Την αλήθεια την φτιάχνει κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα
Το παραλληλο αν και προσαρμοσμενο στην επικαιροτητα δεν χανει τη συνδεση του με το κειμενο και την πλοκη.
Προειδοποιω.
Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άρα γε; ή υπάρχουν μόνον Νέον και Παλαιόν, – και το Ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αληθείας;
Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης.
Και περασα Νομικη, 'η μορφωση του ψευτη' ειδα καπου γραμμενο σε εναν τοιχο στα Εξαρχεια.
''Δεν θα βγειτε ψευτες απο εδω μεσα! Θα βγειτε νομικοι! Ερμηνευτες! Θεραποντες του νομου!'' ωρυοταν ο λεκτορας και εμεις τον κοιτουσαμε δυσπιστα.
''Οποιος εχει περασει εναν μηνα στην σχολη και εχει παει σε ενα γραφειο για μια μερα ξερει πως ο,τι βλεπει στις σειρες ειναι γελοιο.'' απαντησε καυστικα στην οχι και τοσο τυχερη συμφοιτητρια μου.
''Ερμηνευουμε καλα μου παιδια! Δεν λεμε ψεματα!''
Κεφαλαιο 1ο : Η ερμηνεια.
Το εγκλημα της παραλειψης και το εγκλημα της ενεργειας. Δυο κατηγοριες που ειρωνικα εφαπτονται.
''Ο Α. βγηκε στον δρομο ενα βραδακι με το ποδηλατο χωρις να αναψει τα φωτα του, χτυπησε τον Β. ο οποιος τραυματιστηκε βαρια.''
Ο Α. τραυματισε τον Β. επειδη οδηγουσε, αυτο ειναι ενεργεια.
Ο Α. τραυματισε τον Β. επειδη παρελειψε να βαλει φωτα στο ποδηλατο του, αυτο ειναι παραλειψη.
Καταλαβες;Οχι ακομα;
Το εγκλημα παραλειψης αν και αξιοποινη πραξη φερει ελαφρυτερη ποινη απο οτι εκεινο της ενεργειας.
Και στενοχωριεμαι, με πιανει το παραπονο και τα παραταω, οταν βλεπω ολους εκεινους τους νομους, με τα αρθρα, τις παραγραφους και τα εδαφια,συνδεδεμενα αρρηκτα το ενα με το αλλο σε μια ιεραρχεια απολυτη και σε μια αμφριδρομικη εξαρτηση ισχυος.
Τοτε ειναι που καταλαβαινεις, οτι δεν εγκειται ζητημα ψευδους, οι δικηγοροι δεν ψευδονται, τιθεται ζητημα ερμηνειας.
Υποκειμενικης, αντικειμενικης, τελεολογικης, ιστορικης.
Και μεσα στην ερμηνεια ενος νομου, κρυβεται οχι μονο η ευστροφια του νομικου, αλλα και ο σκοπος του.
Καταδεικνυει συναισθηματα και ψυχικη κατασταση;
Φωτιζει το 'πως', 'ποιος' , πότε;''.
Ερευνα το τελος;
Υπογραμμιζει τον τροπο που αλλες υποθεσεις ειχαν αντιμετωπιστει;
Εκει, καπου αναμεσα στο γραμμα και το πνευμα του νομου βρισκεται ,σε αδρες γραμμες,
η ηθικη.
Κεφαλαιο 2ο : Τα ψεματα που λεμε για οσους αγαπαμε.
--------------------------------------------------
1991.
O χρονος ειχε αλλαξει εκεινο το βραδυ και, εθιμοτυπικα, το πρωτα τροχαια της χρονιας ηταν βαρια. Η βαρδια της στα επειγοντα την εξαντλησε ανευ προηγουμενου, και στις 7 και δεκα το πρωι οταν βγηκε απο το νοσοκομειο, ντυμενη ζεστα και με τα μαλλια στερεωμενα ψηλα με δυο στυλο που ξεμειναν απο τις 11 το βραδυ, δεν περιμενε σιγουρα να δει τον ψηλο μελαχρινο αντρα να περιμενει απεξω.
Της πηρε λιγα δευτερολεπτα να κανει την συνδεση, μα υστερα τον κοιταξε που ηδη την καρφωνε με το βλεμμα του.Δεν μπορουσε να κανει οτι δεν τον θυμοταν.
Περιμενε κατι απο εκεινη;
''Καλη σας χρονια.'' του ευχηθηκε καθως τον προσπερασε με γοργο βημα και σκοπο να χαθει μεσα στην μερα που ο ηλιος ακομα δεν ειχε φωτισει.
''Καλη χρονια δεσποινις...'' η φραση του που εμεινε μετεωρη την αναγκασε να παψει να προχωραει και να γυρισει και τον κοιταξει.
''Ιφιγενεια.''
''Ιφιγενεια'' επανελαβε βλοσηρα, σαν να δοκιμαζε την γευση που αφηνε στα χειλη του.Η νοσηλευτρια ενιωσε αβολα και ξεροκαταπιε. Την διηγηρε με τροπους που δεν φανταζοταν η υφη της φωνης του πανω στο ονομα της.
''Καλη σας ημερα.'' του ειπε τυπικα και γυρισε παλι απο την αλλη, ευχαριστωντας την τυχη της που δεν θα ηταν στην θεση της δυσμοιρης νοσηλευτριας που θα τον εξυπηρετουσε.
''Περιμενε λιγο Ιφιγενεια.'' ο κοφτος του τονος την κοκκαλωνει. Ο τροπος που προφερει το ονομα της, το κανει να ακουγεται σαν να βρισκοταν για χρονια στο στομα του.
Μαλλον και ο ιδιος το καταλαβαινει οτι γινεται αυστηρος γιατι ξεροκαταπινει και δοκιμαζει παλι.
''Ηρθα να σου-''
Κανει δυο βηματα προς το μερος του, γεγονος που τον πικαρει. Η γυναικα με το λευκο δροσερο δερμα και τα προχειρα πιασμενα κοκκινα μαλλια, με τουφες να πετουν εδω κι εκει κι ενα αλαζονικο χαμογελο, του προκαλουσε εκνευρισμο και νευρικοτητα.
''Ηρθες εδω για εμενα;'' τον ρωτα και τον βλεπει να δαγκωνεται σαν να ντρεπεται.
Ενιωσε νικητρια, ειχε λυγισει εστω και λιγο την ακαμπτη αυστηρη μορφη.
Με τα μαυρα υπεροχα ματια τα καστανα μαλλια, και εκεινα τα χειλη...το βλεμμα, το υφος, η αυρα!
Το μυαλο της βρισκοταν σε συγχυση, γιατι μαζι με αυτα θυμηθηκε την μηνυση/εγκληση, τις παρατηρησεις και τον χαμο που της δημιουργησε στα επειγοντα.
''Περιπου. Ειναι ενας φιλος μου μεσα.''
Γουρλωνει τα ματια.
''Παλι με οξεια μεθη;''
Ελαβε ως ανταλλαγμα ενα μικρο μειδιαμα.
''Οχι οχι...ηρθε για μια γιατρο, την ερωτευτηκε και την ψαχνει εδω και μια εβδομαδα.'' χλευαζει στην ρομαντικη ενεργεια του νεαρου, καθιστωντας σαφες οτι δεν θα το εκανε ποτέ.
Η Ιφιγενεια καταλαβε οτι σιγουρα μιλουσε για μια απο τις δυο φιλες της, που παντοτε εκλεβαν της εντυπωσεις, την Ισμηνη και την Μαρια.
''Πολυ γλυκο εκ μερους του.'' σχολιαζει και ο αντρας απεναντι της στριφογυριζει τα ματια απαξιωτικα.
''Και αν του πει οχι θα μας κανετε εγκληση;'' το σαρκαστικο σχολιο ξεπηδα απο τα χειλη της διχως να το καταλαβει.
