Η πιο όμορφη θάλασσα(Τέλος Μέρους ΙΙΙ : Έν τέλει ήν το πάν)
Θα γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο.
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε στο 'χω πει ακόμα.
Nâzım Hikmet
Το ζευγάρι στο απέναντι διαμέρισμα είναι δυο τυχαίοι άνθρωποι, που τυχαία μια μέρα γνωρίστηκαν, τυχαία ερωτεύτηκαν και τυχαία επέλεξαν ένα σπίτι σε έναν όροφο, σε μια πολυκατοικία σε μια περιοχή κοντά στην δουλειά του ενός.
Μόνο αυτά έγιναν τυχαία στην σχέση τους. Όλα τα άλλα ήταν επιλογή.
Να καβγαδίζουν δίχως υποχώρηση, επιλογή.
Να επιμένουν και να μην μιλιούνται για μέρες, επιλογή.
Να αγαπιούνται κάθε μέρα που περνάει, επιλογή.
Να μην φεύγουν στα δύσκολα, επιλογή.
Αυτός κι εκείνη λοιπόν.
Δεν θα σου πω τα ονόματα τους, άλλωστε δυο τυχαίοι άνθρωποι δεν είναι;
Αυτή με ένα πτυχίο σε κάτι που αγαπά και εν μέσω ενός δύσκολου μεταπτυχιακού, δουλεύοντας σε ένα μπαρ, παράδοξο αν σκεφτείς ότι αν ήταν πίνακας θα ήταν ζωγραφισμένη με παστέλ χρώματα, γεμάτη όνειρα και προσδοκίες.
Εκείνος λίγο μόνο πιο μεγάλος, κάνοντας τα πρώτα βήματα της καριέρας του σε κάτι που η καλή του ούτε καταλαβαίνει ούτε αγαπά, αποδεικνύοντας πόσο διαφορετικοί είναι.
Μα αγαπιούνται με τρέλα!
Τους έχω δει να καβγαδίζουν για ώρες, να στριφογυρίζουν γύρω από ένα θέμα, τους ακούω να εκσφενδονίζουν διάσπαρτες κατηγορίες, λέξεις που χάνονταν στην απόσταση ανάμεσα στα διαμερίσματα μας.
Αυτός να περνάει τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του, να φεύγει από το σαλόνι, να πηγαίνει μέσα, δεν το έχω δει ποτέ αυτό το μέσα, και να ξαναγυρνάει. Αυτή να κλαίει από τα νεύρα και την ένταση, να νευριάζει που έφτασαν εκεί, πάλι.
Να αναρωτιέται, γιατί δεν επιλέγουμε αυτούς που θα ερωτευθούμε; Τι ευτυχία που θα ήταν...
Και έπειτα εκείνη να βγαίνει για τσιγάρο, στο δεύτερο αυτός -επιτέλους- να ανοίγει την μπαλκονόπορτα, να της παίρνει τον θάνατο από τα χέρια αγανακτισμένος, κι ύστερα την ίδια αγκαλιά.
«Μωρό μου παρατήρησες ότι ο απέναντι βρήκε κοπέλα; Μετακόμισαν μαζί.» φαντάζομαι πως του είπε εκείνη άξαφνα ένα απόγευμα, όταν καθισμένοι στο μπαλκόνι αυτή κάπνιζε κοιτώντας αφηρημένα τους γείτονες, ενώ αυτός έκανε δουλειά στον υπολογιστή.
«Πως να παρατηρήσω τους απέναντι; Σάμπως κάθομαι καθόλου στο μπαλκόνι;»
Στριφογύρισε τα μάτια στην κυνικότητα, εκείνη ήταν γεμάτη όνειρα και ρομαντικές ιστορίες, τις έπλαθε στο μυαλό της καθώς προχωρούσε στον δρόμο, όσο ήταν στο τρένο, στο λεωφορείο, στην στάση.
«Ο βιολιστής απέναντι ποια να βρήκε άραγε;» Αναρωτήθηκε ψιθυριστά. Δεν ήταν μυστικό άλλωστε ότι το αγόρι της τον ζήλευε τον απέναντι, που κουρτίνες δεν τραβούσε και μπλούζα δεν φόραγε. Έδιναν και έπαιρναν οι σόλο συναυλίες στην γειτονιά -εν άγνοιά του- και το σπίτι του; Μα τι τιμή, είχε προνομιακή θέση.
«Αυτή σπουδάζει νομική.» Του είπε ένα μεσημέρι, αυτός γύρισε από δουλειά και εκείνη μόλις είχε ξυπνήσει, διάβαζε ένα βιβλίο στον καναπέ και παράλληλα είχε ανοιχτό το ραδιόφωνο.
Έσμιξε τα φρύδια του.«Πού το ξέρεις εσύ κυρία μου;»
Χαμογελάει με εκείνο το χαμόγελο που φώτιζε τις μέρες του.
«Μου το είπε η κυρία Ρίτσα.»
Ήταν η νύχτα του ατυχήματος.
«Οι απέναντι λείπουν από χθες.» Τράβηξε ελαφρώς τις κουρτίνες για να επιβεβαιώσει για εκατοστή φορά αυτό που έλεγε.
«Έχεις φάει κόλλημα με τους απέναντι.»
Και πέρασαν δυο μέρες.
«Στο είπα ότι κάτι έχει γίνει! Ατύχημα είχαν!»
Σήκωσε το βλέμμα από τον υπολογιστή.
«Και μετά λες για την κυρία Ευδοκία, χειρότερη έχεις γίνει με την καραντίνα, και πόσο είμαστε μέσα; Μια εβδομάδα; Λιγότερο»
Τον απαξιεί και τραβάει το βλέμμα πάλι στο παράθυρο.
«Χορεύουν στο σαλόνι.» ένα βράδυ του γκρινιάζει. Έχει κουλουριαστεί στον καναπέ όσο εκείνος απλωμένος στην απέναντι πλευρά κάτι γράφει μανιωδώς στον υπολογιστή του.
Ανασηκώνει το βλέμμα από την οθόνη και την κοιτά, ερωτοπαρμένη να χαζεύει με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.
Το αγαπούσε αυτό σε εκείνη, την απόλυτη πίστη της στον έρωτα, ενώ τον είχε ήδη γευτεί.
«Πήραν σκύλο οι απέναντι!»
«Την κουβαλάει σπίτι μεθυσμένη! Θεέ μου τι αστείο.»
«Λείπουν, το ξέρεις;»
Ο σύντροφος της τα είχε παρατήσει, δεν θα την έπειθε άλλο ότι αυτό δεν ήταν υγιές.
«Ναι, πήγαν διακοπές, εμείς πότε θα κλείσουμε να πάμε;» της γκρίνιαξε.
