Ο ασκός του Αιόλου άνοιξε (!!)
(Θα απαντησω και σχολια προηγουμενου κεφαλαιου. Ειμαι απαραδεκτη το ξερω, αλλα δεν προλαβαινω να τα απανταω τα περισσοτερα, βεβαια τα διαβαζω ολα μα ολα)
Όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες είναι όμοιες η μία με την άλλη, μα η κάθε δυστυχισμένη οικογένεια έχει τη δική της δυστυχιά.
-Η πρώτη φράση του Α' τόμου απο την 'Άννα Καρένινα'', Λέων Τολστόι
10 Ιανουαριου. - 445 νεα κρουσματα.
''Και ρε κοριτσια αν ησασταν στην θεση μου τι θα κανατε;'' Ειχε στερεψει από δακρυα, ωρες τωρα.
''Δεν θα ημουν.''
''Θα ελεγα ναι.''
Οι δυο φιλες απαντησαν ταυτοχρονα. Η Κυβελη κοιταξε την Φαίη με υφος -Σοβαρα τωρα;-
''Τι ; Εγω ναι θα ελεγα'' ανασηκωνει τους ωμους.
''Ναι αλλα εσυ το θες, εγω ποτε ζητησα γαμο;'' ειναι απελπισμενη, κι αυτο γιατι ξερει οτι δεν μπορει να πει οχι χωρις ταυτοχρονα να χωρισει.
''Ετσι ερμηνευσε την δεσμευση ο Βασιλης.'' η κοπελα προσπαθει να κρατησει μανιωδως τις ισορροπιες.
Η κοκκινομαλλα την αγνοει και κραταει την Ερμιονη από τα χερια.
''Ερμιονη μην τσιμπας. Εσυ μονο αποκλειστικοτητα και πιστη του ζητας, χρονια τωτα, και ξαφνου θελει να παντρευτειτε! Ξερεις κι εσυ ότι ηταν το καροτο, το δολωμα για να μην πας στο Μοναχο.''
''Αυτο ισχυει.'' Εκει συμφωνησε και η ξανθουλα, η φιλη τους τις κοιταξε με πρησμενα ματια.
''Το πιστευετε οντως κοριτσια; Κι αν το εκανε επειδη οντως το ηθελε;''
Η Κυβελη γελασε.
''Δεν ξερω αντρα που να ονειρευεται γαμο στα 26 του, αλλα αν υπαρχει, αυτος δεν ειναι ο Βασιλης!''
''Μιλησατε εκτοτε;'' η Φαιη ρωταει, κανοντας την Ερμιονη να ζαρωσει παλι και να βυθισει το προσωπο στα χερια της.
Η δικηγορινα την αγριοκοιταξε. Τα θες και τα λες;
Αρων αρων ειχε σηκωθει εκεινο το πρωι από τις 5, με την αρση της απογορευσης, μετα τα δεκαπεντε φωνητικα της φιλης τους στην ομαδικη, που ειχε καταφυγει στο διαμερισμα της και ειχε κλειδωθει εκει αφου συμφωνα με τα λεγομενα της 'τιναξε τα παντα στον αερα'.
''Ουτε φωνη ουτε ακροαση κοριτσια! Λεξη.'' μουρμουριζει.
''Λογικο, τον ντροπιασες, στα κρυα του λουτρου τον αφησες.'' η Φαιη σκεφτεται τον φιλο τους πεσμενο στο ενα γονατο, στο αδειο σαλονι.
''Ε καλα οχι και τον ντροπιασε! Το χειριστικο ζωον!"η κοκκινομαλλα τα παιρνει, δινοντας της θαρρος.
''Κυβελη!'' η Φαιη θα ορκιζοταν οτι θυμαται στον διαδρομο πριν χτυπησουν κουδουνι να κανουν μια συμφωνια, να μεινουν ουδετερες.
''Τι ρε Φαιη; Εχω αδικο; Νομιζεις ο Γιαννης και ο Κωνσταντινος του λενε αυτη τη στιγμη 'Ρε Μπιλι μηπως ηταν λιγο χειριστικο εκ μερους σου;' Ε; Γιατι εγω αμφιβαλλω!''
''Και παλι...ειμαστε ολοι μια παρεα.'' την κοιταξε με υφος, δειχνοντας της οτι εννοει.
Στριφογυρισε τα ματια.
''Ωραια λοιπον ειρηνευτη της Unesco, τι προτεινεις;''
''Προτεινω.'' κανει μια παυση για να σκεφτει.
''Να του πεις να ερθει απο εδω και να καθισετε να τα πειτε, ηρεμα, ομορφα, τι θελει και τι θες.''
Η Κυβελη ζηλευε και εκνευριζοταν με τον τροπο της Φαιης. Ναι, τα ειχαν πει τοσες φορες, τα ιδια και τα ιδια, αλλα μισο λεπτο, για κανε μια παυση εδω-
Ετσι λυνουν τα προβληματα τους με τον Γιαννη;
Εφερε στο μυαλο της τους επικους καβγαδες της Ερμιονης και του Βασιλη, και υστερα τα δικα της δραματα. Ενιωσε καπως υπερανω αυτου του προβληματος, της φιλης της. Ειχε δικα της, αρκετα πιο επειγοντα , τα θεματα που αντιμετωπιζε με τον Ορεστη ηταν απο την πρωτη μερα σοβαρα...και τωρα; Πιο πολυ απο ποτέ.
''Γενικα για μενα.'' σπαει την σιωπη. ''Πρεπει να σκεφτεις μονη σου, χωρις υστεριες και δραματα. Νιωθεις οτι σαν Ερμιονη εχεις κλεισει; Ο Βασιλης ειναι ο ανθρωπος που επιλεγεις;''
''Εχει δικιο η Κυβελη, σιγουρα τον ξεχωρισες απο τους αλλους, και μεταξυ μας..δεν ηταν και λιγοι.'' Η Φαιη μουρμουρισε για να ελαφρυνει το κλιμα και η δικηγορινα γελασε.
''Οντως οντως! Αλλα ηταν ολοι για να ζηλεψει ο Βασιλης, εδωσες σε κανεναν πραγματικη ευκαιρια; Μετα τον Αντρεα!''
Η κοπελα γνεφει αρνητικα.
''Ποτέ, σε κανεναν.''
''Αφου ταιριαζετε...'' η Φαιη το εβλεπε και πιο γενικα απο την Κυβελη.
Ειχε καταφερει να στησει μια παρεα που κρατουσε δυνατα τρια χρονια τωρα! Με τα πανω και τα κατω της, με εκδρομες, παρτυ, ταξιδια, εξοδους.
''Κοριτσια το θεμα ειναι οταν τον ειδα να πεφτει στο ενα γονατο, ενιωσα να πνιγομαι, και αυτο δεν ειναι καλος οιωνος.''
Ηθελαν πολυ να της πουν οτι κανει λαθος, μα θα ηταν ψεμα.
''Ειναι οντως.''
Η Ερμιονη βουρκωνει παλι.
''Αλλα ειναι ο Βασιλης. Εννοω, παντα ετσι μεταξυ μας, στα δυο ακρα.'' μουρμουριζει τις δυο αντιπαλλομενες πλευρες.
Η Φαιη εψαχνε τροπο να το λυσει αναιμακτα. Ολα ηταν για καιρο πανω σε τεντωμενο σκοινι. Και τα σκηνικα των τελευταιων ημερων θα ηταν η τελικη βολη.
Και τωρα ο Κωνσταντινος γνωρισε την Ιωαννα και η παρεα θα μεγαλωνε...
Αλλα αν χωρισε η Ερμιονη με τον Βασιλη;
Αν ο Ορεστης δεν γινοταν ποτέ καλυτερα; Αν η Κυβελη τα παρατουσε;
Δεν θα εχανε ποτέ τις δυο κολλητες της, αυτο το ηξερε σιγουρα.
Αλλα η παρεα; Θα γινοταν σκονη.
Την εθλιβε αυτο.
------------------------------------------------------
Η Κυβελη γυρισε στο σπιτι της 2 το μεσημερι, αυπνη και κουρασμενη απο τις συζητησεις και επειτα τον μαραθωνιο ταινιων, που καθε αλλο παρα παρακολουθησαν αφου η Ερμιονη δεν σταματουσε να μιλαει.
Το καταλαβαινε, το διλημμα αναμεσα στον ερωτα και το ονειρο της καριερας.
Μπαινοντας στην σχολη που μπηκαν και φτανοντας αισιως μεχρι το πτυχιο αυτο προϋπεθετε, την φιλοδοξια, την επιθυμια της επιτυχιας, την ματαιοδοξια οτι το κυρος θα σε γεμισει. Και οταν χτιζεις ενα ονειρο εκεινος που εξαιτιας του θα το διαλυσεις αποκτα περιεργη θεση στο μυαλο σου.
Ανοιξε την πορτα και βρηκε τον Ορεστη στον καναπε. Αναμεσα του ηταν πολλα δερματινα τετραδια, αλλα εμοιαζαν πιο καινουργια, ενω αλλα παλια και φθαρμενα απο την χρηση, με τις σελιδες φουσκωμενες και το δεσιμο προχειρο.Δεν σηκωσε το βλεμμα απο το χαρτι, πρωτη φορα τον εβλεπε τοσο προσηλωμενο.
''Της Ιασμης;'' ρωτησε βγαζοντας τα παπουτσια και το μπουφαν της.
''Πηγα απο το σπιτι της το πρωι, ειναι τα ημερολογια της, τα ειχε κρυμμενα στο κατω κατω συρταρι. Ειμαι στην δευτερα γυμνασιου.''
Εγνεψε θετικα αν και δεν θα το εβλεπε.
''Πως ειναι η Ερμιονη;'' ρωτησε διχως να την κοιτα.
Εβγαλε το κασκολ της και ξεφυσηξε καθως προχωρησε προς τον καναπε που εκεινος καθοταν.
"Χαλια, αλλα...δεν ξερω μου φαινεται πολυ μπερδεμενη, σαν ποτέ αλλοτε.'' καθισε στο πλαι και ανεβασε τα ποδια κοντρα στο στηθος της για να τον κοιταζει.
