Κεφάλαιο 16ο - Τα πάνω κάτω

Και κάπως έτσι πέρασαν οι υπόλοιπες μέρες μας στη Ρώμη. Η Μαρία να είναι συνεχώς δίπλα μου και να με παρηγορεί κι εγώ να λειτουργώ μηχανικά σα στρατιωτάκι. Τον Αντριάνο δεν τον ξαναείδα, και ούτε επιχείρησα να πάω να τον βρω στη βίλα του. Ούτε με το Ρικάρντο είχα μιλήσει, όμως επικοινωνούσα με το Λούι για να δω πως είναι.

"Μια χαρά είναι, γύρισε στον παλιό καλό του εαυτό." αυτή ήταν συνεχώς η απάντησή του και το μοναδικό πράγμα που έλεγε πριν τερματίσει την κλήση μας.

Η πενταήμερη πέρασε και επιστρέψαμε πίσω στο Μονκαλιέρι. Η επιστροφή μου στο σπίτι όμως έμελλε να φέρει και τα πάνω κάτω στη ζωή μου. Οι γονείς μου, μου φυλούσαν μία έκπληξη που με συγκλόνισε αρκετά. Μου ανακοίνωσαν πως λόγω της δουλειάς τους στο μικροβιολογικό εργαστήριο, θα έπρεπε να κάνουν μία έρευνα σε υδρόβιους οργανισμούς που υπήρχαν στο λιμάνι της Τσιβιταβέκια, του Λάτσιου της Ρώμης. Κι ενώ ήθελα να τους φωνάξω πως δε θέλω να φύγω από το μέρος που μεγάλωσα και έζησα όλα τα χρόνια της ζωής μου, ήξερα πως ήταν άδικος κόπος. Είχαν πάρει ήδη την απόφαση τους κι εγώ έπρεπε να τους ακολουθήσω.

Μετά τις εξετάσεις του σχολείου, μετακομίσαμε σε μία μονοκατοικία στην Τσιβιταβέκια. Δεν ήταν άσχημα εδώ, όμως μου έλειπε η κολλητή μου και ο ξάδερφος μου. Δεν ξαναγωνίστηκα με τη μηχανή μου στο Μονκαλιέρι και ούτε ξανάδα το Ρικάρντο, από τότε στη Ρώμη. Ήθελα να τον κάνω να με ξεχάσει και ίσως αυτός να ήταν ο καλύτερος τρόπος για να γίνει.

Ο Ιούνιος πέρασε με εμένα κλεισμένη μέσα στο σπίτι και τους γονείς μου να μελετάνε όλοι την ώρα διάφορους οργανισμούς, πότε στο λιμάνι και πότε στο εργαστήριο του σπιτιού που μας είχε παραχωρήσει η εταιρεία που δούλευαν. Μιλούσα καθημερινά με τη Μαρία και τον Λούι, και μου υποσχέθηκαν πως θα ερχόντουσαν εδώ για να περάσουμε τις διακοπές μας μαζί αλλά και για να γιορτάσουμε τα γενέθλιά μου. Έτσι κι έγινε. Μέσα Ιουλίου ήρθαν για να μείνουν στο σπίτι μας για περίπου δυο εβδομάδες. Ήταν οι καλύτερες της ζωής μου. Όσο τους είχα δίπλα μου, βρήκα τον παλιό μου εαυτό και το πάθος μου για τις μηχανές βγήκε ξανά στην επιφάνεια. Έπρεπε να κάνω κάτι και να συνεχίσω τη ζωή μου. Δεν γινόταν να μιζεριάζω άλλο, και η μεγάλη μου αγάπη ήταν το καλύτερο γιατρικό.

Ήταν αρχές Αυγούστου όταν πήρα ένα ταξί για να με πάει στο Φιουμιτσίνο, στο απαίσιο εκείνο σπίτι που είχε στιγματίσει τη ζωή μου. Βρήκα τη μηχανή της Λίλι, η οποία ήταν δική μου πλέον, και μετά από μερικές προσπάθειες, πήρε μπρος. Την έκανα μία βόλτα, κι ύστερα γύρισα πίσω στο σπίτι μου με αυτήν. Βρήκα ένα ερημικό σπίτι δυο τετράγωνα κάτω από το δικό μας για να την κρύψω, και το βράδυ θα επέστρεφα στο Φιουμιτσίνο για να πάρω μέρος σε κάποιον αγώνα. Η παλιά Μαρτίνα βγήκε για τα καλά στην επιφάνεια.