Ανασηκωνει το φρυδι και της ριχνει ενα παγερο υφος, αποδειξη οτι δεν εκτιμησε το 'αστειο της''.
''Χαριτωμενο.''
''Σας αξιζε, για τα Χριστουγεννα.'' του υπενθυμιζει και χτυπα μια χορδη φιλοτιμου.
''Εε...η αληθεια ειναι οτι υπηρξα καπως εριστικος την προηγουμενη εβδομαδα.''
Ηθελε να γελασει μπροστα του.
''Καπως εριστικος;'' επιμενει μα απο το αυστηρο βλεμμα που της ριχνει καταλαβαινει οτι δεν πρεπει να το τραβηξει αλλο.
''Δεκτη.'' λεει κι εκεινη κοφτα.
Την κοιτα, σαν να απογοητευεται που δεν του παει κοντρα, ή σαν να περιμενε κατι παραπανω.
''Καλως.''συμπεραινει.
''Καλως.'' επαναλαμβανει εκεινη.
Κοιτιουνται για λιγο.
Ειναι πολυ περιποιημενος παρα την πρωινη ωρα. Αψεγαδιαστος και συγκροτημενος, σαν να μην υπηρχε πανω του ουδεμια αδυναμια και μαλθακο σημειο.Τιποτα να μην τον εκανε αδυναμο. Λες και ταχα δεν χρειαζοταν καφε για να ξυπνησει, λες και δεν ξεχνουσε, δεν μπερδευοταν, δεν εκανε λαθη, σαν να μην υπηρξε ποτε μικρο παιδι, αμαθος, ανωριμος ή επιπολαιος. Γεννηθηκε ετοιμος και τελειος.
Περιμενει στωικα κατι να της πει. Χανει σχεδον την νυστα της, μα εκεινος, ξαφνιαζοντας την, παιρνει μια εκφραση λες και κατι ξεχασε και το μερος πια δεν τον χωρουσε.
''Εχω μια δουλεια.'' μονολογησε μες την συνειδητοποιηση. Εκανε μεταβολη και εφυγε απο την αλλη, ξεχνοντας ακομη και τον Αγγελο που εδινε μαχη γοητειας στα επειγοντα.
Συντομα χαθηκε στο ξημερωμα της πρωτης μερας του νεου χρονου.
Η Ιφιγενεια κοντοσταθηκε, παρατηρωντας την φιγουρα του ολο και πιο πολυ να μακραινει.
Περιεργος ανθρωπος, σκεφτηκε.
Κι αρκουσε.
---------------------------------------------------------------
1995
''Καλα το πιστευεις οτι δεν μπορουν να βρουν φλεβα, καλα οι βοηθητικοι αλλα κι αυτες; Νοσηλευτριες πραγμα;'' η Μαιρη μουρμουρισε εκνευρισμενη λιγο αφοτου ενας συνοδος εκανε τα παραπονα του.
Η Ιφιγενεια που συμπληρωνε την κατασταση των υλικων χαμογελασε στο ποσο ευκολα ξεχνουσε η κοπελα οτι πριν 4 χρονια για εκεινη ελεγαν τετοια πραγματα.
''Ειναι καινουργια τα κοριτσια Μαιρουλα, λιγες βαρδιες εχουν μονο εδω.''
Η κοπελα κουνησε το κεφαλι αποδοκιμαστικα.
''Παλι καλα! Θα τους ξεκανουν ολους ετσι οπως παμε!'' τριβει την μεση της κουρασμενη.
''Και τωρα που ειπα 'ξεκανουν', ο Μιμης τι κανει;'' κοροιδευει και η κοκκινομαλλα κρυφογελαει σημειωνοντας ποσους ορους χρειαζονται.
''Μια χαρα, ειναι στην επιτροπη για την αναθεωρηση του Συνταγματος και πνιγεται.'' την ενημερωνει περηφανη.
H συναδελφος της σμιγει τα φρυδια.
''Αλιμονο! Και να φανταστω δεν θα ερθει στα γενεθλια μου το Σαββατο ο λορδος;'' ειρωνευεται.
''Μαιρουλα το ξερεις οτι σε συμπαθει...απλα τα παρτι σου ειναι παντα λιγο...''ψαχνει την σωστη λεξη.
Καμια απο οσες ο συντροφος της ειχε πει δεν της φαινοταν σωστη.
''Προτιμω να παω πρωτο τραπεζι πιστα στον Καρρα παρα στο παρτι της φιλης σου, που νομιζει οτι ειναι 18 χρονων ακομα και καθε φορα μας φωναζουν την αστυνομια επειδη δεν ενημερωνει τους αλλους ενοικους κι εχει την μουσικη στο τερμα!''
Αποφασιζει να αφησει την προταση να αιωρειται. Μετα το περσινο φιασκο, που η συναδελφος τους η Γεωργια τον σηκωσε με το ζορι να χορεψει, του υποσχεθηκε οτι δεν θα τον αναγκαζε να ξαναπαει. Αν και υποπτευοταν οτι εκεινος ειχε κανει την ανωνυμη καταγγελια στην αστυνομια.
''Ειλικρινα απορω πως τον αντεχεις.'' μουρμουριζει και καθεται πανω στο γραφειο.
Κι εγω.
''Ο Δημητρης ειναι καπως ιδιαιτερος, αλλα...'' παει να της δικαιολογηθει.
''Αλλα τι; Ξερεις οτι ειστε μαζι τεσσερα χρονια και δεν τον εχω δει ποτέ να σε αγκαλιαζει ή να σε φιλαει δημοσιως; Ουτε μια ενδειξη τρυφεροτητας ουτε τιποτα!Καμια σχεση με τον Ακη''αναφερεται στον πρωην της κοκκινομαλλας, που συμπαθουσε ιδιαιτερα.
''Ειναι ιδιωτικος, δεν του αρεσουν οι δημοσιες ενδειξεις αγαπης."
''Παγοκολωνα ειναι! Αγελαστος! Αν ειναι για παρεις πτυχιο νομικης και να πουλας το χιουμορ σου, να μου λειπει!''
''Υπερβαλλεις..και στο κατω κατω,αφου ο Τασουλης τον συμπαθει,εσυ που κολλας;''
''Ο Τασουλης τον συμπαθει γιατι οταν γκρινιαζα για την μανα του ο Μιμης πεταχτηκε και μου ειπε οτι την ζηλευω.''
''Την ζηλευει γιατι η μανα του κανει καλυτερα αυτο που εκεινη προσπαθει για χρονια να καταφερει, να του επιβληθει.''
Πνιγει ενα γελακι σκεπτομενη τα λογια του οταν τον επεπληξε στο αυτοκινητο και ψυχραιμος της απαντησε οτι ειχε αδικο.
''Και σημερα θα σε βγαλει για φαγητο;''
''Ναι.''σοβαρευει λιγο.''Περιεργο.''
''Εμενα μου λες; Μπορει και να σε χωρισει.''
''Αποκλειεται.'' δηλωνει η κοκκινομαλλα και η αλλοτε ακαματρα ανασηκωνει το φρυδι της.
''Λες να παιζει μονοπετρο;;'' η Ιφιγενεια ετοιμαζεται να της απαντησει οταν με την επομενη εισαγωγη το διαλειμμα τους τελειωνει.
------------------------------------------------------------
''Γιατι χαμογελας σαν χαζη;'' την ρωτα σηκωνοντας το βλεμμα του απο τον καταλογο.
Η Ιφιγενεια οντως δεν μπορουσε να αποβαλει εκεινο το μεγαλο χαμογελο που ασυναισθητα εφτανε μεχρι τα χειλη. Ολα της φαινονταν υπεροχα και ομορφα.Φορουσε ενα λευκο στο φορεμα και ειχε τα μαλλια της πιασμενα ψηλα, με δυο τουφες να πεφτουν μπροστα, κανοντας τον Δημητρη να αναρωτηθει αν το εκανε επιτηδες, για να του θυμισει την μερα που την γνωρισε.
