Έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου
Έτος 2003
"Μαμά! Περίμενε, μη φεύγετε! Θέλω να έρθω κι εγώ μαζί σας" φώναξα κι εκείνη μου έκανε νόημα να βιαστώ.
Ο μπαμπάς μου ήδη καθόταν στην θέση του οδηγού, όμως δεν φορούσε ζώνη. Στα πίσω καθίσματα ήταν ο Χάρης, ο αδερφός μου, κι έπαιζε με την κονσόλα του. Η μαμά μου, μου άνοιξε την πίσω πόρτα κι εκείνη έκατσε στη θέση του συνοδηγού. Γιατί κανείς τους δεν φοράει ζώνη; Εμένα γιατί με μαλώνουν πάντα όταν δεν θέλω να την φορέσω;
"Ήρθα! Περιμένετέ με!" φώναξα όταν είδα τον αδερφό μου να κλείνει δυνατά την πόρτα.
"Εσύ μικρό θα μείνεις εδώ. Είσαι πολύ μικρή για να σε πάρουμε μαζί μας." μου είπε κι άρχισα να κλαίω.
"Τέσσερα χρόνια με περνάς δεν είναι δίκαιο. Εσύ γιατί πας μαζί τους;" προσπαθούσα να πω όσο πιο καθαρά μπορούσα, όμως οι λυγμοί μου δεν με άφηναν.
Η μαμά κι ο μπαμπάς με κοιτούσαν με ένα λυπητερό ύφος. Σαν να ήθελαν να πάω μαζί τους, όμως δεν έπρεπε. Και τότε το αμάξι πήρε μπρος.
"Όχι σας παρακαλώ! Μην με αφήνετε μόνη μου. Θέλω να έρθω μαζί σας. Μανούλα, μπαμπάκα μην τον ακούτε. Πάρτε μαζί σας." φώναξα κι άρχισα να τρέχω.
Έπρεπε να τους προλάβω. Γιατί δεν μπορώ να τρέξω πιο γρήγορα; Ο αδερφός μου έβγαλε το κεφάλι έξω από το αμάξι και μου φώναξε.
"Σταμάτα μικρή, είναι μάταιο. Σ'αγαπάμε. Να προσέχεις!" κι έπεσα με τα γόνατα στο δρόμο κι έκλαιγα με λυγμούς.
Δεν μπορούσα να ανασάνω. Βοήθεια. Βοήθεια!
Έτσι ξύπνησα μες τα άγρια χαράματα. Άλλος ένας εφιάλτης. Εδώ και δύο χρόνια τα ίδια. Πάνω που είχα αρχίσει να πιστεύω πως ελαττώθηκαν, άρχισαν ξανά. Το μαξιλάρι μου ήταν βρεγμένο από το κλάμα, και τότε κατάλαβα πως ακόμα έτρεχαν μερικά δάκρυα από τα μάτια μου.
Πάνε δύο χρόνια περίπου, από την μέρα που έχασα τους γονείς μου και τον αδερφό μου. Ήταν Παρασκευή βράδυ, κι εγώ θα περνούσα το βράδυ στην καλύτερη μου φίλη. Ο αδερφός μου είχε ένα πάρτι και οι γονείς μου θα πήγαιναν να τον πάρουν. Στην επιστροφή τους, κάποιος οδηγός παραβίασε ένα κόκκινο φανάρι και τράκαραν. Κανείς τους δεν φορούσε ζώνη, κι εμένα πάντα με μάλωναν όταν τους έλεγα πως δεν ήθελα να την φορέσω. Πέθαναν όλοι... Κι εγώ έμεινα μόνη μου...σχεδόν.
Εκείνο το βράδυ, όταν συνέβη το δυστύχημα, ειδοποίησαν την γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήξερε που βρισκόμουν, και είπε στον θείο μου να έρθει να με πάρει. Και κάπως έτσι, με ξύπνησαν μες τη νύχτα για να πάω στο σπίτι.
Κατάλαβα πως κάτι είχε συμβεί, αφού ήρθε ο θείος μου να με πάρει και δεν με άφησε να κοιμηθώ στην φίλη μου, όμως δεν μου έλεγε τι. Όταν φτάσαμε σπίτι του, η γιαγιά μου έκλαιγε.
"Που είναι η μαμά κι ο μπαμπάς, γιαγιά; Γιατί με πήρατε; Αφού αυτοί με άφησαν να κοιμηθώ στην φίλη μου, εσείς γιατί δεν με αφήνετε; Αύριο θα παίζαμε Polly Pocket!" είπα θυμωμένα κι έκατσα στον καναπέ.
"Ζωή μου, η μαμά κι ο μπαμπάς έφυγαν... Πήραν μαζί τους και τον Χαρούλη... Πήγαν ψηλά στον ουρανό και οι τρεις τους. Κι εσύ τώρα θα μείνεις μαζί μας, εντάξει;" είπε η γιαγιά μου ανάμεσα στα αναφιλητά της.
Φυσικά και δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε. Ήμουν μόνο 8 χρονών όταν έχασα την οικογένεια μου, και μόλις είχα ξυπνήσει απότομα. Οπότε, η επόμενη ερώτησή μου ήταν δικαιολογημένη.
"Και πότε θα γυρίσουν; Γιατί δεν με πήραν μαζί τους; Εμένα δεν με αγαπάνε όσο τον Χάρη; Αυτόν γιατί τον πήραν μαζί τους;" τους γέμισα με ερωτήσεις και ακόμα περισσότερα δάκρυα.
Και κάπως έτσι, συνεχίστηκε η ζωή μας. Ο θείος μου πήρε την κηδεμονία μου και πλέον έμενα με τη γιαγιά μου, το θείο μου, τη θεία μου και τον ξάδερφό μου, τον Θοδωρή. Ο Θοδωρής ήταν στην ηλικία μου και πηγαίναμε στην ίδια τάξη. Ήταν καλό να έχω κάποιον να με προστατεύει όταν τα άλλα παιδάκια με κορόιδευαν πως δεν έχω γονείς.
Τώρα είμαι δέκα, και μπορώ να πω πως πλέον κανείς δεν με κοροϊδεύει. Επίσης, τώρα καταλαβαίνω περισσότερα για το θάνατο της οικογένειάς μου, και ότι όλοι οι μεγάλοι κάθε φορά που με κοιτάνε με βλέπουν σαν ορφανό και το παίζουν γονείς μου. Κουράστηκα κάθε χρόνο που αλλάζω δασκάλα να μου λέει πως ό,τι θέλω είναι εκεί για μένα, να την βλέπω σαν τη μαμά μου.
