Ο σώζων εαυτόν σωθήτω (ΙΙ) (Δεμένη)

Σας περιμενω ολους σημερα στο live της Aθηνάς στο instagram (_Dangerousmal_) !
Στις 16:00 θα δωσει συνεντευξη η Ρια και στις 16:30 εγω!

Ανυπομονω να απαντησω σε ερωτησεις, να διαβασω τα μηνυματα σας...και που ξερεις, ισως δειτε και το προσωπο πισω απο αυτο το προφιλ.

Να ειστε εκει! Σας περιμενω!






Χρόνια αγάπης ξεχάστηκαν στο μίσος μιας στιγμής...

Edgar Allan Poe, 1809-1849

 ''Σε αγαπω.'' μου ψιθυρισε.

''Σε αγαπω γι αυτο θα σε πονεσω. Σε αγαπω για αυτο θα σου πω ψεματα. Σ'αγαπω για αυτο θα σε κανω να κλαψεις. Σε αγαπω για αυτο δεν θα σου δινω σημασια. Σε αγαπω γι'αυτο θα σε φερω σε απογνωση.Σε αγαπω γι αυτο θα σε αφησω μονη σου.  Σε αγαπω γι αυτο θα σε απομονωσω.
Σ'αγαπω για αυτο θα σε χτυπησω αν χρειαστει, αν πεις οχι, αν φυγεις.
Αλλα δεν θα φυγεις, γιατι σε αγαπω. 
Κι αν φυγεις θα επιστρεψεις, γιατι σε αγαπω.
Και σε αγαπω τοσο, ετσι, και τότε, που αλλη αγαπη σαν την δικη μου δεν θα βρεις.
Δεν θα θελεις να ψαξεις.
Παντα σε εμενα θα επιστρεφεις, γιατι σε αγαπω, οπως σου αξιζει.'' ειπε.

Και επεστρεφα. Νοητα, παντοτε επεστρεφα σε εκεινον.
Οποτε οριστε :
Κεφαλαιο υπ' αριθμον 39 : Η Επιστροφη
.


2007

''Ολα βαινουν καλως, αποκλειεται να γεννησεις πριν τις 36 εβδομαδες Ιφιγενεια.'' ο μαιευτηρας της αποκριθηκε με σιγουρια.

Ο Δημητρης διπλα της χαμογελαει συγκαταβατικα. Η γυναικα του γνωριζε οτι κρυφα ανυπομονουσε. Με δυο κορες να τον βασανιζουν ενας γιος θα ηταν το στηριγμα του.
''Ενιωσα μια μικρη σουβλια το πρωι.'' εκεινος εγνεψε καθησυχαστικα.
''Μην σε αγχωνει αυτο. Ειναι πολυ συνηθες, ακομα και για μωρα ησυχα.'' τονισε αναφερομενος στην περιπτωση της, καθως στην τριτη της εγκυμοσυνη, στα 41 της χρονια ηταν εκ των προτερων καπως επικινδυνη.
Ηταν 33 εβδομαδων, 16 Δεκεμβριου, εξω χιονιζε. 

Μια εβδομαδα αργοτερα, ξυπνησε με ένα περιεργο προαισθημα. Αλαθητο μα επικινδυνο.
''Δημητρηη...'' φωναξε για εκτη φορα από τον καναπε, τον συζυγο της που προσπαθουσε να δουλεψει από το σαλονι. Κακοκεφος που δεν ειχε αρκετη δουλεια για να λειψει από το σπιτι, μα παραλληλα και συνηθισμενος στις απαιτησεις της, σηκωθηκε από την πολυθρονα και την πλησιασε.
''Πρεπει να παμε στο νοσοκομειο.'' του δηλωσε κι εκεινος αφυπνιστηκε. Ηταν μεχρι και την τελευταια στιγμη σιγουρος οτι ολα θα εβαιναν καλως.

Αισθανθηκε μια μικρη κλωτσια στα σωθικα της, θα ηταν και η τελευταια.


Παρον.

Ολα ηταν θολα, κυριως ο ηχος, σαν να μουγγριζαν, να μην μιλουσαν, κι ομως θα ορκιζοταν οτι εβλεπε τα χειλη τους να σχηματιζουν κανονικες λεξεις. Με το κεφαλι βυθισμενο στο νερο της απελπισιας ολα ειχαν μπει σε αργη κινηση.
Η Φαιδρα απεναντι της την κοιτα με εκεινο το βλεμμα που μοιραζονταν απο μικρες, οταν ηξεραν οτι τιποτα δεν τις εσωζε απο την τιμωρια.
Η τιμωρια...οι συνεπειες...η τιμωρια.

Ειχε θολωσει.
Πως μπορεσε να μου το κανει αυτο;

Μα απο ολες τις φωνες που ουρλιαζαν στο κεφαλι της πιο πολυ ακουγοταν μια.
Και τωρα τι;
''Μπαμπα...'' η Κυβελη ετρεμε, οι παλαμες της εχουν ιδρωσει και μια ριγη την καλυπτε.Πλησιασε προς το μερος των γονιων της.

''Τι γινεται;'' ο Ορεστης ειδε την κοπελα του να χλωμιαζει. Ο Γιαννης καταλαβε πριν απο ολους και κοιταχτηκε με τον Βασιλη.
''Γαμωτο.''

Εμβοντητοι στεκουν πανω απο τις πεταμενες φωτογραφιες. Μοιαζουν με αγαλματα, ακαμπτοι και ξεχασμενοι απο τον χρονο.Εφτασε απεναντι της.
Ειδε το κοκκινισμενο της κορμι αποτυπωμενο στον φακο. Ενιωσε το δερμα της να καιει στα σημεια εκεινα. Ακουσε τα αναφιλητα της.
''Η τιμωρια σας τελειωσε κυρια Πολιτη.''
Οταν η μαμα της την κοιταξε, ειδε αυτο που κανενα παιδι δεν θελει να αντικρισει, την απολυτη απογοητευση. Κατι μεσα της ξεφουσκωσε.
''Δεν ειναι αυτο που φαινεται εγω-''

Ο Δημητρης γυριζει αποτομα προς το μερος της. Το υφος του ειναι σκληρο και ξενο, σαν να ειχε ξεχασει προς στιγμην οτι η κοπελα απεναντι του ειναι κορη του.
''Στην κουζινα.Τωρα.'' ο πατερας της δεν φωναζε ποτε, αυτό ηταν και το πιο τρομακτικο πανω του, ιδιως εκεινη την στιγμη.
Η Φαιδρα βρεθηκε διπλα της και εκανε νοημα από μακρια στους αλλους να αποχωρησουν.

Η Ιφιγενεια κοιταξε τριγυρω, σαν να ηθελε να απολογηθει στους παρευρισκομενους, ή να ελεγξει ότι ξερουν ή ειδαν. Ολοι ειδαν . Ολοι ηξεραν.

Στην κουζινα του σπιτιου της μητερας της στο Μαρουσι βρεθηκαν οι τεσσερις τους, για πρωτη φορα μετα απο μηνες.
''Μπαμπα να σου εξηγησω, εγω-'' η Κυβελη ενιωθε έναν λυγμο να σκαρφαλωνει στον λαιμο της.
''Ποιος είναι;'' 
Όχι αυτό...Θεε μου μην με ρωτας αυτό.
Διστασε. Διατηρησε το βλεμμα στηλωμενο το πατωμα.

Η Φαιδρα κοιταξε την αδελφη της, εμοιαζε να τα εχει χασει τελειως. Καταχλωμη και χαμενη σε σκεψεις που ουτε να φανταστει δεν ηθελε, φαινοταν ετομη να συρθει κατω απο τα σκεπασματα σε εμβρυικη σταση και να μεινει εκει, ακριβως οπως εκανε οταν ηταν μικρη.
''ΕΙΠΑ.ΠΟΙΟΣ ΤΟ ΕΣΤΕΙΛΕ;'' η φωνη του ακουστηκε μεχρι την εισοδο του σπιτιου, εκει που δειλα βρισκονταν οι φιλοι της, μη ξεροντας αν επρεπε να την υπερασπιστουν ή οχι.  Η γιορτη ειχε διαλυθει και καθε διαθεση για εορτασμους ειχε χαθει.

Στην σιωπη της ο Δημητρης εσφιξε τα δοντια.Η πιεση του ανεβαινε.
"ΜΙΛΑ ΤΟ ΚΕΡΑΤΟ ΜΟΥ ΜΕΣΑ!ΜΙΛΑ!'' η κορη του ζαρωσε και δεν τολμησε ουτε να πεταρισει τις βλεφαριδες της. Καταπιε εναν λυγμο.
Εμοιαζε οντως με βρεγμενη γατα.

