Κεφάλαιο 11ο - Ραντεβού

Έφτασα έξω από το γκαράζ του Λούι, και είδα τον Ρικάρντο να μιλάει μαζί του ενώ τον βοηθούσε να επισκευάσει μία μηχανή. Ένιωσα αμηχανία για μία στιγμή και ήμουν σίγουρη πως ο ξάδερφός μου δε θα σταματούσε να με πειράζει ποτέ για το Ρικάρντο. Άφησα μία ανάσα να βγει και μπήκα όσο πιο χαλαρά μπορούσα μέσα στο γκαράζ.

"Αμόρε, ήρθες κιόλας;" με ρώτησε ο Λούι και μου έκλεισε το μάτι πονηρά.

"Γεια σου Λούι, γεια Ρικάρντο." προσπάθησα να πω χαλαρά όμως η αμηχανία που ένιωθα ήταν εμφανής ακόμη και στον τόνο της φωνής μου.

Ο Ρικάρντο μου χαμογέλασε γλυκά ενώ αποχαιρέτισε τον Λούι.

"Εμείς πηγαίνουμε, θα στην επιστρέψω σώα και αβλαβή." είπε στον ξάδερφό μου ο οποίος τον απείλησε πως αν πάθω τίποτα θα τον σκοτώσει.

Έπιασε το χέρι μου και με οδήγησε στη μηχανή του. Είχε πάρει μαζί του και δεύτερο κράνος για 'μένα, και χαμογέλασα διάπλατα όταν το είδα. Προσπάθησα να μην επεξεργαστώ πολύ τη μηχανή του, μιας που μου θύμιζε τη Μία, όμως αυθόρμητα η εικόνα του Αντριάνο έκανε επίθεση στο μυαλό μου.

"Κρατήσου!" είπε πάνω από τον ώμο του ο Ρικάρντο και με έβγαλε από τη σκέψη του Άντρι.

Κρατήθηκα πάνω του και μύρισα ένα μεθυστικό άρωμα όσο είχα γείρει κοντά του.

Δεν πρέπει να σκέφτομαι τον Αντριάνο. Απόψε θα έπρεπε να σκέφτομαι μόνο τον Ρικάρντο και πως θα επανορθώσω τα πράγματα! μάλωσα τον εαυτό μου και ρούφηξα όσο περισσότερο από το άρωμα του μπορούσα. Αυτός ο άνθρωπος με χαλάρωνε περισσότερο απ' ό,τι πίστευα.

Φτάσαμε λίγο πιο έξω από το Τορίνο, στην Βασιλική της Σουπέργα. Είχα δει το μέρος από φωτογραφίες, όμως ποτέ δεν είχα πάει εκεί. Πάρκαρε τη μηχανή του εκεί όπου απλωνόταν το πάρκο της Σουπέργα, και έπιασε το χέρι μου για να φτάσουμε κοντά στο τέλος του χωματόδρομου. Η θέα που σου πρόσφερε αυτός ο λόφος, σου έκοβε την ανάσα. Ειδικά αυτήν την ώρα που το πιο ωραίο ηλιοβασίλεμα προβαλλόταν μπροστά μας.

"Σίγουρα ξέρεις πως να εντυπωσιάζεις μία κοπέλα!" είπα αυθόρμητα ενώ βολευόμουν στο χώμα δίπλα του.

"Χαίρομαι που μία θέα σαν κι αυτή μπορεί να σε εντυπωσιάσει!" νομίζω πως το εννοούσε πραγματικά αυτό που είπε, πράγμα που με παραξένεψε και γύρισα να τον κοιτάξω για να καταλάβω τα λόγια του.

"Αν όχι αυτή η θέα, και αυτή η ώρα που δύει ο ήλιος, τότε τι άλλο θα μπορούσε να με εντυπωσιάσει;" τον ρώτησα εγώ παραξενευμένη κι αυτός μου χαμογέλασε στραβά.

"Συγχώρεσέ με, απλά έχω συνηθίσει να βγαίνω με άλλες κοπέλες που δεν εντυπωσιάζονται με απλά καθημερινά πράγματα." ήταν ειλικρινής απέναντι μου όμως ένιωσα ένα μικρό αίσθημα ζήλιας να κάνει την εμφάνισή του και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί.