"Δεν είσαι μαμά μου! Έχω ήδη μαμά κι αυτή δεν είσαι εσύ!" φώναξα στην κυρία Ελένη, την καινούρια μας δασκάλα, όταν μου είπε ακριβώς τα ίδια λόγια με τις προηγούμενες δασκάλες.
Ξημέρωσε Δευτέρα. Πρωτομαγιά! Σήμερα θα πηγαίναμε εκδρομή με τους θείους μου. Είχαμε ετοιμάσει και μικροπράγματα να τσιμπήσουμε. Θα πηγαίναμε στη λίμνη Στυμφαλία, αλλά δεν είχα ιδέα που βρισκόταν. Απλά ανυπομονούσα να πάω να παίξω με τον ξάδερφό μου.
Επιτελούς φτάσαμε! Είμαστε κάπου στην Κόρινθο, απ' ό,τι έλεγαν οι πινακίδες που περάσαμε. Ήταν υπέροχα! Μόλις κατεβήκαμε από το αμάξι τρέξαμε με τον Θοδωρή κι αρχίσαμε να παίζουμε κυνηγητό.
Κάποια στιγμή, ένα άλλο αμάξι πάρκαρε δίπλα στο δικό μας, και βγήκε από μέσα μία οικογένεια τεσσάρων ατόμων. Τους πλησιάσαμε, και με σύστησαν μαζί τους, γιατί προφανώς ο Θοδωρής τους ήξερε. Και τότε νομίζω πως αγάπησα το μελαχρινό αγόρι της οικογένειας αυτής... Είχε καφέ μάτια και ήταν λίγο χοντρούλης, και ίσως λίγο κοντούλης για την ηλικία του, όμως εμένα μου άρεσε.
Ιωάννης - ο πατέρας, Μαρία - η μητέρα, Χριστιάνα - η αδερφή , εάν δεν κάνω λάθος αυτά ήταν τα ονόματα που μόλις είχα ακούσει. Και το δικό του όνομα, Αλέξανδρος, γι' αυτό ήμουν σίγουρη!
Η μέρα μας συνεχίστηκε με πολύ παιχνίδι, χορό και αρκετό φαγητό. Την ώρα του αποχαιρετισμού λυπήθηκα τόσο πολύ. Δεν ήξερα πότε θα τους ξαναδώ, και ήθελα πολύ να τους ξανασυναντήσω.
Έτος 2005
Πέρασαν άλλα δύο ήρεμα χρόνια, με εξαίρεση βέβαια τις νύχτες που οι εφιάλτες μου επέστρεφαν. Τον Αλέξανδρο δεν τον ξαναείδα από τότε. Υπήρχαν στιγμές όμως που ήθελα να ξαναδώ αυτό το μικρό μελαχρινό αγόρι. Και η ευχή μου έγινε πραγματικότητα, εκείνο το καλοκαίρι.
Ήμουν 12 χρονών όταν ο θείος μου μας ανακοίνωσε πως θα πηγαίναμε επίσκεψη στο σπίτι του οικογενειακού του φίλου, Ιωάννη. Εγώ πήδηξα από χαρά, το ίδιο και η καρδιά μου. Ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να εξηγήσω στις φίλες μου, που αγαπάνε τους συμμαθητές μας, πως εγώ αγαπάω κάποιον που τον έχω δει μόνο μία φορά; Πολύ δύσκολο, πιστέψτε με! Τώρα θα τους λέω πως τον έχω δει δύο, κι ελπίζω να πάψουν να με κοροϊδεύουν.
Πάλι περάσαμε την Κόρινθο, και κάπου κατευθυνθήκαμε προς ένα χωριό νομίζω. Επιτελούς σταματήσαμε μπροστά σε μία μονοκατοικία. Ήταν τεράστια και πανέμορφη! Μπήκαμε μέσα και μας υποδέχτηκαν θερμά όλοι τους, εκτός από τον Αλέξανδρο, ο οποίος ήταν στη δουλειά, απ' ό,τι μας είπαν, κι εγώ κατσούφιασα αμέσως. Ήθελα να τον δω!
Αφού η Χριστιάνα, η αδερφή του, προσφέρθηκε να πάει εμένα και τον Θοδωρή για μπάνιο, ξεκινήσαμε για την παραλία. Ήταν 5 λεπτά με τα πόδια. Μακάρι να έμενα κι εγώ δίπλα στην θάλασσα. Στην Αθήνα που μένουμε μόνο πολυκατοικίες έχει, και πολλά πολλά αμάξια. Ευτυχώς, που υπάρχει και ο Υμηττός και μας πηγαίνει που και που βόλτα ο θείος μου εκεί.
Γυρίσαμε το μεσημεράκι, κάναμε μπάνιο και φάγαμε. Αργά το απόγευμα, ενώ ήμουν σίγουρη πως δεν θα τον δω, κλειδιά ακούστηκαν στην εξώπορτα και η καρδία μου χτύπησε δυνατά. Εκείνος εμφανίστηκε με τα ρούχα της δουλειάς του, και Θεέ μου είχε αλλάξει τόσο πολύ. Είχε ψηλώσει, είχε αδυνατίσει, ήταν πανέμορφος στα 17 του χρόνια! Σίγουρα είχε καταλάβει πως τον θαύμαζα τόση ώρα. Μας χαιρέτησε και μπήκε για μπάνιο. Μόλις βγήκε, ετοιμαστήκαμε να φύγουμε.
"Γιατί δεν μένετε; Έχουμε χώρο." ρώτησε η Μαρία, η μητέρα του Αλέξανδρου.
"Όχι, έχουμε και τα παιδιά μαζί μας σήμερα, άλλη φορά!" της είπε.
"Γιατί καλέ; Εγώ θα κοιμηθώ με τον Θοδωρή!" είπε η Χριστιάνα γελώντας κι εγώ ένιωσα άσχημα που δεν είχε διαλέξει εμένα.
"Κι εγώ με τη Ζωή!" πετάχτηκε αμέσως ο Αλέξανδρος χαμογελώντας μου, και κλείνοντάς μου το μάτι.
Ναι, είχα κοκκινίσει, αλλά του χαμογέλασα και εγώ. Η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο κι εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου στο πάτωμα από ντροπή. Ήξερα πως δεν το εννοούσε όμως μου άρεσε που το είπε. Τελικά, δεν περάσαμε εκεί το βράδυ μας, όμως ήμουν χαρούμενη που τον είδα πάλι.
