Κεφάλαιο 1


Ο Τζέιμς έφυγε νωρίτερα από το σχολείο και έτρεξε στο σπίτι. Το πρωί έπρεπε να φύγει χωρίς την αδερφή του για μία έκτακτη προπόνηση που κανόνισε ο κ. Κάρτερ, προπονητής της ομάδας των Αλεπούδων, της σχολικής ομάδας, που όλοι περίμεναν να κερδίσει το πρωτάθλημα κι αυτή την χρονιά. Έτσι, η αδερφή του έπρεπε να πάρει το λεωφορείο για να πάει κι εκείνη λίγο αργότερα στο μάθημα της.

Ο Τζέιμς δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην πρωινή προπόνηση, κερδίζοντας συνέχεια παρατηρήσεις από τον κ. Κάρτερ, καθώς και απειλές ότι αν συνέχιζε έτσι, θα βρισκόταν στον πάγκο στο παιχνίδι του Σαββάτου. Όμως ο Τζέιμς, είχε από το πρωί ένα άσχημο προαίσθημα και μία έντονη ανησυχία για την αδερφή του. Δεν της άρεσε να παίρνει το λεωφορείο, ούτε να βρίσκεται μόνη με τόσο κόσμο και τις σπάνιες φορές που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει αυτό το μέσο, την έβρισκε πάντα μες τα κλάματα αλλά εκείνη του έλεγε ότι τίποτα δεν είχε συμβεί.

Ήταν η ώρα του μεσημεριανού, όταν κατάφερε να εντοπίσει την Έβελιν και την Λίλη, τις δύο κολλητές φίλες της Λούσι. Εκείνες του είπαν ότι δεν την είχαν δει καθόλου όλη την ημέρα κι όταν εντόπισε και τον Ντρέικ στην αίθουσα της μουσικής και του είπε το ίδιο, δεν έχασε χρόνο και χωρίς καν να ζητήσει άδεια για να φύγει από το σχολείο, άρπαξε την μηχανή του και ξεκίνησε για το σπίτι.

Ανοίγοντας την πόρτα άκουσε το σιγανό κλαψούρισμα της και ήξερε ότι κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Έτρεξε στο δωμάτιο της αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη.

«Λούσι; Άνοιξε μου σε παρακαλώ, ο Τζέιμς είμαι». Χωρίς να έρθει απάντηση από την άλλη μεριά της πόρτας, ο ήχος της κλειδαριάς που ξεκλειδώνει έκανε τον Τζέιμς να αισθανθεί λίγο ελαφρύτερος. Ελευθέρωσε μια βαθειά ανάσα, προετοιμάζοντας τον εαυτό του, άνοιξε προσεκτικά την πόρτα και μπήκε ήρεμα στον μικρό, ροζ παράδεισο της αδερφής του. Η Λούσι είχε μαζευτεί στο πάνω μέρος του κρεβατιού της, είχε αγκαλιάσει τα γόνατα της και είχε τραβήξει τα σκεπάσματα γύρω της. Έμοιαζε σαν μικρό πουλάκι κουρνιασμένο στη φωλίτσα του και μόνο τα κόκκινα μάτια της και τα αυλακωμένα από τα δάκρυα μάγουλα της φανέρωναν την κατάσταση της.

«Γιατί έφυγες χωρίς εμένα;» είπε με φωνή που θα έκανε και τον πιο σκληρό άνθρωπο να λυγίσει. Ο Τζέιμς κάθισε δίπλα της στο κρεβάτι και χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της.

«Συγνώμη μικρή μου. Με ειδοποίησε ο Αλεπουδιάρης και έπρεπε να πάω για προπόνηση».

«Έπρεπε να με ξυπνήσεις, θα ερχόμουν μαζί σου».

«Ήταν πολύ πρωί και θα ξεπάγιαζες μόνη σου μες το κρύο».

«Δεν με νοιάζει, έπρεπε να πάρεις κι εμένα».

«Είσαι παραπονιάρα!», της είπε τρίβοντας το κεφάλι της για να την κάνει να γελάσει, «Σήκω να πάμε να βρούμε κάτι να φάμε».

«Δεν πεινάω!» είπε εκείνη μουτρωμένη, σταυρώνοντας τα χέρια γύρω από το στήθος της και κοιτάζοντας μακριά από τον αδερφό της, σαν μικρό παιδί.

Δεν χρειάστηκε να της πει κάτι παραπάνω, με ένα επιβλητικό δικό του βλέμμα, εκείνη απλά σκούπισε το πρόσωπο της και σηκώθηκε για να κατέβει με τον αδερφό της στη κουζίνα.

Έβγαλαν από το ψυγείο τα μπωλ με το φαγητό που είχε ετοιμάσει η μητέρα τους από το προηγούμενο βράδυ και αφού τα ζέσταναν διαδοχικά στο φούρνο μικροκυμάτων, το καθένα για δύο λεπτά, κάθισαν αμίλητοι στο τραπέζι της κουζίνας για να φάνε.

«Τι έγινε και δεν ήρθες στο σχολείο; Δεν διάβασες το σημείωμα μου;» έσπασε ο Τζέιμς τη σιωπή, καθώς έπλεναν τα πιάτα.