Ηταν ηδη αρκετα νευρικος και δεν ηθελε με τιποτα να εντεινει αυτο το αγχος. Οι φιλοι του του ξεκαθαρισαν οτι αυτα γινοταν υπο τον χαμηλο φωτισμο κεριων και με συνοδια επισημου γευματος. Και αν εκρινε απο την προετοιμασια της γυναικας απεναντι του, το περιμενε.
Ειχαν φτασει ηδη στο γλυκο και η νοσηλευτρια ελαφρως εκνευρισμενη μιλουσε ολο και λιγοτερο, αποδεχομενη σιγα σιγα το γεγονος οτι μαλλον τα πραγματα δεν θα επαιρναν την τροπη που επιθυμουσε.
Οποτε την στιγμη που ο Δημητρης πληρωσε, κατεβασε το χαμογελο της μεχρι το πατωμα και ηπιε το αμιλητο νερο.
''Δεν σου αρεσε το φαγητο;'' την ρωτησε στην επιστροφη. Αφηρημενη ακουμπησε το κεφαλι της στο τζαμι.
Μηπως δεν με θελει οσο νομιζω και απλα τον δικαιολογω;
Γυρισε το κεφαλι της προς το μερος του και τον κοιταξε. Εκεινος, επικεντρωμενος στον δρομο την αγνοησε, μεχρι να φτασει σε φαναρι, οπου και εν τελει μιλησε.
''Τι συμβαινει Ιφιγενεια;'' ηταν κοφτος, μα ειχε μαθει να ξεχωρισει την απαλοτητα πισω απο τον φαινομενικα τραχη του τονο.
''Με αγαπας;''
Στιγμιαια τον βλεπει να σμιγει τα φρυδια του. Μα επειτα επανερχεται στην ψυχραιμη κατασταση του.
''Ολο αυτο γινεται επειδη δεν σε αφησα να πιεις τεταρτο ποτηρι κρασι;'' ρωτα για να ελαφρυνει το κλιμα,ματαια ομως, γιατι η Ιφιγενεια σωπαινει και σε ολη την υπολοιπη διαδρομη δεν μιλαει καθολου.
Δεν συγκατοικουσαν, μα ηταν καπως σαν νοητη συμφωνια μεταξυ τους, το οτι τουλαχιστον 4 βραδια την εβδομαδα θα τα περναει στο διαμερισμα του.
Βλεποντας οτι ο συντροφος της δεν ειχε καμια προθεση για ερωτικη εξομολογηση, φροντισε να δειξει τον εκνευρισμο της, με νευρο πραγματοποιησε καθε της κινηση καθως αλλαζε ρουχα και ξεβαφοταν.
Εκεινος ειχε ηδη ξαπλωσει και μελετουσε μια δικογραφια λες και η ζωη του εξαρτιοταν απο αυτο.Το σκουρο μπλε μεταξενιο νυχτικο που την καλυπτε μονο μεχρι και λιγο κατω απο τους γλουτους της ανεβηκε κι αλλο οταν επιτηδες ξαπλωσε στο πλαι πανω απο το παπλωμα.
Τον κοιταξε για λιγο επιμονα, σε σημειο που αρχισε να εκνευριζεται. Μα αλιμονο, μια φορα δεν σηκωσε το βλεμμα του! Πρωτα θα τελειωνε αυτο που εκανε και μετα θα ασχολιοταν με την κοκκινομαλλα που τα ειχε τσουξει ελαφρως.
''Σκεφτομουν.'' πεντε λεπτα αργοτερα μιλα καθως κλεινει τον φακελο και τον αφηνει στο κομοδινο του. Επιτελους της δινει προσοχη.
Ανοιγει το πρωτο συρταρι και βγαζει ενα κουτακι. Το κουτακι που η Ιφιγενεια μολις ειδε εσφιξε τα δοντια για να μην τσιριξει. Η καρδια της χτυπησε πολυ δυνατα. Το ακουμπα αναμεσα τους στο κρεβατι και το ανοιγει αργα περιμενοντας την αντιδραση της. Το δαχτυλιδι μονο που δεν της εβγαλε το ματι. Ηταν απλο, αυστηρο, μα τρομερα κομψο σχεδιο.Φαινοταν σαν κατι που θα διαλεγε μονος του.
Τον κοιταξε. Πισω απο το σκουρο του υφος διεκρινε μια νευρικοτητα, αγχωνοταν! Οπως την πρωτη φορα που της ζητησε να βγουν. Κι εκεινη σαν σωστη συντροφος και γνωριζοντας την αδυναμια του να εκφρασει ερωτικα συναισθηματα, θα το εκμεταλλευοταν πληρως.
Εριξε στο μονοπετρο ενα βλεμμα ταχα λες και δεν αναγνωριζε την χρησιμοτητα του. Ανακαθισε στο κρεβατι.
''Ναι τι με αυτο; Τι σκεφτοσουν;''τον προκαλει.
Ο Δημητρης σφιγγει τα δοντια και την κατακεραυνωνει.
"Ιφιγενεια.'' μουρμουριζει κοφτα.
''Ξερεις τι εννοω.'' της λεει κατω απο την ανασα του, σαν να φοβαται μην τον ακουσουν.
Ποιος; Οι τοιχοι;
''Οχι, δεν εχω ιδεα βασικα.'' ανασηκωνει τους ωμους ταχα ανηξερη πιεζοντας τον κι αλλο.
Ανασηκωσε το φρυδι του ελαχιστα, φανερα πιεσμενος, μα σαν ενας διακοπτης να κατεβηκε της χαμογελασε παγερα.
''Πολυ καλα λοιπον.''με μια κινηση κλεινει το κουτακι και το βαζει πισω στο πρωτο συρταρι του.
Η Ιφιγενεια ενιωσε εναν ιλλιγγο.
Με κοροιδευει;
''Εισαι σοβαρος;'' τον ρωτα αποτομα.
''Εγω ή εσυ; Που βλεπεις οτι δυσκολευομαι και παιζεις!'' την κατηγορει.
''Συγγνωμη τι θες να κανω; Να ρωτησω τον εαυτο μου; Μηπως να γονατισω κι ολας;'' αντιδρα και στεκεται στα γονατα απεναντι του.
Εκεινος, ανεκφραστος την κοιταζει, σαν να περιμενει να λογικευτει χωρις να της μιλησει.
''Μπορεις απλα να πεις ναι Ιφιγενεια.''λεει σαν να μιλαει σε μια τρελη, αυτο ειναι που την τρελαινει εν τελει.
Σταυρωνει τα χερια της κατω απο το στηθος, και τον κοιτα εξεταστικα. Αυτος για λιγο χανει την προσοχη του και αφηνεται στην απαλη αισθηση του νυχτικου που στιγμιαια αγγιζει το δερμα του χεριου του.
''Να πω ναι γιατι;''
Ανασηκωνει τους ωμους ''Καποιος παρατολμα θα ελεγε <<Επειδη θες.>> ''ειρωνευεται και γερνει στην πλατη του κρεβατιου.
Θα τον σκοτωσω.
''Κι εσυ γιατι μου το ζητας;'' τον πιεζει, κι αλλο. Επιλεγει στιγμες οπως αυτη, ιδιωτικες, για να το κανει. Αλιμονο και αν αυτο γινοταν μεσα στο εστιατοριο! Θα την παρατουσε και θα εφευγε.Θα την χωριζε!
''Κοινωνικες επιταγες που δεν-'' φυσικα δεν τον αφηνει να τελειωσει το λογυδριο του, καθως αποφασιζει οτι η επομενη λεξη του ειναι η σταγονα που θα ξεχειλιζε το ποτηρι.