Έτος 2006
Το καλοκαίρι, ο θείος μου αγόρασε εξοχικό δίπλα στο σπίτι του Αλέξανδρου. Δεν ήταν απίστευτο; Η μοίρα μού χαμογέλασε! Από εκεί και πέρα κάθε διακοπές μας θα τις περνούσαμε εκεί. Ήμουν σίγουρη πως κάποιος εκεί πάνω με έσπρωχνε προς τον παιδικό μου έρωτα, και ήμουν πολύ χαρούμενη γι'αυτό! Ανυπομονούσα να τον ξαναδώ.
Κιάτο, Κορινθίας. Εκεί βρισκόταν το εξοχικό μας. Σε ένα μικρό χωριό λίγο πιο έξω από το κέντρο. Ήταν τέλειο. Μία δυόροφη μονοκατοικία με έναν τεράστιο κήπο και μεγάλο χώρο στάθμευσης. Το λάτρεψα από την αρχή αυτό το σπίτι και σίγουρα θα ήθελα να μείνω για πάντα εκεί. Ειδικά με τον γείτονα που θα είχα.
Πέρασε κι αυτό το καλοκαίρι, όμως ο Άλεξ, δεν έκανε πολύ παρέα μαζί μας. Φυσικά και προτιμούσε τους φίλους του. Κάθε απόγευμα περίμενα με τις ώρες στο παράθυρο για να τον δω έστω και λίγο, όταν γυρνούσε από τη δουλειά. Όλο το καλοκαίρι, μία φορά μας έκανε την τιμή και ήρθε για μπάνιο μαζί μας και τότε δεν μου έδωσε και πολύ σημασία. Φυσικά και ήμουν ένα παιδάκι γι'αυτόν,αλλά αυτός για μένα ήταν κάτι σαν θεός τότε...
Έτος 2011
Είχα γίνει ολόκληρη γυναίκα, και το Σεπτέμβριο έκλεινα επιτέλους τα 18. Μπορώ να πω πως άρεσα στο αντίθετο φύλο, εκτός από τον Άλεξ, ο οποίος ακόμΗ δεν μου έδινε σημασία. Υπήρχαν στιγμές που τον έπιανα να με κοιτάζει, αλλά μόλις με καταλάβαινε γυρνούσε το βλέμμα του αλλού. Και κάπως έτσι άρχισαν να περνάνε καλοκαίρια και χειμώνες, διήμερα και διακοπές, που πάντα τα περνάγαμε στο Κιάτο. Εκτός από το τελευταίο καλοκαίρι.
Τον τελευταίο χρόνο τον πέρασα με πολύ διάβασμα, και οι κόποι μου ανταμείφθηκαν. Πέρασα στο πανεπιστήμιο της Πάτρας για Φυσικοθεραπεία. Ήμουν πανευτυχής που κατάφερα να περάσω στην σχολή που ήθελα. Ο Θοδωρής πέρασε Διοίκηση Επιχειρήσεων στην Αθήνα, όμως θα ξανάδινε Πανελλήνιες του χρόνου για να μπει Πολυτεχνείο.
Τον Άλεξ είχα να τον δω από τα 16 μου, αφού κατά την διάρκεια της Δευτέρας Λυκείου μέχρι το τέλος της Τρίτης, μείναμε στην Αθήνα λόγω φροντιστηρίων. Δεν ήξερα εάν κι εκείνος ανυπομονούσε να με δει όπως κι εγώ, όμως την επομένη θα ήμασταν εκεί!
Αυτό το καλοκαίρι εξελίχθηκε λίγο καλύτερα θα μπορούσα να πω. Ο Άλεξ μας έπαιρνε μαζί του συχνά τα βράδια όταν έβγαινε με την παρέα του. Το Κιάτο ήταν ένας μικρός παραλιακός παράδεισος. Πηγαίναμε σε διαφορετικά μαγαζιά κάθε φορά και όλα μου άρεσαν. Τα πρωινά μας τα περνούσαμε για μπάνιο στο "Ακρογιάλι", έτσι λεγόταν η παραλία δίπλα στο σπίτι μας, και τα μεσημέρια εγώ έβλεπα επαναλήψεις της τουρκικής σειράς Kismet. Εκείνο το καλοκαίρι ήταν το καλύτερό μου.
Ώσπου ο Άλεξ έφερε σπίτι μία φίλη του. Η καρδιά μου έσπασε σε χίλια κομμάτια. Εγώ τόσα χρόνια δεν είχα κάνει καμία σχέση γιατί ήθελα εκείνος να είναι το πρώτο μου αγόρι, κι αυτός έφερε την γκόμενα στο σπίτι; Εκείνο το βράδυ βγήκαμε όλοι μαζί, και ήρθε και αυτή με τις φίλες της. Η Barbie και οι Barbies. Ήθελα να τις αποκεφαλίσω όλες μία μία. Ο Αντρέας, ο κολλητός του Άλεξ, κατάλαβε ότι δεν ήμουν καλά και μου πρότεινε να πάμε μια βόλτα στην παραλία, κι εγώ δέχτηκα. Δεν είπαμε τίποτα σε κανέναν αφού όλα τα αγόρια ασχολούνταν με τις Barbies.
"Δεν κουράστηκες τόσα χρόνια να τον κυνηγάς;" είπε ο Αντρέας και η ερώτησή του με έπιασε εξαπίνης.
"Ποιόν; Τι εννοείς;" ρώτησα ανήξερη.
"Ποιον άλλον ρε Ζωή; Τον κολλητό μου!" είπε και μου χαμογέλασε.
"Εσύ που το ξέρεις; Αφού δεν το έχω πει σε κανέναν!" είπα τρομαγμένη.
Πως ήξερε το μυστικό μου; Λες να μίλησε ο Θοδωρής; Δεν μπορεί!
"Ζωή, ακόμα κι ένας τυφλός θα μπορούσε να το καταλάβει. Άσε που ήσουν έτοιμη να κατασπαράξεις την Μίνα και τις φίλες της." αποκρίθηκε γελώντας.
"Σιγά τις Barbies και τον Κεν!" είπα σαρκαστικά.
