Το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον.
Σας αγαπω πολυ
Πολυ πολυ!!
Χρονια μας πολλα λοιπον. 1 Χρονος LD!!!!
Eιμαι ευγνωμων και σας ευχαριστω που με αφηνετε να εισχωρω λιγο στην σκεψη σας.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
Εκείνη διαβάζει βιβλία για τη γιόγκα, τον βουδισμό, την αριθμολογία.
Εγώ διαβάζω ποίηση, θέατρο, δοκίμια, νουβέλες, ό,τι πέσει στα χέρια μου.
Εκείνη είναι χορτοφάγος.
Εγώ παμφάγος.
Εκείνη είναι πειθαρχημένη, ασκητική, πιστή.
Εγώ σκεπτικιστής και τεμπέλης.
Εκείνη πιστεύει στη μετενσάρκωση των ψυχών.
Εγώ είμαι αγνωστικιστής.
Εκείνη είναι σίγουρη.
Εγώ όχι.
Εκείνη είναι ενεστώτας οριστικής.
Εγώ, υποθετικός λόγος στις καλύτερες μέρες μου και στις χειρότερες υπερσυντέλικος
υποτακτικής.
Εκείνη είναι ένας άνδρας της δράσης.
Εγώ, μια γυναίκα μπερδεμένη.
Εκείνη θέλει να αλλάξω.
Εγώ, επίσης.
Εκείνη ξέρει τι θέλει και τι χρειάζεται και τι θέλω και τι χρειάζομαι εγώ.
Εγώ ξέρω μόνο πως δεν ξέρω τίποτε αλλά δεν είμαι πολύ σίγουρος.
Εκείνη είναι το φεγγάρι της μέρας.
Εγώ, ένα ηλιοτρόπιο στη νύχτα.
Εκείνη κι εγώ, κόντρα στον άνεμο, αγαπιόμαστε.
Juan Vicente Piqueras - Ella y yo
Τα ορια.
Απο μικρη τα εμαθα, μεσα τους μεγαλωσα. Ισως σου ακουγεται αποπνικτικο, αλλα μου αρεσει να πιστευω οτι εζησα εντος οριων για να μπορεσουν οι σημαντικοι ανθρωποι της ζωης μου να ζησουν και εκτος. Δεν το θεωρω καταδικη.
Η λεπτη γραμμη. Μεταξυ ερωτα και μισους, μεταξυ απολαυσης και εξαρτησης, μεταξυ θυτη και θυματος.
Εκει αρχισε η τελευταια εξισωση,
εκει χωριστηκαν οι γνωστοι απο τους αγνωστους.
Κεφαλαιο υπ'αριθμον 59 : (Σ)τα Ορια.
Η μια ακρη, να χαμογελω σαρδονια καθως μου σφιγγεις απαλα τον λαιμο.
Και η αλλη ακρη να χαμογελω νευρικα κρυβοντας εκεινα τα απαισια σημαδια απο φιλους και γνωστους.
Η μια ακρη, το να νιωθω πεταλουδες στο στομαχι οταν με κοιτας
Και η αλλη ακρη, το να προσευχομαι να μην ευτυχησεις ποτέ μακρια μου.
Η μια ακρη, να σε συγχωρω.
Και η αλλη ακρη, να σε κρατω ενω κλαις, απο τυψεις που με πληγωσες,μα να ματωνω.
Η μια ακρη, να σε αντεχω(λιγο ακομα...για παντα).
Και η αλλη ακρη, να μην αντεχω πια τον εαυτο μου.
Η μια ακρη, εγω.
Η αλλη ακρη, εσυ.
Η μια ακρη, το να χαμογελω καθως δινω ωθηση στα δαχτυλα των ποδιων μου και σε φιλω.
Και η αλλη ακρη, το να χαμογελω καθως δινω ωθηση στα δαχτυλα των ποδιων μου και πηδω απο τον τεταρτο.
20 Ιανουαριου.
Το πρωι την βρηκε στην κουζινα να πινει σκεπτικη τον καφε της.
Απεναντι της ηταν το τυλιγμενο δωρο του Βασιλη. Το ειχαν παραγγειλει μαζι με τον Ορεστη, πριν ενα μηνα και ειχε φτασει μολις 2 μερες πριν.
Ηταν κατι σχετικο με το ps5 που ο φιλος τους προσφατα ειχε αγορασει.
Εκεινος εισεβαλε οταν η ωρα πηγε 12, τριβοντας τα ματια του απο εξαντληση και φανερα μετανιωμενος για τα χθεσινα.
''Καλημερα.΄'' μουρμουρισε βραχνα, με εκεινη την φωνη που υπο αλλες συνθηκες την εκανε να λιωνει.
''Καλημερα. Εχει καφε.'' τον ενημερωσε πινοντας ταυτοχρονα μια γουλια απο τον δικο της.
Ο ημιγυμνος βιολιστης της κακιας ωρας εγνεψε και πηρε μια κουπα κατευθυνομενος προς την καφετιερα.
Τον περιμενε υπομονετικα να φτασει μεχρι τα μισα ωστε να ξυπνησει για να μιλησει. Πηρε θεση στην καρεκλα απεναντι της και την κοιταξε αναμενοντας αυτο που η ιδια δεν ηξερε πως να εκφρασει.
''Πες το.'' την διαβασε με ευκολια. Αυτο την αποσυντονισε.
''Τι;'' το επαιξε - με αποτυχια- ανηξερη.
Ο Ορεστης ανασηκωσε το φρυδι του με υφος <<Ελα τωρα!>> κανοντας φανερο οτι την ειχε καταλαβει. Τα ματια του ηταν οπως τα γνωρισε. Ξεροκαταπιε και απεφυγε να τον κοιτα στο γαλαζιο και στο πρασινο.
''Ειχες παρει κατι χθες;'' σαν ρωτησε ασυναισθητα μαζευτηκε στην θεση της κοιτωντας κατω. Σαν να περιμενε το πυροτεχνημα που πεταξε να σκασει στα μουτρα της.
Η απαντηση του ηταν αναλογη."Οχι φυσικα!" της αρνηθηκε και η Κυβελη σηκωσε το βλεμμα της σε εκεινον. Ο εκνευρισμος φαινοταν να υποβοσκει στο φαινομενικα ηρεμο προσωπειο του.
'Ένταξει.'' ψελλισε προσεκτικα.
''Δεν με πιστευεις.'' την κατηγορει γι αυτο που βλεπει.
Δεν με ρωτησε καν τι πιστευω οτι ειχε παρει, τοσο αυτονοητη ειναι η κοκαϊνη εδω μεσα;
''Δεν εισαι πειστικος.'' ειδε τα χαρακτηριστικα του προσωπου του να σκληραινουν.
Τα ματια του μικρυναν καθως δυσπιστα αντιληφθηκε τι του ειχε πει.
Εσφιξε το σαγονι και εγειρε προς τα πισω, σαν να ηθελε να απομακρυνθει.
''Ουαου...'' μονολογει θιγμενος.
''Δεν το πιστευω οτι σε ρωταω τετοια πραγματα Ορεστη.'' παραδεχεται το ουτοπικο του διαλογου τους.
Αυτο το παραπονο της καπως τον χαλαρωνει. Καυχαζει.
''Ουτε εγω, Κυβελη πως μπορεις να με ρωτας αν κανω κοκαϊνη;'' του φαινεται σχεδον αστειο.
Η ελλειψη αμυντικοτητας του την ηρεμει.
''Εκανες χορτο χθες; Μαζι με αλκοολ φυσικα.'' τον ρωτα το επομενο στην σειρα.
Τον ειδε να κραταει για λιγο την ανασα του, και πισω απο τα ματια του ειδε μια μαχη ανιση. Ζυγιζε την απαντηση του, κι αυτο μονο καλο δεν μπορει να ειναι.
''Ναι.'' της απαντα κοφτα μα ειλικρινα και πινει μια γουλια καφε, αποφευγοντας να την κοιταξει.
Δεν ξερει τι να πει απο εκει κι επειτα. Να του πει να μην το ξανακανει;
''Εξαιτιας του γραμματος;'' τολμαει να ρωτησει.
Τον βλεπει που ακουμπα την πλατη του στο υλικο της καρεκλας και την αποσυντονιζει το γυμνο στερνο του. Σχεδον μπορουσε να φανταστει τον εαυτο της να κουρνιαζει πανω του και να τον αφηνει να της χαιδευει τα μαλλια.
Πρεπει να συγκεντρωθεις.
Οταν εστιασε παλι στο βλεμμα του ειδε οτι την ειχε καταλαβει.
''Ειναι πολλα, που επεσαν αποτομα πανω σου, δεν θελω να το συζητησω.'' της το ξεκοβει πιο απαλα απο οτι στο παρελθον.
Ξεφυσηξε. Ειχε κανει αυτο που επρεπε, ειχε συζητησει μαζι του επαρκως, ωστε το λογικο μερος του μυαλου της να ευφησυχαστει για λιγο και να την αφησει να τον αγαπησει.
''Ορεστακο δεν κανει καλο...'' μαλακωνει κι εκεινη λοιπον...και τον βλεπει να χαλαρωνει τους ωμους του και να ξεφυσαει, σαν να επαψε να μιλαει με ανακριτη, και να μιλουσε παλι με την κοπελα του.