Αφου τον χτυπα με το μαξιλαρι σηκωνεται ορθια και φευγει εκνευρισμενη απο το υπνοδωματιο, ξεροντας οτι ο δαιμονας πισω της μειδιαζει.
Απο το μαυρο λουστρινενιο τσαντακι της βγαζει το πακετο με τα τσιγαρα και ανοιγει τερμα την μπαλκονοπορτα, ενθυμουμενη οτι ο συντροφος της απεχθανεται τον καπνο.Βγαινει στο μπαλκονι του δευτερου οροφου με το μικροσκοπικο νυχτικο και τα μαλλια της λιτα. Ευτυχως ο Ιουνιος εκεινος δεν συνοδευοταν απο αερα και δροσερες νυχτες.
Ο γειτονας απεναντι της εχει βγαλει την τηλεοραση του εξω και βλεπει σε επαναληψη τον τελευταιο αγωνα του Ολυμπιακου, μα σαν την εντοπιζει, αμεσως σηκωνει την μπιρα του στον αερα και της χαμογελαει.
Φυσα τον καπνο και ανταποδιδει.
''Ανυπομονω να κανει παρτι και να του φωναξω την αστυνομια.'' ακουει την εκνευρισμενη φωνη του να την συντροφευει.Παλευει για να μην χαμογελασει.
Ο Δημητρης, φορωντας πλεον ενα μακο απο πανω στηριζεται στο καγκελο του μπαλκονιου διπλα της και αγριοκοιταζει τον απεναντι.
''Αυτος παω στοιχημα οτι οταν εκανε προταση γαμου στην γυναικα του γονατισε.'' της λεει καυστικα.
''Που το ξερεις; Μπορει να της πεταξε ενα 'Σκεφτομουν..' και οταν δεν το μαντεψε με την πρωτη να πηρε την προταση πισω'' τον ειρωνευεται και εκεινος την αγριοκοιταζει. Για λιγο ανταλασσουν βλεμματα ανταγωνισμου, μεχρι που η Ιφιγενεια δεν αντεξε και χαμογελασε.
''Εισαι τοσο ιδιοτροπος Θεε μου...'' μουρμουρισε και εγειρε το κεφαλι της απαλα στον ωμο του, σβηνοντας το τσιγαρο στο καγκελο- οπως ακριβως τον εκνευριζε.
''Κι εσυ υπερφιαλη, αν περιμενες λουλουδια και κερια.'' ανταποδιδει.
Πας να νικησεις σε καβγα εναν δικηγορο;
''Ενα <<Σ'αγαπω, παντρεψου με>> αρκουσε νομιζω, και να γονατισεις φυσικα. Καντο φυσιολογικα, εστω αυτο.'' μουρμουρισε και ετριψε επιτηδες τον κροταφο της στον ωμο του σαν γατουλα, κλεινοντας τα ματια και αφουγγραζομενη την ανασα του.
''Εστω ενα <<Σ'αγαπω>>, θα μου μεινει απωθημενο.'' προσθεσε παραπονιαρικα.
Ο Δημητρης με την ακρη του ματιου του κοιταξε τα κλειστα της ματια, τις φακιδες πανω στα βλεφαρα της, τα μισοκλειστα χειλη της και την τουφα που παντα επεφτε αναμεσα στα φρυδια της. Χαμογελασε στην μονη γυναικα που τον αναγκασε να την αντεξει. Κι ας τον πιεζε, κι ας τον βασανιζε, κι ας τον αφηνε παντοτε αφωνο και εκνευρισμενο.
Ακουμπησε τα χειλη του στην κορυφη του κεφαλιου της, πανω στα μαλλια που φωτιζαν τις μερες του.
''Για σενα, ισως και να γονατιζα.'' της ψιθυριζει.
Γιατι η αληθεια ειναι, πως την αγαπουσε... πολυ.
-------------------------------------------------------------------
Σιωπη στο διαμερισμα. Βομβαρδισμοι στο μυαλο του.
Η Κυβελη τον κοιτα και νιωθει σαν να εφτασε σε ενα σημειο που δεν υπολογιζε ποτέ της να βρεθει. Σαν, αθελα της, να ανακαλυψε μια πτυχη του εαυτου του που δεν γνωριζε, σαν να ανοιξε τον ασκο του Αιολου.Σε δευτερολεπτα ειχε μετατραπει σε εναν ανακριτη ενω εκεινος μπροστα της επροκειτο να καταδικαστει σε ισοβια.
Το μικρο μαυρο ρολοι που κοσμουσε την βιβλιοθηκη, εβγαζε εναν ηχο βραχυ, κοφτό και αποτομο. Καθε χτυπος του εκανε την κοπελα να αναπηδα, σαν να ξεχνουσε τον προηγουμενο.
Ο Ορεστης σηκωσε το κεφαλι του και την κοιταξε. Ηταν σοβαρος, αγελαστος και αποφασισμενος για κατι που η ιδια δεν γνωριζε.
Της κανει νοημα να καθισει, κατι που διχως δευτερη σκεψη κανει.Ετοιμαζει τον εαυτο της να ακουσει τα χειροτερα.
Αξαφνα σηκωνεται και προχωραει προς τον διαδρομο. Χανεται για λιγο μεσα στο γραφειο του. Η κοκκινομαλλα ξερει τι ψαχνει και που θα το βρει,οποτε δεν της προκαλει απορια οταν τον βλεπει να επιστρεφει, με βαρια βηματα, κρατωντας την μικρη φωτογραφια με τα δυο παιδακια.
Καθισε παλι στον καναπε απεναντι και εγειρε προς το μερος της τεινοντας την εικονα που πριν λιγες ωρες εφερε χαος στο μυαλο της.
''Αυτος εδω...''της εδειξε το αγορακι με τα σγουρα μαλλια, ιδια με τα δικα του.
Τον κοιταξε με προσμονη.
''Ειμαι εγω.''
Πηρε ασυναισθητα μια πολυ βαθια ανασα και εξεπνευσε. Ενα βαρος εφυγε απο τους ωμους της και ενιωσε τα ματια της να τσουζουν αποτομα.
Δεν ειναι κορη του δηλαδη;
''Κι αυτη διπλα μου, ειναι η Ιασμη, η καλυτερη μου φιλη.'' προφερει τρυφερα, σαν να ηταν η αγαπημενη του λεξη στον κοσμο το ονομα της.
Μα η Κυβελη δεν ειχε χρονο να αναλυσει την χροια της φωνης του. Ειχε αποριες, πολλες αποριες.
''Η κολλητη σου δηλαδη;'' ρωτα, θελοντας παραλληλα να επιβεβαιωσει οτι δεν ακουσε λαθος.
''Ναι.'' την κοιτα στα ματια, εντονα, θελοντας να την πεισει για κατι που ειχε ηδη πειστει.
''Και γιατι δεν μιλας ποτέ για εκεινη αφου ειναι κολλητη σου; Που μενει; Τι σπουδαζει;'' τον βομβαρδιζει με ερωτησεις.
''Ειναι λιγο περιπλοκη η κατασταση, και δεν ηθελα να ξερουν αλλοι, ειδικα εσυ, ειναι μια παλια ιστορια που μονο θα σε στενοχωρουσε.''
Ανακαθισε στα λογια του. Ειδικα εσυ. Τι υποτιθεται οτι σημαινε αυτο;
Τοσο πολυ νοιαζοταν για εκεινη; Ή την λυποταν εξαιτιας οσων εγιναν με τον θειο του;
Στην ακρη του μυαλου της κρυβοταν η πιθανοτητα να μην την εμπιστευεται αρκετα ή να θεωρουσε περιττο το να της ανοιχτει εφοσον θα περνουσαν μαζι μοναχα 10 μηνες ακομη.
Δεν ηξερε ποιο σεναριο την πικραινε περισσοτερο.
