Όταν αγαπάς, πρέπει να φεύγεις.

Το κεφάλαιο περιέχει -συνειδητά και αμετανόητα- έντονες σεξουαλικής φύσεως σκηνές και σκληρό ερωτικό λεξιλόγιο. Ενημερώνω αν και έχω σήμανση ότι το βιβλίο είναι μόνο για ενήλικες και είμαι ΣΙΓΟΥΡΗ ότι ανήλικα εδώ δεν υπάρχουν!!!!!!
Πολύ σίγουρη λεμέ, βάζω το χέρι μου στην φωτιά και μετά μπαίνω και ολόκληρη!


Νομίζεις πως δραπετεύεις και πέφτεις τρέχοντας μέσα στον εαυτό σου.
James Joyce


(Αφιερωμένο στον Κ.)

Και πήγα που λες πενθήμερη. Χαρά, κακό, χαβαλές και μεγαλεπήβολα σχέδια.
Μα δεν θα σου πω για το τι συνέβη εκείνες τις μέρες, παρά μόνο για την νύχτα που πέρασα στο καράβι. Ή όπως μου αρέσει να αποκαλώ εκείνη την βραδιά :
Το ξημέρωμα που ανανέωσε την ελπίδα μου στον κόσμο.

Θα αρχίσω λέγοντας σου ότι ήμουν ερωτευμένη με άλλον όταν τον γνώρισα και συνέχισα να είμαι μετά από εκείνον.
Ήταν απλώς ένας φίλος ενός φίλου μιας φίλης.
Αφορμή στάθηκε ένα τσιγάρο στο κατάστρωμα στις 11 το βράδυ. Είχε αέρα και το θαλασσινό νερό με έβρεχε αραιά και που, μα το υπέμεινα για να τον κοιτάζω να καπνίζει στριφτά, με το δαχτυλίδι στο μεσαίο του δάχτυλο να λαμπυρίζει με κάθε γύρισμα.

Δεν μπορώ, όσο και αν προσπαθώ, να θυμηθώ τι ακριβώς είπαμε εκείνο το πρώτο άβολο δεκάλεπτο, μα με σιγουριά μπορώ να σου πω ότι με είπε όμορφη.
Στα 17 μου χρόνια, ουκ ολίγες φορές το είχα ακούσει, ψέματα δεν θα σου πω για να φανώ ταπεινή, μα ποτέ κανείς δεν μου το είπε ενώ ήμουν άβαφη και άυπνη με τον αέρα να μου σπρώχνει τα μαλλιά μέσα στα μάτια.

Έλαμπε το βλέμμα του και φώτισε το μέσα μου.
Ξαπλώσαμε δίπλα δίπλα στο μονό κρεβάτι της καμπίνας μου και αγνοήσαμε τους φίλους μας που μάλλον μας περίμεναν να επιστρέψουμε. Ο στόχος ήταν να κοιμηθούμε, γιατί κουνούσε πολύ.

Και τότε που λες, βίωσα την πρώτη μου εξωπραγματική ερωτική εμπειρία, έμεινα ξύπνια μέχρι τις 6 το πρωί να μιλώ για ό,τι βαζει ο νους σου! Παιδικά χρόνια; Γονείς; Αδέλφια; Όλα!
Και έπειτα, παράλογοι φόβοι, σκέψεις που δεν μοιραζόμαστε με άλλους, στόχους και όνειρα.
Με άφησε να του μιλήσω για τους κλασσικούς, και νομίζω κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου του ψιθύρισα ότι αγαπώ τόσο τα βιβλία γιατί γράφω κι εγώ.

Με φίλησε αμέτρητες φορές, και με κοίταξε στα μάτια πιο αληθινά από ότι με είχαν κοιτάξει ποτέ.
Διάβασα, ότι στην ζωή σου θα συναντήσεις ίσως, αν είσαι τυχερός, κάποιον με τον οποίο θα είναι προφανές ότι ανήκετε μαζί σε ένα επίπεδο, φιλικό, ερωτικό, ό,τι θες.

Εγώ εκείνον τον κοιτούσα στα μάτια και ήξερα ότι του ανήκα σε κάποια άλλη ζωή, το ένιωθα στα σωθικά μου, δεν εξηγείται αλλιώς.
Χωριστήκαμε το ξημέρωμα με ένα φιλί που έκρυβε προσμονή και έναν έρωτα γλυκό και παλαιωμένο, σαν χρόνια να περίμενε να επιστρέψει.
Αυτή την μαγική στιγμή την έκλεισα σε ένα συρτάρι της καρδίας μου και την έβαλα στην άκρη.

Το τελευταίο βράδυ, στην επιστροφή, μου ζήτησε να ξαπλώσουμε πάλι μαζί και του το αρνήθηκα.
Ανάσκελα στο κρεβάτι της καμπίνας μου, υποσχέθηκα στον εαυτό μου αυτό τον μαγικό έρωτα να τον κρατήσω τέλειο, να μην τον κιβδηλώσω.
Οπότε δεν τον άρχισα, για να μην τον τελειώσω ποτέ. Και του έπνευσα το οξυγόνο της αιωνιότητάς.

Μείναμε φίλοι, αν αναρωτιέσαι, όσο φιλικά ήταν βέβαια τα βλέμματα που μου έριχνε και του ανταπέδιδα.
Σου ακούγεται τρελό, μα εκείνος ο άνθρωπος είναι σε μια άλλη ζωή του καλύτερο μισό μου.
Και δεν θέλω να τελειώσει ποτέ.

Οπότε, δειλή μπροστά στο τέλος υπήρξα μια φορά, και έκτοτε καμία άλλη, γιατί μπορεί να μην έγινε ποτέ σύντροφος μου, αλλά έκανε κάτι άλλο, πιο ασυναίσθητο και ανιδιοτελές. Κάτι που με έκανε μάλλον αυτή που είμαι σήμερα.

Ανανέωσε την ελπίδα μου σε αυτό τον κόσμο και τους έρωτες του.
Έδωσε το φιλί της ζωής στον αθεράπευτα ρομαντικό, ετοιμοθάνατο εαυτό μου.
Και σε ευχαριστώ γι' αυτό ματάκια μου.

Γιατί τώρα μπορώ να γράψω για εκείνον τον άλλον που είμαι ερωτευμένη, και σαν πονέσω τον εαυτό μου μαζοχιστικά και αχρείαστα για να βρω τις λέξεις, θα επιστρέψω σε εκείνο το συρτάρι και θα βγάλω έξω αυτό που έχουμε, θα μυρίσω την θάλασσα, τον καπνό, την τσίχλα που μασούσες, θα νιώσω τον ψίθυρο σου στο αυτί μου και θα πάρω δύναμη. Θα ξέρω ότι κάπου, κάποτε, τον έρωτα τον βρήκα, και ήταν υπέροχος.

Κεφάλαιο υπ' αριθμόν 62 : Η τελευταία μας μέρα μαζί.



22 Ιανουάριου

Το δωμάτιο του είναι άδειο, πρωτοφανές γεγονός, αφού δεν τον αφήναν ποτέ μόνο. Θα έπαιρνε εξιτήριο και η Κυβέλη είχε πάει με την Νεφέλη στο διαμέρισμα να του φέρουν πράγματα. Οι υπόλοιποι απλώς του έκαναν την χάρη να φύγουν.
Η πόρτα όμως χτύπησε, και ο Ορέστης ξεφύσησέ. Μα στο δωμάτιο δεν εισήλθε άλλος, από τον Δημήτρη Πολίτη, σε όλη του την δόξα και το μεγαλείο. Κράτησε για λίγο την ανάσα του.

«Περαστικά.» του είπε μα πιο πολύ σαν βρισιά ακούστηκε.

Κοιτάχτηκαν στα ματιά προσπαθώντας να ζυγίσουν ο ένας τις αντοχές του άλλου.
O Ορέστης λύγισε πρώτος, δεν άντεξε. «Ξέρεις ότι την σέβομαι και την νοιάζομαι.»
Δεν θα έπαιζε την κάρτα 'την αγαπώ' στον πατέρα της, γιατί γνώριζε πολύ καλά ότι θα τον έπαιρνε ο διάολος.
«Ξέρω ότι από την στιγμή που άλλαξε ο χρόνος της έχεις αλλάξει τα φώτα.» η κυνική απάντησή του δεν τον πτόησε.
«Θα το διορθώσω.» υπόσχεται και ξαπλώνει καλύτερα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ζαλίζεται ακόμα αρκετά.

Ο Δημήτρης καγχάζει.
«Αυτό έλειπε!» κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα του και βαζει τα χέρια του μέσα στις τσέπες, το αυστηρό του βλέμμα δεν κάμπτεται ούτε λεπτό.
Κοιτιούνται με νόημα. Ένας άηχος διάλογος αναμεσά στους δυο άντρες που καταλαβαίνονταν πιο πολύ από ότι φαινόταν.
«Δεν άλλαξε κάτι αναμεσά σας. Το ξέρεις αυτό φαντάζομαι.»
«Όχι, αυτό που έχουμε είναι υπεράνω δυσκολιών, το έχει δείξει η ιστορία άλλωστε.»
Γνέφει συγκαταβατικά. Πέφτει για λίγο πάλι σιωπή ανάμεσα τους.

«Ορέστη;» τον κοιτά προβληματισμένος.
«Κοίτα να γίνεις καλά. Όχι μόνο γιατί έχεις μέλλον μπροστά σου και είσαι νέο παιδί, αλλά και για να της αξίζεις. Να στέκεσαι επάξια πλάι της. Ειδάλλως θα με βρεις απέναντι σου.»

Το δωμάτιο είναι παγωμένο και η ένταση ανάμεσα στους δυο άντρες απτή. Ο βιολιστής γνέφει θετικά.
«Θα κάνω τα πάντα.»

Και το εννοούσε, θα έκανε τα πάντα, από τα πιο απλά, μέχρι τα πιο δυσβάσταχτα.


---------------------------------------------

«Εγώ θέλω απλά να ξέρεις ότι θα γίνει χαμός, θα την πληγώσεις ανεπανόρθωτα.» η Φαίδρα φύσηξε τον καπνό έξω από το παράθυρο και ο Ιάκωβος την αγριοκοίταξε από την πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι του αδελφού του.

«Το ξέρω Φαίδρα, αλλά δεν την παλεύω, τρελαίνομαι, έχω βαλτώσει εδώ πέρα. Πρέπει να φύγω, να αναπνεύσω μακριά από όλο αυτό.»

Η μαυρομάλλα με το ανανεωμένο καρέ και τις δυο μπροστινές τούφες φούξια σήκωσε το βλέμμα. Έσβησε το τσιγάρο της στο μάρμαρο στο πρεβάζι και έκλεισε το παράθυρο, κατέβηκε από το έπιπλο και τίναξε ελαφρώς της αρβύλες της. Ο Ιάκωβος ξεφύσηξε εκνευρισμένος μα η κοπέλα δεν έμοιαζε να του δίνει σημασία.

«Ορέστη ό,τι κάνει εσένα να νιώθεις καλυτέρα.» λέει στον αδελφό του.
«Καλά αυτό εννοείται. Απλά μην νομίζεις ότι εγώ δεν θα την ωθήσω σε νέες γνωριμίες για να σε ξεχάσει, αφού ο καθένας επιλέγει πως θα νιώσει καλύτερα από ότι φαίνεται.» του ξεκαθαρίζει την θέση της και ο βιολιστής χαμογελάει πικρά, νιώθει ένα τσίμπημα στο στήθος.
Ας τολμήσεις να της γνωρίσεις άλλον...

Δεν έχει το θάρρος να το εξωτερικεύσει, κι αυτό γιατί έχει την αλαζονική σιγουριά της επίμονης του. Έτσι δεν την έριξε και την πρώτη φορά; Την στρίμωξε και την ενόχλησε, την έβαλε στην ζωή του και μπήκε στην δική της...και πριν το καταλάβει την αγάπησε. Ακόμη δεν είχε καταλάβει.



