~18~

Την επόμενη μέρα το πρωί ο Άρης πέρασε να πάρει την Μυρτώ με το αυτοκίνητο και ξεκίνησαν με προορισμό την σχολή. Στο αμάξι επικρατούσε ένα ωραίο κλίμα, παρά την αμηχανία που ένοιωθε η κοπέλα με αυτά που έγιναν και ειπώθηκαν εχτές. Το ραδιόφωνο δεν σταμάτησε να παίζει και κάποιες φορές η Μυρτώ τραγουδούσε τα τραγούδια που ήξερε με την συνοδεία του Άρη. Ήταν και οι δύο αρκετά παράφωνοι αλλά δεν τους ένοιαζε. Συνέχιζαν να τραγουδάνε και να γελάνε μέχρι που έφτασαν στο πάρκινγκ του πανεπιστημίου. Πήγαν μαζί μέχρι την αίθουσα και κάθισαν δίπλα δίπλα στην τρίτη σειρά. 

Μετά από μισή ώρα περίπου και λίγο πριν μπει ο καθηγητής και ξεκινήσει η διάλεξη, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Κοσμάς μαζί με τη Βάσω. Το χέρι του ήταν περασμένο στους ώμους της ενώ το δικό της στην πλάτη του. Έκαναν εμφανή τη σχέση τους και δεν τους ένοιαξαν ορισμένα κουτσομπολιά που άρχισαν να ακούγονται αφού οι περισσότεροι ήξεραν την σχέση του με τη Μυρτώ. Μόλις το ζευγαράκι έφτασε στο ύψος των θέσεων της Μυρτούς και του Άρη, την κοίταξε για λίγα δευτερόλεπτα ανέκφραστα και μετά έπιασε τη Βάσω και τη φίλησε παθιασμένα. Ήθελε να της δείξει ότι αυτός είχε προχωρήσει και δεν τον ένοιαζε που έπρεπε να την βλέπει κάθε μέρα στα μαθήματα. Η Μυρτώ δεν πήρε τα μάτια της από πάνω τους για να δείξει ότι δεν την ενοχλεί. Η ψυχολογία της όμως είχε πέσει πολύ ακούγοντας όλα αυτά τα σχόλια για εκείνη. Ποτέ δεν ήθελε να ήταν το επίκεντρο των συζητήσεων και τώρα ο Κοσμάς το είχε καταφέρει με μία μόνο πράξη του. Μόλις σταμάτησαν το φιλί γύρισαν και οι δύο να την κοιτάξουν με υπεροπτικό βλέμμα και συνέχισαν να ανεβαίνουν τις σκάλες.   

Η Μυρτώ έσκυψε το κεφάλι της και έκλεισε σφικτά τα μάτια της. Προσπαθούσε να απομονωθεί από κάθε ήχο που άκουγε και να ηρεμίσει. Εδώ είχε έρθει με σκοπό να γίνει μία καλή και σωστή γιατρός και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό της να αποκλίνει από τον στόχο της για μερικά σχόλια που άκουγε.

<Μην τους ακούς, δεν ξέρουν τι λένε.> της είπε ο Άρης και της έτριψε γλυκά την πλάτη. Ο καθηγητής δεν άργησε να εμφανιστεί και ευτυχώς επικεντρώθηκε με μεγάλη επιτυχία στο μάθημα. 

Με αυτούς του ρυθμούς πέρασε μία ολόκληρη εβδομάδα και έφτασε το Σαββατοκύριακο. Ο Κοσμάς σε κάθε ευκαιρία επιδείκνυε τον έρωτα του με τη Βάσω αλλά τα σχόλια άρχισαν σιγά σιγά να μειώνονταν μέχρι που μηδενίστηκαν. Είχαν έρθει και τα έπιπλα που είχε παραγγείλει και πλέον κοιμόταν στο απαλό διπλό της στρώμα και όχι στον καναπέ.

Ήταν Σάββατο απόγευμα και είχε αρνηθεί την έξοδο που της είχαν προτείνει τα αγόρια. Προτιμούσε να μείνει μόνη της σπίτι και να χαλαρώσει βλέποντας την αγαπημένη της ταινία. Είχε ανάγκη να περάσει λίγο χρόνο με τον εαυτό της και να πάρει δυνάμεις για τη συνέχεια. Έβαλε σε ένα μπολ ποπ κορν και πάτησε το κουμπί για να αρχίσει η ταινία. 

Δεν πέρασαν ούτε δέκα λεπτά και το κουδούνι αντήχησε σε όλο το σπίτι. Η πρώτη της σκέψη ήταν ότι ο επισκέπτης ήταν ο Άρης. Όλες αυτές τις μέρες ήταν συνέχεια δίπλα της και προσπαθούσε να της δείξει τα αισθήματα της. Όσο και αν εκείνη κολακευόταν με αυτό, είχε καταντήσει κουραστικό. Δεν μπορούσε να ηρεμίσει στιγμή και πάντα όπου πήγαινε τον έβλεπε μπροστά του, λες και την παρακολουθούσε. Άνοιξε την πόρτα και από τη μία ανακουφίστηκε που δεν ήταν εκείνος αλλά από την άλλη παραξενεύτηκε. 

<Γεια. Ελπίζω να μην ενοχλώ.> είπε ευγενικά ο απρόσμενος επισκέπτης. 

<Όχι δεν ενοχλείς. Πέρνα μέσα.> είπε η Μυρτώ και άνοιξε παραπάνω την πόρτα για να περάσει στο εσωτερικό. <Θέλεις κάτι να σου φέρω;> ρώτησε πριν κάτσει και εκείνη στον καναπέ. 