Μα εκείνη δεν του έδωσε σημασία, λάτρευε τις αυγουστιάτικες νύχτες της Αθήνας, κι έπειτα, δεν άλλαζε το χωριό της με κανένα! Δεν θα πήγαινε δυο-τρεις-δέκα μέρες;
Εν μέσω μιας καραντίνας απρόβλεπτης και ατελείωτης, η κοπέλα του ζούσε δυο μισές ζωές, την μισή δική της που στερήθηκε από τον ιό, και την μισή των απέναντι, που ΄κρυφάκουγε΄ τις ζωές τους και παρατηρούσε από μια γωνιά.
Τρεφόταν από την ευτυχία τους, την γέμιζε, της έδινε ελπίδα και κουράγιο. Αυτή η αγάπη που κοιτούσε μέσα από τις γρίλιες τρεφόταν από φως, αυτοί οι δυο απέναντι έκαναν καλό ο ένας στον άλλον, ανανέωναν στην πίστη της στον κόσμο.
Ώσπου ένα βράδυ, λίγο αφότου άλλαξε ο χρόνος, άλλαξαν τα πάντα.
Έκαναν ρεβεγιόν στο σπίτι, λίγοι φίλοι και οικογένεια, εκείνη μαγείρευε από το πρωί, αυτός είχε παραγγείλει για καλό και για κακό και τα είχε κρυμμένα στο ντουλάπι.
«Μωρό μου είναι όλα τέλεια.» την έπιασε από την μέση και την φίλησε στο μάγουλο τρυφερά.
Δεν τον κοίταξε. Το βλέμμα της ήταν σκαλωμένο στο απέναντι παράθυρο. Το ακολούθησε εκνευρισμένος.
«Έλεος πια ρε-» η φωνή του έσβησε.
Κανείς δεν έδωσε σημασία, που να ήξεραν την 'ένοχη απόλαυση' τους στην καραντίνα;
Ο απέναντι έκλαιγε στην αγκαλιά της. Μα δεν ήταν απλό, δεν ήταν κάτι αθώο, δεν φαινόταν για μια κακοτυχία απλή. Το στομάχι της σίγουρα εκείνη την στιγμή γύρισε ανάποδα, γιατί αν κάτι ήξερε από τους τόσους μήνες που τους παρακολουθούσε ήταν ότι ανάμεσα τους υπήρχε πάντα φως.
Οπότε δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί,
Πού πήγε ξάφνου το φως;
------------------------------
Ο Ορέστης είχε χρόνια να καπνίσει συστηματικά. Εντάξει, λίγο μαύρο για συγκέντρωσή δεν μετρούσε! Ούτε εκείνα τα δυο τρία τσιγάρα που έκανε στις δύσκολες μέρες του.
Κάπνιζε 10 την μέρα στην καλύτερη, τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να μακραίνουν πάλι, τα δάχτυλα του γίνονταν όλο και πιο επιδέξια στην τέχνη του, το μυαλό του επέπλεε πάνω στις νότες και οι ανάσες του συγχρονίζονταν με την μουσική. Μπορεί να μην το ήξερε ακόμα, αλλά βρισκόταν στα πρόθυρα της πιο ένδοξης εποχής της καριέρας του.
Ωστόσο όλα τα αλλά ήταν επίπεδα και πλέον δεν το κρατούσε καν κρυφό. Οι παλιές του παρέες στην Νέα Υόρκη το απέδιδαν σε ερωτική απογοήτευση. Ο Steve, ο πιο πιστός και παλιός του φίλος εκεί ήταν ο μόνος που έμαθε για τον χαμό της Ιασμης, την οποία είχε γνωρίσει κιόλας τις παλιές ένδοξες μέρες της σχέσης τους. Δεν ενέκρινε την Κυβέλη. Δεν την είχε δει ποτέ του για να έχει κάτι προσωπικό, μα του φαινόταν αδιανόητη η πιθανότητα να έβρισκε ο Ορέστης κάποια τόσο καλή όσο η Ιασμη.
Κάποια να ταιριάζει τόσο όσο με την Ιασμη.
Κάποια να τον αγαπάει τόσο όσο τον αγαπούσε η Ιασμη.
Ο Steve, όπως θα δούμε και αργότερα, αποτελεί τρανό παράδειγμα της χρυσής θεωρίας υπ'αριθμόν 18: Παράλληλες ζωές.
Το τηλέφωνο του χτύπησε όσο έκανε ακόμα πρόβα. Άγνωστος αριθμός. Τεμπέλικα το έβαλε ανάμεσα στον ώμο και το αυτί του και κινήθηκε στην κουζίνα για να φτιάξει άλλον έναν καφέ.
«Hello?»
«Βλέπω έχεις γίνει ένα με την ξένη κουλτούρα.» ο αυστηρός, τέρμα ειρωνικός τόνος του Δημήτρη Πολίτη έκανε με μιας τα νεύρα του κόμπους.
«Καλημέρα και σε εσένα.» με έναν γρήγορο υπολογισμό κατάλαβε ότι εκεί ήταν επτά το πρωί.
«Ξέρεις τι μέρα είναι;»
«Τρίτη.» απάντησε με θράσος.
«Μην με εξοργίζεις!» ο άντρας μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του καθώς οδηγούσε γρήγορα στους άδειους δρόμους της Κηφισιάς.
«Μην με ρωτάς τα αυτονόητα.» αντιγύρισε και ανακάτεψε με ένταση τον καφέ.
Αν τους παρατηρούσες δίχως να τους ξέρεις, οι κινήσεις τους είχαν κάτι παρόμοια νευρικό. Ο Δημήτρης παίρνει μια βαθιά ανάσα. Το μαλακισμένο τον έβγαζε έξω από τα ρούχα του! Και δεν είχε καμιά σχέση με την πρώτη σχέση της κόρης του, τον αθώο 17χρονο που δεν τον κοιτούσε στα μάτια, ή έπειτα τον συνομήλικο άντρα που του έκλεινε το μάτι καθώς τον ανάγκαζε να παρανομήσει.
«Ο μεγαλύτερος μου φόβος Ορέστη είναι μη τυχόν δυστυχήσουν οι κόρες μου.» του δηλώνει, κάνοντας τον να ξεφυσήξει. Είχε κάνει τον καφέ αφρό από το ανακάτεμα.
Τον πέταξε εκνευρισμένος στον νεροχύτη και έβγαλε άλλη μια κάψουλα.