Στωικα περιμενε μια του εξηγηση.
''Εγω, η Ιασμη και ο Γιαννης γνωριζομαστε απο μωρα παιδια, σκεψου εδω.'' της δειχνει την εικονα ''ημασταν μονο 5 χρονων.''
Κανει μια παυση και κοιτα κι ο ιδιος την φωτογραφια. Το βλεμμα του σκουραινει.
''Γιναμε κολλητοι αμεσως, θελοντας και μη, γιατι οι γονεις μου και οι γονεις του Γιαννη ηταν φιλοι απο παλια, ενω με την Ιασμη ημουν γειτονας. Οποτε δεσαμε.'' της παρουσιαζει τα πραγματα απλα και καθαρα, τιποτα δεν την υποψιαζει για κατι που θα εκρυβε κανεις.
''Στο δημοτικο, ημασταν ηδη αχωριστοι, οταν στην παρεα προστεθηκε η Τατιανα, πραγμα που εσπαγε την ισορροπια μας, αλλα ηταν καλο υποθετω για την Ιασμη να εχει μια κοριτσιστικη συντροφια.'' χαμογελα αχνα στα λογια του, το βλεμμα στηλωμενη στην εικονα, και πιο συγκεκριμενα στο κοριτσακι.
''Της συνεβη κατι φρικτο και κατερρευσε εντελως πριν πεντε χρονια, ειναι πλεον σε ψυχιατρικη κλινικη, στην Θεσσαλονικη.''
Οριστε;
Τα λογια του μπηγονται σαν μαχαιρια στο στηθος της. Οι τοτε υποψιες της γινονται τυψεις και εκνευρισμος. Ο Ορεστης δεν εκανε καμια κινηση να της εξηγησει τι το τοσο φρικτο της συνεβη, και η Κυβελη δεν ηθελε να μαθει στην πραγματικοτητα. Μονο μια ερωτησε βουιζε στο μυαλο της.
''Γιατι δεν μου το ειπες; Εφταιγες;'' θαρραλεα τον ρωταει, μα παραλληλα κραταει και την ανασα της, φοβαται το 'ναι'.
Ο Ορεστης μειδια, πικρα, δεν την κοιταζει,μα το προσωπο του σπαει.
Εκεινη ασυναισθητα δαγκωνεται, δεν θελει να τον βλεπει ετσι, μα ακομα κι οταν σπαει ομορφος ειναι στα ματια της, μα ανεκαθεν προτιμουσε τα λακκακια απο τον μορφασμο.
''Οχι! Δεν ειχα καμια απολυτως αναμειξη. Αλλα ξερεις τι ; Δεν της σταθηκα οσο επρεπε.'' σηκωνει το κεφαλι και τα βλεμματα τους συναντιουνται.
Η Κυβελη ευθυγραμμιζει την πλατη της, σαν να κοιταξε εναν ξενο.
Τα ματια του ηταν σκουρα, το γαλαζιο επνιγε το λιγοστο πρασινο στο ενα, και σχεδον κατακτουσε την πρασινη λιμνη στο αλλο.
Τυψεις, νουφαρα απο τυψεις κολυμπουν αμεριμνα.
Σφιγγεται το στηθος της και δεν ξερει τι να του πει. Απλωνει το χερι, εκει που ηταν το δικο του, και τυλιγει με την σαφως μικροτερη παλαμη της την δικη του, με τον αντιχειρα της χαιδευει απαλα εκεινο το σημειο δερματος.
''Πηρα την υποτροφια στο Yale και ημουν σε διλημμα στην αρχη, μα δεν εμεινα οπως και να χει, νομιζα οτι μπορουσα να της σταθω και να την βοηθησω ενω ημουν μακρια, παρατησα την φιλη μου για το βιολι.'' συριζει, κατω απο την ανασα του, σαν να της περιγραφει το πιο αποτροπαιο εγκλημα σε ολοκληρη την ανθρωποτητα. Ντρεπεται και μονο που το λεει. Ή μαλλον ντρεπεται γιατι δεν μετανιωνει.
Του σφιγγει το χερι, μια παροτρυνση να συνεχισει. Την κοιταζει και προς εκπληξη της, δεν ειχε βουρκωσει καν. Ηταν ψυχραιμος, σαν να ειχε πει πολλες φορες αυτη την ιστορια.
''Μην αυτομαστιγωνεσαι Ορεστη. Μπορει να μην αλλαζε την κατασταση, μερικες φορες χρειαζομαστε κατι παραπανω απο εναν φιλο.Ειμαι σιγουρη οτι κι εκεινη δεν θα ηθελε να παρατησεις το ονειρο σου.''
Τα λογια της, ειναι γενικα και αοριστα μα ακομα κι ετσι τον κανουν να της χαμογελασει, με λακκακια και τα παντα. Την κοιταζει τρυφερα, σαν να του ειχε πει κατι υπεροχο. Δεν ειχε αδικο, η κοκκινομαλλα ειχε μια ανεκτικοτητα που ποτέ του δεν περιμενε να εχει, η οξυθυμη, νευρικη, ακρως ισχυρογνωμων κοπελα, τον κοιτουσε στα ματια σαν να μπορουσε να αντεξει καθε αληθεια, οσο κι αν την πονουσε.
Τα μαυρα της ματια γυαλιζαν και το χερι που δεν τον κρατουσε ηταν ακουμπησμενο στο στηθος της, σαν να προσπαθουσε να ελεγξει την καρδια της. Μισανοιχτα χειλη και κοκκινα μαλλια να φωτιζουν το σκοταδι του...
Για λιγο κοιτιουνται διχως να πουν τιποτα. Ο Ορεστης στρωνει τις μπουκλες που ατιθασα πετουν εδω κι εκει, και αποφασιζει οτι ειναι στιγμη να κανει ενα τσιγαρο. Δεν μπαινει στον κοπο να βγει στο μπαλκονι και γνωριζει οτι η Κυβελη ισως κανει τα στραβα ματια παρα το υφακι που του ριχνει.Βγαζει τα παπουτσια της και τριβει τον αστραγαλο της πανω απο το καλσον. Μαζευεται στην πολυθρονα και τον παρακολουθει να εισπνεει και να φυσα καπνο.
''Πιστευες οτι ειχα παιδι,μαλλον οχι...πιστευες οτι εχω παιδια, και θα εμενες παρ'αυτα;'' χαμογελαει καπως κοροιδευτικα στην αφελεια της μα η ερωτηση του φαινεται πως δεν ειναι μεσα στο γενικο κλιμα πλακας.
Η Κυβελη νιωθει αβολα με την προηγουμενη δηλωση της.
''Ε...δεν ξερω Ορεστη...απλα ηθελα να ξερω, αλλωστε ποιος θυμωνει με ενα παιδι;''
Το υφος του μαλακωνει κι αλλο, μα ξαφνικα, σαν κατι να θυμηθηκε, την κοιταζει βλοσυρα.
''Και πιστευες οτι αν ειχα ενα παιδι θα εφευγα μακρια; Θα ελειπα για χρονια; Τι σοι πατερας θα ημουν;''
Δεν του απανταει. Δεν ξερει τι να πει, καμια δικαιολογια δεν θα καλυψει την αληθεια που φαινεται στα ματια της.
Θα ησουν ενας ανευθυνος πατερας.
Ο Ορεστης διαβαζει την απαντηση της και γνεφει, σαν να του το ειχε πει.
''Καταλαβα.'' μουρμουριζει, ηρεμα μα κοφτα και σηκωνεται ορθιος. Μαζι του σηκωνεται κι εκεινη. Σαν ελατηριο πεταγεται ορθια, μα δεν τολμαει να του μιλησει. Δεν την αφηνει.
