~4~
5 χρόνια πριν
Περίμενε έξω από το σχολείο εδώ και δέκα λεπτά και δεν είχε φανεί ακόμα. Η Μυρτώ πάντα ήταν συνεπής στις συναντήσεις της αλλά δυστυχώς υπάρχουν και κάποιοι που σου λένε ότι είναι στον δρόμο ενώ δεν έχουν φύγει καν από το σπίτι. Άλλα πέντε λεπτά θα περίμενε και μετά θα έφευγε. Προτιμούσε να κάνει μόνη της την εργασία από το να περιμένει μέσα στο κρύο.
<Καλά Χριστούγεννα!> άκουσε την υπέροχη φωνή του και ένοιωσε την ανάσα του στο σβέρκο της. Πόσο κοντά είχε έρθει;
<Καλά Χριστούγεννα.> είπε και εκείνη και γύρισε για να τον αντικρίσει. Φόραγε ένα πουλόβερ ίδιο χρώμα με τα μάτια του που τον έκανε να δείχνει ακόμα πιο όμορφος. Τα σώματα τους ήταν αρκετά κοντά και η Μυρτώ έκανε ένα βήμα πίσω από την αμηχανία της.
<Συγγνώμη που άργησα. Δεν το συνηθίζω, αλλά κάτι έτυχε.> της απολογήθηκε.
<Δεν πειράζει. Πάμε γιατί κάνει κρύο;> του ζήτησε και ξεκίνησαν να περπατάνε προς το σπίτι του Άρη.
<Πως πέρασες εχτές;> την ρώτησε για να σπάσει αυτή την αμήχανη ησυχία που επικρατούσε.
<Καλά. Πήγαμε στη θεία μου, όπως κάθε χρόνο. Εσύ;> τον ρώτησε και εκείνη με τη σειρά της.
<Πολύ καλά. Βγήκα και με τα παιδιά μετά το φαγητό και πέρασα πολύ ωραία.> της απάντησε και έμειναν για ακόμα μία φορά χωρίς να μιλάνε. Έφτασαν στο σπίτι του Άρη που ήταν μία μονοκατοικία όπως και το δικό της.
<Δεν ήξερα ότι μέναμε σχετικά κοντά. Νόμιζα ότι μόνο εγώ περπατάω τόσο για να πάω σχολείο.> είπε και στο τέλος άφησε ένα γελάκι.
<Που μένεις;> την ρώτησε αφού δεν ήξερε ότι ήταν γείτονες.
<Δύο στενά πίσω από την εκκλησία.> του είπε και εκείνος έδειξε να καταλαβαίνει.
<Δεν το ήξερα.> είπε και άνοιξε την εξώπορτα με τα κλειδιά του.
<Ναι... Πως και πας σε αυτό το σχολείο και όχι σε εκείνο εδώ κοντά;> τον ρώτησε η Μυρτώ.
<Μετακομίσαμε πρόσφατα και δεν ήθελα να χωριστώ με τους φίλους μου.> της είπε και ανέβηκαν στο δωμάτιο του.
Δεν είπαν τίποτα άλλο. Ξεκίνησαν την εργασία και η συνεργασία τους ήταν πολύ καλή. Βρήκαν όλες τις πληροφορίες που έπρεπε και την επόμενη φορά έπρεπε μόνο να συνθέσουν ένα κείμενο για να ολοκληρωθεί η εργασία.
<Μπορούμε να χωρίσουμε το κείμενο στα δύο και ο καθένας να γράψει το δικό του. Θα τα ενώσουμε στο τέλος και όλα καλά. Αφού κάναμε όλη τη δουλειά σήμερα δεν βρίσκω λόγο να συναντηθούμε ξανά για να την τελειώσουμε.> της πρότεινε ο Άρης. Η ιδέα αυτή δεν άρεσε καθόλου στη Μυρτώ αλλά η στάση του αγοριού απέναντι της δεν της έδινε τα περιθώρια να αρνηθεί.
<Αν πιστεύεις ότι με αυτό τον τρόπο θα βγει μία καλή εργασία, εντάξει.> του είπε.
<Θα βγει τέλεια θα δεις.> της είπε εκείνος καθώς μάζευε τον χαμό που είχαν κάνει στο δωμάτιο του.
<Οκ... Καλύτερα να πηγαίνω.> είπε και ετοιμάστηκε για να φύγει.
<Όπως θέλεις. Περίμενε να βάλω μπουφάν, να σε συνοδέψω.> της είπε και με γρήγορες κινήσεις φόρεσε το μπουφάν του.
<Δεν χρειάζεται. Κοντά είναι.> του είπε για να μην τον βάζει σε κόπο.
<Χρειάζεται. Έχει νυχτώσει και δεν είναι σωστό να περιπλανιέσαι μόνη σου στους δρόμους.> της είπε και βγήκε από το δωμάτιο. Η Μυρτώ τον ακολούθησε με το χαμόγελο στα χείλη. Ήταν πολύ ευγενικός και λίγοι θα σκεφτόντουσαν αυτό που σκέφτηκε εκείνος.
