Κεφάλαιο 3ο - Η συμφωνία

Ένιωσα τη μηχανή να παίρνει μπρος και να σηκώνεται, ενώ εγώ νόμιζα πως θα πέσω στο έδαφος. Αυτόματα, άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρυσα την άσφαλτο.

Τι περίεργοι αγώνες και αυτοί! Δε λέω, λατρεύω την ταχύτητα και μου αρέσει να οδηγώ μηχανάκια, όμως ποτέ δεν περίμενα να πάρω μέρος σε τέτοιου είδους παράνομους αγώνες. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, όμως χαίρομαι γιατί βλέπω να προσπερνάμε πολλά ζευγάρια και τις μηχανές τους. Δεν έλεγε ψέματα τελικά ο Άντρι. Είναι καλός.

"Φοβάσαι;" άκουσα τη φωνή του σαν ψίθυρο στα αυτιά μου.

"Την ταχύτητα όχι, φοβάμαι μήπως χάσεις όμως, και περάσω το βράδυ μου με κάποιον απ' αυτά τα αποβράσματα." φώναξα και ήλπιζα να με ακούσει.

"Πας στοίχημα πως θα κερδίσω εγώ;" με ρώτησε και χαμογέλασα.

"Κάνε κι αλλιώς, και θα σε μαζεύουν με τα κομματάκια οι δικοί σου!" γέλασα και περίμενα την απάντησή του.

"Οπότε με πιστεύεις;" ξαναρώτησε όμως δεν έβλεπα να προσπερνάμε άλλους πλέον, και ήμουν σίγουρη πως ο Λεονάρντο ήταν ακόμη μπροστά μας.

"Νομίζω πως θα κερδίσει ο Λεονάρντο." απάντησα και ανατρίχιασα σε αυτήν τη συνειδητοποίηση.

"Πας στοίχημα πως θα κερδίσω εγώ;" με ξαναρώτησε επιμένοντας και είχα αρχίσει να δακρύζω.

Δεν ήθελα να περάσω το βράδυ μου με τον Λεονάρντο. Ούτε με κανέναν άλλον από αυτούς. Ποιος ξέρει τι είχαν σκοπό να μου κάνουν. Ρούφηξα τη μύτη μου και έπνιξα ένα λυγμό. Μόλις κάναμε τον πρώτο γύρο.

"Θα χάσεις." απάντησα στον Άντρι και εκείνος γέλασε.

"Αν κερδίσω, απόψε θα περάσεις το βράδυ μαζί μου. Κι αν χάσω, διάλεξε εσύ την τιμωρία μου..." είπε αδιάφορα και εγώ νόμιζα πως δεν άκουσα καλά.

"Αν χάσεις θα σε σκοτώσω, και αν κερδίσεις να περάσεις το βράδυ σου με τη Λίλι. Εγώ θα γυρίσω πίσω, μία μέρα αποφάσισα να βγω και έφερα τα πάνω κάτω." είπα εν τέλει.

"Το στοίχημα είναι στοίχημα. Ούτως ή άλλως, καλύτερα μαζί μου παρά μαζί του, σωστά;" ρώτησε και έδωσε γκάζι.

Τότε είδα πως προσπέρασε τον Λεονάρντο, ο οποίος κοιτούσε σα χάνος τον Αντριάνο να τον κερδίζει και πάλι. Φτάσαμε στο τέρμα δύο δεύτερα πριν τον Λεονάρντο, κι εκείνος άρχισε να βρίζει δυνατά. Ο Σεμπάστιαν ήρθε πανηγυρίζοντας προς το μέρος μας, μαζί με τον Λούκας.

Αφού ο Άντρι έβγαλε τη ζώνη που μας κρατούσε ενωμένους, κατεβήκαμε από τη μηχανή και τα παιδιά μας αγκάλιασαν.

"Σου είπα πως θα τον κερδίσω!" ψιθύρισε στο αυτί μου ο Άντρι και μου έκλεισε το μάτι.

Ήρθε προς το μέρος μας και ο Μαριάνο, ο οποίος με πήρε μία σφιχτή αγκαλιά, και η Λίλι, η οποία με κοιτούσε με ένα ξινισμένο ύφος.

"Κρίμα που δεν σε κέρδισε ο Λεό." είπε με παράπονο κοιτώντας με και ακούμπησε το χέρι του Αντριάνο.

"Κρίμα που δεν δαγκώνεις τη γλώσσα σου, μπας και ψοφήσεις επιτέλους οχιά!" της ανταπάντησα και τράβηξα τον Άντρι από το χέρι για να έρθει πιο κοντά μου.

Η κίνησή μου δεν έμεινε απαρατήρητη από την οχιά, και με κάρφωσε με το βλέμμα της. Ήμουν σίγουρη πως σκεφτόταν τρόπους για να με σκοτώσει, αργά και βασανιστικά.

"Άντρι, τι λες; Πάμε σπίτι; Με κέρδισες και είμαι όλη δικιά σου απόψε!" είπα πονηρά για να εκνευρίσω τη Λίλι.

"Αντ, δε θα μείνεις με 'μένα απόψε;" σχεδόν τον παρακάλεσε εκείνη και αυτός άφησε το χέρι μου, και γύρισε προς το μέρος της.

