Ο Παράδεισος.

( Παραλληλο καπως τσιμπημενο, θυμηθειτε οτι το βιβλιο απευθυνεται σε ενηλικο κοινο, καλη αναγνωση χιχι )

Έρως εν τοις αμηχάνοις ευπορώτατος.
(Ο έρωτας στις δυσκολίες είναι εφευρετικότατος)

-Ευρυπίδης 480-406 π.Χ.

 
Ωρα 00:49.
Δουλευει μεχρι αργα, αλλα τον περιμενω. Δεν εχω κατι καλυτερο να κανω. 
Βγηκα για ποτο με την παρεα μας. Ενα, δυο, τρια κρασια, βολτα σε μια θεα μακρια, και παλι πισω.
Βαζω ενα ποτο και περιμενω.
Πινω ανορεκτα και θυμαμαι οτι δεν εχω φαει. Τρωω μηχανικα. Δεν εχω κατι καλυτερο να κανω.

Ωρα 00:55
Χτυπαει το κουδουνι.
Σηκωνομαι αργα, χαμηλωνω την τηλεοραση. 
Απο πισω ξεπηδαει μια σκια, δεν ειναι δικη μου.
Του ανοιγω την πορτα, με αρπαζει και με φιλαει, ανταποδιδω.
''Πεινας;'' ρωταω για να ξερει οτι ρωτησα.
Γνεφει αρνητικα και με τραβαει μεσα. Καθε μου βημα και ενα συρσιμο.

''Ανυπομονουσα ολη μερα να σε δω.'' μονολογει.
Γνεφω. Κι εγω ηθελα να τον δω, αλλωστε δεν ειχα και τιποτα καλυτερο να κανω.
Η σκια κοντοζυγωνει. Δεν ειναι ουτε δικη του, ουτε δικη μου.
Οι σκιες δεν εχουν ματια, ποσο μαλλον ματια που θα ξεχωριζες παντου.

Με πεταει ανασκελα στο κρεβατι. Κοιτω το ταβανι.
Ειναι μαυρο απο το σκοταδι, χωρις σκια.
Θελω να του πω να κλεισει την πορτα, μα δεν εχει και σημασια.
Η σκιες τρυπωνουν παντου.

Μου ανοιγει τα ποδια. Παραμεριζει το εσωρουχο σκιζοντας το λιγο.
Μορφαζω, το βρισκω αχρειαστα κτηνωδες.

Βαζει τα ποδια μου πανω στους ωμους του. Με τραβαει πανω του.

Το προσωπο του αναμεσα στα σκελια μου και στον αερα σιωπη.

Ο ανεμιστηρας κανει εναν θορυβο που με αποσυντονιζει.
Η σκια πουθενα.

Η ωρα ειναι 01:03.
Τον αφηνω να με αγγιξει. Δεν εχω κατι καλυτερο να κανω. Υποκυπτω.
Ανεβαινει πανω μου. Εκτονωνεται ως ειθισται, ρομαντικα, προσεκτικα, μα πεινασμενα.
Ιδρωνω. Το ταβανι θολωνει.

Η ωρα ειναι 01:39 οταν τελειωνει. Ξαπλωνει διπλα μου και με τραβαει πανω του.
Εκφραζω κουραση. Γυριζω απ την αλλη και κλεινω τα ματια.
Θα κοιμηθω, δεν εχω αλλωστε και κατι καλυτερο να κανω.

Η ωρα ειναι 02:05 οταν καποιος με σκουνταει.
Αποτομη ζεση με κυριευει. Ανοιγω τα ματια ορθανοιχτα. Καθεται στο κατω μερος του κρεβατιου, η σκια με τα ματια που με σκοτωνουν.
Χαμογελαει αλαζονικα, σαν να τρεφεται απο το κενο μου.

Του κανω νοημα να σωπασει. Σκαρφαλωνει στο κρεβατι και ξαπλωνει αναμεσα σε μενα και στον αλλον. Αναβει ενα τσιγαρο και μου το δινει.
''Λοιπον; '' με ρωτα και πριν προλαβω να απαντησω με κοιταζει.
Σκουρα ματια καστανα, να λαμπουν στο σκοταδι.

Με καταπινει η σκια.

Ουρλιαζω.

Πεταγομαι ορθια στο κρεβατι, εχω ιδρωσει. Εκεινος διπλα μου ανασηκωνεται και με χαιδευει στην πλατη.
''Ελα μωρο μου ολα καλα...εφιαλτης ηταν...'' με φιλαει στο κουτελο και με τραβαει πανω του.
Εφιαλτης ηταν...

''Τι ειδες;''με ρωταει μετα απο δευτερολεπτα σιωπης. Χωνομαι κι αλλο στην αγκαλια του για να μην τον κοιταξω στα ματια.

''Το μυαλο μου παιζει περιεργα παιχνιδια.''ψιθυριζω. Τον ακουω να γελαει.
Η σκια στο κατω μερος του κρεβατιου δεν λεει να φυγει,
απο μεσα μου.

Κεφαλαιο υπ'αριθμον 40 : Το παιχνιδι του υπο(α)ασυνειδητου. 

--------------------------------------------------------------------------------- 

Την βγαζει απο το νερο και την τυλιγει πιο σφιχτα. Κουρνιαζει πανω του και κλαιει. O Ορεστης λυγιζει.  Φιλαει τα βρεγμενα της μαλλια, μια, δυο, τρεις φορες.
Θελει να την ρωτησει γιατι κλαιει μα φοβαται.
Για τι απο ολα μπορει να κλαιει;

''Ηρεμησε μωρο μου...ηρεμησε.'' της ψιθυριζει απαλα, μονο και μονο για να την καθησυχασει. 
Την βοηθαει να σταθει ορθια. Βρεχονται τα ρουχα του μα δεν τον νοιαζει. 
Στα σκοταδια ψηλαφιζει τον τοιχο μεχρι να βρει τον διακοπτη που θα εριχνε φως στην οψη της. 
Σχεδον πισωπατα οταν βλεπει την μασκαρα να τρεχει στα μαγουλα της.

''Μεινε εδω.'' διαταζει και παει στο δωματιο τους, φουριοζος ανοιγει ντουλαπες και συρταρια, ψαχνοντας ο,τι ρουχο μπορει να εκανε στην προκειμενη περιπτωση.
Ετρεξε πισω στο μπανιο, οπου την βρηκε με την πετσετα γυρω απο το σωμα της να τριβει νευρικα το προσωπο της ωστε να φυγει η μασκαρα. Σαν να μην εβλεπε το βαμβακι και το γαλακτωμα διπλα της.

Αναστεναξε.

Μαυρο.
Η Κυβελη οπου και αν κοιτουσε εβλεπε μαυρο. Μαυρο στα ματια της, μαυρο να χυνεται στα μαγουλα της, μαυρο στα μαλλια της.
Μαυρα τα εσωρουχα στις φωτογραφιες. Μαυρες σχεδον οι μελανιες στo κορμι της τοτε.