Εκεινος σηκωσε το βλεμμα του.
''Δεν ηταν και λιγο αυτο που της εκανε.'' μουρμουρισε και η κοπελα διεκρινε την ειρωνια στην φωνη του.
"Δηλαδη εσυ το βρισκεις ρεαλιστικο; Να παντρευτουν;'' τον ρωτησε και τον ειδε να προσπαθει με μανια να συγκεντρωθει στο τετραδιο.
Ειδε ημερομηνια πανω δεξια και επιβεβαιωθηκε ενας νεος φοβος.
Κρατουσε μεχρι το τελος ημερολογιο;
''Ε;'' ηταν σαν να μην ειχε μιλησει καθολου.
Σιγα μην με αφησει να τα διαβασω.
''Ορεστη, σου μιλαω.'' εκνευριζοταν.
Αυτο φανηκε να τον εκνευριζει εξισου. Εκλεισε με κροτο το ημερολογιο και το ακουμπησε διπλα του, στην στιβα με τα υπολοιπα.
''Σε ακουω.'' απαντησε με υφος.
''Αα οχι ετσι...ετσι δεν μιλαω.''εκανε να σηκωθει μα την επιασε απο τον καρπο τραβωντας την κατω και διπλα του.
''Ασε με.'' επεμεινε.
Ο Ορεστης την κοιτα στον προσωπο εξεταστικα, σαν κατι να παρατηρει.
''Νυσταζεις και κανεις σαν μωρο.'' την επιπλητει, και σαν της το λεει, οντως νυσταζει.
Δεν ξερει τι να του πει, νιωθει παιδακι μερικες φορες. Αλλα ειναι τοσο μεγαλη η αναγκη της για την προσοχη και την τρυφεροτητα του, που απλα της βγαινει οπως να ναι.
''Εχεις την προσοχη μου, πες μου.'' της δινει κινητρο.
''Δεν ειναι κατι σημαντικο, απλα αυτο...δεν ξερω τι να την συμβουλευσω.'' κατεβαζει το βλεμμα απο το δικο του, που σαν να εκπεμπει υπερβολικη ισχυ, δεν μπορει να τον κοιταξει στα ματια.
''Η Ερμιονη δεν ηθελε δεσμευση;'' ρωταει ρητορικα.
"Οχι τετοια δεσμευση!" αναφωνησε εκεινη για να την υπερασπιστει.
"Ας το προσδιοριζε τοτε.'' ανασηκωσε τους ωμους, σαν να του φαινοταν λιγο αυτο που συνεβαινε.
"Μιλησατε με τον Βασιλη;''
''Ηρθε απο εδω για καφε το πρωι.''
Της φανηκε πολυ θετικο το οτι συμμετειχε στο δραμα των υπολοιπων, θα ξεχνουσε λιγο το δικο του.
"Και τι ειπε;''
''Τι να πει;''
"Για την κατασταση;''
Εκνευριστηκε.
''Αφου ξερεις τι ειπε."
"Για να σε ρωταω δεν ξερω.''
Ενταξει αυτο ηταν ψεμα. Ηξερε ακριβως τι ειχε πει ο Βασιλης, αλλα ηθελε να το ακουσει απο τον Ορεστη.
''Μεταξυ μας Ορεστη, ξερουμε και οι δυο οτι το εκανε επιτηδες, απλα για την πειθαναγκασει να μεινει εδω.''
Ο βιολιστης δεν το αρνηθηκε. Έμοιαζε απαθής καθώς διαβαζε, σαν να προσπαθούσε να αγνοήσει τη φωνή της.
''Και που ειναι το κακο σε αυτο;''
Σοβαρα τωρα;
''Που ειναι το κακο σε αυτο;''
''Αν λειτουργει για εκεινους.'' ανασηκωσε τους ωμους και γυρισε στο τετραδιο του, σαν να μην ειχε ειπωθει ποτέ αυτη η συζητηση.
Τον εκαψε με το βλεμμα της, μα δεν εμοιαζε να τον νοιαζει. Το προσωπο και τα χερια του ειχαν καπως επουλωθει απο τα τραυματα των τελευταιων ημερων. Αυτο την ανακουφισε καπως.
''Δεν ειναι υγιες.'' δηλωσε.
''Εσυ δεν εισαι που λες οτι οι σχεσεις χτιζονται πανω σε αμοιβαιες υποχωρησεις;''
Της αρεσε που το θυμοταν.
"Και που ακριβως υποχωρει ο Βασιλης σε αυτο;''
''Ο Βασιλης την παντρευεται.''
''Α δηλαδη αυτο ειναι υποχωρηση, αναγκαστηκε!" δεν ξερει γιατι εκνευριζεται, ισως γιατι δεν της αρεσει να βλεπει τον Ορεστη να ταυτιζεται τοσο.
"Και επισης, που ξερει ο Βασιλης οτι η Ερμιονη το θελει; 24 χρονων ειναι! ''
''Δεν μας αφορα Κυβελη, ειμαστε μια παρεα, αλλα δεν μας αφορα.'' την βαζει στην θεση της, με το βλεμμα προσηλωμενο ακομα στις λεξεις.
''Ουαου.''
Δεν ησουν ετσι. Θελει να του πει.
''Ειδες κανεναν να ερχεται εδω να κραταει τις ισορροπιες αναμεσα μας; ''
"Οχι γιατι δεν τους αφησες-''
''Υπαρχουν ορια Κυβελη, ορια που προστατευουν την ιδιωτικοτητα της παρεας απο τους εξω, ορια που προστατευουν εμας απο την παρεα, και ορια που προστατευουν τον εναν απο τον αλλον. Αν εσυ ανοιγεις τα ορια αυτα, τοτε παυουμε να εχουμε σχεση, και εισχωρουν τριτοι και τεταρτοι.''
''Δεν μου αρεσει αυτο.''
''Λοιπον ειναι η αληθεια.''
Το σαγονι του σφιγμενο. Η υπομονη του τελειωνει, και σχεδιαζει να τον σπρωξει πιο περα.
Μενει για λιγο σιωπηλη.
"Αν εγω αποφασισω μετα τον Ιουλιο να κανω αλλου μεταπτυχιακο;''
Βλέπει το πρόσωπο του να σκληραίνει. Αναθεμα την μέρα που θα σε αφήσω να φύγεις μακριά μου.
Το σκεφτεται λιγο. ''Που σκεφτεσαι;'' την ρωτα ψύχραιμα.
"Υποθετικα μιλαω.''
Αρχίσαμε
"Τοτε δεν τιθεται θεμα να συζητησουμε.'' λήγει την συζήτηση με άνεση.
''Θελω να ξερω.''
''Δεν μπορω να σου πω τι θα εκανα για την υποθετικη σου αποφαση, εχουμε αρκετα μη υποθετικα προβληματα για να συζηταμε τα υποθετικα.''
Γυρίζει σελίδα στο τετράδιο.
''Δηλαδη δεν το εχεις σκεφτει ποτέ;'' τον ρωτάει
"Ποτε αφοτου δεχτηκες το μεταπτυχιακο στο Αμστερνταμ.''
''Κι εσυ τι υποχωρηση κανεις;''
''Εγω θα δουλευω για να διαβαζεις ανετα.'' η απαντηση του την επιασε απροετοιμαστη.
Ο Ορεστης ποτε δεν ειχε μιλησει μαζι της ανοιχτα για να οικονομικα. Αρνειτο πεισματικα να παρει ο,τι χρηματα του εδινε και την αφηνε απλα να πληρωνει το σουπερ μαρκετ επιλεκτικα.
Γελασε ειρωνικα.
"Πιστευεις οτι ο πατερας μου θα δεχτει να μου πληρωνεις το οτιδηποτε;''
''Οχι, ειμαι σιγουρος οτι δεν θα δεχτει, οπως δεν δεχεται και τωρα γι αυτο και δεν διατιθεμαι να ανοιξω συζητηση, απλα θα κανω ο,τι θελω και τελος.''
Παντα ηξερε οτι σε αυτο το θεμα ηταν ανενδοτος αλλα ποτέ ετσι.
Χειροκροτησε ειρωνικα
''Ωραια υποχωρηση Ορεστη μπραβο.''
Η συζητηση αναβει οποτε κλείνει και αφηνει το τετραδιο πιο κει.
''Γιατι πρεπει να υποχωρουν και οι δυο; Αφου με την υποχωρηση του ενος κανουμε την δουλεια μας.''
Τα μάτια του πετούν σπίθες. Εκνευρίζεται. Υπό άλλες συνθήκες δεν θα τον αγγιζε καν η συζήτηση.
''Γιατι δεν γινεται ο ενας να φτανει απο το ενα ακρο στην μεση και αλλος να παραμενει στο αλλο ακρο, ναι ειναι πιο κοντα, αλλα δεν λειτουργει ετσι.''
''Θες να παντρευτουμε; Εκει καταληγει η συζητηση;'' το βλεμμα του ειναι καπως αγριεμενο καθως επιτελους της κανει την τιμη να γυρισει προς το μερος της.
''Θεε μου οχι!" αναφωνει πιο γρηγορα απο οτι ηθελε.
"Τοτε;''
''Απλα πιστευω οτι εσυ δεν υποχωρεις καπου.''
Θελει να της φωναξει οτι εκεινος τωρα ειναι εδω γιατι υποχωρησε πολυ, αλλα δεν το κανει.
''Τοτε γιατι υποχωρεις εσυ;''
''Υποχωρω γιατι ειδαλλως δεν θα ειμαστε μαζι.''
''Τοτε γιατι γκρινιαζεις για αυτο; Επιλογη σου δεν ηταν;''
Θεε μου ειναι απαραδεκτος!
''Και αν αλλαξω γνωμη;''
Στην πραγματικοτητα το μονο που θελει ειναι ο Ορεστης να της πει ευχαριστω.
Να την πιασει απο τους ωμους, οπως παλια, και να την αναγκασει σχεδον να ξαπλωσουν μαζι, να κανουν εναν απιστευτο μεσημεριανο υπνο, και να ξυπνησουν νωρις το απογευμα, να μπουν μαζι κατω απο το ντουζ και να ξυπνησουν για τα καλα.
