Δεν αγαπά πραγματικά όποιος δεν αγαπά για πάντα.
Καλύτερα να σ' αγαπούν στην κόλαση παρά να 'σαι χωρίς αγάπη στον παράδεισο.
Μαρσέλ Ζουαντό, 1888-1979
Απρίλιος 2023
Ο χρόνος μοιάζει να κυλάει βασανιστικά αργά όταν περιμένεις κάτι να συμβεί, μα σαν αφεθείς στο πέρασμα του σε κοροιδευει, γλιστραει κάτω από τα δάχτυλα σου και χάνεται πριν καν το καταλάβεις.
Ήταν δύσκολα πολύ, στην αρχή τουλάχιστον.
Δεν περνούσε μέρα που να μην τον σκεφτεί, έστω και λίγο, στιγμιαία, η μορφή του ξεπηδούσε στο μυαλό της, και όπως κάθε μεγάλη ήττα, έτσουζε.
Ήταν μάταιο να απαγορεύσει στον εαυτό της να τον σκέφτεται, ήταν παντού! Στα στέκια της, στα πρόσωπα των φίλων της, στο γάβγισμα της Λαίδης. Ακόμα και στα ρούχα της ντουλάπας της ήταν μπλεγμένο το άρωμα του.
Είχαν περάσει όμως χρόνια, και δεν τον είχε δει, απέφευγε κάθε αναφορά, συνάντηση, τηλεφώνημα. Άθελα της είχε προκαλέσει μεγάλο κακό στον εαυτό της γιατί ουκ ολίγες φόρες, όταν η σκέψη της την τραβούσε μακριά αναρωτιόταν, πως θα διαχειριστώ αν μια μέρα βρεθεί μπροστά μου;
6. 30 πμ.
Η Κυβέλη χαριτολογούσε λέγοντας ότι έχει δυο ξυπνητήρια, ένα στο κινητό της και ένα στα σκυλιά της, την Λαίδη, την μικρή τζιντζερ αγάπη της, και -μάντεψε- τον Αλήτη, το γκρι καφέ αδέσποτο που μάζεψε πριν έναν χρόνο. Ανέβαιναν στο κρεβάτι της, παρά τον αυστηρό κανόνα να μην το κάνουν, και την ξυπνούσαν κλαίγοντας ή γαβγίζοντας για να βγουν βόλτα.
Έτσι κι εκείνο το πρωινό, έτρεχε πλάι στο δυο σκυλιά και άκουγε από τα ακουστικά της μουσική θαυμάζοντας παράλληλα την ατονία της πόλης το ξημέρωμα.
Η Αθήνα ξυπνούσε νωρίς αλλά στις 7 παρά η γειτονιά της ήταν έρημη και σιγά σιγά αποκτούσε την ζωντάνια που αγαπούσε.
Έτρεχε αυστηρά τέσσερα με πέντε χιλιόμετρα, ίσα ίσα για να μην νιώθει τύψεις για το φαγητό και τον γλυκό καφέ που θα κατανάλωνε την υπόλοιπη μέρα.
Το κινητό της χτύπησε όταν έφτασε ξέπνοη και ιδρωμένη στην πολυκατοικία της. Τα δυο σκυλιά αδημονουσαν να μπουν στο δροσερό σπίτι της και να πιουν από ένα μπολ νερό οπότε δεν έδειξαν καμιά κατανόηση στην ανάγκη της να σταματήσει για να απαντήσει στην κλήση ενώ ψάχνει τα κλειδιά της.
«Καλήμερα μπαμπά.» ήξερε ποιος ήταν πριν καν το δει, μόνο ένας άνθρωπος ήταν ξύπνιος τέτοια ώρα.
«Καλήμερα Κυβέλη μου, πως είσαι;» την ρώτησε απαλά, ήταν μια μικρή καθημερινή συνήθεια που την γέμιζε αγάπη για τον πατέρα της.
«Καλά, έχω πολλή δουλειά σήμερα και είμαι ξύπνια από νωρίς.» τον πληροφόρησε.
«Είμαι σίγουρος ότι θα τα πας περίφημα, αρκεί να είσαι συγκεντρωμένη στον στόχο σου.»
Χαμογέλασε ασυναίσθητα και την ίδια στιγμή η Λαίδη τράβηξε το λουρί προς το μέρος της πόρτας, αγριοκοίταξέ το σκυλί και στερεώνοντας το τηλέφωνο στον ώμο και το αυτί της ξεκλείδωσε την πόρτα.
Ξάφνου της ήρθε η αναλαμπή.
«Καλή τύχη με την ομιλία σήμερα, πως νιώθεις που επιστρέφεις στον τόπο του εγκλήματος;» χαριτολόγησε καθώς περπατούσε στην λευκή είσοδο της πολυκατοικίας ολοταχώς προς το ασανσέρ για τον πέμπτο όροφο.
«Ανάθεμα και αν θυμάμαι πως να πάω!»
Άκουσε τον πατέρα της να γελάει, ακόμα και τώρα, παρέμενε ένας γοητευτικός άντρας, και αν αυτό δεν το αποδείκνυαν τα βλέμματα που εισέπραττε, το αποδείκνυε ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε το δεύτερο κατά σειρά διαζύγιο του.
Ήταν μια βόμβα που έσκασε άξαφνα το περσινό καλοκαίρι εν μέσω των διακοπών τους στα Κουφονήσια. Η Κυβέλη είχε πάει διακοπές μαζί με το ζευγάρι και την Ελσα για να περάσει λίγο παραπάνω χρόνο με την αδελφή της.
Εκεί, σε μια έξοδο τους και ενώ η Ελσα έπαιζε με τα παιδιά στην πλατεία απέναντι από το μαγαζί τους, η Σοφία και ο Δημήτρης κοιτάχτηκαν στα μάτια πριν της πουν τα νέα.
Το διαζύγιο είχε ήδη βγει, και η μικρή τους κόρη δεν είχε αντιληφθεί πλήρως τι συνέβαινε, παρά μόνο ότι ο μπαμπάς και η μαμά δεν θα ζουν πια μαζί.
Η Κυβέλη έπεσε από τα σύννεφα, έχασε το χρώμα της, ήπιε ένα ποτήρι νερό, και δεύτερο, έκανε αέρα στον εαυτό της. Δεν το πίστευε. Είδε την Σοφία να δαγκώνεται και να βουρκώνει, αντιθέτως ο πατέρας της έμοιαζε σε πλήρη ψυχραιμία και γαλήνη. Ήταν για εκείνον κάτι τετελεσμένο.
Δεν είπε λέξη, δεν άλλαζε η γνώμη που είχε για την Σοφία, κι ας μην γνώριζε τα αίτια του διαζυγίου, ήταν η γυναίκα που χάρισε στον πατέρα της την ευτυχία για πολλά χρόνια, και θα την εκτιμούσε πάντα βαθιά.
