Κεφάλαιο 5ο - Κότα

"Είσαι τόσο στενή." είπε εκείνος με κομμένη την ανάσα ενώ εγώ άφησα ένα μικρό επιφώνημα πόνου να βγει από το στόμα μου.

"Ίσως επειδή αυτή είναι η πρώτη μου φορά..." ψιθύρισα ενώ έβγαινε από μέσα μου.

"Θες να πεις πως είσαι παρθένα;" με ρώτησε με τρόμο.

"Ναι;" απάντησα χωρίς να καταλαβαίνω την αντίδρασή του.

"Γαμώτο! Γιατί δεν μου το είπες." έβρισε και σηκώθηκε από πάνω μου απότομα.

 Εγώ έμεινα στήλη άλατος να τον κοιτάω να ντύνεται στα γρήγορα και τα πρώτα δάκρυα έκαναν την επίθεση τους στα μάτια μου. Τα σκούπισα αμέσως, επειδή δεν ήθελα να με δει να κλαίω. Ένιωθα τόσο γυμνή. Και όχι επειδή ήμουν στην κυριολεξία γυμνή. Όμως γυμνή στην καρδιά και την ψυχή, γιατί τον εμπιστεύτηκα και τον άφησα να δει βαθιά μέσα μου. Εγώ ήθελα να είναι ο πρώτος μου και αυτός μου φέρθηκε έτσι; Πώς μπορούσε να μου φερθεί τόσο σκληρά; Λες και έκανα κανένα έγκλημα επειδή ήμουν παρθένα!

"Ντύσου, φεύγουμε." μου πέταξε αδιάφορα ενώ έβγαινε έξω από το σπίτι και με έβγαλε από τις σκέψεις μου.

Σηκώθηκα και εγώ και ντύθηκα και τον ακολούθησα έως τη βέσπα. Ανεβήκαμε και οι δύο πάνω και ξεκινήσαμε για το σπίτι του Αντριάνο. Μόλις φτάσαμε, εγώ κατέβηκα αμέσως από τη μηχανή και έτρεξα στο δωμάτιό μου. Δεν γύρισα ούτε όταν άκουσα τον Αντριάνο να με φωνάζει, μόνο συνέχιζα να τρέχω, μέχρι που μπήκα μέσα στο δωμάτιό μου και κλείδωσα την πόρτα.

Μπήκα κατευθείαν στο μπάνιο, ένιωθα τόσο βρώμικη. Γέμισα την μπανιέρα με νερό και αφρόλουτρο και για μία ώρα έτριβα με μανία το δέρμα μου για να βγάλω από πάνω μου αυτή τη βρωμιά που ένιωθα να με πνίγει. Όταν είχα γινεί κατακόκκινη πλέον από το τρίψιμο και το νερό είχε αρχίσει να κρυώνει, αποφάσισα να βγω. Το αίσθημα της βρωμιάς που ένιωθα δεν έφυγε, όμως δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο γι' αυτό.

Άρχισα πάλι να σκέφτομαι τον Αντριάνο και πως μου φέρθηκε, και ήλπιζα η πρώτη μου φορά να μη με στιγμάτιζε σε όλη μου τη ζωή. Δεν ξέρω γιατί ήθελα να του δοθώ τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή, όμως τώρα μετάνιωνα ακόμη και για τα φιλιά που ανταλλάξαμε.

Οι καλοκαιρινοί έρωτες ποτέ δεν κρατάνε!  σκέφτηκα και με αυτές τις σκέψεις με πήρε ο ύπνος.

Με ξύπνησε η μαμά μου το πρωί αφού τα δωμάτιά μας επικοινωνούσαν, παρ' όλο που το καθένα είχε και τη δική του ξεχωριστή κύρια πόρτα. Δεν ήθελα να σηκωθώ ακόμη. Ένιωθα τόσο χάλια, και δεν είχα καμία όρεξη να δω τα μούτρα του. Μετά από μισή ώρα, σηκώθηκα και ετοιμάστηκα. Έπρεπε να γυρίσουμε πίσω στο σπίτι μας.

Στο μικρό σαλονάκι ήταν οι γονείς του Άντρι, η Αλεσσάντρα με τον Πάολο, οι οποίοι μας περίμεναν για να πάρουμε πρωινό όλοι μαζί. Ανεβήκαμε στη Βεράντα του Ήλιου, έτσι είχαν ονομάσει τη βεράντα στην ταράτσα του ξενοδοχείου τους, και η μαγευτική θέα μου έκοψε για ακόμη μία φορά την ανάσα.

Μπορούσες να δεις όλη τη Ρώμη, ήταν κυριολεκτικά απλωμένη στα πόδια σου, αλλά και η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στεκόταν επιβλητική μπροστά μας. Μπορεί να μη μπόρεσα να πάω στο Βατικανό, όμως τουλάχιστον από εδώ πάνω, είχα μία εικόνα. Αφού τελειώσαμε το πρωινό μας, φορτώσαμε τις βαλίτσες μας στο αμάξι του Πάολο, ο οποίος πρότεινε να μας πάει ο ίδιος στο αεροδρόμιο.

Ο Αντριάνο ήταν με τη Λιλιάνα έξω στο χώρο στάθμευσης που διέθετε το ξενοδοχείο τους, και είχαν ακουμπήσει πάνω στη βέσπα του ενώ μιλούσαν και γελούσαν. Εκείνη μόλις με είδε άφησε ένα φιλί στο μάγουλό του και η καρδιά μου διαλύθηκε σε μικρά κομματάκια. Ήμουν σίγουρη πως ποτέ δεν θα μπορούσα να τα ξαναενώσω όλα, γιατί σίγουρα κάποιο κομμάτι θα έμενε για πάντα στη Ρώμη, στη Villa Adriano, και σε αυτόν που μου φέρθηκε τόσο άσχημα.