Περασμενα μεγαλεια, σκεφτηκε με πικρια.
''Αλλαξες γνωμη;''
Δεν απανταει, αυτο τοποθετει στα χειλη του ενα αυταρεσκο μειδιαμα.
''Και ποσο καιρο κραταει η συμβαση σου;'' ρωταει.
''Εγω επιλεγω να τις κανω εξαμηνες. Αυτοι με θελουν και για παντα, δεν θα τους χαλασει.''
''Τοτε γιατι δεν μενεις σε μια ορχηστρα για παντα;''
Δεν του αρεσει ο ανακριτικος της τονος. ''Θα αναλυσουμε τον χωρο της κλασσικης μουσικης;''
''Και εγω τελειωνω με το μεταπτυχιακο μου στον ενα χρονο.''
''Σωστα.''
''Και θες να μεινεις παραπανω.'' την διακοπτει.
''Κυβελη που ξερεις τι θα γινει σε εναν χρονο;''
''Α ωραια.Τελεια. '' γυριζει απο την αλλη και σηκωνεται ορθια. Κανει να φυγει.
''Ενα χρονο σχεδον πριν, δεν με ηξερες καν, και τωρα νευριαζεις που δεν σου λεω ακριβως τι θα ειμαστε σε εναν χρονο, ειναι παραλογο.'' δεν αφηνει τιποτα να πεσει κατω αυτη τη φορα.
Η Κυβελη δεν μπορει να τον κοιταζει.
''Καλως.'' γυριζει απο την αλλη.
''Κυβελη;''
Δεν γυριζει προς το μερος του. Ομως κοντοστεκεται με το βλεμμα να καιει τον τις μεγαλες βιβλιοθηκες πισω απο την τραπεζαρια.
''Τι;''
''Πεσε κοιμησου και θα μιλησουμε μετα, ηρεμα.'' της υποσχεται.
Δικηγορινα Ορεστη...οχι Κυβελη. Για σενα δεν ημουν ποτέ απλα η Κυβελη.
------------------------------------------------------
''Κυβελη;'' αυτο το εφιαλτικο ονομα, το δικο της, την βγαζει απο τον ληθαργο του αναγκαιου της υπνου.
Πεταριζει τις βλεφαριδες και βλεπει εξω τον ουρανο να σκοτεινιαζει. Ο Ορεστης εχει καθισει στο κενο που εχει αφησει οπως ειναι ξαπλωμενη. Φοραει το αγαπημενο της γκρι επωνυμο φουτερ και μια κλασσικη φορμα με τρεις λευκες ριγες στο πλαι. Φαινεται τερμα χαλαρος.
Τεντωνεται και χασμουριεται γυριζοντας προς το μερος του.
''Τι ωρα ειναι;'' τον ρωταει με βραχνη φωνη.
''5 και 10. Ειναι εδω οι γονεις μου και ο Ιακωβος.'' την ενημερωνει.
Εκεινη τριβει το προσωπο της για να ξυπνησει, νομιζει οτι ακομα κοιμαται.
''Τι φαση; Γιατι;'' αναρωτιεται καθως ανακαθεται στο κρεβατι.
''Νομιζω ηρθαν για να μου κανουν σκηνη για το χθεσινο περιστατικο, και ο Ιακωβος δεν εχω ιδεα.''Γνεφει.
''Θες να μεινω εδω; Να σας αφησω λιγο χωρο;'' τον ρωταει θελοντας να προλαβει τις μεγαλες του παυσεις πριν της το πει- οσο πιο ευγενικα μπορει.
Βλεπει τον Ορεστη να κανει την κινηση να περασει το χερι του μεσα απο τα μαλλια του, κατι που κανει συνηθως οταν σκεφτεται. Συνειδητοποιει οτι δεν υπαρχει τιποτα εκει, και απλα χαιδευει κοντρα την κοντοκουρεμενη τριχα.
''Θελω να εισαι κι εσυ για να παω.'' της δηλωνει, δηλωση που κανει την καρδια της να φουσκωσει απο περηφανια.
''Εσυ δεν ελεγες για ορια πριν;'' του υπενθυμιζει. Την βροντοχτυπα με ενα βλεμμα φωτια.
Οχι που θα το αφηνε να πεσει κατω...
Τον βλεπει να σφιγγει τα δοντια, να ξεροκαταπινει.
''Σε εσενα δεν εχω βαλει ορια.''
Σηκωνεται ορθιος και κινειται προς την πορτα. Ο σκυλος σηκωνεται απο το μαξιλαρακι του και τον ακολουθει.
"Σου εκανα καφε, οποτε εχεις την καλοσυνη ελα μεσα.'' σαρκαζει, τιμωρωντας την με τον ψυχρο τονο που απεχθανοταν. Ο Ορεστης το μισουσε και το απολαμβανε ταυτοχρονα οταν τον στριμωχνε η Κυβελη.
''Αναθεμα σε δ..'' βλαστημα κατω απο την ανασα του, μα η φραση του εμεινε μετεωρη.
Δικηγορινα.
Ποσος καιρος ειχε περασει;
---------------------------------------------
Το κλιμα ηταν τεταμενο. Η κυρια Νεφελη κουνουσε το ποδι πανω κατω. Εμοιαζε εξαλλη και αγχωμενη. Ο Πετρος αγανακτισμενος που εκεινη η χρονια δεν ελεγε να τους δωσει διαλειμμα κοιτούσε το κενό σκεπτόμενος τον πιο αναίμακτο τρόπο για να τελειώσει όλο αυτό.
Η Κυβελη βγηκε στο σαλονι πεντε λεπτα αργοτερα, φορωντας ενα φουτερ του Ορεστη απο πανω, και με μια κουπα αχνιστο καφε στο χερι.
"Γεια σας!'' χαιρετησε ευγενικα και σταθηκε απο πανω τους
''Σας εφερε ο Ορεστης νερο; Καφε; Χυμο; Κατι;''
Η γυναικα της χαμογελασε σφιγμενα.
''Σε ευχαριστουμε κοριτσι μου, αλλα δεν θέλουμε. Εχουμε ερθει εδω γιατι ο Ιακωβος εχει να πει κατι στον Ορεστη.''
Και η θερμοκρασια χαμηλωνει αποτομα. Η κοπελα κοιταζει τον Ορεστη που σμιγει τα φρυδια μπερδεμενος. Καθεται στην πολυθρονα διπλα του.
''Τι εγινε ρε;'' ρωταει τον αδελφο του και τοτε η Κυβελη παρατηρει οτι ο Ιακωβος μοιαζει ανησυχος, ενοχικος σχεδον. Καμια σχεση με το σκληρο προσωπειο που παρουσιαζε παντα. Η καρδια της κλωτσησε περιεργα.
Παίρνει βαθιά ανάσα και μπαίνει απευθειας στο θεμα.
''Οταν εφυγες, θυμασαι τι μου ειπες;'' τον ρωταει με νοημα, σαν να ειναι κατι αναμεσα τους.
Ο βιολιστης δεν καταλαβαινε αυτη την αοριστια.
''Για Κονεκτικατ.'' επεξηγει
Ο Ορεστης σκεφτεται για λιγο μα τα παραταει.
''Εχουν περασει χρονια και δεν-''
"Για την Ιασμη, θυμασαι τι μου ειχες πει για την Ιασμη;'' μοιαζει ηδη να χανει την υπομονη του, σαν να θελει να το πει να το βγαλει απο μεσα του.
''Ναι.'' βλεπει το αγορι της να κραταει την ανασα του.
''Το ξερω οτι εκανε εκτρωση Ιακωβε, το εμαθα αργοτερα βεβαια, δυο χρονια μετα σχεδον.'' προαλαβαινει τον αδελφο του, νομιζοντας οτι περι τινος επροκειτο.
''Μου εδωσες 300 ευρω, εκεινα απο την συναυλια στην Θεσσαλονικη, και μου ειπες να φροντισω αν χρειαστει να παει παλι στον γιατρο, ακομα κι οταν σου ειπε οτι δεν ειναι εγκυος.'' Ο αδελφος του καθως τα λεει αυτα μοιαζει περηφανος.
Ο Ορεστης σκοτεινιαζει λιγο.
''Θυμαμαι.''
''Πρεπει να στο πω, πριν το διαβασεις εκει μεσα.'' αναφερεται την στιβα απο ημερολογια που ο βιολιστης δεν μπηκε στον κοπο να κρυψει.
''Οταν σου ανακοινωσε οτι εκανε αμβλωση τι σου ειπε;''
Ο Ορεστης ομως δεν ηταν ιδιος με προτερα. ''Ρε φιλε μου ειπε πολλα! Που θες να καταληξεις;'' εδειχνε να τον βασανιζει η αναφορα σε εκεινη. Η Κυβελη ξεροβηξε και εκανε νοημα στον Ιακωβο να επισπευσει την διαδικασια.
''Ημουν εκει οταν εμαθες οτι μαλλον ειναι εγκυος. Ησασταν ποσο; 17 χρονων; Λιγο αφοτου αρχισες το δευτερο χρονο του μεταπτυχιακου.'' πολυλογει, κακο σημαδι.
Η Νεφελη κοιταζει το πατωμα και ειναι στην τσιτα, οπως οταν ξερεις οτι μια βομβα επροκειρο να σκασει απο στιγμη σε στιγμη.
''Θες να μου πεις κατι αλλο περα απο οσα ηδη ξερω;'' Ο Ορεστης δεν αντεχει.
'' Δυο μερες αργοτερα πηγα ο ιδιος σπιτι της και την επιασα να της μιλησω, ηξερα οτι ηταν σιγουρα εγκυος,δεν ειχε αλλο λογο να αργησει να επικοινωνησει και φυσικα ειχα δικιο.'' κοιταζει τον αδελφο του στα ματια και παιρνει ανασα
'' Ορεστη εγω της ειπα να το ριξει. Εκεινη δεν ηθελε καθολου. Αλλα την επεισα, και τι δεν της ειπα, οτι δεν το θες κατα βαθος, οτι θα σας διαλυσει, και οτι θα σου καταστρεψει τη ζωη, οποτε αν θελει ενα μελλον μαζι σου καλα θα κανει να το ξεφορτωθει.
