~9~
Η Μυρτώ δεν έκατσε λεπτό παραπάνω μόνη της σε αυτό το σπίτι. Κάλεσε ένα ταξί και μόλις εκείνο έφτασε μπροστά από την πόρτα του πατρικού της μπήκε αμέσως μέσα με προορισμό τη σχολή. Είχε ήδη χάσει το πρώτο μάθημα αλλά αν ήταν τυχερή θα προλάβαινε να παρακολουθήσει το επόμενο.
Καθώς ήταν στο ταξί έστειλε μήνυμα στον Κοσμά ότι σε λίγο έφτανε στη σχολή και τον ρωτούσε που ήταν για να τον βρει. Η απάντηση άργησε λίγο να έρθει και διάβασε ότι ήταν στην καφετέρια της σχολής με τους νέους του φίλους.
Όταν το ταξί σταμάτησε μπροστά από την είσοδο του πανεπιστημίου, πλήρωσε και ευχαρίστησε τον οδηγό και κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα προς την καφετέρια. Μπήκε μέσα και γινόταν ένας μικρός χαμός στον χώρο, όμως εντόπισε σχεδόν αμέσως τον Κοσμά. Τον είδε να είναι σε ένα γωνιακό τραπέζι μαζί με μία κοπέλα και δύο αγόρια. Της φάνηκε ότι ήταν πολύ διαχυτικός με το κορίτσι της παρέας αλλά δεν θα του έλεγε τίποτα.
<Γεια σας.> είπε ευγενικά σε όλους στο τραπέζι.
<Γεια σου όμορφη. Πως μπορώ να σε βοηθήσω;> της είπε ένα αγόρι με καστανόξανθα μαλλιά και μελί μάτια.
<Εσύ να κάτσεις στα αυγά σου.> είπε προειδοποιητικά ο Κοσμάς. <Παιδιά να σας συστήσω την Μυρτώ. Είναι η κοπέλα μου.> είπε και την τράβηξε από την μέση αναγκάζοντας την να κάτσει δίπλα του.
<Εσύ είσαι η περιβόητη Μυρτώ; Τόση ώρα Μυρτώ ακούμε και Μυρτώ δεν βλέπουμε. Εγώ είμαι ο Λάμπρος.> της είπε το τρίτο αγόρι από την παρέα και της έτεινε το χέρι του για χειραψία την οποία ανταπέδωσε με χαμόγελο.
<Εγώ είμαι ο Θωμάς. Γοητευμένος!> είπε το ξανθό αγόρι που της μίλησε πρώτο και της έκανε χειροφίλημα, όμως ο Κοσμάς τράβηξε απότομα το χέρι της από το κράτημα του.
<Βάσω, χάρηκα.> συστήθηκε και η κοπέλα της παρέας με χαμόγελο. Αλλά η αλήθεια είναι πως η Μυρτώ δεν ήταν και τόσο σίγουρη ότι η Βάσω χάρηκε για την γνωριμία της. Καθώς μίλαγε με τους υπόλοιπους, μπορούσε να νιώσει το αδιάκριτο και παρατηρητικό βλέμμα της κοπέλας πάνω της. Η Βάσω ήταν πολύ όμορφη. Ήταν ξανθιά με υπέροχα πράσινα μάτια και από ότι μπορούσε να καταλάβει και με πολύ ωραίο σώμα.
<Μυρτώ δεν σε ρώτησα. Που ήσουν και έλλειπες; Είχες πει ότι θα έρθεις στη σχολή για να πιάσεις καλή θέση αλλά όταν ήρθα εγώ ήσουν άφαντη.> ζήτησε να μάθει ο Κοσμάς και όλα τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος της.
<Ο Άκης μου ζήτησε να συναντηθούμε για κάτι προσωπικό του και δεν μπορούσα να αρνηθώ. Μετά τη σχολή πρότεινε να πάμε οι τρεις μας για καφέ για να σε γνωρίσει καλύτερα.> είπε την πρώτη δικαιολογία που της ήρθε στο μυαλό και μετά προσπάθησε να αλλάξει θέμα συζήτησης και τα κατάφερε.
Οι ώρες πέρναγαν και ήρθε η στιγμή που τελείωσε και το τελευταίο μάθημα της ημέρας. Ο Άρης δεν είχε εμφανιστεί καθόλου και η Μυρτώ είχε ανησυχήσει λιγάκι. Δεν είχε φύγει και πολύ ήρεμος από το σπίτι της και δεν ήξερε και τον λόγο. Ήλπιζε απλά να είναι καλά και ας μην τον έβλεπε για το υπόλοιπο της ημέρας.
Ο Άκης περίμενε το ζευγάρι έξω από την είσοδο του πανεπιστημίου. Πριν λίγη ώρα είχε λάβει ένα μήνυμα από την Μυρτώ που του έλεγε ότι το πρωί ήταν μαζί του για ένα προσωπικό του θέμα. Είχε πολλές απορίες σχετικά με αυτό αλλά δεν ήταν τώρα η κατάλληλη στιγμή να την ρωτήσει. Μόλις τον είδε η Μυρτώ αμέσως έτρεξε στην αγκαλιά του.
<Έχουμε να πούμε πολλά αλλά όχι τώρα.> της είπε και αφού την φίλησε στο μάγουλο χαιρέτησε τυπικά τον Κοσμά. Τον είχε δει μία φορά στη Θεσσαλονίκη όταν είχε επισκεφτεί τους θείους του και δεν τον είχε συμπαθήσει. Κάτι έχει ο Κοσμάς που δεν τον τον αφήνει να τον εμπιστευτεί. Μπορεί να είναι καλό παιδί όπως λέει και η Μυρτώ αλλά ο Άκης πάντα θα είναι επιφυλακτικός μαζί του.