Με μερικες μεγαλες δρασκελιες βγαινει στο μπαλοκνι βροντωντας την μπαλκονοπορτα πισω του και μεσα στο κρυο, ο ανοητος, καπνιζει κοιτωντας τον Λυκαβηττο.
Σιωπη ξανα.
-------------------------------------------------------------------------------------
2002
Η παραλια της Μηλου ειχε γεμισει παιδικες φωνες και τσιριδες. Η μικρη παρεα ετρεχε πανω κατω, επαιζε παιχνιδια στην ακρογιαλια, εχτιζε καστρα ή εκανε βουτιες απο τους βραχους.
Η Νεφελη στεκοταν ανησυχη στην αμμουδια, εκνευρισμενη που ο συζυγος της επινε μπιρες αγνοωντας τον επικειμενο κινδυνο.
''Ορεστη! Γιαννη!Μην πηδατε απο το ψηλο σημειο, θα χτυπησετε!Ιασμη ελα εδω!'' επεπληξε τον μικρο της γιο και τους φιλους του.Ο μεγαλος μιλουσε με ενα κοριτσακι καθως εκαναν βολτα πανω κατω στην παραλια.Κοιταξε γεματη απελπισια τον Πετρο που επαιζε ταβλι.
''Παλι πηδανε στα βαθια;'' η Εριεττα, η μαμα του Γιαννη σταθηκε διπλα της εχοντας μολις φορεσει το λευκο καφτανι της και αγριοκοιταξε τον γιο της απο μακρια.
''Λες και δεν το ειπα ισα με 10 φορες! Αλλη μια φορα να το κανουν, τους παιρνω σηκωτους και τους παω στο ξενοδοχειο.'' απειλησε η Νεφελη και ισιωσε το ψαθινο καπελο της.
Η παρεα των τριων τρεχει απο τα ρηχα προς την αμμουδια, και προς τι δυο γυναικες που με υφος τους περιμενε.
''Φευγουμε;''ο Γιαννης, ενα μελαχρινο γλυκο αγορακι που ειχε αποκτησει σταρενιο πλεον δερμα, ρωτησε παραπονεμενα.
''Εφερα τις πετσετες!" η Αφροδιτη, η τριτη μαμα της παρεας φιλων πλησιασε με τρεις χνουδωτες πετσετες και τις ανοιξε ωστε να τυλιξει τον καθενα.
''Παμε να φαμε αγαπη μου.'' προσπαθησε να ακουστει δελεαστικη η Νεφελη μα ειδε τον μικρο της γιο να κατσουφιαζει. Το αγορακι που με τις καστανοξανθες μπουκλες και τα λακκακια αμεσως γκρινιαξε.
"Μα δεν παιξαμε καθολου!''
''Ναι δεν παιξαμε!'' πεταχτηκε ο αντιλαλος του, ή αλλιως , η Ιασμη.
Οι τρεις γυναικες κοιταχτηκαν μεταξυ τους σε απογνωση.
''Ειναι μεσημερι Ορεστη θα φαμε και θα ξεκουραστουμε λιγο, το απογευμα μπορειτε να κατεβειτε και στην πισινα αν θελετε'' διαπραγματευτηκε η μαμα του.
Μουτρωσε και της εριξε το περιφημο παρακλητικο βλεμμα του. Εκεινη ξεφυσηξε υποχωρωντας λιγο.
''Μια τελευταια βουτια'' υψωσε το δαχτυλο της μπροστα τους τονιζοντας τον αριθμο και προκαλωντας ενα τεραστιο χαμογελο στα τρια παιδια.
''Αλλα πρωτα...'' τους πηρε την χαρα πισω.
Σηκωσε την καμερα μπροστα τους και του ενεψε να κολλησουν μεταξυ τους.
''Οχι παλι!'' γκρινιαξε ο Γιαννης που ηδη κρυφοκοιτουσε να τον ψηλο βραχο.
''Γιαννη μιλησε η κυρια Νεφελη, στηθειτε!'' η Εριεττα δεν προσπαθησε καν να ειναι γλυκια.
Τα δυο αγορια αφησαν το κοριτσακι στην μεση και αγαρμπα αγκαλιαστηκαν για μια απο τις απειρες φωτογραφιες εκεινου του καλοκαιριου.Την ιδια στιγμη που το κλικ της καμερας ακουστηκε ο Γιαννης πεταχτηκε απο την θεση του και ετρεξε να ανεβει στο υψωμα του λευκου βραχου.
''Πρωτος!'' ουρλιαξε και οι δυο φιλοι του γκρινιαξαν.
''Ακινητοι!'' διεταξε η Αφροδιτη και αγριοκοιταξε την κορη της.
''Αλλη μια οι δυο σας'' κοροιδεψε η Ερι και τα δυο παιδια δυσανασχετησαν μα εμειναν στην ιδια θεση.
''Ολα τα αλλα παιδακια το καλοκαιρι φτιαχνουν καστρα και τα δικα μου φτιαχνουν σχεσεις.'' μουρμουρισε μεσα απο τα δοντια της πατωντας το κλικ.
Ειδε αμεσως τον γιο της, το πενταχρονο με τις μπουκλιτσες και το το ψηλολιγνο κορμακι, να πιανει απο το χερι την κορη της φιλης της και να τρεχουν προς τα βραχια, για την τελευταια βουτια.Κοιταξε την φωτογραφια που εμφανιστηκε στην οθονη. Χαμογελασε στην θεα των δυο παιδιων που ειχαν γινει αμεσως κολλητοι και ησαν αχωριστοι.
''Ορεστης- Γιαννης - Ιασμη, Ροδος 2001, κολλητοι για παντα'', εγραψε στην λεζαντα του αλμπουμ εναν μηνα αργοτερα.
-----------------------------------------------------
2012.
''Κοριτσια παμε;'' ο Ορεστης ρωτησε για τεταρτη φορα και εβαλε μπρος το μηχανακι. Οι δυο φιλες του αγναντευαν την λιμνη της Βουλιαγμενη απο τον ψηλο βραχο. Το φεγγαρι του ανοιξιατικου μηνα, αν και αχνο, δημιουργουσε στα γαλαζοπρασινα νερα ασημενια μονοπατια.
Ο Γιαννης διπλα του, καβαλα στο δικο του μηχανακι ξεφυσηξε και του εκανε νοημα με το ρολοι οτι ειχε παει αργα.
Οντως, η ωρα ηταν 1 το πρωι και μπορει εκεινοι να μην ειχαν θεμα με την ωρα επιστροφης τους, αλλα η Ιασμη και η Τατιανα ειχαν αυστηρη συμφωνια με τους γονεις τους, την οποια ειχαν κατα μιση ωρα παραβει.
''Θα σας αφησουμε εδω!''απειλησε ο Γιαννης και ο Ορεστης του εκανε νοημα οτι αναλαμβανει. Εσβησε την μηχανη και την στηριξε στο σταντ. Πλησιασε τις δυο κοπελες που ψιθυριζαν κατι συνομωτικα στην ακρη του υψωματος.
Περασε τα χερια του γυρω απο τους ωμους τους και σταθηκε αναμεσα τους.
''Το λυσατε το Κυπριακο κοριτσια; Να παμε σπιτακια μας τωρα;''
Η Τατιανα στριφογυρισε τα ματια της ταχα ενοχλημενη μα περασε το χερι της γυρω απο την μεση του.
''Κοιτα το φεγγαρι τι ωραιο που ειναι Ορεστακο!'' τον προετρεψε η Ιασμη και εδειξε με το δαχτυλο το στρογγυλο λευκο σωμα.
Ο βιολιστης ακολουθησε τα ματια της και αγναντεψε για λιγο τον ουρανο. Εκεινες ηταν ανεκαθεν ρομαντικες ψυχες. Αυτος παλι οχι. Γυρισε προς το μερος της παιδικης του φιλης την κοιταξε.