Αυτή που το πήρε χειρότερα από όλους ήταν η Φαίδρα. Τα 'γαλλικά' της αδελφής της συνάντησαν την γαλλική νοοτροπία και όλο αυτό ήταν το μπαρούτι της έκρηξης του χαρακτήρα της. Αν πριν φύγει ήταν μια φορά αυθάδης και παρορμητική, πλέον ήταν μια καταστροφή!
«Διαζύγιο; Στην ηλικία σου; Πού ακούστηκε αυτό ξανά; Πώς τολμάει να σε αφήνει; Έχει βρει άλλον; Πες μου μπαμπά! Ποιον; Πάντα ήξερα ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτήν! Καλύτερα που χωρίσατε! Θα βρεις άλλη! Καλύτερη! Μικρότερη μη σου πω!» φώναζε από την άλλη γραμμή και ο Δημήτρης κοίταξε την Κυβέλη που καθόταν απέναντι του. Οι φωνές της Φαίδρας αντηχούσαν σε όλο το γραφείο και σχεδόν θα ορκιζόταν ότι ακόμα και χωρίς τηλέφωνο θα μπορούσε να ακούσει την φωνή της από το Παρίσι.
Δεν τους εξηγούσε τον λόγο του διαζυγίου και αυτό μόνο περισσότερο ενίσχυε τις κακές σκέψεις τους.
Το μόνο που είπε ήταν αυτό:«Η Σοφία άνηκε και θα ανήκει στις πιο σημαντικές γυναίκες της ζωής μου μετά από τις κόρες μου, την εκτιμώ και την σέβομαι όπως και εκείνη εμένα, θέλω να είναι ευτυχισμένη, κι εκείνη το ίδιο.»
«Αυτό δεν βγάζει καν νόημα! Έφαγες κέρατο Πολίτη;» η Φαίδρα χλεύασε από την άλλη γραμμή, μα ο Δημήτρης κοιτούσε την Κυβέλη.
Η μικρή αγάπη του με τα κόκκινα μαλλιά και τα φωτεινά σκούρα μάτια άπλωσε το χέρι της και έσφιξε το δικό του. Τον καταλάβαινε και τον πονούσε.
Γιατί όταν αγαπάς κάποιον πρέπει να τον αφήνεις να φεύγει.
Μπήκε στο σπίτι της και έλυσε τα δυο σκυλιά. Το διαμέρισμα της ήταν περίπου 50 τετραγωνικά, μικρό και λειτουργικό και το σημαντικότερο, δικό της. Μπορεί εκεί μέσα να βρίσκονταν όλα της τα προσωπικά αντικείμενα, μα ακόμα την πονούσε το γεγονός ότι δεν το αισθανόταν σπίτι της.
Έβαλε φαγητό στην Λαίδη και τον Αλήτη, πάτησε το κουμπί της καφετιέρας και μπήκε για ένα γρήγορο ντους. Όταν βγήκε η ώρα ήταν επτά και τέταρτο και ήξερε ότι έπρεπε να αρχίζει να ετοιμάζεται. Ήπιε καφέ απαντώντας σε μειλ που είχε αφήσει από χθες και παράλληλα κάλεσε την Ερμιόνη, είχε υποσχεθεί να την ξυπνήσει.
Η κολλητή της απάντησε αρκετά γρήγορα και το πρόσωπο της φάνηκε στην οθόνη.
«Καλήμερα Κυβελακι!» χαιρέτησε εύθυμα, φαινόταν αγουροξυπνημένη και αν έκρινε από τα σεντόνια που πλαισίωναν το στήθος της, γυμνή.
Ρολλαρε τα μάτια. Της φίλης της από κάτω είχαν μαύρους κύκλους.
«Δύσκολο βράδυ;» μουρμούρισε ειρωνικά. Η Ερμιόνη ξεφυσηξε, την πονούσε η κατάσταση που βρισκόταν, αλλά την υπέμενε, αδίκως.
Είχε επιστρέψει από Δανία αρχές Δεκεμβρίου, όπως είχε υποσχεθεί, και ο Βασίλης δεν ήθελε καμιά σχέση μαζί της, όπως είχε υποσχεθεί.
Οι ήδη τεταμένες ισορροπίες στην παρέα κλονίστηκαν και οι τέσσερις εναπομειναντες προσπάθησαν με νύχια και με δόντια για την συνύπαρξη του πρώην ζευγαριού χωρίς ένταση.
Κάθε προσπάθεια ήταν άκαρπη, όταν λίγες μέρες μέσα στο νέο έτος, χάραμα μιας Παρασκευής, η Ερμιόνη χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού της στο Κολωνάκι και τρέμοντας από ευτυχία της είπε ότι ο Βασίλης μεθυσμένος είχε πάει σπίτι της.
Ήταν μια κατάσταση που σε πονούσε ακόμα και αν την άκουγες. Εκείνος την αντιπαθούσε- την μισούσε- με πάθος, και αυτή, αμετανόητη για την φυγή της τον περίμενε να ηρεμήσει, χρόνια τώρα.
Άλλοτε έκανε υπερπροσπάθεια και έπεφτε σε τοίχο και άλλοτε τα παρατούσε και προσπαθούσε να συνεχίσει την ζωή της.
Τότε ο Βασίλης γινόταν έξαλλος. Πήγαινε από το σπίτι της και μάλωναν για ώρες, μετά κάποιος έκλαιγε, κάποιος έσπαγε κάτι, σιωπή για λίγο, ανάμεσα τους ραγισμένα τα πάντα, και τέλος, σεξ. Με αυτό έμπαινε το τέλος κάθε συνάντησης τους.
Ήταν αυτή η ακόρεστη ανάγκη να αγαπηθούν που αυτοί οι δυο εγωιστές δεν άφηναν να φανεί. Γιατί και η Ερμιόνη ήταν σταθερή στην άποψη της,
Έφυγα μια φορά και αν χρειαστεί θα ξαναφύγω!
Η μελαχρινή σηκώθηκε από το κρεβάτι και σήκωσε την κάμερα πιο ψηλά, δίνοντας στην Κυβέλη μια εικόνα του τι συνέβαινε στο δωμάτιο της, ή ακόμη πιο συγκεκριμένα στο κρεβάτι της, οπού κοιμόταν βαριά και άτσαλα ο Βασίλης.
Η εικόνα τους μαζί έκανε την καρδιά της να φτερουγίσει.
Περίμενε μέχρι η φίλη της να βγει από το δωμάτιο για να μιλήσει.
