Κεφάλαιο 10: Χαρούμενα γενέθλια κύριε Μυλωνά.(2)


Έφτιαξε το σακάκι του και προχώρησε με την Μυρτώ δίπλα του έξω από το δικαστήριο. Πλησίασαν κοντά στον αστυνομικό που ήταν με γυρισμένη την πλάτη.
<<Με συγχωρείτε.>> του είπε ο Πάρης και ο αστυνομικός γύρισε να τον κοιτάξει πίνοντας καφέ από το πλαστικό ποτήρι << ο αστυνομικός Γιαννιάς;>> τον ρώτησε.
<<Ναι.>> του απάντησε ο άντρας.
<<Με λένε Πάρη Μυλωνά, αυτή εδώ είναι η Μυρτώ Νικολάου...>> έδειξε με τον αντίχειρα του την Μυρτώ πίσω του <<από το εγκληματολογικό. Μου επιτρέπεται να σας ρωτήσω πόσες κλήσεις για παράβαση ταχύτητας δίνεται καθημερινά;>>
<<Και τι δουλειά έχεις στην δουλειά μου;>> τον ρώτησε ο αστυνομικός παίρνοντας μια αμυντική στάση απέναντί του.
<<Δώσατε κλήση σε τρείς ανθρώπους και βρέθηκαν νεκροί.>> του εξήγησε.
<<Και νομίζεις ότι είχα κάποια σχέση;>>

Ο Πάρης δεν του απάντησε και σήκωσε το φρύδι του.
<<Είμαι καλός αστυνομικός, υπηρετώ το επάγγελμά μου και στα ρεπό μου πηγαίνω σε δίκες.>>
<<Δίκες για παράβαση ταχύτητας;>> τον ρώτησε η Μυρτώ στηρίζοντας τα γυαλιά ηλίου στο κεφάλι της.
<<Ναι, μερικές φορές κάποιοι φτάνουν μέχρι τη δίκη και παλεύω με νύχια και με δόντια.>> απάντησε στην Μυρτώ.
<<Στο δικαστήριο;->> ρώτησε ο Πάρης.
<<Ναι. Το πρωί αντιμετώπισα μια τέτοια πρόκληση.>>
<<Ο δικαστής είναι πάντα ο ιδιος;>> ο Πάρης κοίταξε στιγμιαία την Μυρτώ.
<<Όχι, είναι τρεις δικαστές για τέτοια θέματα. Σε λίγο αρχίζει η συνεδρίαση γιατί δεν πάτε να ενοχλήσετε εκείνους;>> τους ρώτησε.
Ο Πάρης με την Μυρτώ κοιτάχτηκαν και χωρίς να του απαντήσουν ανέβηκαν τα σκαλιά μπαίνοντας μέσα στο δικαστήριο.

Κάθισαν στις τελευταίες θέσεις και περίμεναν να αρχίσει η δική.
<<Όλοι όρθιοι. Προεδρεύει ο αξιότιμος Γρηγόρης Ευθυμίου.>> φώναξε ένας αστυνομικός και όλοι οι άνθρωποι στην αίθουσα σηκώθηκαν.
Ο πρόεδρος εμφανίστηκε, ο Πάρης πάγωσε και έμεινε να τον κοιτάζει. Δεν είχε καμία αμφιβολία ο δικαστής Ευθυμίου και ο Μάνος Σταματίου ήταν το ίδιο πρόσωπο που ουκ ολίγες φορές ο Πάρης είχε συναντήσει στο παρελθόν χωρίς βέβαια να καταφέρει να τον φυλακίσει, γιατί τα στοιχεία δεν τον βοηθούσαν. Ο δικαστής τον κοίταξε για λίγο και μετά γύρισε στα χαρτιά του.
<<Μπορείτε να καθίσετε.>> τους φώναξε ο δικαστής.
Η Μυρτώ απ την άλλη κοιτούσε μια τον Πάρη και μια τον δικαστή ήταν μπερδεμένη μα πιο πολύ δεν πίστευε αυτό που έβλεπε μπροστά της.
Κάθισαν όλοι, εκτός από τον Πάρη που στεκόταν κοιτάζοντας τον δικαστή.
<<Πάρη...;>> του ψιθύρισε η Μυρτώ.