''Ο Σπυρος Δελης, ο καθηγητης της από την σχολη.'' Η Φαιδρα ειπε αντι για εκεινη, κερδιζοντας ένα βλεμμα καθαρης οργης από την αδελφη της.
Πως τολμησε Θεε μου;
Ειδε με την ακρη του ματιου της τον Ορεστη να μορφαζει.

Ο πατερας της από την άλλη δεν ανοιγοκλεισε τα ματια, μισανοιξε ομως τα χειλη, διχως να αναπνεει. Εχασε το χρωμα του.
''Τ-τι ειπε;'' Της εδωσε μια ευκαιρια να επαναδιατυπωσει, ελπιζοντας να εχει ακουσει λαθος ή η μικρη του κορη να ελεγε ασυναρτησιες.
''Ο Σπυρος Δελης. Ο καθηγητης μου.'' Η Κυβελη μαζεψε οσο κουραγιο της ειχε μεινει και τον κοιταξε στα ματια.Ενιωσε ντροπη, απεραντη και ανελεητη ντροπη.
Συναντησε ενα καταμαυρο βλεμμα, σκληρο και αυστηρο, απογοητευμενο. Ολη της την ζωη παλευε να μην το αντικρισει, ωσπου-κοιτα να δεις!- καθε της επιλογη στρατηγικα την οδηγησε σε αυτο.

''Και...και στο εστιατοριο όταν μιλουσατε για την πτυχιακη σου σε συνοδευα σε ραντεβου; Αυτο μου λες;'' Την ρωτα και νιωθει την οργη να συσσωρευεται, προδομενος, θυμα κοροϊδιας από την ιδια του την κορη, και γνωστης του παρελθοντος, ο Δημητρης Πολιτης βλεπει το δωματιο γυρω του να θολωνει.

''Μπαμπα όχι..'' προσπαθει να προλαβει το αναποφευκτο.
Ο αντρας σωριαζεται ατσαλα σε μια καρεκλα του παγκου, μετα βιας κρατιεται και δεν πεφτει.
Η Ιφιγενεια αναφωνει.
''Δημητρη μου! ''στεκεται από πανω του και μηχανικα σχεδον του ξεσφιγγει την γραβατα για να αναπνεει ευκολοτερα. Του κανει αερα πανικοβλητη.
''Λιγο νερο!'' διαταζει την Φαιδρα που μουδιασμενη τρεχει να του βαλει.
Με την πρωτη γουλια που η πρωην γυναικα του κυριολεκτικα με το ζορι τον αναγκαζει να πιει, το χρωμα του σιγα σιγα επανερχεται.
Κοιτιουνται για λιγο στα ματια. Τα συναισθηματα είναι τσαλακωμενα, μπερδεμενα, ένα κουβαρι γεματο εναλλαγες και αντιθεσεις.

Διχως να το προσεξει του κραταει το χερι από τον καρπο, μετρωντας σφυγμους.
''Εισαι καλα;'' Τον ρωτα σοβαρη, κανοντας του παραλληλα αερα, μα δεν περιμενει ηρεμη απαντηση.
''Πως να ειμαι καλα Ιφιγενεια; Πως;'' Ανεβαζει αποτομα τον τονο της φωνης του και την αγριοκοιταζει.
Ουτε εκεινη ξερει τι να του πει. Ξεφυσαει.

''Το ξερω οτι ειναι αναπαντεχο και αισχρο ολο αυτο, αλλα πρεπει να μεινουμε ψυχραιμοι και-''
''Αναπαντεχο;'' την ειρωνευεται.
''Η κορη μας τα ειχε με τον Δελή! Που ειναι ποσο χρονων; Σαν εσενα; Πενηντα χρονων και βαλε! 30 χρονια μεγαλυτερος της! ΤΡΙΑΝΤΑ! Η κορη του ειναι μεγαλυτερη απο την Κυβελη!Ειναι καθηγητης της! Ειναι παντρεμενος 25 χρονια, εχει τρια παιδια!'' απαριθμει στην πρωην συζυγο του πραγματα που γνωριζει ηδη.

''Τραγικη ειρωνια! Ειναι και θειος του γκομενου της!'' σαν μολις να εκανε τον συνειρμο γυριζει και την κοιτα. Το βλεμμα του την κανει να νιωθει βρωμικη, ελεεινη. Καταπινει αλλον εναν λυγμο.
''Ο Ορεστης ξερει οτι πηδηξες τον θειο του;'' το φαρμακι στην ακρη της γλωσσας του την κανει να θελει να κλαψει.

Ο βιολιστης σφιγγει τα χερια. Κανει μια κινηση να προχωρησει μεσα στο σπιτι μα η Φαιη τον κρατα πισω.
''Μην επεμβεις.'' τον συμβουλευει συνετα.
''Δεν μας αφορα.''

''Τα ειχες με έναν παντρεμενο με παιδια; Με τον καθηγητη σου;'' ρωτα για επιβεβαιωση η μητερα της, μα η κοπελα δεν μπορει να παρει το βλεμμα της απο τον Δημητρη, την κοιτα με μια απογοητευση τοσο απροσμενη και αποτομη, που σχεδον δεν το πιστευε.
Στα ματια της μητερας της τρεμοπαιζει η ελπιδα. Την σκοτωνει αυτο.
Ειναι σαν να της ζητα να σβησει την τελευταια φλογα μιας φωτιας που την κρατα ζεστη.
Δεν μπορει να πει 'ναι'. Απλα γνεφει.
Χωνει το μαχαιρι στην πληγη. Η Ιφιγενεια κλεινει τα ματια σφιχτα, σαν οντως να την ειχε χτυπησει το προσωπο.
Οταν τα ανοιξε παλι, ενα μοναχικο δακρυ χαιδεψε τα μαυρα ματια της.
Μαμα συγγνωμη...ξερω ποσο σε ποναει.
Ηθελε να πεσει στην αγκαλια της και να κλαψει, μα πιο πολυ την πονουσε η σκεψη οτι ισως η μητερα της εκανε ενα βημα πισω.

Στην γωνια πριν την κουζινα, οι πεντε φιλοι κοιτουν το σκηνικο που εκτυλισσεται μεταξυ των μελων της οικογενειας.
Ο Ορεστης βλεπει την δικηγορινα να γινεται ολο και πιο μικρη, σαν να μεταμορφωνεται στον εαυτο της παιδικης της ηλικιας. Το μισει να την βλεπει ετσι. Θελει να διωξει τις σκιες, μα δεν μπορει, δεν εχει το δικαιωμα.

''Μαμα εγω...'' δεν την κοιτα στα ματια. Ντρεπεται.
Να της πει τι;
Εγινα η γυναικα που διελυσε την οικογενεια μας;

''ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ!''ο Δημητρης ουρλιαξε σχεδον,χτυπησε το χερι στο τραπεζι της κουζινας και η Κυβελη τιναχτηκε ορθια. Μορφασε απο τον κροτο.

''Σου δωσαμε τα παντα! ΑΧΑΡΙΣΤΗ! ΤΑ ΠΑΝΤΑ! Ο,ΤΙ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΚΥΒΕΛΑΚΙ TO EIXE! NEO KINHTO; ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΣΤΟ ΚΕΝΤΡΟ; ΤΑΞΙΔΑΚΙΑ; PERSONAL ΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ; Ο,ΤΙ ΗΘΕΛΕΣ! ΤΟ ΕΙΧΕΣ! ΚΑΙ ΜΑΣ ΤΟ ΞΕΠΛΗΡΩΝΕΙΣ ΕΤΣΙ; ΣΕΡΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΛΑΣΠΗ; ''

''Μπαμπα! Ενα λαθος εκανε! Θα μπορουσε να συμβει στην οποιαδηποτε!'' η Φαιδρα εσπευσε να την υπερασπιστει.

''Ναι αλλα συνεβη στην Κυβελη! Γιατι οχι σε εσενα; Γιατι οχι στην Φαιη; Στην Ερμιονη; Ε; Αναρωτηθηκες ποτε σου; '' με φαρμακι να σταζει από τα χειλη του ρωτα. Αποφευγει να κοιταξει την αγαπημενη του κορη.

''Πηγες και εμπλεξες με εναν καθηγητη σου! Και ουτε που θελω να φανταστω ποιον αλλον πριν απο εκεινον...''
Κοκκινισε από ντροπη.

''ΚΑΙ ΤΙ ΔΙΝΕΙ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ ΝΑ ΣΤΕΛΝΕΙ ΤΕΤΟΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ; ΠΟΥ ΤΙΣ ΒΡΗΚΕ; ΕΤΣΙ ΣΕ ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΕΜΕΙΣ; ΝΑ ΠΗΔΙΕΣΑΙ ΣΤΑ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ;'' Εκανε να σηκωθει.

