~11~
Την επόμενη μέρα ξύπνησε στο κρεβάτι της αλλά χωρίς τον Κοσμά δίπλα της. Κοίταξε το ρολόι και είδε ότι ήταν 8 το πρωί. Σχολή είχαν νωρίς το μεσημέρι αλλά αποφάσισε ότι δεν θα πήγαινε για να κάνει έκπληξη στο αγόρι της και να περάσουν την μέρα μαζί.
Σηκώθηκε και πήγε να βρει τον Κοσμά για να του πει τα σχέδια της για την σημερινή μέρα. Έψαξε σε όλο το σπίτι αλλά το αγόρι ήταν εξαφανισμένο. Που μπορεί να είχε πάει από τόσο νωρίς το πρωί; Ποτέ δεν ήταν του πρωινού ξυπνήματος και της φάνηκε περίεργο που έλλειπε. Του έστειλε μήνυμα ρωτώντας τον που είναι αλλά δεν πήρε απάντηση. Μετά από λίγα λεπτά αποφάσισε να τον πάρει τηλέφωνο και διαπίστωσε ότι το είχε ξεχάσει σπίτι. Αναστέναξε δυνατά και το αίσθημα της ανησυχίας την είχε κατακλίσει.
Πέρασαν οι ώρες και για να απασχολήσει το μυαλό της και να μην σκέφτεται ότι κάτι του έχει συμβεί, καθάρισε όλο το σπίτι και τώρα έλαμπε από καθαριότητα. Όταν τελείωσε κάθισε στον καναπέ για να ξεκουραστεί. Δεν πέρασαν πάνω από πέντε λεπτά και η πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε και έκανε την εμφάνιση του ο Κοσμάς. Η Μυρτώ πετάχτηκε όρθια και αμέσως κλείστηκε στην αγκαλιά του.
<Κοσμά μου. Είσαι καλά. Δεν ξέρεις πόσο ανησύχησα. Είχες ξεχάσει εδώ το κινητό σου και δεν ήξερα που ήσουν. Μην μου το ξανακάνεις αυτό, σε παρακαλώ.> του είπε και του έδινε πολλά μικρά φιλάκια στα χείλη.
<Εντάξει Μυρτώ, καλά είμαι.> είπε και την έσπρωξε από πάνω του. <Έχει ζεστό νερό; Θέλω να κάνω ένα μπάνιο.> ρώτησε.
<Έχει ναι.> απάντησε λίγο απογοητευμένη. Εκείνος πήγε αμέσως στο μπάνιο και η Μυρτώ πήγε να τον περιμένει στην κρεβατοκάμαρα. Μπορεί να είχαν χάσει όλη την ημέρα αλλά σήμερα ήταν Παρασκευή και κανείς δεν τους απαγόρευε να βγουν βράδυ και να διασκεδάσουν. Ο Κοσμάς μπήκε στο δωμάτιο με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του και χωρίς να της δώσει καμία σημασία, πήγε στην ντουλάπα και έβγαλε ένα μαύρο πουκάμισο και ένα τζιν παντελόνι.
<Αχ Κοσμά στο μέσα στο μυαλό μου είσαι. Και εγώ σκεφτόμουν να βγούμε σήμερα. Που λες να πάμε;> τον ρώτησε και πήγε και εκείνη στην ντουλάπα για να διαλέξει το φόρεμα που θα έβαζε.
<Εγώ θα βγω. Εσύ δεν ξέρω τι θα κάνεις.> της είπε απότομα και ξεκίνησε να ντύνεται.
<Τι εννοείς; Δεν θα βγούμε μαζί;> ρώτησε σοκαρισμένη από την προηγούμενη απάντηση του.
<Όχι Μυρτώ δε θα βγούμε μαζί. Εμένα με περιμένουν τα παιδιά και δεν θέλω να αργήσω. Εσύ κάνεις πενήντα ώρες να ετοιμαστείς.> της απάντησε αδιάφορα.
<Ετοιμάζομαι γρήγορα και το ξέρεις. Αλλά δεν μπορούσες να βρει καλύτερη δικαιολογία και είπες αυτή τη μπούρδα. Σε περιμένω από το πρωί για να περάσουμε μαζί την μέρα σαν ζευγάρι αλλά εσύ όχι μόνο λείπεις τόσες ώρες από το σπίτι αλλά έχεις ξεχάσει και το κινητό σου. Δεν μετά έρχεσαι και μου λες ότι θα βγεις με τα παιδιά και εγώ δεν είμαι ευπρόσδεκτη. Κοσμά τι συμβαίνει;> άρχισε να φωνάζει και κούναγε τα χέρια της στον αέρα.
<Είσαι υπερβολική. Πρέπει να φύγω. Θα τα πούμε μετά.> ήταν το μόνο που της είπε και σε δευτερόλεπτα είχε φύγει από το σπίτι. Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ, η Μυρτώ αποκοιμήθηκε με τα δάκρυα να στεγνώνουν πάνω στα μάγουλα της.