Πήγαμε μαζί να κάνει την έκτρωση δυο μερες αφότου έφυγες για Κονέκτικατ." ειπε με μια ανασα.
Η σιγη εκανε γδουπο οταν επεσε αναμεσα τους.
Η Κυβελη σχεδον αστραπιαια γυρισε προς το μερος του βιολιστη που κοιτουσε ακομα τον αδελφο του σαν να μην εχει ακουσει λεξη απο οσα ειπε.
Τα μάτια του με κάθε λέξη που επεξεργαζοταν ολοένα και πιο πολύ σκοτεινιαζαν.
Νομιζε οτι ακουσε λαθος.''Τι ειπες;''
O Ιακωβος ξεροκαταπιε και για πρωτη φορα εμοιαζε εντρομος.
''Εγω πηγα-''
Πεταχτηκε ορθιος απο τον την πολυθρόνα και σαν αγριμι εκανε να του επιτεθει. Κυριολεκτικα ήθελε να χιμηξει στον αδελφο του και μετα; Χαμος.
Ο Πετρος τον επιασε απο τους ωμους και τον εσπρωξε πισω.
''ΑΣΕ ΜΕ ! ΑΣΕ ΜΕ ΕΙΠΑ!''
Η Νεφελη σταθηκε μπροστα στον Ιακωβο. Η Κυβελη πεταχτηκε ορθια μα δεν ηξερε τι να κανει.
"Ορεστη-'' εκανε να του μιλησει αλλα ηταν τυφλωμενος, φορουσε παρωπιδες και μπορουσε να διακρινει τα ματια του να μαυριζουν κι άλλο.
''ΘΑ ΣΕ ΔΙΑΛΥΣΩ ΑΛΗΘΕΙΑ!!'' Παλευει με νυχια και με δοντια να ξεφυγει απο τον πατερα του. Η κοπελα φοβαται να εμπλακει.
''Ορεστη δεν καταλαβαινεις! Ηθελε να το κρατησει! Θα το εκανε!" ο Ιακωβος θεωρει το επιχειρημα του ακλονητο.
''ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ; ΠΑΡΑΝΟΜΟ!!ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΎ'' του ουρλιαζει και εχει κοκκινισει ολοκληρος.
Οι φλεβες εξεχουν στον λαιμο του και ο τενωντας της κατω γναθου του τρεμει. Ολοκληρος τρεμει.
"Και να το κρατούσε ;" Ο Ιάκωβος προσπαθεί να ακουστεί πάνω από τις φωνές.
''Ας το κρατουσε τοτε! Εσενα τι σε νοιαζει; Εσυ θα της το μεγαλωνες ρε μαλακα; Το παιδι ΜΟΥ; '' οι φωνες του ακουγονται σε ολο το σπιτι και πανω απο τον ωμο του πατερα του προσπαθει να τον χτυπησει.
Το παιδί μου . Η Κυβέλη ανασαίνει μέσα στο χάος κοφτά
''Οχι εγώ!Εσυ! Θα γυρνουσες ΕΣΥ απο το Yale να το μεγαλωσεις, και ολη σου η ζωη θα εμενε εκει! Γιατι αν πιστευεις οτι εκεινη ηταν ικανη να σε στηριξει, κανεις λαθος!'' τώρα φωνάζει και ο Ιάκωβος.
Εχει πονοκεφαλο. Το κεφαλι του χτυπαει σαν να εχει ενα χαλασμενο ρολοι. Τα βλεπει ολα κοκκινα.
Θελει να τον πονεσει. Να τον χτυπησει μεχρι να ματωσει και να τον πεταξει κατω.
''Μου ειπαν να το ριξω...'' ακουει την φωνη της απο τοτε, πριν χρονια.
Οι φωνες, για χρονια νομιζε οι φωνες της το ειχαν πει, κι ομως ηταν τοσο λαθος!
Ο ιδιος του ο αδελφος!
''Ειπε οτι ακουσε φωνες. Οτι οι φωνες της το ειπαν.'' μουρμουριζει ανασαινοντας βαθια.
Τα κομματια στο μυαλο του ενωθηκαν.
''Ορεστη δεν καταλαβαινεις...'' προσπαθει να του εξηγησει. ''Ηταν αρρωστη! Εκτος ελεγχου!''
Και θυμώνει πάλι. Ο πατέρας του μετά βίας τον κρατάει σταθερό.
''Τι της ειπες.'' γρυλιζει.
''Εγω για το καλο σου-''
''ΤΙ ΤΗΣ ΕΙΠΕΣ;'' σχεδον βρυγχαται. Η Κυβελη τιναζεται.
''ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ !!'' ο Ιακωβος χανει την υπομονη του.
''Οτι ησασταν 17 χορονων! ''
''Ενω εσυ;Τι ηξερες εσυ;'' ειναι λυσσασμενος, το βλεμμα του αιμοβορο, εκδικητικο, αποκοσμο.
''ΗΞΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΖΩΗ! ΠΟΣΟ ΜΑΛΛΟΝ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ ΠΑΙΔΙ!''
''Τοτε ηταν καλα!'' σχεδον πηγε να του επιτεθει παλι.
''Οχι Ορεστη...δεν ηταν...χρονια πριν αρχισε, απλα δεν φαινοταν!'' ο πατερας του επεμβαινει. Ο Ορεστης δεν περιμενει τετοια συμμαχια. Πισωπαταει.
''Οχι και δεν φαινοταν!'' Ο Ιακωβος διακοπτει και κοιταζει τον Ορεστη βλοσυρα''Εσυ δεν το ειδες ποτέ, ησουν τυλφωμενος ! Τοσο τυφλωμενος και κουφος που ουτε οταν σου ειπε οτι δεν νιωθει καλα δεν το καταλαβες, δεν ηθελες να το πιστεψεις!''
''Παιδια παιδια! Μην αρχιζετε παλι!'' η Νεφελη επεμβαινει και μπαινει και η ιδια αναμεσα τους.
''Εσεις το ξερατε; '' στο γαλαζιο και το πρασινο βραζει ενα μισος ετοιμο να εξαπολυθει σε καθε μερια του χωρου.
Η Κυβελη τρεμει.
''Οχι φυσικα αγορι μου, δεν ειχαμε ιδεα.'' ο Πετρος του απανταει θιγμενος σχεδον.
''Δεν το εκανα αυταρχικα Ορεστη, ουτε για να ελεγξω την ζωη σου, δεν ειχα ποτέ τιποτα εναντιον αυτης της κοπελας, ομως η ανισορροπια της θα σας πληγωνε και τους δυο πολυ.'' ριχνει τους τονους και εμφανως πιο ηρεμος προσπαθει να του εξηγησει. Κανει μια παυση. ''Και τους τρεις βασικα, γιατι αν αν δεν ειχα επεμβε, τωρα θα ηταν 8 ετων.''
Η Κυβελη ζαλιστηκε στην σκεψη. Ο Ορεστης θα ειχε ενα παιδι στην ηλικια της ετεροθαλους της αδελφης;
Στο μυαλο της ηρθε η Ελσα, με τα ματια του πατερα της και τα μαλλια της Σοφιας, με το ιδιο σημαδι εκ γενετης που ειχε ο Δημητρης κατω απο το χερι. Επεισε τον εαυτο της.
Οχι αλλη παρανοια Θεε μου...
Ο Ορέστης αποδεσμεύεται από το κράτημα το πατέρα του και τους γυρίζει την πλάτη. Κοιτάει οπουδήποτε αλλού εκτός από αυτούς.
Η κοπέλα τον βλέπει να τρέμει και αναρωτιέταο για πόσο ακόμα θα μπορεί να κρατηθεί.
Μοιάζει με λύσσα αυτό που πάλλεται στην κάτω γνάθο του. Αναπνέει γρήγορα και βαθιά διχως να ηρεμεί.
Αξαφνα δίνει μια κλωτσιά στο κοντο τραπεζάκι του σαλονιού και το αναποδογυρίζει κάνοντας δυνατό κρότο, σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει λίγη από την οργή του.
Σχεδόν μέσα από τα δόντια του ουρλιάζει.
"Φύγετε. " Διατάζει δίχως καν να γυρίσει την πλάτη να τους κοιτάξει.
"Ορέστη μου ..." Η Νεφέλη κάνει να κινηθεί προς το μέρος του.
Ο Πέτρος σοφά την κρατάει πίσω.
Κάνει νόημα στον Ιάκωβο να φύγει πρώτος.
"Φύγετε πριν τα διαλύσω όλα εδώ μεσα." Η φωνή του ακούγεται υπόκωφη και η Κυβέλη αναρωτιέται τι να πρωτοσωσει.
Ο αδελφός του την κοιτάει ανήσυχος.
"Θα μείνεις εδώ;" Την ρωτάει σαν μια έμμεση παράκληση να πάει μαζί τους.
Της φάνηκε αστείο.
"Που αλλού; "
Η Κυβέλη δεν φοβόταν ούτε στιγμή ότι ο Ορέστης μπορούσε να την βλάψει. Πιο πολύ την τρομαζε το ότι αν αυτό ποτέ γινόταν θα τον αγαπούσε το ίδιο.
Τους διωχνει κακην κακως απο το σπιτι. Και ειναι εξαλλος, βηματιζει πανω κατω, σαν μαινομενος ταυρος σε υαλοπωλειο. Η Κυβελη δεν τολμαει να κουνηθει, δεν ξερει καν τι να κανει για να τον ηρεμησει. Να τον αφήσει να γκρεμισει το σπίτι;
Οι αρθρωσεις του ειχαν ασπρισει ετσι οπως εσφιγγε τα χερια του. Επρεπε να τον καθησυχασει, να τον ηρεμησει με καποιο τροπο που ακομη δεν ειχε ανακαλυψει.
Ελα Κυβελη, ο Ορεστης ειναι απλα.
Μια ώρα αργότερα ειναι στο μπαλκονι και καπνιζει, κρατιεται απο το καγκελο και σφιγγει δυνατα. Ξερει οτι θελει να χτυπησει κατι δυνατα.