''Ο πρωτος θα σε καψει, ο δευτερος θα βαλει φωτια μεσα σου.''
Μαυρο λοιπον, απο το καρβουνο.

Ο Ορεστης την πλησιασε και οσο πιο απαλα μπορουσε αφαιρεσε την πετσετα της.
Ευλαβικα σχεδον σκουπισε μερικες σταλες νερου που επεφταν απο τα μαλλια της και της εδωσε ενα τυχαιο μαυρο εσωρουχο.

Η κοπελα το επιασε στα χερια της. Ειχε μουδιασει. Καθε της κινηση ηταν πιο βαρια απο την προηγουμενη, πονουσε.
Ανδρεας Πολιτης...ο αδελφος μου.
Της φανηκε περιεργα γνωριμο το ονομα, σαν να επρεπε να υπαρχει, σαν να ηταν η θεση του πλαι στο δικο της.

Φορεσε το εσωρουχο και επειτα το φαρδυ μαυρο μπλουζακι του Ορεστη, ποτισμενο με το αρωμα του και κανελα.
Ενιωσε ενα τσιμπησα στο στηθος.

''Ανεβασε το βιντεο της στο σαιτ της σχολης, διερρευσε σε ολη την χωρα, και τοτε το ιντερνετ δεν ηταν καν τοσο διαδεδομενο.'' τα λογια της Σιλιας την πονουσαν.
Ποσο χρονο εχω ακομη;

Παρατηρησε οταν πηγε να ανοιξει την βρυση οτι τα χερια της ετρεμαν και αδυνατουσαν να εκτελεσουν τις οδηγιες που το μυαλο της εκτοξευε ασυστολα.
Πλυνε δοντια.
Ξεβαψου.
Χτενισε τα μαλλια σου.

Κοιταξε τον Ορεστη μεσα απο τον καθρεφτη.
''Δεν μπορω.'' ηθελε να του ψιθυρισει, μα εμεινε να τον περιεργαζεται.
Ηταν ιδιος με την μερα που τον γνωρισε, εξι μηνες πριν. Τα μπουκλακια του πετουσαν εδω κι εκει, τα μουσια του ειχαν λιγο μονο μεγαλωσει, τα λακκακια στα χειλη του ετοιμαζονταν να φανουν, τα δυο διαφορετικα ματια την καρφωναν στον τοιχο.
Ηταν ιδιος, με το χαλαρο μπλουζακι του και το φαρδυ τζιν, τις τσιχλες κανελας, τα 'κολλα πεντε' και το βιολι του.
Εκεινη ομως ειχε αλλαξει, ή εστω ετσι νομιζε εκεινο το λεπτο που διηρκησε η σκεψη της.

''Ανεβα στον παγκο.'' διαταζει βραχνα.
Ημιγυμνη σκαρφαλωνει πανω στο μαρμαρο. Αναριγει μα δεν αλλαζει θεση. Τον αφηνει να χωθει αναμεσα στα ποδια της και να σταθει μπροστα της.
Ειναι κατι στην βλοσυρη σιωπη του που της μοιαζει ξενο.
Φοβαται;
Δεν με θελει πια;

Ο Ορεστης πηρε το ροζ μπουκαλακι στα χερια του και εριξε μια μεγαλη ποσοτητα σε τρια κομματια βαμβακι.Το εφερε στο προσωπο της.
''Κλεισε τα ματακια σου.'' τον υπακουσε σχεδον αυτοματα. Οι κινησεις του ηταν κυκλικες και μεθοδικες. Απαλα αφαιρεσε καθετι συνθετικο απο το προσωπο της με ενα ελαφρυ μασαζ. Εν τω μεταξυ εκεινη ετρεμε κατω απο το αγγιγμα του, τον ειχε αναγκη.
''Εξαρτημενη εισαι! Δεμενη πανω στον μπαμπα, πανω στον Δελή, κι επειτα πανω στον Ορεστη!''

 ''Σκυψε λιγο.'' 
Τα δαχτυλα του καθαρισαν το σαπουνι απο το δερμα της προκαλωντας της ανατριχιλα. Ηταν ενα χαδι που την εκανε να θελει να κλαψει.
Το νερο ηταν χλιαρο και η ορμη του καλυπτε την απολυτη σιωπη.
Οταν πηρε την πετσετα και την σκουπισε, ανοιξε τα ματια. Τον κοιταξε εντονα.
Μιλα μου...πες μου κατι.

''Παμε να ξαπλωσεις.'' μουρμουριζει συγκαταβατικα και ριχνει το βλεμμα στο πατωμα.
''Ορεστη.''
Την πιανει απο τα κοκκαλα της λεκανης και την κατεβαζει στο πατωμα.
''Τι ειναι μωρο μου;'' ψιθυριζει και πιανει μια βουρτσα απο τον παγκο.

''Κοιταξε με.''πιο πολυ σαν παρακληση ακουστηκε παρα σαν διαταγη.
Η φωνη της που ραγισε στο τελος, τον εκανε να γυρισει αποτομα προς το μερος της.
Της χαμογελασε τρυφερα, σαν να ηθελε να την χαιδεψει αλλα να φοβοταν.
Τι σκεφτεσαι δικηγορινα;

''Με μισεις;'' μουρμουριζει κατω απο την ανασα της.
Ο βιολιστης πνιγει ενα γελιο.
Την τραβαει εξω απο το μπανιο. Την βαζει να καθισει στο κατω μερος του κρεβατιου.
Σκαρφαλωνει απο πισω της.
Πιανει την ξυλινη βουρτσα και φερνει τα μαλλια της προς το μερος του.

''Δεν σε μισω.'' ψιθυριζει και αρχιζει να βουρτσιζει μεθοδικα τις κοκκινες τουφες που ειχαν παγωσει.
''Με λυπασαι.'' συμπεραινει και κοιταζει ευθεια. 
Νιωθει τις υπεροχες κινησεις του στο κρανιο της να την παραλυουν. Υπηρχε κατι που δεν εκανε τελεια αυτος ο ανδρας;

''Δεν σε λυπαμαι, καθε αλλο.'' θετει λιτα και φερνει μια τουφα κοντα στο προσωπο του. Μυριζει το αρωμα της και εκπνεει.
Στην σιωπη της προβληματιζεται.
''Θες να μιλησεις γι αυτο;'' χαιδευει απαλα τον ωμο της.
''Οχι.'' 

Δεν την πιεσε παραπανω. Την κρατησε ομως στην αγκαλια του ολο το βραδυ, της χαιδεψε την πλατη μεχρι να κοιμηθει, και εκλεισε τα ματια μπροστα στο σκοταδι της.
Γιατι οσο κι αν το ηθελε, μερικες φορες ενιωθε αβοηθητος μπροστα στην αβυσσο, ειδικα οταν εκεινη που αγαπουσε ηταν φυλακισμενη στα ταρταρα της.
Ουτε ο Ορφεας ειχε καταφερει να σωσει την Ευρυδικη ...