Έβγαλε την κάρτα με τα στοιχεία του από την τσέπη του σακακιού του και προχώρησε στην άκρη του δικαστηρίου πλησιάζοντας στον αστυνομικό.
<<Με συγχωρείτε αστυνόμε...>> σήκωσε την κάρτα του και του την έδειξε <<Πάρης Μυλωνάς.>> χαμηλόφωνα είπε <<Εγκληματολογικό Αθηνών. Θέλω να γίνει σύλληψη ενός υπόπτου για φόνο.>>
<<Ποιός είναι ο ύποπτος;>> τον ρώτησε ο αστυνομικός.
Ο Πάρης σήκωσε το βλέμμα του, κοίταξε για λίγο τον δικαστή και μετά τον αστυνομικό <<Ο δικαστής Ευθυμίου.>> απάντησε σοβαρά <<Το πραγματικό του όνομα είναι Μάνος Σταματίου.>> εξήγησε στον αστυνομικό.
<<Δεν θέλετε να το κάνετε αυτό.>> του είπε ο αστυνομικός.
<<Κύριε, σας παρακαλώ καθίστε.>> φώναξε ο δικαστής κοιτάζοντάς τον.
<<Αστυνόμε, αυτός ο άντρας δεν είναι αυτός που παριστάνει.>> συνέχισε ο Πάρης.
<<Καθίστε τώρα ή θα απομακρυνθείτε και θα κατηγορηθείτε για ασέβεια.>>
Δεν έδωσε σημασία στα λόγια του δικαστή και συνέχισε προσπαθώντας να πείσει τον αστυνομικό.
<<Καταζητείται για δολοφονία.>> προσπαθούσε να εξηγήσει στον αστυνομικό.
<<Δείχνεται ασέβεια απέναντι στο δικαστήριο. Πάρτε τον.>> έδωσε εντολή ο δικαστής.

Ο αστυνομικός έπιασε τον Πάρη απ το μπράτσο <<Πάμε.>> του είπε και τον τράβηξε έξω. Ο Πάρης γύρισε το κεφάλι του κοιτάζοντας την Μυρτώ, η οποία σηκώθηκε και με αργά βήματα πήγε προς την έξοδο.
<<Συγγνώμη για την διακοπή. Ας συνεχίσουμε. Μπορείτε να καθίσετε κυρία μου;>> ρώτησε την Μυρτώ θα φύγετε από την αίθουσα όταν λήξει η συνεδρίαση. Αλλιώς θα αντιμετωπίσετε ίδια κατηγορία με τον φίλο σας.>> της είπε, η Μυρτώ γύρισε και κάθισε στην θέση της.

Ο Πάρης ήταν κλεισμένος σ ένα κελί. Είχε καθίσει στο τσιμεντένιο πάτωμα και σκεφτόταν, είχαν περάσει πολλές ώρες από τότε που μπήκε στο κελί. Άκουσε βήματα να πλησιάζουν και με την άκρη του ματιού του είδε τον δικαστή Ευθυμίου.
<<Από που κατάγεσαι;>> τον ρώτησε.
Ο Πάρης γέλασε ειρωνικά και τον κοίταξε <<Ξέρεις από που κατάγομαι. Και ξέρω ποιος είσαι.>> του απάντησε.
<<Δεν είμαι αυτός που νομίζεις ότι είμαι. Η τοπική αστυνομία ήρθε δύο φορές πέρσυ γι αυτόν τον άντρα. Μάνος Σταματίου, σωστά; Κάθε φορά βγαίνει στις εφημερίδες. Λένε ότι του μοιάζω πολύ.>>
<<Σαν δίδυμοι.>> απάντησε ο Πάρης.
<<Έχεις ακούσει για τον σύνδρομο Doppelgänger*;>> ρώτησε τον Πάρη.
<<Ο κάθε άνθρωπος έχει ακριβώς τον ίδιο δίδυμο του κάπου στον κόσμο;>> αντερώτησε απαντώντας του.
Ο δικαστής κούνησε το κεφάλι του <<Το πιστεύεις;>>
<<Δεν έχει αποδειχτεί.>>
<<Ένας Ελβετός νευροβιολόγος δημοσίευσε μια έρευνα που υποστηρίζει αυτή τη θεωρία. Δεν θυμάμαι το όνομά του. Υποστηρίζει την θεωρία ότι ο Σταματίου είναι ο δικός μου doppelgänger. Το δύσκολο για σένα είναι ότι είμαστε και οι δύο στην Ελλάδα.>>
Σηκώθηκε από το πάτωμα και πλησίασε κοντά στον Ευθυμίου.
<<Όπως ξέρεις, μπορούμε να κάνουμε εξέταση DNA. >>
Ο δικαστής έπιασε ένα κάγκελο και πλησίασε κοντά του.
<<Αν συνεχίσεις να επιμένεις, οι άνθρωποι θα αρχίσουν να σε περνάνε για τρελό.>> του είπε και φώναξε τον φύλακα για να ανοίξει το κελί. Ο φύλακας άνοιξε την πόρτα, ο Ευθυμίου πέρασε μέσα στο κελί <<Δεν θα ξαναπλησιάσεις στο δικαστήριό μου ξανά.>> του έδωσε το μπουφάν του και την ταυτότητα της δουλειάς του. Γύρισε την πλάτη του και κοντοστάθηκε, γύρισε στο μέρος του Πάρη <<Πριν γυρίσεις στο εργαστήριό σου γιατί δεν έρχεσαι για φαγητό;>> του πρότεινε <<Λέω στην γυναίκα μου ιστορίες σχετικά με την μέρα μου και αυτό θα θέλει να το ακούσει σίγουρα από εσένα. Στις έξι...>> έβγαλε από την τσέπη του μια κάρτα <<Αυτή είναι η διεύθυνση μου. Μένουμε στο Κολωνάκι.>> του έδωσε την κάρτα και έφυγε από κοντά του.