''Το ξερω, τελευταια φορα ηταν.'' της υποσχεται και σηκωνεται απο την θεση του με τον καφε ακομα στο χερι.
Εκανε τον κυκλο του τραπεζιου και εφτασε πισω της.Περασε το χερι του γυρω απο την μεση της και την τραβηξε πανω στο στερνο του, κολλωντας την πλατη της εκει, στην θερμη που δευτερολεπτα πριν ονειρευοταν.
''Μην αγχωνεις τον εαυτο σου με προβληματα που δεν ειναι δικα σου Κυβελη.'' ο τροπος που προφερε το ονομα της ειχε αρχισει να της μενει.
Εσκυψε και ακουμπησε ενα φιλι στο μαγουλο της. Τα γενια του την γρατζουνισαν, μα η καρδια της σκιρτησε, εκλεισε τα ματια απολαμβανοντας το.
''Θα διαβασεις καθολου; Ή θα παρεις πτυχιο του χρονου;'' την κοροιδεψε και εκεινη δεν αντεξε.
Τον εσπρωξε μακρια γελωντας.
''Δεν υποφερεσαι!" τον κατηγορησε. Τον ειδε να μειδιαζει σκανταλιαρικα. Της εκλεισε το ματι και εστριψε στον διαδρομο. Ειχε τεσσερις ωρες βιολι.
Ανοιξε κι εκεινη τα βιβλια της, μα οι λεξεις δεν ελεγαν θα ευθυγραμμιστουν. Ειχε ενα ασχημο προαισθημα, απο εκεινα που καλο ειναι να μην αγνοει κανείς.
-----------------------------------------------------------------------------------------
20 Ιανουαριου 20:38
''Ενταξει ελπιζω να ξερετε οτι αυτο που κανουμε ειναι παρανομο τουλαχιστον σε τρια επιπεδα.'' ο Κωνσταντινος γκρινιαζε απο το απογευμα.
Ο Γιαννης διπλα του που μετεφερε τον καναπε με τον Ορεστη στριφογυρισε τα ματια του.
''Το ειπες ισα με δεκα φορες.'' του απαντα.
"Και ανταποκριση δεν βρισκω!" ο ξαδελφος του εμοιαζε τρομερα ανησυχος με εκεινο το παρτι.
''Κωνσταντινε, ο Βασιλης θα τα βαψει μαυρα αν δεν γιορτασει, αμαρτια ειναι.'' η Ερμιονη υπο αλλες συνθηκες θα συμφωνουσε μαζι του.
Η Κυβελη και η Φαιη απο την κουζινα κοιταχτηκαν με υφος. Κυριολεκτικα το τελευταιο πραγμα που χρειαζονταν ηταν ενα παρτι. Ο Ορεστης ηταν σε απαισια διαθεση, η Κυβελη νευρικη μεχρι αηδιας, η Ερμιονη κουβαλουσε το βαρος ενος μονοπλευρου χωρισμου που ουτε καν ηθελε, ο Κωνσταντινος με το βαρος της ευθυνης και ο Βασιλης με το βαρος της αγνοιας.
Ηταν λοιπον τα γενεθλια του, και στο διαμερισμα της Φαιης και της Ερμιονης πια, γινοταν το παρτι του. Συγκριτικα με αλλες χρονιες ηταν κλειστο και μιζερο, αλλα υπηρχε και κορονοϊος!
''Και αν καποιος απο την πολυκατοικια κανει καταγγελια;'' ο Κωνσταντινος ρωτησε την μελαχρινη κοπελα.
''Ολοι απο την πολυκατοικια ειναι καλεσμενοι.'' ο Γιαννης επενεβη καθως εμπαιναν παλι μεσα κουβαλωντας ηχεια.
''Κι αν κανει καποιος γειτονας;'' επεμεινε, η Κυβελη επιασε και τον εαυτο της να απορει. Εβγαλε το κεφαλι απ την κουζινα και κοιταξε τους φιλους της με απορια.
''Θα μοιραστουμε με συνοπτικες διαδικασιες στα τεσσερα διαμερισματα.'' Ο Ορεστης εμοιαζε να ειναι μερος αυτου του τρελου σχεδιου.
''Και η μουσικη;'' ο Κωνσταντινος ειχε τον ατελειωτο.
''Καλυτερα να μας κανουν παρατηρηση για μουσικη που στο κατω κατω ακουμε οι τρεις φιλες στο διαμερισμα μας, απο το να μας κοψουν προστιμο.''η Φαιη του εξηγησε, κι απο τον τονο της φαινοταν οτι δεν ηταν η πρωτη φορα.
''Ντυμενες ετσι;'' δυσπιστα τις εδειξε.
Οι δυο κοπελες κοιταχτηκαν μεταξυ τους.
Η Φαιη φορουσε - υπερβολη- ενα μινι μαυρο φορεμα, ενω η Κυβελη ενα δερματινο κολλητο πανω και ανοιχτο απο το γονατο και κατω, παντελονι, συνδυασμενο με ενα λευκο τοπακι με φουσκωτα μανικια μεχρι το μπρατσο και βαθυ ανοιγμα.
''Μια χαρα ειμαστε.'' υποστηριξε η κοκκινομαλλα και ο Ορεστης χλευασε.
''Εχω δει την Κυβελη να ξεβαφεται μεσα στο αυτοκινητο μεσα σε δυο λεπτα, πιστεψε με ειναι το τελευταιο που μας νοιαζει αυτο.'' οι αλλοι γελασαν και η κοπελα τον κοιταξε -κατα βαθος ανακουφισμενη που εμοιαζε να ξεσκαει- ταχα θιγμενη.
Αυτο χρειαζοταν; Να βγει απο το διαμερισμα;
''Τελος παντων τελειωνετε! Κωνσταντινε τα φωτακια! Ερχεται σε δεκα πεντε λεπτα!'' τους επιπλητει και ολοι γκρινιαζοντας συνεχιζουν ο,τι κανουν.
Τα παρτι της παρεας ηταν ανεκαθεν ανεπαναληπτα, απο την προετοιμασια τους ακομα.
''Την πιστευεις;'' η Φαιη ρωτησε αηχα σχεδον την Κυβελη καθως γεμιζαν τα μπολ με πατατακια.
Η Ερμιονη φουσκωνε μπαλονια στο σαλονι και κρεμουσε διακοσμητικα.
''Ουτε λιγο.'' αποκριθηκε η κοπελα.
''Δεν φανταζεσαι τι αηδιες μου ελεγε χθες.'' η Κυβελη μονο που το σκεφτηκε στριφογυρισε ρολλαρε τα ματια της.
''Κι εμενα τις προαλλες. Νομιζω περιμενει να περασουν τα γενεθλια του για να το κανει.'' συμπεραινει η ξανθουλα.
''Πιστευω οτι εχει τοση αναγκη την ηρεμια στην σχεση της με τον Βασιλη που τωρα που επιτελους καπως τα καταφερε δεν θελει να την χασει.'' η δικηγορινα απορησε ανοιγοντας κι αλλα σακουλακια με σνακ.
''Ειναι κι αυτο, σιγουρα. Ο Βασιλης ειναι τερμα ερωτευμενος μαζι της, νομιζω πιο πολυ απο ποτέ''
''Εσυ θα έμενες;'' την ρωταει με αληθινη απορια, ισως εν μερει και για τον εαυτο της.
''Δεν θα μπορουσα να ζησω εξω. ''
"Λεμε τωρα, υποθετικα.''
''Μμμ..''
Εδειξε να το σκεφτεται. Εσκυψε μπροστα στον φουρνο και εβγαλε ενα μεγαλο ταψι brownies, βαζοντας το επομενο.
''Ειναι κανονικα;'' η Κυβελη θα απορουσε αν ηταν.
Η Φαιη μπερδεμενη και καπως σοκαρισμενη γυρισε να την κοιταξει με ενα υφος καπως μαμαδιστικο.
"Και ο Ορεστης αυτο ρωτησε, πατε καλα; Θα δωσω σε 15 ατομα brownies με χορτο;''
Η Κυβελη ηθελε να γελασει σε αυτο.
Σαν τα μουτρα του με εκανε.
''Στο θεμα μας ομως. Εγω πιστευω στο εξ αποστασεως.''
''Πιστευεις στις σχεσεις εξ'αποστασεως;'' την ρωτησε δυσπιστα.
"Πιστευω στην σχεση εμενα και του Γιαννη, λειτουργει εξ΄αποστασεως.''
''Οχι ολες ομως.''
Γελασε.
''Σιγουρα οχι αυτη του Βασιλη και της Ερμιονης. Ειναι και οι δυο παρανοϊκοι.''
Γελασε πνιχτα και εγνεψε συμφωνοντας.
''Θα βρουν τον δρομο τους...'' μουρμουρισε αφηρημενα και αρχισε να τοποθετει μπουκαλια με ουισκι και τζιν στο μακροστενο τραπεζι.