Περπατούσαν στους δρόμους χωρίς να μιλάνε. Κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα μία αμηχανία αλλά κανείς τους δεν ήθελε να τη σπάσει. Ο Άρης έριχνε κλεφτές ματιές στο κορίτσι δίπλα του χωρίς εκείνη να το καταλαβαίνει. Μόλις έστριψαν στο στενό του σπιτιού της, μία κοπέλα βγήκε στο το σπίτι και όταν τους είδε προχώρησε προς το μέρος τους. Η Μυρτώ δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα να μιλήσει με την ξαδέλφη της και ειδικά μπροστά στον Άρη, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το αποφύγει.
<Μυρτώ.> είπε τυπικά η Χριστίνα και το βλέμμα της έμεινε στο νεαρό αγόρι που ήταν δίπλα από τη ξαδέλφη της. <Γεια σου όμορφε. Είμαι η Χριστίνα, η ξαδέλφη της Μυρτούς.> είπε και τον άγγιξε στο γυμνασμένο του μπράτσο αφήνοντας έναν αναστεναγμό.
<Άρης.> απάντησε εκείνος γοητευμένος με την ξανθιά κοπέλα απέναντι του. <Χαίρομαι για τη γνωριμία.>. Η Μυρτώ ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί. Ο Άρης έπεσε στα δίχτυα της όμορφης και εντυπωσιακής ξαδέλφης και η ίδια για άλλη μία φορά ήταν στο περιθώριο.
<Εγώ να δεις πόσο χαίρομαι.> είπε η Χριστίνα με ένα αστραφτερό χαμόγελο. <Και να ρωτήσω. Τι κάνει ένα τόσο όμορφο αγόρι με την ξαδέλφη μου;> ρώτησε προσπαθώντας να μην κάνει καμία γκριμάτσα με την λέξη "ξαδέλφη".
<Είμαστε συμμαθητές. Είχαμε να κάνουμε μία εργασία και επειδή μένουμε κοντά, προσφέρθηκα να την συνοδέψω.> της απάντησε ευγενικά ο Άρης.
<Ω τι τζέντλεμαν!> αναφώνησε χαρούμενη η Χριστίνα.
<Εσύ Χριστίνα πως και από εδώ; Συνήθως με το ζόρι έρχεσαι σπίτι μας.> την ρώτησε η Μυρτώ που η υπομονή της είχε αρχίσει να τελειώνει.
<Η μαμά ήθελε να φέρω κάτι στη θεία. Ο αδελφός μου δεν μπορούσε και ήρθα εγώ.> της απάντησε τυπικά. <Ώστε, Άρη, μένεις κοντά;> τον ρώτησε και συνέχισε να του χαϊδεύει το μπράτσο.
<Συγγνώμη, αλλά είμαι κουρασμένη και πρέπει να πάω σπίτι. Άρη μιλάμε για την εργασία. Καληνύχτα.> είπε η Μυρτώ που αν καθόταν λίγο ακόμα μαζί τους ήταν ικανή να επιτεθεί στην Χριστίνα.
<Καληνύχτα.> άκουσε να την λέει ο Άρης και χαμογέλασε αχνά.
Οι μέρες περνούσαν και ο χρόνος άλλαξε. Την Πρωτοχρονιά δεν άλλαξε κάτι. Αυτή τη φορά οι συγγενείς της ήρθαν στο δικό τους σπίτι και άλλαξαν όλοι μαζί χρόνο. Τα πάντα ήταν ίδια με άλλες χρονιές. Το μόνο που διέφερε ήταν η Χριστίνα. Όλη την ώρα είχε ένα χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο της και έμοιαζε με τον Joker. Δεν είπε ούτε μία φορά κάτι προσβλητικό στη Μυρτώ και ήταν ευγενική με όλους. Μπορεί να την επηρέασε το πνεύμα των Χριστουγέννων και να άλλαξε. Κανείς δεν ξέρει.
Έφτασε η πρώτη μέρα σχολείου με τον νέο χρόνο. Ήθελε να δει τη φίλη της, της είχε λείψει. Η Κωνσταντίνα κάθε χρόνο στις γιορτές πάει μαζί με την οικογένεια της στο χωριό για να δει τους παππούδες της, και για αυτό είχαν να ιδωθούν πολλές μέρες. Είχαν κανονίσει να βρεθούν στην πλατεία κοντά στο σχολείο για να πάνε μαζί. Όταν είδε η μία την άλλη αγκαλιάστηκαν σφικτά και ξεκίνησαν να πηγαίνουν προς το σχολείο.
Όταν πέρασαν την μεγάλη καγκελόπορτα, η Μυρτώ ένοιωσε ότι κάτι είχε αλλάξει αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ακριβώς ήταν αυτό. Με το που πάτησε όμως το πόδι της στο προαύλιο κατάλαβε αμέσως την πηγή αυτού του αισθήματος. Προχώρησε με μεγάλα βήματα προς ένα συγκεκριμένο παγκάκι αγνοώντας την Κωνσταντίνα που φώναζε το όνομα της.
<Τι θέλεις εσύ εδώ;> ρώτησε το άτομο μπροστά της. Ήταν έξαλλη αλλά δεν ήθελε να ξεσπάσει μπροστά σε όλο το σχολείο και προσπάθησε να συγκρατήσει τον εαυτό της.
<Και εγώ χαίρομαι που σε βλέπω ξαδερφούλα μου.> της είπε η Χριστίνα με ένα ειρωνικό και υπεροπτικό ύφος.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top