''Δημητρη σε παρακαλω ηρεμησε! Η καρδια σου!'' τον εσπρωξε να μεινει καθιστος και του εδωσε ενα ποτηρι νερο. Ο αντρας λυσασμενα ελυσε εντελως την γραβατα του, κατακοκκινος και λαχανιασμενος σαν να ετρεχε για ωρες. Την κοιταξαν διχως να μιλουν. Κανεις δεν ειχε λογια.
Η απογοητευση κολυμπουσε στον αερα, αποπνικτικο το κλιμα, εκεινη πνιγοταν μηνες τωρα.

Η Ιφιγενεια μαζεψε τις φωτογραφιες σε μια στιβα, εβαλε τον φακελο απο πανω, για να μην τις βλεπει.
''Δεν το περιμενες ε;'' ο Δημητρης ρωτησε πικροχολα, σαν να ηθελε επιτηδες να την πληγωσει. Εκεινη αιφνιδιαστηκε.
Γιατι να πιστευει ότι ο Σπυρος θα εκανε κατι τετοιο;
''Οχι φυσικα!''αναφωνησε.

''Δεν περιμενεις ποτέ οτι ο ανθρωπος που αγαπας θα σε-'' οι λεξεις της φανηκαν να τον τσιτωνουν κι άλλο.
''Τον αγαπας;'' ο πατερας της δεν μπορουσε να το πιστεψει.
''Τον αγαπουσα,οι φωτογραφιες τραβηχτηκαν σε μια στιγμη εντελως ανθρωπινη. Δεν ειμαι εγω η χυδαια, αλλα εκεινος που την τραβηξε.''
Ο Δημητρης γελασε πικραμενος, κοιταξε την πρωην συζυγο του και κουνησε το κεφαλι σκεπτικος.

''Θα επρεπε να ντρεπεσαι.'' της λεει, σιγανα και ψυχρα.
Βουρκωνει. Τυλιγει τα χερια της γυρω από τον κορμο της προστατευτικα, οπως εκανε οταν ηταν μικρη.
''Μπαμπα σε παρακαλω... '' η φωνη της ραγισε στο τελος.

Ο Ορεστης ειχε μεινει μονος στην γωνια εξω από την κουζινα. Ενιωσε την ιστορια να επαναλαμβανεται, από μια διαφορετικη οπτικη γωνια φυσικα. Πριν χρονια, η Ιασμη του ελεγε από το τηλεφωνο για το βιντεο της αδελφης της, η οποια αρνειτο να παραδεχτει ποιος άλλος συμμετειχε.

Αυτή τη φορα δραστης ηταν ο θειος του, κι αυτό, η προσπαθεια του δηλαδη να τους χωρισει, τον εξοργιζε.
Γιατι; Γιατι τωρα; Γιατι ετσι;

''Τι άλλο υπαρχει Κυβελη;''η μαμα της την κοιταξε επιτελους, το βλεμμα της βαθυ, ψυχρο και αδιαπεραστο, προκαλουσε ταχυκαρδια στο κοριτσι.
Με μισουν.

''Δεν-δεν...'' δεν ηταν σιγουρη.
''Δεν ξερω.'' Παραδεχεται και βλεπει την Ιφιγενεια να ξεφυσα και να ακουμπα το προσωπο της στις παλαμες της κουρασμενη.

''Οποτε για να καταλαβω καλα.'' Ο πατερας της ανασυγκροτειται και γερνει προς το μερος της. Το σκουρο του βλεμμα, το οποιο ειχαν κοινο, την εκαιγε.
''Ειχατε σχεση;''
Αντι για φωνη βγαινει ενας λυγμος από τα χειλη της.
Ο Ορεστης σφιγγει τα δοντια.
''Μπαμπα-''
''Με ένα ναι ή ένα όχι, ειχατε σχεση;''
Κατεβαζει το κεφαλι.
''Ναι.''
''Και τι θελει αυτος ο ανθρωπος από εσενα τωρα Κυβελη; Τι θελει από την οικογενεια μας;'' Σταδιακα ανεβαζει τον τονο της φωνης του,
''Εκδικηση.'' Ψελλιζει.
Ο πατερας της σφιγγει τα δοντια.
''Αλιμονο! Αφου μετα πηρες και τον ανιψιο του!'' την ειρωνευτηκε.
Η Κυβελη αρχισε να τρεμει παραπανω. Ηθελε να κοιταξει γυρω για να βεβαιωθει οτι ο Ορεστης δεν ακουγε, μα ο Ορεστης ηταν ηδη στην αλλη ακρη του δωματιου και προσπαθουσε να μην επεμβει. 

''Τι άλλο θελει;'' 
Ο Δημητρης κοιταξε την μικρη κοκκινομαλλα, με τα ματια της πρησμενα απο τα δακρυα και τα χειλη να τρεμοπαιζουν. Το κοριτσακι του ειχε μεγαλωσει αποτομα...ειχε χασει καθετι αθωο και παιδικο απο πανω της. Το κοριτσακι του ειχε μπλεξει...και εφταιγε.

''Να γινει μονιμος δικαστης.'' Σαν ψιθυρος επιπλεει στον αερα, μα για τον Δημητρη είναι η σταγονα που ξεχειλισε το ποτηρι.
''Θελει να τον ψηφισω;'' Τα δοντια του τριζουν.Μετα βιας ακουγεται.
''Νομιζ-''

''Και αν δεν το κανω;'' Η ερωτηση του κανει την Ιφιγενεια να γυρισει το κεφαλι 180 μοιρες.
Εκεινος όμως εμεινε να κοιτα την κορη του.Που με τοση αγαπη και πειθαρχια ειχε μεγαλωσει, για να φτασουν τωρα σε αυτό το σημειο, να κοιτιουνται κενα.

''Δεν- δεν ξερω...΄''
''Υπαρχει κι άλλο υλικο.'' Συμπεραινει επιβεβαιωνοντας τους φοβους της.

''Οποτε τωρα στεκεσαι εδώ ζητωντας μου να διαφθαρω για να μην καταστραφεις από τα λαθη σου.'' Ο σκληρος του τονος την χτυπα στο προσωπο.

''Δεν θελω να ρισκαρεις την δουλεια σου-''
''ΜΑΛΑΚΙΕΣ!''ωρυεται και χτυπα το χερι στο τραπεζι.

''Περιμενεις να κανω τι; Να σε αφησω να καταστραφεις;ΕΕ;'' Της φωναζει.
Γνεφει γρηγορα αρνητικα.
''Για να αποφθεχθει αυτό όμως πρεπει να κανω κατι που ειχα ορκιστει ότι θα απεφευγα.''
''Εξαιτιας σου.'' τονιζει.
''Σου αξιζει να τιμωρηθεις για το λαθος σου Κυβελη.'' Της υπενθυμιζει και η κοπελα μαζευεται κι άλλο στην θεση της. Ο Ορεστης την βλεπει να τρανταζεται, να κλαιει.
''Δημητρη.'' η Ιφιγενεια τον σταματαει. Κι η ιδια ειναι σοκαρισμενη, μα της ειναι δυσβασταχτο να βλεπει την κορη της ετσι.
Δεν μπορει ομως παρα να αναρωτηθει πως δεν ειχε καταλαβει κατι, κι επειτα...να αποδωσει ευθυνες.
Τι ειδους μητερα ειναι στο σκοταδι οσον αφορα κατι τοσο σημαντικο;
''Τι θες Ιφιγενεια;'' γυριζει προς το μερος της πρωην γυναικας του.
''Να ειμαι πιο ελαστικος μαζι της; Ετσι δεν μου ελεγες παντα; Να ειμαι λιγοτερο αυστηρος; Πιο μαλακος; '' 

Δεν μιλησε. Κοιταξε μονο την κορη της που κενα ειχε το βλεμμα ακουμπησμενο αναμεσα τους.
''Και αναρωτιεμαι αληθεια...με τι θρασος στεκεσαι ακομα μπροστα μου, χωρις να ζητησεις μια συγγνωμη, απο την μητερα σου, απο εμενα, που μας εξευτελισες ετσι, με τον χειροτερο τροπο!''

Ο Ορεστης νιωθει οτι δεν αντεχει αλλο. Αγνοωντας την Φαιη απο πισω του που του ψιθυριζει να βγει κι εκεινος στον κηπο, καθευθυνεται προς το μερος της οικογενειας με μεγαλες δρασκελιες. Δεν γνωριζει ουτε ο ιδιος το γιατι, αλλα ενα μερος του εαυτου του φωναζει να την παρει απο εκει, να την αγκαλιασει εως οτου σταματησει να τρεμει.