Ο Πάρης κοίταξε καλά την κάρτα, έφτιαξε το σακάκι του και το πουκάμισό του. Παρατήρησε καλά το σίδερο που είχε πιάσει ο δικαστής όσο φορούσε το σακάκι του.
<<Υπάρχει περίπτωση να έχει δίδυμο αδερφό;>> τον ρώτησε η Μυρτώ πλησιάζοντάς τον.
<<Προφανώς doppelgänger.>> απάντησε <<Έχεις μαζί σου το mentholatum σου;>>
<<Γιατί κρύωσες;>> η Μυρτώ έψαξε στην τσάντα της.
<<Όχι. Ο δικαστής έγινε άτσαλος.>> είπε πιάνοντας το βαζάκι στα χέρια του.
Άνοιξε το βαζάκι και πλησίασε στο σίδερο. Έτσι απ την αντίδραση που προκαλούσε στον αέρα το mentholatum εμφανίστηκε ένα δακτυλικό αποτύπωμα.
<<Ααα... Αποτυπώματα. Θα τα πάω στο εργαστήριο.>>
<<Πάρε εσύ το αμάξι. Τηλεφώνησέ μου αργότερα. Πηγαίνω σε δείπνο.>> της είπε και περπάτησε γρήγορα προς την έξοδο.

