Κεφάλαιο 8ο - Ρικάρντο

Τελικά μας οδήγησα στο αγαπημένο μου μέρος, στο πάρκο Βαλεντίνο, ακριβώς πριν την γέφυρα Ουμπέρτο I. Αυτό είναι το αγαπημένο μου μέρος στο Μονκαλιέρι και πάντα έρχομαι εδώ όταν θέλω να μείνω μόνη μου ή όταν θέλω να ηρεμήσω και να σκεφτώ. Πρώτη φορά έφερνα κάποιον μαζί μου εδώ, αφού ούτε με την Μαρία δεν είχα έρθει ποτέ, παρόλο που μόνο εκείνη γνώριζε το κρυφό μου αγαπημένο μέρος.

Κατέβηκα από τη μηχανή και άφησα το κράνος μου πάνω της. Το ίδιο έκανε και ο Κάνε, και με ακολούθησε όταν έκατσα στο γρασίδι. Έβγαλε ένα τσιγάρο από τη τσέπη του και το άναψε. Έμεινε σιωπηλός όση ώρα το κάπνιζε, κι εγώ είχα ξαπλώσει πλέον στο γρασίδι και κοιτούσα τον έναστρο ουρανό. Ξεφύσηξα δυνατά εκνευρισμένη που δεν μου μιλούσε. Όχι ότι εγώ είχα να του πω κάτι, όμως εκείνος αποφάσισε να με πάρει από πίσω. Δεν μπορούσε τώρα να κάθεται αδιάφορος δίπλα μου και να καπνίζει ανενόχλητος, ενώ εγώ περιμένω να μου πει κάτι.

Είχε περάσει αρκετή ώρα και αυτός είχε ήδη καπνίσει πέντε τσιγάρα. Ναι, τα μέτρησα όλα ένα προς ένα, αφού δεν είχα τι άλλο να κάνω, μιας που ο κύριος ΔεΒγάζωΜιλιά δε μου είχε μιλήσει ακόμη. Γύρισα προς το μέρος του και τον κοίταξα με ένα δολοφονικό βλέμμα, εκνευρισμένη από τη συμπεριφορά του. Το μοναδικό που έκανε ήταν να χαμογελάσει πλατιά και με εξόργισε περισσότερο. Ήταν τόσο ωραίος και όταν χαμογελούσε, γινόταν απλά ακαταμάχητος. Ήταν καστανός και αρκετά ψηλός και γεροδεμένος. Σίγουρα θα ήταν γύρω στα είκοσι, ενώ εγώ είχα πει ψέματα πως ήμουν δεκαοκτώ. Ήμουν σίγουρη πως μόλις του έλεγα την πραγματική μου ηλικία θα έφευγε τρέχοντας από δίπλα μου.

Όπως ο Αντριάνο μόλις του είπες πως είσαι παρθένα! μου έκανε επίθεση το υποσυνείδητό μου και εγώ αναστέναξα στεναχωρημένη.

"Είσαι καλά;" με ρώτησε με απορία ο Κάνε και εγώ γύρισα να τον κοιτάξω στα μάτια.

"Νόμιζα πως ήπιες το αμίλητο νερό. Τι έγινε και μου μιλάς ξαφνικά; Μας θυμήθηκες;" ρώτησα εγώ ειρωνικά και αυτός χαμογέλασε.

"Νόμιζα πως δεν ήθελες την παρέα μου, αλλιώς θα μου είχες μιλήσει πρώτη από τη στιγμή που ήρθαμε." μου απάντησε εκείνος και είχε ένα δίκιο σε αυτό που έλεγε.

"Ναι, όμως εσύ προσφέρθηκες να έρθεις, δε σε κάλεσα εγώ. Άρα εσύ έπρεπε να μου μιλήσεις πρώτος." του ανταπάντησα εγώ και αυτός μου χαμογέλασε αυτάρεσκα.

"Νομίζω πως αυτό έκανα. Εγώ σου μίλησα πρώτος και εσύ με αποπήρες." γέλασε εκείνος και αφού συνειδητοποίησα πως είχε δίκιο, γέλασα κι εγώ μαζί του.

"Είσαι καλά;" ήθελε να μάθει ειλικρινά, όμως δεν ήξερα τι να του απαντήσω.

"Θα 'πρεπε να 'μαι." αρκέστηκα να πω και ξεφύσηξα δυνατά.

Δεν είχα ούτε εγώ η ίδια ιδέα τι ακριβώς είχα.

"Γιατί θα 'πρεπε;" με ρώτησε με έναν τόνο που έδειχνε ενδιαφέρον και με έκανε αυτόματα να χαμογελάσω.

"Σήμερα πραγματοποιήθηκε ένα όνειρό μου!" είπα ενώ έβρισκα πάλι τον ενθουσιασμό μου και γύρισα να τον κοιτάξω χαμογελώντας.

"Δεν ήξερα πως ήταν όνειρό σου το να με γνωρίσεις. Αν μου το 'χε πει ο Λουίτζι, θα το είχαμε κανονίσει από καιρό!" είπε εκείνος παιχνιδιάρικα και με παρέσυρε σε δυνατά γέλια.