26 Ιανουάριου

Την πέταξε στο κρεβάτι τους και εκείνη αναπήδησε, μαζί και η καρδιά της.
Το κλίμα ανάμεσα τους ήταν τεταμένο και αναδυόταν από τα κορμιά τους μια γλυκιά πίκρα, μια μελαγχολία που πνιγόταν στα φιλιά.
Είχαν ανάγκη να κοιταχτούν, μα είχαν και ανάγκη να νιώσουν ο ένας τον άλλον.

Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι από πάνω της, και την κάλυψε με την ψηλή του μορφή. Η κοπέλα ένιωθε το δέος της παρουσίας της να την χτυπά σε κάθε σημείο, τον ήθελε, πολύ.

Έσκυψε προς το μέρος της, στο ημισκόταδο που λίγο έσπαγε το φως από τον διάδρομο τα χαρακτηριστικά της πάλλονταν ανάμεσα στον πόθο και την θλίψη, τα χείλη της έτρεμαν κάτω από τα δικά του.
Η ανάσα της χτυπούσε το πρόσωπο του θυμίζοντας του ότι ήταν εκείνη, θερμή, γεμάτη θαλπωρή και με την γεύση του αγαπημένου της κρασιού.
«Κυβέλη.» ψιθύρισε σαν να προσπαθούσε να συγκρατηθεί, μα δεν ήθελε!
«Φίλα με επιτέλους βιολιστή της κακιάς ώρας!» τον διέταξε με την φωνή της εκνευριστικά ψιλή.

Η καρδιά του γέμισε γνώριμη ευτυχία. Κάλυψε την απόσταση ανάμεσα τους και τα χείλη της με τα δικά του. Και έλιωσαν ο ένας πάνω στον άλλον...σε μια ανακούφιση!
Μα πόσο καιρό είχαν να αναπνεύσουν ανάμεσα σε φιλιά;

«Ρώτα με.» διέταξε εκείνη
«Τι;» σταμάτησε για λίγο.
Τον κοίταξε στα μάτια. «Ρώτα με αυτό που θέλω να ακούσω.»

Μπερδεύεται για λίγο, μα τα μάτια του φωτίζονται στην συνειδητοποίηση.
«Φύγαμε δικηγορίνα;» της χαμογελά πλατιά.
Θα κλάψω
Δαγκώνεται και γνέφει θετικά.

----------------------------
Μπαίνει στο ντους όταν βεβαιώνεται ότι εκείνος κοιμήθηκε. Κολλούσε ολόκληρη μα ένα μέρος του εαυτού της ήθελε αν μείνει με τα αποτυπώματα του πάνω της, να τον νιώθει κοντά της.
Ήξερε ότι την στιγμή που θα την κάλυπτε το νερό θα έσπαγε πάλι.
Μπορεί να της υποσχέθηκε πέντε υπέροχες μέρες, μα ήξερε ότι οι νύχτες θα ήταν σκοτεινές, σαν έδυε ο ήλιος άλλη μια συμπυκνωμένη αιωνιότητα έληγε, μαζί κι η ίδια.

Τον ακούει να ανοίγει την πόρτα και ξέρει ότι την έχει καταλάβει. Δεν κάνει καν τον κόπο να σκουπίσει τα μάτια της. Μπορεί να καταλάβει ότι γδύνεται και πετά τις πιτζάμες του στο πάτωμα.
Την γυρίζει προς το μέρος του.
«Είμαι εδώ.» Και την φιλάει, και την κολλά πάνω του, σαν να θέλει να ενώσει τα δέρματα και τα κορμιά τους,

Μα τι ειρωνεία, να ξεφεύγεις από αυτόν που θες να δεθείς....



27 Ιανουάριου- 7 το πρωί

Μια κουταλιά καφέ φουντούκι, και μια κανονική.
Νερό ως το 4.
Το φως του πρωινού εισβάλλει στην κουζίνα.

Έχει ακουμπήσει τους αγκωνές στον πάγκο και στηρίζει το κεφάλι του στις παλάμες, την χαζεύει να ετοιμάζει την καφετιέρα, να βγάζει κούπες και ζάχαρη, να ξεχνάει το γάλα και να το θυμάται, έπειτα το κουτάλι, μετά να γέρνει στα ντουλάπια και αγουροξυπνημένη να κλείνει τα μάτια συγκεντρωμένη στους ήχους που έβγαζε η μηχανή.

Τα φρύδια της υπό το φως ήταν πορτοκαλί και τα μαλλιά της ήταν σαν καταρράκτης λάβας, πιασμένος σαν σίφουνας στην κορυφή του κεφαλιού της, το φούτερ του έπεφτε στο μικροκαμωμένο της σώμα και τα γυμνά της πόδια ήταν φτιαγμένα να ακουμπούν στο ξύλο και να κάνουν μύτες για να φτάσει την ζάχαρη.

Το έντονο βλέμμα του την άγγιξε.
«Τι είναι;» τον ρώτησε απαλά, πιο πολύ με απορία.
Ο Ορέστης της χαμογέλασε τρυφερά, με λίγη θλίψη να χαϊδεύει τα μάτια του.
«Δεν χορταίνω να σε κοιτάζω.» εξομολογείται.

9 το πρωί.

«Δεν καταλαβαίνω αλήθεια πως μπορείς να τρέχεις τόση ώρα.»
Ενδόμυχα αναρωτιέται αν τον βασανίζει. Ίσως και να το κάνει.
Χαμογελά κρυφά.
«Δεν σε κάλεσε κανείς.»
Αναφωνεί και το παίζει θιγμένος. «Θα πήγαινες χωρίς εμένα;» το αυτάρεσκο μειδίαμα του βιολιστή που ξέρει πόσες και ποσό τον κοιτούν την εξοργίζει.
Η ειδικότητα του, αλίμονο.
«Θα πρέπει να συνηθίσω υποθέτω.» το μετανιώνει την ίδια στιγμή που το λέει, ειδικά εφόσον βλέπει ότι σβήνει το μικρό χαμογελάκι του.
Γιατί να το πω αυτό τώρα;

Ετοιμάζεται να ζητήσει συγγνώμη, όταν τον βλέπει να αυξάνει ελαφρώς την ταχύτητα του δίπλα της, σαν ένα άηχο 'όλα καλά'.
«Λοιπόν θα προτιμούσα να μην βγαίνεις με αυτά τα κολάν όσο λείπω, εκτός αν θες να χάσω το μυαλό μου.» η χαλαρή του ζήλια την κάνει να χαμογελάσει, μα παράλληλα την πιάνει εξ απροόπτου.

Και τότε της ήρθε, ότι κι αυτός φεύγει.
Δεν θα είναι μόνο εκείνος στο εξωτερικό, θα είμαι και εγώ μόνη στην Αθήνα. Μαζί με τον Σπύρο και κάθε άλλο πρώην νυν, και δυνητική ξεπέτα μου.

«Λοιπόν Νικολαΐδη νομίζω ότι θα παίξουμε με τις πιθανότητες σε αυτό, έτσι δεν είναι;» το πονηρό της ύφος τον ανεβάζει.
Τον τρέλαινε στην Κυβέλη αυτό, το έξυπνο μυαλό της και το σκούρο βαθύ της ύφος καθώς του έλεγε τα πιο εξοργιστικά πράγματα, που όμως πιο πολύ τον ανάβαν παρά τον θύμωναν.
«Να θυμάσαι μόνο ότι οι πιθανότητες ήταν ανέκαθεν με το μέρος μου.» χαμηλώνει την ταχύτητα του στο ελάχιστο, γεγονός που κάνει και εκείνη να σταματήσει για να συμβαδίσει με την συζήτηση κάτω από την βοή των περαστικών.

«Α ναι;» ρώτησε προκλητικά θέλοντας να καλύψει την βαριά της ανάσα.

Το γαλάζιο και το πράσινο έλαμπαν κάτω από τον θαμπό ουρανό και προσπάθησε να βγάλει μια φωτογραφία με τα μάτια τον υπέροχο βιολιστή της κακιάς ώρας με φόρμα και φούτερ να τρέχει πλάι της νωρίς το πρωί. Ήταν μια συνήθεια που αρχίσαν μαζί και δεν έβρισκε κανένα λόγο να συνεχίσει μόνη της, μα δεν θα του το έλεγε αυτό.

«Έχω την τύχη με το μέρος μου Κυβελάκι.» της κλείνει το μάτι και τεντώνεται, ήρθε η ώρα να επιστρέψουν.
«Λοιπόν αυτό είναι κακό.» μούτρωσε και δάγκωσε το κάτω χείλος της επιδεικτικά.
Είδε τα μάτια του να σκουραίνουν. Της έπιασε από τον καρπό και την έφερε κοντά του, η κορμοστασιά του έγερνε από πάνω της απειλητικά.
«Θα άφηνες την τύχη σου σε εμένα;»
Το σκέφτηκε λίγο. Ανασήκωσε τους ώμους της. « Αν ήξερα ότι είναι σε καλά χέρια.» του απαντά διπλωματικά.

Ο Ορέστης ξέρει ότι έτσι απαντά για να μην φανεί ευάλωτη.
«Το ίδιο λεμέ.» την διαβεβαιώνει και την κοιτά στα μάτια.

27 Ιανουάριου- Βράδυ.

Η μουσική ηχεί παντού στο διαμέρισμα και ο Ορέστης έχει πάρει τα ηνία στην κουζίνα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της Κυβέλης που φτιάχνει μαργαρίτες.
« Just the two of us...Building castles in the sky...Just the two of us...You and I...» μουρμουρίζει αφηρημένα καθώς ρίχνει κι άλλη πάπρικα στην σώς γιαουρτιού που προορίζεται για τα μπουρίτο.

Η δικηγορίνα τον παρατηρεί, που ανέμελος φτιάχνει το φαγητό τους στην κουζίνα του και αναρωτιέται, ποιος θα βαζει την χαρά στο διαμέρισμα όταν εκείνος θα λείπει.
Σαν να διαβάζει το μυαλό της, την κοιτά αυστηρά, λες και την μάλωνε για κάποιά αταξία

Της κάνει νόημα να έρθει κοντά.
«Πλησιάστε δεσποινίς μου.» το βλέμμα του τα λέει όλα.
Εκείνη, θέλοντας και μη, πλησίασε και εγείρε στον πάγκο δίπλα του, περιμένοντας την επόμενη κίνηση του.
Και φυσικά ο Ορέστης την έπιασε από την μέση και κόλλησε την πλάτη της στο στέρνο του, Τύλιξε τα χέρια του γύρω της και την ανάγκασε να λικνιστεί στον ρυθμό μαζί του.

«Just the two of us. We can make it if we try. Just the two of us. (Just the two of us). Just the two of us.» μέχρι και η φωνή του μελωδικά της φαίνεται να αγγίζει την τελειότητα.
Μα τίποτα δεν φτάνει την ευτυχία που αισθάνεται κολλημένη πάνω του, μέσα στην αγκαλιά του, να χορεύουν ένα παλιό τραγούδι και να της ψιθυρίζει στο αυτί.
Σιγά σιγά υποχωρεί. Κλείνει τα μάτια και απολαμβάνει την στιγμή, κουρνιάζοντας κι άλλο στα χέρια του, κι ο Ορέστης την κουνάει απαλά, δίνοντας της αραιά και που λίγο ποτό.

Από το απέναντι διαμέρισμα το ζευγάρι τους κοιτά να χορεύουν στην κουζίνα αγκαλιασμένοι και ζηλεύουν.
Ζηλεύουν κάτι που νομίζουν πως δεν έχουν. Ρομαντισμό.
Αντί να νιώσουν ευγνώμονες για κάτι που έχουν. Χρόνο.

28 Ιανουάριου.