«Είναι βασανιστήριο για έναν γονιό να βλέπει το παιδί του να κάνει λάθη δίχως να μπορεί να το σταματήσει. Γιατί αν σας σταματήσουμε τότε είμαστε τύραννοι. Όμως δεν υπάρχει πράξη ελέγχου ενός γονέα που αγαπάει που να μην κρύβει πίσω του αυτό τον φόβο. Φοβάμαι μην πληγώσω την Έλσα με την κυνικότητα μου, φοβάμαι μην χαραμιστεί η Φαίδρα, και τρέμω, τρέμω Νικολαϊδη, μην πάρει η Κυβέλη κάτι λιγότερο από όσα της αξίζουν, μην συμβιβαστεί, ή ακόμα χειρότερα, μην πειστεί ότι τόσο αξίζει και της αρκεί.»
Ο μονόλογος του δεν τον άφησε ασυγκίνητο, ήξερε, ότι το 'πιο λίγο' ήταν εκείνος. Απλά κανείς δεν του το είχε πει μέχρι τότε.
«Γιατί μου τα λες όλα αυτά Δημήτρη;» τον ρωτά αδιάφορα, άψυχα.
«Γιατί εσύ δεν της αξίζεις.» δίχως περιστροφές του λέει. Χλευάζει.
«Αλίμονο. Κανείς δεν αξίζει στην κόρη σου.»
«Όχι βασικά, όχι κανείς, απλά κανένας έως τώρα, και σίγουρα όχι ένας παρατημένος από την ζωή.» τον σκώπτει.
Ο Ορέστης σχεδόν αναφωνεί, το δηλητήριο περνάει μέσα από το τηλέφωνο.
«Ξέρεις ότι έγινα πρώτος κορυφαίος; Για ποια παραίτηση μου μιλάς;» περηφανεύεται μα οι λέξεις βγαίνουν με απαξία.
«Και παρατάς την θέση σου για να γυρίσεις πίσω.» ο Δημήτρης σχεδόν ακούγεται απογοητευμένος.
«Υποσχέθηκα.» απαντά ο βιολιστής.
«Μόνο κακό θα της κάνεις.»
«Που ξέρεις εσύ τι της κάνει καλό και τι όχι;»
«Θα γυρίσεις και απλά θα της αποδείξεις ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει, γιατί εγώ μαθαίνω και ξέρω ότι είσαι όπως πριν, ακόμα δεν έχεις γίνει καλά. Και η Κυβέλη ελπίζει και περιμένει, και καλώς ή κακώς τον πρώτο καιρό ήταν χάλια μακριά σου, μα τώρα είναι καλά, πέρασε ο καιρός και κατάλαβε τον λόγο που έφυγες, ωρίμασε η ιδέα μέσα της. Θα γυρίσεις και θα ξεχάσει τα πάντα, και μετά εσύ θα ξαναφύγεις, κι εκείνη θα πρέπει να τα περάσει όλα πάλι από την αρχή. Γιατί να το κάνεις αυτό;»
Δεν απαντάει για λίγο, μόνο η ανάσα του ακούγεται από την άλλη γραμμή.
«Μερικές φορές αναρωτιέμαι αλήθεια, προτιμάς τον Σπύρο μαζί της; Τόσο πολύ με αντιπαθείς;»
«Αυτό που σου είπα Νικολαϊδη, πρόσεξε τα επόμενα σου βήματα.» τον απειλεί.
«Επιβιβάζομαι σε λίγες ώρες, σε κλείνω, τα λέμε Αθήνα.» το κάνει κυρίως για να τον τσιγκλήσει, και του κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα.
-------------------------------
Κολωνάκι.
-Τι ώρα πετάς;
-9 το πρωί. Της είχε απαντήσει.
Με λίγη τύχη στις 7 παρά θα ήταν στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ η ορκωμοσία της άρχιζε στις 7.
Κλασικός Ορέστης, να προλάβει οριακά, στο τσακ τα πάντα, τελευταία στιγμή.
Σφουγγάριζε με μανία εν τω μεταξύ. Μην έρθει ο βιολιστής και δεν βρει το σπίτι καλύτερα από όταν το άφησε. Ξεσκόνισε το δώρο του, εκείνον τον δίσκο που την γέμισε ελπίδα τότε, μα ποτέ δεν άνοιξε, Περίμενε εκείνον, να τον ακούσουν μαζί, να δημιουργήσουν πάνω στις νότες κοινές αναμνήσεις.
Έφτασε η στιγμή!
Η μέρα είχε μια γλυκόπικρη αύρα τελείωσης, έπαιρνε επιτέλους πτυχίο! Τα πιο δύσκολα και απαιτητικά χρόνια έκλειναν με μια υπέροχη ανταμοιβή, ενώ παράλληλα μια νοσταλγία κάλυπτε σαν μανδύας την χαρμόσυνη μέρα, δεν θα ήταν πια φοιτήτρια. Οι πραγματικές υποχρεώσεις άρχιζαν, μα ένιωθε έτοιμη. Τόσους μήνες μόνο ονειρευόταν, περίμενε, και αναλογιζόταν. Ήξερε τι ζωή ήθελε να έχει, και αυτή περιελάμβανε την άσκηση του επαγγέλματός της, τους φίλους, την οικογένειά της, τον Ορέστη. Μόνο αυτός έλειπε για να ολοκληρώσει το παζλ της ευτυχίας της.
20 : 00
Βγήκε από το κτίριο και τον έψαξε με το βλέμμα της, δεν ήταν πουθενά. Ήταν εκεί όμως όλοι! Όλοι, εκτός από την Ερμιόνη, την αδελφή της...και εκείνον. Ο Βασίλης είχε φτιάξει πανό!
Η κολλητή της έπεσε πάνω της να την αγκαλιάσει ενθουσιασμένη.
«Τώρα έχουμε όλοι πτυχίο!!» την έπιασε από τους ώμους και την ταρακούνησε, μάλλον για να της το υπενθυμίσει.
«Ναι!» προσπάθησε να χαμογελάσει, το στήθος της έκαιγε.
Οι γονείς της πήραν σειρά, η μαμά της είχε βουρκώσει και φαινόταν να είχε μαζέψει ήδη πολλά δάκρυα. Την αγκάλιασε τρυφερά.
«Πήρες πτυχίο αγάπη μου, πόσο περήφανη είμαι!» την έσφιξε πάνω της. Από το τρέμουλο της Ιφιγένειας η καρδιά της σκίρτησε.
Κι εκείνη ήταν περήφανη για τον εαυτό της! Πολύ! Αλλά πόσο βάραινε την καρδιά της η απουσία του...
Θα έρθει, στο διαμέρισμα, μετά.
20:20
Είχε οργανώσει μια μικρή γιορτή στο σπίτι, με φαγητό, κοκτέιλ, μουσική και το κλιματιστικό στο τέρμα. Ήταν για μια δυο ώρες, μέχρι να βγουν έξω για φαγητό, όπου ο πατέρας της είχε κάνει κράτηση για 10 άτομα στην ταράτσα γνωστού εστιατορίου με θέα την Ακρόπολη.