23 Δεκεμβριου 2007

Η κηδεια τελειωσε. Οι καλεσμενοι ηταν ελαχιστοι, σχεδον 20, ουτε ενας παραπανω, κανεις γνωστος και φυσικα οχι συναδελφοι. Μονο οικογενεια και φιλοι. Τα κοριτσια δεν βρισκονταν αναμεσα στο πληθος για να δουν την μητερα τους να καταρρεει το δευτερολεπτο που το μικρο κουτι βρεθηκε μεσα στην γη.Παρα τις συστασεις του Δημητρη, η Ιφιγενεια ειχε αποφασισει οτι ηταν καλυτερο να μην εχουν την αναμνηση εκεινη.

Κοιταξε την γυναικα του, μολις στα 40 της χρονια κι ομως εμοιαζε ξαφνου σπασμενη, σαν να ειχαν περασει χρονια απο πανω της, λακουβιτσες και ρυακια μαστιγωναν το δερμα της. Ενα διαρκες συνοφρυωμα θα αφηνε σημαδι. Ειχε ενα βλεμμα που τον διελυε, μια εκφραση διαρκους πονου, σαν καποιος να εστριβε ενα μαχαιρι στο στομαχι της. Εσφιγε τα δοντια σε σημειο που ετριζαν.
Ετεινε το χερι του προς το μερος της, απαλα προσπαθησε να κανει χωρο αναμεσα στα δαχτυλα της. Εκεινη το απομακρυνε βουβα.

Ο Δημητρης ειχε μαθει σε ολη την εγγαμη ζωη τους να πνιγεται απο την διαχυτικοτητα της, και να τωρα που παλευε για μια δημοσια ενδειξη τρυφεροτητας.
Πονουσε! Πιο πολυ απο οτι φανταζοταν, μα παραλληλα ειχε την γνωση οτι η γυναικα του υπεφερε διπλά και τριπλά.

Η κοκκινομαλλα κοιτουσε μπροστα. Ο αυτοκινητοδρομος ηταν γεματος. Η σιωπη στο αυτοκινητο ομως δημιουργουσε την αισθηση του κενου.
''Ιφιγένεια;'' προφερε το ονομα της αργα.
Σιωπη.

''Ιφιγενεια!'' επεμεινε, αυτη τη φορα πιο κοφτα.
Γυρισε το κεφαλι της αργα. Τον κοιταξε ανεξιχνιαστα, σαν να μην αναγνωριζε το προσωπο του. Οι μαυροι κυκλοι της ηταν σχεδον οσο σκουρα ηταν τα ματια της. Τα χειλη ηταν ξεραμενα, σαν οι ανασες που τα χαιδευαν να εκρυβαν δηλητηριο, που λιγο λιγο τα εφθειρε.
''Τι;'' με μια ανασα ρωτησε ξεψυχισμενα.

Το βλεμμα της ηταν κενο. Τρομαξε.
Η γυναικα πλαι του δεν ηταν η Ιφιγενεια, και πλεον αμφεβαλλε για το αν υπηρχε καν.

----------------------------------------------------------------------------------

Παρον.

Αναμεσα τους παντοτε υπηρχαν σιωπες. Εκεινος την αγρικοιτουσε κι αυτη επαιζε με τα ματια της ξεροντας οτι θα τον εκνευρισει παραπανω. 
Αυτη η σιωπη τους πηγαινε πολυ πισω, λιγο πριν το τελος, κι αυτο ηταν τρομακτικο.

Τι καναμε λαθος;
Ηθελε να τον ρωτησει, μα δεν ηταν προετοιμασμενη για την απαντηση που ο Δημητρης Πολιτης εξαγριωμενος θα της φωναζε.
Ο πρωην αντρας της βηματιζε πανω κατω στην κουζινα, μουρμουριζε ασυναρτησιες και κοιτουσε επιμονα το πατωμα.

Αν και βαδιζε προς την εκτη δεκαετια της ζωης του, ο χρονος εμοιαζε να μην τον διαβρωνει αλλα αντιθετως να πλαθει την μορφη του ευλαβικα.
Ψηλος, με το πουκαμισο του ελαφρως τσαλακωμενο και την μαυρη γραβατα του να κρεμεται στον λαιμο του, αποτελεσε για την Ιφιγενεια πηγη αποπροσανατολισμου. 

Στην πραγματικοτητα, δεν ειχε πολλα να σκεφτει, το μυαλο της ειχε λιωσει, βουιζε.
Ηταν ενα συνηθισμενο απογευμα! Και υποτιθεται οτι θα ηταν μια ομορφη γιορτη!
Τι εκανα λαθος;

''Ακους εστω και μια λεξη απο οσα λεω;''ο εκνευρισμος στην φωνη του την επανεφερε. Πρεπει να ειχε χαθει για μερικα λεπτα.

Εστιασε το βλεμμα της στο δικο του.
''Φυσικα και ακουσα.'' λεει ψεματα. Ο Δημητρης στενευει τα ματια του και ξεφυσαει.
''Δεν μπορουσες εστω να το πεις πιο πειστικα;'' 

''Θελεις να σου λεω πιο πειστικα ψεματα;'' ανασηκωνει το φρυδι της. Συγκρατειται να μην την βρισει και αυτο βγαινει προς τα εξω.
Συνεχιζει να περπαταει πανω κατω στην κουζινα, σαν να περιμενει κατι. 
Η Ιφιγενεια ανενοχλητη ανοιγει το ψυγειο και βγαζει το μπουκαλι με το κρασι, λευκο, γιατι εκεινη η μερα μονο με κοκκινο κρασι σαν αιμα δεν θα μπορουσε να ολοκληρωθει.

Ακουμπα το ποτηρι στον παγκο μπροστα της και το γεμιζει. Εκεινος εμβροντητος μενει να την κοιταζει.
''Σοβαρα τωρα;'' ρωτα δυσπιστος.

Φερνει το ποτηρι κοντα στα χειλη της, τον κοιτα βλοσηρα, πινει μια γενναιοδωρη γουλια κρασι. Καταπινει επιδεικτικα.
''Τι καναμε λαθος μπορεις να μου πεις;'' ρωταει μετα απο λιγο αγανακτισμενος.
''Τιποτα.'' του απαντα με ενα κενο στο πισω μερος της φωνης της.
''Τιποτα; Τοτε γιατι συνεβη αυτο;Και δεν μιλαω μονο για την Κυβελη!'' ωρυεται, αν και καταβαθος απλα απογοητευεται.
Ανασηκωνει τους ωμους της.
''Δεν μπορουσαμε να το αποτρεψουμε.Ειναι η ζωη της...αυτος ο ...ο ανθρωπος τελος παντων, ηταν γραφτο να μπει στην ζωη της. Τωρα οσο για την Φαιδρα, εσυ ξερεις καλυτερα απο που προερχεται ολο αυτο, ιδιοι ειστε!''
Ο Δημητρης δεν πιστευει στα αυτια του. Κυριως γιατι ξερει οτι εχει δικιο. Η μικρη του κορη ειχε -δυστυχως- μια δυσκολια συναισθηματικης εκφρασης.