"Μαριάνο, τι λες; Θα μπορούσες να με γυρίσεις εσύ πίσω στη Ρώμη; Μη χαλάσουμε τη βραδιά στα πιτσουνάκια." είπα δίχως να το πολυσκεφτώ, όμως ο Λεονάρντο που ήταν λίγο πιο πίσω, με άκουσε.

"Μπορώ να σε πάω εγώ Μαρτίνα άμα το θέλεις. Δεν περίμενα να μην εκτιμήσει το έπαθλό του ο Αντριάνο. Σου υπόσχομαι εγώ να εκτιμήσω κάθε σπιθαμή σου." είπε πονηρά ο Λεονάρντο και μου χαμογέλασε ενώ εγώ ανατρίχιασα ολόκληρη στα λόγια του.

Τα αγόρια μαζεύτηκαν μπροστά μου σα να δημιούργησαν έναν τοίχο για να μείνει μακριά μου ο Λεό και ο Άντρι πήρε το λόγο.

"Σου είπα πως είναι δικιά μου, και ξέρω να την εκτιμάω εγώ σπιθαμή προς σπιθαμή. Μπορείς να πηγαίνεις Λεό." προσπάθησε να πει ήρεμα.

Έπιασε το χέρι μου και ανεβήκαμε στη μηχανή του. Εγώ ακούμπησα το κεφάλι μου στη πλάτη του και απολάμβανα αυτό το άρωμα, λεμόνι και κανέλα που μύριζε, που από αύριο θα μου έλειπε. Αποχαιρετίσαμε τα παιδιά και ξεκινήσαμε για την επιστροφή μας.

Αυτές τις δύο εβδομάδες στη Ρώμη είχε αλλάξει πραγματικά η ζωή μου. Γνώρισα τον Αντριάνο και την απίστευτη οικογένειά του. Τελικά, ήταν πολύ σωστή η επιλογή αυτού του ξενοδοχείου εκ μέρους του μπαμπά μου για τις διακοπές μας.

Αν και δύο εβδομάδες ήμουν κλεισμένη μέσα στο δωμάτιό μου, με πυρετό, περνούσα τέλεια με τον Αντριάνο να έρχεται να με τσεκάρει κάθε μία ώρα, επειδή του το επέβαλε η μητέρα του. Τουλάχιστον τις τέσσερις πρώτες μέρες του το επέβαλε, γιατί μετά αρχίσαμε όντως να κάνουμε παρέα. Μου άρεσε η παρέα του, και ήταν πανέμορφος, όμως ήμουν σίγουρη πως δε θα γυρνούσε ποτέ να κοιτάξει εμένα, αφού όπως με ειρωνευόταν ήμουν πολύ μικρή.

Το απόγευμα ήταν η χειρότερη ώρα για 'μένα. Κάθε απόγευμα το περνούσε μαζί της, με τη Λιλιάνα. Τη μισούσα χωρίς να τη γνωρίζω, και δεν ήξερα γιατί. Τώρα ξέρω. Επειδή κι εμένα μου αρέσει και τον θέλω μόνο για 'μένα! Ένα απόγευμα εγώ σηκώθηκα από το κρεβάτι, γιατί δεν είχα τι να κάνω και πέρασα από το δωμάτιό του να δω τι έκανε εκείνος.

Τότε τους είδα μαζί να μιλάνε, και ήξερα πως το έπαιζε παίκτης, και πως δεν ήταν ο εαυτός του. Από τότε τη μίσησα. Ήξερα πως δεν τον αξίζει, όχι αν εκείνος δεν είναι ο εαυτός του μαζί της. Αυτή θα ερωτευόταν κάποιον άλλον και όχι τον πραγματικό Αντριάνο. Και με αυτόν εκνευρίστηκα που φερόταν έτσι. Έπρεπε να είναι πιο ώριμος για την ηλικία του.

Έτσι περάσαμε δύο εβδομάδες στο δωμάτιό μου, να τσακωνόμαστε και να γελάμε, και να απολαμβάνουμε ο ένας την παρέα του άλλου, ακόμη και αν θέλαμε πολλές φορές να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον. Μέχρι σήμερα, που ένιωσα καλύτερα, και τον έπεισα με το ζόρι να με πάει μέχρι το Fontana di Trevi για να κάνω μία ευχή πριν φύγω από την πανέμορφη Ρώμη, που δεν μπόρεσα να δω καθόλου. Και ύστερα, η μητέρα του, που τον έπεισε να με πάρει μαζί του στη βόλτα με τους φίλους του.

"Σταμάτα!" φώναξα ενώ βγήκα από τις σκέψεις μου.

"Τί έπαθες;" ρώτησε τρομαγμένος και σταμάτησε τη μηχανή απότομα.

"Η συμφωνία μας!" είπα εγώ και κατέβηκα από τη μηχανή.

"Ποια συμφωνία; Για το στοίχημα μιλάς;" με ρώτησε παραξενευμένος.

"Όχι. Η συμφωνία για να μη μιλήσω. Θέλω να κάνω μία βόλτα τη Μία!" είπα ενθουσιασμένη και αυτός με κοιτούσε με δυσπιστία.

"Δεν μπορώ να σε αφήσω να οδηγήσεις το μωρό μου. Δεν έχω αφήσει ποτέ κανέναν να την καβαλήσει." είπε ενώ έδειχνε να το σκεφτόταν.

"Για όλα υπάρχει μία πρώτη φορά!" είπα εγώ χαρούμενη και του έκανα νόημα να κάνει πιο πίσω για να καβαλήσω τη Μία.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top