Μολις ο Δημητρης τον αντικριζει χαμογελαει.
''Ολοκληρωθηκε το καρε.''σαρκαζει.
Η μητερα της ξεροκαταπινει, μοιαζει εξαντλημενη.
''Ορεστη μου καλυτερα να φυγεις, εχουμε μια ιδιωτικη-''
''ΤΙΠΟΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΙΑ!'' ο Πολιτης σχεδον γαβγιζει.

Η Κυβελη δεν τολμαει να σηκωσει το πικραμενο της βλεμμα απο το πατωμα, το κοιτα σαν να εξαρταται η ζωη της απο αυτο. Το τρεμουλο ομως που τρανταζει ολοκληρη την σπονδυλικη της στηλη προδιδει την ταραχη της.

''Ορεστη σε παρακαλω φυγε.'' η Φαιδρα προσπαθει να τον 'σωσει', μα ο βιολιστης, πιο σοβαρος απο ποτέ, στιγμιαια ριχνει μια ματια στις φωτογραφιες , κι επειτα στην κοπελα του.
''Μην της μιλας ετσι, δεν φταιει.'' η κοφτος του τονος, που απευθυνεται στον αντρα απεναντι του σοκαρει τις τρεις γυναικες στον χωρο.

Ο πατερας της γελαει, σχεδον κοροιδευτικα.
"Αλιμονο!'' αναφωνει ''Φταιει σχεδον οσο και ο θειος σου.''ο καυστικος του τονος δεν περναει απαρατηρητος.
Σφιγγει τα δοντια και προσπαθει να μεινει ψυχραιμος.
''Θα μιλησω εγω με τον Σπυρο-'' 
Ο Δημητρης γελαει και γερνει ελαφρως προς το μερος του.
''Ακου να δεις μικρε, ειναι κακη στιγμη να το παιξεις ηρωας. Το μονο που μπορεις να κανεις για να την βοηθησεις ειναι να την παρατησεις. Μα την πρωην γκομενα του θειου σου; Τι σκεφτοσουν;'' η Κυβελη στον χαρακτηρισμο 'γκομενα' μορφαζει.

''Και πως θα το διαχειριστεις εσυ δηλαδη;'' ο βιολιστης τον προκαλει. Σφιγγει το σαγονι, τα ματια του σκουραινουν στις πιο σκοτεινες αποχρωσεις των χρωματων τους.

''Οπως κρινω εγω καταλληλα, δεν σε αφορα.'' τον αποπαιρνει.
''Απλα λεω οτι υπαρχουν κι αλλοι τροποι-''
Ακουμπα τα χερια του στον παγκο και γερνει προς τα μπροστα.
''Σου φαινομαι να θελω να επαναληφθει το επεισοδιο <<Ελενα Αναγνωστοπουλου>> ;'' 
Η Κυβελη τιναζει το κεφαλι πανω. Γουρλωνει τα ματια.
Οχι...μην το πεις...σε παρακαλω μην το πεις!!

Η νεκρικη σιωπη που εγκατασταθηκε στον χωρο ηρθε σε πληρη αντιθεση με την φωνη στο κεφαλι του Ορεστη που ουρλιαζε προσπαθωντας να μην κανει μια συνδεση αναποφευκτη.

''Τι σχεση εχει η Ελενα;'' η φωνη της βγηκε τραχια, σαν να ηθελε να προστατεψει το μυστικο της απο τους υπολοιπους, ή ακομα πιο συγκεκριμενα, απο τον Ορεστη.

''Κοροιδευομαστε και μεταξυ μας; Και εσυ ξερεις! Ειναι η προκατοχος σου.'' φαρμακι εσταζε απο τα χειλη του και η νεαρη κοπελα αδυνατουσε να δει πισω απο τα ματια του τον απολυτο τρομο.

Ο Δημητρης Πολιτης διολου ενδιαφεροταν για τον κοινωνικο στιγματισμο του απο την δημοσιευση τετοιου υλικο, μα πλεον ειχε μαθει οτι μια κοπελα στα 20 χρονια της ζωης της θεωρει κατι τετοιο την αρχη και το τελος του κοσμου της. Για την κορη του και τα μεγαλεπιβολα σχεδια της ισως και να ηταν.

Ο Ορεστης ειχε μεινει σιωπηλος, βουβα σοκαρισμενος ανευ προηγουμενου. Ανοιξε το στομα του να μιλησει, μα η φωνη δεν εβγαινε, ουτε τα χειλη του σφραγιζαν.
Παθαινω εγκεφαλικο;

''Ελενα Αναγνωστοπουλου;'' ο ψιθυρος που ακουστηκε ηταν ψυχρος σαν παγος, γιατι λεπτο ηταν και το στρωμα του παγου πανω στο οποιο πατουσε, ο παγος των ψευδαισθησεων του.
''Που κολλαει;'' εκανε την ερωτηση που δεν επρεπε, που εφερε ομως ενα χαιρεκακο χαμογελο στα χειλη του πατερα της. 

''Ο θειος του τα πηγε περιφημα μαζι της. Την κρατησε τρια τεσσερα χρονια και μετα την πεταξε σαν χρησιμοποιημενη καποτ-''
''ΔΗΜΗΤΡΗ!'' η Ιφιγενεια αναφωνησε σοκαρισμενη απο την χυδαιοτητα του πρωην συζυγου της.
''Ασε μας ρε Ιφιγενεια!'' απηυδισμενος την αποπηρε.
''Λες και δεν θυμασαι! Τα καναλια, οι δημοσιογραφοι, η πρυτανεια!''

Η Κυβελη ηθελε να κανει εμετο, πλεον ηταν σιγουρη γι αυτο. Ο Ορεστης την κοιταξε, περιμενε να ειναι σοκαρισμενη. Την ειδε, αντι αυτου, να ξεροκαταπινει.
Ξερει;

Ο Δημητρης ομως δεν σταματαει πουθενα.
''Οικογενειακη σας φιλη δεν ηταν;'' τον ρωτησε μα ο βιολιστης εμεινε εμβροντητος να κοιταζει την Κυβελη.
Ξερει;

''Ηρθε και σε βρηκε αυτη η φιλη της; Αποκλειεται να μην ηρθε! Αυτη η κοπελα του ειχε κανει τεραστια ζημια, ειχε ενα στομα...'' σχολιαζει και κουναει το κεφαλι σκεπτομενος την μορφη της. Εξεταζει το βλεμμα της κορης του, που τον καρφωνει ικετευτικα.Ο Ορεστης την κοιτα επισης. Οι δυο αντρες ψαχνουν τις δυο διαφορετικες οψεις του ιδιου νομισματος.
''Ξερεις.'' ο Δημητρης ανακοινωνει κοιτωντας την. Φαινοταν αλλωστε...ηξερε, αυτο δεν κρυβοταν.

Η Ιφιγενεια κοιτουσε αλλου.

''Ξερεις για...'' η φωνη του ακουγεται ξενη, αχρωμη, σκληρη. Αλλο ενα μαχαιρι μπηγεται στην καρδια της. Και στην δικη του το ιδιο. Η πικρη γευση της προδοσιας τον κανει να μορφασει.
Ξερει.

Η Κυβελη σαν εκεινη την ωρα να θυμαται οτι του το εκρυβε καιρο μαζευτηκε κι αλλο στην θεση της.
''Ορεστη μου εγω..''
''Ηξερες οτι η Ελενα εξαιτιας του Δελη αυτοκτονησε και δεν το ειπες;'' επεμεινε. Το βλεμμα του την κατακεραυνωσε. Τα δακρυα της ανανεωθηκαν. Θολωσε.

''Το εμαθα πριν λιγες εβδομαδ-''
''Εβδομαδες;'' σαν ψιθυρος παγου εκπνεεται στον χωρο.
Πισωπατα. Η καρδια της σκιζεται στα δυο.

Κοιταζει γυρω του σαν να πνιγεται και να ψαχνει σωσιβιο.Ξαφνου δεν τον χωρα το σπιτι. Εκεινη δεν μπορει ουτε να την βλεπει. Ο πατερας του ξερει οτι νικησε, τον αφησε αφωνο.
Ποσα λιγα ηξερε.
Ποσο λιγο την ηξερε...

Πισωπατωντας απομακρυνεται κι αλλο. Η Κυβελη δαγκωνεται για να μην ελευθερωσει εναν λυγμο.
Το μυαλο του βουιζει.
Ο θειος και η Ελενα. Δεν μπορει, με τιποτα.
Ανακαλει σκηνες απο το παρελθον, βλεμματα και περιστατικα που αλλοτε του φανταζαν φυσιολογικα, μα πλεον αποτελουν κομματια ενος μεγαλου παζλ που επιτελους ολοκληρωνεται.