Είναι απόγευμα της δεύτερης μέρας και η Κυβέλη κάπου στα μισά της τακτοποίησης των αποσκευών του δεν άντεχε να τον βλέπει και έφυγε στην κουζίνα για να απασχοληθεί με κάτι.
Έκανε ρολά κανέλας με δική της ζύμη, την οποία αφού άφησε να φουσκώσει τρεις ώρες και έκανε ένα κέικ, τώρα άνοιγε με μανία.

Ο Ορέστης όταν έκλεισε τις αποσκευές του αποφάσισε πάει να την βρει.
Και ήταν ακριβώς εκεί που πίστευε, να κάνει τίποτα άλλο πέραν αυτού που περίμενέ.
κάθισε στην ψηλή καρέκλα του πάγκου. Ήξερε ότι η Κυβέλη δεν θα του έλεγε τίποτα, είχε υποσχεθεί αλώστε.

«Γεια σου άγνωστη.» γέρνει στον πάγκο και την παρατηρεί, να ζυμώνει και να απλώνει την ζύμη νευρικά και κάπως σκληρά.
Δεν του απάντησε τίποτα. Αυτό τον έκανε να χαμογελάσει πονηρά.
Η Κυβέλη δεν μπορούσε να το διαχειριστεί, ούτε κι ο ίδιος. Κι όμως άντεχαν να είναι στο ίδιο σπίτι μαζί, γιατί πολύ απλά δεν γινόταν αλλιώς, δεν ήθελαν με άλλον τρόπο.

Την πλησιάζει και ακουμπά τα χέρια του στον πάγκο δεξιά και αριστερά της. Κολλάει το κορμί του πάνω της και τρίβεται αισθησιακά βλέποντας την ραχοκοκαλιά της να αναριγεί.

«Υποσχέθηκες όχι μούτρα.» η δήλωση του μοιάζει να την εκνευρίζει κι άλλο.
Σταματάει να ανακατεύει την κανέλα με την ζάχαρη. Τα χέρια της τρέμουν κάτω από το ζεστό του κράτημα.

«Θα κάνω ό,τι θέλω.» του απαντά με νεύρο και τινάζει τα χέρια του από πάνω της.
Το στερνό του ανεβοκατεβαίνει από ένα γελάκι που πνίγει.
Του φαίνεται αστείο;

«Τότε θα κάνω κι εγώ ό,τι θέλω.»
Και δίχως άλλη προειδοποίηση τα χέρια του κατέβηκαν στους γοφούς του, την γύρισε προς το μέρος του απότομα και την ανέβασε στον πάγκο, δίπλα στις ζύμες και πάνω στο αλεύρι.
«Ρε Ορέστη!»
«Σιωπή.» διατάζει κάπως, εκνευρισμένος;
Ο πόθος και η σεξουαλική ένταση του μαυρίζει το βλέμμα.

Τα δάχτυλα του κάνουν να ανεβάσουν την φαρδιά της μπλούζα. Από κάτω βρήκε μια δεμένη με κόμπο φόρμα. Το εξεταστικό του βλέμμα συναντά το δικό της, που προσπαθεί να μην χαμογελάει ένοχα.
«Έχεις κάτι να μου πεις γι' αυτό; Είναι κάποια έμμεση δήλωση;» την ρωτάει με ανακριτικό ύφος και η κοπέλα δαγκώνεται.
«Έμμεση δήλωση ότι δεν θα γίνει τίποτα μεταξύ μας.» το λέει με όλο το θράσος που την διακατέχει και το βλέμμα της κρύβει μια χυδαία τσαχπινιά που τον κάνει να θέλει να την πάρει εδώ και τώρα.

Τα δάχτυλα του φτάνουν τον κόμπο και επιδέξια τον λύνουν πριν πιάσει το λάστιχο της γκρι φόρμας και το κατεβάσει βίαια από το σώμα της, χωρίς να κολλήσει πουθενά.

Η Κυβέλη που αναπηδώντας ένιωσε τον παγωμένο πάγκο γεμάτο υλικά κάτω από τον πισινό της κλαψούρισε παραπονιάρικα.
«Κρυώνω.»
Την κοιτάζει τρυφερά τάχα.
«Κρυώνει το κοριτσάκι μου;» ρωτάει ειρωνικά.
Ξεροκαταπίνει.
Σκύβει προς το μέρος της και μένει σε απόσταση αναπνοής από εκείνη.
«Να σε ζεστάνουμε τότε...» την τραβά προς το μέρος του και χώνεται ανάμενα στα πόδια της, το χέρι του στο εσώρουχο της που μαρτυρά την επιρροή του πάνω της.
«Ε Κυβέλη;» τυλίγει το χέρι του γύρω από την μέση της χαμηλά και την κρατά σταθερή, ενώ τα δυο του δάχτυλα εισχωρούν απροειδοποίητα μέσα της.
Αναφωνεί εκείνη και νιώθει ένα κάψιμο να προκαλεί τρέμουλο από την μέση και κάτω.
Η ανάσα του πέφτει στα χείλη της και το δίχρωμο βλέμμα του την στέλνει στον παράδεισο.

«Μίλα μου.»
Δεν ξέρει τι να του πει! Είναι εκτός τόπου και χρόνου, η καρδιά της βροντοχτυπά στο στήθος της και τρέμει σαν ψάρι.
«Να...να ζεσταθούμε.» ψιθυρίζει αβέβαια και ο Ορέστης χαμογελάει αυτάρεσκα.
«Αυτό ήθελα να ακούσω.»

Την τραβάει κι άλλο έξω.
Δίχως να πάρει τα μάτια του από τα δικά της χαμηλώνει έως ότου γονατίσει μπροστά στα ανοιχτά της πόδια.

Με τρεμάμενα χέρια μετά από ένα του νεύμα κατέβασε το εσώρουχο της μέχρι τα γόνατα, για να το πάρει εκείνος και να το πετάξει σε μια άκρη του δωματίου.

Την στιγμή που τα χείλη και η καυτή του γλώσσα ακουμπήσαν την παλλομένη κλειτοριδα της, μια έκρηξη πυροδοτήθηκε μέσα της, που άρχισε με ένα βαθύ, αγνό και γεμάτο ηδονή βογγητό.
«Αχ Ορέστη.»
Αχ βιολιστή της κακιάς ώρας...θα είσαι το τέλος μου λιώνει μέσα της η σκέψη, όσο η ίδια λιώνει κάτω από την γλώσσα του.

29 Ιανουάριου.

Είναι πρωί. Ώρα 9, δεν ήθελαν να χάσουν λεπτό μαζί, όμως δεν έκαναν τίποτα, εκείνος είχε γείρει στο πλάι για να την χαζεύει, ενώ εκείνη προσπαθούσε να ξυπνήσει, μάταια.
Την χάζευε ώρα τώρα και δεν παραπονιόταν που τον άφηνε μόνο του. Το λευκό πρόσωπο της, αφράτο κάπως και μαλακό από τον ύπνο χάιδευε το μαξιλάρι και ήταν χάρμα οφθαλμών.
Δεν χόρταινε να την κοιτάζει, και η άρνηση της να ανοίξει τα μάτια τον βόλευε.
«Έχω μια παράλογη απαίτηση.» έσπασε πρώτος την σιωπή. Κέρδισε αμέσως την προσοχή της.
Άνοιξε τα μάτια και αφού πρώτα τα έκλεισε πάλι απότομα, εξαιτίας της τραβηγμένης κουρτίνας, τα άνοιξε εκ νέου.
«Δηλαδή;» φύσηξε μια τούφα μακριά από το πρόσωπο της.
«Θέλω όταν φύγω να μείνεις εδώ μέχρι να γυρίσω.»

Γύρισε και τον κοίταξε.
«Μόνη μου; Στο σπίτι σου; Δεν μπορώ να το κάνω αυτό.» του αρνήθηκε αμέσως.
«Είναι και δικό σου σπίτι.» την μαλώνει και μπορεί να θέλει να του χαμογελάσει, δεν κρατιέται, αλλά μένει ανέκφραστη.
Αντιστέκεται στο υπέροχο πρόσωπο του, λίγα μόλις εκατοστά μακριά από το δικό της και πειθαναγκάζει τον εαυτό της να είναι σκληρή.
«Είναι δικό σου σπίτι, δική σου κληρονομιά, εσύ πληρώνεις σχεδόν τα πάντα εδώ μέσα, εγώ το μόνο που έκανα ήταν που διάλεξα τα έπιπλα.» τον βλέπει να σμίγει τα φρύδια και αναρωτιέται πως γίνεται μόνο εκείνη να καταφέρνει να τον βγάλει από την ζεν κατάσταση του.

«Λες μαλακίες.» της απαντά και η κοπέλα γελάει. Το φως που μπαίνει από το παράθυρο δεν συγκρίνεται με εκείνο που βγαίνει από το χαμόγελο της.

«Τέλος πάντων δες το σαν χάρη. Να κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια, να ξέρω τουλάχιστον που είσαι και τι κάνεις.»
Δεν ξέρει τι να του πει.
«Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να μείνω σε αυτό το σπίτι χωρίς εσένα.» κλείνει τα μάτια και στριβεί πάλι ώστε αν τα ανοίξει τα κοιτάζει το ταβάνι.

Νιώθει το στρώμα να βουλιάζει και εκείνον να μετακινείται. Την πιάνει πανικός, φεύγει;
Ανοίγει τα μάτια απότομα.
Τον βλέπει από πάνω της, τα χέρια του δεξιά και αριστερά από το κεφάλι της και τα χείλη του εκατοστά μακριά από τα δικά της. Την κατακεραυνώνουν το γαλάζιο και το πράσινο, όπως της αξίζει.
«Θα μείνεις.» της δηλώνει.
Ένας κόμπος τσούζει στον λαιμό της.

«Αν δεν γυρίσεις στους έξι μήνες θα φύγω.» αντεπιτίθεται.

Κοιτάζει την πεισματάρα Αφροδίτη του και σκέφτεται ότι θα τον κάνει τρελό αν φύγει, μα δεν υπάρχει τρόπος να μείνει.
Και ξέρει ότι αν της ζητούσε να έρθει μαζί του δεν θα του ξαναμιλούσε. Κι ας τον παρακαλούσε να την πάρει, κι ας έκλαιγε κι ας χτυπιόταν, δεν το ήθελε πραγματικά.
Γιατί η Κυβέλη σύντομα θα συνειδητοποιούσε πόσο πίσω είχε μείνει στην σχολή, πόσο έπρεπε να διαβάσει για να αποφοιτήσει σε 6 μήνες, και πόσες αποφάσεις έπρεπε να πάρει για τον εαυτό της.

Κι έπειτα, ήταν κάτι που εμμέσως είχε καταλάβει για εκείνη, κι ήταν το ότι αγαπούσε την Ελλάδα. Με όλη την παρακμή και την ανοργάνωτη βουή της Αθήνας, με την ανεργία, την οικονομική στενότητα και τις παραξενιές του λαού.
Η δικηγορίνα ήθελε να κάνει εδώ το μεταπτυχιακό της και να ζήσει σε ένα διαμέρισμα στο Κέντρο, να πηγαίνει διακοπές στα κοσμικά νησιά και μετά στην Ύδρα, να βγαίνει σε κλαμπ και μπαρ καθημερινές, να ακούει και να μιλά την γλώσσα, να φοράει καλοκαιρινά ρούχα τον μισό χρόνο, να λιάζεται σε μικρές γωνίες του σπιτιού, να τρώει θαλασσινά σε ταβερνάκια και να πίνει ούζο, να βλέπει τους φίλους και την οικογένεια της.

Τίποτα από όλα αυτά δεν του το είχε πει. Μα είχε μάθει -πια!- να την διαβάζει άριστα. Και η μελέτη του αυτή τον είχε φέρει σε αδιέξοδο. Στην πραγματικότητα η επιλογή ήταν μια, να έχει την συνείδηση του καθαρή, ότι δεν την στέρησε όσα αγαπά.