''Πρεπει να παμε να τις βρουμε και την μια και την αλλη.'' αποφασιζει με στομφο. 
Η Ιφιγενεια κουναει το  κεφαλι της.
''Η Κυβελη θα υστεριαζει καπου και η Φαιδρα θα κανει πραγματα που ξερουμε οτι θα μας νευριασουν, δωσε λιγο χρονο.'' θελει να την βρισει για την απαθεια της, αλλα δεν το κανει.
''Δεν επρεπε να τους πεις για τον Ανδρεα.'' γελασε πικρα.
''Καποια στιγμη επρεπε να μαθουν.''
''Άλλα έλεγες'' αυτο εμοιαζε να κανει την δουλεια.

''Σοβαρα τωρα Δημητρη; Θες να αρχισουμε;'' τον προκαλεσε. Ο αντρας γελασε χλευαστικα.
''Κακη στιγμη, πρεπει να κανω ενα τηλεφωνημα...'' 

Κοιταχτηκαν με νοημα. Ο Δημητρης θα εκανε αυτο που επρεπε ως πατερας και αυτο που απεχθανοταν ως δικαστης, θα εκλεινε τα ματια στην δικαιοσυνη.

---------------------------------------------------------------------------

''Λεγετε.'' η φωνη του, κοφτη αυστηρη και αποτομη, εκανε τον Δημητρη να καυχασει.Κοιταξε την γυναικα του και κουνησε το κεφαλι του αποδοκιμαστικα.Η κορη του ειχε αθλιο γουστο στους αντρες!

''Δημητρης Πολιτης εδω. Νομιζω γνωριζομαστε.'' 
Σχεδον νιωθει το χαμογελο του απο την αλλη γραμμη. Σφιγγει τα χερια του για να μην εκραγει. Νιωθει τα δαχτυλα της Ιφιγενειας να χτυπουν απαλα τον ωμο του. Του ψιθυριζει αηχα να μεινει ηρεμος.
Την κοιτα εκνευρισμενος.
Εχω αλλη επιλογη;

''Μα φυσικα, τι μπορω να κανω για εσας κυριε Πολιτη;'' ο τροπος που διχως ντροπη και με απολυτη ανεση τον ρωτησε κατι τετοιο του προκαλεσε τρομο.

''Μπορειτε να παψετε να στελνετε φωτογραφικο υλικο της κορης μου σε ιδιαιτερες στιγμες σας μαζι της.'' διχως περιστροφες απαντησε.
Τον ακουσε να γελα. Οντως, ο Σπυρος εγειρε προς τα πισω στην καρεκλα του γραφειου του και ηπιε λιγο απο το ποτο του.

''Δεν μου αφησε αλλη επιλογη. Να σας συγχαρω για την ανατροφη που της δωσατε, ειναι ενα αξιαγαπητο πλασμα. Σχεδον μισεις να την αγαπας.'' τονίζει τις τελευταίες λέξεις για να τον φέρει στα άκρα.

Ο Δημήτρης πάλεψε με θεούς και δαίμονες για να μην απαντήσει όπως ήθελε.

"Φαντάζομαι το τέλος του σχεδίου σας είναι αυτό το τηλεφώνημα"
Ακουσε το γελιο απο την αλλη γραμμη.
''Καθε αλλο!'' ο Δελής ξεροβηξε ''Οι συγκυριες βλεπετε...'' το αφησε να αιωρειται. Ο Πολιτης ηταν εξαλλος! Τον κοροιδευε ευθεως!

''Ξερεις οτι μπορω να σε σβησω απο τον χαρτη;  Ουτε η γυναικα σου δεν θα μπορει να σε σωσει.'' γρυλιζει, νιωθει την Ιφιγενεια πισω του να σηκωνεται ορθια.
Ακουει το γελιο του να εντεινεται.
''Ωστε αυτο βγαζει τον Δημητρη Πολιτη εκτος εαυτου, ο φοβος για την κορη του...''
Δεν του απανταει τιποτα.
''Δεν ξερω τι υλικο εχεις, και με τι αθεμιτα μεσα το απεκτησες, αλλα θελω να καταστραφει παντελως.''
''Αυτο σου ειπε η κορη σου; Οτι χρησιμοποιησα δολο; Δεν σου περιεγραψε το ποσο με ηθελε; Το πως με παρακαλουσε; Το οτι χωρισε τον γκομενο της τρεις τεσσερις φορες για μενα; Οτι ηθελε να παντρευτουμε;''
Η Ιφιγενεια δινει στον Δημητρη ενα ποτηρι νερο για να πιει αντι να μιλησει.
Μετρα μεχρι το πεντε του λεει αηχα.

''Για την Κυβελη ησουν ενα λαθος και οι κινησεις σου τωρα το επιβεβαιωνουν, εφτασες μεχρι εδω λοιπον απο την απελπισια σου, πες μου εστω τι θες για να ληξει εδω.'' η φωνη του σταζει φαρμακι.

''Ξερεις τι θελω.'' συριζει ο Σπυρος.
Ησουν ενα λαθος. Τρελαινεται.
''Θες κατι ανεφικτο.''
''Ολα ειναι ανεφικτα μεχρι να τα καταφερουμε'' 
''Φερνεις τον Νελσον Μαντελα στον εκβιασμο σου; Μενω εκπληκτος.'' ειρωνευεται.
''Να ευελπιστω σε μια συναντηση μας...ας πουμε σε πεντε μερες;''θετει σχεδον φιλικα.
Ο Δημητρης του το κλεινει.
Το αιμα του βραζει. 
Ποτέ του δεν ειχε συμπαθησει τον Σπυρο Δελή.  Του προκαλουσε μια ανεξηγητη αντιπαθεια. Πλεον ειχε λογο. Ηθελε εκδικηση. Μα ηξερε καλυτερα απο το να την επιχειρησει.
Ηξερε για το παρελθον.

-----------------------------------------------------------------

''Θες να μιλησεις; Κυβελακι;'' η Φαιη πλησιασε το κρεβατι και καθισε στην ακρη, η Ερμιονη απο την αλλη ανοιξε το φως.
Η κοπελα, φορουσε ακομα την πετσετα γυρω της και με μαλλια να σταζουν ειχε 'χυθει' πανω στο κρεβατι μπρουμυτα. Ειχαν περασει δυο μερες. Σηκωνοταν μονο για να παει στο μπανιο και να φαει. Ο Ορεστης απελπιστηκε, οποτε φωναξε ενισχυσεις.