Έτσι πέρασε και το υπόλοιπο καλοκαίρι μου, βγαίνοντας κρυφά από το σπίτι τα βράδια και παίρνοντας μέρος σε παράνομους αγώνες. Τον Αντριάνο δεν τον ξανάδα. Απ' ό,τι μου 'παν οι φίλοι του είχε φύγει για σπουδές στην Αγγλία και δεν ήξεραν πότε θα ξαναρχόταν...ίσως να επέστρεφε για τις διακοπές στο τέλος του χρόνου. Με όλους στην αλάνα είχα γίνει φίλη, κι ακόμη και με τη Λιλιάνα είχαν ελαττωθεί οι κόντρες μας, αν και νομίζω πως ακόμη δεν είχε ξεπεράσει τη νίκη μου κι ότι εγώ είχα τώρα τη μηχανή της, τη Λίλη, όπως την αποκαλούσα πλέον.

Η σχολική χρονιά άρχισε, και οι έρευνες των γονιών μου ακόμη δεν είχαν αποφέρει κάποια από τα επιθυμητά αποτελέσματα, οπότε γράφτηκα στο τοπικό σχολείο της περιοχής και άρχισα τα μαθήματα. Το πρωί πήγαινα σχολείο και ήμουν μία άριστη μαθήτρια ενώ το βράδυ το έσκαγα από το σπίτι για να πάρω μέρος σε παράνομους αγώνες.

Έτσι, πέρασε γρήγορα ο καιρός και ήρθαν τα Χριστούγεννα. Εκείνο το βράδυ, λίγο πριν φτάσω στην αλάνα είχα ένα προαίσθημα πως θα έβλεπα τον Άντρι και δεν είχα άδικο. Όλοι ήταν καθισμένοι στα σκαλιά στο πλάι της αλάνας και μαζεμένοι γύρω από τον Αντριάνο και μία κοπέλα που έβλεπα για πρώτη φορά. Ο ήχος της μηχανής μου έκανε όλους να γυρίσουν προς το μέρος μου και να με αντικρύσουν και τέτοια αμηχανία δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Η κοπέλα δίπλα στον Αντριάνο κάτι του είπε στο αυτί, κι εκείνος χαμογέλασε και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που μου έσπασε την καρδιά ο Αντριάνο.

Πήγα προς το μέρος τους και τους χαιρέτησα όλους.

"Στέλλα." μου συστήθηκε η μελαχρινή πανέμορφη κοπέλα κι εγώ της έτεινα το χέρι μου για χειρονομία.

"Μαρτίνα." της χάρισα ένα ψεύτικο χαμόγελο κι έκατσα παραδίπλα, δίπλα στον Λεονάρντο.

Όλο το βράδυ το περάσαμε κουβεντιάζοντας, αν και η αλήθεια είναι πως εγώ δε συμμετείχα σε καμία συζήτηση. Το μυαλό μου λειτουργούσε μόνο για να σκέφτεται τι είχε συμβεί μέχρι εκείνη τη στιγμή στη ζωή μου και πως στο καλό είχα μπλέξει έτσι. Είχα πληγώσει έναν υπέροχο άνθρωπο και είχα πληγωθεί από έναν άλλο. Ένας φαύλος κύκλος που δεν ήξερα πότε θα σταματούσε και ποιος θα έβγαινε νικητής από εκεί μέσα.

Το παρεάκι είχε αρχίσει να διαλύεται και η Στέλλα είχε ακουμπήσει πάνω στον ώμο του Άντρι επειδή νύσταζε. Πότε πότε μου έριχνε κλεφτές ματιές εκείνος κι εγώ έκανα ακριβώς το ίδιο, όμως ποτέ δε μου απεύθυνε το λόγο. Ίσως να μην τον ένοιαζα πλέον και η Στέλλα να τον έκανε να με ξεχάσει, σκέφτηκα. Δεν μπορούσα να μπω ανάμεσά τους και να διαλύσω τη σχέση τους, πάνω απ' όλα ήθελα να είναι ευτυχισμένος. Ακόμη κι αν έπρεπε εγώ να τον βλέπω με άλλη...πράγμα που δεν έκανα, γιατί τις υπόλοιπες διακοπές μου τις πέρασα κλεισμένη στο σπίτι για να μη χρειαστεί να βλέπω το ζευγάρι να σαλιαρίζει.

Έτσι πέρασε άλλη μία σχολική χρονιά, με εμένα να κρύβομαι κάθε φορά που γυρνούσε σπίτι του ο Αντριάνο, και να βγαίνω από την κρυψώνα μου μόνο όταν εκείνος έφευγε. Οι έρευνες των γονιών μου πλέον έρχονταν στο τέλος τους κι αυτό σήμαινε πως σύντομα θα μπορούσαμε να φύγουμε απ' αυτό το μέρος. Αυτό το καλοκαίρι θα το περνούσα στο Τορίνο δίπλα σε όλους μου τους φίλους που τόσο μου είχαν λείψει, και του χρόνου, την τελευταία μου χρονιά στο Λύκειο, θα ήμουν και πάλι στο παλιό μου σχολείο. Όλα θα γυρνούσαν ξανά στο φυσιολογικό τους.

Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top