Κεφάλαιο 1ο - Adriano&Martina
"Άντε Μαρτίνα, δέκα λεπτά το σκέφτεσαι. Κάνε μία ευχή να τελειώνουμε!" άκουσα τον Αντριάνο να μου λέει, όμως ακόμη δεν ήξερα τι να ευχηθώ.
Ελπίζω να γίνει κάτι συναρπαστικό στη ζωή μου που θα κάνει την καθημερινότητά μου να αξίζει και να με βγάλει από τη ρουτίνα! σκέφτηκα και πέταξα το κέρμα μου στο Fontana Di Trevi.
Ακόμη δεν πρόλαβα να ανοίξω τα μάτια μου και ένιωσα τον Αντριάνο να με τραβά από το χέρι.
"Άντε Μάρε, πολύ το σκέφτηκες. Πάμε γιατί έχω και άλλες δουλειές. Δεν μπορώ να ασχολούμαι μόνο μαζί σου!" είπε φωνάζοντας και με το ζόρι τον άκουσα πάνω από όλη αυτή τη φασαρία.
Είναι Αύγουστος και η Ρώμη είναι πήχτρα στους τουρίστες. Στο περίφημο σιντριβάνι των ευχών υπάρχουν όλες οι ηλικίες ανθρώπων και όλοι ρίχνουν κέρματα μέσα σ' αυτό, ελπίζοντας να πραγματοποιηθούν οι ευχές τους.
"Αλήθεια, ποιος τα μαζεύει όλα αυτά τα κέρματα; Δε πιστεύω να τα αφήνουν μία ζωή εκεί, έτσι;" τον ρώτησα όταν φτάσαμε πλέον στη βέσπα του.
"Δεν έχω ιδέα και ούτε με ενδιαφέρει." απάντησε σε έναν αδιάφορο τόνο και μου έδωσε το ένα από τα δύο κράνη για να το φορέσω.
"Έχει πραγματοποιηθεί ποτέ καμία από τις ευχές σου; Να ξέρω, άξιζε το δίευρω που έριξα μέσα στο σιντριβάνι ή όχι;" ρώτησα περισσότερο για να τον κάνω να γελάσει όμως με κοίταξε σοβαρός.
"Δεν ξέρω. Δεν πίστεψα ποτέ σε αυτό το σιντριβάνι και ούτε δοκίμασα ποτέ να κάνω κάποια ευχή." συνέχισε αδιάφορα, και ανέβηκε στη βέσπα του ενώ εγώ έμεινα να τον κοιτάζω έκπληκτη.
"Μου κάνεις πλάκα έτσι; Γεννήθηκες και μεγάλωσες στη Ρώμη, πώς γίνεται να το λες αυτό; Δεν είναι κάτι σαν προσβολή αυτό προς το Fontana Di Trevi;" ρώτησα απηυδισμένη και ούτε καν γύρισε να με κοιτάξει.
"Εγώ θα φύγω, εσύ αν θέλεις μείνε εδώ να μιλάς μόνη σου!" μου είπε και άναψε τη μηχανή.
Ανέβηκα γρήγορα στη βέσπα και πλησίασα πιο κοντά του. Πέρασα τα χέρια μου από τη μέση του για να κρατηθώ και το άρωμά του με πλημμύρισε. Λεμόνι και κανέλα. Αυτές τις δύο εβδομάδες, συνήθισα σε αυτή τη μυρωδιά και νομίζω θα μου λείψει όταν γυρίσω πίσω στο σπίτι μου.
"Ξέχασα, έχεις το ραντεβού με τη Λιλιάνα σήμερα, γι' αυτό βιάζεσαι..." είπα χαμηλόφωνα όμως δεν απάντησε.
"Κρατήσου." ήταν το μόνο που είπε και ξεκινήσαμε για τη πανέμορφη βίλα του.
Σε πέντε λεπτά βρισκόμασταν ήδη στη Villa Adriano - οι γονείς του είχαν δώσει το όνομα του μονάκριβου γιου τους, στο πολυτελές ξενοδοχείο τους. Πάρκαρε τη βέσπα μπροστά στην είσοδο, και μπήκαμε μαζί μέσα στη βίλα.
Οι γονείς μου καθόντουσαν στο μικρό σαλόνι της υποδοχής μαζί με τους γονείς του Αντριάνο και απολάμβαναν το κρασί τους γελώντας. Σήμερα ήταν η τελευταία μας νύχτα εδώ, και από αύριο θα γυρνούσα πίσω στο βαρετό Μονκαλιέρι του Τορίνο, όπου είναι και το σπίτι μου.
