Χάος είναι ένα όνομα για κάθε τάξη που προκαλεί σύγχυση στο μυαλό μας.

 Αυριο εχω επιτελους ρεπο...καλη αναγνωση!!
10.000 λεξεις αγαπης!!



Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ... Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά.
Μενέλαος Λουντέμης, 1912-1977

Και τωρα σε κοιτω που σερνεσαι καταχαμα και κλαις και παρακαλας.

Αναρωτιουνται οι γυρω μου ποτε έγινα τοσο μα τοσο σκληρη και ακαρδη,
για να σε τιμωρω ετσι πως αντεχω, και δεν λυγιζω, και δεν σπαω, και δεν ραγιζω.
Να χαμηλωσω το κεφαλι με ηττα και να κλαψω, να ειναι συγκαταβαση αυτο και εσυ απελευθερωμενος απο τον ζυγο μου.

Να αφεθουν οι αμαρτιες σου και να με αγκαλιασεις με νεα βασανα και νεο ερωτα και νεα αγαπη, οπως εγω την βλεπω και οπως παντα καπως διαφορετικα καταφερνει να με πονα.

Μα σε τιμωρω. Σε αφηνω να κυλιεσαι στα πατωματα για εμενα, να με βομβαρδιζεις με μηνυματα κλησεις και παρακαλια, να βλεπω την απογνωση σου απτη να ρεει στο οξυγονο που εκπνεεις.

Μην με θεωρησεις υποκριτρια, γιατι καποτε ειπα οτι η αγαπη δεν τιμωρει.
Σε τιμωρω, μονο και μονο γιατι το εχω αναγκη. Να σε πονεσω λιγο, και να ψευδομαι επειτα οτι σε πονεσα ισαξια.
Μονο ετσι θα καταφερω να λυτρωθω, και να σε αγαπησω παλι.
Η τιμωρια σου ειναι η αφεση αμαρτιων μου.
Ετσι ειμαι πια ελευθερη να σε αγαπω, να σε λυτρωνω, να σε συγχωρω εκ νεου.

Μονο ετσι επιτρεπω στον εαυτο μου.
Κι ας κιβδηλωνω την αγαπη μου με τιμωρια...
Εσενα που σε αγαπησα και σε λατρεψα και σε αντεξα με οποιον τροπο γνωριζα και αναγκαστηκα να μαθω εκ νεου, τιμωρόντας.

Όσοι αγάπησαν δεν ήταν ποτε αθώοι.



 Η επομενη μερα την βρηκε να κοιμαται στον καναπε, με το ξυπνητηρι της να χτυπα εκκωφαντικά σε ολο το διαμερισμα και να την ξυπναει ατσαλα.
«Γαμωτο.» βλαστημησε «Θα αργησω.» πεταχτηκε ορθια και ετρεξε στο μπανιο, διχως να κοιταξει την ωρα μπηκε κατω από το καυτο νερο και αφησε τον εαυτο της να παρει μια βαθια ανασα.
Προτιμησα να σε αφησω για δυο χρονια παρα να χωρισουμε για παντα.

Κυβελη σε βλεπω και νιωθω εκατο χιλιαδες πραγματα, οπου κανενα από αυτά δεν θα χαρακτηριζα φιλια ή παρεα.

«Μας χωριζει μια ολοκληρη ζωη, εκεινη που ζησαμε πριν γνωριστουμε.»

  Κλαψουρισε βλεποντας τον ηλιο σιγα σιγα να ανατελλει, ειχε πολύ γεματη μερα και δεν ηταν ουτε λιγο οργανωμενη. Επρεπε να είναι στις 8 στο γραφειο, και στις 4 θα περνουσε ο Ορεστης να την παρει, ειχαν να παραλαβουν τα διακοσμητικα που θα εδιναν δωρο στους καλεσμενους, φυσικα μαζι με υλικα. Γιατι η Φαιη ειχε αποφασισει ότι ηταν καλη ιδεα να τα κανουν μονοι τους.
Οποτε το υπολοιπο απογευμα θα εκαναν χειροτεχνιες οι δυο τους, μεχρι τις 7 οπου θα σχολουσαν οι υπολοιποι και θα ερχονταν για βοηθεια.

  Την επιανε πονοκεφαλος στην σκεψη και μονο.
Βγηκε από το μπανιο και τα δυο σκυλακια δεν την ειχαν ακολουθησει καν.
Στο γραφειο δεν σηκωσε κεφαλι, ο στοχος ηταν 4 παρα δεκα να εξαφανιστει από εκει μεσα και να αρχισει το σαββατοκυριακο της.

Αλλα η ωρα ηταν 4 και πεντε, δεν ειχε παει να παρει φαγητο φευγοντας, ο Ορεστης περιμενε σιγουρα από κατω, και το κυριοτερο, δεν ειχε σχολασει!

«Συγγνωμη τι εχει εδώ μεσα; Πετρες;» Βόγκηξε μιση ωρα αργοτερα, καθώς ακούμπησε το τρίτο κουτί στα πίσω καθίσματα. Φερονταν και οι δυο σαν να πηγαιναν ολα καλα, σαν να μην ειχε γινει τιποτα.
«Βασικά ναι» του απάντησε. Γουρλωσε τα μάτια και άγαρμπα έσκισε την μια κούτα για να σιγουρευτεί.
«Μου κανεις πλάκα ; Γιατί να πάρουμε 400 πέτρες;»
«Γιατί η Φαίη θέλει να φτιαξει μόνη της τα αναμνηστικά.»
«Έχετε χαζέψει»
"Αστην να κανει αυτο που θελει." τον αποπηρε και καθισε στην θεση του συνοδηγου.
"Απλα λεω οτι ως κουμπαρος εχω μια αποψη-"
"Αποψη μπορεις να εχεις ως γαμπρος. Μεχρι τοτε μπορεις να εχεις σιωπη και συγκαταβατικότητα." η γρηγορη απαντηση της φερνει ενα μειδιαμα στα χειλη του.
Ναι, η Κυβελη ειχε αγριεψει.
"Ο μονος τροπος να γινω γαμπρος ειναι στις αποκριες." μουρμουρισε καθως εμπαινε στο αυτοκινητο.

Σαν να μην περασε μια μερα, σκεφτηκε η Κυβελη.

----------------------------------------------------------------------------------------------

"Παιδια ειναι απλο. Εγω και η Ερμιονη θα γραφουμε, η Φαιη και η Ιωαννα θα σχεδιαζουν γυρω απο τον στιχο, Βασιλη και Ορεστη θα κολλησετε τα δυο στρας, και ο Κωνσταντινος με τον Γιαννη θα ψεκασουν και θα το βαλουν στο κουτι."

"Ωστε ετσι νιωθουν τα παιδακια στις βιομηχανιες της Κινας." μουρμουρισε ο Ορεστης κατω απο την ανασα του και ο Βασιλης διπλα του λυθηκε στα γελια.
Ηταν στις καλες του.

   Οι αλλοι κρατηθηκαν οταν ειδαν το δολοφονικο βλεμμα της Κυβελης.
"Οποιος δεν θελει να συμμετεχει μπορει ευχαριστως να φυγει." και φυσικα απευθυνοταν σε εκεινον και μονο.
Ο Ορεστης σηκωσε τα χερια του αμυντικα.
"Λαθος μου δικηγορινα, συγγνωμη." το αυταρεσκο χαμογελο του, με λακκακια και ολα τα καρδιοχτυπια που ειχε χασει για εκεινον, συγκεντρωθηκαν σε μια μαζα στο στομαχι της, που χτυπουσε ακανονιστα.
Ακομα και τωρα δικηγορινα, σαν να μην ειχε προηγηθει τιποτα, σαν να μην την ειχε δει να κλαιει, σαν να μην τον ειχε δει να βουρκωνει.
Δικηγορινα...

10 Ιουνιου.

Το κλιμα ηταν γεματο συγκινηση. Η τελευταια δοκιμη νυφικου στην μοδιστρα ηταν γεγονος. Η Φαιη ηταν πανεμορφη, βγαλμενη απο καποιο περιοδικο υψηλης ραπτικης, ενας ψηλος ξανθος αγγελος, ελαμπε ολοκληρη.

Η Ερμιονη βουρκωνε χωρις σταματημο, απο την προηγουμενη προβα ακομα.
"Εισαι υπεροχη." σχολιασε η Κυβελη, μη μπορωντας να συγκρατησει ενα τρεμουλιασμα.
"Δεν εχω ξαναδει πιο ομορφη νυφη." προσθεσε η Χριστινα, φιλη της απο την δουλεια.
Η ξανθουλα κοιταξε τις φιλες της, κι υστερα την κολλητη της.
Ανταλλαξαν ενα βλεμμα που τα ελεγε ολα. Εμεναν δεκα μερες, και θα ηταν ο γαμος της χρονιας.

12 Ιουνιου.

"Κυβελη εισαι σιγουρη οτι ο Γιωργος δεν μπορει να ερθει στον γαμο;" Η Φαιη την ρωτησε επιτηδες μπροστα σε ολους, ο Ορεστης κυρτωσε τους ωμους, δεν εκανε καν τον κοπο να κρυψει την αποδοκιμασια του.
Ειμαι σιγουρη οτι εχει καταλαβει πως δεν ειμαστε αρκετα σοβαρα για να ειναι στις φωτογραφιες γαμου των φιλων μου.

"Εφημερευει και σε περιπτωση που γινει κατι ειναι πανω απο σαραντα λεπτα αποσταση." δαγκωσε λιγη ακομα απο την πιτσα της.
"Αλλα θα ερθει αυριο σπιτι σου Γιαννη, για να σας ευχηθει και τα σχετικα."
Την επομενη μερα θα γινοταν ενα παρτι, ενα μεγαλο δειπνο στον κηπο του πατρικου του Γιαννη. Θα ηταν οι πιο κοντινοι τους, η παρεα, η Ιωαννα φυσικα, ο Γιωργος -απο οτι φαινεται-, οι γονεις της Φαιης και του Γιαννη, οι γονεις της Κυβελης-και γιατι δεν μπορουσε να γινει πιο αβολο ολο αυτο, οι γονεις του Ορεστη-, σιγουρα καποιοι ακομα συγγενεις και δυο τρεις φιλοι.

"Νομιζα οτι θα ημασταν μονο εμεις και εμεις." ο Βασιλης την κοιταξε με νοημα. Απο τοτε που τα ξαναβρηκε με την Ερμιονη κατα καποιον τροπο, αποφασισε οτι επρεπε να ανταποδωσει στην μοιρα φερνοντας παλι την Κυβελη στον Ορεστη.
"Ο Γιωργος ειναι η σχεση μου." απορησε που δεν γελασε λεγοντας αυτες τις λεξεις, της φαινοταν αστειο, απο την στιγμη που σε αυτη την 'σχεση' υπηρχαν τοσα τειχη και ορια.

"Ναι παιδια, υπαρχει προβλημα;" η Ερμιονη απο την αλλη, ανηκε στην 'αντιπαλη' ομαδα, οποτε αγριοκοιταξε το αγορι της.
Ο βιολιστης ανασηκωσε τους ωμους του.
"Εγω παντως θα κανω προποση." δηλωσε με το στομα γεματο.
Ο Γιαννης τον κοιταξε σχεδον εντρομος.
"Ελπιζω κατι φυσιολογικο." σχεδον σαν παρακληση ακουστηκε.
"Θα πω αυτα που εχω να πω." το σαρδονιο χαμογελο του μετα βιας κρυβοταν.
"Ορεστη υποσχεθηκες!" η Φαιη μοιαζει ακομα ποιο αγχωμενη, ηταν για τον Γιαννη, ή ο φιλος της ειχε μυστικα και για εκεινη;
"Θελετε αυριο ή στον γαμο; Μπροστα σε ολους;"
"Αυριο αυριο!" λενε σχεδον ταυτοχρονα.


13 Ιουνιου.

Ειχε παρατησει τα πραγματα της απο το γραφειο πανω στο κρεβατι και τυλιγμενη ακομα με την πετσετα στεγνωνε τα μαλλια της.
"Πως νιωθεις;" η Ερμιονη, ηδη σχεδον ετοιμη , ακουμπαει ενα ποτηρι λευκο κρασι στο μπουντουαρ της.
"Μια χαρα." μουρμουρισε καθως σκεφτοταν πως θα προλαβει.
"Θα ειναι και τα δυο αγορια σου εκει..." μουρμουρισε πινοντας λιγο απο το κρασι της.
Θα ειναι οντως...
"Δεν ειναι αγορια μου, κανεις απο τους δυο."
Πιανει το κρασι και το κατεβαζει ολο.
Ωρα 18:21, ποτηρι πρωτο.

Ωρα 18:45.