"Σου αρέσει που εγώ εντυπωσιάζομαι με τέτοιου είδους πράγματα;" η ερώτηση βγήκε από τα χείλη μου χωρίς να το καταλάβω και με έπιασε εξαπίνης και 'μένα την ίδια.

Αυτός γύρισε να με κοιτάξει καλύτερα, ενώ εγώ δάγκωσα τα χείλη μου για τα λόγια που ξεστόμισα. Δεν ήξερα τι με έπιασε, και ούτε γιατί τον ρώτησα κάτι τέτοιο. Σε καμία περίπτωση δε φλέρταρα με τον Ρικάρντο!

"Μου αρέσουν πολλά πάνω σου και νομίζω πως είσαι διαφορετική. Όμως, δε θέλω άλλα ψέματα μεταξύ μας, τι λες;" με ρώτησε και εγώ έγνεψα θετικά.

"Συγγνώμη για χθες. Το ξέρω πως εσύ με ακολούθησες για να μη πάθω κάτι, και μου είπες το πραγματικό σου όνομα, και παρ' όλα αυτά εγώ συνέχισα τα ψέματα." είπα μα πριν προλάβει να μιλήσει, ακούμπησα το δάχτυλο μου στα χείλη του για να τον κάνω να σωπάσει.

"Πραγματικά δεν ξέρω γιατί δε σου είπα την αλήθεια. Θέλω να πάρω μέρος στους επόμενους αγώνες και θέλω να συνεχίσω να τρέχω με τη μηχανή μου. Αγαπώ την ταχύτητα, αγαπώ αυτό το αίσθημα ελευθερίας που μου δίνει, την αδρεναλίνη που αρχίζει να αυξάνει τους παλμούς μου και την καρδιά μου που χτυπάει άτακτα όταν καβαλάω κάποια μηχανή. Μα πάνω απ' όλα λατρεύω το πως με βγάζει από την καθημερινότητα μου και από όλη αυτή τη ρουτίνα. Πρέπει να είμαι η τέλεια κόρη, η τέλεια μαθήτρια, παράδειγμα προς μίμηση για τους άλλους, και δεν το αντέχω. Δεν είναι ότι μου το ζήτησαν ποτέ οι δικοί μου αυτό, αλλά το βλέπω πως αυτό θέλουν και δε θέλω να τους απογοητεύσω. Όμως, όταν είμαι πάνω στη μηχανή, μόνο τότε είμαι στ' αλήθεια εγώ, η Μαρτίνα, και δεν ήθελα να μου το πάρεις αυτό. Θέλω όποτε έχω χρόνο να κάνω κάτι που το θέλω εγώ πραγματικά και φοβόμουν πως θα το έχανα αυτό αν σου έλεγα την αλήθεια. Συγγνώμη που δεν στο 'πα από την αρχή, και που σου είπα ψέματα." του εξομολογήθηκα την αλήθεια και τον κοίταξα βαθιά μες τα μάτια, ελπίζοντας να με καταλάβει.

Τα μάτια του ήταν γκρι και όμοια τους δεν είχα ξαναδεί. Ήταν πανέμορφος. Αυθόρμητα κοίταξα τα χείλη του και στραβοκατάπια. Δεν ήξερα τι μου συνέβαινε. Ή μάλλον δεν ήθελα να παραδεχτώ τι μου συνέβαινε, ούτε στον εαυτό μου.

"Δε χρειάζεται να μου ξαναζητήσεις συγγνώμη." είπε εκείνος και μου χαμογέλασε γλυκά.

Και το βλέμμα μου από τα χείλη του που χαμογελούσαν, επέστρεψαν στο βλέμμα του. Ελπίζω να μην παρατήρησε ότι κοιτούσα τα χείλη του, και χαμογέλασα κι εγώ αμήχανα.

"Ήταν πολύ σημαντικός για 'σένα;" με ρώτησε αδιάφορα αλλά δεν κατάλαβα τι εννοούσε.