Δεν την αντικριζει δευτερη φορα. Γευεται για λιγο ακομη την προδοσια της, αφουγγραζεται τα ψεματα της, αισθανεται την σιωπη της.
'Το εμαθα πριν λιγες εβδομαδες.'

Τα μαυρα της ματια τον καινε,απεγνωσμενα ψαχνουν την επιβεβαιωση. Ξερει οτι κρεμεται απο αυτο. Δεν την κοιτα. 

Κανει μεταβολη και φευγει,αφηνοντας την να πνιγει.


--------------------------------------------------------

Η Φαιδρα κοιτα με μισος τον πατερα της. 
''Δεν περιμενα τιποτα περισσοτερο απο εσενα.'' φτυνει τις λεξεις, μια προς μια. Η αδελφη της διπλα της τρεμει.

Καυχαζει.
''Σε εμενα το λες αυτο;'' ο Δημητρης σε αυτη την φαση εχει χασει καθε ειδος ελεγχου.
''Ναι!'' φωναζει.
''Εσυ φταις που η Κυβελη ερωτευτηκε τον Δελή! Εσυ και η απιστια σου! Εξαιτιας σου διαλυθηκε η οικογενεια μας. Οποτε τι πιστευες; Οτι οι κορες σου θα επαιρναν τα σωστα ηθικα διδαγματα απο αυτο; Ουσιαστικα μας εδειξες οτι το τριτο προσωπο σε μια σχεση κερδιζει!! Και τωρα κατηγορεις την Κυβελη που συναψε σχεση με παντρεμενο; Ποσο πιο υποκριτης μπορεις να γινεις;''

Τα λογια της, βουτηγμενα σε ενα βαθυ παραπονο, σοκαρουν τον Δημητρη, που πισωπατα και σφιγγει κι αλλο τα δοντια. Δεν μιλα, την αγαπα πολυ για να μιλησει.
Η Ιφιγενεια ομως δεν αντεχει, 
''Φαιδρα δεν ειναι ετσι οπως τα λες-''
''Μην τολμησεις!'' αυστηρα την απετρεψε. Ειχε ξεχασει ομως ποια ηταν η πρωην γυναικα του, ή ποσο τον αγαπουσε.

''Εδω που φτασαμε...δεν αντεχω να το κραταω μεσα μου.'' του λεει αινιγματικα. Η Φαιδρα κοιτα την Κυβελη για συμπαρασταση, ειναι μπερδεμενη. Η αδελφη της ομως νομιζει πως ξερει ακριβως τι συμβαινει. Δεν εχει ιδεα.

 Η Ιφιγενεια παιρνει βαθια ανασα. Πλεον δεν νιωθει πονο στην σκεψη των λεξεων που μετεπειτα θα ψελλισει. Μηχανικα περιγραφει, η πληγη δεν κλεινει ποτε. Τρεφεται απο τα σωθικα της καθημερινα, καθως δεμενη στον βραχο των ενθυμησεων περιμενει το γερακι.
Η λυτρωση της ληθης δεν θα ερθει ποτέ.
''Μεσολαβησαν καποια γεγονοτα πριν απο το χωρισμο μας με τον πατερας σας.'' κοιτα κυριως την Φαιδρα.
''Εμεινα εγκυος στον Αντρεα, το ησυχο αγορι μου. O μπαμπας ειχε ενδοιασμους στην αρχη, θυμαμαι να τσακωνομαστε μεχρι να πατησω ποδι. Νομιζω αλλαξε γνωμη οταν μαθαμε οτι ειναι αγορι,παντα ηθελε γιο καταβαθος, κι ας μην μιλουσε.''

Οι δυο αδελφες κοιτιουνται. Η Κυβελη εχοντας ως αγνωστο μονο το ονομα, ενω η Φαιδρα στο απολυτο  κενο.

Ο Δημητρης την αγριοκοιταξε.
''Δεν ειναι αυτο''
''Ψευτη!'' αναφωνησε εκεινη με δακρυα να γυαλιζουν στα ματια και ενα μικρο πικρο χαμογελο.
''Ετσι ηταν, μην κοιτας που δεν το λεει, περιμενε τον γιο του πως και πως.'' Ξεφυσαει.

23 Δεκεμβριου 2007

Σαν απο ενστικτο να το ηξερε τοτε, ειχε αφησει τις δυο κορες της στην γιαγια τους. 
Το ζευγαρι εφτασε  στο νοσοκομειο και η Ιφιγενεια καταβαθος πιστευε ότι όλα θα πηγαιναν καλα.
 Όταν εχεις κανει δυο παιδια, αποκτας μερικες φορες μια αλλοκοτη αλαζονια προγνωσης των καταστασεων. 

Ειχε παρει μαζι της στην βαλιτσα τα ρουχα που θα του φορουσε, τα παντα όλα ηταν ετοιμα και περιμεναν στο αυτοκινητο.
Η καρδια της όμως ειχε βαρυνει στο στηθος της.

Οποτε εκεινο το απογευμα, Κυριακης, βρεθηκε σε ένα δωματιο εξετασης, μαζι με τεσσερις νοσηλευτες και δυο γυναικολογους, που παλευαν να βρουν παλμο.
Ματαια.

Ο Δημητρης στεκοταν γερμενος στον τοιχο στην αλλη ακρη του χωρου. Ακριβως οπως την μερα που τον γνωρισε. Αναμεσα τους ενα κενο που τους ενωνε και τους χωριζε.

''Μπηκα για εκτακτο χειρουργιο, απλα και μονο για να επιβεβαιωσουν αυτό που ηδη ξεραμε.
Συνεβη κατι απροσδοκητο. Κανεις από τους δυο μας δεν εκλαιγε, εγω θυμαμαι τον εαυτο μου να μην το εχει συνειδητοποιησει ακομα. Όταν γινεσαι γονιος ανακαλυπτεις μια πηγη ελπιδας που στηριζεται στην πιστη. Πιστευαμε στο θαυμα.''

Οταν τον εβγαλαν η Ιφιγενεια ξεσπασε σε λυγμους. Ηταν μια στιγμη απεραντης σιγης, υποκωφης σιωπης, γεματης ουρλιαχτα που ο καθενας τους καλυπτε. Ο Δημητρης πισωπατησε. Ζαλιζοταν. Δεν το πιστευε, εκεινη όμως το ηξερε, βαθια μεσα της το γνωριζε ωρες τωρα.

''Ηταν μοβ,τα χειλη του κοκκινα, σημαδι ασφυξιας, και τα φρυδια του σμιγμενα, σαν να πονουσε. Τοσο υπεφερε οσο βρισκοταν μεσα μου, στο μερος που θα επρεπε να είναι ασφαλης και να μεγαλωσει. Για εκεινον ηταν τοπος ανυποφορου πονου και θανατου.''

Το αψυχο κορμακι του ακουμπησε το καυτο της δερμα. Οι σπασμοι της συναντησαν την ακαμψια του, το κλαμα της την σιωπη του.
Ναι, ο Αντρεας Πολιτης θα ηταν ένα ησυχο μωρο, δεν θα εκλαιγε ποτέ του.

Ο Δημητρης διπλα της ειχε παγωσει. Τα ματια του ετσουζαν, μα δεν βρισκοταν καν σε αντιστοιχεια με το μεσα του. Τα παντα πονουσαν, να την βλεπει να κλαιει πιο πολύ από όλα.
Γυρνουσε μανιασμενα τον χρονο πισω προσπαθωντας να βρει τι εκαναν διαφορετικα, τι πηγε λαθος.

Μα δεν υπηρχαν πολλα για εκεινον πλεον. Εστεκε επικινδυνα ακαμπτος μεσα σε ενα χειρουργιο γεματο συγκαταβατικη λυπηση, μερικα βλεμματα οικτου, και μια απεραντη αοσμη μυρωδια θανατου. Τελος, το κλαμα της γυναικας του. Γοερο, γεματο παραπονο, και μ' ένα βασανο που δεν θα ξεχνουσε ποτέ της.
Η αρχη του τελους.

--------------------------------------------------------------------

 Η Φαιδρα σοκαρισμενη κρατιεται απο την ψηλη καρεκλα του μπαρ λες και η ζωη της εξαρταται απο αυτο, οι αρθρωσεις της ειχαν ασπρισει.

''Εσυ...'' ξεψυχισμενα απευθυνθηκε στην αδελφη της.
''Εσυ τα ηξερες ολα αυτα;''
Η Κυβελη εσπευσε να δικαιολογηθει.