Δύο εβδομάδες που είμαστε εδώ, εγώ σήμερα κατάφερα να βγω μία βόλτα. Από την πρώτη μέρα κιόλας που ήρθαμε, εγώ αρρώστησα λόγω των αμυγδαλών μου. Πρώτη φόρα αρρωσταίνω εξαιτίας τους. Μα ποιος αρρωσταίνει μες τον Αύγουστο με 40 πυρετό; Δεν μπόρεσα να δω τίποτα από την πανέμορφη Ρώμη, όμως ελπίζω να ξανάρθω. Άλλωστε, ο μύθος λέει πως όποιος πετάξει ένα κέρμα στο Fontana di Trevi, πάντα επιστρέφει πίσω στη Ρώμη, οπότε θα έπρεπε απλώς να περιμένω για να δω αν αυτός ο μύθος αληθεύει ή όχι.
Το βράδυ μας κύλισε ήρεμα αν κι εγώ ήμουν κατσουφιασμένη όλη την ώρα. Δεν ήθελα να φύγω, όχι χωρίς να δω κάτι ακόμη από αυτή την πόλη.
Η Αλεσσάντρα, η μητέρα του Αντριάνο, σα να κατάλαβε τον προβληματισμό μου, γύρισε προς εκείνον και του μίλησε.
"Γλυκέ μου, τώρα που είναι καλά η Μαρτίνα, και μιας που είναι η τελευταία της μέρα στην πόλη μας, τι λες να βγείτε μαζί απόψε το βράδυ;" τον ρώτησε γλυκά εκείνη και αυτός κόντεψε να πνιγεί με το νερό που έπινε.
Της έριξε ένα βλέμμα φωτιά, όμως μόλις εκείνη σήκωσε το αριστερό της φρύδι εκείνος χαμογέλασε και γύρισε προς το μέρος μου.
"Μαρτίνα, θα ήθελες να βγούμε απόψε το βράδυ μία βόλτα μαζί με την παρέα μου;" με ρώτησε εκείνος ενώ μου έκανε νόημα κρυφά να πω όχι.
"Θα ήταν μεγάλη μου τιμή! Σε ευχαριστώ! Πάω να ετοιμαστώ αμέσως!" του απάντησα και άφησα ένα υγρό φιλί στο μάγουλό του γελώντας.
Τον είδα να σκουπίζει το μάγουλό του ενώ εγώ έτρεξα προς το δωμάτιό μου να πάρω το δερμάτινο τζάκετ μου. Αφού το φόρεσα κατέβηκα στην υποδοχή και μόνο ο Αντριάνο βρισκόταν εκεί.
"Πού πήγαν οι υπόλοιποι;" τον ρώτησα και γύρισε προς το μέρος μου.
"Στη βεράντα για να φάνε. Μπορείς να μου πεις γιατί δέχτηκες; Το ήξερες πως θα συναντήσω τη Λιλιάνα σήμερα." είπε γεμάτος οργή.
"Έχω δυο εβδομάδες εδώ και δεν είδα τίποτα, πέρα από το Fontana Di Trevi. Ήθελα να κάνω άλλη μία βόλτα πριν φύγω. Πώς κάνεις έτσι;" τον ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω ποιο ήταν το πρόβλημά του.
"Ψεύτρα. Από τη βεράντα μπορείς να δεις και τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Ξέρεις τί δούλεμα θα φάω που θα πάρω ένα δεκαπεντάχρονο στην παρέα μου;"ρώτησε εκείνος και κάλυψε το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια.
"Το ότι φαίνεται ο θόλος της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου από τη βεράντα σου, δε σημαίνει κιόλας ότι δε θέλω να το δω και από κοντά, αλλά έστω. Επίσης, λυπάμαι που στο λέω, όμως είμαι δεκατέσσερα." αποκρίθηκα και έσκασα στα γέλια.
Κέρδισα μία δολοφονική ματιά από εκείνον και το γέλιο μου κόπηκε μαχαίρι. Η αλήθεια είναι πως είμαι ήδη δεκαέξι όμως μικροδείχνω μιας που δεν μου αρέσει να βάφομαι ή να ντύνομαι προκλητικά όπως τα άλλα κορίτσια της ηλικίας μου. Και ο Αντριάνο είχε πιστέψει πως είμαι πιο μικρή απ' ότι είμαι στ' αλήθεια, όμως δεν μπήκα καν στον κόπο να του πω την πραγματική μου ηλικία.