«Θα φάμε σήμερα μαζί το μεσημέρι;» ρώτησε θέλοντας να αποφύγει το προφανές. Η Κυβέλη ανασήκωσε το φρύδι της.
«Το έχουμε πει αυτό, 3 ραντεβού στο malconi's, η Φαιή θα αργήσει ένα τέταρτο.»
Η κοπέλα προσπάθησε να αποφύγει το βλέμμα της φίλης της.
«Λοιπόν έχω αργήσει, θα μιλήσουμε μέσα στην μέρα, σε φιλώ!» μουρμούρισε βιαστικά και εκεινη γέλασε.
H ώρα είχε πάει και πέντε, έπρεπε να αρχίσει να ετοιμάζεται. Με την κούπα στο χέρι και το κινητό στο άλλο πήγε στο υπνοδωμάτιο της και έβαλε μουσική. Άνοιξε τις γρυλιες για να εισβάλει το δειλό φως της νέας μέρας ενώ παράλληλα άρχισε να επεξεργάζεται τις επιλογές της.
Διάλεξε ένα απλό μαύρο λινό φόρεμα, σε άλφα γραμμή, που αγκάλιαζε στο σώμα της και έφτανε μέχρι το γόνατο οπού και έκλεινε όμορφα. Τα μανίκια. Κατηφορίζοντας από τις μικρές βάτες έφταναν μέχρι και τον αγκώνα, προσδίδοντας μια παραπάνω κομψότητα στην λαιμοκοψη που αναδείκνυε την κλείδα και μια μικρή ιδέα του στήθους της.
Φόρεσε το χρυσό της ρολόι, ασορτί με τα καθημερινά της χρυσά σκουλαρίκια, τα τρία δαχτυλίδια της. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω για να επεξεργαστεί το ντύσιμο της.
Δεν έλειπε τίποτα, ούτε στον λαιμό χρειαζόταν κάτι, γιατί εκεί βρισκόταν μόνιμα, εδώ και τρία χρόνια, το μενταγιόν του Ορέστη.
Κάθε μέρα που περνούσε και δεν το έβγαζε ένιωθε αξιολύπητη, ωστόσο έρχονταν και στιγμές που ξεχνούσε και την ύπαρξη του και γινόταν ένα με το δέρμα της, δεν το διαχώριζες.
Φόρεσε τις γόβες της και σκεπτόμενη ότι θα κουβαλούσε πολλά χαρτιά συμβιβάστηκε με μια απλή μπεζ τσάντα στην απόχρωση της άμμου.
Της μαλλιά της έμειναν λιτά να πέφτουν στους ώμους της σε ένα αυστηρό μακρύ καρέ που την έκανε πιο σέξι και σοφιστικέ. Ήταν η αλλαγή εκείνη που πρώτη φώναξε 'Χωρισα! ' και της πήγαινε όσο τίποτα άλλο.
Άφηνε πίσω της την αθώα, πληγωμένη, ρομαντική Κυβέλη και έδινε χώρο για τον τωρινό της εαυτό.
Πατούσε γερά στα πόδια της και είχε ένα βλέμμα που ράγιζε καθρέφτη, τα μάτια της πετούσαν φλόγες και τίποτα πλέον πάνω της δεν δήλωνε υποταγή.
Η εταιρία στην οποία εργαζόταν απείχε μόλις δέκα λεπτά από το σπίτι της, οπότε δεν χρειαζόταν να οδηγεί σχεδόν ποτέ.
Ευτυχώς, γιατί το πάρκινγκ στο κέντρο είναι απαράδεκτο.
Τα τακούνια της ήχησαν ρυθμικά στο μάρμαρο της εισόδου και ο σεκιούριτι της άνοιξε την πόρτα. Ένιωσε το έντονο βλέμμα του να την καίει και χαμογέλασε αυτάρεσκα, ούτε ματιά δεν του έριξε μέσα από τα γυαλιά ηλίου.
Η κοπέλα στην κεντρική γραμματεία, η Θάλεια, ήταν μόλις 22 και την ένιωθε πιο κοντά της από όλους, μαζί με εκείνη και την Μαρία αξιοποιούσαν τα διαλείμματα τους είτε εξαντλώντας τα κοντινά μαγαζιά είτε κουτσομπολεύοντας την κουζίνα του ορόφου της.
«Καλήμερα κυρία Πολίτη.» η κοπέλα κελάηδησε εύθυμα, και η Κυβέλη κατέβασε ελαφρώς τα γυαλιά ηλίου της, της έκλεισε το μάτι.
«Έχω κάποιο μήνυμα;»
Η κοπέλα έγνεψε αρνητικά.«Έστειλα κάποια από χθες το βράδυ στο γραφείο σας.» ο πληθυντικός ήταν για τους τύπους και είχε μείνει πλέον σαν κοροιδια ανάμεσα τους.
«Σας ευχαριστώ πολύ.»
Κινήθηκε προς το ασανσέρ και πάτησε το κουμπί, θα ορκιζόταν ότι ο άντρας στην είσοδο ακόμα έκαιγε με το βλέμμα του την κορμοστασιά της.
Χάθηκε ο κόσμος να έφερναν κανέναν πιο ωραίο;
Μπήκε μέσα και στάθηκε στην μέση, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στην αντανάκλαση της. Το λίνο ύφασμα είχε ένα σκίσιμο στο τελείωμα πίσω, δίνοντας μια ακόμα πιο θηλυκή διάθεση στο πρωινό, αυστηρό ντύσιμο.
Οι πόρτες άνοιξαν στον δεύτερο όροφο, εμφανίζοντας τον Ακη, τον λογιστή της εταιρίας που του άρεσε να το παίζει αφεντικό και να την πέφτει στις ασκούμενες. Είχε υπάρξει και εκείνη ασκούμενη, μα πλέον δεν ήταν, όποτε μπορούσε να φερθεί όπως του άρμοζε.
«Καλήμερα σας κύριε Αποστολόπουλε.» του χαμογέλασε γλυκά, ξέροντας ότι το βλέμμα της τον είχε ήδη ρίξει.
«Τώρα που σας είδα είναι καλή, κυρία Πολίτη.» της απάντησε με το μισό χαμόγελο του, που ήταν όντως ιδιαίτερα γοητευτικό.
Αλλά ποιος άντρας δεν ήταν γοητευτικός με πουκάμισο και γραβάτα;
Η πόρτα του ασανσέρ έκλεισε και άρχισε η αργή και βασανιστική κίνηση προς τον έκτο όροφο.
«Λοιπόν ποτέ θα βγούμε για εκείνο το ποτό;» δεν μπορούσε καν να δυσανασχετήσει με την πρόταση του.
Δεν ήταν ούτε ο πρώτος και σίγουρα ούτε ο τελευταίος στην δουλειά που της την έπεφτε.