"Χαχαχα σοβαρολογείς; Αποκαλείς αυτές Barbies; Αφού όλες τους είναι μελαχρινές... Εσύ είσαι η ξανθιά στην παρέα μας, μάλλον εσύ μοιάζεις πιο πολύ στην Barbie..." γέλασε και με παρέσυρε κι εμένα.
"Έχεις δίκιο! Δεν το είχα σκεφτεί έτσι. Περισσότερο εννοούσα ότι είναι τόσο πολύ περιποιημένες και στην τρίχα, δεν σκέφτηκα τα χρώματα όμως. Να σε ρωτήσω κάτι; Το εννοούσες πριν όταν είπες πως φαίνεται ότι τον θέλω;" είπα ενώ χαμήλωσα το βλέμμα μου.
"Εγώ το κατάλαβα από την πρώτη μέρα που ήρθες στην παρέα μας. Είναι σαν να σε υπνωτίζει η παρουσία του. Κοιτάς μόνο αυτόν και περιμένεις πάντα να πει κάτι, να κάνει κάτι. Χάνεσαι όταν είσαι δίπλα του." είπε ειλικρινά εκείνος, και ήξερα πως είχε δίκιο.
"Δηλαδή κι αυτός ξέρει; Τόσα χρόνια;" τον ρώτησα και κρεμόμουν από την απάντησή του.
"Ζωή, συγγνώμη. Ξέρω πως θα πληγωθείς... Την πρώτη μέρα που σε γνωρίσαμε και ήσουν τόσο ντροπαλή, εμείς τον πειράζαμε σε σχέση με εσένα. Δηλαδή ότι τον θέλεις και είσαι πολύ ωραία, και γιατί δεν κάνει κάτι μαζί σου, ξέρεις... Και μας είπε πως σίγουρα κάνουμε εμείς λάθος, και πως εκείνος δεν σε βλέπει με αυτόν τον τρόπο. Είστε οικογενειακοί φίλοι, κι αυτό. Σίγουρα ξέρει πως σου αρέσει, εκτός αν είναι τυφλός! Επίσης, τον ρώτησα άμα είναι εντάξει να κάνω εγώ κάποια κίνηση, και μου απάντησε να κάνω ό,τι θέλω, και πώς δεν τον νοιάζει. Ύστερα τα έφτιαξε με την Μίνα. Τώρα τι να σου πω. Ούτε εγώ καταλαβαίνω τον κολλητό μου κάποιες φορές..." μου απάντησε και εγώ σταμάτησα να περπατάω.
"Και προτίμησε την Μίνα, γιατί εγώ δεν του κάνω; Είμαι πολύ άσχημη για τα γούστα του;" ψιθύρισα και τα πρώτα δάκρυα φάνηκαν στα μάτια μου.
"Απλώς δεν σε βλέπει έτσι... Είναι τυφλός, τι να κάνουμε; Αντί να είναι με την πραγματική Barbie, ψάχνει υποκατάστατη." αποκρίθηκε ενώ ήδη με είχε αγκαλιάσει.
"Χα χα, σε ευχαριστώ Αντρέα, αλήθεια. Με έκανες και γέλασα! Σε παρακαλώ όμως μην του πεις τίποτα. Από σήμερα πάει η Ζωή που έτρεχε πίσω του." είπα αποφασιστικά μες τα γέλια μου.
Γυρίσαμε πίσω στα παιδιά πιασμένοι χέρι χέρι και γελούσαμε με την ψυχή μας. Πραγματικά, ο Αντρέας ήταν πολύ καλό παιδί. Ταιριάζαμε τόσο πολύ σε όλα, και σε αυτόν έβλεπα τον μεγάλο μου αδερφό.
"Που στο καλό ήσασταν; Γιατί δεν μας είπατε πως θα φεύγατε; Μας αγχώσατε όλους! Σας ψάχνουμε τόση ώρα σε όλο το μαγαζί!" φώναξε ο Άλεξ μόλις φτάσαμε στο τραπέζι μας.
"Αλήθεια; Γιατί όταν φύγαμε εμείς, εσύ καταβρόχθιζες την Μίνα, και είμαι σίγουρη πως εκεί μέσα σίγουρα δεν ήμασταν. Ε Αντρέα;" είπα εγώ ειρωνικά κι ο Αντρέας γέλασε δυνατά.
"Τι γελάς ρε μαλάκα; Είναι ανήλικη τι στο καλό κάνεις;" τον ρώτησε ο Άλεξ και το λόγο πήρα πάλι εγώ.
"Και άμα είμαι ανήλικη θεωρείται βιασμός; Αφού κι εγώ ήθελα να γίνει το μοιραίο. Θα μπει φυλακή τώρα; Συγγνώμη Αντρέα, δεν το 'θελα." είπα όσο πιο ειλικρινά κι αθώα μπορούσα.
Τα μάτια του Άλεξ άνοιξαν διάπλατα. Ο Θοδωρής πνίγηκε, φυσικά και με γνώριζε και ήξερε πως κάνω πλάκα, όμως δεν μίλησε γιατί ήξερε την κατάσταση με τον Άλεξ, κι ότι τον ήθελα. Η Μίνα και οι δύο φίλες της είχαν ένα ηλίθιο χαμόγελο, ενώ ο Πέτρος και ο Κώστας με κοιτούσαν σαν χάνοι.
"Ρε μαλάκα την ακούμπησες;" όρμηξε ο Άλεξ στον Αντρέα κι εγώ μπήκα στην μέση.
"Κι εσένα τι σε νοιάζει ρε; Μου 'πες να κάνω ό,τι θέλω, τώρα τι έπαθες;" του φώναξε ο Αντρέας και ήδη κόσμος άρχισε να μαζεύετε γύρω μας.
"Δεν σου είπα να πας να την πηδήξεις με το καλημέρα ρε ηλίθιε." είπε ο Άλεξ λες κι εγώ δεν ήμουν εκεί.
"Μην αγχώνεσαι! Της είπα καλησπέρα πρώτα μαλάκα." αντιμίλησε ο Αντρέας και γύρισα προς το μέρος του.
"Συγνώμη" του ψιθύρισα και πήρα την τσάντα μου για να φύγω.
Ο Θοδωρής ήρθε μαζί μου και του εξήγησα τι είχε γίνει. Με πήρε μία δυνατή αγκαλιά και δάκρυα εμφανίστηκαν ξανά στα μάτια μου. Προχωρήσαμε άλλο λίγο και δύο αμάξια σταμάτησαν παραδίπλα μας. Το ένα ήταν του Άλεξ και το άλλο του Αντρέα.