Τα μεγαλα γαλαζια της ματια ανοιχτου χρωματος και λαμπερα κατω απο το φυσικο φως και του θυμιζαν το γαλαζιο που ανακατεμενο με το πρασινο, υπηρχε στο δικο του βλεμμα.
Οι μπουκλες της, πολυ πιο σφιχτες και ξανθες απο τις δικες του, φαινονταν λευκές.
Εσκυψε προς το μερος της ασυναισθητα και την φιλησε στο μαγουλο, προκαλωντας ενα μικρο γελακι να ελευθερωθει απο τα χειλη της.
''Ωραιος εισαι ρε!'' αναφωνησε η Τατιανα παραπονεμενα και οταν ο Ορεστης εκανε να την φιλησει στο μαγουλο εκεινη απομακρυνθηκε ταχα θιγμενη.
Ηθελε κατι παραπανω απο εκεινον, το αξιζε!
''Μπορουμε να φυγουμε;;'' η εκνευρισμενη φωνη του Γιαννη που περιμενε πανω στο μηχανκι εκανε τους τρεις φιλους να γελασουν.
''Αντε παμε!''
-----------------------------------------------------------------------------------
Κι η ιδια νιωθει να ζαλιζεται. Σαν να την χτυπησαν αποτομα τα σφηνακια που λιγα λεπτα πριν μονο θαρρος της εδιναν. Στηριχτηκε απο το μπρατσο του καναπε και για λιγο αφουγγραστηκε την σιγη του σπιτιου. To ψυγειο εφτιαχνε παγο. Το ρολοι λειτουργουσε μα πλεον το ειχε συνηθισει.
Δεν ηξερε πως να διαχειριστει τις πληροφοριες που εμαθε. Πλεον δεν ειχε κανεναν ανταγωνισμο, καμια αντιζηλο, καμια ευθυνη, τιποτα να την εμποδισει απο το να ειναι μαζι του. Αντιθετως, τον ενιωθε πιο κοντα της απο ποτέ, επιτελους της ειχε ανοιχτει και της ειχε μιλησει για ενα κομματι της ζωης του, λιγο πιο ζοφερα και σιγουρα οχι τοσο ανεμελο.
Πηρε μια αγκαλια ρουχα στο μπανιο και για να διωξει το βουητο στο μυαλο της αποφασισε να βαλει μουσικη. Το κινητο της στερεωθηκε σε μια ασφαλη γωνια και εκλεισε την πορτα.
Αρχισε να γδυνεται μηχανικα και ρυθμισε το νερο στο ζεστο.
Εγώ σε γνώρισα προτού σε συναντήσω
Από παιδί στα όνειρα μου σ' είχα δει.
Αλλο ενα τραγουδι του περιφημου δισκου, που ομως αρνουνταν να καταλαβει.
Μπηκε κατω απο το νερο και εμεινε για λιγο ακινητη ακουγοντας τις σταγονες με ορμη να χτυπουν στο μαρμαρο και να δημιουργουν ενα φραγμα που μπλοκαρε τον ηχο.
Κι αν ο καθένας μας ντυθεί τα πιθανά του
Κι αν δώσει όλα όσα κρύβει στην ψυχή.
Απλωσε το σαμπουαν και αρχισε να τριβει απαλα, αφηνοντας τις σαπουναδες να κυλησουν στο υγρο δερμα της.
Ουτε εκεινο το τραγουδι καταλαβαινε. Μαθαινοντας πλεον κατι καινουργιο για τον Ορεστη, πιο πολυ της εφερνε στο νου την Ιασμη, παρα την ιδια.
Πότε θα καταλαβω;
Υπάρχουν κάποιοι που αγαπούν μέχρι θανάτου.
Και στην επόμενη ζωή απ' την αρχή.
Ειδε στα ματια του Ορεστη μια αγαπη πολυ βαθια, που δεν μπορουσε παρα να την κανει να ζηλεψει. Κι ας ηταν φιλικη, αδελφικη ακομα. Το υφος του βιολιστη ενετεινε τις ανασφαλειες της, μα παραλληλα της αφαιρουσε και ενα δικαιωμα που αν ηθελε να σεβεται τον εαυτο της θα του παραχωρουσε.Εχανε την αξιωση να τον πεισει να μεινει, ή ακομη και να του γκρινιαξει οτι θα φυγει σε 10 μηνες μακρια της. Αντιθετως, επρεπε να του επιβεβαιωσει οτι ηταν το σωστο. Γιατι δεν θα ηθελε ποτέ της να νιωσει για την ιδια τις τυψεις που ενιωσε για την Ιασμη.
Κατεπνιξε την αναγκη της να ρωτησει περισσοτερα για εκεινο το κοριτσι, να ζητησει να μαθει το πως, το γιατι, το ποτε. Δεν την αφορουσε. Εκεινη ειχε χρεος της μονο να ανταποδωσει στο ανοιγμα καρδιας του. Την πονουσε το φορτιο που ασυναισθητα τοποθετησε στους ωμους της. Πλεον, αν ηταν οντως ερωτευμενη μαζι του, και αν οπως ελεγε στον εαυτο της τον νοιαζοταν, θα περνουσε 10 ομορφους μηνες μαζι του κι υστερα θα του ευχοταν τα καλυτερα, αφηνοντας τον να την εγκαταλειψει.
Κι αν απ' τους δυο μας κάποιος πρώτος πει αντίο
Και πάρει απόφαση ν' αφήσει τη σκηνή.
Χαμογελασε πικρα στον στιχο, που - για φαντασου- καπως πιο γνωριμο τον αισθανθηκε.
Η πορτα του μπανιου ανοιξε και η πλατη της ευθυγραμμιστηκε αποτομα. Αναριγησε στον παγωμενο αερα που συντροφευσε την ελευση του και δεν τολμησε να γυρισει απο την αλλη για να τον κοιταξει.
Τον ακουσε να βγαζει τα ρουχα του και να τα πεταει στο πατωμα ατσαλα. Ασθμαινε ηδη βαθια μα τα εριξε στους υδρατμους που πλεον την επνιγαν.Ξαβγαζε την κρεμα μαλλιων με αρωμα κανελας απο πανω της οταν τον ακουσε να ανοιγει την συρομενη γυαλινη πορτα και να κανει ενα βημα προς τα μεσα.
Ο Ορεστης ηταν κουρασμενος. Ενιωθε κορεσμο και σαν μια βρωμια να ειχε καλυψει το σωμα του. Δεν ηθελε να ακουμπησει την κοκκινομαλλα, για να μην την 'λερωσει' , μα οταν γυρισε να τον κοιταξει, σαστισε. Τα μαυρα της ματια ηταν φωτεινα, ελαμπαν και ετσι μεγαλα καθως ηταν τον παρατηρουσαν σαν να προσπαθουσε να αφαιρεσει την λυπη απο πανω του.
Της χαμογελασε ασυναισθητα, εκεινη σαν να δειλιαζε ή να μην ηξερε αν ειναι σωστο, ανταπεδωσε, λες και τοση ωρα περιμενε να το κανει εκεινος πρωτος. Διχως προειδοποιηση, καυτη απο το νερο, γυμνη και υγρη, χωθηκε στην αγκαλια του και τον εσφιξε πανω της.
Ηταν η σειρα του να παρει βαθια ανασα, μια αναπνοη που του εσκισε τα σωθικα στα δυο.
Γαμωτο Κυβελη.
Ανασηκωσε το κεφαλι της και ακουμπησε το σαγονι της στο στερνο του, πλεκοντας τα δαχτυλα της γυρω απο την μεση του.
''Λυπαμαι για την φιλη σου.'' του ψιθυρισε, με μια ειλικρινια που απορησε κι ιδιος που ειδε.
''Κι εγω, πολυ.''
Σε μια επόμενη ζωή εμείς οι δυο
ίσως βρεθούμε λίγο πιο αληθινοί.
