~13~
<Μυρτώ.!> αναφώνησε σοκαρισμένος και έδιωξε από πάνω του την Βάσω. Σκέπασαν τα γυμνά του κορμιά με το σεντόνι και ο Κοσμάς σηκώθηκε όρθιος ενώ η Βάσω βολευόταν καλύτερα στο κρεβάτι. <Δεν είχες πει ότι θα έρθεις το απόγευμα; Γιατί ήρθες νωρίτερα;> ρώτησε αυτό που τον ενδιέφερε περισσότερο.
<Αυτός έχεις να ρωτήσεις; Έρχομαι σπίτι μας και σε βλέπω με αυτή να βγάζετε τα μάτια σας στο κρεβάτι μας και εσύ ρωτάς εμένα γιατί επέστεψα νωρίτερα;> είπε και η φωνή της όσο πήγαινε και δυνάμωνε.
<Αν είχες έρθει το απόγευμα όπως μου είπες δεν θα μας έβλεπες εδώ.> είπε την πιο λογική απάντησε για εκείνον.
<Σοβαρά τώρα; Αντί να προσπαθήσεις να με κάνεις να σε συγχωρήσω μου λες ότι φταίω που σας έπιασα στο κρεβάτι μας;> είπε. Ήθελε να φωνάξει και να ξεσπάσει όλη την ένταση που είχε μέσα της αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τον εαυτό της. Πήρε μία βαθιά ανάσα και τον κοίταξε στα μάτια. <Φεύγω για να σας αφήσω να συνεχίσετε. Αύριο το πρωί θα έρθω να μαζέψω τα πράγματα μου και εσύ δεν θα είσαι εδώ. Έτσι και σε δω μπροστά μου δεν ξέρω τι θα κάνω για αυτό φρόντισε να λείπεις.> είπε όσο πιο ήρεμα μπορούσε και βγήκε από το σπίτι σαν κυρία.
Δεν ήξερε που να πάει και τι θα κάνει από εδώ και πέρα. Η μόνη λύση ήταν να επιστρέψει στο πατρικό της. Πήγε λοιπόν σε ένα κατάστημα επίπλων και παρήγγειλε ένα κρεβάτι και ένα γραφείο για το δωμάτιο της αφού όλα τα έπιπλα τα είχε μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη. Μετά αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στο κέντρο. Νόμιζε ότι αν πήγαινε σε κλειστό χώρο δεν θα μπορούσε να πάρει ανάσα. Επομένως δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από μία βόλτα στην Ερμού.
Μετά από λίγη ώρα χτύπησε το κινητό της και είδε ότι την καλούσε η μαμά της. Ήταν η καθιερωμένη ώρα που έπρεπε να μιλήσουν στο τηλέφωνο.
<Έλα μαμά μου, τι κάνεις;> της είπε μόλις αποδέχτηκε την κλήση.
<Κοριτσάκι μου όμορφο, καλά είμαι και εγώ και ο πατέρας σου. Εσύ πες μας τι κάνεις;> της είπε εκείνη.
<Καλά είμαι και εγώ. Θα σου πω κάτι αλλά δεν θέλω σε καμία περίπτωση να τα παρατήσεις και να έρθεις Αθήνα, εντάξει;> την ρώτησε και μόλις πήρε τη θετική απάντηση από τη μητέρα της ξεκίνησε να της λέει για τον χωρισμό της. <Μόλις χώρισα με τον Κοσμά και θα πάω να μείνω στο σπίτι μας. Παρήγγειλα και κρεβάτι για το δωμάτιο μου και μου είπαν ότι θα έρθει όσο πιο γρήγορα γίνεται.> της είπε και περίμενε την αντίδραση της.
<Τι ευχάριστα νέα είναι αυτά Μυρτώ μου. Ποτέ δεν τον συμπάθησα αυτόν. Καλά έκανες και τον χώρισες. Δεν ήταν για εσένα. Θέλεις να έρθω για να σε βοηθήσω με το σπίτι;> της είπε χαρούμενη και η Μυρτώ έμεινε με το ακουστικό στο χέρι. Δεν περίμενε ότι η μητέρα της θα δείξει τόση χαρά με τον χωρισμό.
<Όχι μαμά, σου είπα δεν χρειάζεται να έρθεις. Έχω πει στον Άκη να έρθει για βοήθεια. Το απόγευμα θα βρεθούμε στο σπίτι.> της είπε. Δεν θα την άφηνε σε καμία περίπτωση να κατέβει Αθήνα. Όσο και να αγαπούσε τη μαμά της, της ήταν δύσκολο να μένει μαζί της σε αυτή τη φάση της ζωής της. Είχε μπει σε μία περίοδο ανεξαρτησίας και της άρεσε η ιδέα να μένει μόνη της σε ένα ολόκληρο σπίτι.
<Καλά κορίτσι μου. Ότι θέλεις πάντως με παίρνεις τηλέφωνο και έρχομαι αμέσως. Δεν μου λες, τι σου έκανε αυτός και τον χώρισες;> την ρώτησε καθώς η περιέργεια της είχε χτυπήσει κόκκινο.