"Θοδωρή, σε παρακαλώ γύρνα με τον Αντρέα πίσω στο μαγαζί και άσε με να μιλήσω λίγο με την Ζωή..." είπε ο Άλεξ κι ο Θοδωρής ένευσε.
Ο Αντρέας με τον Θοδωρή έφυγαν κι εγώ ακόμα ήμουν στο πεζοδρόμιο.
"Σε παρακαλώ Ζωή, μπες μέσα στο αμάξι!" με παρακάλεσε.
"Πες ό,τι έχεις να μου πεις, να τελειώνουμε!" είπα αποφασιστικά και σταύρωσα τα χέρια μου μπροστά από το στήθος μου.
Εκείνος βγήκε από το αμάξι και ήρθε προς το μέρος μου.
"Γιατί πρέπει να είσαι τόσο ξεροκέφαλη, μπορείς να μου πεις;" με ρώτησε και πριν το αντιληφθώ με είχε ήδη σηκώσει ψηλά, και με έριξε στην πλάτη του σαν σακί με πατάτες.
¨Ωραία θέα έχω από εδώ πίσω!" είπα ψιθυριστά γελώντας.
"Βλέπεις κάτι που σ' αρέσει μικρή;" με ρώτησε και με έβαλε να κάτσω στη θέση του συνοδηγού.
Γαμώτο με άκουσε!
"Τι με ήθελες;" τον ρώτησα μόλις μπήκε στο αμάξι.
"Θα σου πω σε λίγο." απάντησε κι έβαλε μπρος το όχημα.
Μετά από λίγα λεπτά φτάσαμε στη μαρίνα. Πάρκαρε το αμάξι και βγήκε έξω. Εγώ έμεινα στη θέση μου, ώσπου ήρθε στην πλευρά μου. Μου άνοιξε την πόρτα και μου έδωσε το χέρι του. Το έπιασα και βγήκα κι εγώ έξω. Μου 'δωσε το μπράτσο του για να περάσω το χέρι μου μέσα απ' αυτό, και αφού το πέρασα, ξεκινήσαμε να περπατάμε κατά μήκος του λιμανιού.
"Ξέρεις, μου είναι τόσο δύσκολο να σε βλέπω να μεγαλώνεις. Μου φαίνεται σα χθες η μέρα που σε γνώρισα σε εκείνη τη λίμνη. Ένα όμορφο κοριτσάκι με μακριά ξανθά μαλλιά και κατάμαυρα μάτια. Καμιά φορά ξεχνάω πως μεγάλωσες... Έφτασες κιόλας τα 18..." έλεγε χαμηλόφωνα, καθώς ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του.
" Όχι ακόμα. Σε έναν μήνα τα κλείνω!" του είπα κι εγώ το ίδιο χαμηλόφωνα.
"Στις 17 Σεπτεμβρίου." είπε ψιθυριστά.
"Που το ξέρεις;" τον ρώτησα και μπήκα μπροστά του.
"Όποιος ενδιαφέρεται μαθαίνει μικρή μου..." είπε και μου χαμογέλασε.
Δεν ήξερα τι να του πω... Κοιτούσα μία τα μάτια του και μία τα χείλη του. Θεέ μου, πέθαινα να τα φιλήσω έστω μία φορά. Και μόνο στην σκέψη άρχισα να τρέμω.
"Σου αρέσει ο Αντρέας;" με ρώτησε και με έβγαλε από τις σκέψεις μου.
"Τι;" τον ρώτησα αμέσως.
"Είναι καλό παιδί, και δεν θα σε πληγώσει. Αν το κάνει, ξέρει πως θα τον σκοτώσω!" είπε και προσπάθησε να χαμογελάσει.
"Θα μου κάνεις μία χάρη;" τον ρώτησα αθώα.
"Ό,τι θες μικρή μου!" είπε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.
"Εγώ... Δεν έχω... Εννοώ πως... Δεν είχα ποτέ αγόρι..." είπα ψιθυριστά και σίγουρα είχα γίνει κατακόκκινη σαν παντζάρι.
"Θέλεις να σας τα φτιάξω εγώ; Συγγνώμη, αλλά δεν μπορώ να το κάνω αυτό..." είπε και μου γύρισε την πλάτη.
"Όχι!" είπα και ξαναμπήκα μπροστά του.
"Εγώ... Θέλω... Να με μάθεις να φιλάω!" είπα με μία λέξη και όρμισα στα χείλη του.
Κόλλησα τα χείλη μου πάνω στα δικά του, και του πήρε κάποιες στιγμές μέχρι να αντιδράσει. Στην αρχή το φιλί μας ήταν ήρεμο μα στη συνέχεια βάθυνε. Η γλώσσα του βρήκε τα χείλη μου κι εγώ αμέσως άνοιξα λίγο το στόμα μου. Η γλώσσα του καθοδηγούσε τη δική μου. Με κρατούσε από τη μέση, κι εγώ είχα περάσει τα χέρια μου στο λαιμό του. Νόμιζα πως εκείνη ήταν η πιο υπέροχη στιγμή της ζωής μου! Και το πρώτο μου φιλί θα μου μείνει για πάντα αξέχαστο.
Ο Άλεξ αποτραβήχτηκε ξαφνικά από κοντά μου κι εγώ τον κοίταξα παραξενευμένη.
"Γαμώτο Ζωή, δεν έπρεπε να το κάνω αυτό!" μου φώναξε και κάποιοι πεζοί γύρισαν προς το μέρος μας.
"Εξαιτίας της Μίνας;" ήθελα να μάθω.
"Όχι! Δηλαδή ναι!" είπε πιο χαμηλά αυτή τη φορά κι άρχισε να περπατάει προς το αμάξι.
Άνοιξε την πόρτα του οδηγού και μπήκε κατευθείαν μέσα.
"Μπα; Πάνε οι καλοί σου τρόποι τώρα;" σκέφτηκα και προχώρησα προς τη θέση του συνοδηγού. Άνοιξα την πόρτα και δεν πρόλαβα να κάτσω καλά καλά όταν έβαλε μπρος το αυτοκίνητο.
"Αυτό που έγινε μεταξύ μας, δεν έπρεπε να γίνει. Και δεν πρόκειται να ξαναγίνει. Κατάλαβες;" με ρώτησε θυμωμένα.
"Σιγά, πως κάνεις έτσι; Δεν σε φάγαμε κιόλας! Απλώς ήθελα να μάθω να φιλάω... Δεν νομίζω να παρεξηγηθεί η ντίβα σου!" είπα ειρωνικά.