--------------------------------------------------------------------
23:10
Ειχαν σβησει τουρτα πριν ωρα. Ο Βασιλης εκστασιασμενος απο την εκπληξη γεμισε την Ερμιονη φιλια, μπροστα σε 14 ατομα, πραγμα που παραξενεψε τους παντες.
Δεν τον κρατουσε τιποτα! Η αντιδραση του παντως αλλαξε πολυ το καπως μαγκωμενο κλιμα, και σε συνδυασμο με την μουσικη και το ποτο που αρχισε να ρεει το παρτι αρχισε.
Μαζι με αυτο αρχισαν και οι συναναστροφες. Οι συμφοιτητριες του Βασιλη που ειχαν ηδη την χειροτερη φημη - με βαση τις περιγραφες της Ερμιονης- εμοιαζαν να ξερουν ηδη τους αλλους τρεις.
Η Κυβελη προσπαθουσε να το παιξει χαλαρη, να αφοσιωθει στην συζητηση με τον Πετρο και την Ηλιανα, φιλους του Βασιλη που ειχε τυχει να βγουν μια δυο φορες, μα ηταν αδυνατον.
Τον κεραυνοβολησε με το βλεμμα της και περιμενε να την κοιταξει για να του δειξει οτι την ενοχλουσε η ξαφνικη του 'χαρα'.
Δηλαδη μονο εγω τον κανω δυστυχισμενο;
''Κοιτα τον! Ξανανιωσε.'' γκρινιαζει στην Φαιη που καπνιζει κρυφα στην κουζινα και πλεον κοιτα επισης τον βιολιστη.
Η Ερμιονη μπαινει στην για να βαλει κι αλλο ποτο κι αμεσως αποκτα συνομωτικο υφος και τρεχει κοντα τους.
''Ποιος;'' ρωτα περιεργη και στεκεται διπλα στην Κυβελη για να κοιταξει οπου κοιτουσαν.
Αμεσως καταλαβαινει.
''Η Χριστιανα και η Μαρια, οι αγαπημενες συμφοιτητριες του Βασιλη.'' κοροιδευει η κοπελα.
"Καλως ηρθες στον εφιαλτη μου.''
Η σαρκαστικη της απαντηση ταραζει την Κυβελη.
Ειδε τον Ορεστη, με το γνωστο αυταρεσκο, καπως ζαλισμενο, βλεμμα του, να κοιτα τις κοπελες καθως τους εξηγουσε κατι, που ευκολα μαντευε οτι αφορουσε την ονειρεμενη ζωη του μουσικου.
''Σαν ξερολουκουμο τον κοιτανε.'' μουρμουρισε μεσα απο τα δοντια της.
''Εμ αφου ειναι ωραιος ο ατιμος.'' η Φαιη εσπευσε να τον υπερασπιστει, ή μαλλον να ελαφρυνει την θεση του.
Η Ερμιονη δεν θα το εκανε ποτέ αυτο.
''Τις εχει χτυπησει η καραντινα κατακουτελα Κυβελη, ενας χρονος μεσα σε πειραζει.'' κοροιδευει και η κοκκινομαλλα χλευασε.
Ειναι ομως πολυ ωραιος.
Φορουσε ενα απλο λευκο πολο και τζιν. Το στερνο και τα γυμνασμενα μπρατσα του αφηναν το υφασμα να χαιδευει το δερμα του, σε χορους φαντασιας.
Τα κοντα κουρεμενα του μαλλια μπορει να του αφαιρουσαν κατι που αγαπουσε, αλλα συνδυαστικα με τα γενια μερικων ημερων προσεθεταν στο σεξ-απιλ του.
''Θα μου τον φανε οι καργιες.'' ειπε πιο πολυ στον εαυτο της και ηπιε μια γουλια.
''Μονο αν τις αφησει.'' η Ερμιονη της απαντησε με νοημα.
Αλιμονο, το αδυναμο σημειο της.
Ηταν γνωστο οτι ο Βασιλης ηταν λατρης του φλερτ, κι ας επεστρεφε παντα σε εκεινη.
Ειχαν περασει τρεις ωρες απο την αρχη του παρτι και ο Ορεστης δεν της ειχε δωσει καμια απολυτως σημασια. Ακομα και στο beer-pong -που ηταν το παιχνιδι τους- επαιξε με την Χριστινα, που εμοιαζε να γελαει με καθε σχολιο του.
''Μπορεις να μην τον κοιτας ετσι;'' η Φαιη την μαλωσε και την επιασε απο την μεση να χορεψουν.
''Οχι Φαιη δεν μπορω! Με εχει γραμμενη!'' η Κυβελη ηταν φαινομενικα εξαλλη, μα κατω απο το σπινθηροβολο της βλεμμα εβλεπε κανεις ξεκαθαρα το παραπονο.
''Εισαι ακομα νευριασμενη;''
''Παρατα με.''
Την τραβηξε απαλα πισω, απεναντι του.
''Μην μου λες παρατα με Κυβελη.'' την προκαλει.
''Γιατι; ''
''Γιατι θα το κανω και δεν θα σου αρεσει.'' χαμηλωνει τον τονο του και κατω απο την δυνατη μουσικη μετα βιας ακουγεται.
''Λες και δεν με εχεις παρατησει τοσες ωρες, ηρθες εδω περα και ξανανιωσες!'' τον κατηγορησε.
"Δεν ηξερα οτι ησουν τοσο εξαρτημενη.'' ο καυστικος του τονος την κανει να αναφωνησει.
Δεν ημουν γιατι ησουν ολη την ωρα κολλημενος πανω μου!
''Ενταξει ξεχνα το, φευγω.'' του πεταει και κανει να τον προσπερασει.
Κινειται προς τα αριστερα της και της κρυβει την εξοδο.
''Σου δινω λιγο χωρο Κυβελη, ημασταν τοσο οι δυο μας, τοσες μερες, που απλα χρειαζομαστε ενα διαλειμμα.'' η αιτιολογηση του δεν της αρκει. Δεν καλυπτει ουτε λιγο την εγκαταλειψη που νιωθει, μονο την αυξανει.
''Διαλειμμα απο το μεταξυ μας; Αυτο χρειαζεσαι;'' η φωνη της ραγιζει καθως ψελλιζει τις λεξεις.
Ο βιολιστης πιανεται απροετοιμαστος, σιγουρα δεν εννοουσε αυτο.
''Ποτε ειπα εγω αυτο; Παρανοεις παλι γαμω!'' την κατηγορει, προσπαθωντας να της εξηγησει οτι δεν χρειαζεται αποσταση. Μα μονο αυτο δεν καταφερνει.
''Εισαι μεθυσμενος.'' μονολογει κοιτωντας τον να προσπαθει να συγκεντρωσει το βλεμμα του πανω της.
''Οχι.'' της αρνειται.
''Εισαι παλι μεθυσμενος.'' ο κοφτος της τονος, γεματος απογοητευση και σιγουρια τον νευριαζουν.
''Σου ειπα, Δεν. Ειμαι.'' φτυνει τις λεξεις.
Το προσωπο του ειναι κοντα στο δικο της.
Του χαμογελα ειρωνικα.
''Διπλα μου εισαι ευτυχισμενος μονο μεθυσμενος; Ή εχεις μαστουρωσει κιολας; Ή οταν βγηκατε στο μπαλκονι κανατε και κατι αλλο;'' δεν του αφηνει κενο ουτε για ανασα.
Και ο Ορεστης βραζει απο θυμο.
''Βουλωσε το Κυβελη θα γινουμε μπιλιες.'' την προσταζει, καταβαθος πληγωμενος που το πιστευε αυτο για εκεινον. Επρεπε να ξερει καλυτερα.
Η κοκκινομαλλα ειχε παρει εκεινο το υφακι, το ειρωνικο, προσβλητικο, αδιαφορο ταχα υφος με το ανασηκωμενο φρυδι που του τσακιζε τα νευρα. Ομως δεν θα εκανε σκηνη στο παρτι του φιλου του.
''Φευγουμε.'' διαταζει μεσα απο τα δοντια του. Το προσωπο της ειναι αρκετα κοντα στο δικο του για να την φιλησει και να σβησει το αυταρεσκο μειδιαμα της, με το οποιο παντα τον εξοργιζε, μα ηξερε οτι ουτε αυτο δεν ηθελε να κανει πια.
Η ανακοινωση του εμοιαζε να την αιφνιδιαζει.
''Απαγορευση.'' του θυμισε.
''Στειλε 4 και κανε τον σταυρο σου να μην μας σταματησουν.'' εκανε μεταβολη και βγηκε με κοφτες μεγαλες δρασκελιες απο την κουζινα, αφηνοντας την πισω του να τρεμει απο εκνευρισμο.
Φευγουμε για να τσακωθουμε;
Ολοι απορρησαν, μα κανεις δεν το εδειξε, ειδαν οτι η Κυβελη ειχε ενα πολυ μυστηριο υφος.
Οι προσευχες της πρεπει να επιασαν γιατι στον δρομο δεν τους σταματησαν. Η ενταση αναμεσα τους ηταν τοσο πυκνη που σχεδον της εκοβε το οξυγονο στο αυτοκινητο. Το μονο που την απασχολουσε ηταν η σκεψη της οτι επρεπε να οδηγει προσεκτικα, μη τυχον και τρακαρουν.
