Κεφάλαιο 14ο - Un grande amore
"Έτοιμη;" ψιθύρισα στη Μαρία για να φύγουμε κι εκείνη έγνεψε καταφατικά.
"Είμαι σίγουρη πως θα το μετανιώσουμε αυτό που πάμε να κάνουμε, όμως η έξαψη του να κάνουμε κάτι επικίνδυνο και παράνομο με ελκύει σα μαγνήτης!" είπε χαμογελώντας εκείνη κι εγώ απλά συμφώνησα μαζί της.
Βγήκαμε αθόρυβα από το δωμάτιό μας και κατεβήκαμε κυριολεκτικά στις μύτες των ποδιών μας τα σκαλιά. Βρεθήκαμε στην αίθουσα αναμονής και σκεφτόμασταν πως να περάσουμε απαρατήρητες μπροστά από τον άντρα που βρισκόταν στη ρεσεψιόν. Εκείνη την ώρα ένα κινητό χτύπησε κι εγώ με τη Μαρία ταυτόχρονα βάλαμε το χέρι στις τσέπες μας, νομίζοντας πως είναι το δικό μας, όμως ακούσαμε τη φωνή του άντρα να χάνεται κάπου πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν για να απαντήσει στην κλήση του, κι αυτή ήταν η ευκαιρία μας. Τρέξαμε προς την έξοδο του ξενοδοχείου και δεν σταματήσαμε παρά μόνο όταν βρισκόμασταν αρκετά μακριά από αυτό.
"Μου κόπηκαν τα γόνατα, νόμιζα πως ήταν το δικό μου κινητό που χτύπησε!" ψιθύρισα με κομμένη την ανάσα.
"Αφού το έχεις κλειστό όλη μέρα! Πάντως κι εγώ τρόμαξα, νόμισα πως ήταν το δικό μου." μου απάντησε εκείνη και μόνο τότε συνειδητοποίησα πως είχε δίκιο, είχα ξεχάσει να ενεργοποιήσω πάλι το κινητό μου.
"Φαντάσου τι θα γινόταν εάν μας έπιαναν στα πράσα!" είπα χαχανίζοντας.
"Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι!" γέλασε και η Μαρία μαζί μου.
Φτάσαμε γρήγορα έξω από το απαίσιο σπίτι και βρήκα τη μηχανή στο μέρος που την είχα αφήσει νωρίτερα. Αφού ένωσα τα καλώδια και η μηχανή πήρε μπρος, την καβαλήσαμε και μας οδήγησα μέχρι την αλάνα που θα διεξαγόντουσαν οι αγώνες. Είχε μαζευτεί αρκετό πλήθος, και κάποιους τους αναγνώριζα από την προηγούμενη φορά που είχα βρεθεί εδώ. Ο Σεμπάστιαν και ο Μαριάνο μας πλησίασαν παραξενευμένοι ενώ η Λίλι και ο Λούκας ήταν μαζί με τον Λεονάρντο και μας κοιτούσαν απροκάλυπτα.
"Τι κάνεις εσύ εδώ; Νομίζαμε πως μας δούλευε τόση ώρα η Λίλι με το Λούκας! Και γιατί στο καλό έχεις τη μηχανή του Αντριάνο; Θα σε σκοτώσει μόλις το μάθει!" το λόγο πήρε ο Μαριάνο κι εγώ του χαμογέλασα ντροπαλά.
"Θα το ρισκάρω με τον Αντριάνο, όμως προς το παρόν θέλω να πάρω μέρος στον αγώνα και να κερδίσω την οχιά!" είπα αποφασιστικά εγώ και κατευθύνθηκα προς το μέρος της.
Η Μαρία, ο Σεμπάστιαν και ο Μαριάνο με ακολούθησαν και ήδη ξέραμε ποιο στρατόπεδο είχε διαλέξει ο καθένας μας. Χαιρόμουν που οι δύο φίλοι του Αντριάνο ήταν πλάι μου, όμως μισούσα το Λούκας που είχε συνάψει σχέση με την οχιά, διότι αυτό σήμαινε πως είχε προδώσει το φίλο του.
"Πάνω που άρχισα να τους λέω πως φοβήθηκες και δε θα έρθεις μικρή!" πήρε το λόγο η οχιά κι εγώ ξίνισα τα μούτρα μου.