10 άτομα γιατί θα είναι και εκείνος.
«Πώς νιώθεις;» ο Γιάννης της χαμογέλασε, φανερά περήφανος και ενθουσιασμένος για εκείνη. Τον κοίταξε δίχως να μπορεί να κρύψει την απελπισία της.
Πού είναι;
21:00
Έπρεπε να είναι εδώ.
Δοκίμασε να τον καλέσει. Καμία απάντηση.
Που είσαι; Του έστειλε. Καμία απάντηση.
Η καρδιά της ολοένα και επιβράδυνε, έχανε χτύπους ασύστολα,
Δεν θα έρθει.
Η φράση αυτή, φτιαγμένη από τις φωνές των γύρω της ηχούσε από παντού. Δεν σήκωσε το βλέμμα ψηλά, δεν άντεχε να αντικρίσει τον οίκτο τους, την λύπηση στα μάτια τους.
Δεν ήρθε; Το μήνυμα της Ερμιόνης από την Δανία ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Δεν την χωρούσε το σπίτι.
Μα φυσικά! Το σπίτι! Αυτό το ηλίθιο διαμέρισμα, το προσωπικό της κολαστήριο!
Θα ήθελε πολύ αυτή η σκέψη να ίσχυε, μα ακόμα και την ύστατη στιγμή δεν μπορούσε να σκεφτεί άσχημα το σπίτι στο Κολωνάκι.
Δεν θα έρθει.
Δεν θα έρθει.
Από την άλλη άκρη του σαλονιού οι γονείς τους προσποιούνταν ότι μιλούσαν μεταξύ τους για κάτι άσχετο και μάλλον ευχάριστο, μα είχαν τα βλέμματα τους στηλωμένα πάνω της. Περίμεναν ένα μικρό νεύμα, αρκούσε.
Συνάντησε το σκούρο και αυστηρό ύφος του πατέρα της, γεμάτο από όλα τα «Στα λεγα» του κόσμου.
«Κυβέλη.» η Φαιή έσπευσε να την πλησιάσει. Η κολλητή της σχεδίαζε να την πάρει μακριά από εκεί. Οι φίλοι τους κοιτιούνταν μεταξύ τους, περιμένοντας την Κυβέλη να ξεσπάσει σε κλάμματα.
«Όλα καλά.» απάντησε κοφτά και σήκωσε τα μάτια στο ύψος της κοπέλας απέναντί της.
Κενά. Απελπισία στο τίποτα.
Έσκυψε προς το μέρος του μεσαίου μεγέθους σκυλιού που δεχόταν όλο λαχτάρα τα χάδια του Κωνσταντίνου στον καναπέ και το κράτησε στην αγκαλιά της. Άρπαξε το κινητό της και την τσάντα της. Πλησίασε τους γονείς της, ο πατέρας της ήταν έτοιμος να κάνει ο, τι του ζητήσει.
«Θέλω.» η φωνή της βγήκε τρεμουλιαστή, ψιθυριστή και ξέπνοη. Θα έκλαιγε.
Θα επέστρεφε, το είπε. Το υποσχέθηκε θα επέστρεφε.
«Τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου.» απευθύνθηκε στην μαμά της.
«Να πάρετε τις κούτες που έχω στο πατάρι και να μαζέψετε όλα μου τα πράγματα, δεν θα ξαναπατήσω εδώ μέσα.»
Η Ιφιγένεια έγνεψε συγκαταβατικά και βιαστικά της έδωσε τα κλειδιά. Αντανακλαστικά ο πατέρας της την έπιασε τον καρπό ακινητοποιώντας την. Κοιτάχτηκαν έντονα για λίγο.
«Το νου σου.» Θα έκλαιγε, εκείνος φοβόταν μην γίνει τίποτα χειρότερο.
Η Κυβέλη καύχασε.
«Λίγο αργά για αυτό, δεν νομίζεις;» ειρωνεύτηκε.
«Τα πράγματά σπίτι σου...εκει θα μείνω.» τους ανακοίνωσε, προς έκπληξη και των δυο.
«Γιατί όχι με εμένα; Ή με την Φαιή;» η Ιφι δεν μπορούσε παρά να αναρωτηθεί.
Η κοπέλα ξεφύσηξε εξαντλημένη. Είναι ανάγκη να το κάνουμε τώρα αυτό;
Το κλίμα ολοένα και πιο αποπνικτικό γινόταν. Την λυπούνταν.
Καημένη Κυβέλη, τον περίμενε να γυρίσει και εκείνος δεν επέστρεψε ποτέ.
Δύσμοιρη Κυβέλη, την κορόιδεψε. Έπαιξε με τα συναισθήματά της.
Σαν να προσπαθούν να μην έχουν αποτυπωμένο στο κούτελο τους ένα μεγάλο λυπάμαι. Σαν να έψαχναν τρόπο να της χρυσώσουν το χάπι, να της πουν ότι όλα θα πάνε καλά, ότι πρόκειται για παρεξήγηση.
Όχι Κυβέλη, δεν είναι έρωτας δίχως ανταπόκριση.
Όχι δεν είσαι κορόιδο, πάλι.
Θα κλάψω.
Με τον σκύλο στην αγκαλιά της να έχει βολευτεί πάνω στο τσαλακωμένο πλέον κουστούμι της βγήκε από το σπίτι κρατώντας ένα σωρό πράγματα και δεν ήξερε που θα πήγαινε. Η αρχική ιδέα ήταν μια μεγάλη, ατελείωτη βόλτα μέχρι τον Πειραιά και πίσω, έως ότου ξεμουδιάσει.
Ίσως να έτρωγε και Mc Donald's, με ένα μεγάλο μιλκσεικ βανίλια, της άξιζε! Αποφοίτησε με 8! Σήμερα. Και γλυκό της άξιζε, κάτι σοκολατένιο, ένα ωραίο φρέσκο εκλαίρ σοκολάτα, ή καλύτερα μια γόνδολα προφιτερόλ!
'Η και τα δυο!
Κάθε μπουκιά της φαινόταν πιο πικρή από την προηγούμενη και ένας κόμπος την εμπόδιζε να καταπιεί. Ηταν μια ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να σκάσει.
Υποσχέθηκες Ορέστη.
-----------------------------------
«Εντάξει μετά από αυτό αν δεν κάνει εκούσια εισαγωγή σε κέντρο ψυχοθεραπείας θα είναι θαύμα.» η Ιφιγένεια πλένει τα τελευταία ποτήρια. Ο Δημήτρης έχει γείρει στον τοίχο κοιτά έξω από το μπαλκόνι αφηρημένος τον ουρανό.
«Αηδίες, μια χαρά θα είναι.» μουρμούρισε και έχωσε τα χέρια στις τσέπες.