Γυρνωντας πισω σε εκεινη την σκεψη, θα ευχεται να ειχαν τρακαρει.
------------------------------------------------------------
00:24
Ο ιδιος καβγας,ξανα και ξανα. Με εκεινον να μην μιλαει στην αρχη και υστερα να ουρλιαζει. Αυτη να του κανει νοημα να χαμηλωσει τον τονο του, ενω παραλληλα να θελει να επιβληθει φωναζοντας δυνατοτερα.
''Ηταν η πρωτη μου φιλη, ο πρωτος μου ερωτας, η πρωτη μου αγαπη. Μαζι μεγαλωσαμε! Γιορτες, γενεθλια διακοπες, ολα μαζι! Ασε με πια να θρηνησω οπως γουσταρω!! '' αυτο το τελευταιο της το ουρλιαζει σχεδον και βηματιζει πανω κατω μπροστα στον καναπε που εκεινη καθεται.
''Δεν σου λεω αυτο, απλα προσπαθησε να καταλαβεις οτι-'' ο Ορεστης ηταν κατακοκκινος, εκτος εαυτου. Θα μιλουσε μονο εκεινος, εκεινος και κανείς αλλος.
''Παρε αυτο, το ερωτικο-φιλικο, και επειτα παρε και ολα οσα ακομα μας ενωνουν. Ο εθισμος πανω απο ολα!'' βυθιζει το κεφαλι της στα χερια της και προσπαθει να κατευνασει τον πονοκεφαλο που αυξανεται, κι ας μην εχει πιει πανω απο ενα ποτο.
Σε παρακαλω μην λες, άλλα, ποναω.
'' Μαζι εθιστηκαμε, στο ιδιο ναρκωτικο. Τρεφομασταν με την ιδια πεινα και την εκτονωναμε ο ενας πανω στον αλλον. Την κοιταζω και βλεπω τον εαυτο μου οπως κανεις αλλον δεν τον εχει δει.'' οι λεξεις του την πονουν.
'' Την πιο ζωωδη, κτηνωδη, αιμοβορα πλευρα μου εκεινη την ειδε, και την αγαπησε!'' κλεινει τα ματια της πισω απο τις παλαμες της και προσπαθει να διωξει την φωνη του.
Σταματα.
''Ειναι η μονη που την αγαπησε!''
Η μονη.
Η μονη;
Εκεινη ειναι η μονη;
Κι εγω;
Εγω τι κανω εδω;
Ηταν η σταγονα που ξεχειλισε το ποτηρι.
''Κανεις ξανα και ξανα τα ιδια λαθη.'' ο ψιθυρος της, ολως παραδοξως επαρκει για να τον σιωπησει.
Στεκεται ακαμπτος μπροστα της.
''Τι ειπες;'' ρωτησε σχεδον απειλητικα, ναι, την απειλουσε να του πει την αληθεια.
Απελευθερωνει το προσωπο της απο τα χερια της, και ισιωνει την πλατη της. Ακουμπαει το βλεμμα της πανω στο δικο του και δαγκωνεται για να μην κλαψει.
Ή τωρα ή ποτέ.
''Εχασες την γυναικα που αγαπουσες επειδη την παρατησες τις λαθος στιγμες! Και τωρα; Τωρα τιμωρεις τον εαυτο σου παρατωντας εμενα; Απομακρυνοντας με; Ανοιγοντας κι αλλο το χασμα αναμεσα μας;'' τα ματια της τσουζουν.
Σηκωνεται ορθια για να οπλιστει με θαρρος.
''Πως σε βοηθαει αυτο;'' τον ρωτα, μα δεν του δινει χρονο να απαντησει.
Αναμεσα τους πλεον δεν υπαρχει ουτε χρονος, ουτε χωρος, μονο κενο.
''Πιστευεις οτι θα το ανεχτω αυτο; Νομιζεις θα κανεις χρηση κατω απο την μυτη μου κι εγω να το ονομαζω θρηνο;'' οι λεξεις αυτες ηταν που πυροδοτησαν μεσα του ευθεως την οργη. Σαν να ειχε ακουμπησει το χερι σε ενα ματι κουζινας που εκαιγε, τιναχτηκε πισω.
''Για τελευταια φορα, ΔΕΝ. ΚΑΝΩ. ΧΡΗΣΗ!'' πρεπει να τους ακουσε ολη η πολυκατοικια, και η Κυβελη ζαρωσε ελαφρως στο ποσο ηχηρη ηταν η φωνη του.
''Δεν σε πιστευω!'' του δηλωνει.
''Δεν με πιστευεις; '' αυτο μονο περισσοτερο τον εξοργιζει.
''Δεν με πιστευεις ε;'' αν ηταν σκυλος θα ειχε βγαλει αφρους.
Γυρισε απο την αλλη και ανοιξε με δυναμη το συρταρι κατω απο την τηλεοραση, κοντεψε να το βγαλει εξω.
Εκεινη πισωπατησε.
Τα ημερολογια της Ιασμης εκαναν την εμφανιση τους. Τα πεταξε μπροστα της στο τραπεζακι.
''Ανοιξε τα!'' διεταξε.
Το υφος του ηταν σκουρο, μαυρο σχεδον, και οι φλογες ουρλιαζαν σκοταδι.
Χωρις να παρει το βλεμμα της απο πανω του εσκυψε και επιασε ενα απαγορευμενο τετραδιακι στα χερια της.
Ηταν βαρυ, υποπτα βαρυ.
''Ανοιξε το.'' της ειπε παλι. Προς τι τοση επιμονη;
Το ανοιξε, στην πρωτη σελιδα αντικρισε τα καλλιγραφικα γραμματα που φανταστηκε οτι ανηκαν στην Ιασμη. Προσπαθησε να μην διαβασει. Δεν ηθελε.
Τον κοιταξε μπερδεμενη.
''Στην τελευταια σελιδα Κυβελη.''
Τα δαχτυλα της ετρεμαν οταν αρπαξε τον ογκο χαρτιων και τα γυρισε απο την αλλη για να φτασει στο τελος.
Δεμενο σε σελοτειπ ηταν το τελευαιο χαρτι πανω στο δερματινο οπισθοφυλλο.
''Σκιστο.'' η διαταγη του σταματησε την καρδια της.
Ειναι αυτο που νομιζω;
Η ακινησια της τον εκνευρισε. Δεν ειχε την υπομονη πια μαζι της. Αρπαξε το τετραδιο βιαια απο τα χερια της και την ειδε να ζαρωνει. Δεν ειχε καιρο να νιωσει τυψεις.
Ηταν το τελος.
Ξεσκισε το χαρτι και ξεκολλησε απο κατω του ενα ημιδιαφανο σακουλακι.
Με λευκη σκονη,
Με κοκαϊνη.
Η Κυβελη γουρλωνει τα ματια της και καλυπτει μια κραυγη με το χερι της.
Το βλεμμα του ειναι σκληρο σαν πετρα, και οταν πεφτει πανω στο δικο της την τραυματιζει.
''Εδω εκρυβε τα αποθεματα της, μου πηρε τρια ημερολογια για να το καταλαβω.'' το φαρμακι στα χειλη του την αηδιαζει.
''Αν ηθελα να κανω κοκαϊνη δεν θα χρειαζοταν να βγω απο το σπιτι, θα εκανα στο γραφειο μου. Μην τολμησεις να με κατηγορησεις ετσι, χωρις να ξερεις.'' το σαγονι της ειναι σφιγμενο και οι λεξεις μετα βιας βγαινουν εξω.
Ξεροκαταπινει. Ειχε αδικο, αλλα δεν δικαιουται την συγγνωμη της, δεν την αξιζει.
Η Κυβελη νιωθει να μαυριζει ολοκληρη. Ξεφυσα.
''Αν θες μετρα τα.'' την προκαλει νομιζοντας οτι αυτο ειναι το προβλημα της,
Τον κοιτα στα ματια. Το γαλαζιο ειναι απο ξενη θαλασσα και το πρασινο δεν ειναι γηινο.
Μιλουσαν αλλη γλωσσα, προερχονταν απο αλλους κοσμους.
''Νομιζεις οτι αυτο ειναι το προβλημα μου; Οτι δεν σε πιστευω;'' γελαει πικραμενη και κανει μεταβολη.
Δεν μπορει ουτε να τον κοιταζει. Απομακρυνεται και προσπαθει να ανασανει, ο αερας μακρυα του δεν ειναι τοσο πυκνος απο την ενταση.
Πιστευεις τις αηδιες της Φαιης; Οταν χαλαει κατι το φτιαχνουμε δεν πεταμε ολοκληρη την σχεση στα σκουπιδια; Και αν σε σκοτωνει Κυβελη; Κι αν σαπιζει μεσα σου;
''Ειπες στην Τατιανα οτι ειναι μεγαλο κοριτσι πια και να σφιξει τα δοντια.'' σηκωνει τα ματια της στο προσωπο του. Απο μακρυα της ειναι ευκολοτερο να δωσει τελος.
'' Δεν ντραπηκες;'' δεν τον αφηνει να απαντησει.