Μουγγρισε ενα <<οχι>> και σκεπαστηκε καλυτερα. Οι δυο φιλες της κοιταχτηκαν ανησυχα.
Η πρωτη που καλεσε ο βιολιστης ηταν η Φαιδρα, που δεν απαντησε ποτέ. Επειτα μιλησε με την Ιφιγενεια, που μετα μερικων πνιχτων δακρυων τον ρωτησε πως ειναι, και αν θελει να την δει. Η αντιδραση της δικηγορινας μεταφραστηκε με ενα ηχηρο 'Οχι'. 

''Ωραια θες να σηκωθεις εστω; Η Βεατρικη πηρε ενα τελειο βοηθημα πρακτικων.'' προσπαθησε να την δελεασει η μελαχρινη φιλη της. 
Η Κυβελη γυρισε το κεφαλι προς το μερος τους. Τα ματια της ηταν ιδιο χρωμα με ενα ανακατεμενα μαλλια της, οι μαυροι κυκλοι αποτυπωνοντας εντονα στο χλωμο της δερμα και φαινοταν σαν να ειχε να κοιμηθει καιρο.
''Τα παραταω.'' τους ανακοινωσε, υπηρχε κατι στον τονο της που δεν φαινοταν να λυγιζει.

''Παρατας τι;'' η Φαιη αρνειτο να καταλαβει.
''Την νομικη, την παραταω.'' 

Γουρλωνουν τα ματια. Βλεπουν μια καταστροφη να διογκωνεται μπροστα τους.
''Μου κανεις γαμημενη πλακα τωρ-'' Η Φαιη της κανει νοημα να μην συνεχισει. Κοιτα εντονα την κολλητη της.
Αναθεμα και αν δεν ηξερε πως αντιδρουσε σε τετοια περιστατικα, παντα με τον χειροτερο τροπο.
''Πολυ καλα, παμε μεσα εμεις, αν θες κατι, φωναξε...''
Τους γυρισε πλευρο.
Οι κοπελες κοιταχτηκαν.
''Ειναι σαν να βλεπω ενα αυτοκινητο να πεφτει πανω σε εναν τοιχο σε αργη κινηση.'' ειχε πει καποια στιγμη στην Ερμιονη η κοκκινομαλλα.
Το ιδιο θα της ελεγαν τωρα.

''Μπορεις να σταματησεις να τις κοιτας τις αναθεματισμενες;'' η Ερμιονη με νευρο πεταξε τις φωτογραφιες κατω απο το τραπεζι. Ο Βασιλης τις ειχε απλωσει την μια διπλα στην αλλη και τις κοιτουσε, ο Γιαννης το ιδιο.

Ο Ορεστης καθισμενος στην απεναντι πολυθρονα καπνιζε κοιτωντας το κενο.
Ο Κωνσταντινος απεναντι του εμοιαζε χαμενος.

''Φιλε τι θα κανουμε;'' ο Βασιλης δεν μπορουσε να κατανοησει τι συνεβαινε
''Τι να κανει ας πουμε; ''ο  Γιαννης τον ειρωνευτηκε.
''Να πλακωσει στο ξυλο τον θειο του;''
Ο βιολιστης καυχασε. ''Προκλητικα ωραια ιδεα.''
''Ορεστη ξερεις οτι δεν γινεται να προκαλεσεις επεισοδιο, το θεμα ειναι τι θα κανουμε με την Κυβελη...'' η Ερμιονη χαμηλωσε τον τονο της φωνης της, καθισε διπλα στον Βασιλη και κοιταξε αναμεσα τους.
''Φοβαμαι.'' εξομολογηθηκε και η σιωπη που επεσε αναμεσα τους ηταν γνωριμη

--------------------------------------------------------------------

Η Ελενα ηταν ξαπλωμενη στο κρεβατι της εκεινο το μεσημερι. 
Οι γονεις της δεν της ειπαν ουτε κουβεντα. 
Η αδελφη της ειχε κλειστει στο δωματιο της.
Ο Πετρος, η σχεση της, προσπαθουσε να της σταθει, μα κι ο ιδιος φοβοταν, ντρεποταν, θυμωνε.
 Η κολλητη της προσπαθησε να της σταθει, οι φιλοι της προσπαθησαν να καταλαβουν, να μην κρινουν.
Ολοι προσπαθησαν να καταλαβουν.
Μα κανεις δεν θα μπορουσε.

Ηταν ξαπλωμενη στο κρεβατι και του ειχε γυρισμενη πλατη, κουλουριασμενη σε ενα κουβαρακι και σκεπασμενη μεχρι τα αυτια, του ηταν ξεκαθαρο οτι δεν κοιμοταν.
Απεφευγε ωστοσο και να του μιλάει, ή να εχει οπτικη επαφη, ή το οτιδηποτε.
Ο Ορεστης ξεφυσηξε και καθισε καλυτερα στο κρεβατι.

Πηγε 8 το πρωι, και εκλεισε το ξυπνητηρι της, δεν σηκωθηκε για να τρεξει, ουτε την ακουσε να βαζει την καφετιερα σε λειτουργια. Δεν ανοιξε παραθυρα και πατζουρια, δεν σκουπισε μηχανικα με το swiffer.
Η ωρα πηγε 9 και δεν κουβαλησε στο γραφειο του τα βιβλια της σχολης.
Οι δεικτες σημαναν 10 και δεν μπηκε στο δωματιο τους να τον ξυπνησει.

Ηταν  ξαπλωμενη πλαι του. Χαμενη στις σκεψεις και τα συναισθηματα της 
Ντρεποταν. Ισως και να φοβοταν. Δεν μπορουσε να αποκλεισει κατι συνδυαστικο, μα φοβοταν κατι τριτο, μια ερωτικη πικρια.

Την τεταρτη μερα του σκοτους ο Πετρος ελαβε μια κληση απο τον Δημητρη Πολιτη που τον εκανε να χλωμιασει.
Η Κυβελη μπηκε στην κουζινα. Τα μαλλια της ηταν ενας κοτσος που συγκρατουσε εναν αχτενιστο τυφωνα. Αμεσως πηγε στην καφετιερα.
Ο Ορεστης την ακολουθησε στωικα. 
''Καλημερα.'' ειπε ιδιαιτερα ευθυμα. Δεν του απαντησε. Εκνευρισμενη αρχισε να κανει καφε. Πενθουσε για εναν αδελφο που δεν ηξερε οτι ειχε.
"Θες να παμε εξω για πρωινο;'' επεμεινε.
''Οχι.'' μιλησε για πρωτη φορα.
Ο σκυλος μπηκε στην κουζινα και σταθηκε πισω απο τον Ορεστη.