<Με απάτησε.> της απάντησε και από την άλλη γραμμή επικράτησε σιωπή. <Μαμά μου, μόλις σταμάτησα ένα ταξί και πάω σπίτι να αρχίσω τις δουλειές. Μιλάμε κάποια άλλη στιγμή. Φιλάκια και στο μπαμπά.> της είπε γρήγορα γρήγορα. Δεν ήθελε να αρχίσουν καμία συζήτηση σχετικά με τον λόγο που χώρισε το μέχρι πριν λίγες ώρες αγόρι της.
<Εντάξει Μυρτώ μου. Να προσέχεις.> της απάντησε η μητέρα της και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Μετά από περίπου μισή ώρα έφτασε στο πατρικό της αλλά πριν μπει στο σπίτι, έκανε μία στάση στο σουπερμάρκετ της γειτονιάς για να αγοράσει καθαριστικά και μερικά τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.
<Καλά κατάλαβα ότι είσαι εσύ. Πως από τη γειτονία μας;> άκουσε την φωνή του και πήρε τα μάτια της από τα σαμπουάν και γύρισε να τον κοιτάξει.
<Γεια σου Άρη.> είπε ξαναγύρισε μπροστά της. Ήταν ανάμεσα σε δύο σαμπουάν αλλά δεν μπορούσε να διαλέξει ποιο να πάρει.
<Μυρτώ τι κάνεις εδώ;> την ρώτησε αφού το σπίτι της ήταν χιλιόμετρα μακριά.
<Ψωνίζω.> απάντησε το αυτονόητο εκνευρίζοντας λιγάκι τον Άρη.
<Θα μου πεις τι έγινε ή θα γίνουμε ρεζίλι σε όλο το σουπερμάρκετ;> την ρώτησε φαινομενικά ήρεμα. Η Μυρτώ διάλεξε το σαμπουάν με άρωμα βανίλια και κατευθύνθηκε προς το ταμεία αφού το καλάθι της ήταν γεμάτο με αυτά που χρειαζόταν. <Μυρτώ, η υπομονή μου αρχίζει να τελειώνει. Θα μου πεις;> είπε και την ακολούθησε. Η μόνη απάντηση που πήρε ήταν ένα άγριο βλέμμα από την κοπέλα που τον έκανε να σωπάσει τουλάχιστον μέχρι να φύγουν από εκεί.
Πλήρωσαν και οι δύο και ξεκίνησαν να περπατάνε. Βασικά η Μυρτώ κατευθυνόταν προς το σπίτι της και ο Άρης την ακολουθούσε σαν πιστό σκυλάκι. Λίγο πριν φτάσουν η Μυρτώ σταμάτησε και γύρισε δεξιά της για να αντικρίσει τον Άρη στα μάτια.
<Γιατί με ακολουθήσεις; Το σπίτι σου ήταν στο προηγούμενο στενό.> του είπε με αγανάκτηση.
<Δεν θα σε αφήσω μέχρι να μου πεις τι κάνεις εδώ και δεν είσαι σπίτι σου με τον φλώρο σου.> της απάντησε με ειλικρίνεια και της χαμογέλασε. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα να κοιτάει τα γαλανά του μάτια και το υπέροχο χαμόγελο του αλλά γρήγορα βρήκε και πάλι την αυτοκυριαρχία της.
<Μετακομίζω εδώ.> απάντησε χωρίς κανένα συναίσθημα.
<Με τον φλώρο;> ρώτησε αγανακτισμένος ο Άρης. Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελε να μένει στην ίδια γειτονιά με τον Κοσμά. Εξάλλου, αν μείνουν εδώ μαζί δεν θα μπορεί να βλέπει ελεύθερα την Μυρτώ.
<Όχι, μόνη μου.> απάντησε και αμέσως ένα αστραφτερό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του Άρη.
<Χωρίσατε;> ρώτησε χωρίς να κρύψει την χαρά του ούτε στο ελάχιστο.
<Ναι. Τώρα αν δεν σε πειράζει έχω δουλείες να κάνω. Αντίο Άρη.> του είπε και απομακρύνθηκε από κοντά του αφήνοντας τον να την κοιτάει με μάτια που λάμπουν από χαρά και ελπίδα.
Έφτασε έξω από το σπίτι της και είδε τον Άκη να την περιμένει έξω από την πόρτα. Πήγε κοντά του και τον χαιρέτησε όσο πιο χαρούμενα μπορούσε.
<Τι έγινε και μου είπες να τσακιστώ να έρθω εδώ;> την ρώτησε ο Άκης αφού στο τηλέφωνο δεν του έδωσε ούτε μία μικρή λεπτομέρεια.
<Πριν λίγες ώρες έπιασα τον Κοσμά να με απατάει στο ίδιο μας το κρεβάτι και θέλω βοήθεια για να καθαρίσουμε το σπίτι και να έρθω να μείνω εδώ μόνιμα.> του απάντησε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού. Ο Άκης είχε μείνει ακίνητος από το σοκ και τις πολλές πληροφορίες.
<Εγώ μπάνια δεν κάνω στο λέω από τώρα.> της είπε και αμέσως ξέσπασαν και οι δύο στα γέλια με το ύφος του. Ήξερε ότι δεν ήθελε να το συζητήσουν εκείνη τη στιγμή οπότε θα περίμενε μέχρι να νιώσει εκείνη έτοιμη να του μιλήσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top