Κατέβηκε απ το περιπολικό και ζήτησε απ τον αστυνομικό να τον περιμένει, είδε το σπίτι μπροστά του και μετά κοίταξε την κάρτα. Προχώρησε, πέρασε τον κήπο με το γκαζόν καιρό τραπέζι και στάθηκε έξω από την σκαλισμένη πόρτα. Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Στην  άκρη της εισόδου παρατήρησε ένα ζευγάρι αρβύλα. Έσκυψε και σήκωσε το ένα απ αυτά και κοίταξε τον πάτο του, ταίριαζε αρκετά με τα αποτυπώματα στον τόπο. Η πόρτα άνοιξε, μια γυναίκα κοντά στα τριάντα-πέντε τον κοιτούσε.
<<Κύριε Μυλωνά...>> του είπε.
Ο Πάρης την κοίταξε <<Θαύμαζα αυτά τα αρβύλα.>>
Η γυναίκα γέλασε <<Παρακαλώ περάστε.>> έκανε το σώμα της πίσω και ο Πάρης πέρασε στο σπίτι.
Κοίταξε τον χώρο γύρω του και γύρισε στο μέρος της γυναίκας.
<<Έχετε πολύ ωραίο σπίτι.>> της είπε και χαμογέλασε.
<<Μας αρέσει.>> του απάντησε η γυναίκα και γέλασε ντροπαλά.
<<Μου επιτρέπετε να ρωτήσω πόσο καιρό ζείτε εδώ;>> την ρώτησε.
<<Το αγοράσαμε, όταν υιοθετήσαμε τον γιο μας, Μιχάλη. Το 2008.>> απάντησε και προχώρησε στο σαλόνι δίπλα.
<<Μιχάλη, τι σου είπα να κάνεις όταν έρθει ο καλεσμένος μας;>> πήγε πάνω από τον γιο της που καθόταν στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Το αγόρι κοίταξε τον Πάρη που στεκόταν στην κάσα της πόρτας.
<<Γεια σας είμαι ο Μιχάλης Ευθυμίου. Χαίρω πολύ.>> του είπε το αγόρι.
<<Και εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω Μιχάλη.>> ο Πάρης μπήκε στο σαλόνι και κοίταζε τα διάφορα χαρτιά που ήταν απλωμένα στο τραπεζάκι.
<<Θέλετε ταυτότητα για ασφάλεια;>> τον ρώτησε το αγόρι σηκώνοντας ψηλά μια ταυτότητα.
<<Το ιδιωτικό του Μιχάλη έχει ένα πρόγραμμα ταυτοτήτων για τους μαθητές.>> του εξήγησε η γυναίκα <<Παίρνουν και οι γονείς από από μια επίσης.>> συνέχισε.
<<Δεν μπορούμε να είμαστε ποτέ ασφαλής, σωστά κύριε Μυλωνά;>> τον ρώτησε ο Ευθυμίου που στεκόταν στην πόρτα.
<<Όχι, δεν μπορούμε.>> του απάντησε ο Πάρης γυρίζοντας προς το μέρος του.
<<Πεινάτε; Ας περάσουμε στο τραπέζι.>> ο Ευθυμίου του έκανε νόημα να περάσει πρώτος στο τραπέζι.

Έκατσε στην θέση απέναντι απ τον άντρα παρατηρώντας τον να κόβει το ρολό που ήταν στο τραπέζι.
<<Τώρα που το θυμήθηκα. Να πεις στον κύριο Μυλωνά από που αγόρασες τ αρβύλά σου. Τα θαύμαζε νωρίτερα.>> διακόπτοντας την σιωπή είπε η γυναίκα.
<<Αλήθεια;>> ρώτησε και κοίταξε τον Πάρη.
<<Ο άντρας μου έχει για χόμπι να οδηγεί σε όλη την Αθήνα και να ψάχνει ευκαιρίες, με ήλιο ή βροχή. Του λέω "είσαι δικαστής τώρα, δεν χρειαζόμαστε ευκαιρίες.">>
<<Και εγώ της επαναλαμβάνω "οι παλιές συνήθειες πεθαίνουν δύσκολα.">> γέλασε και κοίταξε την γυναίκα του.
<<Η αλήθεια είναι πως περνάει ευχάριστα στον ελεύθερο του χρόνο μόνος του.>>
<<Αγάπη μου ...>> της ψιθύρισε <<Σαν δικαστής, δεν θέλω ο κόσμος έξω να ξέρει τα προσωπικά μου επειδή θα τα χρησιμοποιήσει εναντίον μου.>> εξήγησε στον Πάρη.
Το φως απ το φλας δίπλα του τον ξάφνιασε, γύρισε γρήγορα το βλέμμα του και είδε το αγοράκι να βγάζει την φωτογραφία απ την Polaroid του, άπλωσε το χέρι του ακουμπώντας την φωτογραφία πάνω στο τραπέζι.
<<Είστε ασφαλής τώρα.>> του είπε και κρυφογέλασε.

Το κινητό του χτύπησε, το έπιασε από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του.
<<Με συγχωρείτε.>> σηκώθηκε από το τραπέζι και απομακρύνθηκε ελάχιστα από την οικογένεια.
<<Μυλωνάς.>> μουρμούρισε.
<<Δεν θα πιστέψεις ποτέ τ αποτυπώματα του Ευθυμίου με ποιόν ταυτίζονται.>> η Μυρτώ έκανε μια παύση <<Με τον δικαστή Ευθυμίου. Τα έχουμε απ την ορκωμοσία του στο Περιφερειακό Δικαστήριο.>>
<<Εντάξει. Σ ευχαριστώ Μυρτώ.>> τερμάτισε την κλήση και γύρισε στο μέρος της οικογένειας.
<<Τ'αποτυπώματά μου είναι καθαρά;>> τον ρώτησε ο δικαστής.
<<Γρηγόρη... Αποτυπώματα;>> απόρησε η γυναίκα του.
<<Όπως σου είπα νωρίτερα, ο κύριος Μυλωνάς με μπέρδεψε με έναν κακό άνθρωπο. Του άφησα αποτυπώματα για να μπορεί να επιβεβαιώσει ποιός είμαι.>> εξήγησε στην γυναίκα του και κοίταξε τον Πάρη.
<<Εμ...Πρέπει να γυρίσω αμέσως πίσω στο εργαστήριο μου. Ζητώ συγγνώμη και σας ευχαριστώ για το υπέροχο δείπνο κυρία Ευθυμίου.>> έστρεψε το βλέμμα του πάνω στον Ευθυμίου <<Εντιμότατε...>> του είπε και κατευθύνθηκε στην πόρτα βγαίνοντας έξω από την μονοκατοικία.

