Κεφάλαιο 27ο - Μαρτίνα, εσύ;
Είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος από το χειρουργείο μου. Ένας χρόνος που ήμουν στην Αμερική, μετά το επιτυχές χειρουργείο μου, προσπαθώντας να αποκαταστήσω τους μύες των ποδιών μου. Έκανα φυσικοθεραπεία και ασκήσεις κάθε μέρα για να μπορέσω να σταθεροποιηθώ ξανά στα πόδια μου, όπως πριν το ατύχημα. Παρόλο που το χειρουργείο στέφθηκε με μεγάλη επιτυχία, οι μύες μου είχαν ατροφήσει και δεν μπορούσα πραγματικά να σταθώ στα πόδια μου. Στην αρχή έπρεπε να μάθω να χρησιμοποιώ τις πατερίτσες μου και να συνηθίσω να περπατάω με αυτές, μέχρι που άρχισα τη φυσικοθεραπεία. Στη συνέχεια κατάφερα να αποκτήσω και πάλι τον έλεγχο των άκρων μου κι έτσι αφαίρεσα τη μία πατερίτσα για αρχή, μέχρι να είμαι έτοιμη να αφαιρέσω και την άλλη.
Δεν πέρασε πολύς καιρός πριν καταφέρω να σταθώ και πάλι στα πόδια μου, αρκετά αμήχανη στην αρχή και με γόνατα που έτρεμαν σε κάθε κίνηση, όμως μετά από έναν ολόκληρο χρόνο στεκόμουν στα πόδια μου χωρίς κανένα πρόβλημα. Λάτρευα τον γιατρό μου και το Θεό γι' αυτό το δώρο που μου είχαν κάνει. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη!
Είχε μπει ο Ιανουάριος όταν η Μαρτίνα επέστρεψε πίσω στην πατρίδα της, και ήδη είχε πάρει μία απόφαση που κανένας δε θα μπορούσε να της σταθεί εμπόδιο. Είχε ένα τελευταίο γράμμα να στείλει στον Παράδεισό της για να του γράψει πως πήγε το χειρουργείο της και να του δώσει τα ευχάριστα νέα. Όμως είχε αποφασίσει πως αυτό το γράμμα, το δέκατο γράμμα, έπρεπε να το παραδώσει η ίδια σε εκείνον.
Πέρασε ένα μήνα πλάι με φίλους και οικογένεια, να κάνουν εκδρομές και περιπάτους κι εκείνη να μη θέλει να σταματήσει να περπατάει. Όλοι έβλεπαν πόσο χαρούμενη ήταν και πως λαμπύριζαν τα μάτια της από ευτυχία. Άλλοτε περπατούσε κι άλλοτε χόρευε σε κάθε κίνησή της, μουρμουρίζοντας πάντα έναν γλυκό χαρούμενο τόνο που μιλούσε για θαύματα. Αυτό το τραγούδι της υπενθύμιζε κάθε φορά πως και η ίδια ζει ένα θαύμα.
Είχε κλείσει το εισιτήριό της για το Φιουμιτσίνο και είχε ετοιμάσει ήδη το σάκο που θα έπαιρνε μαζί της. Η καρδιά της χτυπούσε άτακτα κι ενώ ανυπομονούσε να πάει σε αυτό το μέρος που της έδωσε και της στέρησε τόσα πολλά ταυτόχρονα, είχε ξυπνήσει με ένα περίεργο συναίσθημα εκείνο το πρωί.
Οι γονείς της που στάθηκαν δίπλα της όλα αυτά τα χρόνια που εκείνη υπέφερε και είχε ανάγκη την αγάπη τους και τη στήριξή τους, δεν μπορούσαν να μην την στηρίξουν και σε αυτή της την απόφαση, να πάει στο μέρος που συνέβησαν όλα.
Η Μαρία προθυμοποιήθηκε να την ακολουθήσει σε αυτό το ταξίδι, και αχώριστες φίλες όπως ήταν, μαζί θα πήγαιναν στον Παράδεισο της.