Χρειαζεται χωρο, της υπενθυμιζει ενα μερος του εαυτου της.
Ω φτανει πια με τον προσωπικο χωρο! Αναφωνει και κινειται προς το μπαλκονι.
Ανοιγει την μπαλκονοπορτα και στεκεται για λιγο εκει.
''Γεια σου αγνωστε.'' αστειευεται, μα δεν εκτιμαται, καθως ο Ορεστης συνεχιζει να καπνιζει και να κοιταζει το κενο.
Βγαινει εξω κλεινοντας το τζάμι πισω της και τον πλησιαζει. Βρισκεται πισω του και αμφιταλλαντευεται για το αν πρεπει να κατσει διπλα του ή οχι.
Αποκτα λιγη τολμη και κολλαει πισω του, τυλιγει τα χερια της γυρω του και τα ακουμπαει στο καγκελο, διπλα στο δικο του.
Τον νιωθει που πετρωνει ολοκληρος, σαν να μην θελει την στενη επαφη εκεινη την στιγμη.
''Κυβελη δεν ειναι καλα τα νευρα μου αυτη τη στιγμη. Δεν θελω να ξεσπασω πανω σου.'' μουρμουριζει μεσα απο σφιγμενα δοντια.
Πιεζει κι αλλο τον εαυτο της πανω του, σαν μια αγκαλια να μπορει να κολλησει ολα του τα σπασμενα κομματια.
Τα χερια της δενουν γυρω απο την μεση του και δεν τον αφηνει.
''Ειμαι εδω, και δεν παω πουθενα. ''
Νιωθει την καρδια του να χτυπαει δυνατα.
Καθώς τα δευτερόλεπτα περνούν τον νιώθει να ηρεμει στο κράτημα του. Οι ώμοι του χαλαρώνουν και οι μύες της πλάτης του μαλακώνουν.
Αφήνεται στο άγγιγμα της και η Κυβέλη πανηγυρίζει στην μικρή της νίκη.
Το χερι του, εκεινο που πριν επνιγε το καγκελο, το ακουμπα τα δικα της και μενει εκει, κανοντας την καρδια της να χτυπησει δυνατα πανω στην πλατη του. Ειχε αναγκη αυτη τη θερμη που αναδυοταν απο το κορμι του να την τυλιξει.
Σε ανυποπτο χρονο την τραβηξε απο τα χερια και την εφερε μπροστα του, αναμεσα σε εκεινον και τα καγκελα. Ηταν στηθος με στηθος και η κοπελα ενιωσε το δεος του να τον κοιτα μεσα στο σκοταδι του απογευματος.
Προσπαθησε να τον αποκωδικοποιησει, μα ηταν αδυνατον. Κατι σκεφτοταν τοσο εντονα, που σχεδον την πονουσε να μαθει.
Επιτελους κατεβασε το βλεμμα του πανω της. Τα ματια του γυαλιζαν, ειχαν σκουρυνει επικινδυνα πολυ. Δεν αντεξε την ενταση, κοιταξε αλλου.
''Κοιτα με Κυβελη.'' διεταξε, μα η κοπελα δεν αντεχε να δει το πληγωμενο του υφος, θα εκλαιγε.
Την επιασε απο το σαγονι και την γυρισε απαλα προς το μερος του. Την κρατησε σταθερη ετσι ωστε να τον κοιτα.
''Θελω να μου υποσχεθεις οτι δεν θα μου πεις ποτέ ψεματα.''
Τα χειλη του σχηματιζουν τις λεξεις κοφτα και βασανιστικα ομορφα. Εισπνεει με καθε ανασα του.
Γνεφει θετικα. Δεν σκοπευε ποτέ να του κρυψει κατι.
''Ποτέ.''του υποσχεται.
Ο Ορεστης την κοιτα. Μια πορτοκαλοκοκκινη τουφα πεφτει μεσα στα ματια της. Εκεινη ενοχλειται και την φυσαει οσο το κρατημα του στο σαγονι της της επιτρεπει.
Μεσα του κατι λιωνει. Τι το τοσο καλο ειχε κανει για να την αξιζει;
Επικεντρωνει το βλεμμα του παλι στα ματια της κοκκινομαλλας νεραϊδας και προσπαθει να της πει το οτιδηποτε. Μα δεν βρισκει τις λεξεις.
Εκεινη το καταλαβαινει και τυλιγει τα χερια της γυρω απο την μεση του, κολλαει παλι πανω του, ακουμπα το σαγονι της στο στερνο του και τον κοιτα τρυφερα. Η καρδια του παλλεται στο ονομα της.
Διχως να το καταλαβει της χαιδευει τα μαλλια με το χερι που δεν εχει το ξεχασμενο του τσιγαρο.
''Εισαι η μονη που εμπιστευομαι αυτη τη στιγμη απολυτα, η μονη.'' της δηλωνει και τα ματια του τσουζουν στην αληθεια.
Ουτε καν τον εαυτο μου.
''Μην με προδώσεις Κυβελακι...σε παρακαλω.'' ψιθυριζει βραχνα και η λεξη φευγει ασυναισθητα.
Η κοπελα χαμογελαει και βουρκωνει.
Κυβελακι.
''Ποτέ.'' του υποσχεται και τεντωνεται για να τον φιλησει. Τα χειλη του ειναι μαλακά, ζεστα και εχουν γευση καπνου, την ζαλιζουν, μα βαθαινει το φιλι του πεινασμενα.
Τυλιγει τα χερια του γυρω της και την αγκαλιαζει, επιτελους, σφιχτα!
Μεσα της πανηγυριζει και κλαιει. Μα δεν σταματαει, δεν τον αφηνει να την αφησει.
Ποτέ.
Η νεαρος στο απεναντι μπαλκονι τους κοιτα, καθως καπνιζει και εν αγνοια του τους ζηλευει.
------------------------------------------------------------
2 :05 το πρωι. Ιδια μερα. (Ξημερωματα 11ης Ιανουαριου)
Μετα το τριτο ποτο νιωθει καλυτερα, η ωρα εχει παει 2 και στελνει στην Κυβελη οτι θα γυρισει τον πρωι, να μην τον περιμενει.
Αφηνει το κινητο του σε μια γωνια και καθεται καλυτερα στον καναπε.
Οσοι απο την ορχηστρα ηταν στην ηλικια του, οι 5 -6 αυτοι δηλαδη, ηταν ολοι πολυ παρομοιοι με τον ιδιο και ειχαν ταιριαξει απο την πρωτη στιγμη, ολοι με σπουδες ή καποιο μεταπτυχιακο εξωτερικου και σιγουρα ενα μυαλο πολυ πιο ανοιχτο απο οσα ειχε συνηθισει.
Ηταν τα γενεθλια της Ρανιας, και δεν γινοταν να μην παραστει, αλλωστε του ειχε υποσχεθει οτι ηταν χαλαρη συγκεντρωση 6 ατομων.
''Βερολινο.Σιγουρα.'' η Ρανια ηπιε αλλη μια γουλια απο την μπιρα της.
''Τρε μπαναλ.'' η Ζωζη - ή Γεωργια οπως την φωναζε η μητερα της- μορφασε.
''Εγω Παρισι. Να συναντησω παλι τον Paul...'' κοιταξε το κενο ονειροπαρμενα και ολοι γελασαν.
''Κοριτσια νομιζω ο Ορεστης θα συμφωνησει μαζι μου.'' Ο Γιωργος ειχε πιει το πεμπτο του ποτο και ηταν σε κατασταση ληθαργου.
Ο βιολιστης χαμογελασε πιανοντας το νοημα.
''Αμστερνταμ.''
''Ωωωωω γαμησε το κι εγω Αμστερνταμ θα πηγαινα.'' Ο Πετρος συμφωνησε.
''Καλα παιδια ο,τι και να λετε, αν εληγαν τα παντα αυριο, πρωτα θα πηγαινατε το κωλομπαρο της γειτονιας σας να πιειτε τα κερατα σας και να πηδηχτειτε με εναν αγνωστο και μετα ταξιδια.''
Ολοι γελασαν, ειχε δικιο.
''Και μιας που ειπαμε Αμστερνταμ.'' ο Γιωργος με χρονοκαθυστερηση συνηλθε και ανασηκωθηκε απο τον καναπε της φιλης του και εβγαλε απο την τσεπη του ενα σακουλακι.
Ολοι πανηγυρισαν.Ο Ορεστης στριφογυρισε τα ματια του.
''Αργει να το πιασει ο ατιμος αλλα αν το πιασει...'' η Ζωζη σχολιασε.
Μετα απο μιση ωρα ηταν τερμα ζαλισμενος. Πιο πολυ απο ποτέ αλλοτε. Δεν ηξερε τι ευθυνεται.Ισως το ουισκι ισως η μπιρα επειτα, μπορει ο συνδυασμος αυτων των δυο με τσιγαρο.
Μπορει και ο συνδυασμος των τριων με το χορτο.
''Παω να ριξω λιγο νερο στο προσωπο μου.''
ειχε μουδιασει ολοκληρος.
Το μικρο μπανιο το εβλεπε διπλο.
''Γαμωτο'' βλαστημησε. Ο Γιωργος ουτε να τους φτιαξει σωστα δεν μπορουσε!
Μπορουσε ηδη να τον δει να παιρνει το σακουλακι αποτον γνωστο τυπο στην πλατεια Εξαρχειων για 10 ευρω.
Εσκυψε πανω απο τον νιπτηρα. Γεμισε τις χουφτες του νερο και καλυψε το προσωπο του, νιωθωντας καπως το κρυο να τον ξυπναει.
Αντικριζοντας τον καθρεφτη καθως σηκωνοταν ομως, του κοπηκε η ανασα.
''Γεια σου Ορεστακο!'' η Ιασμη του χαμογελασε φωτεινα.
Ο Ορεστης ουρλιαξε σαν να γινοταν φονος. Οι φιλοι του, οσοι αντεχαν να σηκωθουν και τον ακουσαν κατω απο την μουσικη, ανησυχησαν.
Η Ρανια σταθηκε εξω απο την πορτα.