"Δάγκωσε τη γλώσσα σου και κάνε μας τη χάρη να ψοφήσεις επιτέλους!" ανταπάντησα εγώ και έστρεψα το βλέμμα προς όλους τους υπόλοιπους.
"Απ' ό,τι θυμάμαι σας άρεσαν τα στοιχήματα. Λοιπόν, λέω να αναμετρηθούμε με την οχιά από 'δω, ναι την Λιλιάνα εννοώ, κι όποια κερδίσει θα κερδίσει και τη μηχανή της ηττημένης. Τι λέτε;" φώναξα για να με ακούσουν όλοι και όλοι ζητωκραύγασαν.
"Δεν μπορείς να στοιχηματίζεις τη μηχανή του Αντριάνο!" προσπάθησε να μου αλλάξει γνώμη η Λίλι όμως της έσκασα ένα ειρωνικό χαμόγελο.
"Ο Αντριάνο μου είπε να στοιχηματίσω τη Μία! Τόσο σίγουρος είναι για τη νίκη μου!" απάντησα αμέσως κι εκείνη με κοίταξε αποδοκιμαστικά.
"Τους κανόνες του θυμάστε. Θα κάνετε τρεις γύρους. Όποια φτάσει πρώτη στο τέρμα, θα είναι και η νικήτρια του αγώνα. Πάρτε θέσεις!" η φωνή του Λεονάρντο αντήχησε στην αλάνα κι εμείς κατευθυνθήκαμε προς τις μηχανές μας.
Ο Μαριάνο μου έδωσε το κράνος του όταν αντιλήφθηκε πως εγώ δεν είχα δικό μου, και μαζί με τη Μαρία και το Σεμπάστιαν μου ευχήθηκαν καλή τύχη. Πήραμε θέσεις στην έναρξη, και μόλις μία κοπέλα με ένα κόκκινο μαντήλι στο χέρι της έδωσε το σήμα, γκαζώσαμε ταυτόχρονα τις μηχανές μας.
Η αλήθεια είναι ότι η Λίλι είναι πολύ καλή με τις μηχανές, και πολύ καλή οδηγός. Τους δύο πρώτους γύρους βρισκόταν ελάχιστα μπροστά μου και για μία στιγμή άρχισα να πιστεύω πως θα με κερδίσει. Έβαλα την έκτη ταχύτητα και γκάζωσα στο τέρμα τη μηχανή. Αυτή ήταν η μοναδική μου ευκαιρία για να την προσπεράσω και να βγω πρώτη, αλλιώς θα έχανα τη Μία και κατά συνέπεια και τη ζωή μου μόλις το μάθαινε ο Αντριάνο. Η Λίλη παραξενεύτηκε που τόση ώρα δεν είχα χρησιμοποιήσει την τελευταία ταχύτητα της μηχανής κι αυτή η στιγμή ήταν η κατάλληλη για να μου δώσει το προβάδισμα. Έκανα έναν ελιγμό και βρέθηκα στα αριστερά της να την προσπερνάω καθώς έφτανα στο τέρμα. Έκανα μία μικρή σούζα με τη μηχανή ακριβώς τη στιγμή που έφτασα στο τέρμα και το πλήθος άρχισε να φωνάζει. Άλλη ζητωκραύγαζαν κι άλλοι απλώς φώναζαν αποδοκιμαστικά, όμως δε με ένοιαζε καθόλου. Σημασία είχε ό,τι κέρδισα τη Λίλη, και τη μηχανή της.
Σταμάτησα λίγο μετά τη γραμμή του τέρματος και αμέσως άτομα μαζεύτηκαν γύρω μου για να με συγχαρούν. Ανάμεσα σε αυτά ήταν και οι φίλοι μου. Τα συγχαρητήρια που δεχόμουν διακόπηκαν απότομα μόλις ακούστηκε η φωνή του.
"Τι στο καλό νομίζεις πως κάνεις με τη Μία;" με ρώτησε κι εγώ στραβοκατάπια.
Κατέβηκα αμέσως από τη μηχανή του και γύρισα να τον κοιτάξω. Η μορφή του μου έκοψε την ανάσα. Γίνεται να είχε ομορφύνει κι άλλο; Κι όμως, γινόταν! Αλλά δεν έπρεπε να καταλάβει πως ακόμη με επηρέαζε η παρουσία του.