«Ακούς τι σου λέω;» κάπως εκνευρισμένα τον ξαναρώτησε
Επανέρχεται στην πραγματικότητα, η εκνευριστική της φωνή φροντίζει γι' αυτό.
«Ακούω. Σε έξι μήνες. Στην αποφοίτηση σου, θα είμαι εκεί.»
Σκύβει προς το μέρος της και την φιλάει, πριν τα χέρια του κατέβουν στην βάση της πιτζάμας της, και ακούσει το πνιχτό της γέλιο.

Υπήρχε βέβαια ένα μέρος του εαυτού του που του ούρλιαζε να γίνει εγωιστής, να την πάρει μακριά από όσα ξέρει και αγαπά, και να την τοποθετήσει σε μια ξένη χώρα, που δεν ξέρει κανέναν, παρά μόνο εκείνον. Σε τελική ανάλυση, να έρθει θέλει δεν θέλει, γιατί εκείνος την ήθελε, την είχε ανάγκη.

Αυτή του η πλευρά ακουγόταν παράλογη, μα ήταν μια πραγματικότητα. Του ψιθύριζε να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του, να γονατίσει και να της κάνει πρόταση γάμου, να δημιουργήσει το ατύχημα, και να τους δέσει με κάτι ακόμα πιο ιερό. Αρκεί στο τέλος η Κυβέλη να δεχτεί και να την έχει όλη δική του, από το πρωί μέχρι το βράδυ σε ένα διαμέρισμα με θεά την Νέα Υόρκη μόνο οι δυο τους, αυτός και η Αφροδίτη του...

29 Ιανουάριου- Ξημέρωμα

Ξυπνάει στις 2 το πρωί και δεν την βρίσκει δίπλα του. Ενδόμυχα δεν θέλει να την ψάξει. Κι αυτό γιατί γνωρίζει και που και πως θα την βρει.
Παρόλα αυτά κινείται προς το μπαλκόνι, οπού την βλέπει να καπνίζει με την πλάτη της γυρισμένη σε εκείνον. Παρατηρεί τους απέναντι που πάλι τσακώνονται, και εύχεται να είχε τον χρόνο να τσακωθεί, πλέον δεν τον είχε. Η προτελευταία τους μέρα μαζί ξημέρωνε.

«Κυβελάκι μου;

«Δεν σε πνίγει;» φυσάει τον καπνό μακριά.
«Δεν σε διαλύει η σκέψη ότι θα είμαι εδώ μόνη; Χωρίς εσένα; Δεν σου προκαλούν πονοκέφαλο οι σκέψεις της ζωής μου, τα πεσίματα από αγνώστους, το να με αγγίζουν και να μου μιλάνε, να ερωτευτώ και να με ερωτευτούν, να με πηδάνε, με τα νέα δεδομένα, στο διαμέρισμα σου;»

«Ή ας είμαστε απλά ρεαλιστές, γιατί εγώ θα περιμένω και το ξέρουμε και οι δυο αυτό. Δεν σε αρρωσταίνει η ιδέα να ξυπνάς το πρωί και να μην τεντώνεσαι να με αγγίξεις; Να μην μπορείς να με φιλάς, να με κοιτάς στα μάτια και να με αγγίζεις; Να μην μπορείς να με σφίγγεις πάνω σου; Να μην καταπατάς με κάθε τρόπο τον προσωπικό μου χώρο; Να μην μπορείς να με διεκδικείς πάντα και παντού με κάθε τρόπο και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες; Δεν σε διαλύει το λίγο; Ίσως είμαι τρομερά ρομαντική αλλά έχω διαβάσει για ανθρώπους που δεν θα τους σταματούσε τίποτα από το να είναι με αυτούς που αγαπούν.»

Κάνει να της απαντήσει.
«Όχι.» τον σταματά. «Δεν το θέλω. Απλά να το θυμάσαι, και να το σκέφτεσαι»

Σβήνει το τσιγάρο στο πρεβάζι και φυσάει τον λίγο καπνό που έχει μείνει ανάμεσα στα χείλη της μακριά.
Περπατάει προς το μέρος του και χώνεται, απροσδόκητα, στην αγκαλιά του.
«Πήγαινε με στο κρεβάτι.» διατάζει παραπονιάρικα, κάνοντας τον να λιώσει.
«Δεν θα μου πεις πως να κάνω την δουλειά μου δικηγορίνα.» την σφίγγει πάνω του και την οδηγεί στο υπνοδωμάτιο τους.


----------------------------------

Το απόγευμα της ίδιας μέρας όλη η παρέα έχει μαζευτεί στο διαμέρισμα του, για ένα αντίο.
Οι φίλοι τους μοιάζουν μπερδεμένοι με το πόσο γεμάτο και ίδιο μοιάζει το σπίτι, αλλά αυτό λήγει όταν ο Ορέστης τους ενημερώνει ότι πήρε μόνο ρούχα και τίποτα από τα διακοσμητικά, τα βιβλία, τους δίσκους του. Θα επέστρεφε!

Η δεύτερη ανακοίνωση, που μάλλον συγκλόνισε πιο πολύ, ήταν η παραμονή της Κυβέλης στο κοινό τους διαμέρισμα, έως ότου εκείνος γυρνούσε. Αυτό, μαζί με την ηρεμία στο βλέμμα της κοπέλας, ήταν που ανησύχησε τους φίλους της και παραξένεψε την Ιωάννα, που αν και δεν την ήξερε καλά, περίμενε κάτι πιο έντονο από εκείνη.

«Λοιπόν παιδιά εγώ δεν ξαναπαίζω, όχι, τέλος! Ο Βασίλης κλέβει!» ο Κωνσταντίνος τα παρατάει στον τρίτο μόλις γύρο trivial, όταν ο νεαρός του απαντά δίχως να πάρει ανάσα, ποια είναι η πρωτεύουσα της Βενεζουέλας.

«Εγώ φταίω αγόρι μου που δεν ξέρεις ούτε που είναι η Θήβα;» ο Βασίλης αντεπιτίθεται και είναι γνωστό πόσο στα σοβαρά παίρνει το κομμάτι του ανταγωνισμού.
«Ναι μωρέ αυτό φταίει! Όχι ότι έχεις μάθει απέξω τις απαντήσεις! Παιδάκι!» τον κατηγορεί και όλοι γελάνε.
«Εντάξει Κωνσταντίνε , ας παίξουμε monopoly τότε! Α για μισό λεπτό! Έκλεβες την τράπεζα εκεί!» του υπενθυμίζει και ο μελαχρινός κοκκινίζει από την ένταση και την ντροπή.

«Να μην έκλεβα εγώ για να κλέψεις εσύ! Γι' αυτό ήθελες να έχει η Ερμιόνη το ταμείο, για να την κοροϊδεύεις στα μαθηματικά!»
Η κοπέλα δίπλα του αναφωνεί και αγριοκοιτάζει το αγόρι της που με την σειρά του κατακεραυνώνει με ένα βλέμμα τον φίλο του.
«Αρχιδι.» μουρμουρίζει.
«Είμαι εγώ κακή στα μαθηματικά;» θιγμένη ρωτά τον Βασίλη που σπεύδει να της πει όχι.

Γυρίζει προς το μέρος της Φαίης.
Η ξανθούλα κοιτιέται με τον Γιάννη και δεν ξέρει τι να απαντήσει.
«Ε δεν είσαι και διάνοια...»

«Α καλά! Δεν ανέχομαι τέτοιες προσβολές!» Τάχα θιγμένη αναφωνεί και κοιτάζει τον Ορέστη.
«Πες Ορέστη! Πες! Όταν πήγαμε μαζί να πάρουμε το φαγητό δεν υπολόγισα γρήγορα τα ρέστα;» όλη η προσοχή πέφτει πάνω του.
Αυτός, αμυντικά, τραβάει την δικηγορίνα να καθίσει πάνω του για να τον προστατέψει από την οργή της φίλης του.
«Να παραγγείλουμε γλυκό λέω!» Αντιπροτείνει και ξεσπούν όλοι σε γέλια. Η Ερμιόνη γουρλώνει τα μάτια.

«Τι; Έδωσα λάθος ρέστα;» κοκκινίζει ολόκληρη από ντροπή. Ο Βασίλης σπεύδει να της πει ψέματα ότι μάλλον ο Ορέστης έκανε λάθος, ενώ ο βιολιστής κρύβεται πίσω από την Κυβέλη, που σαν ανθρώπινη ασπίδα σφίγγει πάνω του σφιχτά, τυλίγοντας τα χέρια του πάνω από την κοιλιά της.

«Μίλα!» διατάζει.
Ξεμυτά πάνω από τον ώμο της κοπέλας του και την κοίταξε μισογελώντας ένοχος.
«Κοίτα, δεν έδωσες λάθος ρέστα, έδωσες απλά πολύ, πολύ γενναιόδωρο φιλοδώρημα.»
Ο Γιάννης πνίγεται με την μπίρα του και ο Κωνσταντίνος γελάει με την έκφραση της φίλης του.

Ο Ορέστης ρίχνει το κεφάλι πίσω και κρατάει το στέρνο του καθώς τραντάζεται από ένα γέλιο, δίχως να την αφήσει από πάνω του, χαϊδεύοντας απαλά το δέρμα της κοιλιάς της και στέλνοντας σμήνος από πεταλούδες στο στήθος της.

Η Κυβέλη κοιτιέται με την Ιωάννα σε ένα βλέμμα απελπισίας, προσπαθώντας και η ίδια να μην γελάσει.
Βλέπεις με τι άτομα κάνω παρέα;

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

29 Ιανουάριου- Ξημέρωμα 30ης Ιανουάριου.

Κάθεται στην πολυθρόνα απέναντι από το κρεβάτι τους και την βλέπει να κοιμάται ανασαίνοντας βαριά. Έχει απλωθεί και στην πλευρά του αγκαλιάζοντας το μαξιλάρι του αντί για εκείνον.
Έτσι θα κάνει και όταν φύγω;

Το βιβλίο του Λειβαδίτη τον κοιτά από το κομοδίνο του, μα προέχουν άλλα. Το νερό τρέχει στο μπάνιο και το σημειωματάριο μπροστά του έχει πάρει φωτιά, τα λογία της από την προηγουμένη μέρα δεν λένε να φύγουν από το μυαλό του.

28 Ιανουάριου 2021. /8/

Δεν της το πα, αλλά κι εμένα με διαλύει. Και επειδή ακριβώς δεν της το πα, θα το γράψω εδώ μέχρι μια μέρα να καταφέρω να της το πω.

Δεν με ενοχλεί απλώς το ότι φεύγω. Με σκίζει στα δυο το να σε αφήνω εδώ, γιατί όλο αυτό είναι για μένα τόσο πρωτόγνωρο και άγνωστο, το να αγαπώ κάποια τόσο κτητικά και παθιασμένα, να την θέλω κάθε στιγμή και λεπτό πλάι μου, να με συμπληρώνει και να βαζει στην ζωή όσα λείπουν. Ίσως επειδή ποτέ δεν σου έκανα ερωτική εξομολόγηση όπως οι άλλοι, ούτε σου έλεγα ατάκες που σε άφηναν σύξυλη, να μην έχω τέτοιες αποδείξεις. Αλλά στην μια εβδομάδα μέσα στην γνωριμία μας ήθελα να σε βλέπω δυο και τρεις φορές την μέρα, και σαν βλάκας έψαχνα τρόπους, στον ένα μήνα σου έκανα εκείνη την χαζή πρόταση, αντί να σου πω ότι αρχίζω να σε ερωτεύομαι, και θύμωσα που δεν υπέκυψες, νεύριασα γιατί εγώ εκείνη την στιγμή κατάλαβα ότι μαζί σου θέλω πολλά περισσότερα, όσο τρομακτικό και αν ακούγεται. Στους δυο μήνες δεν άντεχα ούτε προσωπικό χώρο να σου δίνω, και όταν είδα ότι κρυφά σου άρεσε, κάτι μέσα μου είπε τέλος. Στους τρεις μήνες αφότου σε γνώρισα ήθελα να κοιμάσαι στο κρεβάτι μου, να σε ακούω να κάνεις μπάνιο και να φτιάχνεις καφέ, να σε κοιτώ να διαβάζεις και να σε ενοχλώ όταν μελετάς.