''Οχι φυσικα!'' χαμηλωσε λιγο τον τονο της φωνης της ''Δηλαδη...ηξερα για μια αποβολη, αλλα δεν γνωριζα οτι ηταν σε τετοιο σταδιο.'' η Φαιδρα την αποπηρε.
''Ηξερες ότι η μαμα ηταν εγκυος; Ότι απεβαλλε;'' Επανελαβε.
''Εγω δεν-''
''Με ένα ναι ή ένα όχι!''
Ξεροκαταπιε.
''Ναι.''
Η κοπελα μορφαζει.

''Γι αυτό χωρισατε;''κοιτα του γονεις της.
''Για αυτό σε κερατωσε;'' Το βλεμμα που ριχνει στην μητερα της είναι γεματο σπιθες.
''Τα πραγματα δεν εγιναν ακριβως ετσι.'' Η Ιφιγενεια ψιθυριζει, σκουπιζοντας τα ματια. Ετρεμε.

''Ημουν εναν χρονο μικροτερη. Εναν χρονο μονο, και μεγαλωσα! Επρεπε να ξερω, 20 χρονων εφτασα!'' συριζει, ο τονος της ειναι απειλητικος, μα απο κατω βρισκεται ενα λεπτο πεπλο, προδοσιας και παραπονου.

Η μητερα της ειχε δακρυσει, δαγκωνοταν και προσπαθουσε να το καταπολεμησει, ματαια.
Σιωπη επεσε στην κουζινα.
''Δηλαδη εχουμε εναν αδελφο.'' μουρμουριζει, κοιτωντας το κενο.
Ο Πολιτης γνεφει.
''Τον Αντρεα ναι.'' 
''Τον Αντρεα.'' η κοπελα δοκιμαζει το ονομα του στα χειλη της, σαν να προσπαθει να δει ενα πιθανο μελλον.
''Θα μου το λεγατε ποτέ;'' γυρνα προς τους γονεις της, που την κοιτουν με τον ιδιο απαθη πονο στο βλεμμα διχως να απαντουν.
Γυρναει προς την Κυβελη.
''Εσυ;''
Η δικηγορινα κατεβαζει το κεφαλι. Οι νεες πληροφοριες ηρθαν να προστεθουν στο βουητο, και κατι της ελεγε οτι ηταν μονο η αρχη.

Η Φαιδρα καυχασε στην σιωπη της.
''Ας ασχοληθουμε καλυτερα με τα επικαιρα προβληματα, Κυβελη κατι αλλο που θες να μας πεις; Ή θα το δουμε κατευθειαν στο pornhub;''
''ΦΑΙΔΡΑ!'' Ο Δημητρης χτυπησε το χερι στο τραπεζι. Η Κυβελη τιναχτηκε, οχι απο τον κροτο, αλλα απο τα λογια της αδελφης της. Η κοπελα απεναντι της την κοιτουσε σαν να ηταν ξενες, οχι αδελφες.

Στριφογυρισε τα ματια.
''Αλιμονο! Μην σου πειραξει καποιος την χαιδεμενη σου την κορη!''ειρωνευτηκε.
''Εχεις παραπονο απο εμας;'' η Ιφιγενεια ρωτησε πνιχτα, τα ματια της ιδιο χρωμα με τα μαλλια της.

''Παραπονο; Εγω; Κανενα απολυτως!Μονο μου κρυψατε την υπαρξη ενος αδελφου και ενταξει ...''
''Εσυ εισαι κατεστραμμενη.'' 
Η Κυβελη αργησε να καταλαβει οτι εννοουσε την ιδια.
Γυριζει το κεφαλι αργα προς το μερος της και την κοιτα.''Ε-εγω;'' 

''Μια ζωη δεμενη πανω στον μπαμπα, να εισαι αυτη που θελει, να κανεις αυτα που θελει, να θελεις αυτα που θελει, να εχεις την ευνοια του, την προσοχη του! Μια ζωη ολοκληρη σε βλεπω να θυσιαζεις αυτα που θες στον βωμο της περηφανιας του! Η δεσποινις τελεια λοιπον ουτε στην ψυχολογο δεν ελεγε την αληθεια! Και κοιτα τωρα! Ολοκληρη η Αθηνα θα σε δει ντυμενη σαν πορνη! Και το χειροτερο δεν ειναι αυτο!'' κοιταξε τους γονεις τους.

Μην το πεις, μην το πεις, μην το πεις παρακαλεσε η κοκκινομαλλα απο μεσα της.

''Τρια χρονια σχεδον ηταν μαζι! Ακολουθουσε κανονες, ωραρια, εβαφε τα νυχια της με εναν συγκεκριμενο τροπο, ντυνοταν οπως του αρεσε, μιλουσε οπως 'αρμοζε', φεροταν και εμοιαζε δεκα χρονια μεγαλυτερη κι εσεις νομιζατε οτι ωριμασε!'' χλευασε.
''Δεν αντεξες εκτος του ελεγχου του μπαμπα ετσι δεν ειναι; Δεν λεω, κι εγω δεν πηρα καλα την γεννηση της Ελσας, αλλα εσυ ησουν ακραια!'' 

Οι γονεις της δεν μιλουν, την καινε με τα βλεμματα τους, δεν τολμα να σηκωσει τα ματια, εχει κοκκινισει.
''Ο κυριος Δελης της περασε αλυσιδες και την εκανε υποχειριο του! Τον αφησε να βγαλει πανω της γουστα...και τι γουστα! Η ηθικη, καθως-πρεπει, κορη σας τα ειχε με εναν παντρεμενο, εξαιτιας σου! Την επνιγες τοσο, που εμαθε ετσι, να την ελεγχουν μια ζωη, να της λενε τι να κανει!!''

Ο Δημητρης δεν μιλαει καθολου.
''Δεμενη! Πανω σε εσενα, πανω στον Δελή, κι τωρα πανω στον Ορεστη!''

''Νομιζεις οτι εχεις τον ελεγχο της ζωης σου στα χερια σου, αλλα δεν ξερεις τι σου γινεται! Αν θες αυτον ή τον Ορεστη, αν θες να γινεις δικηγορος, ή δημοσιογραφος, ή ψυχολογος, τιποτα δεν ξερεις!''

 ''Κι αυτο γιατι ποτέ δεν τολμησες να πεις αυτο που θες! Σαν την μαμα εγινες! Τωρα ξερω και το γιατι! Μπορει οι γονεις μας να νομιζουν οτι δεν θυμαμαι, αλλα δεν θα ξεχασω ποτε την μαμα οταν ημουν 9 χρονων, σκοτεινιασμενη, ξαπλωμενη σε ενα κρεβατι για μερες, εβδομαδες ολοκληρες! Δεν μιλουσε, τιποτα δεν ελεγε! Νομιζα οτι εφταιγε ο Δημητρης, αλλα οχι! Εκεινη εφταιγε! Χαθηκε σε οσα ενιωθε Κυβελη, χαθηκε και εκλεισε τα ματια στην λογικη! Κι εσυ αυτο κανεις! Ξεχνας ποια εισαι διπλα του, προσποιεισαι οτι δεν νιωθεις προδοσια απο την πραξη του, ενω εγω το ειδα! Σε πονεσε το μισος του! Γιατι δεν θες να τον μισεις! Ειπες ψεματα για χαρη του, πολλα ψεματα! Σε ολους! Σε εμενα, τους γονεις μας, τους φιλους σου, τον Ορεστη! Και ξερεις κατι; Θα τους χασεις ολους, εναν προς εναν, μονη σου θα μεινεις!"

Η Φαιδρα αρπαζει την τσαντα της και με μεγαλες δρασκελιες την προσπερνα, σπρωχνοντας την πισω, καθως ανοιγει την πορτα και την κλεινει πισω της με κροτο που συει ολοκληρο το σπιτι.

Η Κυβελη στεκεται στην μεση της κουζινας. Απεναντι οι γονεις της, αγνωριστοι την κοιτουν σαν να ειχαν να την δουν χρονια. 
Η απογοητευση στα ματια τους γδερνει την καρδια της.
Ποναω.
Η απογοητευση του Ορεστη την τσιμπαει.
Η απογοητευση της Φαιδρας την καιει.

Ειχαν δικιο που θυμωμαν, ακομη  πιο πολυ δικιο που απομακρυνονταν.Ειχε σφαλλει, το αξιζε.
''Κυβελη μου...''η φωνη της μαμας της την ραγιζει, χαμηλωνει το βλεμμα για να μην φανουν τα ανανεωμενα της δακρυα. Απλα γνεφει.

''Τι καναμε λαθος;Φταιξαμε καπου;''η ερωτηση της την λυγιζει. Η καρδια της ραγιζει κυριολεκτικα. Δαγκωνεται για να μην ανεβει στην επιφανεια ενας λυγμος.

Γυριζει απο την αλλη και φευγει. Ισα που θυμαται να παρει την τσαντα της. Εξω ο κηπος ειναι αδειος.Ολοι εφυγαν, παντα φευγουν.
Ετσι ειναι, σκεφτηκε, εχεις τον ανθρωποδιωχτη μεσα σου.