«Όσο δελεαστική και να ακούγεται σαν ιδέα ξέρετε ότι δεν βγαίνω από άτομα από την δουλειά.» του απάντησε λιτά.
Ξεφυσάει και της χαμογελά για να κρύψει τον εκνευρισμό της απόρριψης.
Φτάνουν στον έκτο, οπού η πόρτα ανοίγει πάλι και στον άδειο διάδρομο που οδηγεί στα γραφεία της γραμματείας η Κυβέλη προχωράει σταθερά, νιώθοντας το βλέμμα του να την καίει, δεν τον αδικούσε, ίσα ίσα, μέσα της ένιωθε μια τρομερή ικανοποίηση ξέροντας ότι αρέσει.
Ποτέ της δεν ένιωθε πιο θελκτική και όμορφη από εκείνη την περίοδο της ζωής της. Βάδιζε προς τα 26 της με περίσσεια αυτοπεποίθηση και μια οργή να τρέφει σταθερά την ανάγκη της να είναι καλά.
Οργή απόρριψης, οργή πληγωμένου εγωισμού, οργή τέλος πάντων.
Γιατί μπορεί να άλλαξε μαλλιά, να αγάπησε τον εαυτό της, να ένιωσε όμορφη, έξυπνη, ισχυρή, ποθητή. Μα πάντα θα ένιωθε ότι κάποτε δεν υπήρξε αρκετή, κι αυτή της η ανεπάρκεια, συνδυαστικά με την δική του, τους στέρησε την ευτυχία.
Εκείνη την μέρα ασχολιόταν πυρετωδώς με το συμβόλαιο ενός σημαντικού πελάτη, επρόκειτο να συνάψει μια μεγάλη συγχωνευση και εκείνη έλεγχε κάποια αχνά σημεία.
Η ώρα είχε πάει 2. 30 και ο δεύτερος καφές της έφτανε στο τέλος του, μαζί και η υπομονή της. Χρειαζόταν διάλειμμα.
Τεντώθηκε πίσω στην καρέκλα και κοίταξε την θέα από τα μεγάλα παράθυρα απέναντι. Το γραφείο της άρχισε ως μικρή πρώην αποθήκη και έφτασε να είναι ένα αξιοπρεπές δωμάτιο με θέα και μεγάλη βιβλιοθήκη.
Μόνη της, χωρίς την βοήθεια κανενός.
Το κινητό της δονήθηκε.
Θα σε δω απόψε όμορφη;
Το μήνυμα του Γιώργου για κάποιο λόγο την εκνεύρισε. Ήταν πολύ νωρίς για να ξέρει σε τι διάθεση θα είναι μα και ταυτόχρονα πολύ αργά για να ακυρώσει σχέδια αν είχε.
Αλλά φυσικά, ο Γιώργος είναι γιατρός, ο χρόνος του είναι πολύτιμος.
Είχαν βγει δυο τρεις φορές, για εκείνον ήταν πιο σημαντικό, για εκείνη αδιάφορο, δεν το έβλεπε ως κάτι αποκλειστικό, την τρόμαζε ο κυνισμός της αλλά ταυτόχρονα την έκανε να νιώθει ασφαλής.
Θα δείξει, έχω να βρεθώ με τα παιδιά.
Τον Γιώργο της τον σύστησε η μαμά της, ήταν καρδιολόγος στο ίδιο νοσοκομείο και η Ιφιγένεια τον είχε χαρακτηρίσει χρυσό παιδί. Όταν η Κυβέλη τον γνώρισε προς στιγμήν συμφώνησε και σχεδόν γοητεύτηκε από το κύρος και την ευφυΐα του.
Βαρέθηκε στο πρώτο ραντεβού, όταν ανακάλυψε ότι δεν είχαν την χημεία που περίμενε, παρά το γεγονός ότι το ήθελαν πολύ.
Το πιο παράδοξο από όλα ήταν η αποδοκιμασία του Δημήτρη. Ο πατέρας της ήταν σαν να είχε ξεχάσει ότι μόλις λίγα χρόνια πριν την σύστηνε σε γιατρούς, χειρουργούς, δικηγόρους. Κάθε σχέση της, περιστασιακή και μη, αν εφτανε στα αυτιά του δεν ανταποκρινόταν στις επιθυμίες του. Αυτό την ενοχλούσε και ας είχε αποφασίσει να μην του δίνει σημασία.
Άλλωστε, ποιον συμπαθούσε ο μπαμπάς;
Δεν ήταν και σίγουρη αν η έγκριση του θα την διευκόλυνε ή όχι, γιατί η αποδοκιμασία του της το έκανε ευκολότερο να τους διώχνει.
''Καλός είναι ο Γιώργος, αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι είναι κοινωνικά ανάπηρος, που φαντάζομαι το έχεις καταλάβει, και το γεγονός ότι νομίζει πως είναι αυθεντία. Αλλά αν μπορείς να συνυπάρξεις με ένα τέτοιο άτομο θα είσαι εντάξει, φαντάζομαι.''
Στριφογύρισε τα μάτια στην σκέψη και προσπάθησε να επικεντρωθεί στα χαρτιά μπροστά της.
Χτύπησε το κινητό της, πάλι. Είχε αρχίσει να ενοχλείται από το πόσο ευκολα έχανε την συγκέντρωση της λίγο πριν το διάλειμμα της. Έπρεπε να φύγει από την δουλειά στις πέντε και δεν θα προλάβαινε να κάνει όλα όσα ήθελε μετά το γεύμα της με τα κορίτσια, ακόμα και αν γυρνούσε στις τέσσερις ακριβώς.
Η Φαίδρα της είχε στείλει έναν σύνδεσμο, και από κάτω μια φατσουλα που ξέρναγε.
Η καρδιά της σφιχτηκε, ήταν πάντα κάτι παρόμοιο.
Η διεθνής πρώτη θέση και το «Ευχαριστώ πολύ.» του 'Απολλωνα΄
Πάτησε την μεγάλη σειρά από γράμματα και εμφανιστηκε μπροστά της ένα άρθρο.
Περήφανους μας έκανε για άλλη μια φορά ο βιολιστής Ορέστης Νικολαϊδης, που κατέκτησε την πρώτη θέση στον διεθνή διαγωνισμό Βιολιών από τον Δήμο Χασκουβου Βουλγαρίας. Πανευτυχής μα πάντοτε ταπεινός ο διεθνούς κύρος μουσικός ευχαρίστησε και στα ελληνικά για το βραβείο του, στέλνοντας την αγάπη του πίσω στην πατρίδα του.