"Κοριτσια μπορουμε να παμε;" ο Βασιλης ανεβαζει τα μανικια του πουκαμισου του και βηματιζει πανω κατω στο σπιτι.
"Βασιλη μου ηρεμησε." η Ερμιονη, φορωντας τα τακουνια της τον αγριοκοιταξε. Η Κυβελη ακομα εβαζε κοσμηματα στο δωματιο της.
Ο νεαρος ανταπεδωσε το βλεμμα. Την κοιταξε απο πανω μεχρι κατω.
"Να αρχισω με το φορεμα σου;" απειλησε.
Η κοπελα γελασε, ελαμπε ολοκληρη. "Οχι μωρο μου." σταθηκε ορθια και τον πλησιασε, περασε τα χερια της γυρω του και ανασηκωθηκε ελαφρως για να τον φιλησει.

Η Κυβελη ειχε βγει ηδη απο το δωματιο, οποτε χαμογελασε δειλα στην θεα των φιλων της. Ο Βασιλης δεν εχανε ευκαιρια να την φιλησει, πολυ...
"Φτανουν τα σαλια!" τους χωρισε, ταχα βιαστικη, και οταν κερδισε την προσοχη τους ποζαρε.
"Παναγια μου! Θα χυσει ολη η Ελλαδα-"
"Βασιλη!" η Ερμιονη αναφωνησε.
"-δακρυα χαρας! Αυτο θα ελεγα." απαντησε ενοχα.

"Κυβελη εισαι κουκλα, θα ειμαστε οι πιο ωραιες." η φιλη της τιναξε τα μαλλια της.
"Μετα την Φαιη..." ο νεαρος προσθεσε.
"Εννοειται." η κοκκινομαλλα εστρωσε το καρε της και εβαλε αλλη μια στρωση κραγιον.

  Η Ερμιονη σταθηκε διπλα της στον καθρεφτη, το κρεμ φορεμα της της εδινε τον αερα αρχαιας Ελληνιδας, αερινο μα να πεφτει σε αλφα γραμμη μεχρι το πατωμα. Στα χερια της χρυσα βραχιολια με μικρα διακοσμητικα φυλλαρακια, και ενα στεφανι να κοσμει τις δυο πλεξουδες της.
"Εισαι καλα;" της ψιθυριζει.
Η Κυβελη κοιταζει τον εαυτο της, με το καφε στενο φορεμα, που σχηματιζει στο επανω μερος ενα βαθυ V, αναμεσα σε δυο παχιες τιραντες επενδυμενες με σατεν υφασμα, που καθως πλαισιωνει την μεση της δημιουργει την ψευδαισθηση κορσε, ενω ανοιγει ελαφρως στην λεκανη για να φτασει σε Α γραμμη μεχρι το γονατο.
Η πλατη της εμενε εκτεθειμενη μεχρι και δυο παλαμες πανω απο την μεση.

Η Κυβελη κρατουσε το ποτηρι, σφιχτα, και δεν διστασε να λερωσει τα χειλη της με λευκο κρασι.
"Ειμαι τελεια."
Ωρα 18:51, ποτηρι κρασι δευτερο.

Ωρα 19.30 - Βουλιαγμενη.

"Θεε μου, τι τελεια διακοσμηση ειναι αυτη;" η Ερμιονη σχολιασε ενω η Κυβελη ειχε μεινει με το στομα ορθανοιχτο.
Το πατρικο του Γιαννη ηταν ανεκαθεν μεγαλοπρεπες, αλλα η μαμα του τα ειχε δωσει ολα.
Η πισινα ηταν στολισμενη, ενω στον κηπο, ο καναπες και τα τραπεζια κατω απο το υποστεγο ειχαν μετακινηθει και στην θεση τους βρισκοταν μια σκεπη φτιαγμενη από λουλουδια που φιλοξενουσε από κατω ένα μακροστενο σκουρο ξυλινο τραπεζι, με 30 περιπου καρεκλες, λευκο κρεμ τραπεζομαντηλο, βαζα με λουλουδια ανα τρεις θεσεις και ακριβα σερβιτσια, ο κηπος ηταν φωτισμενος με μεγαλα φαναρακια και οι γονεις του ειχαν φροντισει στην πισινα να μπουν ψευτικα νουφαρα, με λουλουδια που ελαμπαν.
Αυτό θεωρουν χαλαρο δειπνο; Αχ Φαιη τι σε περιμενει.

  Οι γονεις του Γιαννη τους καλωσορισαν ζεστα και δεχτηκαν τις ευχες τους.
«Και στα δικα σας, σε καμια πενταετια.» ειπε η μαμα του και εκλεισε το ματι στην Ερμιονη. Αν ηξερε κατι από τις φορες που ο Βασιλακης ειχε κοιμηθει μεθυσμενος σπιτι τους μετα από εξοδο στην Γλυφαδα, ηταν ότι ειχε καψουρευτει τρελα την μελαχρινη 'φιλη' του.

«Που ησασταν ρε φιλε;» ο Γιαννης μπηκε μεσα στο σπιτι, και αμεσως χαμογελασε, εκεινες οι μερες ηταν αγχωτικες, αλλα ειχαν βρεθει πολύ, και ολοι το απολαμβαναν.
«Τι να κανω ρε μαλακα; Να πεταξω από το κεντρο;» ο Βασιλης δεν υπολογισε γονεις. Με το ουισκι στο χερι αγκαλιασε σφιχτα τον φιλο του, σαν να ειχε να τον δει καιρο και κατι του ψιθυρισε που τον εκανε να γελασει.

«Κυβελη μου νομιζω η κουμπαρα θα κλεψει την παρασταση!» η γυναικα απεναντι της χαριτολογησε, και η κοπελα γελασε, αν και ηξερε ότι η μαμα του φιλου της ηταν αγχωμενη για εκεινη.
Της τα ειχε η πει η Φαιη, ποσο πολύ τους μαλωσε που εβαλαν το δυσμοιρο το κοριτσι σε αυτή τη δυσκολη θεση.
«Αν ησασταν στην τελευταια προβα νυφικου της Φαιης δεν τα λεγατε αυτά!» αναπολησε το υπεροχο ιβουαρ πανω στην υπεροχη φιλη της.
«Συμφωνω, είναι για περιοδικο μοδας!» η Ερμιονη συμφωνησε και η μελλουσα πεθερα της φιλης τους χαμογελασε περηφανη.
«Αν είναι όπως το θυμαμαι πριν έναν μηνα θα συμφωνησω, λοιπον, παμε στον κηπο; Ο Γιωργος θα ερθει αργοτερα Κυβελη;» την ρωτησε ευγενικα, σαν να ηθελε να ξεμπερδευει με αυτή τη δυσκολη κατασταση.

   Την ιδια στιγμη φανηκε και η φιλη της, λαμπερη όπως παντα, φορωντας ένα στενο λευκο φορεμα με μια σειρα βολαν να τονιζει την μεση της. Τα ξανθα μαλλια της επεφταν αερινα στους ωμους της και ειχε εκεινο το φως που εκανε την Κυβελη ανεκαθεν να χαμογελαει. Ο Γιαννης ηταν τυχερος
«Καλως τες!» αγκαλιασε τις δυο φιλες της. « Οι αλλοι εχουν αρχισει να πινουν να ξερετε!» τις ενημερωσε αναφερομενη στον Γιαννη, τον Βασιλη και τον Κωνσταντινο.
«Ακομα δεν ηρθαμε!»
«Να ξερεις οι γονεις σου είναι ηδη εδώ, ο πατερας σου με τον πατερα του Ορεστη και του Γιαννη εχουν κραξει ολη την αφροκρεμα πολιτικων και δικηγορων και τωρα παμε σε γιατρους.» αστειευτηκε για να ελαφρυνει το κλιμα ή για να της θυμισει για πεμπτη φορα ότι ηταν εδώ και οι γονεις του Ορεστη.
«Ελπιζω να τελειωνουν με τους γιατρους, γιατι αν ο Δημητρης αρχισει από αυτόν που πιστευω, είναι στον δρομο και ερχεται.» απανταει, κανοντας μεχρι και την κυρια Βικυ να γελασει, ισως από νευρικοτητα.

  Στον κηπο ηταν οι υπολοιποι.
«Που ησασταν τοσες ωρες;» ο Γιαννης σηκωθηκε για εικοστη φορα από την θεση του και τις χαιρετησε με μια αγκαλια.
«Σου εχω γεμισει ηδη το ποτηρι.» της ψιθυρισε κανοντας την να γελασει.

   Χαιρετησε τους γονεις της και υστερα, ακομα πιο θερμα τους γονεις της Φαιης. Η συγκινηση ηταν διαχυτη στον χωρο και ακομα δεν ειχε φτασει η μερα του γαμου.
«Σαν χθες το θυμαμαι που το σκαγατε για νυχτερινο μπανιο στην Ροδο, και τωρα κοιτα τες Κυριακο.» εδειξε συγκινημενη τις δυο φιλες, και η Φαιη αγκαλιασε την Κυβελη. Ηταν οντως; Πολύ ομορφη σκεψη.
«Για που το εσκαγαν;» η φωνη του πατερα της ακουστηκε από πισω της, προκαλωντας μερικα γελια σε οσους ακουσαν επισης.
«Δημητρη.» η Ιφιγενεια τον μαλωσε που χαλασε την στιγμη.

  Η Κυβελη του εριξε ένα αθωο βλεμμα, μα ηξερε ότι το ταχα αυστηρο υφος του πατερα της, ηταν μια προσπαθεια να απομακρυνει την προσοχη από την κορη του, λες και δεν ενιωθε ηδη δυο ζευγαρια ματια να την κοιτουν.

  Η Νεφελη σηκωθηκε από την θεση της, ο Πετρος το ιδιο. Η καρδια της σφιχτηκε, ειχε να δει τους γονεις του πρωην της πολύ καιρο, χρονια. Και εμοιαζαν σαν να μην περασε μια μερα.
Η γυναικα την κοιταξε δειλα, μα η Κυβελη δεν θα την τιμωρουσε για κατι που ο γιος της ειχε επιλεξει. Διχως δισταγμο καλυψε την αποσταση αναμεσα τους και την αγκαλιασε απαλα, το κρατημα της εσφιξε.
«Κυβελη μου ποσος καιρος εχει περασει κοριτσι μου;» την κρατησε από τους ωμους και την κοιταξε, σαν να την ρωτουσε. : Τι θα γινει με τον Ορεστη;

  Ο Πετρος ξεροβηξε. «Ακομα δεν ηρθε αρχισατε τις συγκινησεις ολοι.» την μαλωσε και ακουμπησε τον ωμο της κοπελας.
«Χαιρομαι πολύ που σε βλεπω Κυβελη μου, εδώ ο πατερας σου μου εχει πει τα καλυτερα, όχι πως δεν το περιμενα.» της χαμογελασε και εκεινη ανταπεδωσε.
«Εσεις καλα ειστε;» τους ρωτησε, μα κοιταξε πιο πολύ την Νεφελη.
Ξεφυσηξε.
«Καλα ειμαστε, τωρα που γυρισε και ο Ορεστης.» αφησε το υπονοουμενο να πεσει ηπια και η κοπελα αρχισε με το βλεμμα της να ψαχνει εκεινο το ποτηρι κρασι που της ειπε ο Γιαννης.
«Αν και δεν θα κατσει πολύ από ότι καταλαβα.» σχολιασε ουδετερα, στην πραγματικοτητα δεν ειχε ιδεα ποσο θα καθοταν ο βιολιστης, ο ιδιος δηλωνε 'οσο χρειαστει.', εκεινη του εδινε έναν μηνα, φοβοταν τρεις, μα κατά βαθος ηξερε ότι ηλπιζε σε κατι καλυτερο.

«Κυβελη εχεις φερει μαζι σου αναμνηστικο του γαμου να δειξουμε;» η Φαιη, ισως και επιτηδες, ταχα επειδη μια θεια του Γιαννη ρωτησε, φωναξε από την άλλη ακρη του τραπεζιου.
Η κοπελα εριξε ένα απολογητικο υφος στην μαμα του Ορεστη.
«Πηγαινε και θα τα πουμε, δεν χανομαστε.» της χαμογελασε και εκατσε παλι στην θεση της.

Όπως κατευθυνθηκε προς τα μεσα για να παρει το διακοσμητικο από την τσαντα της εντοπισε το ποτηρι κρασι,
κατεβασε το μισο.
Θα είναι δυσκολη νυχτα.
  