Η Αλεσσάντρα μας αγκάλιασε και μας φίλησε και μόνο τότε, ήρθε προς το μέρος μας και ο Αντριάνο με την οχιά, για να μας αποχαιρετίσει. Αφού χαιρέτισαν τους δικούς μου, εγώ έδωσα μία ψεύτικη αγκαλιά στην οχιά ενώ την πάτησα δήθεν καταλάθος, και μετά σειρά είχε ο Άντρι.

"Κότα." είπα ψιθυριστά στο αυτί του καθώς έβγαινα από την αγκαλιά του, ενώ είχα ρουφήξει το άρωμά του μέχρι τα βάθη της καρδιάς μου.

Βγήκα από την αγκαλιά του και μπήκα γρήγορα στο αμάξι. Εκείνος έμεινε ακίνητος να με κοιτάει, όμως εγώ δεν του έκανα τη χάρη. Γύρισα προς τη μαμά μου και άρχισα μία συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, όταν πλέον είχε χαθεί από το οπτικό μου πεδίο η βίλα που μας φιλοξένησε. Τότε, έβγαλα μία μακρόσυρτη ανάσα που δεν ήξερα πως κρατούσα τόση ώρα και η μαμά μου με ρώτησε τι έπαθα.

"Νομίζω πως ερωτεύτηκα αυτή την πόλη!" είπα ψέματα, γιατί ο μοναδικός έρωτας που ένιωθα ήταν για τον Αντριάνο, μα δεν μπορούσα να της το πω αυτό.

"Φαντάσου να την έβλεπες και όλη!" είπε ο μπαμπάς μου και γέλασαν όλοι με το σχόλιό του.

Σκέψεις για τον Αντριάνο και τη Λιλιάνα άρχισαν να με βασανίζουν, και ένιωθα τα σωθικά μου να με καίνε. Για ποιο λόγο να μη με ήθελε, και να ήθελε αυτή; Όχι ότι ήταν άσχημη, ήταν όμορφη, απλώς ήλπιζα πως θα του άρεσα πιο πολύ εγώ.

Εκείνη, είχε μαύρα μαλλιά που έφταναν ως τους ώμους της, και μαύρα μάτια. Ήταν πιο ψιλή από εμένα και είχε καμπύλες σε όλα τα σωστά σημεία. Έβγαζε μία αγριάδα προς τα έξω αλλά κάθε φορά με τον Αντριάνο, το έπαιζε δήθεν αθώα. Κάτι που με εξόργιζε πραγματικά. Βαφόταν έντονα, ακόμη και το πρωί. Τόνιζε πολύ με μαύρο μολύβι τα μάτια της ενώ πάντα φορούσε ένα κατακόκκινο κραγιόν. Επίσης, πάντα ντυνόταν με προκλητικά ρούχα που έδιναν έμφαση στο όλο στυλ της.

Εγώ από την άλλη, είχα καστανόξανθα μακριά μαλλιά που έφταναν πιο κάτω από το στήθος μου και μπλε σκούρα μάτια, σαν το χρώμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας κυρίως, όμως ποτέ δεν έμεναν έτσι. Άλλαζαν ανάλογα με τα συναισθήματά μου, όταν έκλαιγα ή βρεχόντουσαν με νερό, και φυσικά όταν έπεφτε το φως του ήλιου πάνω τους. Μπορούσες να δεις μέχρι και αποχρώσεις του γκρι, λίγο πράσινο, και μια πινελιά κίτρινο μέσα σε αυτά, ενώ η μαμά μου πάντα γελούσε πως τα μάτια μου της θύμιζαν το ουράνιο τόξο. Τα είχα πάρει από τον παππού μου. Από την άλλη, το σώμα μου δεν είχε καμία σχέση με της Λίλι, αφού εγώ ήμουν πολύ αδύνατη και δεν είχα καθόλου καμπύλες, πέρα από το στήθος μου που ήταν σχετικά μεγάλο. Ποτέ δεν βαφόμουν, και ντυνόμουν απλά. Λάτρευα τα τζιν, και το μαύρο δερμάτινο τζάκετ μου.

Ίσως γι' αυτό να μη του αρέσω, είμαι ακόμα παιδί. Εγώ είμαι 16 ενώ αυτή είναι 18, στην ηλικία του...και πάω στοίχημα πως αυτή δεν είναι άπειρη σαν κι εμένα... σκέφτηκα στεναχωρημένη ενώ ένιωσα ένα χέρι να με σκουντάει.
Άνοιξα τα μάτια και είδα πως είχαμε φτάσει κιόλας στο αεροδρόμιο Λεονάρντο ντα Βίντσι. Ήρθε η ώρα να αποχαιρετίσω τα καλοκαιρινά μου όνειρα, και τον καλοκαιρινό μου ανεκπλήρωτο έρωτα. Θα επέστρεφα πίσω στη βαρετή πραγματικότητα και σύντομα ο Αντριάνο θα ήταν παρελθόν. Έπρεπε να τον ξεχάσω ακόμη και αν ήταν αυτός που μου έσπασε την καρδιά για πρώτη φορά.

Αποχαιρετίσαμε τον μπαμπά του και μπήκαμε μέσα στο αεροδρόμιο. Κάναμε το τσεκ-ιν και κατευθυνθήκαμε προς την πύλη μας. Αφού μπήκαμε στο αεροπλάνο, και απογειωθήκαμε κοίταξα από το παράθυρό μου την όμορφη Ρώμη.

Θα τα ξαναπούμε! ψιθύρισα και έκλεισα τα μάτια μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top