"Τόσο μετριόφρων είσαι πάντα;" τον ρώτησα ενώ ακόμα γελούσα.

"Όταν μου δίνει θάρρος το κοινό μου, γίνομαι χειρότερος!" γέλασε εκείνος και μου έκλεισε το μάτι, ενώ ένα νέο κύμα γέλιου μας παρέσυρε και τους δύο.

"Είσαι ψώνιο!" γέλασα δυνατά και εκείνος πήρε ένα αθώο ύφος.

"Πως σου πέρασε από το μυαλό τέτοιο πράμα;" είπε θεατρινίστικα ενώ ακούμπησε τα χέρια του στη καρδιά του σαν να τον πλήγωσα με τα λόγια μου.

Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Η ματιά μου έγινε θολή, και δάκρυα έρεαν από τα μάτια μου από τα πολλά γέλια. Μας πήρε μία στιγμή μέχρι να συνέλθουμε.

"Σε ευχαριστώ!" είπα ενώ σκούπισα τα δάκρυά μου.

"Στη διάθεσή σου, όποτε με χρειαστείς!" είπε εκείνος και του χάρισα ένα μεγάλο χαμόγελο.

"Ρικάρντο." είπε και μου έδωσε το χέρι του για να ξανασυστηθούμε.

"Μαρτίνα." χαμογέλασα στην πράξη του και του έδωσα κι εγώ το χέρι μου.

"Γοητευμένος!" είπε πάλι θεατρινίστικα κι εγώ τον σκούντηξα με τον αγκώνα μου για να σταματήσει.

Έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Πήρε το σοβαρό του ύφος και γύρισε να με κοιτάξει.

"Ποιο όνειρό σου πραγματοποιήθηκε σήμερα;" ήθελε να μάθει και εγώ χαμογέλασα.

"Το να τρέξω σε αγώνες με μηχανή!" είπα ενθουσιασμένη κι εκείνος γέλασε.

"Είχα χρόνια να δω αυτή τη φλόγα μέσα σε κάποιον για τους αγώνες. Και πίστεψέ με, δεν πίστευα ποτέ πως θα την έβλεπα στα μάτια κάποιας κοπέλας." απάντησε εκείνος και ρούφηξε άλλη μία τζούρα από το τσιγάρο του.

"Γιατί; Μη μου πεις πως είσαι κι εσύ μισογύνης και πιστεύεις πως οι γυναίκες δεν μπορούν να τρέξουν!" ήθελα να τον ρωτήσω όμως τα λόγια μου φάνηκαν περισσότερο σαν κατηγορία παρά σαν ερώτηση.

"Θες την αλήθεια;" με ρώτησε και έγνεψα καταφατικά.

"Με εξιτάρει το να βλέπω κάποια ωραία γυναίκα να τρέχει. Οι μηχανές είναι η μία αγάπη μου ενώ οι γυναίκες η άλλη, φαντάσου όταν ενώνεις αυτά τα δύο. Παράδεισος!" αναφώνησε στο αυτί μου και εγώ ανατρίχιασα ολόκληρη από την καυτή του ανάσα.

"Και τότε γιατί ήσουν δύσπιστος;" ήθελα να μάθω εγώ.

"Γιατί οι κοπέλες σήμερα θέλουν άλλα πράγματα. Να περιποιηθούν, να φτιαχτούν, να φορέσουν τα φορέματά τους και τις γόβες του, και να μπουν σε ένα πολυτελές αμάξι κάποιου ματσωμένου. Σπάνια θα δεις κάποια, να, όπως εσένα. Με το τζιν σου, το δερμάτινο τζάκετ και τα μποτάκια σου. Εσύ μιλάς για τους αγώνες και είναι σα να παίρνεις φωτιά. Μεταφέρεις τον ενθουσιασμό σου στους άλλους χωρίς να το προσπαθείς καν." μου απάντησε και καταλάβαινα απόλυτα τι εννοούσε.

Οι κοπέλες που έλεγε ήταν ό,τι μισούσα κι εγώ. Αυτές οι σκάρτες που δεν αξίζουν μία στην πραγματικότητα. Μου αρέσει η ομορφιά, αλλά όχι η ψεύτικη, την οποία διέθεταν αυτού του είδους οι κοπέλες. Γύρισε προς τη γέφυρα και πέταξε το τσιγάρο.

"Νομίζω πως κι εγώ έχω την ίδια άποψη με 'σένα. Αν κι εμένα δεν μου αρέσουν οι γυναίκες!" είπα γελώντας και τον παρέσυρα κι εκείνον.

"Αυτός ήταν ο πρώτος σου αγώνας;" ήθελε να μάθει μόλις σοβαρευτήκαμε.

"Όχι ακριβώς. Έχω ξαναπάρει μέρος σε αγώνες, αλλά δεν οδηγούσα εγώ." αρκέστηκα να πω εγώ.

"Τι έπαθες στον αγώνα; Γιατί έχασες τον έλεγχο;" με ρώτησε αμέσως μετά και με έπιασε εξαπίνης.

Τί πρέπει να απαντήσω τώρα;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top