" Εσυ! Που εισαι ο πιο δειλος απο ολους οσον αφορα αυτα που νιωθεις! Που κλεινεσαι και δεν μιλας σε κανεναν! Δεν μιλας σε εμενα! Εχουν περασει 20 μερες, και μου φανηκαν αιωνες, ΑΙΩΝΕΣ. Ενιωσα ανεπιθυμητη και περιττη και ολα οσα πιστεψα οτι δεν θα νιωσω ποτέ πλαι σου.''
Ο Ορεστης δεν της απαντα. Η καρδια της μικραινει, ολοενα και μικραινει.
''Εισαι σκληρος και τιμωρητικος με τον εαυτο σου, και αυτο δεν μπορουσα ποτε μου να το προβλεψω. Μα τωρα ειναι μπροστα μου και δεν θα κατσω να το ανεχτω! Δεν θα γινω μια απο αυτες που λυπαμαι! Που δουλευουν απο το πρωι μεχρι το βραδυ για να συντηρουν εναν ξοφλημενο αντρα που πινει και κανει καταχρησεις! ''
Ξερει οτι γινεται σκληρη μα κατι μεσα της δεν την αφηνει να σταματησει. Περασε καιρος, πολυς καιρος απο την τελευταια φορα που ειπε σε καποιον τι νιωθει.
Κι αυτος ο αντρας απεναντι της δεν ειναι ο Ορεστης.
''Να ωριμασεις! Να θρηνησεις! Να κλαψεις γαμωτο! Να μου μιλησεις για εκεινη! Να με αφησεις να ακουσω, να σε βοηθησω να το ξεπερασεις!Αλλα οχι! Μπηκες στην χρονομηχανη που εκεινη εχτισε για εσενα, στο δικο σας αρρωστο παιχνιδακι, και τι; Πινεις για να την δεις; Να σου πει τι; Να σου εξηγησει; Ή να σε πεισει οτι δεν ηταν ο χωρισμος σας που την σκοτωσε;''
Τον βλεπει που μορφαζει. Μα δεν μπορει να ελεγξει τις λεξεις που εκσφενδονιζονται απο τα χειλη της. Ειναι αβιαστο και την πονα, μα δεν μπορει να σταματησει. Εχει βγει απο το κορμι της και βλεπει μια μικροκαμωμενη κοκκινομαλλα να φωναζει τρεμοντας σε καποιον που εχει καταπιει το σκοταδι.
Και η σιωπη στο δωματιο ουρλιαζει. Και η θερμοκρασια πεφτει.
''Πιστευεις οτι οι υπολοιποι δεν εχουν τυψεις; Δεν πονανε; Δεν το σκεφτονται το βραδυ πριν κοιμηθουν; Γιατι νομιζεις οτι μονο εσυ αγαπουσες την Ιασμη; Επειδη την αφησες να σε καταστρεψει; Πιστευεις οτι η αυτοκαταστροφη ειναι δειγμα αγαπης Οτι επειδη πονεσες τοσο για εκεινη την αγαπας παραπανω;''
Δεν κανει τον κοπο να της απαντησει. Τον διαλυει με οσα του λεει, το ξερει και η ιδια, μα δεν αντεχει. Δεν μπορει να μεινει αλλο εκει να δει την αυτοκαταστροφη του.
''Κι εγω πονεσα για τον Σπυρο αλλα δεν τον αγαπησα ουτε στιγμη παραπανω απο εσενα! Γιατι δεν πονεσα απο αγαπη, πονεσα απο εθισμο! Απο αναγκη να αγαπησω και να αγαπηθω.''
Εκει, εκει νιωθει πρωτη φορα το τρεμουλο, και εκει καταλαβαινει οτι τρεμει.
Γυριζει πισω στο σωμα της και αισθανεται παλι τα ακρα της. Ξεμουδιαζει και παιρνει βαθια ανασα.
Ειναι πια αργα να παρει οσα ειπε πισω.
Μα γιατι να τα παρει;
Εκεινος παντα δεν ηταν ειλικρινης μαζι της; Παντα δεν προσπαθουσε να της λεει την αληθεια;
Κι ας την τσακιζε;
''Με απογοητευεις Ορεστη, δεν πιστευα ποτε πως ησουν τελειος αλλα σε θαυμαζα για τον τροπο που κατω απο την παιδικοτητα σου εκρυβες εναν αντρα που ηξερε να αγαπα και να συγχωρει, πρωτο απο ολους τον εαυτο του! Μπροστα μου δεν βλεπω καποιον που αγαπα και συγχωρει. Βλεπω ενα αγορι 18 χρονων που το επιασαν με γραμμαρια στο παρκακι.''
Φτυνει τις τελευταιες της λεξεις υποτιμητικα.
Και υστερα, κενο.
Σαν να αδειαζει το μυαλο της και μενει κενη απο λεξεις. Δεν εχει μεσα της τιποτα αλλο να βγαλει, τιποτα να του πει, δεν θελει ουτε να κλαψει ουτε να φωναξει.
Για δευτερη φορα στην ζωη της η Κυβελη Πολιτη κοιτα εναν αντρα που αγαπα και δεν μπορει να παρει ανασα.
Θελει μοναχα να φυγει.
''Εγω παω πισω στην Φαιη, και εσυ να μαζεψεις τον χαμο που εκανες και πεσεις να ξαπλωσεις,αυριο θα επιστρεψω για τα υπολοιπα.'' μουρμουριζει και μηχανικα φοραει παλι τα παπουτσια της και το παλτο της. Πιανει την τσαντα της και ελεγχει οτι εχει μεσα τα κλειδια και την μασκα.
''Ποια υπολοιπα;'' αυτες ηταν οι μονες δυο λεξεις που κατορθωσε να της πει. Πιο κενος απο ποτε, μεσα σε ενα σωμα που δεν ηταν δικο του, δεν μπορουσε να ξεκολλησει τα ποδια του απο το πατωμα, ουτε να διαλεξει τις σωστες λεξεις για να την κρατησει.
Δεν υπηχαν ακομα αυτες οι λεξεις.
''Τα υπολοιπα πραγματα μου Ορεστη.'' αυτο του το ειπε διχως να τον κοιτα. ''Εγω τελειωσα εδω. Δεν εχω καμια θεση στο δραμα σου, δεν με αφηνεις να εχω, οποτε δεν θα στριμωχτω. Σε τεσσερις μηνες πας στο εξωτερικο, θα καταφερω να μην σε δω μεχρι τοτε.''
''Παω;'' η φωνη του βγηκε βραχνη. Μα δεν ειχε ανασα για αλλη λεξη.
Σηκωνει το βλεμμα της στο δικο του και την βλεπει που δακρυζει. Απο παραπονο και απογοητευση.
Ειχαν τελειωσει;
Ετσι θα γραφοταν το τελος αυτων των δυο;
Τοσο αδοξα;
Τοσο αποτομα;
"Δεν θα σε ακολουθησω Ορεστη, ποτέ δεν ηθελα πραγματικα ενα μεταπτυχιακο σε αυτο τον τομεα, με βολεψε που ηταν τοσο δυνατο χαρτι και εσυ θα ησουν εκει, για σενα θα το εκανα εν μερει, εμενα το ιδιο μου κανει. Αλλα βλεπω οτι δεν με θες εκει, ειναι ανουσιο να αλλαξω ολοκληρη την ζωη μου για εναν αντρα που ουτε καν με θελει εκει.''
Και ειναι πραγματι εξοργιστικο, δεν ειναι;
Πως εκεινος, ο αντρας που την διεκδικησε πιο πολυ απο καθε αλλον, τωρα την κοιτουσε να φευγει με τα ποδια ριζωμενα στο εδαφος.
Ο μυθος, προς δυστυχια του, ειχε επαληθευτει.
Η αληθεια ηταν που διελυσε την αγαπη τους.
Η πορτα εκλεισε με κροτο. Και πηρε μαζι την τελευταια του ανασα.
Ορεστης Νικολαϊδης
Γαμω την τυχη μου.
Σωριαζομαι στο πατωμα, πλαι στον καναπε. Ο σκυλος απεναντι κανει οτι κοιμαται.
Ιδιες ειναι! Ιδια με αποφευγουν.
Δεν μπορω να χωρεσω στο μυαλο μου τι εγινε μεσα σε λιγα δευτερολεπτα. Οι λεξεις της στροβιλιζουν το μυαλο μου σαν σμηνος μελισσων και με τρελαινουν.
Δεν γινεται να χωρισαμε, αποκλειεται.
Θα γυρισει, το ξερω. Θα την κανω να γυρισει. Θα την αναγκασω να με ακουσει.
Αλλα να της πω τι;
Ανοιγω την σελιδα απο το τελευταιο ημερολογιο, εκει που βρισκοταν η προτελευταια της καταχωρηση.
Τον αποχαιρετησα, και ορκιστηκα στον εαυτο μου να μην τον καλεσει ξανα.
Ειναι εφιαλτικο και επωδυνο. Δεν θα καταλαβει κανείς τους.
Γιατι δεν ειχαν ποτέ Ορεστη.
Δεν μπορω να περιμενω να πονεσουν για εναν ερωτα που δεν εζησαν. Για κατι τοσο διαφορετικο, τοσο αγνο και ταυτοχρονα σκοτεινο.