"Ζωή κόφ'το. Ακούς τι σου λέω; Και λέξη σε κανέναν!" με διέταξε και με πλήγωσε τόσο πολύ.
Τόσο αποκρουστική ήμουν που δεν ήθελε να το μάθει κανείς; Πάλι εμφανίστηκαν δάκρυα στο πρόσωπό μου και χαμήλωσα το βλέμμα μου. Γαμώτο, γιατί είμαι τόσο ευαίσθητη;
Παρκάραμε μπροστά από το μαγαζί και ο Άλεξ γύρισε να με κοιτάξει. Έπιασε το πιγούνι μου και σήκωσε το πρόσωπό μου πάνω. Τότε είδε τα δάκρυα και σούφρωσε τα φρύδια του. Πριν προλάβει να μιλήσει, έβγαλα την ζώνη μου, του φώναξα "Σε μισώ", και πετάχτηκα έξω από το αμάξι.
Πήγα κατευθείαν στον Θοδωρή και του είπα να φύγουμε. Ο Αντρέας όταν με είδε να κλαίω προσφέρθηκε να μας πάει αυτός και ξεκινήσαμε για το αμάξι του. Ο Άλεξ έκανε να έρθει προς το μέρος μας, αλλά ο Θοδωρής του έκανε νόημα να με αφήσει να ηρεμήσω. Έτσι, ξεκινήσαμε για το σπίτι.
Την επόμενη μέρα, πήρα άδεια από τον θείο μου να επισκεφτώ την κολλητή μου στην Λούτσα, αφού μετά το καλοκαίρι, εκείνη θα μετακόμιζε Θεσσαλονίκη κι εγώ Πάτρα. Δεν ήθελα να τον ξαναδώ. Τουλάχιστον όχι σύντομα. Θα προσπαθούσα να τον ξεχάσω.
Όσο ήμουν στη Λούτσα, αποφασίσαμε με την Νεφέλη, την κολλητή μου, να ανοίξουμε facebook. Στο σχολείο ήμασταν οι μοναδικές που δεν είχαμε ακόμα λογαριασμό σε αυτό το κοινωνικό μέσο δικτύωσης. Αρχίσαμε να κάνουμε add φίλους, συγγενείς και παλιούς καθηγητές από το φροντιστήριο, και τους πιο νορμάλ από το σχολείο. Δυστυχώς όμως, αυτές οι δύο βδομάδες πέρασαν πολύ γρήγορα και ήρθε ο καιρός να αποχαιρετιστούμε.
Στις 17 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που έκλεισα τα δεκαοκτώ, ο Άλεξ με πρόσθεσε στο facebook και μου έστειλε κι ένα μήνυμα.
"Ζωή μου... Χρόνια σου πολλά κι ό,τι επιθυμείς σου εύχομαι, μέσα από την καρδιά μου! Συγγνώμη αν σε έχω πληγώσει. Πάντα φρόντιζα να σε προστατεύω από όλα... ακόμη κι από μένα... Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ να κλαις. Ειδικότερα εξαιτίας μου. Θέλω να είσαι χαρούμενη και να γελάς! Μου λείπει το γέλιο σου... Μου λείπεις... Κοίταξε να προσέχεις τώρα που έκλεισες τα 18. Πάντα θα είσαι η μικρή μου!"
Τώρα εγώ τι να του πω; Άμα του πω την αλήθεια και πως νιώθω γι' αυτόν, το μόνο σίγουρο είναι πως δεν θα μου ξαναμιλήσει...
"Ευχαριστώ!" είναι το μοναδικό πράγμα που μπορούσα να του πω.
Κι άλλο μήνυμα. Τι στο καλό; Στον υπολογιστή καθόταν να περιμένει απάντηση;
"Χρόνια Πολλά Barbie μου! Πάντα να θυμάσαι πως εσύ είσαι η αυθεντική κούκλα! Όταν ξανάρθεις Κιάτο θα το γιορτάσουμε! Μια φορά κλείνεις τα 18! Και ξέρεις ε; Τώρα δεν είσαι ανήλικη όπως την τελευταία φορά που σε είδα!"
Αυτήν τη φορά το μήνυμα ήταν από τον Αντρέα και μπορώ να πω πως με έκανε να γελάσω δυνατά!
"Χα χα τρελέ σ' ευχαριστώ πολύ!!! Θα τα πούμε πιο σύντομα απ' ό,τι νομίζεις!!! <3 "
Η μέρα πέρασε όμορφα, όμως το απόγευμα ο θείος μου μου ανακοίνωσε πως θα έπρεπε να δούμε έναν συμβολαιογράφο. Έτσι, ετοιμαστήκαμε και φύγαμε.
"Δεσποινίς Ζωή Τριανταφύλλου, βρισκόμαστε εδώ σήμερα για το άνοιγμα της διαθήκης των γονιών σας. Όταν μας άφησαν, ήσασταν πολύ μικρή για να μπορέσει να ανοιχτεί η διαθήκη τους, όμως σήμερα ενηλικιωθήκατε αν δεν κάνω λάθος;" με ρώτησε περισσότερο γιατί είδε πως χάθηκα στις σκέψεις μου.
"Μάλιστα." ήταν το μοναδικό που κατάφερα να πω.
"Ωραία λοιπόν, ας ξεκινήσουμε..."
Με λίγα λόγια ό,τι περιουσιακά στοιχεία είχαν οι γονείς μου, πέρασαν νόμιμα σε 'μένα. Το πατρικό του πατέρα μου στην Σαντορίνη, ούτε καν το θυμάμαι αυτό το σπίτι, και το σπίτι που έμενα μέχρι τα οκτώ μου στο Μαρούσι. Αυτό το σπίτι το είχε νοικιάσει ο θείος μου μετά τον θάνατο των γονιών μου και τα λεφτά έμπαιναν σε ένα λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομά μου.
Φυσικά και δεν γνώριζα τίποτα, και ούτε αναρωτήθηκα ποτέ για το πατρικό μου. Δεν ξέρω γιατί. Ακόμη δεν ήμουν έτοιμη να πάω εκεί, δεν ήθελα... Στην κατοχή μου πέρασε επίσης και ένα οικόπεδο που είχε η μητέρα μου στην Εύβοια, ούτε κι αυτό ήξερα πως υπήρχε. Πέρα από απ' αυτά, πλέον είχα στον τραπεζικό μου λογαριασμό και 60.000 ευρώ. Αυτή ήταν η κληρονομιά μου. Ό,τι μου είχε απομείνει από την οικογένεια μου. Μακάρι να μπορούσα να τα δώσω όλα αυτά, και απλά να είχα την οικογένειά μου πίσω, όμως αυτό δεν ήταν δυνατόν.