''Ορεστη;''
Ο βιολιστης ειχε μουδιασει, κοπηκαν τα γονατα του. Εσπευσε να ριξει λιγο ακομα νερο στο προσωπο του. Οταν σηκωσε παλι το κεφαλι του ειχε χαθει.
Εχεις σαλταρει.
''Ορεστη εισαι καλα;'' ξαναρωτησε η φιλη του.
"Ναι καλα ειμαι.'' μουρμουρισε ριχνοντας κι αλλες χουφτες νερο στο προσωπο του.
''Απλα κουνηθηκε η κουρτινα απο τον αερα και τιλταρα.'' προσπαθει να ακουστει πειστικος.
Την ακουει να γελαει.
''Εισαι ο τριτος! Ειχα φερει ενα γκομενο και κοντεψε να παθει καρδιακη ανακοπη οταν...'' συνεχιζει να μιλαει μα ο βιολιστης δεν της δινει σημασια.
Σηκωνει το κεφαλι και κοιταζει πισω του, κενο.
Ξεφυσαει. Θεε μου ευτυχως.
''Με τρομαξες παναθεμα σε!''
Η καρδια του σταματησε.
Και να τη, τωρα καθοταν πανω στο πλυντηριο διπλα στον νιπτηρα.
Πισωπατησε και εκλεισε τα ματια .
''Δεν ειναι αληθινη. Δεν ειναι αληθινη.'' ψιθυρισε στον εαυτο του.
''Φυσικα και δεν ειμαι αληθινη Ορεστακο. Ειμαι δημιουργημα της φαντασιας σου. Ζω στο μυαλο σου.''
Και υπεκυψε.
Ανοιξε τα ματια και την κοιταξε. Ζαλιζοταν.
Ηταν η Ιασμη, με σαρκα και οστα. Φορουσε ενα τζιν καμπανα, απο εκεινα που της πηγαιναν απιστευτα, και απο πανω ενα πουλεβερακι χρωματος γαλαζιο.
Δεν γινεται, δεν γινεται να ειναι τοσο αληθινη, καποιος μου κανει πλακα.
Γελασε. Σαν να εβλεπε στον κατωχρο προσωπο του τις σκεψεις του. Σταυρωσε τα ποδια και του χαμογελασε.
''Δεν εισαι αληθινη.'' μουρμουρισε στον εαυτο του.
Θεε μου τρελαινομαι.
''Τοτε πως ειμαι εδω και σου μιλαω;'' τον προκαλεσε.
''Γιατι εχω πιει, πολυ , και εχω κανει απαισιο μπαφο, και το μυαλο μου τα επαιξε.''
''Και ποτε αλλοτε το εκανες αυτο;'' τον ρωταει.
Δεν το πιστευει οτι καθεται και μιλαει με ενα οραμα. Ειμαι τρελος!
Προσπαθει να σκεφτει. Κι η σκεψη δεν τον προδιδει.
"Οταν ημασταν 17 χρονων, και ειχε ερθει πριν τις γιορτες στο Κονεκτικατ.'' ψιθυριζει την αναμνηση και γερνει στον παγωμενο τοιχο για να ξυπνησει.
Τον εχει λουσει κρυος ιδρωτας.
''Ακριβως! Οποτε οριστε!'' του παρουσιαστηκε σαν δωρο.
''Οριστε;'' ειναι μπερδεμενος.
''Οριστε ηρθα! Το μυαλο σου εκανε την συνδεση και να' μαι!''
Την κοιταζει για μια γεματη στιγμη. Κι αυτο γιατι ετοιμαζεται να φυγει απο εκει μεσα.
Οι ξανθες μπουκλες της φτανουν μεχρι την μεση, και του θυμιζουν μια πριγκιπισσα με κοκκινα ιδια μαλλια.
Τα μεγαλα γαλαζια της ματια εκπεμπουν φως, θολωμενο φως, τωρα το βλεπει πραγματικα.
Τα χειλη της κρυβουν το λευκο χαμογελο που ερωτευτηκε.
''Εισαι ενα ψεμα.'' φτυνει τις λεξεις και ανοιγει με κροτο την πορτα.
''Εγω την κανω.'' μουρμουριζει και οι φιλοι του παραξενευονται.
"Ορεστη δεν υπαρχει περιπτωση.'' η Ζωζη σηκωνεται ορθια.
''Ελα ρε μαλακα γιατι να φυγεις; 3 παρα ειναι, θα σε πιασουν!'' ο Γιωργος μουρμουρισε ζαλισμενος, μπετωμενος βασικα.
''Αυτο σε νοιαζει εσενα; Ή οτι ειναι πιωμα; Αγορι μου πως θα οδηγησεις;'' τον ρωτησε η Ρανια, εντονα και αυταρχικα.
''Ναι Ορεστακο πως ;'' ακουσε την φωνη της πισω του. Την ενιωσε κοντα του, τοσο που θα ορκιζοταν οτι αισθανοταν την θερμη της.
Δεν αντεχε αλλο εκει μεσα.
''Χρειαζομαι καθαρο αερα. Ειμαι καλα.'' ακουγοταν οντως καλυτερα ισως εφταιγε που στο μπανιο βιωσε ενα σκηνικο αξιο καρδιακης ανακοπης.
''Δεν νιωθω ανετα να οδηγεις σε αυτη την κατασταση.'' επιμενει.
Της χαμογελαει με το πιο πειστικο του χαμογελο.
''Ειμαι καλα αγαπη μου, αληθεια, να σου παιξω κατι στο βιολι;''αστειευται.
Η κοπελα ζυγισε το βλεμμα του. "Θελω να με παρεις μολις φτασεις.'' παρακαλεσε.
----------------------------------------
''Λοιπον που παμε;'' ρωτησε απο την θεση του συνοδηγου, που εμφανιστηκε αποτομα.
''Φυγε απο εδω.'' μουρμουρισε με σφιγμενα δοντια.
Δεν τον ενοιαζε να ακουστει.
''Απο που να φυγω χαζουλη; Αφου στο μυαλο σου ειμαι.''
Εκανε οπισθεν και ξεπαρκαρε οσο πιο προσεκτικα μπορουσε.
''Δεν χαιρεσαι που με βλεπεις;'' ειδε το πληγωμενο της βλεμμα.
''Να χαιρομαι που βλεπω το οραμα της νεκρης πρωην μου; Πιστευεις θα χαιροταν καποιος;'' ειρωνευτηκε και εκεινη μουτρωσε.
''Ηθελα να χαρεις.''
''Πεθανα απο χαρα. Α για μισο, αυτη ειναι η δικη σου ειδικοτητα...'' εσταζε φαρμακι.
Αναφωνησε μα δεν της εδωσε σημασια.
"Εσυ μας εφερες εδω.'' τον κατηγορησε. Ηξερε τα κουμπια του.
Αυτο τον εβγαλε εκτος οριου.
''Εγω;Εγω; Που σε αγαπουσα πιο πολυ απο ολους; Που σε λατρευα; Που θυσιασα 1 χρονο απο την ζωη μου για σενα;'' αραια και που την κοιτα.
Αν καποιος περνουσε απο εκει θα εβλεπε τον τρελο που φωναζει μονος του.
''Που με παρατησες εννοεις.Για το βιολι, παντα για το βιολι!'' τον κοροιδευει.
''Ομως επεστρεψα.'' της θυμιζει.
''Επεστρεψες στην Κυβελη.'' στο ονομα της κοπελας μορφασε.
''Δεν αξιζεις να ποναω τοσο για σενα, το ξερεις;''
Εκεινη μορφαζει.
''Δεν αξιζω; Αναθεμα, 20 χρονια απο την ζωη μου αφιερωσα σε εσενα!"
''Και τα πηρες ολα πισω μεσα σε ενα λεπτο!''
''Εγω ή εσυ; Που με παρατησες για την Κυβελη;'' οι φωνες του διαπερνουν τα αυτια του.
''Δεν λειτουργουσε!''
''Και επρεπε να με χωρισεις;'' βλεπει τη μορφη της να βουρκωνει.
''Ναι.'' γυριζει μπροστα και σφιγγει το τιμονι.
Ζω μια παρανοια.
''Σκληρος.'' μουρμουρισε.
''Αυτο σου αξιζει.'' της απαντα ψυχρα.
Την ακουει να καταπιεζει εναν λυγμο.
''Με εκανες να μην μπορω να αγαπησω ανθρωπο...'' ψιθυρισε και ενιωσε και τα δικα του ματια να τσουζουν.
Ζαλιζοταν.
"Αυτός είναι απλά ο τρόπος σου να τιμωρήσεις τον εαυτό σου." η μορφη της του απαντα.
''Ενω-αλιμονο- μου είχες ήδη δώσει μια τρομερή τιμωρία!!;''Εξαλλος εκεινος ανεβασε παλι τους τονους.
Τελευταια στιγμη θυμηθηκε οτι επρεπε να στριψει και πηρε πολυ κλειστα την στροφη, με αποτελεσμα να κολλησει στα αριστερα του και να χασει τον ελεγχο.Η ρόδα που σύρθηκε στον δρόμο σχεδόν πήρε φωτιά και παντού μύρισε καμμενο.
Τον έσωσε ένας δυνατός ελιγμός που ισιωσε το αυτοκινητο και εκεινον μαζι.
Εξεπνευσε. Σαν να κρατουσε αυτη την ανασα για ωρες στα χειλη του και εκλεισε τα ματια. Το μυαλό του βουιζε και ήταν μόνος. Οι σκεψεις σφυροκοπουσαν στο κεφαλι του και η παρουσια της σαν σιδερενια μεγγενη τον πιεζε, καθε λεπτο ολο και περισσοτερο.
Αν συνεχίσω έτσι θα τρακαρω.
Έβγαλε το κινητό του. Πήρε τον πατέρα του. Μονος εκεινος μπορουσε να βοηθησει.
To κινητο του Πετρου ηταν παντα στην δονηση, πανω στο κομοδινο του, ωστε μονο αυτος να το ακουσει αν χτυπησει.