Ξερεις πως ειναι να εχεις τον Ορεστη Νικολαϊδη;
Ξερεις ποσες τον ηθελαν; Ποσες ηταν ερωτευμενες μαζι του;
Απο το δημοτικο ακομα! Στο γυμνασιο, χαμος! Στο λυκειο δεν προλαβα να ζηλεψω πολυ. Εφυγε στην Αμερικη. Και ζηλευα απο μακρια.
Μα ενιωθα ευλογημενη. Ευλογια, τιποτα λιγοτερο απο αυτο.
Ηταν δωρο να με θελει ενας αντρας σαν εκεινον, ειχα αστερι! Μου συνεβησαν τοσα ασχημα κι εκεινος ηταν η ανταποδωση της μοιρας για ολα τα ασχημα.
Και με αγαπαει.
Με αγαπαει πολυ. Με κοιτα και λιωνει. Το παιζω δυσκολη και λυγιζει, κλαιω και σφιγγει τα δοντια.
Τρωει τσιχλες κανελα και δινει στα φιλια μας μια γευση που εχει μεινει μονιμα στα χειλη μου.
Πνεει στα σωθικα μου οξυγονο ελευθεριας.
Και τρεμω να τον αφησω.
Να τον αφησω που; Να τον αγαπησει ποιος;
Και εμενα μετα ποιος θα με αγαπαει ετσι οπως εκεινος;
Φοβαμαι, δεν στο κρυβω.
Θελω να τον παρω τηλεφωνο και του ψιθυρισω το σχεδιο μου. Να τον ακουσω να χασει μια ανασα. Να χασει μαζι και την ψυχραιμια του, να μου φωναξει να μην κανω καμια βλακεια.
Να κινησει γη και ουρανο και να ερθει μεσα σε μιση ωρα σπιτι μου. Να τον ακουσω να τρεχει στον διαδρομο και να συναντησω εκεινο το ανακουφισμενο, καπως εκνευρισμενο βλεμμα που δεν μπορει να μου κρατησει κακια και αγαπη.
''Τι εγινε Ιασμη μου;''
Σου εχω πει οτι ο τροπος που προφερει το ονομα μου με λυγιζει;
Οπότε ισα που θα χει τελειωσει την προταση του, κι εγω θα κλαιω ηδη. Θα καλυψει την αποσταση αναμεσα μας και θα με αγκαλιασει σφιχτα.
Θα φιλησει τα μαλλια μου και θα παρει βαθια ανασα. Θα ακουμπησω το κεφαλι μου στο στερνο του και θα μυρισω το απορρυπαντικο στο φουτερ του. Θα ακουσω την καρδια του να χτυπαει σαν τρελη, εκει θα καταλαβω οτι ειμαι τρελη και παλαβη και δεν του αξιζω.
Αλλα γαμωτο, θελω να του αξιζω!
Με τσακιζει, κι απο τον ταφο της με κανει αλοιφη και σκονη.Κι εγω αυτο ενιωθα για εκεινη, ωσπου γνωρισα την Κυβελη.
Κι επειτα εχασα την αναγκη μου να την βλεπω καθε μερα, να την φιλαω, να κοιμαμαι πλαι της, ολοενα και περισσοτερο την εχανα.
Αφηνω το τετραδιο ανοιχτο μπροστα μου.
Στα δαχτυλα μου χτυπιεται το διαφανο σφραγισμενο σακουλακι. Το φερνω μια απο εδω μια απο εκει, ρυθμικα και επιδεξια.
Και μετανιωνω.
Εχασες την γυναικα που αγαπουσες επειδη την παρατησες τις λαθος στιγμες! Και τωρα; Τωρα τιμωρεις τον εαυτο σου παρατωντας εμενα;
Κι ουτε που μπορουσε να διανοηθει το βαρος των τυψεων μου,κι ουτε και θα της ελεγα ποτε.
Αυτο δεν αλλαζει.
Να της εξηγησω τι;
Οτι ο αντρας που αγαπα ξυπνα καθε μερα και η πρωτη του σκεψη ειναι οτι θα επρεπε να ειναι εκεινος στην θεση της πρωην του;
Να σκεφτεται ποσο τυχερος σταθηκε, ποσο τον βοηθησαν, πως ειχε προνομιο;
Εκεινη εχασε την αδελφη της, μαζι και τους γονεις της. Εχασε καθε στηριγμα και σημειο αναφορας.
Υστερα κι εκεινος, μαζι του και τους φιλους τους.
Εμεινε μονη, κλεισμενη σε ενα πολυτελες θεραπευτηριο που μονο περισσοτερο την αρρωσταινε.
Εγω δεν υπεφερα, δεν εθιστηκα, δεν εχασα φιλους, γνωστους. Οι γονεις μου δεν απομακρυνθηκαν. Εγω πηρα δευτερη ευκαιρια. Στα παντα.
Μεχρι και στον ερωτα.
Μια ευκαιρια που δεν με ολοκληρωνε αλλα με επλαθε απ΄την αρχη, σε εναν κοσμο ολοτελα καινουργιο και διχως εσενα Ιασμη.
Και υπεφερα τωρα, απο αγαπη! Δεν μου αξιζε. Επρεπε να τιμωρηθω κανονικα, να καταστραφω, εστω και λιγο, να πονεσω πιο πολυ, πιο εντονα. Να το νιωσω στα κοκκαλα μου.
Μονο τοτε ειναι αληθινο.
-------------------------------------------------------------
Τριτοπροσωπη αφηγηση.
Οδηγει ηδη δεκα λεπτα οταν το κινητο της χτυπαει.Βλεπει την επαφη του. Και σαν προαισθημα θεοσταλτο ενα κακο προαισθημα καθισε χαμηλα στην κοιλια της.
''Τι εγινε;''
Ακουει μουσικη, δυνατη μουσικη μα τιποτα περα απο αυτο.
Που ηταν;
Ακουμπησε το κινητο αναμεσα στο μαγουλο και τον ωμο της και εκανε αναστροφη για να στριψει σε ενα στενο και να παρκαρει ατσαλα πανω στο πεζοδρομιο.
''Ορεστη;''
''Ειμαι...ειμαι μαλακας...'' η φωνη του ηταν ραγισμενη, και απο μεσα της ειχαν ξεφυγει ολα τα παραπονα του κοσμου.
Τον ακουσε να τρεμει.
''Ορεστη; Κλαις;''
Η μουσικη ακουγοταν ακομα. Οσο δεν της απαντουσε προσπαθησε να συγκεντρωθει εκει.
Εγώ εσένα αγάπη μου...σε κλαίω στα μεθύσια.
''Εβαλα τον δισκο, να νιωθω οτι εισαι εδω..'' τον ακουσε να ανασαινει κοφτα μεσα απο εναν λυγμο.
''Μα δεν βοηθαει.''
Πετρωσαν τα σωθικα της.
''Συγγνωμη Κυβελη...συγγνωμη που τα γαμησα ολα..'' εκλαιγε και μιλουσε.
Η κοπελα πανικοβληθηκε. Εβαλε το κινητο της σε ανοιχτη ακροαση και εβαλε μπρος στο αυτοκινητο. Βγηκε σαν τρελη στον δρομο και πατησε γκαζι γυριζοντας πισω.
''Ορεστη! Με ακους;''
''Ναι..'' ξεψυχισμενα της απαντησε.
''Τι κανεις;'' αυτη η ερωτησε ελευθερωσε μαζι με δυο λεξεις και ολους της τους φοβους.
Δεν της απαντησε. Ακουγε μονο τις κοφτες ανασες του. Εκλαιγε με λυγμους.
''Οχι! Ορεστη οχι!'' δεν εβλεπε μπροστα της απο τον φοβο.
Δεν ακουγε τιποτα πια. Μονο το τραγουδι που αλλαξε. Ηταν εφιαλτης που εγινε πραγματικοτητα.
Ποτέ σου πια δε με φιλάς
Λες κι έχεις κάτι
''Ορεστη! Ορεστη με ακους;'' εστριβε στο στενο τους και τα χερια της ηδη ετρεμαν.
Αφησε το αυτοκινητο μπροστα απο την εισοδο αδιαφορωντας για τους γειτονες και με το κινητο και την τσαντα στο χερι ετρεξε μεσα.
''Ειμαι χαμενη υποθεση...'' ο αχνος του ψιθυρος της εδωσε ζωη και ταυτοχρονα της την πηρε πισω.
''Ορεστη τι εκανες;'' δεν ηξερε οτι εκλαιγε κι η ιδια μεχρι την στιγμη που ενιωσε τα καυτα δακρυα να αυλακωνουν το προσωπο της.
Το ασανσερ ηταν κατω. Μπηκε μεσα και πατησε γρηγορα το 3. Καμια απαντηση.
Πες μου μόνο, είσαι εντάξει να προσέχεις με τ' αμάξι... να μην πίνεις με τ' αμάξι
Μονο εκεινη η φωνη ακουγοταν.
''ΟΡΕΣΤΗ!!"ουρλιαζε κυριολεκτικα στο δυσμοιρο κινητο.
Ακουσε τον σκυλο να γαβγιζει.