Η Κυβελη πηγε προς το ψυγειο για να παρει γαλα. Ο βιολιστης την ακολουθησε, ο σκυλος το ιδιο.
''Θες να παμε για μεσημεριανο;'' ξαναρωτησε.
''Δεν πειναω.'' τον αποπειρε και εκλεισε με κροτο την πορτα.

Σταθηκε μπροστα στον παγκο και ενιωσε τις δυο παρουσιες πισω της.
Δεν ειχε ενα κουταβι αλλα δυο!

''Θες να παμε μια βολτα με το αυτοκινητο;''
''Οχι.'' ανακατεψε τον καφε νευρικα.

''Θες να παμε με τα παιδια για καφε;'' 
Κινησε να τον προσπερασει μα με εναν ελιγμο βρεθηκε παλι μπροστα της.
Εκανε να φυγει πισω μα ο σκυλος ειχε καθισει παρατηρωντας τους.
Απηυδησε.
''Ελεος!!''

Πηδησε πανω απο το σκυλο και εφυγε απο τον χωρο, εκλεισε την πορτα πισω της με κροτο, βυθιζοντας το σπιτι στην απολυτη σιωπη.

Ο Ορεστης και σκυλος κοιταχτηκαν σαν να μοιραζονταν την αποτυχια  ενος σχεδιου.

Την πεμπτη μερα του σκοτους, ο Ορεστης ελαβε ενα αντιστοιχο τηλεφωνημα απο τον Πετρο και συμφωνησε σε διπλωματια.
Την εκτη μερα του σκοτους η Κυβελη περασε τρεις ωρες να κοιταζει το κενο.
Την εβδομη μερα του σκοτους ανακοινωσε σε ολους οτι παραταει την σχολη και εβαλε τα βιβλια της σε μια κουτα. Δεν δηλωσε μαθηματα για την εξεταστικη του εαρινου εξαμηνου.
Την ογδοη μερα του σκοτους ο βιολιστης στειλε τον σκυλο στους γονεις του και ακολουθησε το ενστικτο του.

''Φευγουμε το απογευμα.'' της ανακοινωνει σοβαρος καθως πετάει μια βαλιτσα πανω στο κρεβατι.
''Τι ; Για που; Ποσο καιρο;'' αυτο φαινεται να την αφυπνιζει.
''Το πρωτο δεν μπορω να στο πω, προφανως εγχωρια, και δεν εχω κλεισει επιστροφη.'' ανασηκωνει του ωμους του χαλαρος, σαν να ξερει οτι βαδιζει σε επικινδυνο μονοπατι.
''Και περιμενεις να ερθω; Χωρις να ξερω που θα μεινω; ή εστω τα βασικα;''

''Θα μεινουμε στο σπιτι μου.Μπορουμε να γυρισουμε οποτε θελεις. Θα παμε με αεροπλανο.''
''Δεν θελω να παω πουθενα.'' δηλωνει και γυριζει απο την αλλη.

''Δεν σε ρωτησα. Εγω θα φυγω, μονη σου δεν μενεις.'' της ξεκαθαριζει 
''Γιατι ; Φοβασαι; '' τον ρωτησε ευθεως.
''Ναι.'' της απαντησε εξισου ευθεως.
''Τι;'' την κοιταζει. Ζυγιζει το βλεμμα της.
Τα κοκκινα ματια, οι μαυροι κυκλοι, ο νεκρος αδελφος, οι γυμνες φωτογραφιες, ο καβγας με την Φαιδρα, ο θυμος του πατερα της, η θλιψη της Ιφιγενειας.
''Οτι θα φουνταρεις απο το μπαλκονι.''

Μορφασε στο άκουσμα της φράσης του. Και αυτός ο μορφασμός ήταν που έδωσε στον Ορέστη μια ανάσα ανακούφισης.
Η Κυβέλη απέρριπτε τον θάνατο, τον απερχοταν.
"Δεν θα φουνταρω." Δήλωσε κάπως εκνευρισμένη.
"Οι άνθρωποι κάνουν πράγματα που δεν θα έκαναν ποτέ όταν είναι απελπισμένοι."
"Αν υπήρχε ο κινδυνος να διαρρεύσει πορνογραφικό υλικό σου σε όλη την Αθήνα τι θα έκανες;"

Ανασηκώνει τους ώμους.
"Θα προχωρούσα μπροστά. Δεν γίνεται να αφήσεις κάτι που δεν μπορεις να αλλαξεις να σου καταστρεψει την ζωη.'' Την εξοργιζει η απλοτητα του.
''Και να μην το αφησω θα με καταστρεψει! Δεν σε ρωτανε πριν.'' απαντησε κυνικα.
''Δεν θα σε καταστρ-''
''Γιατι; Επειδη ο μπαμπας μου θα τον λαδωσει; Επειδη ο δικος σου θα επεμβει;'' ρωταει γεματη παραπονο. Ειναι οργισμενη, ντροπιασμενη.

Ο Ορεστης την κοιταξε ανεκφραστος.
''Θα εχουμε ολο τον χρονο να γκρινιαξεις για τις αδικιες της ζωης, δεν την αφησες την σχολη;''ρωταει καυστικα.
Η Κυβελη νιωθει ενα τσουξιμο.
''Ναι.'' μουρμουριζει δειλα.

Ατονα ετοιμαστηκε. Στο μυαλο της δεν επαιξε καν σεναριο για τον πιθανο προορισμο τους. Κοιταξε το κινητο της διπλα στο κομοδινο. Κλειστο και απενεργοποιημενο εδω και μια εβδομαδα της ειχε γινει μια μεγαλη απειλη.
Φοβοταν οτι μια μερα θα το ανοιγε και θα εβλεπε παντου τον εαυτο της.

Η ωρα ηταν 5 οταν ο Ορεστης μπηκε στο δωματιο για να ντυθει. Εφτιαξε βαλιτσα σε πεντε λεπτα και της εκανε νοημα να σηκωθει. Φορεσε να γυαλια ηλιου της, πηρε τα ακουστικα, μασκα και την τσαντα της και αποχαιρετησε το διαμερισμα.
Πισω δεν αφησε τιποτα, ωστοσο η καρδια της ηταν θρυμματισμενη στο στηθος και εκοβε σε κομματια την σαρκα της.

Δεν ηθελε να φυγει. Μα δεν ηθελε ουτε και να μεινει.
''Εισαι ετοιμη;'' ο Ορεστης της απλωσε το χερι και ανοιξε την πορτα.
Οχι, ετοιμη δεν ηταν. Ενιωθε ομως οτι μονο εκεινον θα μπορουσε να ανεχτει, στην αγκαλια του αφηνοταν, ηταν ο εαυτος της.
Ο Ορεστης κοιτουσε το σκοταδι της καταματα και δεν τρομαζε. Γιατι;

----------------------------------------------------------------------------

Το αεροπλανο εφτασε στην Σαντορινη 45 λεπτα αργοτερα. Η ελλειψη θαυμασμου της δεν πτοησε τον Ορεστη που απλως την εβαλε στο ταξι και την πηγε στο λιμανι.
Εκει, περιμενε ενας κυριος, μαλλον ντοπιος, που φαινοταν να γνωριζει την οικογενεια του βιολιστη και τους οδηγησε σε ενα σκαφος.
''που παμε;'' ψιθυρισε μα δεν της απαντησε επιτηδες τιποτα.