----------------------------

Εφτασε τελευταιος.
Φυσικα και εφτασε τελευταιος, αφου είναι ανευθυνος μεχρι αηδιας.
Ναι αλλα τι φορουσε...
Ενώ ολοι φορουσαν πουκαμισα, εκεινος ειχε μεινει πιστος στα πολο μπλουζακια του, αυτή τη φορα χρωματος μαυρου.
Του παει το μαυρο, και το ξερω ότι το ξερει πως το πιστευω αυτό.
Επιτηδες το εβαλε.
Αυτό, και την υπεροχη μπεζ βερμουδα, που τον μετετρεπαν αυτοματα σε έναν χαλαρο...
Ημιθεο, παραδεξου το.

Στο χερι του κρατουσε μια τσαντα από καβα, μονο που η συκγεκριμενη ηταν μεγαλη, και ειχε μεσα κουτια.
«Μπορει να αργησα αλλα...» εβγαλε με νοημα το ένα κουτι δειχνοντας την σπανια σοδια κρασιου.»
«Το ένα είναι μονο για την κουμπαρα.» το βλεμμα του συναντησε το δικο της και της εκλεισε το ματι.
Σαν να ηταν δεκαπεντε χρονων η Κυβελη κοκκινισε ολοκληρη.

«Ορεστακο ποσο καιρο εχω να σε δω;» η μαμα του Γιαννη τον αγκαλιασε τρυφερα. Ηταν τρομερα ευσυγκινητη ολες εκεινες τις μερες.
«Αιωνες μαλλον, μια που ξενυτευτηκε και μια που δεν τον ξαναειδαμε.» ο Πετρος αστειευτηκε για να ελαφρυνει την ατμοσφαιρα.
Ο Ορεστης χαμογελασε με εκεινο το χαμογελο με λακκακια που κρατουσε για τις δυσκολες περιπτωσεις.
«Δεν θα το εχανα για τιποτα στον κοσμο.» δηλωσε
Και επειτα στραφηκε στους γονεις της Φαιης.
«Πρεπει να ειστε η Αντωνια και ο Κυριακος, χαιρομαι πολύ.» τους δινει το χερι για μια σφιχτη χειραψια, μα οι γονεις της νυφης χαμογελουν, ξερουν τον Ορεστη μεσα από τις αστειες ιστοριες της κορης τους, φυσικα δεν ηξεραν τον 'λογο' που εφυγε, το μονο που νομιζαν ότι κρατουσαν μυστικο από τους υπολοιπους ηταν η τοτε σχεση του εν λογω νεαρου με την Κυβελη.

«Καλως τον κι ας αργησε.» ο Δημητρης σηκωθηκε από την θεση του και προς εκπληξη ολων χτυπησε τον Ορεστη φιλικα στον ωμο, οι δυο αντρες κοιταχτηκαν στα ματια σιωπηλα για λιγο, ζυγιζοντας ο ενας το βλεμμα του αλλου.
«Καλλιο αργα παρα ποτε.» απαντησε ευστοχα ο Ορεστης.

Η Φαιη και η Ερμιονη κοιταξαν την Κυβελη, μεσα στο βουητο των νεων γνωριμιων μεταξυ των καλεσμενων λιγοι εμοιαζαν να αντιλαμβανονται τι συνεβαινε.
Η κοκκινομαλλα εφερε το ΄βαλσαμο' κοντα στα χειλη της και πηρε μια μικρη ανασα.
Ωρα 20.01 Ποτηρι κρασι τεταρτο.

  ------------------------------------------------------------ 

  Ο Γιωργος εφτασε δεκαπεντε λεπτα αργοτερα, κρατωντας το δωρο του και φορωντας ένα πουκαμισο, ηταν πολύ προσεγμενος και γοητευτικος.
«Γεια σας! Συγχαρητηρια για τον γαμο, ευχαριστω για την προσκληση.» ευγεναστος όπως παντα, χαιρετησε τους γονεις των μελλονυμφων και επειτα φιλησε σταυρωτα την Φαιη, που συμπαθουσε πολύ, για τον Γιαννη δεν τρελαινοταν, αλλα αυτό ηταν μαλλον αμοιβαιο.

  Η Κυβελη ενιωθε αρκετα βλεμματα πανω της, μα εκεινη με την ακρη του ματιου της κοιτουσε τον Ορεστη, που γερμενος στην θεση του, σαν να του ανηκε το σπιτι, ανελυε τον φιλο της από πανω μεχρι κατω.
«Γιωργο μου πανω στην ωρα, θα τρωγαμε!» η Ιφιγενεια του ψιθυρισε, πριν τον βαλει να κατσει αναμεσα στην ιδια, και την Κυβελη.
«Εμ πες το ετσι, για το φαγητο ηρθε.» ο Πολιτης σχολιασε κατω από την ανασα του και ο Ορεστης επνιξε ένα γελακι.

Η κοπελα αγριοκοιταξε και τους δυο πριν συρει την καρεκλα της πιο κοντα σε εκεινη του Γιωργου και παρει μια μεγαλη ανασα από το βαρυ, πλεον γνωριμο αρωμα του.
Αιφνιδιαζοντας τον, ευχαριστα, εγειρε προς το μερος του και τον φιλησε. Ενιωθε δυο διαφορετικα ματια να την καινε.
Μα δεν την ενδιεφερε, ηταν τολμηρη! Ισως εφταιγε το κρασι, ισως μια περιεργη, βαθια αναγκη της να τον εκδικηθει.
Εχω γινει ένα τερας.

20.45

  Το κλιμα ηταν γιορτινο, και ολοι ειχαν παρασυρθει από διαφορες συζητησεις, από τις ιστοριες του Βασιλη για την παρεα, από τα σαρκαστικα αστεια του Κωνσταντινου, τις περιγραφες της Ερμιονης, τον Ορεστη που εκοβε εκει που ο Γιαννης εραβε.

  Η Κυβελη ηταν κιολας, διχως να παρατηρησει κανεις, στο πεμπτο ποτηρι κρασι, και ειχε γειρει ελαφρως πανω στον Γιωργο, αγνοωντας τον Ορεστη που την καρφωνε διχως ντροπη με το βλεμμα του, και τον μπαμπα της που εδειχνε να αποδοκιμαζει την ξαφνικη τρυφεροτητα της, μονο ο Γιωργος εμοιαζε κατι παραπανω από ανετος με αυτό.

«Και να ειμαστε τωρα, πεντε ατομα πανω από το twister, και να μην μπορουμε να ξεμπλεχτουμε! Ηταν ενας ζωντανος εφιαλτης.» Ο Βασιλης βρισκοταν σε παραληρημα, που ολοι εμοιαζαν να απολαμβανουν.
«Πραγματικα....σας ειδα ολους από τοσο περιεργη γωνια...» ο Κωνσταντινος γυρισε προς την Ιωαννα και την κοιταξε με νοημα.
«Ηταν η στιγμη που καταλαβα ότι με τα κοριτσια ειμαστε μονο φιλοι.»

Η Κυβελη, όπως και οι υπολοιποι, ξεσπασαν σε ντραταχτα γελια, και η δικηγορινα ηταν σιγουρη πλεον, εφταιγε το κρασι.

  Εφτανε η ωρα για φαγητο, οποτε ο πατερας του Γιαννη σηκωθηκε ορθιος, και υψωσε το ποτηρι του. Αμεσως επεσε σιωπη και οι συζητησεις επαψαν.
«Είναι τοσο σημαντικη μερα για την οικογενεια μας η σημερινη, Φαιη μου...» κοιταξε την ξανθουλα, που ειχε αρχισει ηδη να βουρκωνει.
«Ανυπομονω να σε καλωσορισω και επισημα στην οικογενεια μας.» κανει μια παυση και γνεφει στον πατερα της, μα πριν το κλιμα γινει πολύ συγκινητικο το διορθωνει.
«Του πεφτεις πολλη, αλλα ελπιζω να είναι αργα για σενα να το μετανιωσεις.» το μικρο του σχολια προκαλεσε γελιο, ειδικα από τον γιο του. Η ξανθουλα εσκυψε προς το μερος του και τον φιλησε τρυφερα, το χερι του δεν ειχε φυγει από την μεση της ολο το βραδυ.

«Ορεστη, υποσχεθηκες θα πεις δυο λογια, μην μας κανεις να το μετανιωσουμε.» σχολιαζε πειρακτικα για τον παιδικο φιλο του γιου του, και η καρδια της Κυβελης φτερουγιζει αποτομα.
Ή μηπως φταιει το κρασι;

  Ο Γιωργος διπλα της γερνει προς τα πισω και τον παρατηρει, δεν είναι χαζος, υποψιαζεται ότι κατι τρεχει αναμεσα στην κοπελα που ηθελε, και εκεινον τον απιστευτα χαλαρο τυπο που ολοι εμοιαζαν να συμπαθουν, και σε τιποτα δεν ταιριαζε με την Κυβελη

  Η Κυβελη βλεπει τον Ορεστη απεναντι της να περναει το χερι του μεσα από τα μαλλια του και να διαχωριζει τις μπουκλες του για να στρωσουν καλυτερα. Πιανει ένα ποτηρι σαμπανια και στεκεται ορθιος, το πολο μπλουζακι του στρωνει υπεροχα και-
Μακαρι να εφταιγε το κρασι.

«Λοιπον κυριε Σωτηρη, για καποιον που εκλεψε την ατακα που πριν δεκα λεπτα τον ρωτησα αν είναι καλη εχετε θρασος.»
Ο μεσηλικας που μολις ειχε κατσει κατω επνιξε ένα γελακι και αρνηθηκε τα παντα.

  Ειχε κερδισει το ενδιαφερον ολων στο λεπτο, αλλα ετσι ηταν ο Ορεστης. Η δικηγορινα επετρεψε στον εαυτο της να τον κοιταξει, τωρα δεν θα φαινοταν αναρμοστο.
«Να ξερετε ότι αυτή είναι η αναθεωρημενη εκδοχη, χαθηκαν όλα τα καλα αστεια γιατι 'θα είναι οι οικογενειες μας εκει Ορεστη.'» μιμηθηκε την φωνη της Φαιης τοσο καλα που θα ορκιζοταν ότι η Ερμιονη από την απεναντι πλευρα κοντεψε να πνιγει με το νερο της.
Στο γελιο που ελαβε ως απαντηση χαμογελασε γοητευτικα και εβαλε το χερι του στην τσεπη της βερμουδας του.
Χαλαρος και γοητευτικοτατος.
Πρεπει να σταματησεις να πινεις κρασι
, ειπε στον εαυτο της πινοντας άλλη μια γουλια.

 «Ξερω τον Γιαννη από τοτε που θυμαμαι τον εαυτο μου, και Φαιη μου μπορω να σε διαβεβαιωσω ότι εχεις μπλεξει πολύ ασχημα, αλλα αφου δεν το καταλαβες 6 χρονια τωρα εμενα δεν με αφορα..» πριν προλαβουν να γελασουν ολοι, σοβαρεψε καπως.
«Αλλα για να μην κανω 'τον καραγκιοζη', όχι δικα μου λογια, θα περασω στο θεμα μας.»
«Καιρος ηταν.» ο Δημητρης φωναξε αλλα ειχε ένα μειδιαμα στα χειλη του, η Ιφιγενεια τον σκουντηξε κατω από το τραπεζι.

«Δεν ειμαι ρομαντικος, αλλα βλεποντας εσας τους δυο επιβεβαιωνεται η πιστη μου στην αγαπη και τον μεγαλο ερωτα.» τα λογια του ηταν υπερβολικα γλυκα για να μην χαμογελασει. Η καρδια της σκιρτησε.
«Φαιη μου, σε γνωρισα ως κοπελα του κολλητου μου, και μπορει να φανηκα πολύ χαλαρος και φιλικος, αλλα μεσα μου σε εκρινα» κανει μια παυση και το σκεφτεται καπως.

«Αναρωτηθηκα, είναι αυτή η καταλληλη κοπελα για τον Γιαννη; Βεβαια μετα σκεφτηκα 'ενταξει δεν θα την παντρευτει κιολας, 20 χρονων ειμαστε.'» γελαει.
«Αλλα αν το καλοσκεφτουμε, δεν ησασταν απλως ένα ζευγαρι, ησασταν η κολλα της παρεας μας, η σταθερα που μας κρατουσε ολους μαζι. Αν δεν ησασταν εσεις δεν θα ειχαμε γνωριστει ποτε μεταξυ μας.»

  Οι εξι φιλοι κοιταχτηκαν μεταξυ τους σε μια στιγμη αγνης συνειδητοποιησης, σαν να ειχαν τωρα συνειδητοποιησει ποσος καιρος ειχε περασει.
«Οποτε σας ευχομαι να αγαπιεστε παντα όπως τωρα και να ζησετε μια υπεροχη ζωη μαζι, κατά προτιμηση σε ένα σπιτι όχι πολύ μακρια από το δικο μου, » η τελευταια ατακα ηταν κυριως γιατι η κυρια Αντωνια και η μαμα του Γιαννη ειχαν βουρκωσει, η Ερμιονη το ιδιο, η Κυβελη ειχε μουδιασει.
Λες και θα μεινει στην Ελλαδα.