Πήγαν σε μία ταβέρνα κοντά στη θάλασσα. Είχαν καιρό να φάνε θαλασσινά και η Μυρτώ ενθουσιάστηκε με την ιδέα του ξαδέλφου της.
<Και για πες Κοσμά. Πως σου φαίνεται η ζωή στην Αθήνα;> τον ρώτησε ο Άκης μόλις ήρθαν τα ψάρια και η τηγανητές πατάτες που είχαν παραγγείλει.
<Νομίζω πως μπορώ εύκολα να την συνηθίσω.> απάντησε εκείνος και έπιασε με το πιρούνι του ένα καλαμαράκι.
<Και πως τα πάτε οι δύο σας;> συνέχισε τις ερωτήσεις και δέχτηκε μία διακριτική κλοτσιά από τη Μυρτώ που την αγνόησε με μεγάλη επιτυχία.
<Καλά. Τώρα βέβαια στην Αθήνα έχουν αλλάξει οι ρυθμοί μας.> είπε αλλά το βλέμμα απορίας του Άκη τον έκανε να συνεχίσει. <Η Μυρτώ θέλεις να κοιμάται νωρίς για να μην χάνει τα πρωινά μαθήματα και με αφήνει μόνο μου. Αλλά κανόνισα να βγω με τα παιδία απόψε οπότε το πρόβλημα λύθηκε.> είπε και ήπιε λίγο από το ούζο του.
<Κοσμά μου σου εξήγησα ότι πάνω από όλα είναι η σχολή. Αλλά δεν νομίζω να σε αφήνω συνέχεια μόνο. Ήρθα εχτές στο σπίτι και ούτε με κατάλαβες, δεν νομίζω να φταίω μόνο εγώ.> είπε η Μυρτώ με παράπονο και άρχισε ο θυμός της να φουντώνει.
<Έλειπες τόσες ώρες και δεν πήρες ούτε ένα τηλέφωνο και μετά σου φταίω εγώ που εκείνη την ώρα δεν ήθελα να χάσω καμία σκηνή από την ταινία. Και σιγά πως κάνεις έτσι. Κάθε μέρα σε βλέπω και σε χαιρετάω, εκείνη την φορά που δεν το έκανα θυμάσαι;> είπε το αγόρι με λίγο ανεβασμένη φωνή κάνοντας κάποια κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος τους. Η Μυρτώ πήγε να απαντήσει στα λόγια του αλλά η φωνή του Άκη την σταμάτησε.
<Ηρεμίστε και οι δύο. Έχουν γυρίσει όλοι και μας κοιτάνε. Το ξέρω ότι είναι δύσκολο να προσαρμοστείτε στα νέα δεδομένα αλλά όλα θέλουν το χρόνο τους. Εσείς επιλέξατε να συγκατοικήσετε και πρέπει πρώτα να συνηθίσει ο ένας τον άλλον για να τα καταφέρετε.> τους είπε ήρεμα. Ο Κοσμάς έκανε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα και συνέχισε να τρώει αλλά η Μυρτώ ήταν κατακόκκινη από την ντροπή της και απλά χαμήλωσε το κεφάλι της κοιτώντας το φαγητό της και παίζοντας μαζί του.
Γύρισαν στο σπίτι νωρίς το βράδυ και ο Κοσμάς μπήκε αμέσως για μπάνιο. Η Μυρτώ έβαλε τα ρούχα που χρησιμοποιεί για τον ύπνο και κάθισε στον καναπέ περιμένοντας τον αγαπημένος της να έρθει και να περάσουν μαζί το βράδυ. Όταν όμως βγαίνει ο Κοσμάς από το δωμάτιο ντυμένος για έξοδο και το άρωμα του να της τρυπάει τα ρουθούνια, γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος του γεμάτη απορία.
<Που πας;> τον ρώτησε και σηκώθηκε από τον καναπέ και στάθηκε απέναντι του.
<Δεν σου είπα ότι θα βγω; Δεν πρόκειται να κάτσω άλλο ένα βράδυ μόνος μου με μόνη συντροφιά την τηλεόραση.> της είπε κάπως απότομα. Η Μυρτώ δεν είχε δώσει καμία σημασία στην αναφορά της εξόδου του στην ταβέρνα. Νόμιζε ότι απλά το είπε για να παραπονεθεί.
<Και δηλαδή θα βγεις χωρίς εμένα;> τον ρώτησε με παράπονο.
<Εσύ έχεις να κοιμηθείς νωρίς.> της είπε με ειρωνεία. <Φεύγω. Θα αργήσω.> πήρε το πανωφόρι του και έφυγε από το σπίτι. Η Μυρτώ έμεινε να κοιτάζει την κλειστή πόρτα και προσπαθούσε να αποτρέψει τα δάκρυα της να κυλήσουν. Δεν της πρότεινε καν να πάει μαζί του. Απλά έφυγε χωρίς να τον νοιάζει εκείνη. Ο Κοσμάς της, άλλαζε σιγά σιγά και αυτό δεν ήταν κάτι που της άρεσε. Έφτιαξε ποπ κορν και κάθισε να τα απολαύσει μόνη της με συντροφιά την αγαπημένη της ταινία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top