Καταμεσης του πελαγους η Κυβελη ενιωσε την αναγκη να κλεισει εντελως το κινητο της.
Ενιωθε να ασφυκτια. Η αποφυγη της να μιλησει με τους γονεις της και κατ'επεκταση να αντικρισει την αληθεια καταματα της προκαλουσε απλως περισσοτερο αγχος.

Το ταχυπλοο μια ωρα αργοτερα επιασε λιμανι. Καθ'ολη την διαρκεια οι δυο αντρες συνομιλουσαν ευθυμα. Ο 'καπετανιος' εμοιαζε ενθουσιασμενος με την αφιξη τους και ελεγε οτι τους περιμεναν για φαγητο με την πρωτη ευκαιρια.
Στο παρκινγκ του μικρου, σχεδον ερημικου νησιου, υπηρχε ενα αυτοκινητο. Λιγο αφοτου μπηκαν μεσα οι δυο τους η κοπελα εχασε την υπομονη της.
''Θα μου πεις επιτελους;'' απηυδησε.

Ο Ορεστης χαμογελασε παιχνιδιαρικα. Τα λακκακια του της δημιουργησαν ταχυκαρδια.
''Κυβελακι κανε λιγη υπομονη.''
Κατεβηκε μια μικρη πλαγια, που εβγαζε στην θαλασσα, και ενα πετροκτιστο, λευκο σπιτι, που εμοιαζε με ανακαινισμενο αρχοντικο.
''Φτασαμε!'' βγηκε εξω και πηρε βαθια ανασα. Εξεπεμπε ενα φως που δεν μπορουσε να αγνοησει. Λες και ανηκε εκει.

Κοιταξε γυρω της. Ηταν ενα νησι, ησυχο, λευκο, με ξηρους θαμνους και γαλαζοπρασινα νερα.
Το σπιτι διπλα στην θαλασσα εμοιαζε καινουργιο αλλα παραδοσιακο. Ηταν μια εναλλαγη λευκου τοιχου και πετρας.
Της ανοιξε την πορτα που ετριξε ελαχιστα.  Το εσωτερικο, σαφως πιο μοντερνο μα μινιμαλιστικο, εμοιαζε με ενα σπιτι που θα ζουσε ο Ορεστης. Πετρινες λευκες επιφανειες και ξυλινα πατωματα, μεγαλα καθετα παραθυρα και μπεζ καναπεδες, ελαχιστα διακοσμητικα.
Ενιωθε μια ηρεμια περιεργη.
Τα τζιτζικια απεξω συνεθεταν το καλοκαιρι, το θαλασσινο αερακι που αναδευοταν χαιδευε το δερμα της, και το αρωμα του καλοκαιριου γεμιζε τους πνευμονες της με καθαρο οξυγονο.

Μαγεμενη κοιτουσε γυρω της.
Το νερο στα πενηντα μετρα γυαλιζε κατω απο τον ηλιο. Εβλεπε πιο πολλες αποχρωσεις του μπλε απο οσες μπορουσε να μετρησει. Η χρυση αμμος την καλουσε να βυθισει μεσα τα ποδια της.

Που βρισκομαι;

Απεκλεισε πολλα μερη. Η παραλια μπροστα στο σπιτι αποκλειεται να ηταν ιδιωτικη, μα ηταν αδεια. Δεν ειχε ξαναδει μερος οπως αυτο ποτέ της.Δεν εμοιαζε με τα συνηθισμενα νησια που ειχε επισκεφθει.

Ενιωσε τον Ορεστη να στεκεται πισω της. Ο βιολιστης περασε το χερι του γυρω απο την μεση της και την κολλησε πανω στο στερνο του. Ακουμπησε τα χειλη του στον ωμο της και φιλησε απαλα. Τον ευχαριστουσε ιδιαιτερα το υφος της. Λατρευε να την βλεπει να κοιτα αχορταγα γυρω γυρω.
Η κοπελα γυρισε προς το μερος του. Το μαυρο την ειχε καταπιει, μα κατι μεσα της ελαμπε.
''Ορεστη...που ειμαστε;''
Το γαλαζιο διπλα στο νερο ηταν εντονο, ενω το πρασινο γυαλιζε. Της χαμογελασε.
Το γελιο του απελευθερωσε μια δοση κανελας που χρειαζοταν πιο πολυ απο οτι πιστευε.

Ο ζεστος ηλιος, η γαλαζια θαλασσα, η απαλη αμμος, η μυρωδια του αλατιου στον αερα, η κανελα να καιει το αυτι της, το χερι του γυρω της.
Θα ορκιζομουν οτι ειμαστε...
''Στον παραδεισο δικηγορινα.'' τα γενια του γαργαλουν τον λαιμο της.
''Καλως ηρθες στην Αναφη Κυβελη μου.'' η φωνη του δενει το στομαχι της κομπο.

Η ωρα ηταν λιγο μετα τις 8, ο ηλιος εδυε, οι μουσες τραγουδουσαν εναν τελευταιο σκοπο κι ο Απολλωνας αφηνε πλαι του την λυρα του κοιτωντας τον ηλιο να γλυφει τα πορτοκαλί νερα.
Το φεγγαρι χαιδευε τις βουνοκορφες και η Αφροδιτη μολις που ειχε κανει διαβαση στον ηλιακο δισκο.
Οι τρεις μοιρες αφησαν κατω τις κλωστες, γιατι σε αυτη την ιστορια, η μοιρα ηταν δευτερη. 
Η τυχη ομως, η Εχιδνα της σκληρης πραγματικοτητας, συμπληρωνε μια εξισωση ανιση.

Η Αναφη δεν ηταν μονο προορισμος, ηταν και αφετηρια. Εκει ο Ορεστης θα κατακτουσε ενα καστρο απορθητο, μα και θα εφτανε στο εσχατο σημειο.
Θυμασαι τι δεν υπαρχει μετα το εσχατο σημειο;
Επιστροφη.




Ωρα 00:49.
Εχει αργησει, αλλα τον περιμενω.
Νυσταζω, ηταν να βγω, αλλα εμεινα μεσα, για να ειμαι εδω οταν ερθει.
Βαζω ενα ποτο οσο περναει η ωρα. Θυμαμαι πως δεν εχω φαει, μα δεν κανω κινηση να βαλω νερο στην κατσαρολα, το στομαχι μου εχει γινει κομπος.
Ο γειτονας του πανω οροφου κανει παρτι και ημουν καλεσμενη, μα δεν πηγα.Τον περιμενω.