"Να πράξεις με σύνεση πριν κάνεις την οποιαδήποτε κίνηση. Κάνε περήφανους τους γονείς σου. Μην ξοδέψεις την περιουσία σου άσκοπα." μου είπε ο συμβολαιογράφος κι εγώ κούνησα το κεφάλι μου. Ήθελα να γυρίσω πίσω στο σπίτι.
Κλείστηκα για καμία ώρα στο δωμάτιο μου και κάθισα να σκεφτώ τα τελευταία γεγονότα. Άνοιξα τον υπολογιστή κι άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για την Πάτρα και το Κιάτο. Όταν τελείωσα, είχα πάρει την απόφασή μου.
Δήλωσα στον θείο μου πως τα λεφτά από το πατρικό μου, μπορούσε να τα κρατήσει. Αυτός με συντηρούσε 10 χρόνια τώρα, πως θα μπορούσα να είμαι τόσο αχάριστη, όταν αυτός ποτέ δεν μου ζήτησε δεκάρα. Επίσης του είπα τις σκέψεις μου. Θα έμενα στο Κιάτο και θα πήγαινα στη σχολή μου με τον προαστιακό ή με ΚΤΕΛ. Θα με σύμφερε περισσότερο οικονομικά από το να ενοικιάσω κάποιο σπίτι στην Πάτρα και να χρειαστεί ίσως και να το επιπλώσω. Επίσης, θα γραφόμουν σε σχολή για δίπλωμα οδήγησης και στο μέλλον θα έπαιρνα κάποιο αμάξι για να μετακινούμε. Τσακωθήκαμε όταν του είπα πως θα πλήρωνα εγώ τους λογαριασμούς του ρεύματος και του νερού, όμως εν τέλει υπέκυψε. Ήθελα να ανεξαρτητοποιηθώ και είχε έρθει η ώρα μου. Επίσης, θα είχα για γείτονα τον Άλεξ!!!!
Το έχει η μοίρα μας να μας ενώνει συνεχώς σκέφτηκα και γέλασα με αυτή τη σκέψη!Κιάτο σου έρχομαι! Άλεξ θα γίνεις δικός μου!!!
Μία πολύ σοφή παροιμία λέει πως όταν εμείς κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει. Και νομίζω πως αυτήν την παροιμία την ένιωσα στο πετσί μου.
Όσο εγώ έκανα σχέδια για μένα και τον Άλεξ, και για την καινούρια μου ζωή στο Κιάτο, ο Άλεξ αποφάσισε να μετακομίσει στην Αθήνα. Την μέρα που εγώ έφτασα Κιάτο, αυτός βρισκόταν ήδη στην Αθήνα.
Φαίνεται πως η μοίρα πάλι μας χώριζε.
Έτος 2015
Και κάπως έτσι, πέρασαν 4 ολόκληρα χρόνια. Εγώ να πηγαινοέρχομαι Κιάτο-Πάτρα για το πανεπιστήμιο, και Κιάτο-Αθήνα-Θεσσαλονίκη για να βλέπω τους δικούς μου και την κολλητή μου. Είχα πάρει το δίπλωμα οδήγησης από το πρώτο τρίμηνο που μετακόμισα στο Κιάτο. Είχα αρχίσει να δουλεύω ως ταμίας στον Γαλαξία,το σούπερ μάρκετ κοντά στο σπίτι μου, και αγόρασα κι ένα Smart για να πηγαίνω στη σχολή.
Τον Άλεξ σε όλα αυτά τα χρόνια τον είδα γύρω στις 10 φορές. Βγαίναμε με την παλιά παρέα, αλλά πάντα ήταν απόμακρος. Ο Αντρέας πάλι, ήταν πιο διαχυτικός από ποτέ. Τέσσερα χρόνια τώρα τα πέρναγα τέλεια δίπλα του. Ποτέ δεν συνέβη κάτι ερωτικό μεταξύ μας, όσο κι αν μας έλεγαν όλοι πως φαινόμαστε σα ζευγάρι. Ήταν σαν αδερφός για μένα, κι αυτός με πρόσεχε σαν να ήμουν αδερφή του.
Τα καλοκαίρια μου τα περνούσα με την Νεφέλη στην Λούτσα,αν και κάθε χρονιά λέγαμε πως το επόμενο καλοκαίρι θα πάμε σε κάποιο νησί. Πάντα καταλήγαμε στην Βραυρώνα της Λούτσας, και στον Ιππόκαμπο να αράζουμε όλη μέρα.
Ήταν ήδη Αύγουστος και τον Οκτώβρη έπαιρνα πτυχίο! Είχα τελειώσει πτυχιακή και πρακτική και ήδη έψαχνα σχολή στο εξωτερικό για να κάνω το μεταπτυχιακό μου. Ήθελα να πάω στο Λονδίνο. Ήταν όνειρο ζωής. Αγαπούσα αυτή τη πόλη και θα μπορούσα να επισκεφτώ όλα τα μέρη που αναφέρονται στα βιβλία και τις ταινίες του Harry Potter. Έπρεπε να με δεχτούν οπωσδήποτε στο Λονδίνο!!!
Και η Νεφέλη έπαιρνε πτυχίο,αλλά αυτή ήθελε να πάει για μεταπτυχιακό στη Σκωτία. Τουλάχιστον δεν θα ήμασταν και πολύ μακριά.
"Το ξέρεις πως το τρένο που επιβιβάζονται τα παιδιά στο Harry Potter για να πάνε στο Hogwarts υπάρχει στην πραγματικότητα; Βρίσκεται στον σταθμό Kings Cross στο Λονδίνο, και μάντεψε ποια είναι η διαδρομή του!" με ρώτησε γελώντας η Νεφέλη.
"Μη μου πεις η Σκωτία!!!" είπα ενθουσιασμένη.
"Χα χα ναιιι!" φώναξε εκείνη.
"Το'χει η μοίρα μας να ανέβουμε σε αυτό το τρένο! Σημείωσέ το κι αυτό στην λίστα του Harry Potter!" της είπα γελώντας.