Οταν ανοιξε με κροτο την πορτα του ασανσερ, βρηκε την κυρια Ριτσα να την κοιτα αγριεμενη, μαλλον για τον θορυβο.
''Τι πραγματα ειναι αυτα;'' την μαλωσε.
Η Κυβελη σχεδον νευριασε που της εκοβε την εισοδο. Ενα λεπτο ακομα και θα παθαινε καρδιακη προσβολη.
''Φυγε απο μπροστα μου!'' της φωναξε και με τα χερια ακομα να τρεμουν εβαλε το κλειδι στην εσοχη και ξεκλειδωσε.
Κενο απεναντι της.
Πεσε τωρα...να ξαπλωσεις, σου χω στρωσει...κουταβακι, που δεν λεει να μεγαλωσει.
Τα ματια της σαρωσαν τον χωρο με αγωνια και το αιμα να στερευει το κορμι της με καθε δευτερολεπτο που περνουσε.
''Βρε τι μας λες-''
Η Ριτσα πισω της κοκκαλωσε. Την ιδια στιγμη που η Κυβελη εχασε την γη κατω απο τα ποδια της. Την ιδια στιγμη που η μοιρα χαρακτηκε πανω στο δερμα της ανεπανορθωρα.
Την ιδια στιγμη που η συριγγα επεσε το ξυλινο πατωμα.
Πρωτα ειδε δυο ποδια να εξεχουν απο το κενο πισω απο τον καναπε.
Ο σκυλος ετρεξε καταπανω της γαβγιζοντας και κλαιγοντας.
Ειδε τα all star του.
Εκεινα τα παπουτσια που δεν ελεγε να βγαλει ποτε οταν εμπαινε στο σπιτι.
''Ορεστη!!'' η κραυγη που ακουστηκε ουρλιαζε θανατο. Μια απογνωση αποπνικτικη. Ποιος ηταν που ουρλιαζε;
Εκεινη ηταν;
Τα γονατα της λυθηκαν. Ολα βουιζαν. Η μουσικη ακομα επαιζε και η κυρια Ριτσα μιλουσε, κατι ελεγε, πολλα ελεγε, μα ολα σαν σε ξενη γλωσσα.
Επεσε με τα γονατα στο παρκε πλαι του. Ηταν χλωμος, ετρεμε και χτυπιοταν στο πατωμα. Ειδε την ενεση.
Θεε μου τι εκανε;
''Ορεστη!!'' τα ματια του πεταριζαν ακομα.
Κοιτουσε εκεινη αοριστα και το κενο στο πλαι της.
Κοιτουσε μα δεν εβλεπε, εσβηνε.
''Ναι με ακουτε;; Φερτε ασθενοφορο! Εχει πεσει στο πατωμα και φτυνει αιμα, εχει βγαλει αφρους, δεν ξερουμε τι ειναι;'' ουρλιαζει και κλαιει η δυσμοιρη γειτονισσα και η Κυβελη απορει.
Δεν βλεπει ουτε αφρους, ουτε αιμα. Μεσα στο χαος του μυαλου της την ευχαριστει που ειναι υπερβολικη για να ερθουν γρηγορα.
Αρχιζουν τα παντα και θολωνουν αλλα δαγκωνεται για να μην λιποθυμισει. Δεν εχει αιμα να την κρατα ορθιο, στραγγιξε ολο στην εικονα του.
Από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε
η απώλεια θα μπορούσε να "ναι κούνια μας
δεν μπορείς να τα 'χεις όλα
πρώτη φράση που μαθαίνουμε
Η φλεβα του εχει σπασει, τρεχει αιμα και το λευκο σακουλακι ειναι ξεσκισμενο παραδιπλα. Ενα κουταλι και ενας αναπτηρας της λυνουν τις αποριες.
Κι επειτα βλεπει τον Ορεστη, στο χρωμα που μισει, να κειτεται στο εδαφος ημιλιποθυμος.
Θα πεθανει;
Θα πεθανει και θα του εχω πει οσα του ειπα.
Θα πεθανει και θα νομιζει οτι δεν τον αγαπουσα.
Νιωθει αβοηθητη, πελαγωμενη. Τι να κανει; Πως να τον βοηθησει.
''Μιλα του για να μην πεσει σε κομα, προσπαθησε να τον σηκωσεις.'' η κυρια Ριτσα παραφυλαει στην πορτα για να ανοιξει στους τραυματιοφορεις απο κατω.
''Δεν...δεν μπορω...'' κλαψουρισε δυνατα.Μετα βιας μπορουσε να τον αγγιξει. Φοβοταν.
''Μιλα του!'' την διαταζει σκληρα.
Προσπαθησε Κυβελη.
''Ορεστη! ορεστη!'' του φωναξε και τον ειδε να πεταριζει τα ματια του, φερνει το κεφαλι του στα γονατα της, με τα χερια της να τον στηριζουν και χτυπαει ελαφρως στο μαγουλο του. Ειναι παγωμενος.
Πεταρισε τις βλεφαριδες του, με το ζορι μπορουσε να κρατησει τα ματια του ανοιχτα,ο κοσμος της γκρεμιζοταν.
Από μικροί πρέπει να μοιραζόμαστε
τα γλυκά και τα παιχνίδια με τ" αδέρφια μας
μάθε πλέον να μοιράζεσαι
κι έτσι δίνουμε ό, τι παίρνουμε
Η βαβουρα μονο αυξανε τα ουρλιαχτα στο κεφαλι της.
Τι εκανε;
Γιατι εφυγα;
Γιατι τον αφησα;
''Μην....'' ξεπνοα σαν να ετρεχε μηνες, το χερι του τρεμοντας αγγιξε το δικο της. Εσφιξε τα κρυα του δαχτυλα για να του δειξει οτι ειναι εκει.
"Μην με αφηνεις...συγγνωμη...''
Την διελυσε.
Το κλαμα της δυναμωσε, πασχιζε να παρει ανασα.
''Δεν παω πουθενα Ορεστη! Που να παω χωρις εσενα; Γαμωτο! Απλα ηθελα να σε ταρακουνησω, να σε κανω να καταλαβεις!'' δεν ηξερε αν ειχαν νοημα οσα ελεγε μα τον κρατησε ξυπνιο.
''Απο...''τα χειλη του, ξεραμενα και τρεμαμενα μετα βιας εφερναν τις λεξεις εξω.
''Απο την πρωτη μερα που σε ειδα...''
Θυμηθηκε ξαφνου την πρωτη τους συναντηση.
Της χαμογελασε πονηρα και παιχνιδιαρικα,ενα ζευγαρι λακκακια φανηκαν και το προσωπο του φωτιστηκε. Ετεινε το χερι του προς το μερος της και επιασε διχως δισταγμο το δικο της που ακομη μετεωρο βρισκοταν πανω απο τον κορμο της. Το ζεστο και σταθερο του αγγιγμα εστειλε ηλεκτρισμο κατα μηκος της σπονδυλικης της στηλης.
Αναριγησε ολοκληρη. Τα νευρα της τεντωθηκαν αποτομα.
Εκανε να απομακρυνει το χερι της νευρικα,σαν να ειχε μολις συνειδητοποιησει οτι το ειχε ακουμπησει σε καυτη εστια,μα το κρατησε πιο σφιχτα πριν πλησιασει τον αναστροφο της παλαμης της. Τα ζεστα του χειλη αφησαν το αποτύπωμα τους στο δερμα της. Εσφιγγε ασυναισθητα την λευκη πετσετα της. Και επειτα σηκωσε το βλεμμα του και την κοιταξε.Το μαυρο βλεμμα της συναντησε κατι που κανεις απο τους φιλους τηε δεν ειχε αναφερει. Δυο χρωματα. Πρασινο και γαλαζιο, το ένα μεσα στο άλλο ,σαν το γιν και το Γιανγκ. Στο δεξι υπερτερει το πρωτο και στο αριστερο το δευτερο. Ειχε αφησει τα χειλη της μισάνοιχτα, καθως ο κοσμος γυρω της μπορουσε και να καταρρευσει μα εκεινη καθολου δεν θα ενδιαφεροταν.
"Ορέστης χάρηκα'' της χαμογέλασε.
Εκλαψε σε εκεινη την εικονα, με εκεινον να ανασαινει ακομα βαρια, σαν καθε του ανασα να ειναι και η τελευταια. Τον κρατουσε πανω της με λυσσα, με αρνηση.
Δεν θα τον αφηνε να φυγει. Δεν γινοταν.Κατι να τον ξυπνησει. Με πονο θυμηθηκε το ποιημα για την Ιασμη.
''Δεν θα την ξεχασω ποτε εκεινη την μερα...'' του απαντα κλαιγοντας κι η ιδια.
Σχεδον μπορουσε να φανταστει τι περνουσε εκεινος τοσες μερες.
Και τα χρόνια περνάνε
και ό, τι τρώμε κερνάμε
δίνουμε ό, τι αποκτάμε
ώσπου κάτι τελειώνει...
Το τραγουδι συνεχιζοταν, να κυλα μαζι με την τραγωδια διχως τελος.