Και διαλύομαι στην σκέψη ότι ίσως γνωρίσεις άλλον, μα πιο πολύ αρρωσταίνω όταν σκέφτομαι πως αν μείνω εδώ, θα διαλυθώ και θα καταπέσω τόσο που μια μέρα θα γνωρίσεις κάποιον, θα τον ερωτευτείς, θα δεις μαζί του φως και μέλλον, και εγώ θα στέκομαι πλάι σου ανάξιος να είμαι επιλογή σου.



«Μωρό μου ξύπνα.» η φωνή του ηχεί από κάπου μακριά, μα μέσα στην θολούρα του ύπνου της καταλαβαίνει ότι μόνο μακριά δεν είναι, αλλά από πάνω της.
Τον κοιτά μπερδεμένη και κάνει να ανακαθίσει.
«Έγινε κάτι; Τι ώρα είναι;» ρωτά βραχνά αφουγγραζομενη το σκοτάδι.
Τον παρατηρεί, είναι ημίγυμνος και φοράει μόνο φόρμα. Θα κρυώσει
«Είναι 7.30» της ανακοινώνει λες και έχουν κάτι να κάνουν.
Ε και; Νυστάζω!
«Σου έχω μια έκπληξη.» προσπαθεί να την δελεάσει και η Κυβέλη βλέπει με την άκρη του ματιού της την Λαίδη να ξαπλώνει στο μαξιλάρι της. Την ζήλεψε, μα δεν μπορούσε να πει όχι στον Ορέστη.
Το μυαλό της πρέπει να λειτουργούσε ανυπόφορα αργά, γιατί ο άντρας απέναντι της ξεφύσηξε και την έπιασε από τους καρπούς τραβώντας την απαλά όρθια.

«Να ντυθώ.» μουρμούρισε καθώς έφευγαν υπερβολικά γρηγορά για τα δεδομένα της.
Τον άκουσε να γελά, ήχος που ελευθέρωσε πεταλούδες στην καρδιά της.
«Θα γδυθείς έτσι κι αλλιώς.» την ενημερώνει και στρίβει στον διάδρομο, η κοπέλα ακόμα δεν καταλαβαίνει, αλλά θα μπορούσε να αφήσει το ζεστό του κράτημα να την οδηγήσει παντού, ακόμη και στην Κόλαση.

Το μπάνιο ήταν κάπως σκοτεινό και όσο φως εισχωρούσε ήταν από τα ανοιχτά παντζούρια απέναντι τους. Το παράθυρο φυσικά κλειστό και το καλοριφέρ είχε πιάσει καλυτέρα στον μικρό χώρο.
Ούτε κεριά, ούτε τίποτα. Τι με έφερε να κάνω εδώ; Να κατουρήσω;

Την απάντηση της έδωσε ο ίδιος γυρίζοντας την προς το μέρος της μπανιέρας, που προς έκπληξη της ήταν γεμάτη νερό που έβγαζε ατμούς και μύριζε γιασεμί, το αγαπημένο της.
Ήταν σαν νύχτα του καλοκαιριού.
«Θα κάνουμε μπάνιο στις 8 το πρωί;» μουρμούρισε μπερδεμένη και έπιασε την οδοντόβουρτσα της κάνοντας μηχανικές κινήσεις.
Ο Ορέστης αντί να της απαντήσει γδύθηκε.
Θεέ μου αυτό θα μου λείψει...

Περπάτησε μέχρι την μπανιέρα και μπήκε μέσα, ανεβάζοντας ελάχιστα την στάθμη. Έβγαλε τα χέρια του απέξω και της έκανε νόημα.
Εκείνη προσπαθώντας να μην πνιγεί με την οδοντόκρεμα αύξησε τον ρυθμό που έπλενε τα δόντια της και βιάστηκε να φτύσει.
Θεέ μου τι λυσσάρα που είμαι για πάρτη του...

«Έλα, θα ξημερώσει σε λίγο.» πρόσταξε απαλά και εκείνη έγνεψε. Έφτυσε, έκανε γαργάρα και άρχισε να γδύνεται κάτω από το εξεταστικό του βλέμμα. Πρώτα η φόρμα, μετά το εσώρουχο, τα μάτια του να καίνε το δέρμα της σαν να το εξετάζουν, άλλαξε κάτι; Ήταν όπως το θυμάται; Αδυνάτησε;

Το λεπτό διάφανο φανελάκι κάτω από την πιτζάμα της ήταν χάρμα οφθαλμών. Ο Ορέστης μπήκε στον πειρασμό να βγει από το ζεστό νερό για να της το βγάλει μονός του.
Κατέβασε τις τιράντες της αργά και τον άκουσε να μουγγρίζει και να γέρνει το κεφάλι του πίσω τεντώνοντας τον λαιμό του.
«Μην με κάνεις να βγω έξω Κυβέλη.» η φωνή του ήταν χαμηλή και βραχνή, απειλητικά ελκυστική και της δημιούργησε εξάψεις χαμηλά στην κοιλιά.

Άφησε το ρούχο στον νιπτήρα και έπιασε καλυτέρα τα μαλλιά της με το καφέ λεοπάρ κλάμερ της.
Οι ατμοί έφτασαν τους δισταγμούς της στο μηδέν. Βούτηξε το ένα πόδι μέσα και έπειτα το άλλο, έκανε να καθίσει απέναντι του, αλλά εκείνος δημιουργώντας κύμα την τράβηξε πάνω του κολλώντας την πλάτη της στο στέρνο του.
Η θέρμη του νερού ενώθηκε με την θέρμη του και η Κυβέλη βυθίστηκε σε μια γλυκιά θαλπωρή κλείνοντας τα μάτια.

Την σκούντησέ απαλά.
«Δικηγορίνα δεν είναι ώρα για ύπνο, άνοιξε τα ματάκια σου.» ο επιτακτικός του ψίθυρος έκανε την δουλειά του.
Απέναντι της είδε μια εικόνα που δεν είχε ξαναδεί, τον ουρανό να γίνεται ένα πιο ανοιχτό βαθύ παστέλ μπλε, σηματοδοτώντας την επερχόμενη ανατολή.
Ποτέ στους τόσους μήνες που έμενε εκεί δεν είχε δει εκείνο το παντζούρι ανοιχτό, ο βιολιστής της έλεγε ότι ήταν χαλασμένο.

Τότε έκανε την σύνδεση! Μπορεί οι πολυκατοικίες απέναντι τους σε απόσταση οπτικού πεδίου να μην κάλυπταν μεγάλο μέρος της θέας, μα το παράθυρο τους έδινε θεά του μπάνιου τους κάθε ώρα και στιγμή.
«Δεν ήταν χαλασμένο.» ψιθύρισε.

Το στερνό του αναπήδησε από ένα γελάκι που ελευθερώθηκε.
«Θα χαλούσε όμως η ηρεμία μου αν ήξερα ότι μας κοιτάνε να πηδιόμαστε οι γείτονες.» στο έξυπνο σχόλιο του χαμογέλασε.
«Δεν είχες ποτέ τέτοιες κρίσεις σεμνοτυφίας.» παρατηρεί φωναχτά και ο Ορέστης σφίγγει ελαφρώς το κράτημα του δίχως να της απαντήσει.

Το μυαλό της όμως έκανε τη σύνδεση.
«Φοβήθηκες μην με παίρνουν μάτι οι γείτονες;» από τον τόνο της φάνηκε πόσο το διασκέδαζε, η διάθεση για ύπνο είχε φύγει ολότελα.
«Δεν μου αρέσει να γίνομαι κτητικός, αλλά οι γείτονες μας θα με ανάγκαζαν να σου κάνω πράγματα μπροστά τους που θα σε έκαναν έξαλλη.» η ανάσα του, καυτή όπως ήταν, της προκάλεσε ανατριχίλα κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης, κάτι που είδε και τροφοδότησε την αλαζονεία του.

«Σήμερα έχει καθαρό ουρανό και από εδώ θα δούμε τα χρώματα να αλλάζουν.» άλλαξε θέμα και επικέντρωσε την προσοχή της στο βαθύ μπλε απέναντι της.
Ήταν όντως μαγική στιγμή να βιώνει κανείς, ακόμα και στο κέντρο της πόλης.

«Το έκανες και στην Ανάφη αυτό.» οι λέξεις δεν πέρασαν καν από το μυαλό της, απλά ειπωθήκαν.

Τον ένιωσε να τεντώνεται ελαφρώς από κάτω της. Την τραβά κι άλλο πάνω του, σαν να φοβάται μην φύγει.
«Την πρώτη μέρα που σε γνώρισα σε βρήκα αντιπαθέστατη, προκλητικά απρόσιτη και ντίβα με αχρείαστο τουπέ.»
Η Κυβέλη γελάει, όχι επειδή το βρίσκει αστείο αλλά γιατί την σοκάρει η αφοπλιστική του ειλικρίνεια.
«Ξέρεις να κάνεις μια γυναίκα να πέσει στην αγκαλιά σου...» τον ειρωνεύεται και κάνει να απελευθερωθεί από το κράτημα του. Εκείνος όμως δεν την αφήνει, την τραβάει πιο κοντά και τυλίγει τα χέρια του πάνω απ τα δικά της, γύρω από το στήθος της, την φυλακίζει πάνω του.

«Δεν υπήρχε, ειδικά τον πρώτο καιρό, ούτε ένα δείγμα, ούτε μια προειδοποίηση ότι θα φτάσουμε εδώ. Απλά έπιανα τον εαυτό μου να θέλει κι άλλα από εσένα, δεν ήταν μόνο σεξ και όλη αυτή η διασκεδαστική σύγκρουση...»
«Εσύ διασκέδαζες;» ρωτάει για να χαλαρώσει το κλίμα, μα ο Ορέστης είναι πάλι σε εκείνες τις σπάνιες στιγμές.
Είναι τόσο αφοσιωμένος σε αυτό που θέλει να πει που η Κυβέλη στρίβει το κεφάλι να τον κοιτάξει και τον βλέπει να γέρνει στο μάρμαρο της μπανιέρας με κλειστά μάτια και να σκέφτεται, πυρετωδώς.

«Από ένα σημείο και μετά ήταν απαίσιο, σαν να ζω διπλή ζωή. Και ρε φιλέ, έπρεπε να διαλέξω, γιατί εσύ ένιωσες δεύτερη όταν έμαθες για την Ιάσμη, αλλά ο λόγος που άρχισες να μαθαίνεις για εκείνη ήταν επειδή έπαιρνες κατά κάποιον τρόπο την θέση της, έγινες πρώτη. Ξέρω ότι ακούγομαι τέρμα μαλακας έτσι που το λέω αλλά κυνικά αν το πάρεις έτσι είναι.»

«Όταν έγινε αυτό με τις φωτογραφίες, τότε κατάλαβα ότι ήμουν κάτι παραπάνω από ερωτευμένος, δεν άντεχα να σε βλέπω να κλαις, να μαραζώνεις και να κατηγορείς τον εαυτό σου. Μου ξυπνούσες ανέκαθεν ένστικτα πιο κτητικά, ήθελα να σε έχω δική μου, αλλά από εκείνο το σημείο και έπειτα έγινε ανεξέλεγκτο.»
Αυτό είναι το ανεξέλεγκτο του;

«Φεύγοντας από την Ανάφη υποσχέθηκα στον εαυτό μου να σου πω τα πάντα για την Ιάσμη, και για τα ναρκωτικά, όταν όμως συνέβη αυτό με την Τατιάνα και είδα πως αντέδρασες δείλιασα, φοβήθηκα μην φύγεις...και δεν σου είπα τίποτα» η φωνή του χαϊδεύει το αυτί της και οι λέξεις του γδέρνουν το μυαλό της.

