Κεφάλαιο 2ο - Σιαμαίοι αγώνες
"Αποκλείεται!" αποκρίθηκε εκείνος αφού είχαμε φτάσει κάπου που δεν αναγνώριζα, όμως η μυρωδιά της θάλασσας εισχώρησε βαθιά στα πνευμόνια μου.
"Πού είμαστε;" ρώτησα και προσπαθούσα να κοιτάξω πάνω από τον ώμο του για να δω τη θάλασσα, όμως μάταια.
"Στο Φιουμιτσίνο." απάντησε αδιάφορα πάνω που ακούστηκαν κι άλλες μηχανές να έρχονται προς το μέρος μας.
Τέσσερις μηχανές σταμάτησαν δίπλα μας. Τρία αγόρια τα οποία δε γνώριζα, οδηγούσαν τις τρεις από τις τέσσερις μηχανές. Στην τέταρτη, οδηγός ήταν η Λιλιάνα. Με κοίταξε ειρωνικά και γύρισε προς τον Αντριάνο.
"Δε μας είπες πως θα κάνεις baby sitting απόψε. Νόμιζα πως θα έτρεχες." είπε ειρωνικά εκείνη και μόλις χάλασε τη βραδιά μου.
"Βλέπεις κανέναν να χρειάζεται ντάντεμα; Γιατί πέρα από 'σένα που είσαι έτοιμη να βάλεις τα κλάματα επειδή σου πήρα το παιχνιδάκι σου, εγώ δε βλέπω άλλο μωρό." της ανταπάντησα εγώ κι όλοι προσπαθούσαν να κρύψουν τα γέλια τους.
"Αντ, θα της επιτρέψεις να μου μιλάει έτσι;" ρώτησε απηυδισμένη τον Αντριάνο και εγώ ξίνισα τα μούτρα μου.
"Άντε Αντ, κάνε με ντα για να ικανοποιηθεί η φίλη σου. Μιας που αυτή δε μπορεί να κάνει τίποτα μόνη της. Αλήθεια, απορώ, μόνη σου σκέφτεσαι ή τα έχεις γραμμένα κάπου αυτά που λες;" την ρώτησα εγώ και ο ξανθός με τη μπλε μηχανή ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
"Βούλωσέ το!" μου φώναξε ο Αντριάνο και το γελάκι όλων κόπηκε απότομα.
"Λίλι, σε παρακαλώ, δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Ας ξεκινήσουμε τώρα, τι λέτε;" της είπε παρακλητικά κι εγώ έβγαζα καπνούς.
Φυσικά και δε με νοιάζει που την θέλει, άλλα όχι να μου μιλάει εμένα έτσι για να ρίξει τη ντίβα. Όλοι ξεκινήσαμε με τις μηχανές, και ενώ οδηγούσε δίπλα μας ο ξανθός με τη μηχανή του, μου χαμογέλασε.
"Μαριάνο!" φώναξε το όνομά του για να το ακούσω κι εγώ χαμογέλασα.
"Μαρτίνα!" φώναξα και εγώ, και ο Αντριάνο γκάζωσε περισσότερο για να τον προσπεράσουμε.
"Αντ, σε παρακαλώ, προσπαθώ να κάνω δημόσιες σχέσεις." τον προσφώνησα ειρωνικά κι εκείνος γύρισε το κεφάλι του για να με κοιτάξει όσο μπορούσε.
"Κόψε τις βλακείες, και άσε τις δημόσιες σχέσεις. Ήρθες μαζί μου, και θα μιλάς μόνο σε εμένα. Και μην ξαναπροκαλέσεις τη Λίλι." διέταξε με απειλητικό τόνο.
"Σιγά την γκόμενα. Και να φανταστείς πως πίστευα πως καμία δε θα μπορούσε να σε βάλει στο βρακί της, όμως έκανα λάθος." είπα γελώντας και αυτός έκανε έναν ελιγμό με τη μηχανή.
Το αποτέλεσμα ήταν εγώ να γλιστρήσω μπροστά και να κολλήσω περισσότερο πάνω του ενώ ταυτόχρονα τον έσφιξα επειδή τρόμαξα.
"Μάρε, καμία δε με βάζει στο βρακί της. Εγώ τις βάζω όλες στο δικό μου." φώναξε εκείνος για να τον ακούσω και ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
"Εκτός από εμένα. Μου περνάς και θα μου περνάς για πάντα αδιάφορος!" του είπα για να του κόψω τα γελάκια και το κατάφερα.