Ανάθεμα σε Ορέστη!
«Ήταν το τελευταίο άτομο που πίστευα πως θα την πλήγωνε.» η γυναίκα άφησε τις σκέψεις της να πλεύσουν στην ατμόσφαιρα, και φάνηκε να εκνευρίζουν τον πρώην άντρα της.
«Σιγά τον άγιο!» γύρισε προς το μέρος της να την κοιτάξει.
«Απλά κοίταξε την πάρτη του Ιφιγένεια, και η κόρη μας θα πρέπει να κάνει το ίδιο, πήρε πτυχίο ευτυχώς, και τώρα θα μπορώ να την βοηθήσω παραπάνω!»
Η Ιφιγένεια στριφογύρισε τα ματιά και άρχισε να σκουπίζει ένα πιάτο.
«Μήπως να της παίρναμε δώρο ένα εισιτήριό για Παρίσι; Να πάει στην Φαίδρα;»
Καύχασε.
«Ναι βέβαια! Και να επιστρέψει με έναν τρελό Γάλλο ζωγράφο! Να με αποτελειώσεις θες;» στον σοβαρό του τόνο η γυναίκα δεν άντεξε και έπνιξε ένα γελάκι.
Σιωπή βύθισε το διαμέρισμα.
«Δεν το πιστεύω ότι πρέπει να χτυπήσουμε στην κουτσομπόλα απέναντι για να δούμε τι είναι δικό του...» αναθεμάτισε.
Μισή ώρα αργότερα και τρεις κούτες γεμάτες ρούχα και αναμνήσεις το πρώην ζευγάρι υπό τις αναλυτικές οδηγίες της κυρίας Ριτσας ξεχώριζαν τα Cd. H κοκκινομάλλα ένιωθε την ερώτηση να γρατζουνά την άκρη της γλώσσας της και να παρακαλά να ελευθερωθεί.
Αυτή ίσως να είναι η τελευταία σου ευκαιρία! Πότε άλλοτε θα μπορέσεις να μάθεις;
Ο Δημήτρης έβλεπε την μάχη πίσω από τα μάτια και της καθώς σήκωνε το προτελευταίο κουτί την αγριοκοιταξε. Μην τολμήσεις, δεν θα φύγουμε ποτέ από εδώ.
«Να σε ρωτήσω κάτι Ριτσα;» Η Ιφιγένεια πήρε το θάρρος και ρώτησε καθώς έβαζε σε μια κούτα τα βιβλία της κόρης της.
Η γειτόνισσα έγνεψε, μη ξέροντας τι έπεται.
«Τι σχέση είχε η Κυβέλη με τον Ορέστη;» ο Δημήτρης την κεραυνοβολεί. Πώς μπόρεσε να ρωτήσει κάτι τόσο αδιάκριτο; Έπιανε τον εαυτό του να νιώθει άβολα, αυτό του έλειπε! Να μάθει και τι φύσεως σχέση είχε η κόρη του με τον τσαρλατάνο!
Άλλωστε τώρα τέλος, χώρισαν, ο, τι έγινε έγινε...
«Γονείς της είστε, φαντάζομαι ξέρετε καλύτερα από εμένα.» διπλωματικά απάντησε η γυναίκα, που δεν ένιωθε την οικειότητα να μοιραστεί κάτι.
Η Ιφιγένεια στριφογύρισε τα μάτια εκνευρισμένη.
«Σίγουρα. Απλά επειδή εσύ είσαι και λίγο κ-» ο πρώην άντρας της ξερόβηξε.
«Επειδή είστε λίγο πιο κοντά, εννοεί η Ιφιγένεια, τους ζούσατε καθημερινά, όλο και κάτι παραπάνω θα γνωρίζετε.» καλύπτει όπως όπως την παρολίγον προσβολή της γυναίκας δίπλα του.
Εκείνη όντως άρχισε να αναθαρρεύει.
«Πάντως φαινόταν ήρεμη σχέση, η Κυβέλη είναι κάπως νευρική, αλλά ο Ορέστης ήταν ήρεμος.» επίτηδες είπε η Ιφιγένεια, κάνοντας την Ριτσα να γουρλώσει τα μάτια.
«Ε όχι δα και ήρεμη σχέση!!» αναφωνεί με μια ανάσα.
«Για αυτό σε ρωτάμε, τώρα που εληξε...» κάνει μια παύση, ο πόνος στα μάτια της κόρης της την έσκιζε στα δυο.
«Δεν θα αλλάξει κάτι, αλλά να ξέρουμε ως γονείς με τι έχουμε να κάνουμε.» ο Δημήτρης τελειώνει την πρόταση της.
Γνέφει θετικά, σαν να συμφωνεί με τον εαυτό της ότι θα πει πολλά, αλλά για καλό σκοπό.
«Ίσως χρειαστεί να καθίσετε για αυτό, θα πάρει ώρα.» έκανε την αρχή και κάθισε στην γκρι πολυθρόνα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους.
Κοίτα τι έκανες τώρα! Θα φύγουμε βράδυ από εδώ! Την μάλωσε με ένα αυστηρό βλέμμα.
Γιατί; Είχες κανονίσει να βγεις; Απαξίωσε εκείνη.
«Όταν μετακόμισε για πρώτη φορά εδώ ο Ορέστης δεν έμενε καθόλου σπίτι, μόνο για να κοιμηθεί και να κάνει πρόβα αργά το βράδυ, κάθε μέρα ήταν έξω, από το πρωί μέχρι σχεδόν το ξημέρωμα. Η Κυβέλη έμεινε μαζί του για πρώτη φορά τον Μάρτιο, με την πρώτη καραντίνα, εκεί κατάλαβα για τα καλά τι θέμα υπήρχε.» κάνει μια παύση, οι γονείς της κοπέλας ανησυχούν, μα πιο πολύ για έμφαση το έκανε η γειτόνισσα.
«Τρελαμένος από έρωτα! Δεν έβγαινε από το σπίτι!»
Ο Δημήτρης νιώθει άβολα με την συζήτηση.
«Εντάξει είχαμε και απαγόρευση κυκλοφορίας...» το μετριάζει.
«Ένα βράδυ ξεκίνησε με τα πόδια με τον σκύλο μες την βροχή και περπάτησε μέχρι τα Εξάρχεια για να πάει να την δει. Πιστέψτε με αν ήθελε να βγαίνει θα έβγαινε, Ορέστης είναι αυτός.»
Η Ιφιγένεια είχε ένα μικρό μελαγχολικό χαμόγελο, ο τρόπος που εκείνη η γυναίκα, μιλούσε για τον έρωτα της κόρης της την πήγαινε πολύ πίσω. Ο Δημήτρης πάλι ανησυχούσε, αλλά αυτό δεν είχε αρχίσει τώρα.