«Που να ήξερα ε;» γελά πικρά, και μπορεί να μην τον κοιτά αλλά φαντάζεται πόσο όμορφο γίνεται το πρόσωπο του όταν γελάει.
«Ότι δίχως να το αξίζω είχα κερδίσει την αγάπη μιας κοπέλας που δεν φεύγει μακριά από εκείνους που αγαπάει...» νιώθει το χέρι του να την χαϊδεύει στο μπράτσο, ανατριχιάζει ανελέητα. Τα χείλη του ακουμπούν στον ωμό της και της αφήνει ένα καυτό, υγρό φιλί.

Τρέμει η καρδιά της, τσούζουν και τα μάτια της. Θέλει να γυρίσει προς το μέρος του να τον φιλήσει, να του πει ότι ούτε τώρα φεύγει, ότι είναι εδώ. Μα δεν μπορεί, γιατί ο ήλιος ανατέλλει και το σκούρο μπλε ανοίγει σε χρώματα αισιοδοξίας.
«Είχα πει ότι δεν θα σε αφήσω ποτέ. Και αθέτησα την υπόσχεση μου.»
Καταπίνει έναν κόμπο στο λαιμό της και κοιτά μέσα από θολά μάτια το γαλάζιο.

«Θυμάσαι εκείνο το βιβλίο που διάβαζες; Με τον έρωτα που πίστευες ότι είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο; Που εκείνος έφυγε στο εξωτερικό για μήνες και επέστρεψε με μια άλλη; Και η πρωταγωνίστρια – η πως την λένε- του έκανε τον βίο αβίωτο για να τον συγχωρέσει;»
Γνέφει χωρίς να είναι σίγουρη αν την είδε και ένα τρέμουλο την καταπίνει.
Που πάει όλο αυτό;

Ο Ορέστης την νιώθει να σείεται και σύντομα καταλαβαίνει ότι είναι από το νερό που γίνεται χλιαρό, γυρίζει τον μοχλό για να ανοίξει η τάπα και ανοίγει το καυτό νερό για να το ανανεώσει, όλα αυτά χωρίς να την πάρει από πάνω του.
«Τι με το βιβλίο;» δεν κρατιέται και ρωτάει.

«Είχες υπογραμμίσει τα λόγια της, όποιος μετανιώνει επιστρέφει, όποιος αγαπάει μένει.»
Θυμάται ακριβώς τι εννοεί.
«Είναι άδικο για μένα να πιστέψεις κάτι τέτοιο.»
Δεν αντέχει, γυρίζει μπρούμυτα, και κολλάει το στήθος της πάνω στο δικό του, τον αφήνει να τυλίξει τα χέρια του γύρω από τους ωμούς της και παίρνει μια βαθιά ανάσα στο πόσο εκπληκτικός δείχνει ακόμα και έτσι, αξύριστος και δίχως μπούκλες.

«Εκείνος ξέφυγε από το πρόβλημα τους, έφυγε γιατί δεν την αγαπούσε, και φάνηκε στο πως έλυσε αυτό που είχαν. Εσύ φεύγεις γιατί αν μείνεις πιστεύεις πως θα μας διαλύσει το πρόβλημα σου.» προφέρει προσεκτικά και ψάχνει στα μάτια του να βρει την επιβεβαίωση.

Ο Ορέστης την κοιτά γεμάτος ευγνωμοσύνη. Το χέρι του υψώνεται ασυναίσθητα στο πρόσωπο της και της χαϊδεύει ένα δάκρυ που κινδυνεύει να πέσει.
«Δεν θέλω να κλαις, ειδικά για εμένα.»

Η κοπέλα βλέπει τον πόνο στο ύφος του και κλείνει τα μάτια για να διώξει τα δάκρυα. Προσπαθεί να μετακινηθεί, αλλά την κρατά γερά. Τα παρατάει και απλά του γνέφει.
Της χαϊδεύει τα μαλλιά τρυφερά. Μένουν αμίλητοι ο ένας απέναντι στον άλλον, μέχρι το νερό να παγώσει, και ο ήλιος να ζεστάνει την χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα.

Στα μάτια της βλέπει ένα απέραντο σκούρο καφέ που γίνεται μαύρο στην θλίψη και μελί στην ευτυχία, ενώ πίσω της ανατέλλει νέα μέρα...η τελευταία τους.


---------------------------------------------------------

Όσο η τελευταία του μέρα έφτανε στο τέλος της αλλάζαν πολλά. Η Κυβέλη γινόταν ευέξαπτη, έντονη, απότομη. Βούρκωνε σε άκυρες στιγμές και έκανε τρεις φορές ντους κλειδώνοντας την πόρτα πίσω της ώστε να κλάψει με την ησυχία της.

Η αποδοχή του πρωινού έχει φύγει εντελώς, και τώρα απλώς περνούν την μέρα τακτοποιώντας και βλέποντας αγκαλιά τηλεόραση.
Το απόγευμα πάει να πάρει από τους γονείς του μια βαλίτσα και της ανακοινώνει ότι την επόμενη μέρα θα φύγει στις 10 για να τους αποχαιρετήσει πριν πάει στο αεροδρόμιο.
Επιστρέφει με μια μεγάλη πίτσα πεπόνι με Φιλαδέλφεια στο στεφάνι και μια σακούλα γεμάτη Reese's.

Βρίσκει την Κυβέλη να καπνίζει στο σαλόνι σκεπτική. Και αυτό τον σοκάρει διπλά, γιατί ήταν απαράβατος κανόνας το απαγορευμένο εσωτερικό κάπνισμα.
«Τι έπαθες μωρό μου;» η βραχνή του φωνή την ξυπνάει, και στρίβει το κεφάλι της προς το μέρος του. Το βλέμμα της πέφτει πάνω στην σακούλα και μένει στυλωμένο εκεί, τα μάτια της βουρκώνουν.

Ο Ορέστης τα αφήνει στο τραπεζάκι και κλείνοντας την πόρτα με το πόδι τρέχει δίπλα της στον καναπέ.
Έχει πάψει να του ζητά προσωπικό χώρο, οπότε την κλείνει απότομα στην αγκαλιά του και την αφήνει να γίνει κουβαράκι μέσα στα χέρια του.
Ακουμπά το κεφάλι της στον λαιμό του και εισπνέει το άρωμα του καθώς τα δάκρυα της μουσκεύουν το δέρμα του.

Οι κοφτές ανάσες που παίρνει τον φέρνουν σε απόγνωση. Την σφίγγει κι άλλο, όσο πιο πολύ μπορεί, και την φιλάει στο κούτελο, και στα μαλλιά, στο μάγουλο, και οπού μπορεί να βρει το πρόσωπο της, ξανά και ξανά. Την χαϊδεύει στην πλάτη και της ψιθυρίζει ότι οι μήνες θα περάσουν, ότι θα μιλάνε κάθε μέρα, ότι θα της στέλνει φωτογραφίες.

Το παράπονο της δεν τον αφοπλίζει επειδή δεν το περίμενε, απλά επειδή δεν το περίμενε τώρα. Ειδικά μετά την πρωινή τους συζήτηση.
«Κυβελάκι τα είπαμε δεν τα είπε; Τι άλλαξε από το πρωί βρε κορίτσι μου;»

Σηκώνει το κεφάλι και τον κοιτά, τα χείλη της είναι βρεγμένα από δάκρυα και τα μάτια της τραβηγμένα από το τρίψιμο.
Ανασαίνει κοφτά και τραντάζεται στην αγκαλιά του.
Θα με πεθάνεις.
«Ο βαθμός απελπισίας άλλαξε Ορέστη, είμαι πιο απελπισμένη να μείνεις εδώ.»

Μπορεί να νιώσει την καρδιά του κάτω από το αυτί της να επιβραδύνεται και να χωλαίνει.
Την κρατάει κοντά του και τους σκεπάζει. Η ταινία παίζει αδιάφορα στο υπόβαθρο και η Κυβέλη αφήνει τον Ορέστη να την έχει αγκαλιά και να την ταΐζει, να καταπατά τον προσωπικό της χώρο με κάθε τρόπο και για όση ώρα εκείνος επιθυμεί.
Μα σε κάθε του άγγιγμα, και σε κάθε φιλί κρατά την ανάσα της.
Ποιο άραγε θα είναι το τελευταίο;

Η ώρα φτάνει 12 το βραδύ και είναι κι οι δυο κουρασμένοι από την ψυχικά εξαντλητική τους μέρα. Όλως παραδόξως οι πέντε μέρες στον παράδεισο πέρασαν νερό, ήταν υπέροχες αν και γλυκόπικρες, και θα έδινε τα πάντα για να παγώσει τον χρόνο εκεί.
Όσο εκείνος κάνει μπάνιο ξαπλώνει στο κρεβάτι και γδύνεται, μένει μόνο με τα εσώρουχα.
Εντάξει η κίνηση της την έκανε να μοιάζει διψασμένη, αλλά η Κυβέλη δεν μπορούσε να φανταστεί τον Ορέστη να ξαπλώνει το τελευταίο τους βράδυ μαζί, να γυρίζει πλευρό και να κοιμάται.
Πότε το έκανε αυτό για να το κάνει τώρα;

Όταν ανοίγει η πόρτα του μπάνιου τον βλέπει να βγαίνει έξω με μια πετσέτα στους ώμους για τα μαλλιά που δεν είχε και μόνο με μια μαύρη φόρμα. Αντικρίζοντας την απλωμένη στο κρεβάτι τους, μέσα στα ημιδιάφανα μαύρα εσώρουχα της, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.
Η δικηγορίνα ήταν το άλλο του μισό.

Δεν μπόρεσε όμως να αγνοήσει την θλίψη στο πρόσωπο της, μασκαρεμένη πίσω από μια ηρεμία και σφιγμένα δόντια. Τα μάτια της τον κοιτούσαν νοσταλγικά, σαν να είχε ήδη φύγει και να είχε επίστρεψε μονάχα για ένα βράδυ.

Ένιωθε αδύναμος, κοπήκαν τα γόνατα του. Είχε φτάσει όμως η ώρα. Χτυπάει το κάτω μέρος του κρεβατιού απαλά, κάνοντας της νόημα να έρθει εκεί.
«Ελάτε δεσποινίς μου.» ξεκινά απαλά, και την βλέπει που ξεροκαταπίνει και κατεβάζει το κεφάλι.
Είναι σεξ! Θα έπρεπε να είναι διασκεδαστικό, βρώμικο, ηδονικό! Δεν άντεχε μέσα του την νοσταλγία, και δεν χωρούσε αναμεσά τους. Μα έπιανε κι ο ίδιος τον εαυτό του να την κοιτά και να πονάει.
Ποιον κοροϊδεύω;

Αβοήθητος ένιωθε απέναντι της.

Η κοπέλα κάθισε στην άκρη του κρεβατιού μπροστά του, με τα πόδια μισάνοιχτα και το κεφάλι στυλωμένο προς το μέρος του, να τον κοιτά στωικά, περιμένοντας το φιλί και το άγγιγμα του.
Ο Ορέστης έτεινε το χέρι του προς το μέρος της για να την σηκώσει όρθια.
Τα μάτια της μαυρίζουν καθώς καταλαβαίνει που πάει όλο αυτό. Την φέρνει μπροστά από τον μεγάλο καθρέφτη απέναντι από το κρεβάτι τους και χαμηλώνει τα φώτα.