"Έχε χάρη που είσαι μικρή..." αναφώνησε και ίσα που τον άκουσα.
"Γιατί τί; Θα μου έδειχνες το μικρό πράγμα που έχεις μες το παντελόνι σου; Ευχαριστώ, δε θα πάρω! Και δεν είμαι τόσο μικρή όσο νομίζεις. Είμαι ήδη δεκαέξι, βλάκα!" είπα πάνω που φτάσαμε σε μία αλάνα που είχε και άλλους μηχανόβιους.
"Θα μετανιώσεις γι' αυτό που είπες!" με απείλησε ενώ σταμάτησε τη μηχανή.
Κατέβηκαν όλοι από τις μηχανές τους, και πλησίασαν προς το κέντρο της αλάνας. Δεν μπορούσα να ακούσω καθαρά όταν ένιωσα κάποιον να με πλησιάζει. Ο Μαριάνο.
"Έχεις πάρει ποτέ μέρος σε αγώνες;" με ρώτησε και έδειξε προς το μέρος τους.
"Εννοείς πως γι' αυτό έχουν μαζευτεί όλοι εδώ; Παίρνετε μέρος σε παράνομους αγώνες;" σχεδόν τσίριξα και ο Μαριάνο με σκούντηξε.
"Μη φωνάζεις!" είπε ενώ μερικά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μας.
"Υπάρχει ένα βιβλίο που λατρεύω και γίνεται κάτι παρόμοιο!" είπα ενθουσιασμένη κι αυτός μου χαμογέλασε.
"Δεν ξέρω τι γίνεται στο βιβλίο σου, όμως στην πραγματικότητα είναι πολύ επικίνδυνοι αυτοί οι αγώνες." μου είπε εκείνος ειλικρινά κι εγώ απλά ανασήκωσα τους ώμους μου.
Ένα αγόρι, γύρω στα είκοσι νομίζω, άφησε τους υπόλοιπους μηχανόβιους και κατευθύνθηκε προς το μέρος μου.
"Καινούρια πρόσωπα βλέπω στα μέρη μας. Δε θα μας συστηθείς νεαρή;" με ρώτησε και εγώ προσπαθούσα να αναζητήσω το πρόσωπο του Αντριάνο μέσα στο πλήθος.
"Μαρτίνα...ονομάζομαι Μαρτίνα!" είπα χαμηλόφωνα και ο άντρας μπροστά μου χαμογέλασε σαρδόνια.
"Τι ντροπαλή που είσαι...Μαρτίνα...στα λατινικά το όνομά σου προέρχεται από το Ρωμαϊκό Θεό του πολέμου, Άρη, και σημαίνει πολεμοχαρής. Για να δούμε λοιπόν, γιατί και εδώ, στην ουσία πόλεμος γίνεται...πόλεμος με μηχανές. Εσύ αγαπάς τον πόλεμο;" με ρώτησε μα δεν πρόλαβα να απαντήσω.
"Λοιπόν, εγώ λέω να τιμήσουμε την καινούρια μας φίλη με σιαμαίους αγώνες. Προς τιμήν της θα αγωνιστούμε απόψε σε ζευγάρια. Αγόρια οδηγοί και κορίτσια συνεπιβάτες. Δεμένοι με μία ζώνη μεταξύ τους. Ο οδηγός που θα κερδίσει, θα κερδίσει και την Μαρτίνα για ένα βράδυ!" φώναξε και όλοι οι άντρες ζητωκραύγασαν.
Ο Αντριάνο ήρθε και στάθηκε μπροστά μου επιθετικά.
"Ξέχασέ το, Λεονάρντο! Είναι μαζί μου και είναι δικιά μου!" του φώναξε και αυτός γέλασε δυνατά.
"Διεκδίκησέ την! Απόψε θα χαρώ πολύ να σε κερδίσω, και να έχω τη μικρή όλη δικιά μου! Διαλέξτε ταίρια." φώναξε και μας γύρισε την πλάτη.
"Αντριάνο, θέλω να γυρίσω πίσω στη βίλα σου. Σε παρακαλώ, δε θέλω να γίνω τρόπαιο κανενός." τον παρακάλεσα και δάκρυα είχαν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στα μάτια μου.