Στριφογύρισε τα μάτια της. Μέσα της σιγόβραζε μια οργή χρόνων, μαζί με μια κρυφή υπερηφανεια για εκείνον, τα είχε καταφέρει, είχε σώσει όλα για τα οποία πάλευε καιρό τώρα, εκτός από την σχέση τους. Αυτό την διέλυε! Το ότι δεν της εξήγησε ποτέ, ότι δεν επέστρεψε, ότι δεν έκανε τα αδύνατα δυνατά για να επανορθώσει.
Ίσως επειδή τον μπλόκαρες από παντού.
Άξιζα παραπάνω προσπάθεια! Μια άλλη φωνή στο μυαλό της της υπενθύμισε, και αυτός ενίσχυσε τον θυμό της, ο εγωισμός της είχε ματώσει.
Ο Ορέστης Νικολαΐδης έχει τελειώσει για μένα, ολοκληρωτικά.
Ήταν ένα κεφάλαιο που πέρασε, μια σελίδα στο βιβλίο της ζωής μου, όχι όλο το βιβλίο.
Αυτό ήταν άλλο ένα εμπόδιο στο να τον ξεχάσει, η φήμη του, που ραγδαία άρχισε να αυξάνεται δυο χρόνια πριν. Βαθιά μέσα της το περίμενε, το ευχόταν ακόμη για εκείνον. Μα ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Ανέκαθεν ήξερε ότι ήταν μεγάλος παράγοντας η εμφάνιση του. Ένας καστανόξανθος άγγελος με διαφορετικά ματιά και απίστευτο ταλέντο.
Ο Απόλλωνας, έτσι τον έλεγαν τα μέσα.
Με πικρία διαπίστωνε ποσο εύστοχο ήταν.
Όλα άρχισαν πριν περίπου δυο χρόνια, όταν μια tiktoker ανέβασε ένα βίντεο του, συγκεκριμένα ένα απόσπασμα από το live που είχε κάνει ημίγυμνος στην Ανάφη, οι θεάσεις έφτασαν τα 100 εκατομμύρια και ολοένα αυξάνονταν, οι λογαριασμοί του στα social media μετατράπηκαν σε επιχειρήσεις, καθώς οι αριθμοί ακολούθων άγγιζαν επταψήφιο αριθμό.
Δεν έγινε πιο γνωστός στους κύκλους της μουσικής, εκεί ήταν ανέκαθεν υπολογίσιμη δύναμη, απλά τώρα τον ήξερε το κοινό, τον ζητούσε, τον ακολουθούσε, τον λάτρευε! Αυτό τον έκανε εμπορικό, τον έκανε παράγοντα. Κι έτσι, αν τα πανεπιστήμια τον ήθελαν μια φορά στο δυναμικό τους, τώρα τον ήθελαν εκατό, για να ενσαρκώσει το όραμα του καθηγητή μουσικής, κι αν παλαιότερα οι ορχήστρες μάχονταν για μια σύμβαση, τώρα έμπαιναν σε κανονικό πλειστηριασμό.
Τώρα, στην σκέψη ότι τον είχε όλο δικό της μάτωνε πιο πολύ, και στην υποψία ότι τον ήξεραν πιο πολλές γυναίκες, ότι τον ποθούσαν πιο πολλές γυναίκες, έβγαζε αφρούς! Πονούσε η καρδιά της. Μα δεν μπορούσε να κάνει κάτι για αυτό, γιατί όπως είχε πει άλλωστε, εκείνη και ο Ορέστης ήταν παρελθόν.
Δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω σε εκείνον, αμφέβαλλε και για το αν θα την ελκύει ακόμα.
Άνοιξε το τελευταίο συρταρι του γραφείου της για να βάλει μέσα τα συμβόλαια. Κάτω από έναν πάκο χαρτιών βρισκόταν ένας πακος βιβλία, από εκείνα που έσταζαν τον ρομαντισμό που αναδυόταν παλιά από το δέρμα της, όταν έβρισκε τον έρωτα υπέροχο και αθώο.
Δυο μικρά βιβλία, το μονόγραμμα και τα ποιήματα του Λειβαδιτη, το βιβλίο του και το δικό της.
Με δυο τσακίσεις, όπως τα είχαν αφήσει,
¨Η μαζί ή κανείς μας, ακούς;
Στην πιο μικρη στιγμη μαζι σου εζησα ολη τη ζωη...
Δεν ήξερε αν τα άφησε εκεί για να μην μολύνουν με αναμνήσεις το νέο της διαμέρισμα, ή γιατί φοβόταν να αναγνωρίσει στον εαυτό της την ανοιχτή πληγή που ακόμα μάτωνε.
Η ψυχολόγος της έλεγε ότι έκανε τεράστια βήματα, ότι θεραπευόταν, επέμενε ότι είναι υγιές να αναπολεί και να νοσταλγεί έναν έρωτα, μα εκείνη αρνείτο πεισματικά.
Ήθελε να τον αποβάλει από την μνήμη, την καρδιά, το μυαλό της.
Μα κάθε φορά που έπαιρνε ανάσα, σκεφτόταν, θυμόταν, έχανε χτύπο.
-----------------------------------------------------------------
Το μικρό μπιστρο, κεντρικό μα ήσυχο για τα δεδομένα της περιοχής, αποτελούσε το αγαπημένο της, όταν ήθελε να περάσει ένα ήρεμο διάλειμμα, μόνη ή με παρέα.
Η Ερμιόνη κατέφτασε, ντυμένη με μακρύ υφασμάτινο παντελόνι, σατέν πουκάμισο και το πιο ένοχο χαμόγελό της.
Η Κυβέλη δεν έβρισκε τον λόγο για τον οποίο η φίλη της ένιωθε την ανάγκη να δικαιολογείται κάθε φορά που γυρνούσε στον Βασίλη-ή όπως δήλωνε, αυτός γυρνούσε σε αυτήν γιατί εκείνη δεν έφυγε πότε-, αλλά το έβρισκε παιδιάστικο. Τους κούραζε και τους δυο, μα πάνω από όλα δεν οδηγούσε πουθενά.
«Κάλως την.» μουρμούρισε η κοπέλα και πήρε την τσάντα της από την διπλανή θέση για να κάτσει.
Η εντυπωσιακή μελαχρινή την φίλησε στο μάγουλο ηχηρά και σωριάστηκε στην καρέκλα, πιάνοντας αμέσως το μενού.
«Βιάζομαι λίγο σήμερα, άργησα να πάω δουλειά.» ανέφερε καθώς τα ματιά της σκάναραν τον κατάλογο.
Η Κυβέλη ανασήκωσε το φρύδι.
«Σώπα.»
Ανασήκωσε απλά τους ώμους.«Είχα δουλείες, έχεις παραγγείλει;»
Επέλεξε να αγνοήσει την δικαιολογία.