<<Δεν με ενδιαφέρει τι λέει ο υπολογιστής, αυτός ο τύπος είναι ο Μάνος Σταματίου.>> σίγουρος είπε όσο περνούσαν στο διάδρομο.
<<Ναι το ξέρουμε αυτό αλλά πως μπορούμε να το αποδείξουμε;>> τον ρώτησε η Μυρτώ.
<<Πρέπει πρώτα να διαψεύσουμε τον δικαστή Ευθυμίου. Πιστοποιητικό γέννησης;>> αντερώτησε και η Μυρτώ άνοιξε τον φάκελο που κρατούσε.
<<Αυτό ήταν το πρώτο που έψαξε ο Γκούμας. Τυχαία, το ληξιαρχείο κάηκε ολοσχερώς το 1992.>>
<<Κάηκε ολοσχερώς;>> απόρησε και πλησίασε πιο κοντά της για να δει τα χαρτιά.
<<Εμπρησμός. Δεν βρέθηκαν ποτέ ύποπτοι.>> του απάντησε η Μυρτώ και έκλεισε τον φάκελο.
<<Οπότε ο δικαστής Ευθυμίου δεν έχει πιστοποιητικό γέννησης. Πόσο βολικό. Αυτός ο τύπος είναι πολύ μπροστά.>>
<<Υπάρχουν και καλά νέα. Ο Γκούμας βρήκε κάτι στο όνομα Σταματίου...>> άλλαξε σελίδα και του την έδειξε <<Βρήκε καταβολή φόρων.>>
Ο Πάρης έπιασε τον φάκελο στα χέρια του, σταμάτησε και κοίταξε καλύτερα τις σελίδες.
<<Στο όνομα Μάνος και Ιζαμπέλα Σταματίου.>> διάβασε τα ονόματα και κοιτάχτηκαν με την Μυρτώ.
<<Οδηγώ εγώ.>> του ανακοίνωσε σημειώνοντας την διεύθυνση σ ένα χαρτί.

Προχωρούσαν δίπλα δίπλα, σταμάτησαν μπροστά απ την πόρτα και ο Πάρης έκανε νόημα στην Μυρτώ να χτυπήσει την πόρτα. Μια ηλικιωμένη γυναίκα τους άνοιξε την πόρτα.
<<Η Ιζαμπέλα Σταματίου;>> ρώτησε η Μυρτώ.
Η γυναίκα έγνεψε καταφατικά καθώς τότε κοιτούσε απορημένη.
<<Είμαστε απ το εγκληματολογικό Αθηνών.>> συνέχισε ο Πάρης.
<<Ήρθατε εδώ σχετικά με τον σύζυγό μου;  Συνέβη πριν 25 χρόνια.>>
Ο Πάρης με την Μυρτώ κοιτάχτηκαν για λίγο.
<<Το παιδί σας ήταν μάρτυρας στον φόνο του συζύγου σας.>>
Στην πρόταση της Μυρτώς η γυναίκα έκανε το σώμα της πίσω και τους άφησε να περάσουν στο σπίτι.
<<Σας ευχαριστούμε.>> της ψιθύρισε η Μυρτώ.
<<Το παιδί μας ήταν μόνο δέκα χρόνων. Ήταν πολύ γενναίο που κατέθεσε εναντίον τους. Δεν είχε σημασία όμως, ο δικαστής αποφάσισε ότι ο άντρας μου αυτοκτόνησε και άφησε ελεύθερους τους δύο άντρες.>>
Όσο η γυναίκα τους μιλούσε ο Πάρης έβλεπε το στρωμένο τραπέζι απέναντί του.
<<Μας συγχωρείτε ελπίζω να μην διακόπτουμε. Μάλλον περιμένετε κάποιον για δείπνο.>> της είπε ο Πάρης.
<<Πάντα στρώνω και για τον Μάνο.>>
<<Τον γιο σας;>> ρώτησε η Μυρτώ.
<<Τον άντρα μου.>> της απάντησε <<Έτσι νιώθω ότι είμαστε μαζί.>>