"Αντ, εσύ θα πάρεις εμένα, έτσι;" ρώτησε η Λίλι με σίγουρο τόνο στη φωνή της.
"Ναι. Εσύ, Μάρε μην αγχώνεσαι. Κανένας δε θα σε διεκδικήσει. Εγώ θα κερδίσω τον αγώνα!" μου είπε και μου χάιδεψε τον ώμο.
"Εάν διαλέξατε όλοι ταίρια ελάτε μπροστά με τη μηχανή που θα αγωνιστείτε." φώναξε ο Λεονάρντο και γύρισε πάλι να με κοιτάξει.
Ο Αντριάνο δεν πρόλαβε να φύγει από δίπλα μου, όταν είδε το βλέμμα του Λεονάρντο, πάγωσε στη θέση του. Η Λίλι του έκανε νόημα να προχωρήσει όμως αυτός δεν κουνιόταν.
"Εσένα δε σε διάλεξε κανείς; Μόλις βρήκα το ταίρι μου! Έλα από τώρα μαζί μου, ούτως ή άλλως εγώ θα σε κερδίσω!" είπε ο Λεονάρντο ενώ με κοιτούσε απροκάλυπτα.
Ο Αντριάνο άφησε τη Λίλι, και έπιασε το χέρι μου. Είπε στο Μαριάνο να πάρει εκείνος τη Λίλι, κι αυτή ξεφύσηξε νευριασμένη.
"Όπως σου είπα είναι δικιά μου. Και θα παραμείνει!" φώναξε για να τον ακούσουν όλοι και γύρισε προς το μέρος μου και με φίλησε.
Επιτέθηκε στα χείλη και μου πήρε λίγο για να καταλάβω τι έκανε. Είχε κλείσει τα μάτια του και είχε ενώσει τα χείλη του με τα δικά μου. Κι εγώ τον κοιτούσα, μέχρι που ξύπνησα, και έκλεισα κι εγώ τα μάτια μου. Πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση μου και εγώ τον τράβηξα πιο κοντά μου από το γιακά της μπλούζας του. Το φιλί του ήταν μεθυστικό και δεν μπορούσα να το χορτάσω.
"Εάν είστε έτοιμοι, πάρτε θέσεις. Η διαδρομή είναι η ίδια, θα κάνουμε δύο γύρους. Όποιος τερματίσει πρώτος, θα κερδίσει τη Μαρτίνα!" φώναξε ο Λεονάρντο και ο Αντριάνο απομακρύνθηκε από δίπλα μου.
Ανέβηκε στη μηχανή του και δίπλα μου ήρθαν οι άλλοι δύο φίλοι του.
"Σεμπάστιαν!"
"Λούκας!" μου συστήθηκαν.
"Μην ανησυχείς, ο Αντριάνο θα κερδίσει." συνέχισε ο Λούκας σίγουρος και εγώ προσπάθησα να χαμογελάσω.
Ο Σεμπάστιαν με βοήθησε να ανέβω ανάποδα πάνω στη μηχανή και πέρασε τη ζώνη και από τα σώματα των δυο μας. Μας έσφιξε δυνατά και κλείδωσε τη ζώνη. Αφού φορέσαμε και τα κράνη μας, απομακρύνθηκε από κοντά μας.
"Μη φοβάσαι τίποτα. Τον έχω σίγουρα. Αν δεν μπορείς απλά κλείσε τα μάτια σου. Εγώ είμαι εδώ!" είπε τρυφερά ο Αντριάνο και πήραμε θέση δίπλα στις άλλες μηχανές.
Είχα γύρει τον κορμό μου όσο περισσότερο μπορούσα για να κοιτάξω τι γινόταν μπροστά, όταν είδα μία κοπέλα με ένα κόκκινο μαντήλι να παίρνει θέση μπροστά από τη γραμμή εκκίνησης, και ήμουν σίγουρη πως αυτή θα σήμανε την έναρξη του αγώνα. Ίσιωσα το κορμί μου, είπα μία προσευχή από μέσα μου και έκλεισα δυνατά τα μάτια μου. Δε φοβόμουν την ταχύτητα γιατί είχα μάθει να ζω με αυτήν, όμως οι αγώνες και το ποιος θα βγει νικητής, με έκαναν να τρέμω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top