«Ναι, την σαλάτα του Σεφ, την λιγουρεύομαι από το πρωί.»
«Μμμ...καλη ιδέα, λες να πάρω κι εγώ;»
Την προσοχή τους κέρδισε ο σίφουνας ονόματι Φαιή που με γρήγορο βήμα μπήκε στο εστιατόριο γνωρίζοντας ότι έχει αργήσει.
«Συγγνώμη συγγνώμη συγγνώμη, είχα ενημερώσει!» τις πρόλαβε και ήπιε μια γερή γουλιά από το νερό της Κυβέλης.
«Ει!»
Την αγριοκοίταξέ «Δεν θα το έπινες καν!» προφάνθηκε και επιδεικτικά τελείωσε το νερό.
«Πώς είσαι;» ρώτησε την ξανθούλα η Ερμιόνη φανερά ενθουσιασμένη.
«Ανυπομονώ! Από τον Αλέξη έρχομαι κορίτσια, για αυτό άργησα, είναι τρομερός, απίστευτος, ιδανικός!» ονειροπόλησε και ένα χαμόγελο στόλισε το πρόσωπο της.
Οι φίλες της χάρηκαν για εκείνη, της άξιζε άλλωστε.
«Τον κρατάμε δηλαδή;» η Κυβέλη ξεφυσάει, για την Φαιή ήθελε το καλύτερο, πάντα.
«Ναι!» δειλά μα και θαρραλέα ταυτόχρονα ξεστομίζει και οι δυο κοπέλες χαλαρώνουν.
Η κοκκινομάλλα βγάζει από την τσάντα της έναν μεγάλο φάκελο, ταξινομημένα είναι τα πάντα. Από το αρχείο μουσική βγάζει τα αλλά χαρτιά και αφήνει ένα.
«Τώρα που λύσαμε και το θέμα του DJ θέλω σε παρακαλώ πολύ να δούμε τα τραπέζια, ποιος θα κάθεται που και με ποιον, γιατί κάπου φτάνει με τις εκατό θείες!» η Ερμιόνη απηύδησε και έβγαλε ένα τετράδιο με σημειώσεις.
Θα είναι ο γάμος της χρονιάς, έλεγε και ξαναέλεγε η Φαιή.
Και αναφερόταν φυσικά στον δικό της γάμο! Όταν ένα χρόνο πριν ο Γιάννης της έκανε πρόταση γάμου δεν ήταν έκπληξη για κανέναν, αν μη τι άλλο αυτοί οι δυο ήταν η κόλλα της παρέας για χρόνια, η επισημοποίηση της σχέσης τους δεν τέθηκε υπό αμφιβολία από κανέναν.
Όποτε, αφήνοντας το ρομαντικό σκηνικό στην θάλασσα με τα κεράκια και την μουσική, περάσαν σε ένα χάος από ετοιμασίες, στο οποίο οι φίλοι τους μετείχαν ενεργά.
Η ημερομηνία είχε κλείσει για 20 Ιουνίου στην εκκλησία του Αγίου Νεκτάριου και η δεξίωση σε ένα κτήμα στην Βουλιαγμένη.
«Αχ κορίτσια θα είναι ο γάμος της χρονιάς ανυπομονώ!!» η Φαιή χτύπησε παλαμάκια και άρχισε ευθέως να μονολογεί για το πως δεν γινόταν να καθίσει η θεία της κοντά με την γιαγιά του Γιάννη.
Οι δυο φίλες την κοίταξαν νοσταλγικά, η ξανθούλα ζούσε κάτι που εκείνες είχαν χάσει, τον απόλυτο έρωτα.
----------------------------------------------------------------
Όταν επέστρεψε στο σπίτι της η ώρα ήταν πεντεμιση. Έβγαλε τα σκυλιά της βόλτα και τα τάισε, έκανε ένα γρήγορο μπάνιο και ετοιμάστηκε για μια μικρή ανεπίσημη συνάντηση με έναν πελάτη που είχε αφήσει επίτηδες για μετά την δουλειά ώστε να έχει χρόνο.
Ήταν ένας νέος επιχειρηματίας που την χρειαζόταν επειγόντως στο νομικό τμήμα της εταιρίας του, έστω και μερικώς. Οπότε για να την δελεάσει την είχε ζητήσει να βγουν για ένα πότο να συζητήσουν εκτενέστερα.
Η Κυβέλη δεν είχε αναλάβει ποτέ κάτι ανάλογο και αγχωνόταν στην σκέψη του ότι δεν ήταν ακόμη έτοιμη. Παραγκώνισε όμως όλες εκείνες τις σκέψεις και άρχισε να ετοιμάζεται, σκεπτόμενη ότι στις 9 έπρεπε να είναι σπίτι του Γιάννη και της Φαιής.
Φρεσκασε το μακιγιάζ της και πέταξε μέσα στην τσάντα ένα ζευγάρι χαμηλά παπούτσια για την επιστροφή, ενώ το μαύρο φόρεμα αντικαταστάθηκε από ένα μαύρο στενό παντελόνι, συνδυασμένο με ένα φαρδύ λευκό πουκάμισο.
Δεν ήθελε να μοιάζει σαν να είχε προσπαθήσει αρκετά παραπάνω από όσο έπρεπε.
Βιαστικά πήρε την τσάντα της, χάιδεψε τα δυο μεσαία σκυλάκια και βγήκε σαν σίφουνας από το σπίτι, μπαίνοντας στο αυτοκίνητο της. Εκεί παρατήρησε ότι ο ουρανός είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, γκρι σύννεφα είχαν πυκνώσει το προτινως μπλε χρώμα.
«Για αυτό είχε τόσο ζέστη, θα βρέξει.» μουρμούρισε καθώς ξεπαρκαρε, στα ηχεία ακουγόταν ραδιόφωνο και οι πρώτες ψιχάλες όντως άρχισαν να πέφτουν πάνω στο παμπριζ.
Η συνάντηση με τον πελάτη πήγε καλύτερα από ότι περίμενε, εκείνος ήταν επαγγελματίας και ευγενέστατος, όχι επίμονος, μα σίγουρα με ορισμένα καλά επιχειρήματα και ένα όραμα που θαύμαζε. Ήταν στο δεύτερο ποτό, όταν ένιωσε ότι θα καθυστερούσε, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου.
Έψαξε το κινητό της μέσα στο μικρό της τσαντάκι, δεν το έβρισκε πουθενά.
Τον αρχικό της πανικό διαδέχτηκε η εικόνα της να το βγάζει από την τσάντα της δουλειάς της και να το αφήνει εκεί. Αυτό την ανακούφισε μα και παράλληλα την άγχωσε, ενόψει της αδυναμίας που είχε στην ηλεκτρονική συσκευή χωρίς την οποία αμφέβαλλε αν μπορούσε να επιβίωση.
