~10~

Ξύπνησε από το δυνατό φως του ήλιου. Έκανε να αλλάξει πλευρό αλλά βρέθηκε ξαπλωμένη στο πάτωμα βγάζοντας μία πνιχτή κραυγή. Άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε αντιμέτωπη με το δυνατό φως που έμπαινε από την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Δεν είχε καταλάβει ότι την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ. Σηκώθηκε από το πάτωμα και έτριψε λίγο το σημείο που πόναγε από την πτώση. Τα βήματα της την οδήγησαν στο μπάνιου όπου μπήκε για την πρωινή της ρουτίνα. Ξαφνικά αναρωτήθηκε που ήταν ο Κοσμάς. Άραγε θα την είχε δει ότι κοιμόταν στον καναπέ; Και αν την είχε δει γιατί δεν την ξύπνησε για να ξαπλώσουν μαζί στο κρεβάτι;

Μπήκε στην κρεβατοκάμαρα και το πρώτο που είδε ήταν ο Κοσμάς να κοιμάται στο κρεβάτι και να έχει απλωθεί σαν χταπόδι. Από ότι φαίνεται τον βόλεψε που δεν κοιμήθηκε δίπλα του. Ντύθηκε γρήγορα και είδε ότι ήταν αρκετά πρωί. Έφυγε από το διαμέρισμα και πήγε να πάρει κάτι να φάει από έναν φούρνο εκεί κοντά. Κάθισε στο πάρκο της γειτονιάς για να απολαύσει το ζεστό πεϊνιρλί και τον χυμό που πήρε πριν λίγο. 

Όταν πέρασε λίγο η ώρα ξεκίνησε για να πάει στη σχολή. Είχε αρκετή ώρα μπροστά της και δεν χρειαζόταν να βιαστεί. Μόλις μπήκε στην αίθουσα την βρήκε σχεδόν άδεια. Εντόπισε αμέσως τον Άρη που την κοιτούσε από την στιγμή που φάνηκε στο οπτικό του πεδίο. Της έκανε νόημα να κάτσει δίπλα του αλλά εκείνη τον αγνόησε και κάθισε κάπου αλλού σχετικά μακριά του. Ο Άρης την παρακολουθούσε με απογοήτευση στο βλέμμα του αλλά δεν θα το έβαζε κάτω. Είχε κάνει πολλά στο παρελθόν και τώρα είχε την ευκαιρία να επανορθώσει. 

<Καλημέρα.> της είπε χαμογελαστός και κάθισε στην καρέκλα δίπλα της. <Σου είχα κρατήσει θέση δίπλα μου αλλά τελικά είναι καλύτερα από εδώ. Σωστή επιλογή.> είπε και έβγαλε το τετράδιο του για σημειώσεις. <Τι κάνεις;> την ρώτησε.

<Καλά είμαι.> του είπε τυπικά. Μπορεί να έδειχνε ότι την δυσαρεστούσε η παρουσία του δίπλα της αλλά μέσα της χαιρόταν πάρα πολύ που της μίλαγε. Συνέχισαν να μιλάνε για λίγο ακόμα αλλά η Μυρτώ κάποια στιγμή σταμάτησε την πρόταση της στη μέση και κόλλησε το βλέμμα της στα άτομα που μπήκαν εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα. Ο Άρης κοίταξε και αυτός αυτό που έκανε την Μυρτώ να χάσει το χρώμα της και μόλις κατάλαβε τι είδε νευρίασε.

<Αυτός δεν είναι ο...> είπε με θυμό.

<Ναι αυτός είναι. Με την καινούρια του φίλη.> απάντησε η Μυρτώ και χαμογέλασε θλιμμένα.

<Αν δεν εκτιμάει αυτό που έχει δίπλα του αυτός χάνει.> της είπε και η κουβέντα τους τελείωσε εκεί. 

Ο Κοσμάς μαζί με τη Βάσω πέρασαν από δίπλα τους γελώντας. Το αγόρι έριξε μία αδιάφορη ματιά στη Μυρτώ και συνέχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά για τις πίσω θέσεις μαζί την νέα του φίλη. Η Μυρτώ κατάλαβε ότι σιγά σιγά τον έχανε από κοντά της αλλά δεν την πονούσε τόσο όσο πίστευε. 

<Μυρτώ, θα ήθελα όποτε μπορέσεις να βρεθούμε να μιλήσουμε. Πιστεύω ότι έχουμε πολλά να πούμε. Και για τότε αλλά και για τώρα.> της είπε ο Άρης και εκείνη συμφώνησε με ένα κούνημα του κεφαλιού. Δεν ήταν απόλυτα σίγουρη ότι ήθελε να μάθει για τότε αλλά έπρεπε να μιλήσουν για να κλείσει μία και καλή αυτό το κεφάλαιο της ζωής της. 