«Άργησα να ξυπνήσω και ο πατέρας γύρισε για να πάρει κάτι χαρτιά που είχε ξεχάσει... και με είδε.. που ετοιμαζόμουν να φύγω...» Ο Τζέιμς παρατήρησε ότι τα χέρια της έτρεμαν. Πάντα φοβόντουσαν και οι δύο τον αυστηρό πατέρα τους και ενώ εκείνος, μεγαλώνοντας, είχε μάθει να τον αποφεύγει και να μην του δίνει τροφή για σχόλια, η Λούσι κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της, και προσπαθούσε να βρει κάτι που θα τον ευχαριστήσει. Όμως σχεδόν ποτέ δεν τα κατάφερνε. Το μόνο που λάμβαναν τα δύο παιδιά από τον πατέρα τους ήταν φωνές και επιπλήξεις.

«Και τι έγινε;» επέμεινε ο Τζέιμς.

«Μου φώναξε! Με είπε τεμπέλα και ακαμάτρα και ξεκίνησε να λέει ότι δεν θα κάνω ποτέ τίποτα στη ζωή μου και ότι έχει δυο παιδιά σκέτες αποτυχίες και...»

«Εντάξει, ξέρω την συνέχεια. Το έχω μάθει απ΄έξω το ποιηματάκι. Αλλά αφού έφυγε, εσύ γιατί δεν ήρθες σχολείο;»

Η Λούσι απέφυγε το βλέμμα του αδερφού της και απλά ανασήκωσε τους ώμους.

«Λούσι;»

Η Λούσι σήκωσε διστακτικά το πράσινο βλέμμα της, για να συναντήσει το γαλάζιο του αδερφού της.

«Του αντιμίλησες έτσι;» εκείνη κούνησε απλά το κεφάλι της θετικά.

«Γιατί βρε κορίτσι μου; Δεν σου έχω πει ότι απλά δεν θα απαντάς και θα φεύγεις; Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;»

«Είπε ότι ο Ντρέικ είναι ένας ψωριάρης της πλάκας που με ξεμυαλίζει με μουσικές και βλακείες, αντί να διαβάζω και ότι ξενυχτάω για να μιλήσω μαζί του και για αυτό δεν ξυπνάω να πάω σχολείο το πρωί και μου απαγόρευσε να τον ξαναδώ».

«Καλά, κάθε εβδομάδα στο απαγορεύει, τώρα σε πείραξε;»

«Όχι δεν είναι αυτό».

«Τότε τι είναι; Θα με σκάσεις!»

Η Λούσι τράβηξε πίσω τα μαλλιά από το πρόσωπο της και τότε ο Τζέιμς είδε γιατί δεν το είχε κάνει νωρίτερα,αφού εκείνη δεν μαζέψει τα μαλλιά της πίσω, όπως έκανε συνήθως, ούτε καν για να φάει. Στο δεξί της μάγουλο είχε ένα σκίσιμο λίγο πιο κάτω από το μάτι. Αυτό μπορούσε να σημαίνει μονάχα ένα πράγμα. Το κάθαρμα που είχαν για πατέρα την είχε χαστουκίσει και μάλιστα πολλές φορές για να καταφέρει το δαχτυλίδι που φορούσε πάντα στον παράμεσο του αριστερού του χεριού, να της κάνει τέτοιο κόψιμο.

«Θα τον σκοτώσω! Στο ορκίζομαι θα τον σκοτώσω! Πώς μπορεί να στο κάνει αυτό; Δεν μπορεί απλά να σε βάλει μια τιμωρία, να σε κλείσει μέσα, δεν ξέρω... Κάτι άλλο! Έπρεπε να σε χτυπήσει;» ο Τζέιμς ήταν έξαλλος. Είχε βγει εκτός εαυτού για άλλη μια φορά. Έβριζε και χτυπούσε ότι έβρισκε μπροστά του για να εκτονωθεί γιατί αυτός ο άνθρωπος, ο πατέρας του, ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να τον κάνει να αισθάνεται έτσι. 

Δεν τον πείραζε να ξεσπάει τον ηλίθιο θυμό του πάνω του αλλά δεν άντεχε να σκέφτεται ότι χτυπούσε την αδερφή του. Εκείνη ήταν πάντα τόσο εύθραυστη και μικροσκοπική.Άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του και ξεκίνησε για την εξώπορτα.

«Τι κάνεις;» του φώναξε η Λούσι αρπάζοντας τον από το μανίκι.

«Πάω να τον βρω. Δεν μπορεί να συνεχίσει να σου φέρεται έτσι. Θα τον κλείσω φυλακή».

«Τζέιμς όχι! Είναι ο πατέρας μας. Δεν μπορείς να πας στην αστυνομία».

Ο Τζέιμς δεν ήθελε να ακούσει άλλα από την αδερφή του. Άνοιξε την πόρτα και λέγοντας της να μείνει σπίτι, έφυγε χωρίς να κοιτάξει πίσω του την Λούσι που γεμάτη δάκρυα του φώναζε από την πόρτα να γυρίσει πίσω.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top