------------------------------------------------------------------------

Η Φαιδρα χτυπαει επιμονα το κουδουνι. Δεν χρειαστηκε να σκουπισει ουτε μισο δακρυ. Τα νευρα και η ενταση την ειχαν θολωσει αντι αυτου. Ετρεμε και δεν μπορουσε να δει καθαρα.

Χτυπησε παλι.
Το χρειαζοταν! Το ειχε αναγκη!

Ανοιγει επιτελους την πορτα, περιποιημενος σαν να επροκειτο να φωτογραφηθει και ξαφνιασμενος απο την επισκεψη της. Δεν θα της το εδειχνε ομως.
''Σε τι οφειλω την επισκεψη;'' ο παγερος του τονος δεν την πτοησε.

Τον επιασε απο το κολλαρο και συνεθλιψε τα χειλη του με τα δικα της σε ενα βαθυ κτητικο φιλι.
Εκεινος αμεσως ανταπεδωσε, περνωντας το χερι του γυρω απο την μεση της και τραβωντας την μεσα στο διαμερισμα.
Την κολλησε στην πορτα και την κοιταξε στα ματια.

Ειχε ενα περιεργο υφος, αιμοβορο σχεδον, σαν να ηταν μαζι του απο εκδικηση, σαν να ηθελε να μεθυσει και να ξεχασει. Δεν τον ενοιαξε να ρωτησει πολλα. Θα την 'μεθουσε', τοσο που θα ξεχνουσε και το ονομα της.
Ενωνει παλι τα χειλη τους, δαγκωνει με δυναμη το δερμα της.  Βογγαει. 
Τα κανει παλι, μεχρι να ακουσει αυτο που θελει.

''Αχ Ιακωβε...ναι...'' υπακουει...για να ξεχασει.


---------------------------------------------------------------------------------

Η Κυβελη μπαινει στο διαμερισμα.Πριν ακομη κανει ενα βημα προς τα μεσα ξερει οτι ειναι αδειο.
Μυριζει αδειο, ακουγεται αδειο.Λειπει η κανελα, λειπει ο ηχος απο το βιολι του.  Μα οι τσιχλες ειναι εδω, το δοξαρι το ιδιο.
Εκεινος που ειναι;

Δεν ανοιγει το φως, πεταει την τσαντα της σε μια ακρη και σερνει τα ποδια της αναμεσα στα επιπλα.
Το ψυγειο την χαιρεταει.

Βγαζει την μπλουζα της και την πεταει κατω. Τα χερια την τρεμοντας λυνουν την μαυρη δερματινη ζωνη.Το κατεβαζει ατσαλα στους γοφους της, το πεταει στο πατωμα και σηκωνει ενα ενα τα ποδια της. Ειναι βαρια, ασηκωτα. Ολοκληρη ειναι βαρια.

Τρεκλιζοντας σχεδον φτανει μεχρι το μπανιο.Το παραθυρο ειναι ανοιχτο, ενα απαλο αερακι μπαινει μεσα στο διαμερισμα του τριτου οροφου. Εχει φεγγαρι αποψε, το φως του λουζει τα πλακακια και αντανακλαται παντου. 
Μενει γυμνη. Ο αερας της προκαλει ριγη. Ανοιγει το νερο στο χλιαρο και κλεινει την ταπα της μπανιερας.

Δεν βαζει μεσα αφρολουτρο, δεν ξερει καν γιατι βαζει νερο. Διψαει; Ζεσταινεται; Το κεφαλι της κοντευει να σπασει.
''Δεμενη πανω στον μπαμπα! Για χρονια!'' Η φωνη της Φαιδρας ηχει στο μυαλο της σαν καμπανα.
Μεγάλωνα στην τσέπη του πατέρα μου δεμένη μ' αλυσίδα στα κλειδιά του με τ' όνομα, τ' αμάξι και τα σπίτια του και μ' όλα τα μεγάλα όνειρα του

Βαζει το ενα ποδι μεσα και ανατριχιαζει, το δευτερο και σφιγγει τα δοντια.Οταν καθεται η σταθμη ανεβαινει.Γυαλιζει το νερο, τρεμει το φως πανω του, τρεμει κι εκεινη μεσα του.
''Κυβελη μου τι καναμε λαθος;'' η φωνη της μαμας της ραγιζει στο τελος, μαζι ραγιζει και η καρδια της.
Συγγνωμη μαμα...

''Σαν την μαμα εγινες!''

Μεγάλωνα στης μάνας μου τα δάκρυα σαν σκάλισμα σε βέρα από πλατίνα που έβγαζε και άφηνε στην άκρια καθώς έπλενε πιάτα στην κουζίνα. 

Φερνει τα γονατα της κοντα στο στηθος της, αγκαλιαζει τον εαυτο της στοργικα, οπως εκανε οταν ηταν μικρη, εγινε μια μικρη μπαλιτσα και εκλεισε τα ματια σφιχτα στο σκοταδι.
 ''Και ξερεις κατι; Θα τους χασεις ολους, εναν προς εναν, μονη σου θα μεινεις!"

Τι με ρωτάς,τι να σου λέω, εδώ τα βλέπεις θες με κρατάς κι αν δε σου κάνω με επιστρέφεις.

Χαιδεψε ρυθμικα το μπρατσο της, εμμονικα και οσο πιο καθησυχαστικα μπορουσε.
Ολα θα πανε καλα. Ολα θα πανε καλα.
Αναπνευσε.

''Δεμενη εισαι! Πανω στον μπαμπα, κι υστερα πανω στον Δελή, τωρα πανω στον Ορεστη, παντα δεμενη, ολη σου την ζωη! Φοβασαι μην μεινεις μονη και προτιμας να πνιγεσαι.''

Δεν έχω μάθει δυστυχώς να μην ανήκω μια στο βοσκό, μια στο μαντρί και μια στο λύκο.

Το νερο με καθε λεπτο γινοταν ολο και πιο κρυο. Μα η Κυβελη δεν ηξερε αν ετρεμε απο αυτο ή απο το κρυο μεσα της.
Ανοιξε τα ματια, το σκοταδι ηταν αγριο, κι ας πιστευε πως το ειχε αφησει πισω της. Ο Σπυρος στεκοταν πανω απο τον ωμο της, μεσα στο μυαλο της, και χαμογελουσε.
 Εστω και νοητα, ακομη κι ετσι, την ειχε κανει παλι δικη του.

-------------------------------------------------------------

 Ο Ορεστης ενιωθε χαμενος. ΗΘελε να βαλει τα κλαματα, να χτυπησει κατι, ή πιο συγκεκριμενα, καποιον.
Δεν αλλαζει τιποτα...ομως αλλαζουν τα παντα.
Περασαν δυο ωρες για να μπει παλι μεσα στο αμαξι και χρειαστηκαν 10 τσιγαρα για να μην κατευθυνθει στο σπιτι των γονιων του ζητωντας εξηγησεις. Δεν λειτουργουσε ετσι. 

Χρειαζοταν χρονο. Απο ολους, ειδικα απο εκεινη.

''Και εκεινη τωρα που ειναι;'' ρωτησε ο Γιαννης απο την αλλη γραμμη. Μολις τον ειχε καλεσει για να του εξιστορησει τις εξελιξεις, οπως η Ιφιγενεια τις ειχε περιγραψει στην Φαιη οταν την πηρε για να ελεγξει αν η Κυβελη ηταν μαζι της.

 Σαν μολις να την ειχε θυμηθηκε μεσα του αγχωθηκε.
''Γαμωτο.'' βλαστημησε κατω απο την ανασα του.
''Ιδεα δεν εχω.''
Ο φιλος του προσπαθησε να μην γουρλωσει τα ματια μα ηταν αναποφευκτο.
''Την παρατησες απλα ετσι;'' ρωτησε βραχνα.
Ο Ορεστης ντραπηκε αξαφνα, μα επειτα θυμηθηκε οτι αλλος επρεπε να νιωθει ντροπη.

''Νευριασα.'' μουρμουρισε και εκλεισε το κινητο για να την καλεσει.
Πατησε το εικονιδιο της επαφης της Κυβελης και κολλησε την συσκευη στο αυτι του. 
Τα νεα για τον προωρο χαμο του αδελφου της μαλακωσαν κατι μεσα του.

Χτυπησε μια.
Ηρεμησε
Πειθαναγκασε τον εαυτο του να σκεφτει οτι ολα ηταν καλα.

Χτυπησε δυο.
Απλα μου κανει καψονια.

Χτυπησε τρεις.
Κενο για λιγο, κραταει την ανασα του περιμενοντας να ακουσει την φωνη της.
Τιποτα.