Είχαν μόνο ένα μάθημα και για αυτό όταν τελείωσε η Μυρτώ μάζεψε γρήγορα τα πράγματα της και σηκώθηκε για να φύγει. Ένα χέρι όμως δεν την άφησε να κάνει άλλο βήμα.

<Θέλεις να πάμε για έναν καφέ να μιλήσουμε;> της είπε ο Άρης με την ελπίδα να δεχτεί.

<Δεν μπορώ. Πρέπει να πάω σπίτι.> του απάντησε και πήγε να φύγει αλλά πάλι τη εμπόδισε.

<Θέλεις να σε πάω εγώ;> την ρώτησε.

<Όχι δεν χρειάζεται.> αρνήθηκε αμέσως.

<Πότε θα συναντηθούμε;> την ρώτησε και πάλι και η Μυρτώ ξεφύσησε δυνατά. 

<Σάββατο πρωί στις 10 στο πατρικό μου. Τώρα πρέπει να φύγω. Τα λέμε.> του είπε γρήγορα και αυτή τη φορά δεν την σταμάτησε από το να φύγει όσο και ήθελε να την έχει δίπλα του.

Η Μυρτώ έφτασε στο διαμέρισμα της και ξεκίνησε να μαγειρεύει για εκείνη και τον Κοσμά. Ήθελε να του δείξει ότι τον νοιάζεται και τον αγαπάει ακόμα. Μπορεί να είχαν απομακρυνθεί τις τελευταίες μέρες αλλά όλα μπορούν να διορθωθούν.

Τελείωσε το φαγητό και κάθισε να τον περιμένει στο σαλόνι. Ήταν αργά το βράδυ όταν άκουσε κλειδιά στην πόρτα. Είχαν περάσει τουλάχιστον 5 ώρες από τότε που το φαγητό ήταν έτοιμο και αναγκάστηκε να φάει μόνη της αφού πείναγε πολύ.

<Που ήσουν;> τον ρώτησε με θυμό.

<Δεν κοιμάσαι;> ήταν η πρώτη του ερώτηση μόλις την είδε. Συνήθως τέτοια ώρα ήταν στο δεύτερο όνειρο και δεν περίμενε να την δει όρθια και να τον περιμένει.

<Που ήσουν;> ξαναρώτησε αγνοώντας την ερώτηση του. Θα τον βόλευε αν κοιμόταν αλλά για κακή του τύχη ήταν ξύπνια.

<Με τα παιδιά.> απάντησε αόριστα και ξεκίνησε να βγάζει τα ρούχα του για να βάλει πιτζάμες και να κοιμηθεί.

<Με τα παιδιά; Και δεν μπορούσες να με ενημερώσεις; Είχα μαγειρέψει το αγαπημένο σου φαγητό για να σε περιποιηθώ και εσύ γυρίζεις τα μεσάνυχτα και συμπεριφέρεσαι λες και δεν έγινε τίποτα;> του φώναξε. Είχε πολλά νεύρα. Κάτι έχει αλλάξει αλλά δεν μπορεί να καταλάβει ακόμα τι. 

<Ηρέμησε. Θα φάμε αύριο το φαγητό δεν έγινε και κάτι.> της είπε χαλαρός κάνοντας την ακόμα πιο έξαλλη.

<Νομίζεις ότι το πρόβλημα μου είναι το φαγητό.> του φώναξε και τον πλησίασε. <Βλέπεις ότι έχουμε απομακρυνθεί και προσπαθώ να γίνουμε όπως και πριν, αγαπημένοι. Αλλά εσύ ήσουν μέχρι τέτοια ώρα με τα παιδία και δεν σκέφτηκες να με πάρεις ένα τηλέφωνο. Ανησύχησα αλλά εσένα δεν σε ένοιαξε τι κάνω εγώ.> του είπε και όταν έφτασε κοντά του σταμάτησε απότομα. Το βλέμμα της σταμάτησε στον γιακά από το πουκάμισο που φορούσε. Αντί να ήταν όλο γαλάζιο όπως και το υπόλοιπο σε ένα σημείο είχε ένα μικρό κόκκινο σημάδι από κραγιόν. Η Μυρτώ εκείνη τη στιγμή τα έχασα. Ήθελε να φωνάξει και να κάνει χαμό αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει ούτε μία λέξη από το σοκ. Έφυγε αμέσως από κοντά του και πήγε στην κουζίνα για να πιεί ένα ποτήρι νερό και να ηρεμίσει. Ο Κοσμάς ξάπλωσε χαλαρός στο κρεβάτι και σιγά σιγά τον πήρε ο ύπνος. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top