~19~

Είχαν περάσει πάνω από πέντε λεπτά και ακόμα η Χριστίνα δεν είχε μιλήσει. Η Μυρτώ αναστέναξε και της έπιασε το χέρι για να της δώσει δύναμη.

<Ότι και να είναι μπορείς να μου πεις.> της είπε καλοσυνάτα.

<Με ρώτησες γιατί επέλεξα να σου εξηγήσω τώρα.> ξεκίνησε να λέει και ένα μία μικρή παύση για να πάρει μία βαθιά ανάσα. <Δεν ήθελα το παιδί μου να ξέρει ότι στο παρελθόν έκανα φρικτά πράγματα.> είπε και μόνο όταν τελείωσε κοίταξε τη ξαδέλφη της στα μάτια. 

<Δηλαδή, θέλεις να πεις ότι...> προσπαθούσε η Μυρτώ να βρει τις κατάλληλες λέξεις αλλά το σοκ δεν την άφηνε.

<Ναι Μυρτώ είμαι έγκυος. Είμαι δύο μηνών και ο πατέρας του μας παράτησε.> εξήγησε και για ακόμα μία φορά τα λόγια της ξάφνιασαν τη ξαδέλφη της.

<Όχι.!> είπε έκπληκτη η Μυρτώ και έφερε το χέρι της στο στόμα από την περιπλοκότητα της κατάστασης. <Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;> την ρώτησε για να μπορέσει να καταλάβει τον τρόπο σκέψης της.

<Μυρτώ δεν μπορώ να το ρίξω. Το ξέρω ότι είμαι μικρή και ότι η ζωή μου θα αλλάξει εντελώς, αλλά δύο μήνες τώρα το έχω αγαπήσει αυτό το πλασματάκι.> της είπε και τα μάτια της έλαμψαν όταν μίλησε για το μωρό της. <Είσαι η πρώτη που το μαθαίνει. Σκέφτομαι να σταματήσω τις σπουδές μου στο Παρίσι και να βρω εδώ μία δουλειά με την ελπίδα ότι θα το δεχτούν οι γονείς μου.> συνέχισε και ο φόβος ήταν εμφανής στο τόνο της φωνής της.

<Θα είναι ένα μεγάλο σοκ για εκείνους, αλλά σε αγαπάνε και αργά ή γρήγορα θα δεχτούν την κατάσταση. Να δεις που θα γίνουν τρελοπαππούδες!> της είπε για να ελαφρύνει λίγο το κλίμα. Η Χριστίνα γέλασε με την εικόνα ενός μικρού μωρού και των γονιών της από πίσω να το κυνηγάνε.  <Εσύ είσαι σίγουρη ότι μπορείς να τα παρατήσεις όλα και να μεγαλώσεις μόνη σου το παιδί σου;> τη ρώτησε σοβαρά.

<Νομίζω ναι. Θέλω να του προσφέρω τα πάντα και θα το κάνω.> απάντησε η Χριστίνα με σταθερή και σίγουρη φωνή. 

<Τότε από εμένα θα έχεις όση στήριξη χρειάζεσαι.> της είπε και οι δύο ξαδέλφες αγκαλιάστηκαν με αγάπη μετά από πολλά χρόνια. 

Ξεκίνησαν να μιλάνε για διάφορα άλλα θέματα για να ελαφρύνουν λίγο το κλίμα. Κάποια στιγμή, χτύπησε το κουδούνι και η Μυρτώ κοίταξε με περιέργεια την πόρτα. Δεν περίμενε κανέναν τέτοια ώρα. Σηκώθηκε και πριν ανοίξει κοίταξε από το ματάκι για να βεβαιωθεί ότι ο απρόσμενος επισκέπτης είναι γνωστός της. 

<Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα; Έγινε τίποτα;> ρώτησε ανήσυχα μόλις άνοιξε την πόρτα. 

<Μπορώ να περάσω;> ρώτησε ο Άρης και η κοπέλα άνοιξε περισσότερο την πόρτα για να περάσει. Παρατήρησε ότι μαζί του κουβαλούσε και έναν σάκο και η απορία της έγινε ακόμα μεγαλύτερη.

Μπήκαν στο χώρο του σαλονιού και μόλις ο Άρης είδε τη Χριστίνα έκανε μία έκφραση δυσαρέσκειας. Αντίθετα, η κοπέλα του χαμογέλασε γλυκά και ευγενικά. Έπρεπε κάποια στιγμή να ζητήσει συγγνώμη και από εκείνον αφού είχε καταλάβει ότι τότε ήταν ερωτευμένος με την ξαδέλφης της και έκανε τα πάντα για να τον κρατήσει η ίδια. 