«Να ειστε παντα, εσεις και φανταζομαι οι απειρες επαιτιοι σας, ο λογος που ο,τι και να γινει αναμεσα μας.» ξεροκαταπινει, γυρναει προς το μερος της, το απεραντο πρασινο και το βαθυ γαλαζιο την καινε, πως τολμαει μπροστα σε ολους;
«θα επιστρεφουμε παντα ο ενας στον αλλον.»

  Η Κυβελη νιωθει μια δονηση κατω από τα ποδια της σαν να γινεται σεισμος, μα είναι η καρδια της, που τρεμει αλυπητα και την τρανταζει.
Μα ο βιολιστης δεν την κοιτα άλλο, σαν να θελει να της δωσει ένα λεπτο να ανασανει. Στρεφεται προς το ζευγαρι.
«Να ζησετε και να ειστε παντα ευτυχισμενοι.» σηκωνει το ποτηρι ψηλα, οι υπολοιποι ακολουθουν το παραδειγμα του.

«Λοιπον εισαι τελικα πολύ καταφερτζης Ορεστη Νικολαϊδη!» η κυρια Βικυ κοιταξε την Νεφελη, που ρολλαρε τα ματια της, σαν να συμμεριζοταν το ποσο ευκολα μπορουσε ο γιος της να καταφερει κάθε γυναικα, και να την φερει στα μετρα του.

«Νομιζω πρεπει να βγαλουμε αυτή την παρεα μια φωτογραφια.» ο θειος του Γιαννη, που η Κυβελη δεν θυμοταν καν αν του ειχε συστηθει, προτεινε.
Αυτό μου ελειπε τωρα.

«Ναι ναι ναι!!» η Αντωνια αναφωνησε. Τα αγορια αρχισαν να γκρινιαζουν αλλα μαζευτηκαν στην μια ακρη του τραπεζιου.
«Δεν θα σηκωθεις;» ο Γιωργος ψιθυρισε στο αυτι της, ειχε γειρει αρκετα κοντα της. Ο Ορεστης που ειχε κατσει ηδη σε μια πολυθρονα την κοιταξε επιμονα.
«Κυβελακι ελα!» η Ερμιονη εσπευσε να την γλιτωσει.
«Αν μπορεις να σηκωθεις.» μουρμουρισε κατω από την ανασα του ο Βασιλης.
Η κοπελα ρολλαρε τα ματια της και κρατηθηκε από την καρεκλα της για να δωσει ωθηση και να σηκωθει. Για ονομα, ηταν οι γονεις της ακομα εκει, δεν θα την εβλεπαν λιωμα!

   Περπατησε προς τα εκει που βρισκονταν οι φιλοι τους, οι μισοι καθισμενοι και οι αλλοι μισοι ορθιοι. Φυσικα το μονο σημειο που εβγαζε νοημα να βρισκεται εκεινη ηταν διπλα στον Ορεστη. Με βαρια καρδια καθισε στο μπρατσο της πολυθρονας του, αναμεσα σε εκεινον και τον Γιαννη, πανω στον οποιο καθοταν η Φαιη, κρυβοντας της ελαφρως.
«Συμπτυχθειτε!!» εδωσε οδηγια η Ιωαννα.
Ηταν ανωφελο να προσποιηθει ότι δεν θα χαμογελουσε. Το ηθελε με ολη της την καρδια.
Ο βιολιστης, σε μια ταχα προσπαθεια να ερθει πιο κεντρικα στην φωτογραφια, περασε το χερι του γυρω από την μεση της, η παλαμη του ακουμπησε πανω στο λεπτο υφασμα και την ζεστανε κι άλλο.
Ηθελε να τον κοιταξει και να του πει να σταματησει, μα δεν γινοταν να το κανει μπροστα σε ολους.
Αρκεστηκε σε ένα χαμογελο.

«Τελειωνετε πονανε τα ποδια μου!» ο Βασιλης γκρινιαξε και η Ερμιονη τον σκουντηξε, ο Κωνσταντινος στριφογυρισε τα ματια και προχωρησε προς την Ιωαννα για να της δειξει πως να βγαλει την φωτογραφια καλυτερα.
«Δεν μπορεις να μην πεις την μαλακια σου για πεντε λεπτα ε;» η ξανθουλα ρωτησε τον φιλο της, ο οποιος χαμογελασε παιχνιδιαρικα.
«Τα δικα μου ποδια αντεχουν παντως.» ο ψιθυρος του Ορεστη εφτασε μεχρι τα αυτια της, τον ενιωσε πιο κοντα της.
Γυρισε προς το μερος του και τον κοιταξε, το αιμα της εβραζε. Η κανελα την επνιγε. Ηξερε ότι ολοι τους κοιτουσαν.
«Τοτε να γυρισεις σπιτι σου με τα ποδια.»

Γελασε δυνατα στην απαντηση της,και εκεινη στο γελιο του μαλακωσε.
Αναθεματισμενε βι-
Ελεος Ορεστη.

Η φωτογραφια τραβηχτηκε. Και μεσα στα επομενα χρονια θα εμπαινε σε πολλα αλμπουμ αναμνησεων.
Ηταν ο,τι πιο αντιπροσωπευτικο της παρεας, ο Γιαννης και η Φαιη ηταν το τελειο ζευγαρι, ο Κωνσταντινος προσπαθουσε να χωρισει την Ερμιονη και τον Βασιλη, ενώ ο Ορεστης γελουσε δυνατα με την Κυβελη απεναντι του να προσπαθει να κρυψει ένα χαμογελο.
Γιατι οντως, θα εβρισκαν παντα τον δρομο...ο ενας πισω στον αλλον...

------------------------------------------------------

Το κλιμα αλλαξε πολύ όταν οι περισσοτεροι αρχισαν να φευγουν, ολοενα και επεφτε ο μεσος ορος ηλικιας.
Ο Ορεστης συζητουσε με τα αγορια για το μπατσελορ, και ο Γιωργος διπλα της ολως παραδοξως συμμετειχε στην συζητηση.
«Γινονται ακομα τετοια;» Δημητρης αφησε την συζητηση με τον Πετρο, τον Σωτηρη και τον Κυριακο και πεταχτηκε στον απεναντι.
«Γιατι εσυ ειχες κανει;» η πρωην συζυγος του, που επινε το τριτο κοκτειλ της τον πειραξε.
Την κοιταξε σοβαρος για λιγο, αμιλητος, πριν γυρισει προς το μερος του Γιαννη.
«Θα κανεις μπατσελορ;»
«Φυσικα και θα κανει!» Ο Βασιλης πεταχτηκε.
Μια χορωδια από 'ωχ' ακουστηκε στον χωρο.


«Η ατμοσφαιρα μυριζει μπαρουτι.» σχολιασε η Ερμιονη και φαινοταν εκστασιασμενη. Η Φαιη δεν το συμμεριζοταν αυτό το συναισθημα.
«Θα αντεξετε μεχρι την Σαντορινη;» κοιταξε την κολλητη της ελπιζοντας σε ένα ναι.

Το δωρο των κουμπαρων η Φαιη και ο Γιαννης το σκεφτηκαν πολύ, και κατεληξαν να παρουν κατι σε ολη την παρεα.
Οποτε επεκτειναν το ταξιδι τους στην Σαντορινη τρεις μερες, και οργανωσαν διακοπες για επτα ατομα.
Ειχαν χρονια για ρομαντικες διακοπες οι δυο τους, μα ποτε θα ηταν παλι η παρεα μαζι;
Αυτή η ερωτηση τους πονουσε ολους, μα επελεγαν να αγνοουν την πραγματικοτητα που τους χτυπουσε την πορτα.
Η Κυβελη δεν ειχε ακουσει καν την ερωτηση, ειχε το βλεμμα κολλημενο εξω, και παρατηρουσε.
Οι γονεις της ετοιμαζονταν να φυγουν, ο Γιωργος ελεγε κατι με τον Κωνσταντινο, και ο Ορεστης σηκωνοναν ορθιος να χαιρετησει την μαμα της, μη αφηνοντας από το οπτικο του πεδιο τον γιατρο.

«Πως εισαι Κυβελη;» Στην κουζινα οι τρεις φιλες ειχαν καθισει μαζι με την Ιωαννα και προσπαθουσαν να ξεμεθυσουν, ειχαν παρασυρθει ολες.
«Λιωμα.» η κοπελα μουρμουρισε και αναρωτηθηκε αν μπορει να σηκωθει από την καρεκλα της.

«Θες να σε παμε σπιτι;» η Φαιη της ετριψε το μπρατσο.
Θελω τον Ορεστη.
«Θα ξαπλωσω λιγο. Μην με δουν οι γονεις μου ετσι χαλια.» ψιθυρισε σαν να ηταν μυστικο.
«Ναι γιατι αν πας στο δωματιο του Γιαννη στο πατρικο του και ξαπλωσεις στις 12.30 το βραδυ είναι δειγμα ότι εισαι καλα.» η Ερμιονη ειρωνευτηκε και η Ιωαννα γελασε σιγανα.
«Πειτε στον Γιωργο να ερθει, ταχα ότι κατι τον θελω.» ζητησε και ηπιε άλλη μια γουλια νερο.
Οι φιλες της κοιταχτηκαν διστακτικα, μα η Ιωαννα βρηκε το θαρρος και σηκωθηκε.

Δεν ηξερε τι εκανε, ή μαλλον δεν ηξερε που θα οδηγουσε ολο αυτό.
Θα μαθαινε συντομα ομως...


«Τι επαθες Κυβελη μου;» ο Γιωργος χτυπησε την πορτα του δωματιου του Γιανη διστακτικα, μα βλεποντας την ξαπλωμενη σε αυτό, με το φορεμα να εχει ανεβει επικινδυνα πολύ, τον εκανε να ξεχασει την ανησυχια του.
«Μεθυσα.» γουργουρισε παιχνιδιαρικα και τριφτηκε στο παπλωμα.
«Μεθυσες ε;» επαιξε το παιχνιδι της, εκλεισε την πορτα και καθισε στην ακρη του κρεβατιου.
Τον τραβαει από το πουκαμισο πανω της. Τον φιλαει σαν να είναι η πιο ερωτευμενη γυναικα στον κοσμο.

  Η πορτα χτυπαει εντονα. Κοκκαλωνουν μα δεν κανουν κινηση να σηκωθουν.
«Γιωργο χτυπαει το κινητο σου, ηταν από το νοσοκομειο οποτε το σηκωσα, υπαρχει επειγον.» η φωνη της μαμας της, αν δεν ηταν αυτή καθ αυτή που χαλασε την διαθεση, ηταν τα νεα που κουβαλουσε.
Ο Γιωργος τσιτωσε, υστερα μουγγρισε και ξεφυσηξε.

Η Κυβελη αναρωτηθηκε αν οντως θα εκαναν σεξ πανω στο εφηβικο κρεβατι του Γιαννη.
Την κοιταξε απολογητικα στα ματια.
«Πρεπει να φυγω μωρο μου.» εσκυψε προς το μερος της και την φιλησε.
«Θα σε πανε οι γονεις σου σπιτι σε παρακαλω πολύ;» την εβαλε να του υποσχεθει.
Εκεινη του εγνεψε και χωθηκε μεσα στα σκεπασματα.
«Θα μεινω λιγο εδώ και θα σηκωθω, το υποσχομαι.» του δηλωσε σαν μικρο παιδι, κανοντας τον να γελασει.
Η πορτα ανοιξε και εκλεισε. Ακουσε συζητησεις πολλες από τον κατω οροφο, πορτες να ανοιγοκλεινουν. Στο σκοτεινο σιωπηλο δωματιο βρηκε μια γαληνη περιεργη, που η πιεση των τελευταιων ωρων της ειχε ληστεψει.

  Ακουσε βηματα από τον διαδρομο, και ηξερε ηδη ποιος ηταν. Μα πως γινοταν να μην αναγνωρισει τα βηματα του;
Καυχασε πιστευοντας ότι ο Ορεστης ηθελε να την αιφνιδιασει.
Και αναρωτηθηκε ποσο θρασυς ηταν που δεν περιμενε ουτε πεντε λεπτα μεχρι να φυγει από την γειτονια ο Γιωργος.

«Ο συνοδος σου πηγε να σωσει ζωες και σε αφησε εδώ μεθυσμενη μεσα στα σκοταδια;» η σαγηνευτικη φωνη του την ξυπνησε μεσα από την θολουρα της.
Ηταν πιο κοντα της από ότι πιστευε.
«Ασε με.»
«Δεν σε αγγιζω.»
«Δεν εννοω αυτό.» μουγγρισε.
Γελαει.
«Ωωω το ξερω μωρο μου, εννοεις 'αγγιξε με, παντου'»
Ευλογησε το σκοταδι που εκρυψε το κοκκινισμα της.