Ο Πάρης πλησίασε κοντά στο τραπεζάκι με τις πολλές φωτογραφίες.
<<Αυτές οι φωτογραφίες είναι απ τα καλύτερα χρόνια του άντρα μου.>> άκουσε την γυναίκα πίσω του να του εξηγεί <<Ξεκίνησε μια επιχείρηση στην Αθήνα το 1950.>>
<<Helloweird.>> διάβασε την ταμπέλα της επιχείρησης ο Πάρης και θυμήθηκε την επιχείρηση του Σταματίου, είχε το ίδιο όνομα, έκανε την δουλειά του πατέρα του. Ο Πάρης είχε πάει μερικές φορές για έρευνα σ αυτή την επιχείρηση όταν ο Μάνος Σταματίου χρησιμοποιούσε ακόμη το όνομά του, πριν χαθούν τα ίχνη του.
<<Ειδικά εφέ ταινιών, είχε για μοντέλο τον εαυτό του. Έκανε καλούπια χεριών, μάσκες, τα πάντα. Τα έκανε όλα μόνος του.>> συνέχισε η γυναίκα.
<<Μου επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω το μπάνιο;>> την ρώτησε η Μυρτώ.
<<Είναι η τελευταία πόρτα του διαδρόμου.>> της έδειξε με τον αντίχειρά της τον διάδρομο.
<<Σας ευχαριστώ.>> η Μυρτώ απομακρύνθηκε και ο Πάρης ήταν σίγουρος ότι πάει να ψάξει τα υπόλοιπα δωμάτια.
<<Έχετε μήπως κάποια απ τα έργα του ακόμα;>> ρώτησε την γυναίκα.
<<Έχω κρατήσει εκείνα με την μεγαλύτερη συναισθηματική αξία.>> του απάντησε.
<<Μπορώ να τα δω;>> της ζήτησε ευγενικά.
<<Θα πάω να σας τα φέρω. Καθίστε. >> του έδειξε τον καναπέ πίσω τους.

Έκανε μερικά βήματα και κάθισε στον παλιό καφέ καναπέ. Λίγα λεπτά αργότερα η γυναίκα ήρθε κρατώντας μια χάρτινη κούτα. Την άφησε πάνω στο τραπέζι και κάθησε δίπλα του. Ξετύλιξε μια παλιά εφημερίδα και έβγαλε ένα καλούπι ενός χεριού, το κράτησε στα χέρια της, ο Πάρης το κοίταξε.
<<Είναι απλό. Σχεδόν παιδικό.>> σχολίασε ο Πάρης.
<<Το έκανε το παιδί μας.>>
<<Τασάκι είναι;>> την ρώτησε.
<<Ο άντρας μου έβαλε το χέρι του για να φτιάξει το κέντρο.>>
<<Μου επιτρέπεται;>> την ρώτησε και άπλωσε το χέρι του, η γυναίκα του το έδωσε. Το παρατήρησε καλά και στις άκρες του σχεδίου είδε ένα πράσινο χρώμα.
<<Αναρωτιέμαι τι είναι αυτό το πράσινο χρώμα.>> της είπε.
<<Και εγώ ήμουν πολύ περίεργη γι αυτό.>>
<<Μπορώ να το πάω πίσω στο εργαστήριο και να το αναλύσω. Σας υπόσχομαι να το επιστρέψω.>>
Η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε βουρκωμένη.
<<Εντάξει.>> του ψιθύρισε.