«Αυτό δείχνει τρέλα δεν δείχνει έρωτα, μόνο κουβέντες ήταν άλλωστε, φάνηκε!» τον κατηγορεί κάτω από την ανάσα του.
Η Ριτσα κουνάει το κεφάλι της.
«Δεν ξέρω, πάντως εγώ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα σε ανθρώπους, κι εμείς ερωτευτήκαμε! Αλλά έτσι; Το ζήλεψα πολύ...» τους εξομολογείται, αν και ακόμα δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι όλα τελείωσαν.
Ο Δημήτρης βλέπει την Ιφιγένεια να συμφωνεί με μεγάλα ερωτευμένα μάτια, νιώθει πανικό. Δεν του έφτανε η κόρη του που ήταν στα όρια νευρικού κλονισμού, θα είχε και εκείνη;
«Πολλοί ερωτεύονται, με πάθος με μανία, με έρωτα. Το έχουμε δει, εξου και τα εγκλήματα πάθους!» το μετριάζει κι άλλο, αν αυτό είναι εφικτό.
Οι δυο γυναίκες σχεδόν ταυτόχρονα τον αγριοκοιτάζουν και η Ρίτσα πίνει λίγο από το χαμομήλι της για να συνεχίσει.
«Υπήρχε αγάπη, σχεδόν εξαρχής, ήταν κάτι πολύ τρυφερό και πως να το πω βρε παιδί μου...» το σκέφτεται λίγο, πριν αναφωνήσει.«Φωτεινό!» βρίσκει την λέξη.
«Γιατί και οι φίλοι τους, αυτή η Ερμιόνη με τον πως τον λένε...» προσπαθεί να θυμηθεί.«Τον Βλάση; Τον Βασίλη; Με αυτόν τέλος πάντων, και αυτοί αγαπιούνται αλλά είναι άλλο πράγμα τελείως.»
«Επειδή δεν τσακώνονταν θα τους δώσουμε και βραβείο σχέσης τώρα.» ειρωνεύεται ο Δημήτρης. Η Ρίτσα γελάει.
«Δεν τσακώνονταν; Αυτοί οι δύο; Τι να σου λέω! Χάος! Μαζί δεν κάνανε και χώρια δεν μπορούσαν.»
Ο άντρας σμίγει τα φρύδια. «Μα εσύ δεν είπες ότι η σχέση τους...»
Η γυναίκα γελάει, η Ιφιγένεια κρέμεται από τα χείλη της.
«Η σχέση τους; Ποια σχέση; Τραγωδία σκέτη!»
«Η Κυβέλη πάντα τσακωνόταν μόνη της, αυτός γελούσε, την αγνοούσε, την άκουγα να φωνάζει, βέβαια, τουλάχιστον όσες φορές τσακώνονταν μπροστά μου-που δεν τις λες και λίγες- πάντα την κατάφερνε, στα πάντα, και σχεδόν ποτέ δεν είχε άδικο.»
«Απλά ήταν- είναι- διαφορετικοί άνθρωποι, ο Ορέστης χαλαρός και ζεν, με ένα σχέδιο ζωής επ'αοριστον, και η Κυβέλη στην τσίτα, για να εκπληρώσει κάθε βήμα και κάθε λίστα με πράγματα που έχει να κάνει, τους έχω μελετήσει πολύ καλά.»
«Και ήταν δηλαδή ευτυχισμένοι θέλετε να μας πείτε.» αμφισβητεί ο Πολίτης.
«Καλέ ναι! Ο Ορεστακος ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά όταν επέστρεφε σπίτι σε εκείνη, με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά.» χαμογελάει κάπως ερωτοπαρμενα.
«Και εσείς όλα αυτά που τα βλέπατε;» ο Δημήτρης δεν είναι εντυπωσιασμένος.
Καυχασε «Από το ματάκι προφανώς! Από που αλλού;»
«Ναι σωστά, τι ρωτάω και εγώ.» ειρωνεύεται.
«Την αγαπούσε ε;» η Ιφιγένεια σπάει την σιωπή της.
Η Ριτσα σοβαρεύει, σαν να θέλει πιο πολύ να πείσει την γυναίκα απέναντι της από ότι τον Δημήτρη.
«Πάρα πολύ, την κοιτούσε και έλαμπε ολόκληρος, ακόμα και όταν ήταν χάλια.» τους διαβεβαιώνει, σαν να εξαρτάται από εκείνους το αν θα είναι μαζί.
«Καλά τότε..» ο Πολίτης πάει να επέμβει μα δεν τον αφήνει.
«Ακόμα και τότε, δεν λέω ότι ήταν καλά, ή της φερόταν καλά, αλλά όταν την κοιτούσε εγώ το έβλεπα, από εκείνη κρατιόταν, για αυτό και βεντουζωθηκε πάνω της όταν πέθανε η Ιασμη.» ψιθυρίζει.
Οι δυο πρώην σύζυγοι κοιτάχτηκαν, πόσα ήξερε πια εκείνη η γυναίκα που αυτοί οι δυο αγνοούσαν;
«Και η Κυβέλη τον λάτρευε, απλά με τον τρόπο της, ξέρετε πιο...» προσπαθεί να το θέσει ευγενικά.«Πιο αυστηρά, πιο τρομαγμένα μάλλον, φοβόταν μην την πληγώσει, γιατί ένιωθε πολύ μάλλον.» συμπεραίνει.
Για λίγο δεν μιλάει κανείς.
«Κρίμα να καταλήξουν έτσι, θα ορκιζόμουν ότι αυτοί οι δυο θα έμεναν μαζί, είχαν αυτό το κάτι.»
«Το είχαν όντως!» συμφωνεί η κοκκινομάλλα.«Το είχα παρατηρήσει κι εγώ!»
«Αλίμονο.» μουρμούρισε ο Πολίτης
«Είχαν βρε παιδί μου αυτή την έλξη...αυτό το ...» η Ριτσα έψαχνε τις λέξεις μα η γυναίκα απέναντι της είχε πιάσει το νόημα.
«Ακριβώς! Τρελαμένα παιδιά, ξέρεις πόσες φορές με ξύπνησαν το βράδυ; Καβγάδες, φωνές, γέλια, μουσική, ας μην μιλήσω για τις φορές που η κόρη σας τα έτσουζε και αυτός την κουβαλούσε σπίτι χαζογελώντας.» στένεψε τα ματιά μα είχε ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη, σαν να της έλειπε ήδη.
«Ήταν η παρέα μου...» το ψιθύρισε σχεδόν αυτό, με ένα βλέμμα γεμάτο μελαγχολία.
Βάρυνε κι άλλο το κλίμα.