«Τι παιχνίδια παίζεις Ορεστη;» ψιθυρισε εκνευρισμενη.
«Εγώ παίζω το παιχνίδι σου δικηγορίνα, ενδίδω, δεν ενδίδω.»
«Ζηλεύεις»
Δεν απαντάει.
«Απάντησε μου.»
Σκυβει προς το μερος της, το προσωπο του σκληραινει αποτομα. Το φως του μικρου πορτατιφ τονιζει τις γραμμες του.
«Αρρωσταίνω από ζήλια.»
Αρρωσταινω.
Της κόπηκε η ανάσα.
«Δεν υπαρχει εκτακτο περιστατικο στο νοσοκομείο.» της λεει, σαν να θελει να δει την αντιδραση της, σαν να το εκανε μονο για αυτο.

Ένα μέρος της το ξέρει ήδη, αλλά εκείνο το μικρό κομμάτι της που δεν έχει ιδέα αναφωνεί.
«Τον έστειλες μισή ώρα μακριά για να φύγει; Αυτό είναι άρρωστο.»
«Ανεβήκατε εδώ πάνω οι δυο σας να κάνετε τι;» Δεν τον νοιαζει καν να της απαντησει. Τα δόντια του τρίζουν.
«Ότι θελουμε.» Απαντάει με θράσος.
«Ότι θέλετε Ε ;» Αρχίζει να εκνευρίζεται,
«Λοιπόν τώρα που σε έχω για μιάμιση ώρα δικη μου θα κάνω κι εγώ ότι θέλω.»
Θελει να γελασει στο θρασος του, ανακαθεται καπως στο κρεβατι στο κρεβατι.
«Είσαι λιώμα.»του Αναγνωρίζει.
«Ενώ εσυ δεν είσαι;» Γελάει μέσα στα μούτρα της. Δεν του απαντάει τίποτα.
«Ανέβηκες εδώ με αυτόν να κάνετε τι;» ξαναγυριζει το θεμα εκει που τον καιει.
«Να ξαπλώσω λίγο.» Γουργούρισε και τεντώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα.
«Α ναι ε; Να ξαπλωσεις. Και ο Γιώργος γιατί ανέβηκε;»
«Εσυ γιατί ανέβηκες;» Τον προκαλεί. Στενεύει το βλέμμα.
«Όχι.» Αρνείται να το πιστέψει. Γνέφει θετικά γελώντας.
«Κι όμως.»

«Εδώ μέσα;» Χάνει το μυαλό του.
«Εδώ πανω.» οι λεξεις κυλουν από τα χειλη της σαν δηλητηριο και γεμιζουν το δωματιο οξυ, πνιγεται.
«Γιατι μου το κανεις αυτό;» την ρωτα, σαν να την ικετευει ακουγεται, καταβαθος. Το μειδιαμα δεν ξεκολλαει από το προσωπο του, μα η Κυβελη ξερει ότι συσσωρευεται σιγα σιγα οργη.
«Δεν καταλαβαινω τι λες.» στο μισοσκοταδο βλεπει την κοπελα να χαμογελαει, σαν να ειχε κατορθωσει αυτό που ηθελε.

Σηκωνεται ορθιος, η οργη τον εχει κυριευσει.
Ποια νομιζει ότι είναι;
Προχωραει προς την πορτα, και την αφηνει να πιστεψει ότι θα φυγει, μα δεν το κανει, αντι αυτου, την κλεινει με κροτο και κλειδωνει.
Αυτό την κανει να ανασηκωθει, η ζαλαδα την χτυπαει κατακουτελα, μα η κινηση του, που τους φυλακιζει στο δωματιο την βαζει στην πριζα.
«Τι κανεις;» περπαταει προς την πορτα, με σκοπο να ξεκλειδωσει και να φυγει, να παει στο μπανιο και να ριξει πολύ νερο στο προσωπο της.
Μεχρι να παψει να καιει για εκεινον.

«Τωρα που δεν μπορεις να φυγεις, για πες το παλι αυτό.» το φωτιστικο πισω τους, στο κομοδινο του Γιαννη, τον χτυπαει απευθειας στο προσωπο, και ετσι τον βλεπει καθαρα.
Εχει σμιξει τα φρυδια και εχουν δημιουργηθει αυτές οι υπεροχες ρυτιδες που της εδειχναν ότι σοβαρευε. Το σαγονι του ηταν σφιγμενο και η κατω γναθος του ειχε ακονιστει, ο τενωντας του ετρεμε. Ηταν εξαλλος, καταβαθος. Μετα βιας διατηρουσε ένα μειδιαμα, ειρωνικο πλεον.

«Πρεπει να βγω εξω, θα με ψαχνουν.» προφανθηκε.
Κανει ένα βημα προς το μερος της και τυλιγει το χερι του γυρω από την μεση της.
Την τραβαει πανω του, και το σωμα της συγκρουεται με το δικο του, ζαλιζεται κι άλλο από την κοντινη τους αποσταση. Γερνει προς το μερος της και όταν εκεινη κανει να απομακρυνθει την σφιγγει κι άλλο.
«Εχουν φυγει τα παιδια, θα σε παω σπιτι όταν τελειωσουμε εδώ.» η φωνη του χαμηλοφωνη, μα απειλητικη, το βλεμμα του σοβαρο και τα ματια του σκουρα.
«Δεν εχουμε να πουμε τιποτα.» τον αποπηρε, παρατωντας την προσπαθεια να ελευθερωθει. Η κανελα απλωθηκε στο οσφρητικο της πεδιο, και λυθηκε η καρδια της.
«Ποιος ειπε ότι θα μιλησουμε;» το μειδιαμα του εγινε αυταρεσκο, σαν να ηξερε ότι την ιδια στιγμη που ειπε την ατακα αυτή τα γονατα της κοπηκαν.

«Αχρειαστα χυδαιος, δεν προκειται να το συνεχισω αυτό εδώ, ειδικα με τον Γιαννη και τους γονεις του στον κατω οροφο.» του υπενθυμισε κι ας ηξερε ότι ο Ορεστης δεν ειχε ενδοιασμους και συστολη.
«Με τον Γιωργο τηλεμεταφερθηκατε σε άλλο σπιτι;»
Ηξερε ότι τα λογια της θα γυρνουσαν μπουμερανγκ.
«Ο Γιωργος είναι η σχεση μου.» του δηλωσε, ξεροντας ότι τον διελυε αυτό.
«Μην λες μαλακιες, τιποτα δεν σου είναι. Για να με πληγωσεις τον κρατας.» φτυνει τις λεξεις. Είναι σε αποσταση αναπνοης και νιωθει στο στερνο του να ανεβοκατεβαινει με κάθε κοφτη ανασα που παιρνει.

«Θα ηθελες, απλα τυχαινει να εισαι εδώ.» λεει ψεματα, το ξερουν και οι δυο.
«Πες μου ότι δεν κάνατε τίποτα, πες το μου.» ικέτεψε, και η ορμή του σχεδόν την έκανε να θέλει να συμφωνήσει.
«Ορεστη βγαίνουμε, προφανώς κάπου στηρίζεται όλο αυτό.» Οι λέξεις βγήκαν άτσαλα από το στόμα της.
Το κράτημα του σφίγγει, την σπρώχνει πάνω στο τζαμι, παγώνοντας την.
Το παράθυρο που εχει κολλήσει η πλάτη της έχει θεα στον κήπο, όπου οι γονείς του Γιάννη μαζί με τους υπεύθυνους catering μαζεύουν.
«Θα...θα μας δουν.» ψελλίζει, κι ας ξέρει ότι αυτό δεν θα τον σταματούσε ποτε, ειδικά τώρα.
«Ας τους δώσουμε κάτι αξιο της προσοχης τους τότε.» Το χέρι του χαμηλώνει στο φόρεμα της, και το σηκώνει ψηλά,φανερώνοντας το γυμνό της δέρμα. Το κοιτάζει σαν να προσπαθεί να συνειδητόποιησει ότι είναι όντως εκεί, χιλιοστά μακριά της.

«Ορεστη! Εχω σχεση, δεν σε θελω!» του λεει σκληρα, σαν να θελει να τον ξυπνησει.
Μα εκεινος μονο πιο πολυ παθιαζεται. Απομακρυνεται ελαχιστα, μα δεν την αφηνει.
Την κοιταζει βλοσηρα στα ματια.
«Προσπαθείς να με τιμωρήσεις, ή χτυπάς εκεί που νομίζεις ότι δεν πονάει;»
«Έχεις πιει πολύ και λες ασυναρτησίες.»
«Γιατί να είσαι με κάποιον που δε θες;» την ρωταει ευθεως.
«Γιατί να μην τον θελω; Και γιατι να νομίζεις ότι έχεις λόγο στην ζωή μου;δεν σε αφορούν τα ερωτικά μου.»
«Ο,τι σε αφορα με αφορα.» Της δηλώνει τελεσίδικα
Η καρδιά της χάνει δέκα χτύπους, μένει εμβρόντητη να τον κοιτάζει.

   Εντοπίζει το βλέμμα της γεμάτο σύγχυση, κάπου κρυμμένο ένα καρδιοχτύπι, χαμογελάει περήφανα και περνάει μια τούφα πίσω από το αυτί της.
«Να το το πανέμορφο κορίτσι μου.»
Άθελα της χαμογελάει, ποσο καιρό είχε να το ακούσει αυτό; Η καρδιά της μάτωνε.
Γρήγορα μαζεύτηκε πάλι, διώχνοντας το χέρι του μακριά, σπρώχνοντας τον πίσω.

«Να ξέρεις ο Γιώργος θα είναι έξαλλος.» Του δήλωσε, υπονοώντας ότι και η ίδια ήταν.
Ο Ορεστης τσίτωσε. Πάλι για αυτόν θα λέμε;
«Καρφί δεν σου καίγεται για αυτόν.»

«Γιατί δεν μπορείς να δεχτείς ότι με ελκύουν και αλλα άτομα;» χλευάζει.
Ο Ορεστης ανασηκώνει το φρύδι
«Γιατί ποιος άλλος σε ελκύει;»
Ξεροακαταπινει, την στριμωχνει, παντα και παντου. Με τις λεξεις ή το σωμα του, και ολες τις φορες της κοβει την ανασα.
Σηκωνεται για να φυγει, τον προσπερναει και φτανει στην πορτα.

«Οποτε αυτό ηταν; Ο Γιωργος είναι ο ενας; Γι αυτό τον εφερες στο παρτι και όχι στον γαμο;» σαρκαζει, ξεροντας οτι αυτο θα την τσιτωσει. Φυσικα και το κανει, ξερει την Κυβελη καλα, και η κινηση της να απομακρυνει καποιον που υποτιθεται θελει, από σημαντικες στιγμες δειχνει πολλα.
«Όχι δεν είναι, αλλα καποια στιγμη θα ερθει καποιος και θα είναι, μπορει να γινει αυριο, μπορει να γινει σε μια εβδομαδα, μπορει σε έναν μηνα, αλλα θ-»
Ορμαει πανω της και την φιλαει.
Η Κυβελη κοντρα στα χειλη του αναφωνει, της κοβεται η ανασα.
Και επειτα σιωπη. 

Τα χειλη του καλυπτουν τα δικα της, και αν δεν παρει ανασα θα σκασει, μισανοιγει τα χειλη και την πολιορκει διχως ενδοιασμους. Η κανελα την κυριευει, το φιλι τους βαθαινει και με κάθε δευτερολεπτο που περναει βυθιζεται σε έναν κικεωνα συναισθηματων. Το κρασι που εχουν καταναλωσει τους εχει καψει. Η μικρη αυτή επαφη πυροδοτει την απολυτη εκρηξη.
Γιατι δεν μπορουσαν να σταματησουν. Σαν να εφτανε ένα φιλι να σβησει δυο χρονια.
Η Κυβελη βγαινοντας από την ζαλαδα της προσπαθησε να παψει το φιλι, να βρει την ανασα της. Μα το φιλι ηταν η ανασα της.

«Μαζι μου θα εισαι.» της ψιθυριζει και την σπρωχνει προς τα πισω. Το σωμα της ακουμπαει στον τοιχο και νιωθει το δερμα της να καιγεται, σαν να ηταν ετοιμη να σκασει, μια ωρολογιακη βομβα.
Τα χειλη της απελευθερωνονται και πασχιζει να ξεφυγει από το κρατημα του, καταβαθος δεν ξερει αν το θελει οντως, μα ένα μερος της βραζει από θυμο.
Το θρασος του.
Και ένα άλλο γεμιζει πεταλουδες, γιατι δεν υπηρχε τιποτα πιο οικειο από αυτό.
Το θρασος του.