Τρέμει. Από ανυπομονησία και από νευρικότητα, αλλά και από θλίψη, τρέμει μη τυχόν ξεχάσει κάτι από όλα αυτά, μην ξεχάσει να νιώσει όσα πρέπει.
Στέκεται πίσω της και την κοιτά μέσα από την αντανάκλαση τους. Ο ψηλός, γεροδεμένος βιολιστής της ήταν το όνειρο στο οποίο θα επέστρεφε από εδώ και πέρα.

«Πως θα χωρέσεις έξι μήνες σε μια νύχτα Ορέστη;» δεν σκέφτεται πριν μιλήσει και τον αιφνιδιάζει.
Ο Ορέστης την καρφώνει με το βλέμμα του, σκέφτεται. Τυλίγει το χέρι του γύρω από την μέση της και το ακουμπά στο στομάχι της, την τραβάει απαλά ώστε να κολλήσει πάνω του και με το άλλο του χέρι λύνει το σουτιέν της.

Το γαλάζιο και το πράσινο έχουν μαυρίσει επίσης και σαν δυο μαύρες τρύπες την ρουφάνε ανεξέλεγκτα. Της κατεβάζει τις ράντες του μπραλέτ.
«Εδώ χώρεσα μια ολόκληρη ζωή σε έναν χρόνο δικηγορίνα.» της αφήνει ένα φιλί στον ώμο.

Θεέ μου...δεν μπορώ να το κάνω. Στην δήλωση του τα χάνει. Βουρκώνει.

Ο Ορέστης δεν μπορεί να το επιτρέψει αυτό. Επιστρατεύει τον πιο αυταρχικό του εαυτό και την κοιτάζει αγριεμένος.
«Κλείσε τα μάτια σου Κυβέλη.» την διατάζει απαλά.
«Θέλω να σε κοιτάω.» του αρνείται με παράπονο, ενώ ξέρει ότι κουμάντο κάνει εκείνος.
Τον βλέπει που σκοτεινιάζει, αλαζονικά ετοιμάζει στο μυαλό του ένα αδίστακτο παιχνίδι ηδονής για εκείνη, να την κάνει να κλάψει από ανυπομονησία και ηδονή, το ανικανοποίητο και έπειτα το τετελεσμένο.
«Θα με δεις όταν πρέπει.» της υπόσχεται.
Κλείνει τα μάτια και ξεροκαταπίνει. Το ότι δεν της τα δένει της δίνει μια ελευθέρια και της θέτει μια παγίδα. Αν τα ανοίξει όλα διαλύονται.

Ανασυγκροτείται. Την αφήνει όρθια απέναντι στον καθρέφτη, εκεί που πρώτη φορά της έμαθε ότι η αγάπη δεν πονάει και στέκεται πίσω της, για να βλέπει τα χείλη της να τρέμουν, και τα φρύδια της να συνοφρυώνονται.
«Θέλω να είσαι πολύ προσεκτική εδώ.» της ψιθυρίζει.

Όλα της τα ένστικτα στο βαθύ σκοτάδι αφυπνίζονται και στηλώνει την πλάτη.
«Έφτασε η ώρα να ολοκληρώσουμε το τέταρτο μάθημα μας. Prima vista. Κράτα τα μάτια κλειστά και γδύσου.»
Με τρεμάμενα χέρια κατεβάζει το μόνο ύφασμα που έχει πάνω της, το ημιδιάφανο μαύρο εσώρουχο.

«Έτσι ελέγχουμε τις ικανότητες ενός μουσικού, του δίνουμε την παρτιτούρα και δίχως μελέτη παρά για ένα δυο λεπτά, τον βάζουμε να παίξει ένα κομμάτι άγνωστο. Κάθε χαρισματικός μουσικός μπορεί να το πέτυχει. Γιατί στηρίζεται σε όσα ξέρει πιο πολύ από ότι στηρίζεται σε όσα βλέπει. Είναι ένστικτο πιο πολύ από ότι είναι όραση.» Η βαθιά, βραχνή φωνή του την τρελαίνει, και ήδη θέλει να ανοίξει τα μάτια και να τον κοιτάξει.
Αυτό δεν θα είναι καθόλου εύκολο.

Τα χείλη του βρίσκονται δίπλα στο αυτί της, και η καυτή ανάσα του απλά επιβεβαιώνει την παρουσία του, νιώθει την θέρμη του σώματος της να απλώνεται στο κενό και μέχρι το δικό της. Οι πόροι της κάνουν την εμφάνιση τους.

Ο Ορέστης φιλάει απαλά το σημείο κάτω από το αυτί της, και η κοπέλα τεντώνει τον λαιμό της.
«Είναι η στιγμή που σε επιβεβαιώνει, ο πιο ισχυρός και σκληρός οργασμός, σε χτυπά ανελέητα με την κάθε σωστή νότα, με την κάθε ορθή συγχορδία, με κάθε δευτερόλεπτο σωστής μελωδίας που περνά.

Το χέρι του απροσδόκητα κατεβαίνει στον γοφό της και η Κυβέλη τινάζεται. Δεν τολμάει να ανοίξει τα μάτια της, και το σκοτάδι την πνίγει.

«Πιστεύω Κυβέλη ότι το ίδιο συμβαίνει και ανάμεσα μας πλέον.» δεν μένει όμως στην λεκάνη της, σύντομά κατεβαίνει κι άλλο, πιο χαμηλά, και η ζεστή του παλάμη χτυπά απαλά το μπούτι της για να ανοίξει τα πόδια.

Η μικρή στιγμιαία τους επαφή, της κόβει τα γόνατα και στέλνει σπασμούς σε όλο της το κορμί. Ο Ορέστης δίχως να σταματήσει παίρνει τον γλυκό του χρόνο να την παρατηρήσει. Γελά αλαζονικά.

Τα χείλη του ακουμπούν τον αυχένα της και ταξιδεύουν με υγρά καυτά φιλιά όλο και πιο χαμηλά στην ραχοκοκαλιά της ενώ αρχίζει να την τρίβει, και νιώθει τον σταθερό χτύπο της κλειτοριδα της καλυτέρα από εκείνον της καρδίας της.
«Ξέρω που να σε αγγίξω για να νιώσω την καρδιά σου να χτυπά.» ο χυδαίο αυτάρεσκο σχόλιο του μες το σκοτάδι την κάνει να κοκκινίσει.

Η Κυβέλη τα χάνει, μέσα στο σκοτάδι βιώνει ένα τρενάκι συναισθημάτων που εναλλάσσονται, η απόλυτη ηδονή που της προσφέρει με μόνο δυο δάχτυλα συναντά τον τρόμο και την ανυπομονησία για όσα έπονται. Σταματάει να την τρίβει και η κοπέλα σταματάει να ανασαίνει. Φεύγει από πίσω της και έρχεται να σταθεί μπροστά της.
«Ίσιωσε την πλάτη σου.» διατάζει και εκείνη ούτε ανάσα δεν παίρνει πριν κυρτώσει την σπονδυλική της στήλη.
«Πέρασα μήνες να σε μελετώ, και πλέον μπορώ να σε απογειώσω σε κάθε σου νέα εκδοχή χωρίς να ρίξω δεύτερη ματιά.»
Κάνει ένα κύκλο με το δάχτυλο του γύρω από την ρόγα της, την τραβάει απαλά και φέρνει το στόμα του κοντά, τα χείλη του αγκαλιάζουν το στήθος της και ρουφάει δυνατά.

«Ο-Ορέστη.» τρέμει. Τον νιώθει να κατεβάζει το χέρι του πάλι εκεί που πριν χτυπούσε η καρδιά της.
Η Κυβέλη καίγεται, δεν αντέχει το αργό του βασανιστήριο και κλείνει τα ποδιά, μα το χέρι του την σταματά. Τα χείλη του πλησιάζουν στο αυτί της, μπορεί να νιώσει την ανάσα του να χτυπά τον λαιμό της, αναριγεί.
«Θα εύχεσαι να μην το είχες κάνει αυτό δικηγορίνα.»

Αιφνιδιάζοντας την, την πιάνει από τα οπίσθια, την κολλάει πάνω του και προχωράει προς τον τοίχο, η Κυβέλη νιώθοντας την γη να χάνεται κάτω από τα πόδια της, τσιρίζει και να ανοίγει τα μάτια της.
Βλέπει τα δικά του να την καρφώνουν, κι υστέρα νιώθει μια παγωμένη επιφάνεια πίσω από το σώμα της.
Με κόλλησε στο τζάμι; Με θέα την Αθήνα; Και τους γείτονες;

Ο Ορέστης στέκεται για λίγο κρατώντας την έτσι, αφήνοντας την να ηρεμήσει, σαν να την κοροϊδεύει που εκείνη έχει γίνει ερείπιο ενώ αυτός είναι ακόμα ανέκφραστος. Ήταν όπως τα τρενάκια που σταματάνε για λίγο όταν σε ανεβάζουν ψηλά για να πέσουν οι παλμοί σου και να ανέβουν πάλι τριπλάσιοι.
Της χαμογελά σαν να ήταν ο διάολος με τον οποίο έκανε συμφωνία.
Αναπνέει αργά και σταθερά, την κοιτά δίχως να βλεφαρίζει απότομα, έχει τον πλήρη έλεγχο δυο σωμάτων και αυτό τοποθετεί το αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη του. Κάθε κίνηση του έχει αντίκτυπο στο κορμί της.

«Είσαι έτοιμη;» την ρωτάει.
«Για μια τελευταία φορά.» ψιθυρίζει, σαν να μην μπορεί να αφήσει τον εαυτό της να ευτυχίσει.
«Για μια τελευταία φορά...μέχρι την επόμενη.»
Εισχωρεί ανυπόμονα, κοφτά και γρηγορά μέσα της, κόβοντας της μια ανάσα που ακόμη δεν είχε προλάβει να πάρει. Σφίγγεται γύρω του και τον ακούει να ασθμαίνει βαριά.

«Γαμώτο σου Κυβέλη. Πως με νιώθεις;»
«Απίστευτα....Ε-είναι απίστευτα.»

Την γέμισε εξ ολοκλήρου, και με κάθε ώθηση ακόμη πιο βαθιά. Έτρεμε ολόκληρη από την ένταση, δεν ένιωθε τα πόδια της, δεν ήξερε τι να κάνει με τον εαυτό της και ζαλιζόταν, αστεράκια έβλεπε!
«Κρατήσου από πάνω μου.» υπακούει και τον κρατά από τους ώμους.

Τα χέρια του, λαβές ατσάλινες στην λεκάνη της, ήταν βέβαιη πως αν δεν βρίσκονταν εκεί θα είχε χυθεί στο πάτωμα τρέμοντας. Ήταν λύσσα εναλλασσόμενη με πάθος και μια ζωώδη επιθυμία να την κατακτήσει, να την φιλήσει αρκετά, να την πηδήξει αρκετά, να θυμάται την αίσθηση που είχε γύρω του.
Δεν είχε φτάσει ακόμα αρκετά κοντά στο να τελειώσει όταν το κράτημα του χαλάρωσε και την απομάκρυνε από το τζάμι, όπου έμεινε αποτύπωμα της γυμνής μορφής της, και την οδήγησε στο κρεβάτι όπου κυριολεκτικά την πέταξε πάνω στο στρώμα και έβγαλε εντελώς την φόρμα και το μποξεράκι του.

«Στήσου στα τέσσερα.» Η οδηγία άργησε να φτάσει σε στάδιο επεξεργασίας στο μυαλό της.
Γύρισε μπρούμυτα και προσπάθησε να στηριχθεί σε χέρια και πόδια που έτρεμαν. Από το γελάκι που άκουσε να ελευθερώνεται από τα χείλη του Ορέστη μάντευε ότι και ο ίδιος το είχε καταλάβει. Αλλά στο κρεβάτι δεν της έκανε χατίρια, ήταν αδίστακτος, τύραννος.