Κοιταχτηκαν, σχεδον συνομωτικα, σαν το τραγουδι να μην μιλουσε για εκεινους, μα ξαφνου κατι να φανταζε γνωριμο.
Διχως καμια ενδειξη, η Κυβελη ανασωθηκε και επιτεθηκε στα χειλη του, πιανοντας τον απο τους ωμους τον κολλησε στα πλακακια του ντουζ και εισχωρησε την γλωσσα της στο στομα του, συναντησε την κανελα που ποθουσε, την γευση που ο,τι και να μαθαινε δεν θα αλλοιωνοταν.
Ο Ορεστης γελασε με το πως επαιρνε τον ελεγχο, κατι που οταν την γνωρισε ουτε που θα τολμουσε να σκεφτει.Την απομακρυνε και τυλιξε τα χερια του γυρω απο την μεση της .
''Πας να μου κανεις κουμαντο δικηγορινα;'' ρωτα παιχνιδιαρικα και αλλαζει θεση, φερνοντας την αναμεσα στο κορμι του και τα παγωμενα πλακακια.
Την κολλαει πανω του ωστε να νιωσει τι του κανει, το νερο σμιλευει την πλατη του και δροσιζει το καψιμο που αισθανεται.
Το χερι του κατεβαινει στον μηρο της και της δινει το σημα που πλεον αναγνωριζει αμεσως, για να τυλιξει τα ποδια της γυρω απο την μεση του.
Την κοιτα με τα χειλη μισανοιχτα για λιγο, πριν την φιλησει παλι. Ασθμαινει κοντα στο προσωπο της.Μπορει τα ματια του να εχουν μεσα τα πιο φωτεινα χρωματα του κοσμου, μα το μαυρο των δικων της τον φωτιζε σαν ηλιος.
Με ενα φιλι, επισφραγισε την τριχρωμια της ευτυχιας που η ιδια αποδεχοταν.
''Εισαι ετοιμη;'' ψιθυριζει πνιχτα.
Εκεινη μοναχα γνεφει.
Ο Ορεστης ομως, την ωρα που χαιδευοντας την αρχιζει ενα ταξιδι για τα αστερια, υποσχεται στον εαυτο του να την κρατησει ασφαλη απο την σκια του παρελθοντος του παση θυσια.
Τα ειχε καταφερει αισιως, την ειχε βγαλει απο το σκοταδι της, και δεν σκοπευε να την ριξει παλι μεσα.
''Κυβελη''προφερε το ονομα της βλοσυρα σαν να δοκιμαζε την γευση που αφηνε στα χειλη του.
Κανελα.
''Αχ Ορεστη μου...'' ασθμαινει και απλωνει νυχιες στην πλατη του.
Ορεστη μου.
Εως τοτε ηταν ο βιολιστης και η δικηγορινα. Τα προσδιοριστικα ουσιαστικα τους, τους απομακρυναν απο την κοινη ευτυχια. Μα πλεον, σιγα σιγα, αρχιζαν να γινονται ο Ορεστης και η Κυβελη.
Και στην επομενη ζωη απ'την αρχη...
Σαν στο διαβα τους εφτασε και θελησε να ξαποστασει, μπροστα του σταθηκαν, θαρρεις σαν κιονες, ψηλες και υπερηφανες οι δυο μορφες. Και χαμογελασε πικρα, γιατι ποτέ κανεις δεν αποκαλυπτει το μυστικο ετουτο.
Η Αρετή και η Κακία ηταν διδυμες.
Τους κοιτω που χαμογελουν, αληθεια! Τολμουν και γελανε!
Διαβαζω συνεντευξεις και αρθρα, μαρτυριες και ρεπορταζ. Μα το χαμογελο τους δεν φευγει στιγμη απο το μυαλο μου. Ξερεις γιατι δεν κλαινε;
Γιατι ελπιζουν, ισως μαλιστα να ειναι και σιγουροι, οτι θα ξεφυγουν.
Και δεν μπορω να κοιμηθω δυο μερες τωρα. Δεν ειναι πως φοβαμαι μην παθω το ιδιο. Μην βρεθω εγω ή καποιος που αγαπω σε εκεινο το στρωμα και επειτα σε εκεινα τα βραχια.
Τρεμω ομως στην σκεψη οτι μπορει στην ζωη μου να γινω καποια στιγμη η αδελφη, η φιλη, η γιαγια, η μητερα.
Στην σιγη του σπιτιου μου, νωρις το ξημερωμα χανω σιγα σιγα την πιστη μου στον κοσμο.
3.5 ωρες την βιαζαν και την χτυπουσαν πανω σε εκεινο το στρωμα. Δεν θελω να ξαπλωσω στο στρωμα το κρεβατιου μου.
Την πεταξαν στα βραχια της θαλασσας. Κλεινω και τους ηχους των κυμματων που με βοηθουν να χαλαρωσω.
Φοβαμαι οτι μια μερα μπορει να υπερασπιστω ενα τετοιο ψεμα.
Τρεμω στην σκεψη του ποσο ευκολα και αναιμακτα οι ανθρωποι κανουν τις λαθος επιλογες.
Γιατι το ψεμα;
Λεμε ψεματα για να προστατεψουμε οσους αγαπαμε αγνοωντας εκεινους τους 'αλλους'.
Μερικες φορες ξεχναμε οτι ολοι ειναι σαν εμας, ολοι αγαπουν καποιον, θα θυσιαζονταν για καποιον, θα ελεγαν ψεματα, θα συγκαλυπταν.
Αναδευομαστε απο μια αδικια και θεωρουμε τους εαυτους υπερανω πταισματων που ισως πρατταμε.
Σε μια κοινωνια γεματη ανθρωπους που δεν ακουν, δεν βλεπουν και δεν μιλανε, να εισαι οραση, ακοη, φωνη.
Να αναγνωριζεις την μεροληψια σου και να βαζεις μπροστα το -Α- το αθανατο.
Η ηθικη ειναι μια γραμμη τοσο λεπτη και διαφανη, που δεν την βλεπεις παρα μονο οταν τα ποδια σου περνουν απο πανω της και πεφτεις στο δαπεδο.
Το δαπεδο δεν ειναι η τιμωρια, ειναι το μιασμα μιας ηθικης ελαφριας και εξαρτημενης απο μεταβλητους παραγοντες.
Την αληθεια, ειχε πει ο Ελυτης, την φτιαχνει κανεις, ακριβως οπως φτιαχνει και το ψεμα.
Και ποτέ αλλοτε στο παρελθον αυτο δεν εβγαζε τοσο νοημα, οσο σημερα.
Αν, ως σήμερα νοειται η μέρα που θα πεις ένα ψέμα τόσο πειστικό που σχεδόν θα το πιστέψεις κι ο ίδιος.
Ciao Bellas!
Τι κανετε πως ειστε;
Οχι ιδιαιτερα ωραιο κεφαλαιο. Αλλα δεν ηθελα να βαλω σκηνες ασχετες γιατι θεωρω σημαντικο να μεινουμε λιγο σε αυτο.
Ειναι κομβικο.
Ειδαμε πολυ παρελθον.
Ιφιγενεια και Δημητρη....αγαπω.
Ειδαμε και την εξομολογηση του Ορεστη. Βγαζετε ακρη;
Αφιερωμενο στην maria_nik88 που μου εστειλε τον υπεροχο τιτλο, το αποφθεγμα και εχει κανει διατριβη στο βιβλιο. Σε ευχαριστω για την ομορφη παρεα!
Και στα δυο γλυκο μου κοριτσια την xtzeleni και την VasileiaXrs που ομορφαινουν με τα σχολια τους το ταξιδι μου και τις υπερευχαριστω!
Υπαρχει κατι που περιμενετε να δειτε απο αυτο το βιβλιο;
Περα απο καλο τελος....
Σας αγαπω πολυ.
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top