«Σε μισω Ορεστη.» ψιθυριζει, παγωνοντας τον στιγμιαια. Σταματαει να την φιλαει, το κρατημα του σφιγγει.
«Ψεματα.» την κοιταζει, ψαχνοντας να βρει το ψεμα μεσα στα ματια της, ενώ τα δικα του, ολοενα και βαθαιναν, με κάθε δευτερολεπτα ειλικρινειας που περνουσε.
«Σε μισω που με αφησες. Θελω να σε πονεσω.» ψιθυριζει, βαριανασαινει, το σωμα του πανω στο δικο της.
«Πονεσε με τοτε.» την προκαλει.
Της προκαλει την απολυτη συγχυση, αποστροφη και απολυτη προσκολληση, εμμονη και απεχθεια, τον κοιταζει και δεν μπορει να ελεγξει τις δυο πλευρες που παλλονται για να υπερισχυσουν.

  Τοτε, στις αρχες, λιγο πριν επισημοποιησουν την σχεση τους, ειχαν τσακωθει. Της ειχε πει «Δεν ξερω αν μισεις το ότι με αγαπας ή αγαπας να με μισεις.»
Δεν το ηξερε εκεινη την στιγμη, μα τιποτα από τα δυο δεν ισχυε, ηταν ερωτευμενη μαζι του, αγνα και αθωα.Τωρα όμως ισχυε, τον κοιτουσε και τα πιο πρωτογωνα αντιπαλλομενα ενστικτα της εβγαιναν στην επιφανεια.

  Πλεον ο τοιχος ειχε παρει φωτια κατω από το σωμα της, το κορμι του, κολλημενο χιλιοστο προς χιλιοστο πανω στο δικο της, ηταν σκληρο και ακαμπτο. Η ενταση αναμεσα τους αποπνικτικη.
«Πονεσε με Κυβελη.» την παροτρυνε, προκλητικα.
Εγειρε προς το μερος της και σαν να της παρεδιδε τον εαυτο του, αφεθηκε στην κριση της.

  Και τον πονεσε, με τον πιο κτηνωδη και υπουλο τροπο, τον φιλησε, βαθια, κτητικα και πεινασμενα, σχεδον πηδηξε πανω του και τον φιλησε, σαν να ειχε ξεπαγωσει μια αντιδραση που ανηκε στο παρελθον.
Δεν υπάρχει πια επιστροφή. Το ξέρουν και οι δυο.

Είναι λάθος, τόσο λάθος, τόσο κακό. Γιατί το κάνω αυτό στον εαυτό μου;

Τα χείλη του, μαλακά και ζεστά, χαϊδεύουν το δέρμα του λαιμού της, ρουφάνε και γλύφουν, την καίνε, στέλνουν ένα γαργαλητό χαμηλά στην κοιλιά της.
Τον αφήνεις να επιστρέψει, έχεις αξιοπρέπεια;
Τα χέρια του κατεβαίνουν στην μέση της και την κρατούν σταθερή, κοντά του.
Είμαι ευτυχισμένη, ψιθυρίζει εκείνο το κορίτσι που τον αγαπούσε πολύ.

Είναι τόσο λάθος, τόσο αμαυρωμένο, το έχουμε κιβδηλώσει.

Γιατί να γυρίσεις κάπου όπου έφυγες;

Γιατί να γυρίσεις κάπου που σε έδιωξαν.

Με το σώμα του σπρώχνει τα πόδια της να ανοίξουν, χώθηκε βαθιά ανάμεσα τους και την τράβηξε πάνω του, να τυλιχτεί γύρω από την μέση του.

Το γυαλί κάτω από το γυμνό της δέρμα ήταν κι αυτό καυτό.
«Μυρίζεις τόσο ωραία, έχεις αυτό το άρωμα, τόσο Κυβέλη.»
Η μπλε Nivea της έκλεισε το μάτι. Αυτό ήταν. Ο Ορεστης δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω πια. Το μεθυστικό άρωμα τον ειχε τυφλώσει, το τρυφερό της δέρμα τον αγκάλιαζε ψιθυρίζοντας του ότι τα ειχε καταφέρει, ειχε γυρίσει σπίτι.

Όμως ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα, τα μάτια της αρνούνταν τα δικά του, τον απέφευγε!
Η καρδιά της έλεγε ναι, μα κάθε τι έδινε λογική στο σώμα της φώναζε όχι!
Είχε γίνει για εκείνη το απαγορευμένο.

Και με κάθε δευτερολεπτο που μοιραζοντας μια αναπνοη εχαναν και άλλο την δικη τους.
Τα χερια του βρεθηκαν στο φορεμα της.
Εκεινη την στιγμη, η πορτα χτυπησε.

«Κυβελη όλα καλα;» η φωνη του Γιαννη ακουγεται από την άλλη ακρη, σαν να ξερει ότι κατι παει πολύ στραβα εκει μεσα.
Η Κυβελη κοκκαλωνει.

Κατι παει πολύ στραβα εκει μεσα, εδώ μεσα.
Εφυγες, και δεν γυρισες.
Και το κυριοτερο, αγαπουσες καποια, πολύ, για πολύ καιρο, θα την αγαπας για παντα.
Και το πιο κυριο από όλα, αυτή δεν ειμαι εγω.

Τον εσπρωξε πιο δυνατα από ότι σχεδιαζε. Σχεδον πισωπατησε. Δεν μπηκε καν στον κοπο να παρει τα πραγματα της. Ανοιξε την πορτα διαπλατα για να αντικρισει τον Γιαννη, κι ο Γιαννης να αντικρισει την καταστροφη.
«Θελω να παω σπιτι.» του δηλωσε.

Μονο που δεν ηξερε πια αν το σπιτι ηταν καπου στο Κολωνακι, ή ακριβως πισω της.


----------------------------------------------------------------------------------

  Το επομενο πρωι την βρηκε λουσμενη στις τυψεις. Το ότι δεν δουλευε ηταν ένα ευτυχες γεγονος, που της εδινε την δυνατοτητα να βυθιστει στον καναπε της και να αναλογιστει τι ειχε συμβει.
Το μπανιο που εκανε με ένα σωρο αφρολουτρα και λαδια δεν εμοιαζαν να την καθαριζουν. Ενιωθε 'βρωμικη', όχι όμως με τον τροπο που ο Σπυρος την εκανε να νιωθει, όχι, ενιωθε βρωμικη με το ποσο πολύ σκεφτοταν κάθε αποτυπωμα του που ειχε μεινει στο δερμα της. Κάθε κινηση, κάθε χαδι, κάθε φιλη, κάθε σημειο που ειχε ακουμπησει το προηγουμενο βραδυ τωρα παλλοταν ασυστολα.

  Στο νετφλιξ επαιζε μια ασχετη σειρα που δεν παρακολουθουσε καν, ο δευτερος καφες της ειχε αρχισει να κρυωνει, το λαπτοπ μπροστα της περιμενε την επομενη εντολη, κι εκεινη ηταν χαμενη στις σκεψεις της.
Κι επειτα, ηταν και ο Γιωργος, τι θα εκανε;
Λες και σε νοιαζει.
Το ότι δεν ηταν ποτε σε σχεση τωρα την διευκολυνε να διωξει από πανω της τις τυψεις, αν και ηξερε ότι η πραξη της ηταν από μονη της κακη.

Την πηρε τηλεφωνο περιπου 9 με 10 φορες, και της εστειλε καποια μηνυματα που δεν μπηκε στον κοπο να ανοιξει. Κυριως γιατι επιανε τον εαυτο της να αναρωτιεται αν το ειχε μετανιωσει κι εκεινος, να ποναει στην σκεψη ότι κατι τετοιο ισχυε.
Περιπου στις εννια το βραδυ την ιδια μερα, πηρε τηλεφωνο τις φιλες της, και σε μια βιντεοκληση που κοιτουσε το προσωπο της αντι για εκεινες, τους εξομολογηθηκε λεπτο προς λεπτο την χθεσινη βραδια. Μαζι με αυτό, και την αποφαση της.

«Δεν θα ερθω Σαντορινη, ξερω ότι είναι χαζο εκ μερους μου και 'χαλαω την παρεα', αλλα το χθεσινο με πηγε πισω μηνες ολοκληρους και θα μου παρει καιρο να επανελθω, δεν θα διακινδυνευσω να επαναληφθει.»
Δεν την πιεσαν καθολου, εμοιαζαν να στενοχωριουνται όμως πολύ.
«Θα τον σκοτωσω Κυβελη, αληθεια.» βλαστημησε εκνευρισμενη η Φαιη.
«Δεν φταιει μονο αυτος» παει να τον δικαιολογησει. Μα τι κανεις;
«Φταει! Γιατι σε διεκδικει με τετοιο θρασος που πραγματικα απορω, απορω πως αντεχεις και δεν τον ξεφτιλιζεις μπροστα σε ολους. Και από την άλλη, πως αντεχεις και δεν υποκυπτεις.»

  Η Ερμιονη ξεφυσαει.
«Εσενα το χθεσινο αυτό σου εδειξε;»
Η Κυβελη ενιωθε τον κομπο στον λαιμο της να μεγαλωνει.
«Τελος παντων, δεν θελω να το πειτε στα παιδια μεχρι τελευταια στιγμη, δεν θελω να με πιεσουν, ουτε να μεινει ο Ορεστης πισω, αν προσφερθει φυσικα.»
«Κανονικα αυτό θα επρεπε να γινει.» η Φαιη συμφωνησε, αν και η κοκκινομαλλα ηξερε ότι η κολλητη της ηθελε και τους δυο το ιδιο πολύ στο ταξιδι.
«Εχετε να τον δειτε τοσο καιρο, είναι κριμα να χασετε αυτές τις αναμνησεις.»
«Ναι αλλα δεν θα είναι το ιδιο χωρις εσενα.» η Ερμιονη τεντωνεται στο κρεβατι της και κοιταει μεσα από την καμερα την Κυβελη.
«Θα είναι μια χαρα.»

------------------------------------------------


Η θεωρια του χαους είναι απροσμενη και ακαριαια.
Περιεργη χρηση λεξεων, ετσι δεν είναι;
Δες την ιστορια να αλλαζει σε μια στιγμη, για παντα!

  Το επομενο πρωι, η Κυβελη ξυπνησε νωρις, 10 η ωρα ειχε ραντεβου με έναν ενδεχομενο πελατη, που προτιμουσε τις χαλαρες συναντησεις εκτος γραφειου και ειχε ωραριο που την αναγκασε να τον συναντησει Κυριακη. Της εκανε καλο να οδηγησει μεχρι την παραλιακη, ο ηλιος, ο αερας, η μουσικη στο ραδιοφωνο καπως την ηρεμησαν, και την βοηθησαν να προσποιηθει ότι τιποτα από οσα συνεβησαν χθες δεν ηταν αληθινα.

  Κι όμως, κάθε φορα που εκλεινε για λιγο τα ματια συναντουσε τα δικα του, αγριεμενα και γεματα παθος την εκαιγαν. Ενιωθε τα χερια του να την αγγιζουν, να σφιγγουν τους καρπους της, να την κρατουν σταθερη, να χαιδευουν την μεση της, να πιεζουν τους γλουτους της.
Κι επειτα να την πιανει από το χερι και να την οδηγει εξω, να νιωθει το κρατημα του ασπιδα σωτηριας απεναντι στα βλεμματα αποριας, κι υστερα να πιανει το τιμονι, να σφιγγει απαλα, τα δαψτυλα του να χτυπουν ρυθμικα στο δερμα.
Κι εκεινη μαγεμενη να τον παρακολουθει, σαν να μην υπαρχει τιποτα πιο ενδιαφερον σε ολοκληρο τον κοσμο, σαν να μην ειχε λαβει βροχη μηνυματων από τον Γιωργο, σαν να μην την επαιρναν οι φιλες της να ελεγξουν ότι είναι καλα.
Μονο εκεινος, και οδηγουσε.

Για πεντε λεπτα, ισως και παραπανω, ειχε απορροφηθει τοσο, που οδηγουσε μηχανικα, κι ουτε που καταλαβε πως ειχε φτασει στο φαναρι. Τρομαγμενη από το βαθος των σκεψεων της μαλωνει τον εαυτο της και προσπαθει να συγκεντρωθει.