Σύντομα επιβεβαίωσε ότι η ώρα ήταν όντως 9 και κάτι, όποτε έπρεπε να φύγει.
Σε ένα κλίμα σχεδόν φιλικό έδωσαν τα χεριά και μια υπόσχεση για μια πιο επίσημη συνάντηση στο μέλλον.
Βγαίνοντας από το μαγαζί βρέθηκαν και οι δυο αντιμέτωποι με έναν κατακλυσμο,
«Καλά θα πάει αυτό.»
Βρεγμένη μπήκε στο αυτοκίνητο της και με μια γρήγορη ματιά συνειδητοποίησε ότι αν ήθελε να φτάσει με μια λογική καθυστέρησή δεν προλάβαινε να γυρίσει σπίτι να αλλάξει και να πάρει τα πράγματα της. Θα πήγαινε κατευθείαν.
Πάρκαρε σχετικά κοντά, όχι πως αυτό έσωζε καθόλου την κατάσταση της, τα βρεγμένα της μαλλιά, το ποτισμένο ημιδιάφανο πια λευκό πουκάμισο, το ελαφρώς ταλαιπωρημένο της μακιγιάζ.
Φτάνοντας στην πολυκατοικία για καλή της τύχη πέτυχε την Ιλιανα, την φοιτήτρια που έμενε στον πρώτο, οπότε της άνοιξε αμέσως.
Στο ασανσέρ σουλουπώθηκε όπως όπως και ευχήθηκε να είχε αργήσει και κάποιος άλλος ώστε να μην φανεί η ασυνέπεια της.
Το ασανσέρ έφτασε στον τρίτο, στο παλιό της διαμέρισμα, οπού πριν ακόμα ανοίξει τις πόρτες άκουσε φωνές και είδε έναν ντελιβερα να κρατάει τρεις τσάντες.
Καλά τα γαιδουρια παρήγγειλαν χωρίς εμένα; Αναρωτήθηκε εκνευρισμένη.
Ο Βασίλης, που εκείνη την ώρα πλήρωνε, την είδε και έκανε ένα βήμα πίσω.
«Γεια και σε εσένα.» του απάντησε εκνευρισμένη.
Εντάξει βράχηκα λίγο πως κάνει έτσι;
Έκανε να τον προσπεράσει και να μπει μέσα.
«Εεεε που πας;» την ρώτησε, προσπαθώντας παράλληλα να ισορροπήσει φαγητό λεφτά και ρέστα.
«Μέσα;» αντιγυρισε και έβγαλε τα παπούτσια της πριν περάσει το κατώφλι.
Μέσα ήταν και οι φίλοι της. Σε μια γωνιά η Ερμιόνη είχε κολλημένο το τηλέφωνο στο αυτί της και κάποιον καλούσε, ο Κωνσταντίνος ήταν στο παράθυρο και κοιτούσε τον δρόμο.
Ο Γιάννης είχε χαθεί κάπου στην κουζίνα και η Φαιή βγήκε από τον διάδρομο των μέσα δωματίων με το σταθερό.
«Δεν απαντάει.» μουρμούρισε και η Κυβέλη μπερδεύτηκε.
«Τι έγινε;» ξάφνου τράβηξε πάνω της όλη την προσοχή.
Η Ερμιόνη με το κινητό ακόμα στο αυτί την πλησίασε.
«Που ΉΣΟΥΝ;» την ρώτησε, δίχως να το θέλει, φωναχτά.
Η κοπέλα πισωπατησε, κοίταξε τα ταραγμένα βλέμματα των φίλων της, η καρδιά της βούλιαξε.
«Συνέβη κάτι;» ψιθύρισε ταραγμένη.«Ξέχασα το κινητό μου σπίτι.» δικαιολογήθηκε.
«Πάμε λίγο έξω να σου πω.» η Φαιή βιαστικά την έπιασε από το μπράτσο και έκανε να την τραβήξει προς τα έξω, μα ήταν αργά.
Τα βήματα του ήχησαν ρυθμικά στον διάδρομο, θα τα αναγνώριζε από παντού, ειχε ζησει μαζι τους.
Νομιζε οτι ονειρευοταν. Απο τον διαδρομο εμφανίστηκε ένας ψήλος, γεροδεμένος άντρας, με καστανόξανθες υπέροχες μπούκλες που πετούσαν εδώ και εκεί, μούσια λίγων ημερών και δυο διαφορετικά ματιά.
Η φίλη της έκανε ένα βήμα πίσω, μόνο εκείνη υπήρχε πλέον.
Αυτή, το κενό, και ο άντρας.
Ήταν ένας ξένος, ένας πανέμορφος, σπαρακτικά όμορφος ξένος.
Εγω κι ο Ορεστης εχουμε τελειωσει, η σκεψη της απο εκεινο το πρωι της εδωσε ενα ειρωνικο χαστουκι.
Η καρδιά της χτύπησε τόσο δυνατά που το στήθος της πόνεσε και ένιωσε τα γόνατα της να λύνονται. Έξω η βροχή μειώθηκε, και ο ουρανός άρχισε πάλι να φαίνεται στο καθαρό σκούρο μπλε της νύχτας.
Ένιωθε το σύμπαν να ευθυγραμμίζει αστέρια, πλανήτες, χρόνο και χώρο. Οι θεοί ανέχτηκαν την υπέρβαση της τύχης και της θνητότητας, οπού η ύβρις των ερωτευμένων δεν οδηγούσε σε νέμεση αλλά σε ανοχή.
Η δεύτερη ευκαιρία σαν νήμα δέθηκε γύρω από τον λαιμό της, και όλα όσα ήθελε να του πει έγιναν σκόνη και την έπνιξαν.
Γιατί ο όμορφος ξένος δεν ήταν ξένος.
Η εικόνα της, με την βροχή να ποτίζει τα μαλλιά και τα ρούχα της φάνταζε γνώριμη σε ένα μέρος της μνήμης της που ήθελε να ξεχάσει, μα δεν μπορούσε.
Εστεκε εκεί, ζωσμένος στις φλόγες της πιο αδίστακτης τιμωρίας και των πιο σπαρακτικών της ονείρων, ο Ορέστης Νικολαϊδης.
Ντυμένος με ένα απλό μπλουζάκι, το ήξερε αυτό το ρούχο! Το είχε βάλει! Φορουσε και ενα απο τα αγαπημενα του χαλαρα τζιν μαζι με τι αλλο; All star! Μπορουσε να τον δει να μασαει τις τσιχλες του, κανελα, σαν να μην εγινε τιποτα, σαν να μην τον καταπιε το σκοταδι!