Η Μυρτώ άνοιγε μια μια τις πόρτες χωρίς να βρίσκει τίποτα. Άνοιξε και την τελευταία πόρτα και μπήκε σ ένα ροζ δωμάτιο γεμάτο με κοριτσίστικα πράγματα, στάθηκε για λίγο και κοίταξε το δωμάτιο. Πίσω από την πόρτα ήταν μια συρταριέρα και πάνω της πολλές φωτογραφίες ενός μελαχρινού κοριτσιού περίπου στα δέκα. Είδε όλες τις φωτογραφίες και άνοιξε το πρώτο συρτάρι είχε πολλά φορέματα, τα σήκωσε πάνω στο πάτο του συρταριού βρήκε μερικές κάρτες ποδοσφαίρου δεμένες με λάστιχο, τις έβαλε στην τσέπη της και έκλεισε το συρτάρι. Έκανε πίσω και πήγε στην ντουλάπα την άνοιξε, είδε πολλά φορέματα και ένα γκρι παλτό με μια τρίχα πάνω του, την έπιασε.
<<Τι κάνετε στο δωμάτιο της κόρης μου;>> την ρώτησε νευριασμένη η γυναίκα.
Η Μυρτώ τρόμαξε και γύρισε κοιτάζοντας την γυναίκα. Πέρασε διακριτικά την τρίχα πάνω στο παλτό της και την άφησε εκεί.
<<Εμ... Έχω και εγώ μια ανιψιά. Θαύμαζα τα ρούχα. Είναι πολύ όμορφη.>> της απάντησε και χαμογέλασε.
<<Πέθανε.>>
<<Λυπάμαι πολύ.>> της είπε η Μυρτώ.
<<Πότε πέθανε;>> την ρώτησε ο Πάρης.
<<Πολύ καιρό πριν.>> του απάντησε κοιτάζοντας το κενό <<Πριν μια ολόκληρη ζωή.>>
Η Μυρτώ κοίταξε τον Πάρη που την κοιτούσε ήδη.
<<Και ο γιος σας, ο Μάνος;>> συνέχισε ο Πάρης.
<<Νομίζω πως είναι η ώρα να φύγετε τώρα.>>
<<Κυρία Σταματίου, προσπαθούμε να το διευκρινίσουμε...>>
<<Σας παρακαλώ.>> την διέκοψε η γυναίκα.
Η Μυρτώ δεν έφερε αντίρρηση, πέρασε από δίπλα της και ακολούθησε τον Πάρη προς την έξοδο του σπιτιού.

<<Οπότε ο Μάνος Σταματίου σκότωσε την αδερφή του;>> τον ρώτησε καθώς προχωρούσε προς το τζιπ.
<<Είναι πιθανό, αλλά δεν αποδεικνύεται.>> της απάντησε και σταμάτησε στην πόρτα του συνοδηγού <<Ακόμη.>> συμπλήρωσε και μπήκε στο τζιπ.

*Doppelgänger: Στη μυθολογία, ένας doppelgänger συχνά απεικονίζεται ως ένα φανταστικο ή παραφυσικό φαινόμενο και συνήθως θεωρείται ως προάγγελος κακής τύχης. Άλλες παραδόσεις και ιστορίες εξισώνουν έναν doppelgänger με ένα κακό δίδυμο . 
Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος δίδυμος ξένος χρησιμοποιείται περιστασιακά.Η λέξη "doppelgänger" χρησιμοποιείται συχνά με μια πιο γενική και ουδέτερη έννοια, και στην αργκό, για να περιγράψει οποιοδήποτε άτομο που σωματικά μοιάζει με άλλο άτομο.

■ Γειααα σας!! Λοιπόν,λοιπόν και τι δεν έγινε σ αυτό το κεφάλαιο!

Ο Πάρης μπήκε σε κελί, το κατάφερε και αυτό με την επιμονή του. Αργότερα ο δικαστής Ευθυμίου του μίλησε για τον σύνδρομο Doppelgänger  που εν μέρει ισχύει.

Σε δεύτερη φάση πήγε σπίτι του για φαγητό που εντάξει καλά δεν πήγε με το κριπι παιδί του.

Η επίσκεψη στην μάνα του Σταματίου πήγε και δεν πήγε καλά. Πήγαινε καλά μέχρι το σημείο που η Μυρτώ έβγαλε από μέσα της το αστυνομικό δαιμόνιο και την έπιασε η τύπισσα μέσα στο δωμάτιο της νεκρής κόρης της 😂

Ελπίζω να σας άρεσε αυτό το κεφάλαιο αν σας άρεσε αφήστε μου ένα ⭐ και τα σχόλια σας που ξέρετε ότι τα λατρεύω!

Μέχρι το επόμενο κεφάλαιο λοιπόν
Σας φιλώ!😘❤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top