Το ραντεβου κυλησε ανελπιστα καλα, και αυτό εφτιαξε καπως την χαλασμενη της διαθεση. Τουλαχιστον ένα πραγμα παει καλα στην ζωη μου.
«Στην εγγραφη να με αναφερετε, θα βοηθησει.» ο αντρας της δινει το χερι σε μια χειραψια αποχαιρετισμου.
«Θα το κανω!» τον διαβεβαιωνει, κανοντας μια σημειωση ότι θα επρεπε οντως να γραφτει, ειδικα αν συνεργαζοταν μαζι του.
«Χαρηκα πολύ, να περιμενετε μηνυμα μου.» κανει μεταβολη και επιστρεφει στο τραπεζι του, που πλεον καθονταν δυο φιλοι του και τον περιμεναν να συνεχισουν το σετ που ειχαν αφησει στην μεση.

Εδωσε χρονο στον εαυτο της μια ωρα μεχρι να πρεπει να αντιμετωπισει τα αποτελεσματα.
Μια ωρα...
Περπατησε προς το παρκινγκ προσπαθωντας να θυμηθει που ειχε παρκαρει.
Τον ειδε από μακρια, πρωτα εκεινος, και πισω του, το μαυρο wrangler. Και η καρδια της εκανε ελευθερη πτωση στο στομαχι.
Τους χωρισαν πανω από 20 μετρα, αλλα μπορουσε να τον δει καθαρα, φορουσε γυαλια ηλιου και μια λευκη μπλουζα μαρκας, τζιν χαλαρο και all star.
Σε ολη του την ομορφια και δοξα ο Ορεστης Νικολαϊδης την κοιταξε από μακρια, σαν να μην υπηρχε τιποτα άλλο στον οριζοντα.
Την εβαψα.
Δεν μπορουσε να δει την εκφραση του, αλλα θα ορκιζοταν ότι φωναζε 'τωρα δεν ξεφευγεις από εμενα'.
Την επιασε πανικος, οποτε εκανε το μονο λογικο πανω στην παρανοια της.
Μεταβολη και πισω.
Πισω που; Σε ποιον; Θα σε περασουν για τρελη! Της φωναζε το υποσυνειδητο της, μα εκεινη δεν ακουγε.
Με την ακρη του ματιου της τον ειδε να ακολουθει.
Αμεσως αυξησε τον βηματισμο της. Μπηκε στο τεννις, και προσπαθησε να σκεφτει που πρεπει να παει για να ξεφυγει.
Ηθελε οντως να ξεφυγει;

«Κυβελη!!» η φωνη του αντηχει καθαρα. Ο τονος του απαιτητικος, κοφτος, παρακλητικος.
Νομιζει ότι τα εχει καταφερει.
Μα την πιανει, παντα την πιανει. Και την φερνει πισω, σε εκεινον.

«Τι θες;» κοιταζει το στερνο του. Μυριζει to αφρολουτρο του και κανελα, ενώ εκεινη είναι σχεδον ξαγρυπνη και δειχνει ενταξει μετα από πολλη προσπαθεια.
«Κοιτα με.» την διαταζει, γερνει προς το μερος της. Ακουγεται αγριεμενος, το εννοει αυτό που λεει.
«Τι θες;» επιμενει εκεινη, κάθε άλλο παρα να τον κοιταξει θελει. Για να γινει τι; Για να με ριξει όπως παντα;
«Κυβελη.» ο τονος του βαθαινει.
Σηκωνει διστακτικα το κεφαλι.
Ποτε θα σταματησω να νιωθω αδυναμη απεναντι του;

  Το βλεπει στο βλεμμα του, ξερει. Ότι ειχε φρικαρει σιγουρα θα το περιμενε, μα σιγουρα δεν περιμενε να ακυρωσει Σαντορινη. Μπορουσε σχεδον να δει την Φαιη να παιρνει τηλεφωνο τον Ορεστη την ιδια στιγμη που το εκλεισε από εκεινη και να τον απειλει.
Οποτε περιμενε να την βγαλει υπερβολικη, να της πει ότι κανει βλακειες και πως θα τα διαλυσει όλα. Το βλεμμα του είναι γεματο κακοκαιρια. Σαν να γινεται μεσα του καποια φυσικη καταστροφη.

Ωσπου συναντα το δικο της. Το βαθυ καστανο, της βρεγμενης γης, της ζεστης σοκολατας, που στον ηλιο γινεται γλυκο μελι. Βλεπει τις φακιδες που αγαπησε, να τρεμουν στο κατω χειλος της, βλεπει εκεινη την μικρη ελια κατω από το σαγονι που φιλουσε διχως σταματημο να πηγαινει πανω κατω καθως η κοπελα επαιρνε κοφτες ανασες.
Και δεν την ηθελε πια.

Δεν ηταν τρελαμενος, δεν ζηλευε. Μεσα του κοπασε η καταιγιδα της κτητικοτητας.
Ηταν ερωτευμενος, απεραντα, αδιακοπα, ερωτευμενος. Και μεσα του γεννηθηκε η ευθυνη.
Εχω ευθυνη, να είναι ευτυχισμενη, μαζι μου ή μακρια μου.
«Συγγνωμη για χθες.» ξεστομιζει, και βλεπει το σοκ της σε ολο του το μεγαλειο. Οι κορες των ματιων της διογκωνονται.
Δεν μιλαει.
«Παραφερθηκα, εκμεταλλευτηκα καταστασεις, εσενα κυριως. Οποτε συγγνωμη.»
Η παραδοχη του την αφηνει αφωνη, ένα μερος της μαλακωνει για εκεινον, ένα δεν τον πιστευει ουτε μισο λεπτο, και ένα τριτο αναρωτιεται αν τα παρατησε.
Να παρατησει τι; Ανοητη, δεν υπαρχει τιποτα αναμεσα σας.

«Ορεστη και οι δυο παραφερθηκαμε, δεν φταις μονο εσυ» του λεει και νιωθει τα ματια της να τσουζουν. Η μυτη της ποναει.
«Γι αυτό δεν θα ερθω. Γιατι πραγματικα δεν μπορω να αντεξω αυτή την πιεση, μα εσενα σου αξιζει να πας.» δεν πιστευει λεξη από οσα λεει, αν υπηρχε διαβολακι στον ωμο της θα της ελεγε να του πει να φυγει παλι και να τους αφησει στην ησυχια τους, αλλωστε δεν το ειχε κανει ηδη μια φορα;

«Και αν σου υποσχεθω ότι θα ειμαι κυριος;» κανει ένα βημα πισω για να της δωσει χωρο, σαν να θελει να της δειξει ότι το κανει ηδη, είναι κυριος.
«Δεν θα αλλαξω γνωμη, γιατι δεν θα εισαι, επειδη σε ξερω και-» του δηλωνει και δεν προλαβαινει να συνεχισει.
«Και αν πεσω στα γονατα και σε παρακαλεσω να ερθεις;» την ιδια στιγμη που το λεει, το κανει κιολας.
Θεε μου!
Η Κυβελη ασυναισθητα αναφωνει και κανει να τον σηκωσει πανω.
«Πας καλα; Σηκω!» ψιθυριζει φωναχτα.
«Όχι μεχρι να πεις ότι θα ερθεις.» της δηλωνει και την κραταει από τους καρπους κανοντας την ολη σκηνη ακομη πιο κωμικοτραγικη.
Ποιος όμως ακουσε την καρδια της να χανει έναν χτυπο όταν ο Ορεστης Νικολαϊδης επεσε στα γονατα μπροστα της;
Σε μια άλλη ζωη μετα από αυτό θα μπορουσε να πεθανει ευτυχισμενη, σε εκεινη όμως ενιωθε φρικτα με το ποσο ομορφα ενιωθε.

«Ορεστη...» ξεφυσαει, δεν ξερει τι άλλο να πει.
«Σου υποσχομαι δεν θα σε ξαναστριμωξω, δε θα σε φιλησω, δεν θα σου την πεφτω, δεν θα ειμαι χυδαιος, ουτε καν αστεια και τον κουμπαρο και την κουμπαρα, το ορκιζομαι!!» ο τροπος του είναι αστειος, τα λεει όλα αυτά, τα γελοια, ανοητα πραγματα, με την απολυτη σοβαροτητα.

Με την ακρη του ματιου της βλεπει δυο αντρες, εικοσι μετρα μακρια, να τους κοιτουν. Αμεσως αναψοκοκκινιζει.
Αν είναι ο καινουργιος πελατης, τα παραταω!

«Θεε μου Ορεστη, απλα σηκω! Εχουμε γινει θεαμα.» τον παρακαλαει κοιτωντας νευρικα γυρω της.
Λες και δεν ηξερε ότι εκεινος επαιρνε παντα αυτό που ηθελε, παντα και παντου.
«Όχι μεχρι να πεις ναι.» την τραβηξε ελαφρως προς το μεροος του, για να τον κοιταζει.
Η καρδια της βαρουσε παρανοια.
«Ενταξει! Θα ερθω, αλλα όχι φιλια, αγκαλιες, υπονοουμενα, ποτέ ξανα!»

  Η ανταμοιβη της, αν δεν ηταν το ότι σηκωθηκε ορθιος, γλιτωνοντας την από τον απολυτο εξευτελισμο, ηταν σιγουρα το υπεροχο χαμογελο του, τα λακκακια στα μαγουλα του, το παιχνιδιαρικο υφος θραμβου.
Ανασηκωνεται και την τραβαει προς το μερος του, αιφνιδιαστικα την κολλαει πανω του και την φιλαει. Το αναφωνητο της καλυπτουν τα χειλη του.
Η γευση κανελας είναι ακομα πιο εντονη, αυτή τη φορα με καφε.
Και καπως ετσι κλεινοντας τα ματια πηγε στο υπνοδωματιο τους, κάθε πρωι, από εκεινα της καραντινας, που πινανε καφε στο κρεβατι και τον αφηνε να την φιλησει ξανα και ξανα.

  Της πηρε λιγα δευτερολεπτα να απελευρωθει σπρωχνοντας τον μακρια. Τον κατακεραυνοβολησε με ένα εξαλλο υφος, που εκεινος ανταπεδωσε με ένα αυταρεσκο μειδιαμα.
Παντα και παντου δικηγορινα.
«Ειπες τελος!» τον κατηγορει.
Γελαει. Στο ακουσμα του παιρνει βαθια ανασα για να επιβιωσει.
«Το αποχαιρετηστηριο...» σηκωνει τα χερια του αμυντικα, και της κλεινει το ματι.
Ασυναισθητα χαμογελαει κι εκεινη.
«Τελος τωρα.» τον κοιτα οσο πιο σοβαρη γινεται.

«Μαλιστα κυρια μου, παμε τωρα;» της απλωνει το χερι, γοητευτικα, και χρειαζεται να σφιγγει το χερι για να μην του το δωσει.
Απαξιωσε.
«Όπως ηρθα θα φυγω.» του δηλωσε και τον προσπερασε.

Μακρια από το βλεμμα του, αφηνοντας τον πισω, καταφερε να παρει τρεις βαθιες ανασες.
Τελος τωρα;
Αναθεματισμενε βιολιστη της κακιας ωρας
.

Κι ο Ορεστης πισω της εβαλε τα χερια στις τσεπες και προχωρησε χαλαρος πισω της, χαζευοντας το πισω μερος του σωματος της να κουνιεται στον ρυθμο του βηματισμου της.
Και τωρα τελος.
Γελασε στην ανοητη υποσχεση που ειχε δωσει.
Εκεινα τα δυο χρονια μακρια της καταλαβε ότι μπορει να ζησει χωρις εκεινη.
Αλλα αυτές τις δυο εβδομαδες μαζι της, καταλαβε ότι δεν θελει να ζησει χωρις εκεινη, ουτε λεπτο ακομη.

Μα αγνοουσε την θεωρια που γινοταν πραξη...


   Ο Νικος Κεχαγιας ειχε μια πολυ μεγαλη αγαπη, το τεννις. Το αθλημα που για χρονια απολαμβανε ερασιτεχνικα φαινοταν να ειναι το μονο πραγμα ικανο να τον χαλαρωσει.
Ετσι, αλλη μια απο τις ελαχιστες Κυριακες που ειχε κενο τον βρηκε εκει, στο Τεννις της Γλυφαδας παρεα με τον Πετρο, παιδικο του φιλο και επαγγελματια εισοδηματια.

"Εγω σου το ειχα πει οτι η Στελλα δεν κανει για σενα." ο νεαρος του τιναξε την ρακετα του για να ξεκουρασει το χερι του μετα απο ενα εντονο σετ.
Ο απογευματινος ηλιος εκαιγε απο πανω τους, δινοντας μια χρυση λαμψη σε καθε σημειο που φωτιζε.

"Δεν ειναι οτι δεν εκανε, τουλαχιστον στην αρχη." ο Νικος αρνειτο να το δει, κυριως γιατι στα ματια του φανταζε ιδανικο. Η Στελλα ηταν μια σοβαρη κοπελα, λογιστρια, με πολλες υποχρεωσεις και βαρυ προγραμμα, σαν το δικο του. Την γνωρισε σε ενα παρτι της δουλειας και του φανηκε κατι παραπανω απο ιδανικη.