Κοίταξε τους φίλους της. Στον χώρο δεν ανέπνεε κανείς. Κοίταξε πάλι τον άντρα απέναντι της, δεν συναντησε το βλεμμα του.
Μα φυσικά, ο κουμπάρος.
Γέλασε πικρά με μια ανάσα που έφυγε κοφτά από τα πνευμόνια της, ένιωθε να αρρωσταίνει.
Θα είναι όντως ο γάμος της χρονιάς.
Εκείνος έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, πιο πολύ για να την επεξεργαστεί από πιο κοντά. Έχασε την ανάσα της.
Εγω και ο Ορέστης εχουμε τελειώσει.
Σηκωσε το κεφαλι και την κοιταξε. Το υπέροχο πρόσωπο του, αρρενωπό και γεμάτο από αναμνήσεις που λαχταρούσε να αγγίξει με τα ακροδάχτυλα της.
Εγω και ο Ορεστης εχουμε...
Πράσινο και γαλάζιο στο καφέ.
Η τριχρωμία της καταστροφής της.
Μα το εβλεπε, ηταν ακομα εκει, η σκια απο το σκοταδι. Ο Ορεστης ειχε επιτελους καταφερει να γλιτωσει, μα ενα μερος του, ενα εκατοστο απο το απεραντο φως του ειχε μαυρισει.
Η καταστροφή της χαμογέλασε, και δυο λακκάκια την ισοπέδωσαν όταν φωτίστηκε το πρόσωπο του.
Εγω κι ο Ορεστης...
«Σαν να μην πέρασε μια μέρα δικηγορίνα.»
Πλαι μου εμαθες οτι μετα το εσχατο σημειο δεν υπαρχει επιστροφη. Σωστα;
Στο εθεσα ως δεδομενο.
Και ξερεις πως τιμωρηθηκα; Βρεθηκα στην ακρη εκεινη να ουρλιαζω οτι θελω να γυρισω πισω. Με μπουνιες και κλωτσιες να χτυπαω αλυπητα το τσιμεντο, μα εκεινο να μην σπαει.
Μονο εγω εσπαγα.
Μα μην μπερδευεσαι, δεν ηταν αυτη η τιμωρια μου.
Γιατι αγγιξα τον τοιχο που υψωθηκε μπροστα μου και ξαφνου μεταμορφωθηκε σε καθρεφτης.
''Τι ζητας;'' η αγερωση φωνη του με συνταραξε.
''Θελω να παω πισω!'' ουρλιαξα γεματη απογνωση.
Ενα γελιο ηχησε, ετριξε ο καθρεφτης.
''Δεν θες, πιστεψε με.'' η βαρια αντρικη φωνη μου προκαλουσε δεος, μα δεν με ενοιαζε. Ηθελα να επιστρεψω.
"Θελω!'' επεμεινα.
Για λιγο επικρατησε σιγη.
Ενας κροτος ακουστηκε. Και ειδα το γυαλι του καθρεφτη, που αγγιζε τον σκοτεινο ουρανο να ραγιζει, Ηταν μια ρωγμη που σαν να κοβει την γη στα δυο εκανε το εδαφος να τρεμει.
Εκανα ενα βημα πισω, τρομαγμενη. Και ειδα τον καθρεφτη να γινεται θρυψαλλα, και να θρυμματιζεται μπροστα στα ματια μου.
Να γινεται σκονη. Συντριμμια και κενο.
Κοιταξα μπροστα μου, πλεον τιποτα δεν με εμποδιζε απο το να επιστρεψω.
Ετρεξα στο στενο μονοπατι του δισταγμου και εφτασα μπροστα απο την πορτα που φευγοντας ειχα γυρισει να κοιταξω.Ναι, ηξερα οτι θα γυρισω.
Και μπηκα στο σπιτι.
Και το χρωμα δεν ηταν εκεινο που θυμομουν, δεν μυριζε κανελα και μηλα.
Δεν ακουγα την καφετιερα να δουλευει, ουτε το ραδιοφωνο να παιζει στο υποβαθρο.
Κοιταξα εκεινον. Ποιος ειναι αυτος;
Και που ειναι οι πεταλουδες ; Που ειναι οι φλογες στα ματια του;
Γιατι η καρδια μου δεν χτυπαει δυνατα;
Γιατι το νιωθω ολο αυτο ματαιο;
Γιατι δεν κλαιει που επεστρεψα ; Γιατι κλαιω εγω;
Αυτη ειναι η τιμωρια σου σαν υπερβεις στο εσχατο σημειο.
Δεν υπαρχει επιστροφη, οχι γιατι τετοια επιλογη δεν υφισταται.
Αλλα γιατι ποτέ δεν επιστρεφεις σε κατι που αγαπας ακομα.
Και σαν κανεις το λαθος να το αγνοησεις αυτο,
θα βρεθεις μπρος μιας νεκραναστασης αποτυχημενης,
Που εφερε στην ζωη οχι εκεινον που αγαπας, αλλα μια σχεση σαπισμενη και γεματη σαρακι.
Σε τιμωρουν.
Να σου πω ενα μυστικο;
Τιποτα δεν θα ειναι πια το ιδιο.
Το ορια-αλιμονο- οριζουν.
Και ο ορισμος εληξε εκει που τον αφησες.
Αυτο που ζεις δεν ειναι αυτο που ηξερες, ειναι κατι αλλο.
Ακαθοριστο, αγνωστο και θολο.
Κολυμπας μεσα σε νερα απατα και μαυρα. Κοιτα κατω απο τα ποδια σου; Βλεπεις να υπαρχει βυθος;
Καλο μου, δεν εισαι πια στην θαλασσα που αγαπησες.
Εισαι πανω απο ταφρο.
Και οπως ειπα, τιποτα δεν θα ειναι πια το ιδιο, ειτε φυγεις, ειτε επιστρεψεις σε εκεινον.
Το θεμα ειναι, τι θα κανεις;
Λεγονται τραγικα διλημματα, γιατι ξερεις πως ο,τι και να επιλεξεις,
θα σου ξεσκισει την καρδια.
Επιλεξε λοιπον.
Τι απο τα δυο θα ειναι;
Ciao Bellas!!'
Τι κανετε; Πως ειστε;
Θελω να πω οτι στις τραγικες και δυσκολες μερες που ζουμε ανεβαζω κεφαλαιο με δισταγμο. Ελπιζω να παρει την σκεψη σας μακρια και να μην το βρειτε θρασυ.
Ελπιζω να ειστε ολοι καλα, θα το ξεπερασουμε και αυτο...
Στο κεφαλαιο ηρθαν τα πανω κατω!
Περιμενω γνωμες.
Καλο υπολοιπο καλοκαιριου!
Σας αγαπω
xxxΜαγδαxxx
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top