«Εντάξει τι να κάνουμε τώρα; Αυτά έχει η ζωή, οι μεγάλοι έρωτες δεν φοράνε νυφικό.» η Ιφιγένεια προσπαθεί να ελαφρύνει την κουβέντα, ο Δημήτρης την κοιτά μπερδεμένος.
«Κανόνισε αυτά να λες και σπίτι.» την προειδοποιεί και σηκώνεται όρθιος. Αρχίζει πάλι να βάζει βιβλία στις κούτες ενώ οι δυο γυναίκες τον κοιτούν εμβρόντητες.
Δεν ξέρουν για την συζήτηση του με τον Ορέστη, ούτε ότι ο Δημήτρης έμεινε έκπληκτος από την απόφαση του να μείνει εκεί.
Περίμενε μέχρι και την τελευταία στιγμή τον βιολιστή της κακιάς ώρας να καταφτάσει στην Αθήνα με το ύφος του νικητή, και η κόρη του να τον δεχτεί πίσω με ανοιχτές αγκάλες.
Μα ο Δημήτρης αγνοούσε την θεωρία του χάους. Οι αρχικές μεταβλητές καθορίζουν το τέλος, κι αν το καλοσκεφτεις, το τέλος είχε φανεί ήδη από την αρχή, απλά αρνείτο να το πιστέψει.
Κι αν μπορώ να σου πω κάτι για αυτό το τέλος, είναι ότι δεν έχει καμία σχέση με αυτό που πίστευε ότι θα είναι.
Στις 11 το βράδυ η πόρτα του διαμερίσματος έκλεισε.
---------------------------------------------------------------------------------
Πίσω στο σπίτι στην Κηφισιά, η Κυβέλη έβλεπε ταινία με την Ελσα. Δηλαδή, πιο πολύ κοιτούσε το κενό παρά έβλεπε. Το μυαλό της ακόμα βούιζε. Η Σοφία είχε προσφερθεί να της φτιάξει οτιδήποτε τραβούσε η όρεξη της, μα εκείνη αρνήθηκε ευγενικά.
«Κυβέλη;» η μικρή της αδελφή την ταρακούνησε, βγάζοντας την από τις σκέψεις της.
«Ναι αγάπη μου;» προσπάθησε να χαμογελάσει.
«Θα μείνεις μαζί μας δηλαδή λίγες μέρες;» ρώτησε όλο ελπίδα και ανυπομονησία. Αυτό έκανε όντως την κοπέλα να χαμογελάσει.
Με ένα της νεύμα το κοριτσάκι πανηγύρισε και την αγκάλιασε σφιχτά στριγγλιζοντας. Δεν άντεξε, γέλασε. «Μου είχες λείψει πολύ.» μουρμούρισε πριν στρέψει το βλέμμα πάλι στην ταινία.
Κι εμένα μου έχω λείψει... αναλογίζεται πριν συμμαζέψει τον εαυτό της.
Στο κινητό της τον μπλοκάρει από παντού, Το επόμενο κιόλας πρωί θα άλλαζε αριθμό, θα έβγαζε τα πράγματα από τις κούτες και θα άρχιζε να συζητάει με τον μπαμπά της για την πρακτική και την δουλειά. Το επόμενο πρωί υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα έφτιαχνε την ζωή της από την αρχή, πως θα ζούσε για εκείνη. Όλα το επόμενο πρωι...μεχρι τότε όμως, προλάβαινε να θρηνήσει τον χαμένο της έρωτα λίγο ακόμα, να σκεφτεί γιατί δεν άξιζε μια εξήγηση, ένα γιατί, έστω μια συγγνώμη.
Δεν ήταν κάτι ανθρώπινο;
Οπότε μέσα της εκείνο το βράδυ σπάραξε από το παράπονο, ξέσπασε σε λυγμούς, σαν να έσταζε οινόπνευμα σε ανοιχτή πληγή ούρλιαζε στο κενό.
Ένιωθε ένα κομμάτι της, ένα πολύ τρυφερό και ευαίσθητο μέρος του εαυτού της, να σκληραίνει και να θρυμματίζεται.
Κράτησε την ανάσα της μέχρι να πονέσει.
Και περάσαν 2,5 χρόνια.
«Πάλι τσακώνονται;» Την ρώτησε ένα βράδυ από μόνος του όταν την είδε να ανάβει τρίτο τσιγάρο στην σειρά. Έμοιαζε να ανησυχεί.
«Κι εμείς τσακωνόμαστε» μουρμουρίζει με τα μάτια κολλημένα απέναντι.
«Εμείς αγαπιόμαστε.»
«Κι αυτοί αγαπιούνται.» αντιλέγει, κάνοντας τον να χλευάσει.
«Και εσύ που το ξέρεις;»
«Τσακώνονται σαν εμάς, μόνο άνθρωποι που αγαπιούνται τσακώνονται έτσι.» τον διόρθωσε, έμοιαζε αγχωμένη. Αγχωμένη για δυο αγνώστους.
«Είσαι παράλογη!» της φώναξε ένα βράδυ, εν μέσω ενός καβγά.
«Μην. Ακυρώνεις. Αυτό. Πού, Νιώθω!» αντιγυρισε ανάμεσα σε κοφτές ανάσες. Ήταν στα όρια της. Εκείνο το βράδυ θα χώριζε, το είχε πάρει απόφαση.
Πως άντεχε να είναι με κάποιον τόσο αναίσθητο και κυνικό; Έξαλλη βγήκε στο μπαλκόνι και βρόντηξε την πόρτα πίσω της. Στο πρώτο της τσιγάρο κοιτούσε το πάτωμα προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό της. Είχε κρύο έξω.
Σήκωσε το βλέμμα και είδε την απέναντι, την κοιτούσε ήδη, σαν μήνες τώρα να έκαναν αμφότερες το ίδιο πράγμα, να τρυπώνουν η μια στην ζωή της άλλης. Κοιτάχτηκαν στα ματιά, μπορεί να απείχαν μέτρα ολόκληρα αλλά θα ορκιζόταν ότι τα ματιά της κοκκινομάλλας απέναντι έβλεπε κενό.
Ξάφνου ένιωσε ευγνώμων για τα δάκρυα της, τα δάκρυα είναι αλμυρό νερό από ελπίδα.
Ήταν ξημέρωμα όταν άκουσε ένα ασθενοφόρο. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και εκείνος μαζί της.
«Τι έγινε;» ρώτησε έτοιμος να αμυνθεί. Περάσαν δυο μέρες με κουρτίνες κλειστές.
Εκείνος μια μέρα έφυγε. Δεν κατάλαβαν ποτέ το γιατί, ούτε τον λόγο που εκείνη έμεινε πίσω. Χώρισαν; Καβγάδισαν;
Και κάθε βράδυ την έβλεπαν να αφήνει στο σαλόνι ανοιχτό το φως για εκείνον.