"Απο την αρχη δεν εκανε." ο Πετρος ηπιε μια γουλια νερο και κοιταξε απο πανω μεχρι κατω μια κοπελα που ετυχε να περναει.
"Μια χαρα εκανε." αντιγυρισε, ο κολλητος του ανασηκωσε το φρυδι του και ηρθε στην δικη του πλευρα του γηπεδου, σηματοδοτωντας αηχα ενα διαλειμμα.
"Δεν ειναι ετσι η αγαπη Νικο, ουτε ειναι ουτε μοιαζει ετσι."

  Πρωτα ακουσε τα τακουνια της, χαμηλα λευκα και τετραγωνα εδιναν ρυθμο στο στυλ.
Υστερα αντικρισε εκεινη...
Προχωρουσε νευρικα προς τον χωρο του τεννις, απο το ταχυ κοφτο της βημα φαινοταν η ενταση που την ειχε κατακλυσει.
Ο Νικος κοντεψε να πνιγει. Τα λυτα πορτοκαλοκοκκινα μαλλια της εγλειφαν τους γυμνους ωμους της, το λευκο της δερμα γυαλιζε κατω απο τον ηλιο. Φορουσε λευκη υφασματινη παντελονα και μπεζ τιραντακι με ψηλη λαιμοκοψη
Επιασε τον εαυτο του να αναρωτιεται ποια ηταν, πως την ελεγαν, αν ξεπερνουσε τα 25 και τι δουλεια ειχε στην χλιδατη λεσχη ντυμενη τοσο επισημα.
Θα επαιρνε ορκο οτι βρισκοταν εδω για δουλειες.

 Ο τροπος που οι γοφοι εδιναν ρυθμο σε ολο της το σωμα της τον αφηνε με βαρια ανασα, σαν να ειχε μεσα της μουσικη.

Κι ομως, τα φρυδια της ηταν σμιγμενα, σαν κατι να την ενοχλουσε απιστευτα πολυ.
Ο Πετρος ακολουθησε το βλεμμα του, ποια ηταν αυτη η κοκκινομαλλα που ειχε παρασυρει την προσοχη του φιλου του;

   Στεκοταν ακαμπτος, μη μπορωντας να στρεψει την προσοχη του μακρια, αλλα διχως και να πλησιαζει την κοπελα που με γοργο βημα επροκειτο να μπει στο κτηριο.
"Κυβελη!" μια αντρικη φωνη ακουγεται απο πισω της, βλεπει την αγνωστη γυναικα να κοκκαλωνει στην θεση της.

Κυβελη, σκεφτεται, δεν πιστευε οτι καποιο ονομα θα της ταιριαζε οσο εκεινο, ποσο παιχνιδιαρικο και ταυτοχρονα τρυφερο, της ανηκε.

Ειδε, με την ρακετα στο χερι και τον φιλο του διπλα ακουραστο θεατη του σκηνικου που εκτυλισσοταν μπροστα τους, εναν νεαρο αντρα, κοντα στα 27-28, ψηλο με μερικες μπουκλες να αναπηδουν, να τρεχει πισω της, δεν ηταν δυσκολο να την φτασει. Ο Πετρος τον σκουντηξε, σαν να εβλεπαν ταινια και να εγινε κατι που δεν περιμενεναν.

  Ζυγισε τον αντρα στα 20 μετρα μακρια, που ειχε ματια μονο για την κοκκινομαλλα. Ηταν τοσο διαφορετικος απο εκεινη, κι ομως, ο τροπος που εγερνε προς το μερος της εδειχνε οτι μοιραζονταν κατι ξεχωριστο.
Την καρδια του τσιμπησε μια ζηλια, για την αγνωστη! Ειχε επιτρεψει στον εαυτο του να την χαζεψει, και στιγμιαια ειχε ξεχασει οτι μπορει να ηταν δεσμευμενη, παντρεμενη ακομα!

  Την ακουσε να φωναζει κατι, ψιθυριστα. Δεν μπορουσε να διακρινει τι, μα ο αντρας απεναντι της φαινοταν σε απογνωση, της ελεγε κατι πισω που την εφερνε σε εξαλλη κατασταση, και ολοενα και ανεβαζε τον τονο της φωνης της.
Οταν τον ειδε να πεφτει στα γονατα μπροστα της γουρλωσε τα ματια. Αναρωτηθηκε τι ειδους σχεση ηταν αυτη, πως ταιριαζε η κοπελα με το σακακι στο χερι, με τον αγνωστο που φορουσε χαλαρο φαρδυ τζιν και φουτερ. Πως συναντουσε η αυστηρα επιμελημενη εμφανιση της την επιμελως ατημελητη δικη του, που γνωριστηκαν και πως την κατεκτησε.
Κατακτιεται μια τετοια γυναικα;

Ειδε τις ακρες των ροδαλων χειλιων της καπως να πεφτουν, σαν να ηρεμει απο την ενταση της στιγμης, ευχηθηκε να ηταν πιο κοντα, να μπορουσε να ακουσει τι ελεγαν. Να της συστηθει.
Αλλα τι να της ελεγε; Από ότι καταλαβα χωρισες, Νικος χαρηκα, να ειμαι ο επομενος;

   Ειδε την γυναικα, την Κυβελη, το ονομα της ετρεμε πανω στα χειλη του, να του λεει κατι, κι αυτος να απανταει κατι γελωντας.
Γαμωτο.
Την ειδε να χαμογελαει, να σκουπιζει τα ματια της.
Εκλαιγε.

Τον ειδε να σηκωνεται, να την κραταει απο τα χερια, να της γνεφει σε κατι που του ειπε, εκεινη να συμφωνει.
Την τραβαει προς το μερος του, αιφνιδιαζοντας την και να την φιλαει, εκεινη αργει υπερβολικα πολυ να τον σπρωξει μακρια, αλλα οταν επιτελους το κανει μετα βιας κρυβει ενα χαμογελο.
Του καταστρεφει το ονειρο πριν προλαβει να το φτιαξει.

  Της δινει το χερι του, κανοντας της νοημα να το παρει και να τον αφησει να την οδηγησει καπου, μα εκεινη απαξιει και τον προσπερνα, προχωραει μπροστα.
Εκεινη η αγνωστη γυναικα καταφερε διχως να το ξερει να κανει ολα οσα μπορουσαν να τον γοητευσουν και το πιο σημαντικο, εν αγνοια της.

Τους ακολουθησε με το βλεμμα του μεχρι να χαθουν απο την εισοδο.

Ο Πετρος, εξισου απορροφημενος, επανηλθε στην πραγματικοτητα με ενα γελιο.
"Ακραιο"
Τον χτυπαει στον ωμο και πιανει το νερο του απο κατω.
"Οντως." απαντησε, γυρισε να τον κοιταξει, κατι ηθελε να του πει αλλα δεν ηξερε τι.
"Που ειχαμε μεινει;" ο κολλητος του χτυπησε με την ρακετα του το μπαλακι στο δαπεδο.
"Α ναι! Στην Στελλιτσα." κουναει το κεφαλι του απαξιωτικα και του κανει νοημα προς τα εκει που βρισκονταν πριν οι δυο αγνωστοι.
"Ετσι ειναι η αγαπη, ετσι πρεπει να μοιαζει και να ειναι."

Οι λεξεις παγωσαν μεσα του.
Ετσι επρεπε να ειναι η αγαπη...σκεφτηκε φερνοντας στο νου του την αγνωστη γυναικα, την Κυβελη.
Θα την σκεφτοταν αρκετα για λιγο καιρο, μα θα την ξεχναγε μετα απο λιγες εβδομαδες.
Εναν χρονο αργοτερα, θα γνωριζε την Μαργαριτα...
Ο Νικος Κεχαγιας και η Κυβελη Πολιτη απειχαν ακριβως τρια λεπτα απο το να γνωριστουν, κι επειτα λιγους μηνες απο το να ειναι μαζι για παντα, μα τα μονοπατια τους δεν θα διασταυρωνονταν ποτε.



Η θεωρια του χαους υφισταται, για να σε αφηνει με κομμενη την ανασα.
Ειναι η μικρη ατυχη στιγμη, η στιγμιαια συγκυρια, η παρ'ολιγον γνωριμια, που θα αλλαζε τα παντα, για παντα.

Ειναι μια μαθηματικη κοσμοθεωρια που δεν λεει να απεγκλωβιστει απο το μυαλο μου εδω και μηνες πολλους.

Με εξαντλει να σκεφτομαι το πως η αρχη, η αγουρη, αβεβαιη, ευμεταβλητη αρχη, καθοριζει το τελος, το στιβαρο, σιγουρο, βαρυγδουπο τελος.

Παραιτηθηκα απο την ζωη και εγειρα πισω.
Και ειδα ολες τις διαφορετικες πιθανοτητες να περνουν απο διπλα μου ξυστα, σε αποσταση αναπνοης, ενω παλευα να κρατησω πανω μου την επιλογη μου, το εκουσιο παρον μου.

Ηταν Δεκεμβριος του 2017, ημουν λιωμα και ημασταν στο ιδιο μαγαζι, στο ιδιο παρτι.
Με κοιταξες απο μακρια και δεν σε παρατηρησα καν, οταν ηρθες να συστηθεις ειχα φυγει.
Αν ειχα μεινει, θα ειχες δει οτι ηταν πιο ευκολο απο οτι πιστευες, μεθυσμενη θα σου το ειχα κανει παιχνιδακι, και ανεκαθεν σου αρεσε δυσκολο.
Δεν θα ασχολιοσουν ποτε ξανα μαζι μου.

Ηταν Τεταρτη τελη Ιανουαριου της ιδιας χρονιας, και η φιλη μου με ρωτησε αν ηθελα να σε γνωρισω καλυτερα, να μας συστησει επισημα, δεν ημουν σιγουρη, βαριομουν, δεν ειχα ορεξη, ειχα απαντησει : "Ενταξει, τι ειναι το χειροτερο που μπορει να συμβει;"
Αν ειχα πει οχι, ισως εβρισκα καποιον σωστο.

Βλεπεις, εκεινη η μικρη συγκυρια, η χρονικη ταυτιση, μια μικρη λεξη, ενα 'Ενταξει', αλλαξαν τα παντα.
Γιατι εκτοτε περασαν 4 χρονια που σε ερωτευτηκα και σε μισησα, σε αγαπησα και αδιαφορησα.
4 χρονια που με τον εναν ή τον αλλον τροπο εβρισκες τον δρομο σου πισω στην ζωη μου.

Οποτε μελετησα την θεωρια του χαους και καταλαβα, οτι καθε κινηση, καθε γνωριμια, καθε πραξη μου, ισως, ισως και οχι, προμηνευε τοτε κατι που καθορισε με τον τροπο του, την υπολοιπη ζωη μου.

Και δεν ξερω αν αυτο με καθησυχαζει, γιατι το συμπαν θα τα κανει ολα, ή με φρικαρει, γιατι ισως βιωνω τις συνεπειες μιας πραξης, λεξης ή κινησης που ηταν απλα, λαθος.

Το κακο με τον επιλογο ειναι οτι η χρονικη ταυτιση ενωνει ολα τα κομματια του παζλ. Ειναι το κοκκινο φως που εμφανιζει το φιλμ.
 Που σου δειχνει τι φωτογραφια εβγαλες, που εστιασες, τι παρελειψες, τι δεν ειδες και τωρα θα αποτυπωνεται στην αιωνιοτητα του φιλμ.

Γιατι το χαος δεν παταει το κουμπι, εσυ το πατας.
Και πνιγμενος στο απεραντο κοκκινο δωματιο, αναμεσα σε φωτογραφιες, στημενες και κουνημενες, το μονο που μπορεις να κανεις ειναι να κοιτας.

Να κοιτας και να αναπνεεις.

Η θεωρια τελειωσε, ηρθε η ωρα για (να) πραξεις.







Ciao Bellas!!!

Για ενα ομορφο ΣΚ.

Ειναι τρια κεφαλαια μαζι.

Εγιναν τα παντα.

Τι σας εκανε πιο πολυ εντυπωση;

Ηθελα να δειτε καπου εδω οτι ο Νικος υπαρχει, και στην ζωη πολλες φορες περναμε διπλα απο το πιθανο μας μελλον, μα δεν το συνανταμε για δευτερολεπτα.
Ειναι μια σκεψη που κανω συχνα και με τρομαζει...

Για τρια λεπτα λοιπον.

Σας φιλω γλυκα.


Υ.Γ. Να κανετε υπομονη, μεγαλα ονειρα, και να αγαπατε με τρελα.


Σας αγαπω πολυ.


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top