Οι γονείς της τις πήγαν έως το αεροδρόμιο, κι από εκεί θα συνέχιζαν το ταξίδι οι δυο τους, για να παραδώσουν το τελευταίο γράμμα στον Παράδεισο. Καμιά από τις δύο τους όμως δεν ήξερε τι τις επιφύλασσε η μοίρα και τι θα αντίκριζαν όταν θα φτάνανε εκεί.
Κατά τη διάρκεια της πτήσης, στο μυαλό της Μαρτίνα, ήρθε ο Αντριάνο.
Ίσως να πρέπει να τον επισκεφτώ. Μιας που θα 'μαι στη Ρώμη, ας κλείσω όλα τα κεφάλαια που έχω αφήσει ανοιχτά σ' αυτό το μέρος. Μπορεί έτσι να τον βγάλω επιτέλους από το μυαλό μου και να συνεχίσω κι εγώ τη ζωή μου με κάποιον άλλον. Ναι, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να τον ξεχάσω επιτέλους! σκέφτηκε, και αποφάσισε πως αυτό θα έκανε τελικά μόλις παρέδιδε το τελευταίο γράμμα.
Αφού αποβιβάστηκαν από το αεροπλάνο, βγήκαν έξω από το αεροδρόμιο για να βρουν ένα ταξί που θα τους οδηγούσε στον προορισμό τους. Η Μαρτίνα είπε στην Μαρία την απόφαση που πήρε κι εκείνη της απάντησε γλυκά πως θα είναι δίπλα της σε όλα.
Λίγο πριν φτάσουν στον προορισμό τους, η Μαρτίνα έβγαλε από την τσάντα της το φάκελο με το τελευταίο γράμμα που είχε γράψει για τον Παράδεισο, και το κράτησε σφιχτά στα χέρια της.
"Φτάσαμε!" ακούστηκε η φωνή του ταξιτζή και κοίταξα περίεργα τη γειτονιά δίπλα μου.
"Μάλλον κάνετε κάποιο λάθος..." αναφώνησα δύσπιστα κοιτάζοντας το πολυτελές ξενοδοχείο που είχα μπροστά μου.
"Όχι, αυτή είναι η οδός που μου είπατε! Φτάσαμε!" επέμεινε ο ταξιτζής και ανταλλάξαμε παραξενευμένα βλέμματα με την Μαρία.
Αφού τον πληρώσαμε, κατεβήκαμε από το ταξί και κατευθυνθήκαμε προς το ξενοδοχείο που είχαμε μπροστά μας. Το κουτί ταχυδρομείου που βρισκόταν στην είσοδό του, μας υπέδειξε πως όντως βρισκόμασταν στη σωστή διεύθυνση.
"Δεν καταλαβαίνω!" ψιθύρισα και η Μαρία προχώρησε προς την είσοδο.
"Μάλλον κάποιος το επισκεύασε..." απάντησε η Μαρία ενώ κι αυτή όπως εγώ επεξεργάζονταν το χώρο που είχαμε μπροστά μας.
"Και έκανε πολύ καλή δουλειά!" συνέχισα εγώ ενώ είχα μείνει άφωνη από το αποτέλεσμα.
Φωνές ακούστηκαν από την μπροστινή πόρτα του κτιρίου και τα κοκκαλώσαμε στη θέση μας, λες και μόλις μας είχαν πιάσει στα πράσα που εισβάλαμε παράνομα σε ξένη ιδιοκτησία.
Ένα ζευγάρι βγήκε γελώντας από την κεντρική πόρτα του κτιρίου, κι άρχισαν να κατευθύνονται προς το μέρος μας. Όταν μας αντιλήφθηκαν, σταμάτησαν κι εκείνοι και μας κοίταξαν καλύτερα.
"Μαρτίνα, εσύ;" αναφώνησε η Αλεσσάντρα μη μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της, μετά από τόσα χρόνια που με έβλεπε πάλι μπροστά της.
"Ναι, εγώ." απάντησα δειλά εγώ και έσφιξα το φάκελο που κρατούσα στα χέρια μου πιο σφιχτά πάνω μου, μη μπορώντας ούτε κι εγώ να πιστέψω στα δικά μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top