Το πρωί που ξύπνησε είδε τον Κοσμά να κοιμάται δίπλα της και να μουρμουράει κάτι. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε και δεν κάθισε να ασχοληθεί παραπάνω. Ετοιμάστηκε και ξεκίνησε για να συναντηθεί με τον Άρη στο πατρικό της. Μόλις έφτασε, άνοιξε όλα τα παράθυρα για να μπει φως και να φύγει λίγο η μυρωδιά της κλεισούρας. Μετά από λίγα λεπτά άκουσε έναν χτύπο στην πόρτα και πήγε να ανοίξει. Μπροστά της εμφανίστηκε ένας χαμογελαστός Άρης κρατώντας στο ένα χέρι καφέδες και στο άλλο μία σακούλα από το φούρνο της γειτονιάς.
<Καλημέρα. Έφερα πρωινό. Ελπίζω να μην έχεις φάει. Πάρε, γλυκός είναι. Δεν ήξερα πως πίνεις τον καφέ σου και είπα να αυτοσχεδιάσω.> είπε χαρούμενος και της έδωσε τον έναν από τους δύο καφέδες και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο που υπέθεσε ότι ήταν η κουζίνα. <Μπίνγκο!> αναφώνησε μόλις μπήκε στο σωστό δωμάτιο.
<Καλημέρα. Τον πέτυχες τον καφέ. Ευχαριστώ.> είπε Μυρτώ και τον ακολούθησε στην κουζίνα. Κοίταξε την σακούλα με τα φαγητά και της ήρθε μία πολύ ευχάριστη μυρωδιά. <Μμμ, μην μου πεις ότι είναι από τον φούρνο της κυρίας Μαρίας;> ρώτησε για να επιβεβαιώσει τις υποψίες της.
<Από που αλλού. Είναι ο καλύτερος.> είπε και η Μυρτώ χτύπησε παλαμάκια από τη χαρά της. Πήρε ο καθένας από μία τυρόπιτα και ξεκίνησαν να τρώνε.
<Δεν σε είδα εχτές στη σχολή.> σχολίασε κάποια στιγμή ο Άρης.
<Δεν πήγα.> απάντησε εκείνη χωρίς να κρύψει τη στενοχώρια της για να γεγονότα της χτεσινής μέρας.
<Θα σου δώσω εγώ της σημειώσεις μην ανησυχείς.> της είπε. Κατάλαβε ότι κάτι την απασχολούσε και δεν ήθελε να την φέρει σε δύσκολη θέση με το να την ρωτήσει.
<Ευχαριστώ.> είπε χαρίζοντας του ένα χαμόγελο.
<Μυρτώ, θέλω να μιλήσουμε για...> ξεκίνησε να λέει αλλά τον διέκοψε ο ήχος μηνύματος από το κινητό της Μυρτούς. <Απάντησε το. Μπορώ να περιμένω.> της είπε αφού είδα τα μάτια της να έχουν κολλήσει στην οθόνη του τηλεφώνου. Εκείνη έπιασε το κινητό και μπήκε στα μηνύματα μόνο και μόνο για να στενοχωρηθεί ακόμα περισσότερο.
"Θα αργήσεις;" της είχε στείλει ο Κοσμάς. Δεν ρώτησε ούτε που ήταν ούτε αν ήταν καλά. Απογοητεύτηκε με τη συμπεριφορά του ακόμα περισσότερο αλλά προσπάθησε να κρατήσει ανέκφραστο το πρόσωπο της για να μην το δει ο Άρης.
"Το απόγευμα θα είμαι σπίτι." απάντησε και άφησε το κινητό πάνω στο τραπέζι. Δεν ήξερε αν ένοιωθε θυμό, εκνευρισμό, απογοήτευση ή θλίψη.
<Συγγνώμη για αυτό. Μπορείς να συνεχίσεις.> είπε στον Άρη και ένωσε το βλέμμα της με το δικό του. Καφέ στο μπλε.
<Ναι, ήθελα να μιλήσουμε για τότε. Να ακούσεις τη δική μου οπτική της ιστορίας.> της ζήτησε. Δεν θα έλεγε κάτι αν εκείνη δεν δεχόταν να ακούσει αλλά ήθελε πραγματικά να της πεις τι είχε συμβεί και της συμπεριφερόταν τόσο σκληρά.
<Τόσα χρόνια προσπαθούσα να καταλάβω τι είχα κάνει λάθος και όλοι σας ήσασταν τόσο σκληροί μαζί μου. Από την ξαδέλφη μου το περίμενα. Έτσι και αλλιώς από τα πέντε μας χρόνια και μετά είχε βάλει στόχο να που ρίξει την ψυχολογία και την αυτοπεποίθηση. Αλλά από εσένα δεν το περίμενα. Για αυτό θα ήθελα πολύ να ακούσω τη δική σου εκδοχή και να κλείσω μια για πάντα το κεφάλαιο του παρελθόντος.> του είπε.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top