Κι οντως, εκεινο το βραδυ, με το που ειδε το ονομα του μικρου του γιου, πατησε το κουμπι που το σιγασε και βγηκε απο το υπνοδωματιο οσο πιο αθορυβα μπορουσε. Κατεβηκε στον κατω οροφο και οταν βεβαιωθηκε οτι ηταν μονος απαντησε.
"Τι εγινε;'' ετρεμε η καρδια του, ειχε προαισθημα.
''Είμαι τέσσερα στενά πριν το σπιτι και απλα...δεν μπορω να οδηγησω μπαμπα.'' η φωνη του ετρεμε και τα φωνηεντα ξεφευγαν.
''Εχεις πιει.'' δηλωνει εξαλλος,
''Ουισκι μπιρα, και τσιγαρο.'' δεν εκανε καν τον κοπο να ζητησει επεξηγηση σε αυτο.
''Η Κυβελη που ειναι;''
Ο Ορεστης εγειρε πισω στο καθισμα του και εκλεισε σφιχτα τα ματια.
Γαμωτο.
''Σπιτι ειναι, ειχα παει σε κατι φιλους απο την ορχηστρα.'' προσπαθει να του εξηγησει.
''Παρκαρισμενος εισαι;''
''Σχεδον, καλα ειμαι, ειναι αδειοι οι δρομοι.'' τον διαβεβαιωνει.
''Βγες απο το αυτοκινητο και κατσε στο πεζοδρομιο. Ερχομαι.'' διαταζει και βλαστημα κατω απο την ανασα του.
Ευτυχως ειχε παπουτσια στον κατω οροφο.
Αρπαξε τα πραγματα του και ευχηθηκε να μην ξυπνησει η Νεφελη πριν γυρισει. Δεν ηθελε με τιποτα να χρειαστει να της πει ψεματα. Κυριως γιατι δεν θα τα πιστευε.
Ετρεμαν και οι δυο τις αντιδρασεις του γιου τους μετα τον χαμο της Ιασμης.
Αρπαξε ενα εντυπο το οποιο συμπληρωσε γρηγορα
Λιγο μετα την Δαφνη τον σταματησε η αστυνομια.
Εβρισε παλι αλλα ηταν ετοιμος για αυτο.
''Γεια σας. Εχετε χαρτι μετακινησης ;''
''Καλη χρονια.'' ειπε πρωτος αφου κατεβαζε εντελως το παραθυρο. ''Βεβαιως.'' Εβαλε το χαρτι μαζι με την ταυτοτητα του.
Ο ενας αστυνομικος τα κοιταξε, ενω ο αλλος επαληθευσε τα στοιχεια.
"Το αυτοκινητο ειναι στην κατοχη σας;'' ρωτησε και ο Δημητρης εσμιξε τα φρυδια.
''Προφανως.'' εβγαλε τα χαρτια και τους τα εδειξε.
''Ειμαι δικηγορος, εχω δικο μου γραφειο στο Κολωνακι και αναγκαζομαι να πηγαινω εκει για να μπορω να κανω τηλεδιασκεψη με πελατες απο το εξωτερικο. Δεν ειναι εφικτο να κουβαλαω απορρητα εγγραφα στο σπιτι. Καταλαβαινετε. '' μουρμουριζει και ευχαριστει το μακρυ μαυρο του παλτο που καλυπτει τις πιτζαμες του.
Μοιαζουν να πειθονται.
"Μαλιστα.Καλως. '' του τα επιστρεφουν και τον αφηνουν να φυγει.
Μετα απο δεκα λεπτα στριβει στο σωστο στενο και βλεπει απο μακρια το μαυρο wrangler του Ορεστη ανεβασμενο κατα το ημισυ στο πεζοδρομιο και εκεινον γερμενο πανω στο καπο με τα χερια στις τσεπες.
Παρκαρε το αυτοκινητο του οπως οπως μπροστα απο την πλατεια, πανω στο πεζοδρομιο και το κλειδωσε αφου βγηκε εξω.
Ειδε τον γιο του να κοιτα το εδαφος.
''Τι εγινε Ορεστη;''
Σιωπη.
Αποφασισε να μην τον πιεσει, θα το αφηνε για το πρωι. Δεν απορρησε που δεν πηρε τον Γιαννη, ηξερε οτι δεν ηθελε να δειξει στους φιλους του ποσο τρωτος ηταν.
''Ζαλιζεσαι;'' τον ρωτησε και σταθηκε απεναντι του. Ο βιολιστης κουνησε το κεφαλι αρνητικα.
''Ωραια, μπες να φυγουμε.'' διεταξε και καθισε στην θεση του οδηγου.
Ο Ορεστης διστασε να κατσει στην θεση διπλα, σε εκεινη που πριν μιση ωρα θα ορκιζοταν οτι καθοταν εκεινη. Αλλα ηξερε οτι αν προσεθετε αυτη τη νεα πληροφορια, ο πατερας του ηταν ικανος να το πει στην μανα του.
Εβαλε ζωνη και εγειρε πισω, οταν ακουσε το γρυλισμα του αυτοκινητου εκλεισε τα ματια και προσπαθησε να ηρεμησει.
''Να ξερεις δεν εχω ιδεα τι θα πω στην μανα σου, ανησυχει ηδη για σενα μετα απο αυτο που εκανες στον Σπυρο.''
Ο Ορεστης μεθυσμενος, ενθυμουμενος την κατασταση του θειου του χαμογελασε στα τυφλα.
''Τρομερο δεξι κροσε.''
Ο Πετρος ηξερε οτι αν ο γιος του ανοιγε τα ματια θα εβλεπε ενα μικρο μειδιαμα.
Σοβαρεψε παλι.
"Και η Κυβελη θα εχει πεθανει απο την αγωνια της να ξερεις.'' του υπενθυμισε, κι αρκουσε για να τον δει να ανοιγει τα ματια.
''Εκτος αν κοιμαται.''
Εγνεψε αρνητικα.
''Αν δεν γυρισω δεν κλεινει ματι.'' η φωνη του ηταν τραχια και φανερωνε πολλα τσιγαρα.
Επισης η ανασα του μυριζε αλκοολ.
''Τοτε να γυρνας νωρις.'' αρκειται σε αυτο. Δεν ηταν ωρα να τον νουθετησει.
-----------------------------------------------------------------------
Η Κυβελη καθοταν στον καναπε και κοιτουσε την ωρα ξανα και ξανα.
Ειναι απλα στην Ρανια, μου ειπε οτι θα γυρισει μετα την απαγορευση, γιατι τον περιμενω;
Δυο και δεκα του εστειλε μηνυμα.
Ολα καλα;
Και της απαντησε σχεδον αμεσως, καλο σημαδι.
Χαλαρα. Πεσε κοιμησου.
Βεβαια αυτο στην πραξη ηταν ανεφικτο. Δεν ηταν οτι η Κυβελη ειχε αναγκη την αγκαλια του, αυτη της την εξαρτημενη αναγκη ειχε καταφερει να την βγαλει αποτομα απο το μυαλο της.
Ειχε γειρει στον καναπε οταν το κλειδι γυρισε στην πορτα, και προς εκπληξη της εμφανιστηκε ο Πετρος να συνοδευει τον Ορεστη που καπως εγερνε πανω του.
Η κοπελα πεταχτηκε ορθια. Κοιταξε ανησυχη το αγορι της απο πανω μεχρι κατω, για να συνειδητοποιησει οτι ηταν μεθυσμενος και ζαλισμενος.
''Κυβελη εγω...'' μουρμουρισε και μισοκλεισε τα ματια του. Ο πατερας του τον κρατησε σταθερο.
''Ελα ελα φτανει, θα τα πειτε το πρωι.''
Ο βιολιστης αρχισε να βγαζει την μασκα, τα παπουτσια του καθως παραλληλα προχωρουσε προς το δωματιο. Αφησε το μπουφαν του, που μεσα ειχε κλειδια πορτοφολι και κινητο, να πεσει στο πατωμα και λιγο πριν στριψει στο δωματιο η Κυβελη τον ειδε να βγαζει την μπλουζα του.
Κοιταξε τον Πετρο που κουνησε το κεφαλι του αποκαμωμενος.
''Πετρο δεν επρεπε να ερθεις απο τοσο μακρια, επρεπε να με παρεις-''
Ο αντρας σοβαρεψε κι αλλο.
"Δεν ευθυνεσαι εσυ για αυτη την γελοια κατασταση. Παω να φερω το αυτοκινητο μου εδω γιατι εχω διπλοπαρκαρει μπροστα απο μαγαζι και ερχομαι, θελω να δω αυτα που πηρε απο την Ιασμη.''
Η κοπελα γνεφει.
"Εχω το κλειδι του γραφειου.'' του γραφειου που ποτε δεν ψαχουλεψε.
''Επιστρεφω σε δεκα λεπτα.''
Και με αυτο ο καθενας πηρε τον δρομο του, με εκεινη να μαζευει τα πεσμενα πραγματα και να ακολουθει το μονοπατι τους μεχρι υπνοδωματιο, οπου το παντελονι και η μπλουζα του βιολιστη ηταν πεσμενα διπλα στο κρεβατι, κι εκεινος μονο με το μποξερακι ειχε ξαπλωσει μπρουμυτα πανω απο το παπλωμα.
Ξεφυσηξε και τα ακουμπησε ολα σε μια γωνια. Τον πλησιασε και τον σκουντηξε απαλα.
''Ορεστη..'' ψιθυρισε
''Ορεστη ...μπες απο κατω, θα κρυωσεις.'' χαιδεψε το καυτο δερμα της πλατης του. Τα νυχια της που τωρα απλα χαιδευαν αλλοτε μπηγονταν με ορμη στο δερμα του και του αφηναν σημαδια.
Μουγγρισε και πηγε πιο κει, δινοντας της το ελευθερο να του ανοιξει τα σκεπασματα και εκεινος να κυλησει μεσα τους.
Τι μωρο που ειναι...
Τον σκεπασε καλα και εκανε να φυγει. Το χερι του βρεθηκε στον καρπο της. Ειχε ανοιξει τα ματια.
''Ελα να ξαπλωσεις μαζι μου.'' της ψιθυρισε, κανοντας την χασει εναν χτυπο.