<Τι θέλεις εσύ εδώ;> την ρώτησε με άγριο τόνο.

<Είναι καλεσμένη μου.> απάντησε, αντί για τη Χριστίνα, η Μυρτώ.

<Καλεσμένη; Μάλλον ξέχασες όλα αυτά που πέρασες εξαιτίας της.> είπε σαν να την κατηγορούσε για κάτι.

<Μπορεί να μην ξέχασα αλλά μπορώ και θέλω να συγχωρήσω.> του απάντησε με σίγουρο και απόλυτο τόνο. Άλλωστε η συγχώρηση είναι η μεγαλύτερη αρετή.

<Μάλιστα... Θέλω να μιλήσουμε.> της είπε και κοίταξε μετά τη Χριστίνα απευθείας στα μάτια. <Μόνοι μας.> συμπλήρωσε χωρίς να πάρει το βλέμμα του. 

<Να πηγαίνω εγώ τότε να σας αφήσω να μιλήσετε.> είπε η Χριστίνα λίγο απογοητευμένα και αμήχανα.

<Χριστίνα δεν χρειάζεται να φύγεις. Μπορούμε να μιλήσουμε κάποια άλλη στιγμή με τον Άρη.> είπε και κοίταξε σχεδόν δολοφονικά το αγόρι αποτρέποντας τον να μιλήσει.

<Όχι, δεν πειράζει. Είμαι και λίγο κουρασμένη. Καλύτερα να επιστρέψω σπίτι.> είπε η κοπέλα καθώς μάζευε τα πράγματα της. Τα παιδία την αποχαιρέτησαν, ο ένας τυπικά και η άλλη με μία μεγάλη αγκαλιά. 

<Μπορείς να μην είσαι τόσο κακός μαζί της;> του ζήτησε μόλις έμειναν οι δυο τους στο σπίτι.

<Δεν νομίζω όταν εκείνη συμπεριφερόταν κακά σε εσένα να σε σκέφτηκε καθόλου.> είπε εκείνος απότομα.

<Με τη Χριστίνα μιλήσαμε και τα βρήκαμε, δεν χρειάζεται να επιστρέφουμε πια στο παρελθόν.> είπε ήρεμα και ο Άρης άφησε μία βαθιά ανάσα να βγει από μέσα του και κάθισε στον καναπέ. Η Μυρτώ είχε δίκιο. Δεν πρέπει να αναφερθούν ποτέ ξανά στο παρελθόν. Είχε κάνει και αυτός λάθη που έπρεπε να ξεχαστούν. 

<Για πες λοιπόν. Τι με ήθελες;> του είπε και εκείνος ξάπλωσε στον καναπέ με το χέρι του κάτω από το κεφάλι του.

<Οι γονείς μου. Χωρίζουν.> είπε και το σοκ της Μυρτούς ήταν φανερό.

<Πως; Γιατί;> ρώτησε.

<Ο πατέρας μου. Έχει γκόμενα. Τους άκουγα να τσακώνονται και δεν μπορούσα να μείνω άλλο σπίτι. Μπορώ να μείνω εδώ λίγες μέρες;> της είπε και την κοίταξε με παρακαλετό τρόπο. Εκείνη δεν μπορούσε να αντισταθεί στα μάτια του οπότε μόνο μία σωστή απάντησε υπήρχε. 

<Μπορείς να μείνεις όσο θέλεις.> του είπε. Ο Άρης σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε δίπλα της. Με ένα μεγάλο χαμόγελο την έκλεισε σφικτά στην αγκαλιά του και δεν την άφηνε να απομακρυνθεί. 

<Πως νιώθεις;> τον ρώτησε χωρίς να βγει από την αγκαλιά του. 

<Δεν ξέρω. Από τη μία μπορεί ο χωρισμός τους μπορεί να είναι για καλό αλλά από την άλλη... Τόσα χρόνια τους ξέρω να είναι μαζί και τώρα θα πρέπει να μάθω να ζω χωρίς και τους δύο μου γονείς στο σπίτι. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι αυτή τη στιγμή, που σε έχω στην αγκαλιά μου, είμαι καλά.> της είπε και της έδωσε ένα φιλί στα μαλλιά. 

Εκείνη χαμογέλασε αλλά δεν τόλμησε να απαντήσει στην τελευταία του φράση. Και εκείνη ένιωθε καλά αλλά θεωρούσε ότι δεν ήταν σωστή η περίοδος της ζωής της για να αρχίσει μία σχέση μαζί του. Φοβόταν και ο φόβος της δεν θα έφευγε γρήγορα.  

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top