουρμούρισε η καστανή κοπέλα. Κούνησε το κεφάλι της για να φύγει μια μεγάλη τούφα από τα μάτια της. «Κλεισε τα μάτια σου. Έχεις να κοιμηθείς αρκετές ώρες.»
Ο Ander κούνησε το κεφάλι του. «Φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μου Val. Οι εφιάλτες έχουν μέσα τον Xander και δεν το αντέχω άλλο αυτό. Ξεκουράσου εσύ αν θες.»
«Όχι Ander, δεν είναι δίκαιο αυτό. Θα περιμένω μαζί σου.»
Μια δυσάρεστη σιωπή έπεσε ανάμεσά τους. Και οι δύο τους σκέφτονταν πως όλο αυτό δεν έβγαζε λογική. Ο Ander έφερνε στη μνήμη του την ώρα που είδε τη Valerie να τη σέρνει κάποιος από τις εστίες του Πανεπιστημίου. Λίγα δεύτερα αργότερα, ήταν και ο ίδιος στην ίδια μοίρα. Άρα ήταν δύο αυτοί που τους πήραν; Αν είναι δύο τότε και η κάθε ελπίδα φυγής τους έφευγε μαζί με κάθε πνοή που έπαιρναν.
«Ander;»
Η φωνή της Valerie ήταν τόσο χαμηλή που μετά βίας την άκουσε μέσα από τις δικές του σκέψεις. «Ναι;»
Η Valerie πήρε μια μεγάλη ανάσα. Τα μάτια της έτσουζαν από το κλάμα. Το σώμα της ένιωθε μουδιασμένο. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να πάρει αυτή τη καταραμένη ανάσα.
«Ποιος νομίζεις ότι είναι;»
Ο Ander το σκέφτηκε λιγάκι. Ο Xander ήταν αγαπητός σε όλη την Πανεπιστημιακή κοινότητα. Εκτός από τον ίδιο φυσικά. Ίσως ήταν κάποιος που είχε βάλει στο μάτι και τους τρεις τους; Μα για ποιον λόγο; Ο τύπος ακουγόταν ερωτευμένος με τον Xander. Ίσως ήταν. Ίσως τον γνώριζε χρόνια. Με τόσα μυστικά που κρατούσε ο Xander θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν και αυτό ένα.
Κοίταξε τη Valerie. Βρήκε τα γαλανά μάτια της καρφωμένα πάνω του, αναζητώντας μια λογική απάντηση. «Δε ξέρω.»
Δε ξέρω τίποτα.
Η Valerie δάγκωσε τα χείλη της. Σίγουρα δεν ήταν αυτή η απάντηση που ήθελε. Αλλά αν δε γνώριζε ούτε ο Ander, όμως ούτε και εκείνη, αυτό σήμαινε πως ο εραστής ήταν κάποιος που τους ήξερε: μέσα από τα λόγια του Xander, όχι μέσα από την πραγματική ζωή. Η Valerie θυμόταν κάθε πρόσωπο που έβλεπε μπροστά της, μια παρενέργεια από την αναπτυγμένη ατρακτοειδή έλικα μέσα στον εγκέφαλο της. Μπορούσε και θυμόταν το σχήμα των προσώπων, τις σκιάσεις των χρωμάτων των ματιών, το σχήμα των χειλιών και άλλα πολλά. Όμως ο άνδρας αυτός φορούσε πάντα μάσκα. Το πρόσωπο του δεν ήταν ποτέ κοντά στο δικό της για να δει τα μάτια. Και η μόνη φορά που τον άκουγε ήταν από τα ηλίθια μεγάφωνα. Η φωνή του ήταν παραμορφωμένη, οπότε δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν κάποιος γνωστός. Και όταν έμπαινε στο δωμάτιο ποτέ δεν μιλούσε, πάντα περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό, χωρίς καμία αυτοπεποίθηση στις κινήσεις τους. Λες και ήταν άλλος άνθρωπος.
Ίσως και να ήταν.
«Valerie. Ακούω το στομάχι σου.» είπε ο Ander.
«Και εγώ το δικό σου.» απάντησε εκείνη με κλειστά τα μάτια.
Όταν τα άνοιξε κοίταξε μια στο σάντουιτς που φώναζε το όνομά της και μια στα μέλι μάτια του Ander. «Τι θα κάνουμε;»
Valerie, πάρε το σάντουιτς. Σώσε τον εαυτό σου. Και άσε τον Ander να πεινάσει και να πεθάνει. Δεν του αξίζει τίποτα, είναι ένα τίποτα με ακούς;
Ο Ander θα θυμόταν για πολύ καιρό αυτά τα λόγια. Και για κάποιο λόγο θα μπορούσε να τα είχε πει ο ίδιος. Είμαι ένα τίποτα. Η Valerie το αξίζει.
«Προσπάθησε να λύσεις τα σχοινιά Valerie.» της είπε. «Το σάντουιτς είναι δικό σου.»
Η Valerie κούνησε γοργά το κεφάλι της. «Όχι Ander. Εγώ δεν-εγώ δεν μπορώ να σου κάνω κάτι τέτοιο! Θα πεθάνεις!»
«Και τότε τι προτείνεις, ε; Να μείνουμε και οι δύο όπως τώρα, πεινασμένοι και να πεθάνουμε και οι δύο; Σου έδωσε μια ευκαιρία Valerie! Θες να πεθάνεις χωρίς να προσπαθήσεις;» φώναξε ο Ander.
«Ναι.»
Ο Ander έκλεισε τα μάτια του κουρασμένος. «Τι;»
Εκείνη σχεδόν χαμογέλασε. «Δεν θα πεθάνεις μόνος Ander. Αν είναι να φύγουμε από αυτό το τρελό κόσμο, τουλάχιστον ας φύγουμε μαζί.»
Ο Ander τη κοιτούσε έκπληκτος. Στα τόσα χρόνια που γνωρίζει τη Valerie εκείνη τον συμπαθούσε, εκείνος τη θεωρούσε αδύναμη, ένα μωρό που έκλαιγε συνέχεια και την ένοιαζε μόνο το δικό της και του Xander. Ο κόσμος της αυτός ήταν. Και αν τον αποκαλούσε τώρα τρελό...
«Πεθαίνουμε μαζί.» είπε ο Ander.
«Πεθαίνουμε μαζί.» συμφώνησε η Valerie.
Πεινασμένοι.
Και μόνοι.
Η Valerie άρχισε πάλι να κλαίει και να προσεύχεται.
Ο Ander μετρούσε πάλι τις ώρες. Ένα, δύο, τρία...
______________
Α/Ν Κριπι και κουλ κουλ κουλ κουλ.
DL
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top