Η κοπέλα ένιωθε ότι το έκανε γιατί περίμενε τον βιολιστή, μην γυρίσει και βρει σκοτάδι.
Έβρισκε στην κίνηση αυτή της γειτόνισσας της μια σπαρακτική ελπίδα που την διέλυε.
Γιατί να μην μπορούμε να πάψουμε να αγαπάμε κάποιον που δεν μπορούμε να έχουμε;
Και περνούσαν οι μήνες, μπαινοέβγαιναν πολλοί στο διαμέρισμα εκείνο στο Κολωνάκι, πότε η κυρία Ριτσα, πότε οι φίλοι της κοπέλας, πότε μια μελαχρινή που αργότερα θα μάθαινε από τις γειτόνισσες ότι είναι η αδελφή της. Όλοι κάποια στιγμή κάθισαν στον χαρακτηριστικό γκρι καναπέ του σαλονιού απέναντι, μα τίποτα δεν γέμιζε το κενό εκείνου, που άφησε το σπίτι στοιχειωμένο.
Δεν ήξερε κανείς τι του συνέβη, η γειτόνισσα ήπιε το αμίλητο νερό και η υπόλοιπη γειτονιά μιλούσε για κατάθλιψη.
Ήταν Σεπτέμβρης, 11 η ώρα το βράδυ, έκανε το τελευταίο της τσιγάρο στο μπαλκόνι, γερμενη στα κάγκελα περίμενε σχεδόν υποσυνείδητα την δικηγορίνα να γυρίσει, έπαιρνε πτυχίο εκείνη την μέρα, την πληροφόρησε για αυτό η κυρία Ριτσα.
Είδε την γειτόνισσα στο διαμέρισμα να μιλάει με ένα ζευγάρι μεσήλικες, να μαζεύουν πράγματα, να τα βάζουν σε κούτες. Όχι όλα, μόνο μερικά.
«Μωρό μου θες να παραγγείλουμε;» πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση της και το ακούμπησε χαμηλά στο στομάχι της, την φίλησε απαλά. Η καρδιά της φτερούγισε.
«Διαλέγω εγώ!» συμφώνησε αμέσως.
Ήταν μια το βράδυ, έβλεπαν μια ταινία, της χάιδευε τα μαλλιά τεμπέλικα και εκείνη είχε γλαρώσει στην αγκαλιά του. Αφηρημένα κοίταξε απέναντι, το μάτι της έτοιμο να δει το απόλυτο σκοτάδι στην γειτονιά, με μοναδική εξαίρεση εκείνο το φως των απέναντι.
Ανακάθισε απότομα.
Εκείνος ακολούθησε το βλέμμα της. Έμειναν με τα ματιά στηλωμένα στο κενό.
Είχαν περάσει μηνες...
Μα κοιτά να δεις που τελικά ο, τι αρχίζει, τελειώνει...
«Το φως στο απέναντι διαμέρισμα..» ψιθύρισε και με το δάχτυλο έδειξε απέναντι.
«Εσβησε»
Με κοιτάς αναψοκοκκινισμένη. «Δεν...δεν ήθελα να παραβιάσω..»
Και γελάω, ίσως μετανιωμένη που σου τα είπα όλα αυτά. Εγώ άφησα τις κουρτίνες μου ανοιχτές, εγώ σε προσκάλεσα να κρυφοκοιτάξεις στην ζωή μου!
Και άθελα σου, με έβαλες και εσύ κατά κάποιο τρόπο στην δική σου ζωή. Με άφησες να μαντέψω και να υποθέσω για όσα αγαπάς και αντιπαθείς, για τις συνήθειες και τις ένοχες απολαύσεις σου.
«Οπότε γιατί με κάλεσες εδώ απόψε;» με ρωτάς.«Για να μου πεις ότι τόσο καιρό με παρακολουθεις και σε παρακολουθώ;»
Χαμογελώ προσπαθώντας να μην βουρκώσω. Κοιτάς ακόμα γύρω σου, το αγνωριμα οικείο διαμέρισμα το ξέρεις ίσως και καλύτερα από εμένα.
«Σε κάλεσα γιατί σου αξίζει η αλήθεια.»
Οι ζωές μας είναι μπλεγμένες με τρόπους περίπλοκους και ειρωνικούς. Νόμιζες ότι ζούσες την ιστορία αυτή από μακριά, αόρατη σε μια γωνιά στην άκρη του διαμερίσματος, και αναρωτιοσουν, μα ποια είναι αυτή απέναντι που μου περιγράφεις; Ποια είναι τόσο κοντά μα και τόσο μακριά ταυτόχρονα;
Το ζευγάρι στο απέναντι διαμέρισμα θα μπορούσε να είναι δυο οποιοιδήποτε άνθρωποι.
Μα δεν είναι.
Κι αυτό γιατί απέναντι ζεις εσύ.
Σε κάλεσα λοιπόν μέσα στην νύχτα, αφότου πέρασες μήνες να κρυφακους την ζωή μου, για να σου πω ότι είδες άθελα σου την υπέροχη αρχή και την χαοτική μέση του έρωτα της ζωής μου.
Και τώρα είμαστε εδώ. Έφτασε το τέλος, στο είχα πει, εν τέλει ην το παν.
Σου μίλησα πολύ, μα σίγουρα θυμάσαι ότι αυτή η ιστορία είχε Ενεστώτα με πεταλούδες στο στομάχι, Παρατατικό με ανοιχτές πληγές, και Μέλλοντα με άρωμα παρελθόντος.
Η θεωρία του χάους εφαρμόστηκε.
Μα ξεχνάς κάτι.
Ο χρόνος είναι αιώνιος, το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον κυλούν ταυτόχρονα, εξ'ου και...χάος.
Καλώς ήρθες λοιπόν στον επίλογο.
Μέρος IV: Η χρονική ταύτιση συναντά την θεωρία του χάους.
Ή αλλιώς: Η εκλογή του Ηρακλή.
Ciao Bellas!!
Καλο καλοκαιρι!!
Για εμενα αρχισε πριν λιγες μερες! Τωρα μονο δουλευω, δεν διαβαζω...αυτο εννοω! Γραφω ομως πολυ.
Παρτε 5000 λεξεις για αρχη, και το επομενο γραφεται ηδη.
Παμε να τελειωσουμε πριν το τελος του καλοκαιριου;
Ο Επιλογος ερχεται σε 10...
Πως σας φανηκε;
Ο Ορεστης δεν γυρισε.
Και περασαν 2.5 χρονια.
Καντε επαναληψη, θα την χρειαστειτε.
Πειτε μου πως περνατε και που θα πατε διακοπες, σας εχω χασει.
Σας αγαπω πολυ πολυ πολυ ....πααααρα πολυ!
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top