<Λίγο νερό, αν είναι εύκολο.> απάντησε και μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε από την κουζίνα και άφησε το ποτήρι στο τραπεζάκι του σαλονιού. Επικράτησε μία άβολη ησυχία και αμηχανία και από τις δύο πλευρές. Αφού πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά χωρίς να μιλάνε, η Μυρτώ αποφάσισε πως έπρεπε να βοηθήσει λίγο την κατάσταση.

<Λοιπόν, Χριστίνα, πως από εδώ;> ρώτησε και έτριψε τις παλάμες της στα πόδια της. Η ξαδέλφη της δεν μίλησε αλλά έκανε κάτι πολύ παράξενο και ασυνήθιστο για εκείνη. Άρχισε να κλαίει στην αρχή άηχα αλλά μετά από λίγο με λυγμούς. Η Μυρτώ δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει και έτσι έκανε αυτό που της ήρθε πρώτο στο μυαλό. Την αγκάλιασε και της έτριψε την πλάτη για να την ηρεμίσει. Όταν κατάφερε η Χριστίνα να ησυχάσει, βγήκε από την αγκαλιά της και κοίταξε την Μυρτώ με τα κατακόκκινα μάτια της. <Τι σου συμβαίνει;> ρώτησε η οικοδέσποινα και αμέσως μετά η κοπέλα έστρεψε τα κλαμένα της μάτια στα χέρια της.

<Συγγνώμη.> της είπε με φωνή που αν δεν ήταν τόσο κοντά της, δεν θα την άκουγε. <Το ξέρω ότι σου έχω κάνει πολύ μεγάλο κακό, είχα θυμώσει τόσο πολύ με εσένα που δεν μπορούσα να ελέγξω τη ζήλια μου.> της είπε έτοιμη να κλάψει ξανά.

<Τι είχα κάνει και σε είχα νευριάσει τόσο;> την ρώτησε ξαφνιασμένη η Μυρτώ που δεν περίμενε μία τέτοια αποκάλυψη από την ξαδέλφη της. 

<Θέλω να ξέρεις πως ότι και αν σου έχω κάνει στο παρελθόν δεν ήταν επειδή δεν σε συμπαθούσα. Όσο παράξενο και αν σου φανεί, σε αγαπούσα και σε θαύμαζα πάρα πολύ.> της εξομολογήθηκε και η Μυρτώ δεν μπορούσε να το πιστέψει.

<Τότε γιατί έβγαζες τόση κακία; Θυμάμαι μέχρι τα πέντε μας χρόνια ήμασταν όλη μέρα μαζί.> της είπε εκείνη και προσπαθούσε να καταλάβει τι έκρυβε η Χριστίνα.

<Από μικρή θυμάμαι ότι η μαμά μου έλεγε συνέχεια πόσο τέλεια κόρη ήσουν. Δεν έκανες φασαρία, δεν είχες προκαλέσει καμία ζημιά και γενικά ήσουν το παιδί αγγελούδι. Με λίγα λόγια, δεν είχες καμία σχέση με εμένα. Και άκουγα τη μαμά μου να λέει "δεν μπορείς για είσαι και εσύ ήσυχη σαν την ξαδέλφη σου" ή όταν αρχίσαμε το σχολείο μου έλεγε "η Μυρτώ είναι πολύ καλή μαθήτρια και πρέπει να γίνεις σαν και εκείνη". Ένιωθα ότι εγώ δεν έκανα τίποτα καλά και δεν ήμουν άξια σε τίποτα. Και έτσι προσπαθούσα να σε μειώνω για να δεις πως ένιωθα εγώ. Το ξέρω πλέον ότι έκανα τεράστιο λάθος αλλά μόνο έτσι μπορούσα να επιβιώσω. Το λιγότερο που σου οφείλω είναι μία συγγνώμη και ελπίσω κάποια στιγμή να με συγχωρέσεις.> εξήγησε η Χριστίνα με απογοήτευση για τον εαυτό της.

<Χριστίνα δεν είχα ιδέα. Θυμάμαι εγώ να σε θαυμάζω για την ομορφιά σου και το ωραίο ντύσιμο σου και πραγματικά ήθελα να μπορώ να έχω τη δική σου αυτοπεποίθηση. Αν ήξερα τι σκεφτόσουν τότε δεν θα είχαμε φτάσει σε αυτό το σημείο σήμερα.> της είπε και την αγκάλιασε σφικτά.

<Εγώ φταίω για όλα. Χάλασα τα παιδικά σου χρόνια για μία βλακεία.> είπε η ξαδέλφη της και δάκρυσε. <Μακάρι να μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω.> 

<Όλα για κάποιο λόγο γίνονται. Έτσι δε λένε; Μπορούσε να κάνουμε μία νέα αρχή, αν το θέλεις και εσύ.> της ζήτησε και η Χριστίνα χωρίς να το σκεφτεί ούτε δευτερόλεπτο, δέχτηκε. <Μόνο που θέλω να σου κάνω μία ερώτηση. Γιατί τώρα; Ήξερες που μπορούσες να με βρεις και εσύ επέλεξες να μου εξηγήσεις τώρα.> την ρώτησε και περίμενε την απάντηση της. 

Η Χριστίνα την κοίταξε με ένα περίεργο και απροσδιόριστο βλέμμα. Φοβήθηκε για να την απάντηση που θα άκουγε αλλά δεν θα μετάνιωνε ποτέ την ερώτηση της. Η Χριστίνα πήρε μία βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να αποκαλύψει το μυστικό της. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top