Τον ειδε να κλεινει τα ματια. Και ο πανικος της χτυπησε κοκκινο. Μουδιασε ολοκληρη.
Οχι οχι οχι...
''Και οταν βρεθηκαμε για πρωτη φορα; Θυμασαι; Μου απλωσες το χερι σου τοσο τρυφερα σαν να με γνωριζες απο χρονια!''πασχιζε να θυμηθει την συνεχεια, οσο ακομα ειχε την προσοχη του.
Και μεσα στο θολωμενη της μυαλο ενωσε τα κομματι, για εκεινη ηταν! Για εκεινη διαβαζε και για εκεινη σκεφτοταν! Εκεινους περιεγραφε! Τοσο καιρο εκεινους!
Μα ουτε καν ο Λειβαδιτης δεν επαρκουσε για να τον κρατησει ξυπνιο. Η καρδια της αιμορραγουσε. Το ασθενοφορο ακουγοταν απο μακρια, μα ενιωθε πως ηταν αργα.
Το γαλαζιο και το πρασινο της κοιταξαν μισανοιχτα, αναμενοντας την συνεχεια του ποιηματος που ομως δεν θυμοταν. Πασχιζε αλλα δεν μπορουσε να θυμηθει ουτε λεξη. Οποτε εφτιαξε μονη της τις λεξεις, σε μια συνεχεια που θα τους σημαδευε.
Τα δακρυα της μουσκεψαν τα ξεραμενα χειλη του.
''Σε κοιταξα και σκεφτηκα...'' καταπιε εναν λυγμο ''Θεε μου τι αποτομη ευτυχια ειναι αυτη!" χαμογελασε νοσταλγικα καθως τον εσφιγγε στην αγκαλια της.
Δεν την ακουγε πια...δεν αντιδρουσε.
Το ομορφο αγορι μου. Ο αναθεματισμενος βιολιστης της κακιας ωρας...
''Δεν παω πουθενα Ορεστη! Μ'ακους; Ή κανείς ή κι οι δυο μαζι, μ'ακους;''
το κλαμα της ηταν αποκοσμο και ξενο.
Η δοση τον επνιξε.
Εκεινη εμφανιστηκε, παντα εμφανιζοταν.
''Ορεστη τι εκανες!;'' τον ρωτησε απαλα, σαν να μην ειχε μια βελοντα καρφωμενη στην φλεβα του.
Ετρεμε. Καθε ανασα συνταρρασε την σπονδυλικη του στηλη.
''Απο ολα οσα σου εγραψα, αυτο καταλαβες;'' τον μαλωσε, ηρεμη.
Τον κοιταξε πεσμενη απο πανω του, καθισμενη στο πατωμα.
''Γιατι εκανες κακο στον εαυτο σου; Για να με πληγωσεις;'' η φωνη της ολο και μακραινε, η μορφη της ολο και θολωνε.
Την παρουσια της εκανε σκονη η Κυβελη που ορμησε στο δωματιο, την ωρα που η οραση του θολωνε και ολα σιγα σιγα σκοτεινιαζαν. Ειδε την Ιασμη διπλα της να τον κοιτα, οσο η κοκκινομαλλα επεξεργαζοταν το φρικτο θεαμα μπροστα της.
Ηταν μαζι, κι οι δυο απο πανω του.
Η ξανθουλα του χαμογελασε.
''Αντιο Ορεστη...'' την ειδε να βουρκωνει.
Θα εφευγε; Ετσι;
''Κι εγω;'' ψιθυρισε, κατι που η Κυβελη δεν καταλαβε, γιατι ουρλιαζε.
Και εσβησε η παρουσια της.
Τα ματια του Ορεστη εκλεισαν μολις οι τραυματιοφορεις εισεβαλαν στο διαμερισμα. Απο μακρια ακουγονταν μπερδεμενες φωνες και τα ουρλιαχτα της, που παλευαν να τον φερουν πισω.
Το γαλαζιο στερεψε, μαζι και το πρασινο.
Και ηρθε το σκοταδι, μα πριν χαθει μεσα του ακουσε την φωνη της στο μυαλο του, θα ηταν η τελευταια φορα που θα την ακουγε.
''Δεν ηρθε ακομα η ωρα Ορεστακο, να εισαι δυνατος.''
Ηταν εφιαλτης, μια παραζαλη. Τον πηραν απο τα χερια της και προσπαθησαν να τον κρατησουν σε επαφη με το περιβαλλον, να μην πεσει σε κομμα.
Ετρεμε τοσο που δεν μπορουσε ουτε να σηκωθει.
Και οι άνθρωποι φεύγουν
και εμείς δεν αντιδράμε
''Κατεβαστε τον!''
Κουλουριαστηκε στην ακρη διπλα στον καναπε και κοιταξε το κενο. Δεν αντεχε, δεν αντεχε αλλο
μάθαμε να ξεχνάμε
και να μένουμε μόνοι...
Κι εκεινο το τραγουδι δεν ελεγε να παψει, το σιχαθηκε, και μαζι με εκεινο τα παντα. Και τον εαυτο της μαζι.
''Καντο να σταματησει..'' ψιθυρισε στην κυρια Ριτσα που αλαφιασμενη εισεβαλε παλι στο ανοιχτο διαμερισμα.
''Φτανει πια...δεν αντεχω..''
Μα η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει
να το θυμάσαι μικρή μου καρδιά
η καρδιά πονάει πάντα όταν ψηλώνει
πάντα...
Και μετα το σκοταδι, δεν ερχεται παντα το φως.
Σκοταδι λοιπον,στο σκοταδι.
10 λεπτα μακρια απο το σπιτι στο Κολωνακι,
σε μια πολυκατοικια ρημαγμενη απο τον χρονο η γυναικα που ειχε αποκοιμηθει διπλα στο τζακι ξυπνησε αποτομα.
Τα παραθυρα της ανοιξαν διαπλατα, και ο αερας εστειλε τις χοντρες σταγονες της βροχης κατα πανω της. Βροντες και αστραπες εκαναν την νυχτα μερα.
Εντρομη τυλιχτηκε με την κουβερτα της και κουτσαινοντας βγηκε μικρο μπαλκονι με τα σαπισμενα καγκελα.
Κοιταξε τον ουρανο, και η τραπουλα που ανακατεβε διαρκως με τα χερια της επεσε στο βρεγμενο πατωμα. Τραπουλοχαρτα εφτασαν σε καθε γωνια του σαλονιου.
Μα ενα μονο αναποδογυρισε.
Ηξερε πριν καν το κοιταξει.
Η δαδα, φωτια.
Κρατησε την ανασα της και προσευχηθηκε γι αυτους τους δυο σε μια γλωσσα που πια δεν μιλιεται. Μα ηταν αργα για να αλλαξει κατι.
''Et prophetiam completam''
Η προφητεια εκπληρωθηκε
Γερνεις πισω και μειδιαζεις. Με στοιχειωνει το μειδιαμα σου.
Σαρδονιο και τρεφομενο απο τον τρομο μου.
Με κοιτας να ισορροπω στην δοκο της σχεσης μας.
Αριστερα και δεξια το κενο. Κι εγω ασταθης και φοβισμενη.
Ανασαινω κοφτα, και το αγαπας αυτο, να μου κλεβεις τις πιο αναγκαιες μου ανασες για να παιζεις με τον αερα αναμεσα στα δαχτυλα σου.
Τα ορια μου θυμιζαν ανεκαθεν χορδες.
Κι εγω, η βιολιστρια που με τρεμαμενα χερια κανει ενα λαθος και το δαχτυλο της αγγιζει λιγο πιο κατω- λιγο πιο πανω!
Μοιραια η παραφωνια.
Και ολα αλλαζουν.
Πριν σε γνωρισω ζουσα μεσα στα ορια. Μα εκτοτε πατω πανω τους, στις μυτες των ποδιων και φλερταρω με το σκοταδι ενος στραβοπατηματος.
Στα ορια του ποθου και πονου λοιπον.
Στα οριας μια εφημερης ηδονης μπρος στην ατελειωτη δυστυχια.
Στα ορια του ερωτα και του μισους.
Του φως και του σκοτους.
Στα ορια του θυτη και του θυματος.
Στα ορια της ηδονης και της αρρωστιας,
της απολαυσης και του εθισμου.
Εκει καπου αναμεσα σε εκεινα τα αχνογραμμενα ορια,
παραπεσε η αγαπη μας.
Ολα οσα ειχα γνωστα εχουν ξεριζωθει. Και βλεπω τον τυφωνα να τυλιγεται πανω απο το κεφαλι μου, να ρουφα καθε τι ζοτικο βρισκει και να αφηνει πισω του κενο.
Και μεσα στο χαος, μεσα στην απολυτη, αναποφευκτη καταστροφη,
εγω κοιτω εσενα.
Που στεκεσαι απεναντι μου και χαμογελας.
<<Καταστρεφομαστε!>> σου φωναζω.
Μα δεν ακουω την φωνη μου, τιποτα δεν ακουω.
Στο ειχα πει, οτι στο κεντρο του χαους, επικρατει παντα η ταξη, η αρμονια, η σιωπη.
x= y
Γιατι το τελος βρισκεται στην αρχη.
Θυμασαι;
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top