Χτυπησε τεσσερις.
Γαμωτο σου Κυβελη!

Δεν ηξερε αν ειχε οδηγησει ποτε του πιο απροσεκτα.Σχεδον τον εκανε να χαμογελασει η σκεψη του ποσο πολυ θα νευριαζε η Κυβελη αν τον εβλεπε. Η καρδια του ηταν σφιχτος κομπος.
Γιατι δεν απανταει; Που ειναι;

Σχεδον σκονταφτει καθως ανεβαινει τα σκαλια τρια τρια. Χωνει με βια το κλειδι στην εσοχη και τιναζει την πορτα μεσα. Την κλεινει με κροτο και ανοιγει το φως.
Η ιστορια επαναλαμβανεται. Η σκεψη αθελα του τρυπωνει στο μυαλο. Και τον βασανιζει, τον αρρωσταινει η συγκριση και μονο.
Η Κυβελη δεν ειναι η Ελενα.

Ψαχνει κατι μα δεν ξερει τι θελει να βρει, τον τρομαζει η σιωπη.

Μες το σκοτεινο μπανιο πρωτα την ακουει και υστερα την βλεπει να τρεμει κλαιγοντας. Ανασαινει σαν να βρισκοταν για ωρα εκεινος κατω απο το νερο και νιωθει τα ποδια του να λυνονται απο ανακουφιση.
''Κυβελη μου!''  τρεχει πλαι της και πεφτει στα γονατα, κανει να την ακουμπησει μα η κοπελα μενει ακινητη.
Τρομαζει κι αλλο.
Κοιτα το νερο, ψαχνει το κοκκινο.Οσο δεν το βρισκει αναπνεει πιο σωστα.

Τα βλεμματα τους συναντιουνται. Τα μαλλια της πλαισιωνουν βρεγμενα το προσωπο της. Τα ματια της δυο μαυρες τρυπες τον ρουφανε μεσα τους.Τα χειλη της τρεμουν. Σταγονες νερου χαιδευουν το κορμι της.
Ξεψυχαει.

Τον κοιτα πισω. Βλεπει το μπλε να γυαλιζει, σαν κατι να θυμαται. Το πρασινο την συγχωρει ανιδιοτελως και αιωνιως. 
Γερνει προς το μερος της. Ακουμπα το κουτελο του πανω στο δικο της.
Η ανασα του μυριζει καπνο και κανελα.

Αν τα ματια της μπορουσαν να μιλησουν θα ουρλιαζαν.
Αυτη ειμαι εγω Ορεστη. Αυτοκαταστροφικη. Ανελεητη. Πνιγμενη σε παθη μονοπλευρα και τοξικα. Δεμενη με το παρελθον ....Μην με αφησεις.

''Μην φυγεις...σε παρακαλω...μην φυγεις.'' ψιθυριζει κατω απο την ανασα της και τα δοντια της τριζουν καθως συγκρουονται βιαια μεταξυ τους.
Το φεγγαρι φωτιζει ασημενιους δρομους πανω στο κορμι της. Χαρτογραφει τα σημαδια, τις ελιες, τα αστερια στα ματια της.
Ο Ορεστης παιρνει ορκο ζωης μα δεν ξεστομιζει λεξη.

Βουταει το χερι του στο νερο και βγαζει την ταπα.Πιανει την πετσετα απο διπλα του και οταν το νερο αδειαζει την τυλιγει γυρω της.
Πρωτη φορα μετα απο χρονια νιωθει φοβο, φοβο για εκεινη, μην κανει κακο στον εαυτο της.
Η σκεψη της Κυβελης να ποναει τον λυγιζει. 

Την φιλα μαλακά στο κουτελο, στα μαγουλα, την μυτη και τελος φερνει τα χειλη της αντικρυ στα δικα του. Η ανασα του τα χαιδευει απαλα.
''Δεν σε αφηνω δικηγορινα μου, ο,τι κι αν γινει εδω θα ειμαι. Δεν σε αφηνω."  της υποσχεται.

Φιλιουνται. 
Ο πονος με τον πονο,
η κανελα στο νερο,
το γαλαζιο να πνιγει το μαυρο και το πρασινο να χανεται μεσα του.
Η σιωπη.
Δεμενοι στο παρελθον ατενιζουν το μελλον. 
Η εξισωση οδηγει σε ατοπο.
Η θεωρια του χαους ανατρεπεται (;) 



Και η μοιρα γελασε.

Εκεινη την στιγμη, το συμπαν ετοιμαζε την δευτερη συναντηση τους, την αληθινη.Ο Ηρακλης εστεκε μπρος στην Αρετη και της υποσχοταν αγαπη, ή ηταν η Κακία;



Κεφαλαιο υπ'αριθμον 39 : Η επιστροφη

Και δεν ηταν ομορφη καθολου η επιστροφη.

Κρυωνα, βρεγμενη μεχρι το κοκκαλο και απογοητευμενη απο τον κοσμο, επεστρεφα. Σε εσενα, παντα σε εσενα, μονο σε εσενα.Ο δρομος ηταν στρωμενος με πλακοστρωτο, ενω πισω μου αγκαθια. Ποτέ αλλοτε η επιστροφη δεν ηταν ευκολοτερη, ποτέ αλλοτε η επιστροφη δεν ηταν λιγοτερο ποθητη.

Καθε φορα και πιο δυσβασταχτη, καθε επομενη και πιο οδυνηρη.

Σε κοιτω, στο κατωφλι περιμενεις, ουτε βημα πιο μπροστα.
Εχεις τα χερια σταυρωμενα, με κοιτας σαν να το ηξερες πριν απο εμενα οτι επιστρεφω.
''Και να φυγεις θα πας που;''

Ειδα το μειδιαμα. Γελουσες μαζι μου. Με κοροιδευες.
Καθε επιστροφη ηταν και πιο γελοια.
Και σαν εφτανα μπροστα σου, σηκωνα τα ματια, επιτελους, και τα βλεματα μας γινονταν ενα.
Λυσσομανουσε μα ακομα δεν με αφηνες να μπω μεσα μαζι σου.

Κατι περιμενες, το ηξερα. Ηταν παντα το ιδιο. Σε καθε επομενη επιστροφη ποναει ολο και περισσοτερο.
Οποτε χαλαρωνω τους ωμους, ξεφυσαω και αφηνω τα δακρυα να κυλησουν. Κλαιω γιατι επεστρεψα, θρηνω γιατι το επελεξα.
Ριχνομαι στην αγκαλια σου και σε αφηνω να με κρατησεις πανω σου. 

Μου χαιδευεις τα μαλλια οπως εκανε ο μπαμπας μου οταν ημουν μικρη.
Μεγαλωσα και δεν το καταλαβε κανείς σας
Μεγαλωσα, ακους;

Δεν ειναι ολες οι επιστροφες ομορφες λοιπον. Τον ζηλευα τον Οδυσσεα, γιατι επεστρεφε εκει που η καρδια του ηταν ασφαλης.
Μερικες φορες ο νοστος -μαθε- ειναι βρωμικος, ακουσιος και με γλυκοπικρη γευση μιας μεταμελειας πλασματικης.

Ηξερα την στιγμη που εφυγα οτι θα επιστρεψω, ακριβως οπως τωρα γνωριζω, αγαπη μου, οτι θα ξαναφυγω. Γιατι επιστρεφεις για παντα μοναχα εκει που ανηκεις.


Ciao Bellas!!

Πως ειστε τι κανετε;;

Χρονια πολλα σε οσες γιορταζαν χθες! Να χαιρεστε τους αγαπημενους σας! Καλες διακοπες σε οσους ακομη παραθεριζουν ή μολις αρχισε το καλοκαιρι τους!

Εγω σπιτι ...βραζω, διαβαζω, γραφω.

ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΩΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ LIVE!!
Εχω παρα πολυ αγχος αλλα και ανυπομονησια! 
Περιμενω καθε ειδους ερωτηση και θα απαντησω με χαρα!

Το κεφαλαιο πως σας φανηκε; Με δυσκολεψε αρκετα στην γραφη.

Ειδαμε...και τι δεν ειδαμε!

Ιφιγενεια και Πολιτη..

Ομηρικο Καβγα με τον Δημητρη.

Με τον Ορεστη

Με την Φαιδρα.

Ειδαμε και αναπαντεχη συναντηση Φαιδρας Ιακωβου!

Τι λετε να γινει;



Αφιερωμενο στην  AmThomaidi και στην imachaoss 
Σας ευχαριστω για τα υπεροχα σχολια, μου φτιαχνουν την μερα!


Σας αγαπω τρελά! Θα τα πουμε σε τρεις ωρες!


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top