"Ο Αντριάνο. Γι' αυτόν δεν έχασες τον έλεγχο της μηχανής σου χθες;" ξαναρώτησε όταν είδε πως δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε.

"Ήταν ο πρώτος μου έρωτας, ή μάλλον κάτι περισσότερο σαν ενθουσιασμός, αλλά και αυτός ο οποίος μου έσπασε για πρώτη φορά την καρδιά... Βέβαια, νομίζω πως έφταιγα περισσότερο εγώ γι' αυτό παρ' ότι εκείνος." του απάντησα ειλικρινά και αυτός γύρισε το βλέμμα του προς την πόλη που απλωνόταν στα πόδια μας.

"Είσαι ακόμη ερωτευμένη μαζί του;" τα λόγια του με έπιασαν εξαπίνης γιατί δεν ήξερα τι ακριβώς ένιωθα για εκείνον.

"Δεν ξέρω. Υπάρχουν στιγμές που τον σκέφτομαι, αλλά δεν ξέρω αν είναι από έρωτα ή από πόνο." προτίμησα να του πω την αλήθεια κι αυτός μου χαμογέλασε γλυκά.

"Τι λες; Θα γυρίσουμε πίσω; Άρχισε να βραδιάζει." με ρώτησε κι εγώ έγνεψα θετικά.

Σηκώθηκε πρώτος και μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να σηκωθώ. Το έπιασα δίχως δισταγμό και είπα να του κάνω μία μικρή πλάκα να γελάσουμε. Τον τράβηξα απότομα προς το μέρος μου, μα αυτός δεν το περίμενε και βρέθηκε να πέφτει πάνω μου με φόρα. Εγώ δεν άντεξα στο όλο σκηνικό, και ξέσπασα σε δυνατά γέλια. Το ίδιο έκανε κι αυτός, πριν πάρει μία τούφα από τα μαλλιά μου και την βάλει πίσω από το αυτί μου. Ξαφνικά, σοβαρέψαμε απότομα και εγώ κράτησα την ανάσα μου χωρίς να το θέλω. Ήμασταν τόσο κοντά που ένιωθα την αναπνοή του να χτυπάει πάνω μου. Τα χείλη μας απείχαν μόλις μερικά εκατοστά, κι αυτός κοιτούσε τα δικά μου ενώ ταυτόχρονα έγλειφε τα δικά του. Ήθελα να τον φιλήσω τόσο πολύ και ασυναίσθητα έκλεισα τα μάτια μου, όταν ένιωσα το βάρος του να μετατοπίζεται από πάνω μου. Άνοιξα τα μάτια μου παραξενευμένη, και τον είδα να μου τείνει πάλι το χέρι του για να σηκωθώ. Θα μπορούσε να με είχε φιλήσει όμως δεν το έκανε, γιατί; Δεν του αρέσω; Πήρα το χέρι του και αυτή τη φορά δε δοκίμασα να κάνω κάτι άλλο. Εκείνος μου χαμογέλασε στραβά και κατευθυνθήκαμε προς τη μηχανή του ενώ ακόμη μου κρατούσε το χέρι. Μου έδωσε το κράνος μου και φόρεσε το δικό του.

Καθ' όλη τη διαδρομή δεν ανταλλάξαμε λέξη. Εγώ είχα χαθεί στις σκέψεις μου και αναρωτιόμουν τι με έπιασε με αυτόν τον άνθρωπο και γιατί ήθελα να με φιλήσει. Το χειρότερο είναι ότι του είχα θυμώσει κιόλας που δεν το έκανε. Νόμιζα πως ήμουν ερωτευμένη με τον Αντριάνο, μα η καρδιά μου είχε αρχίσει να έχει άλλη γνώμη. Μου έπαιζε διάφορα παιχνίδια που η λογική μου δεν μπορούσε να εξηγήσει ακόμη.

Φτάσαμε έξω από το γκαράζ του Λούι, ο οποίος όταν μας είδε χαμογέλασε διάπλατα και έκανε να έρθει προς το μέρος μας. Εγώ κατέβηκα γρήγορα από τη μηχανή, ψέλλισα ένα καληνύχτα και στους δύο και έφυγα σαν κυνηγημένη για να πάω στο σπίτι μου.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top