"Θα πεις σε όλους πως είσαι δεκαέξι. Δεν θα ανεχτώ να με κοροϊδεύουν εξαιτίας σου. Ειδικά η Λίλι." με απείλησε και σηκώθηκε από τον καναπέ για να φύγουμε.
"Αυτό που έχω καταλάβει εγώ είναι πως κοροϊδεύεις τον εαυτό σου. Τόσες μέρες προσπαθείς να δείξεις στη Λίλι, κάποιον που δεν είσαι στ' αλήθεια. Χαλάρωσε, είμαι σίγουρη πως εγώ θα είμαι καλύτερη παρέα από 'κείνην." του είπα ειλικρινά ακολουθώντας τον, όταν εκείνος γύρισε απότομα προς το μέρος μου κι εγώ σκόνταψα πάνω στο στήθος του.
"Νομίζεις πως το κάνω όλο αυτό για την παρέα μόνο; Θέλω να την ρίξω ρε μικρό που κάνεις λες και τα ξέρεις όλα."
"Μικρό είναι αυτό που έχεις μες το παντελόνι σου! Και ποιο το νόημα να κουράζεσαι παίζοντας θέατρο; Ρίξε κάποια που θα θέλει εσένα, και όχι κάποιον που δεν υπάρχει στ' αλήθεια. Εκτός αν είσαι τόσο σκάρτος που καμία δε σε θέλει γι' αυτό που είσαι πραγματικά." είπα θυμωμένα ενώ τον προσπέρασα και βγήκα από το ξενοδοχείο.
Άκου εκεί μικρό. Δύο χρόνια με περνάει ο βλάκας! έβρισα από μέσα μου και έκατσα πάνω στη βέσπα. Δεν κατάλαβα τι ακριβώς με πείραξε όμως είχα νευριάσει πολύ μαζί του.
Μετά από λίγο βγήκε και αυτός και με κοίταξε με μίσος. Μου έδωσε ένα κράνος και φόρεσε κι αυτός το δικό του. Έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκινήσαμε τη βόλτα μας.
Πρέπει να βρισκόμασταν κάπου στα περίχωρα της Ρώμης, αλλά μες τη νύχτα δεν μπορούσα να καταλάβω και πολλά. Σταματήσαμε σε μία παλιά εγκαταλειμμένη μονοκατοικία και εγώ από το φόβο μου τον έσφιξα πιο κοντά μου.
"Μη μου πεις ότι φοβάσαι!" σχεδόν γέλασε και τότε τον άφησα μονομιάς.
"Όχι, απλά είναι απαίσια αυτή η μονοκατοικία." απάντησα δήθεν αδιάφορα και κατέβηκα από τη μηχανή.
Αυτός άφησε τη βέσπα πίσω από κάτι θάμνους, και τότε έβγαλε μία τεράστια μηχανή από παραδίπλα.
"Ουάου, αυτό είναι έρωτας!" είπα έκπληκτη και άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα για να επεξεργαστώ τη μηχανή.
"Κοντά τα χέρια σου από τη Μία! Αυτή είναι ο δικός μου έρωτας." μου είπε ικανοποιημένος με την αντίδρασή μου και καβάλησε τη μηχανή.
"Είναι δικιά σου; Οι δικοί σου το ξέρουν; Μα, δεν επιτρέπεται να οδηγείς τέτοια μηχανή, τόσων κυβικών!" αναφώνησα μπερδεμένα ενώ ακόμη επεξεργαζόμουν την πανέμορφη μηχανή του.
"Σκάσε με όλες αυτές τις ερωτήσεις! Και όχι, δεν το ξέρουν και ούτε θα το μάθουν. Άντε ανέβα γιατί έχω αργήσει." φώναξε εκείνος κι εγώ τον υπάκουσα αμέσως.
"Υπό έναν όρο." φώναξα πάνω από τον ώμο του για να με ακούσει αφού είχαμε ήδη ξεκινήσει.
"Ποιόν;" ρώτησε κοφτά κι εγώ χαμογέλασα.
"Να μου τη δώσεις κι εμένα μία βόλτα." φώναξα για να με ακούσει ενώ αυτός ήδη είχε ανεβάσει ταχύτητα.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top