Κεφάλαιο 2
Οδηγούσε το αγαπημένο του Subaru σχεδόν μία ολόκληρη ώρα γύρω από το τετράγωνο όπου βρίσκονταν τo οκταόροφο κτίριο του δικηγορικού γραφείου του πατέρα του. Το αυτοκίνητο αυτό, είχε καταφέρει να το αποκτήσει μετά από ατελείωτες ώρες κοπιαστικής δουλειάς. Παρόλο που σίγουρα η οικογένεια του είχε την οικονομική άνεση να του αγοράσει όποιο αυτοκίνητο ήθελε, εκείνος γνώριζε πολύ καλά ότι μετά, ο πατέρας του θα του κοπανούσε αυτό το γεγονός και σε κάθε μελλοντική λογομαχία τους, θα συνέχιζε περιγράφοντας τον γιό του ως έναν άχρηστο χαραμοφάη.
Αφού πάρκαρε χρειάστηκε άλλα δέκα λεπτά να πάρει την απόφαση να ανέβει και να τον αντιμετωπίσει. Φοβόταν, αλλά η τεράστια αγάπη για την αδερφή του και για την ψυχική και σωματική της ακεραιότητα τον έκαναν πιο δυνατό. Λέγοντας το όνομα του στην είσοδο τον άφησαν αμέσως να περάσει και μάλιστα περπατώντας προς το ασανσέρ δέχτηκε μερικές ευχάριστες φιλοφρονήσεις και χαιρετισμούς από τους παλαιότερους συνεργάτες του πατέρα του, οι οποίοι τον ήξεραν από όταν ήταν μωρό.
Η καλή διάθεση των ανθρώπων αυτών, έδιωξε στιγμιαία από το μυαλό του τον σοβαρό λόγο που είχε επιλέξει να επισκεφτεί τον πατέρα του στο γραφείο αλλά όταν έφτασε ακριβώς έξω από την μεγάλη δρύινη πόρτα όλα επέστρεψαν. Ούτε τα καλοσυνάτα λόγια και οι αγκαλιές της επί χρόνια γραμματέως του πατέρα του, ούτε οι λοξές ματιές της νεαρής βοηθού της κατάφεραν να κατευνάσουν το τρέμουλο των χεριών του. Είχε έρθει η ώρα, έπρεπε να φανεί δυνατός για χάρη της αδερφή του.
Παρόλο που του είπε να περάσει, ο πατέρας του συνέχισε να βρίσκεται καθισμένος πίσω από το πολυτελή γραφείο του και να μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο δίνοντας εντολές σε κάποιον κακόμοιρο υπάλληλο του. Ο πατέρας του, του είχε επισημάνει πολλές φορές ότι μόλις τελειώσει το σχολείο περίμενε από εκείνον να πάει στο καλύτερο πανεπιστήμιο ώστε να ακολουθήσει τα χνάρια του και αμέσως μετά να βρεθεί υπάλληλος στην εταιρία του. Ο Τζέιμς το είχε σκεφτεί ως πιθανότητα για το μέλλον του, αν και δεν ήταν η δικηγορία αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει στη ζωή του. Όμως τώρα, βλέποντας τον τρόπο που ο πατέρας του μιλούσε στους υπαλλήλους του, ακόμη κι αν ακολουθούσε τελικά αυτόν τον δρόμο ήξερε, ότι δεν θα περνούσε ποτέ τις γυάλινες πόρτες της εισόδου ως εργαζόμενος αυτής της εταιρίας.
«Τζέιμς, τι αναπάντεχη έκπληξη! Αποφάσισες τελικά να γνωρίσεις περισσότερο τον μελλοντικό χώρο εργασίας σου;» είπε ο πατέρας του αμέσως μόλις έκλεισε το τηλέφωνο.
«Όχι πατέρα δεν είναι αυτός ο λόγος».
«Δεν έχει σημασία. Είσαι εδώ και σε ήθελα για κάτι σημαντικό».
Η απάντηση του πατέρα του τον έπιασε απροετοίμαστο.
«Με ήθελες; Για ποιο λόγο;»
«Όλα με την σειρά τους», είπε ο πατέρας του και έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα από το πορτοφόλι του και τα έδωσε στον Τζέιμς, εκείνος τα κρατούσε στο χέρι του και τα κοιτούσε εμβρόντητος».
«Τι; Ήθελες κι άλλα; Νομίζω σου έχω μάθει ότι η σπατάλη είναι κακή συνήθεια».
«Όχι, δεν είναι αυτό» έπρεπε να βρει το θάρρος να του μιλήσει.
«Ωραία, τώρα που τελειώσαμε με το δικό σου θέμα, ας πάμε στο δικό μου», του είπε απότομα χωρίς να ρωτήσει να μάθει τον πραγματικό λόγο που ο γιος του τον επισκέφτηκε.
Ο Τζέιμς ήθελε να του σπάσει το κεφάλι αλλά πήρε μια βαθειά ανάσα και τον άφησε να του πει αυτό που ήθελε για να κερδίσει λίγο χρόνο και να σκεφτεί τι ακριβώς θα του έλεγε. Δεν μπορούσε να κάνει πίσω τώρα που είχε έρθει μέχρι εδώ. Ερχόταν στο μυαλό του η εικόνα της σημαδεμένης αδερφής του εξαιτίας του ανεξέλεγκτου θυμού του πατέρα τους και σκεφτόταν τις άπειρες φορές που είχε δει τον πατέρα του να τους χτυπά στα πρόθυρα της παράνοιας.
«Τζέιμς; Με ακούς; Είναι η ώρα να υπογράψεις τώρα», του είπε επιτακτικά και μόνο τότε παρατήρησε ο Τζέιμς το μεγάλο πάκο με χαρτιά που είχε αραδιάσει μπροστά του και τον καλό του στυλό, που ποτέ δεν αποχωριζόταν, στο παρατεταμένο χέρι του πατέρα του. Το μυαλό του πήρε γρήγορα στροφές. Τόση ώρα που εκείνος σκεφτόταν τι θα του έλεγε και πως, ο πατέρας του εξηγούσε κάποια συμφωνία που ήθελε ο γιος του να υπογράψει. Αν του αποκάλυπτε ότι δεν τον άκουγε σίγουρα θα θύμωνε και τον χρειαζόταν ήρεμο για την επόμενη συζήτηση τους. Είχε δύο επιλογές είτε να υπογράψει χωρίς να γνωρίζει τι είναι αυτό στο οποίο συμφωνεί είτε «Πατέρα με συγχωρείς αλλά δεν κατάλαβα, μπορείς να επαναλάβεις παρακαλώ;» να το παίξει χαζός.
Ο πατέρας του τον κοίταξε με εκείνο το ανεξιχνίαστο ύφος που έπαιρνε κάθε φορά που ήθελε να του ορμήσει και να ουρλιάξει μες το πρόσωπο του πόσο άχρηστος ήταν ο γιος του. Αντί αυτού όμως, μάζεψε ξανά το συμβόλαιο κοντά του και άρχισε να του εξηγεί. Αυτή η πολιτισμένη συμπεριφορά του πατέρα του ήταν το πρώτο σημάδι που έδειχνε ότι δεν έπρεπε να υπογράψει, το δεύτερο ήταν αυτά που του είπε. Ήταν σίγουρος ότι κάτι λείπει από την ιστορία και έπρεπε να βρει κάποιο τρόπο να πάρει στα χέρια του αυτό το συμβόλαιο για να το διαβάσει πριν αποφασίσει αν θα το υπογράψει.
/
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top