Την τραβάει κι άλλο προς το μέρος του, την άκρη του κρεβατιού και με το ένα του χέρι την κρατά σταθερή ενώ με το άλλο τρίβει αργά την στύση του στο μουνι της, που έστελνε μικρά ηλεκτρικά σοκ χαμηλά στο στομάχι της.
Η παλάμη του πέφτει στα οπίσθια της σε μια δυνατή ξυλιά, που την κάνει να πεταχτεί ελαφρώς και να αναφωνήσει.
«Μην συνηθίσεις σε αυτά.»
Κλαψουρίζει αδημονώντας να πάψει να την βασανίζει. Τα δάχτυλο του χαϊδεύει απαλά, βλέποντας την να πάλλεται, μαζί και η στύση του.


Και επιτέλους το κάνει. Την πιάνει και με τα δυο χέρια από τα κόκκαλα της λεκάνης, σπρώχνει απότομα και χτυπά! Εισχωρεί μέσα της κόβοντας της την ανάσα.
Στα τέσσερα ήταν πάντα τόσο πιο έντονο, ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο βαθιά.
Η Κυβέλη προσπαθούσε να αναπνεύσει σωστά μέσα στον κυκεώνα ηδονικού πόνου και ανυπομονησίας της επομένης κίνησης του.
Κουνάει τους γοφούς του συνθλίβοντας τους με τα οπίσθια της, προκαλώντας της ισχυρά σοκ πόνου και απόλαυσης, με όρια που δεν μπορούσε να διαχωρίσει και όμως της κατέκλυσαν το μυαλό σαν ισχυρό ναρκωτικό, χανόταν!
Μούδιαζε και αναριγούσε.
Βογκάει λίγο πιο δυνατά από ότι πρέπει.
«Φρόνημα.» την μαλώνει για τους μάλλον κάπως ενοχλημένους γείτονας.

Η Κυβέλη στρίβει ελαφρώς το κεφάλι και δαγκώνει το δέρμα του ωμού της, με κάθε ώθηση και περισσότερο, για να καλύψει τα μουγκρητά της.

Κάθε έλεγχος πλέον έχει χαθεί. Κάθε σύγκρουση είναι χαοτική και αδυσώπητη.. Αυξάνει τις διεισδύσεις δραματικά. Πιέζεται μέσα της, όσο πιο βαθιά μπορεί
Βογκάει σε μια αγωνιώδη κραυγή ηδονής, θέλει κι άλλο, πιο πολύ!

Την βαζει σε έναν ρυθμό, ρυθμό σταθερό και άλλοτε γρήγορο άλλοτε πιο αργό, σαν να έχει στο μυαλό του μια μουσική που εκείνη δεν ακούει. Πάλλεται μέσα της καθώς την γεμίζει, ξανά και ξανά.

Η κυκλική κίνηση των γοφών του, πριν βγει ελάχιστα και σπρώξει πάλι δυνατά, την κάνει να ουρλιάξει. Πλέον και ο ίδιος βαριανασαίνει, προσπαθεί να κρατηθεί.
«Μόνο εγώ και εσύ Κυβέλη.» της ψιθύρισε εκείνον τον πρώτο κανόνα που κάποτε την είχε εξοργίσει.
Τραβιέται λίγο μακριά, για να την κοιτάξει, και υστέρα να πάρει φορά και να σπρώξει βαθιά μέσα της.
Η Κυβέλη τα χάνει.
«Πάντα και παντού.»

Και φωνάζει δυνατά στην αγνή, μακρόσυρτη απολαυστική ηδονή που την λούζει. Η απόλαυση που λαμβάνει την χτυπάει σαν κεραυνός και οι δονήσεις δεν παύουν να μεταδίδονται σε όλο της το σώμα.

Την ρίχνει ανάσκελα στο κρεβάτι. Η κοπέλα ανασαίνει βαριά, οριακά ψάχνει οξυγόνο στο κενό. Νιώθει μια γλυκιά εξάντληση να γίνεται τρέμουλο και να την ακινητοποιεί.
Ο Ορέστης σκαρφαλώνει πάνω της.
Κοκκαλώνει. Έχει κι άλλο;

«Και τώρα που άνοιξες τα μάτια σου, και έμαθες τον ρυθμό, και ένιωσες τον παλμό μέσα σου, ήρθε η ώρα να παίξεις σε μονοπάτια άγνωστα κοιτώντας την επιρροή που έχεις πάνω στους άλλους.» της ψιθυρίζει και σκύβει να την φιλήσει, κλέβοντας μαζί με ένα κλαψιάρικο παράπονο και την καρδιά της.

Την πετάει με μια μπουκάλα οξυγόνου στα βαθιά. Η κοπέλα μαλώνει τον εαυτό της! Αφήνεται τόσο σε όσα νιώθει που ξεχνάει να τα θυμάται.
Και στην τόσο παράλογη και πεσιμιστική σκέψη αυτή βουρκώνει πάλι, ο Ορέστης μάρτυρας του χαοτικού μυαλού της.

Περνάει τα χέρια του γύρω της και την φιλά πεινασμένα στον λαιμό, την γεμίζει υγρά φιλιά και ψίθυρους. Την απομακρύνει λίγο, όταν νιώθει έναν λυγμό να την τραντάζει και την κρατά στον αέρα από κάτω του, σε απόσταση αναπνοής.
«Μου λείπεις, ακόμα δεν έφυγες και μου λείπεις, γαμώ.» η Κυβέλη μουρμουρίζει και σαν δίνει στις σκέψεις της υπόσταση δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε.

Ο βιολιστής τα χάνει.
«Όχι μωρό μου όχι!» Κατεβαίνει στο στήθος της, αυτή τη φορά δεν δαγκώνει, μα φιλάει απαλά.
Την καρφώνει με το βλέμμα του καθώς χώνεται αναμεσά στα πόδια της και την ακουμπά τους αγκώνες του δεξιά και αριστερά της λεκάνης της.
Μέσα στο σκοτάδι βλέπει το γαλάζιο και το πράσινο να γίνονται ένα.

«Μακάρι να μπορούσα Κυβέλη.» ο τόνος του είναι παρακλητικός, βγάζει πόνο και παράπονο ίδιο με τα δικά της. Μα που ήταν κρυμμένα;
« Μακάρι να μπορούσα να βάλω σε αυτά τα χάδια και σε αυτά τα φιλιά, όλη μου την αγάπη, και να αγγίζεις όταν φύγω το δέρμα σου, να το αγγίζεις και να νιώθεις μωρό μου την καρδιά μου να σφυροκοπά το όνομα σου. Να μην πιστέψεις ούτε ένα λεπτό ότι σε ξέχασα.»

Μπροστά στα λογία και τα βαθιά του ματιά μένει ερείπιο. Καταρρέει με κάθε δευτερόλεπτο που περνάει όλο και περισσότερο. Τα δάκρυα της αυξάνονται και οι ανάσες της βγαίνουν κοφτές.
Τον έχει από πάνω της, αναμεσά στα πόδια της γυμνό και όλο δικό της και τον θρηνεί σαν να τον έχασε.

Σηκώνεται από πάνω της και στον στιγμιαίο της τρόμο ότι θα φύγει έδωσε τέλος με ένα του νεύμα.
«Έλα εδώ αγάπη μου.» της ψιθυρίζει απαλά.

Υπακούει και τρέμοντας ανασηκώνεται στην θέση της. Τον πλησιάζει. Η αστάθμητη ανάσα της συναντά την ήρεμη κυριαρχία του.
«Τύλιξε τα πόδια σου γύρω μου Κυβέλη μου.»

Την τραβάει πάνω του και την κρατάει από την μέση και την λεκάνη. Οι μεγάλες του παλάμες αγκαλιάζουν το γυμνό της δέρμα και την γεμίζουν μια θέρμη.

Οι διεισδύσεις αυτή τη φορά είναι αργές, βαθιές, βασανιστικές και από τον τρόπο που ένιωθε την κλειτοριδα της να πάλλεται η Κυβέλη ήξερε ότι δεν ήθελε πολύ για να τελειώσει. Σπρώχνει βαθιά, και τα πυροτεχνήματα την τυφλώνουν καθώς νιώθει το κύμα της επερχόμενης ηδονής να την καλύπτει. Σιγοβράζει.
Τρέμει ολόκληρη και η πλάτη της κυρτώνει απότομα, σαν να ξεδιπλώνεται. Την εκτοξεύει, με κάθε απότομη εισχώρηση την στέλνει όλο και πιο ψηλά, την φέρνει στην απόλυτη έκσταση, και τον εαυτό του μαζί.
Αναστενάζει στον ρυθμό κάθε τελευταίου χτυπήματος και οι ανάσες τους συγχρονίζονται,
Η καυτή του απελευθέρωση μέσα στο προφυλακτικό συμπίπτει με την δική της. Καταρρέει πάνω του, και αφήνεται στα χέρια και το έλεος του.

Θα το νιώσεις μια φορά...και με την θύμηση του θα επιβιώσεις για πάντα.

Την τραβάει πάνω του. Βρίσκει την θέση της στο στερνό του που ανεβοκατεβαίνει ακανόνιστα. Ακουμπά το κεφάλι της εκεί που η καρδιά του πάλλεται. Κλείνει τα μάτια στην ευτυχία που απλώνεται στο δωμάτιο.
«Κόλλα πέντε δικηγορίνα.»

Το χέρι του είναι υψωμένο, δύσπιστα τον κοιτά καθώς η καρδιά της αναζωπυρώνεται σε μια αναγέννηση που μέλλει να κρατήσει λίγο.
Το χέρι της ενώνεται με το δικό του.

Το τελευταίο φρούριο έπεσε.
Ήταν δική του.


Και την έπλαθε,
και την διέλυε,
και σαν όλεθρος δίχως έλεος,

της αποδείκνυε ξανά́ και ξανά́,

ότι ήταν το τέλος κάθε μισοτελειωμένης αρχής της.

Και ξημέρωνε...




Την τελευταία μας μέρα μαζί έβρεξε με ήλιο, χιόνισε με λιακάδα.
Την τελευταία μας μέρα μαζί έγινε σεισμός παντού στον κόσμο.
Σαν ξημέρωσε η τελευταία μας μέρα μαζί ήλιος δεν βγήκε.
Σηκώθηκε δυνατός αέρας και ένα τσουνάμι έπληξε τα παραλιακά,
Κατακλυσμοί και τυφώνες σάρωσαν τον κόσμο

Την τελευταία μας μέρα μαζί βουίξαν τα κανάλια πως αναπάντεχα χώρισαν οι τάδε.
Και έπεσαν οι κυβερνήσεις, και άλλαξε το καθεστώς, και στην υφήλιο επικράτησε τυραννία.
Οσα γνωρίζαμε ανατράπηκαν και όσα αγνοούσαμε έπεσαν να μας πλακώσουν.
Οι καλοί έγιναν κακοί και οι κακοί έγιναν καπνός.
Απόγνωση απλώθηκε στον κόσμο.

Την τελευταία μας μαζί άκουσα για έναν μετεωρίτη που έρχεται από μακριά,
για έναν σεισμό που γρυλίζει κάτω από τα πόδια μου,
έμαθα την σκληρή αλήθεια και προδόθηκα από όσους αγάπησα.
Αλλά, ακόμα και τώρα να με ρωτήσεις, το μόνο που θυμάμαι από εκείνη την μέρα, είναι ότι ήταν η τελευταία μας μέρα μαζί.






Ciao Bellas!!

Για να εχετε να ασχολειστε το υπολοιπο ΣΚ.

Ειδαμε και Δημητρη

Ειδαμε και Φαιδρα - Ιακωβο.

Και μετα το ζευγαρι μας...πεντε μερες παραδεισος.

Ειδαμε και την παρεα μας ομως λιγο!


Και φυσικα....το prima Vista!

Τα σχολια δικα σας.

Ελπιζω να σας αρεσε οσο σε εμενα.


Στελνω φιλι γλυκο.


Σας αγαπω πολυ.


xxxΜαγδαxxx

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top