Ωρα 00:55.
Χτυπαει το κουδουνι.
Πεταγομαι ορθια κλεινοντας την τηλεοραση, δεν κοιτουσα καν ετσι κι αλλιως.
Με καθε μου βημα το σπιτι φωτιζεται σε καθε γωνια.
Του ανοιγω την πορτα, με αρπαζει και με φιλαει. Τυλιγω τα χερια μου γυρω απο τον αυχενα του, πισωπατω και ανταποδιδω.
''Πεινας;'' με ρωταει, και ξαφνου ναι, πειναω, πολυ.
''Μετα.''
Με τραβαει μεσα, σχεδον δεν παταω στο πατωμα.

''Μετρουσα τις ωρες.'' παραδεχομαι, τον βλεπω να μειδιαζει. Το ξερει!
''Συγγνωμη αν σε εκλεισα μεσα Σαββατο βραδυ.'' μονολογει.
''Μην λες βλακειες! Δεν ειχα τιποτα καλυτερο να κανω.'' απαντω ειλικρινα, τιποτα δεν εμοιαζε καλυτερο απο αυτο.
Κλεινει το φως, μα το φως δεν φευγει.

Με πεταει ανασκελα στο κρεβατι και γελαω με την εκφραση του. Εχει μια πρωτογονη αυρα.
''Κλεισε την πορτα.'' διαταζω μεσα απο μια κοφτη ανασα.
Να μεινει ο ερωτας μας στους τεσσερις τοιχους, να μην φθαρει.

Μου ανοιγει τα ποδια.Παραμεριζει το εσωρουχο σκιζοντας το λιγο.
Αναριγω,  παλλομαι.

Το αχρηστευει και το πετα στην ακρη.
Τον θελω και θελω να με θελει πιο πολυ.

Βαζει τα ποδια μου πανω στους ωμους του και ριχνω το κεφαλι προς τα πισω.
Το προσωπο του αναμεσα στα σκελια μου αποτυπωνει κινησεις που συνθετουν μια ηδονη πρωτογνωρη.

Ο ανεμιστηρας του δινει ρυθμο, με στελνει στον παραδεισο.
Η ωρα ειναι 01:03, τον παρακαλαω να με αγγιζει.
Περιμενα ολη μερα γι αυτο.
Ενδιδω.

Ανεβαινει πανω μου. Με φερνει στα ακρα, οπως ξερει οτι θελω να κανει, με ορμη, σκληροτητα, ενδομυχη τρελα.
Ιδρωνω. Θολωνουν ολα γυρω μου. Τρεμω.

Η ωρα ειναι 01:39 οταν τελειωνει. Τελειωνω- μα τι ευτυχια- δεκα λεπτα αργοτερα.
Ξαπλωνει διπλα μου, στο πλαι, ξερει οτι δεν μου αρεσουν οι αγκαλιες. 
Με κοιτα με εκεινα τα ματια που σκοτωνουν, αναβει τσιγαρο οσο εγω παλευω να βρω την ανασα μου.

Η ωρα ειναι 02:05 οταν ακομα τα ματια μου δεν εχουν κλεισει, τον κοιταζω να κοιμαται, να αναπνεει βαθια και να σμιγει τα φρυδια.
Τον ξυπναει το εντονο υφος μου.
''Τι εγινε;'' με ρωτα βραχνα.
Καταλαβαινει οτι κλαιω την ιδια στιγμη που το καταλαβαινω κι εγω. 

Κουναω το κεφαλι μου αρνητικα. Δεν θελω να του πω και το ξερει. Δεν με αγγιζει, μοναχα γυριζει στο πλαι και με κοιτα να παιρνω μικρες ανασες κοιτωντας τον ανεμιστηρα.
''Δεν μπορω να φανταστω τον εαυτο μου οταν χωρισουμε.'' ψιθυριζω.
Τον ακουω να γελαει. Οι αυτοκαταστροφικες μου σκεψεις ανεκαθεν του προκαλουσαν γελιο.

Με τραβαει προς το μερος του ωστε να τον κοιτω. Τα ματια που αγαπησα γιατι ειδα μεσα τους το πιο ζωωδες εγω μου τωρα αντανακλουν εναν πολιτισμο απιαστο.
''Κλεισε τα ματια και παψε να υποκυπτεις στα παιχνιδια που παιζει το μυαλο σου, θα σε καψει να το ξερεις.'' διαταζει και ακουμπα το χερι του στην κοιλια μου. 
Ξαπλωνει ακουμπωντας με απαλα. 
Δεν αφηνει το βλεμμα του απο πανω μου.

''Κοιμησου.'' προσταζει.

Θα μπορουσα να φαω, να βγω εξω, να παω σε παρτι με φιλους. Θα μπορουσα να διαβαζω για την σχολη μου, ή να βλεπω την ταινια που αφησα μιση, ωστοσο κλεινω τα ματια και βυθιζομαι σε εναν υπνο γλυκο πλαι του.

Γιατι δεν εχω τιποτα καλυτερο να κανω.

Τα παιχνιδια του μυαλου δεν με εκαψαν τοτε, αλλα δυο χρονια αργοτερα.
Οταν εκεινος, για να μην με καψει παλι απο το φως της ενωσης μας, εγινε σκια και με στοιχειωνε στα σκοταδια μου.

Και Θεε μου...ποσο αγαπησα το σκοτεινο παιχνιδι του υποσυνειδητου μου, τον πανεμορφο εφιαλτη που το μυαλο μου μου χαριζε για να επιβιωσω αλλο ενα βραδυ αχρειαστου φωτος.

Να ερχεσαι, να τρυπωνεις για λιγο στα σκοταδια μου και να με κοιτας. 
Να ερχεσαι για να ζω.

Ακους;






Ciao Bellas!!!

Τι κανετε πως ειστε;
Το καλοκαιρι σιγα σιγα τελειωνει...

Εχω τρομερο διαβασμα και γενικα μου επεσαν λιγο πολλα. Αλλα δεν πειραζει! Θετικη ενεργεια και αισιοδοξια...ολα θα γινουν.

Το κεφαλαιο πως σας φανηκε;

Θα επεκτεινω τις διακοπες μας. Παμε Αναφη!

Παραλληλα σας δειχνω την ιστορια του Δημητρη και της Ιφιγενειας.

Ε δειχνω και λιγο Σπυρο...

Αλλα εχω την Κυβελη που δεν ειναι καλα και εναν βιολιστη τρελαμενο.

Αφιερωμενο στην _universum 
(Οταν φτασεις εδω θα περασει καιρος. Θα κρατησω την υποσχεση μου. Στο ορκιζομαι Νουλα μου )

Σας αγαπω πολυ και μου λειπετε!

xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top