''Σε λιγο.'' του υποσχεται.
Την τραβαει προς το μερος του και την ριχνει πανω του, ανοιγωντας τα χερια, σε μια αγκαλια πιο σφιχτη και αναγκαια απο ποτε.
Ομως ειναι μεθυσμενος.
Την φιλαει στο πλαι του κεφαλιου, αγνοωντας τον καταρρακτη μαλλιων και την αποδεσμευει απο το ζεστο του κρατημα, ζαλισμενη.
"Αντε! Μην μενεις αλλο ξυπνια επειδη ειμαι βλακας.'' μουρμουριζει καθως κλεινει τα ματια και κοιμαται καλυτερα.
''Χαζη.'' ψιθυριζει και η κοπελα γελαει πνιχτα καθως βγαινει απο το υπνοδωματιο αφηνοντας την πορτα ανοιχτη.
Λιγα λεπτα αργοτερα ο Πετρος χτυπησε απαλα την πορτα, η κοπελα του ανοιξε και αντικρισε εναν νεο αντρα. Σαν να ειχε σπασει η μασκα της ψυχραιμιας του.
"Το κλειδι του γραφειου.'' η επιτακτικη φωνη του την μπλοκαρε, πισωπατησε μα ετεινε το κλειδι προς το μερος του.
Το αρπαξε και σχεδον ετρεξε προς το γραφειο. Μπηκε μεσα και η κοπελα τον ακολουθησε, κλεινοντας την πορτα πισω της.
Τον ειδε να ψαχνει σαν τρελος τριγυρω, σαν αναζητει κατι συγκεκριμενο.
''Τα τετραδια ειναι εκει.'' υποδεικνυει.
''Θα καταλαβει οτι λειπουν.''
Ο Πετρος ομως δεν φανηκε να ενδιαφερεται για αυτο. Ανοιξε ενα συρταρι που η Κυβελη δεν ηξερε καν οτι υπαρχει.
Μεσα υπηρχε ενας μικρος υπερηχος που εκανε την καρδια της να κλωτσησει το στηθος της.
Μα κατα τα αλλα ηταν αδειο.
Ο Πετρος αφησε μια ανασα.
"Πετρο τι συμβαινει; Ανησυχω.'' ψιθυρισε φωναχτα, μα ο αντρας δεν της μιλησε.
Βγηκε πρωτος εξω απο το γραφειο και εγειρε στον τοιχο απεναντι απο το υπνοδωματιο τους που ο Ορεστης κοιμοταν βαρια, η ανασα του ακουγοταν μεχρι εκει.
Τον ακολουθησε και σταθηκε διπλα του κλεινοντας την πορτα πισω της, με μια υπενθυμιση να συγυρισει αργοτερα ωστε να μην φανει οτι εψαχναν κατι.
''Υπαρχει κατι.'' μουρουρισε κοιτωντας τον λευκο τοιχο απεναντι του, ή οπουδηποτε αλλου εκτος απο την κοπελα.
''Θα επρεπε να στο πει εκεινος, αλλα εδω που φτασαμε, θελω να ξερεις. Για το καλο του και το δικο σου.''
Εγνεψε θετικα, ετοιμη να δεχτει τα παντα.
Γυριζει και την κοιτα.
"Ξερεις οτι τον Νοεμβριο ο Ορεστης βρηκε την Ιασμη πεσμενη στο διαμερισμα της στα Πετραλωνα μετα απο υπερβολικη δοση, σωστα;'' εξεταζει.
''Σωστα.'' επιβεβαιωνει.
''Λοιπον οχι. Μια γειτονισσα τους βρηκε, και τους δυο, λιποθυμους υπερβολικη δοση.''
Σεπτεμβριος 2014
''Ελα μωρο μου! Σε παρακαλω.'' τον καβαλησε και κουνησε το σακουλακι μπροστα του.
"Ιασμη ξεκολλα! Σου ειπα οχι!" επεμεινε και το εσπρωξε μακρια.
"Σε παρακαλω Ορεστακο.'' του εκανε τα θλιμμενα ματια και εξοργιστηκε, εκανε να την σπρωξει απο πανω του μα εκεινη αγκιστρωθηκε.
''Ειναι εθισμος, ναρκωτικα, δεν ειναι παιχνιδι, δεν ειναι διασκεδαση! Ξεκολλα! Παντα τα κοροιδευες αυτα!''
Η ξανθια νεραιδα τον πνιγει με τα γαλαζια ματια που τον παγιδευουν.
''Μια φορα, απλα μια φορα, κανείς δεν εθιζεται με μια φορα.''
Ποσα λιγα ηξερε ε;
''Ποιος ο λογος;'' απαξιωσε τελειως.
''Για να νιωσεις αυτο που νιωθω και εγω, στο επακρο, σε παρακαλω, μονο μια φορα, να το κανουμε μαζι, και μετα θα το κοψω, μια φορα μαζι, οπως τα παντα ετσι κι αυτο, στην κορυφωση θα φτασουμε και μετα τελος, κομμενο, σε παρακαλω...''
21 Νοεμβριου 2014
Η κυρια Λενα ηταν μια διαχειριστρια παλιας κοπης. Ακρως αδιακριτη, παραβιαστικη και κουτσομπολα.
Επειδη τους νοικιαζε το διαμερισμα, νομιζε οτι ειχε δικαιωμα να χρησιμοποιει το κλειδι της καθε φορα που ελειπαν και να ψαχουλευει.
Αλλο που τα παιδια της την μαλωναν, εκεινη τον χαβα της.
Εξι η ωρα λοιπον, Κυριακη και ηταν σιγουρη οτι τους ειχε ακουσει να φευγουν.
Χτυπησε δεκα φορες για σιγουρια και επειτα γυρισε το κλειδι στην πορτα. Ηταν σιγουρη οτι κατι συνεβαινε με τους διπλα.
Ηταν πεσμενοι στο πατωμα, εκεινος εντελως αναισθητος, ενω εκεινη να ανασαινει βαρια, σαν να προσπαθει να πει κατι, λιγο πριν πεσει σε κωματωδη κατασταση.
Η γυναικα πισωπατησε και ουρλιαξε τοσο δυνατα που την ακουσαν τρεις οροφους κατω.
Τους εσωζε την ζωη.
23 Νοεμβριου 2014
Νιωθει απαισια, θελει να κλαψει. Αλλα το εχει κανει ηδη αυτο. Αρκετες φορες.
Σχιζοφρενεια. Η Ιασμη του, το κοριτσι του. Μα πως;
Θα την παρουν μακρια. Η μητερα του σχεδιαζε να κανει το ιδιο. Ολα αυτα σε πληρη μυστικοτητα βεβαια, γιατι αν κατι εβγαινε προς τα εξω τελος και η υποτροφια στο Julliard,τελος και οι ορχηστρες.
Θα εφευγε για το κεντρο αποτοξινωσης την επομενη κιολας μερα. Ηταν στο Βερολινο.
Τρεις μηνες εσωκλειστος. Και επειτα Νεα Υορκη, αν τα καταφερνε φυσικα να καθαρισει.
Τι εκανα;
Τι μου εκανα;
Τι της εκανα;
Ανοιξε το τετραδιο που του ειχαν αφησει διπλα στο κρεβατι, του ειπαν βοηθαει μετα απο τραυματικες εμπειριες.Το ανοιγει λοιπον και αρχιζει.
Να τα γραψει σε ποιον;
Στον εαυτο του; Εκεινος τα ηξερε.
Θα εγραφε στην μανα του για αρχη λοιπον, που ειχε χασει δεκα χρονια απο την ζωη της και ζαρωσε όταν τον είδε να επανέρχεται.
23 Νοεμβριου 2014 - 1
Δεν καταλαβαίνεις. Είναι μάταιο. Όταν μπορείς να σταματήσεις δεν θες και όταν θες να σταματησεις, δεν μπορείς.
1, οπως λεμε, ένα ή καλύτερα μια, μερα καθαρος.
-----------------------------------------------------
Παρον - 11 Ιανουαριου 4 το πρωι.
Και τρεμοντας γυριζει προς το μερος του, τον αντικριζει να κοιμαται, με τις αγγελικες του μπουκλες να λειπουν. Βουρκωνει και ανασαινει βαρια. Προσπαθει να το αντιμετωπισει ψυχραιμα, μα της ειναι αδυνατον.Το αυτοκαταστροφικο της μυαλο σερνεται πανω στις λεξεις και της ψιθυριζει τα λογια που ακουσε στο Παρισι, εκεινα που την σημαδεψαν.
''Την μερα που θα μαθαινε ποιος πραγματικα ειναι, τοτε θα ηταν η καταστροφη της αγαπης τους.''
Ciao Bellas!
Χωρις παραλληλο.
Γιατι σας το ειπα! Την σιωπη μου θα την φοβηθειτε.
Εγινε χαμος και πρεπει να τα παρω απο την αρχη.
Ειδαμε την πλευρα της Ερμιονης σε ολο αυτο.
Ειδαμε και το ζευγαρι μας να το συζηταει.
Ειδαμε τον Ιακωβο να παραδεχεται κατι τραγικο, κατι που δεν δικαιολογω αλλα καταλαβαινω.
Ειδαμε τον Ορεστη να βλεπει την Ιασμη. Αυτη δεν ηταν και πολυ συγκινητικη συναντηση...
Μαθαμε ομως, αυτο για το οποιο σας προϊδεαζα απο το πρωτο σχεδον μερος.
Μυστικα τελος.
Αντεχετε ομως την αληθεια;
(Ελπιζω το διαβασμα και οι ζωες να πανε καλα, δεν ηθελα να διακοψω το δραματικο υφος αλλα ευχομαι να ειστε ολοι σε καλη ψυχολογια, ειναι περιεργη φαση και εχω κουραστει να λεω υπομονη. Φτιαξε κατι ωραιο να φας, βαλε λιγο κρασι, μια ζεστη σοκολατα, το αγαπημενο σου αναψυκτικο, και δες την ταινια που αγαπας λιγο παραπανω. )
Φιλι γλυκο μεχρι το επομενο.
Σας αγαπω πολυ!!
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top