"Είπα να την κάνω μία βόλτα για να ξεσκουριάσει όμως η Λίλι με προκάλεσε σε έναν αγώνα, και κέρδισα τη μηχανή της." είπα σχεδόν με μία λέξη όμως το έβλεπα στο βλέμμα του πως ήταν αρκετά θυμωμένος μαζί μου.
"Ποιος σου είπε να ακουμπήσεις τη μηχανή μου;" είπε συλλαβιστά ενώ πλησίαζε προς το μέρος μου απειλητικά.
"Με συγχωρείς." ήταν το μόνο που κατάφερα να πω κι έσκυψα λίγο το κεφάλι μου.
Εκείνος στάθηκε μπροστά μου και μου έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα πριν καβαλήσει τη μηχανή του. Αστραπιαία ανέβηκα κι εγώ στη μηχανή και φώναξα στο Μαριάνο να μου φέρει την καινούρια μου μηχανή και τη Μαρία στην κρυψώνα του Άντρι.
"Κατέβα!" είπε ο Αντριάνο αμέσως μόλις ένιωσε το βάρος μου πάνω στη μηχανή.
"Δεν πρόκειται, γι' αυτό βάλε μπρος." ανταπάντησα εγώ κι εκείνος ξεφύσηξε, όμως άναψε τη μηχανή.
"Δεν έχεις αλλάξει καθόλου!" τα λόγια του ακούστηκαν σαν ψίθυρος πάνω από τον ήχο της μηχανής όμως δεν του απάντησα.
Φτάσαμε στο απαίσιο σπίτι και κατέβηκα από τη μηχανή του ενώ εκείνος παρέμεινε ακόμη πάνω σ' αυτήν.
"Τι δουλειά έχεις στη Ρώμη;" Απαίτησε να μάθει.
"Πενταήμερη με το σχολείο." απάντησα αδιάφορα κι εκείνος έφερε ένα τσιγάρο στα χείλη του.
"Για ποιο λόγο πήρες τη Μία και που έμαθες να κλέβεις μηχανές;" ρώτησε αμέσως μετά κι εγώ σήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου.
"Διαμένουμε στο ξενοδοχείο εδώ δίπλα, και ο δρόμος μου με έφερε σε αυτήν. Έψαξα στους θάμνους και τη βρήκα. Έτσι, σκέφτηκα να την κάνω μία βόλτα." αποκρίθηκα.
"Και πως έμαθες να βάζεις μπρος μηχανές χωρίς το κλειδί;" ξαναρώτησε.
"Ο ξάδερφος μου είναι μηχανικός και έχω μάθει κάνα δύο κολπάκια από εκείνον." ήταν το μόνο που του είπα.
Μία σιωπή απλώθηκε στο χώρο, και μόνο ανταλλάσσαμε που και που ματιές μεταξύ μας. Κάπνισε άλλο ένα τσιγάρο, όμως μιλιά δεν έβγαλε κανένας από τους δύο. Ο Μαριάνο ακόμη δεν είχε φανεί και είχα αρχίσει να ανησυχώ για τη Μαρία.
"Συγγνώμη για τότε." από τις σκέψεις μου με έβγαλε η γλυκιά φωνή του.
"Τι;" ρώτησα επειδή δεν άκουσα τι μου είχε πει μόλις.
"Λέω...συγγνώμη για τότε...ξέρεις, για το καλοκαίρι." ειπε ψιθυριστά εκείνος και κατέβηκε από τη μηχανή.
Έψαξα να βρω το βλέμμα του για να καταλάβω αν όντως εννοεί τη συγγνώμη του, όμως ήταν χαμηλωμένο στο έδαφος.
"Τόσο πολύ σε πείραξε που ήμουν παρθένα;" τόλμησα να ρωτήσω κι ένιωθα να τρέμω ολόκληρη.
"Με πείραξε ότι φέρθηκα σα μαλάκας και η πρώτη σου φορά θα ήταν με κάποιον σαν κι εμένα, Μάρε..." απάντησε χαμηλόφωνα ενώ με είχε πλησιάσει και το χέρι του χάιδευε το μάγουλό μου.
Έβλεπα στα μάτια του πως το εννοούσε κι όσο άρχισε να με πλησιάζει εγώ έκλεισα τα μάτια μου αυθόρμητα, περιμένοντας για το λυτρωτικό φιλί του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top