Έτσι πέρασε κι εκείνο το καλοκαίρι. Μέχρι την αποφοίτησή μου,θα έμενα στην Αθήνα. Ήλπιζα πως ίσως τότε θα μπορούσα να βρεθώ μόνη μου με τον Άλεξ. Πλέον ήμουν 22 χρονών κι αυτός 27. Έπρεπε να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα μεταξύ μας.
Εγώ μέχρι στιγμής δεν είχα κάνει κάποια σχέση. Δεν έτυχε όμως αφού ο ένας μου μύριζε κι ο άλλος μου ξίνιζε... Ή ίσως πάλι να τους σύγκρινα όλους με τον Αλέξανδρο και κανένας να μην ήταν καλύτερός του. Έπρεπε να του μιλήσω!
Μα πότε ήταν η μοίρα με το μέρος μου για να είναι τώρα;
Εγώ επέστρεψα στην Αθήνα κι αυτός επέστρεψε στο Κιάτο. Αν είναι δυνατόν! Έπρεπε όμως να του μιλήσω, έστω και μέσω του facebook. Δεν έχασα καιρό, του έστειλα αμέσως μήνυμα.
"Γεια σου Άλεξ, τι κάνεις;"
"Καλά είμαι Ζωή,εσύ;"
"Καλά κι εγώ, εδώ Αθήνα. Μου είπαν πως επέστρεψες Κιάτο. Πως κι έτσι;"
"Μάλλον μου έλειψε ο τόπος μου. Δεν κατάφερα να συνηθίσω την Αθήνα. Πολύ βαβούρα. Εσύ που είσαι;"
"Εγώ επέστρεψα Αθήνα. Όμως θα έρθω για την αποφοίτηση μου τον Οκτώβρη."
"Γι'αυτό είναι τα κλειδιά σου εδώ; Γύρισες πίσω στην Αθήνα, ε;"
"Ναι, τα άφησα σε περίπτωση κάποιας έκτακτης ανάγκης, να τα έχουν οι δικοί σου... Άλεξ, ήθελα να σου πω κάτι..."
"Πες μου"
"Όπως έχεις ήδη καταλάβει,μου αρέσεις... Μου αρέσεις εδώ και τόσο χρόνια και ποτέ δεν βρήκα το κουράγιο να στο πω... Δεν ξέρω αν εσύ νιώθεις κάτι για μένα κι αν θα ήθελες να προσπαθήσουμε να είμαστε μαζί..;"
"Ζωίτσα είσαι πολύ ωραία κοπέλα, όμως δεν μπορώ να είμαι μαζί σου. Γνωρίζω τον θείο σου, ο πατέρας μου είναι κολλητός μαζί του. Δεν γίνεται να είμαστε μαζί. Συγνώμη."
"Δηλαδή δεν σου αρέσω;"
"Δεν είναι αυτό απλά δεν γίνεται. Εγώ εδώ εσύ εκεί. Θα τα έχουμε από απόσταση;"
"Δηλαδή σου αρέσω;;;"
"Είσαι ωραία κοπέλα ναι, όμως δεν γίνεται. Σε παρακαλώ κατάλαβέ με."
"Εντάξει. Με συγχωρείς. Συγγνώμη αν σε έφερα σε δύσκολη θέση."
"Με συγχωρείς μικρή μου."
"Γεια σου Αλέξανδρε."
"Γεια."
Πάει κι αυτό. Ο παιδικός μου έρωτας μου έδωσε μία ωραιόταη χυλόπιτα! Και μπορώ να πω πως μου έκατσε στο λαιμό.
14 ολόκληρα χρόνια είχαν περάσει από την μέρα που τον γνώρισα... 14 χρόνια που η αγάπη μου για εκείνον μόνο μεγάλωνε... 14 χρόνια που μόλις πετάχτηκαν στα σκουπίδια.
Η καρδιά μου είχε σπάσει σε χίλια κομματάκια, όμως η μοίρα μου επιφύλασσε κι άλλη μία έκπληξη. 2 μέρες πριν την αποφοίτησή μου ήρθε το τελιωτικό χτύπημα.
"Ακούστε τι έγινε! Φαίνεται πως το κρεβάτι μας είναι τυχερό και καρπερό!" είπε γελώντας ο θείος μου στην θεία μου κι όλοι τον κοιτούσαμε περίεργα.
"Ο Αλέξανδρος έκανε το θαύμα του! Είχε πάει μία κοπέλα στο σπίτι μας στο Κιάτο, και την άφησε έγγυο!" συνέχισε ο θείος μου γελώντας και ο Θοδωρής έπιασε με τρόπο το χέρι μου.
"Άντε καιρός ήταν να νοικοκυρευτεί κι αυτός! Και πότε με το καλό ο γάμος;" ρώτησε η θεία μου.
"Ο Ιωάννης μου είπε πως τώρα μάθανε ότι είναι έγκυος, σχεδόν 2 μηνών. Καταλάθος έγινε λέει... Όμως θα το αποκαταστήσει το κορίτσι. Μάλλον τον Ιανουάριο, μετα την πρωτοχρονιά θα γίνει ο γάμος." τα έλεγε όλα αυτά και χαιρόταν πραγματικά.
Σχεδόν 2 μηνών,περίπου την περίοδο που του εξομολογήθηκα τον έρωτα μου. Μπραβο ρε Άλεξ, να'σαι καλά!
Πήγαμε όλοι μαζί στην αποφοίτησή μου, φυσικά ήρθε και ο Αλέξανδρος με την οικογένειά του. Το μεσημέρι βγήκαμε έξω για φαγητό να το γιορτάσουμε και ύστερα οι δικοί μου θα έφευγαν για Αθήνα. Εγώ θα γυρνούσα την επομένη, αφού θα έβγαινα με την παρέα μου να το γιορτάσω.
Ετοιμαζόμουν για την έξοδό μου, όταν χτύπησε το κουδούνι. Υπέθεσα πως ήταν ο Αντρέας και άνοιξα την πόρτα χωρίς να ρωτήσω.
Πάγωσα όταν είδα τον Άλεξ μπροστά μου. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο κι ένα σκουρόχρωμο μπλε τζιν. Γιατί να είναι τόσο ωραίος;
"Δεν σε περίμενα." του είπα απότομα και του έκανα νόημα να περάσει μέσα.
"Ενοχλώ;" ρώτησε και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι.
"Όχι,μόλις ετοιμάστηκα και περίμενα τον Αντρέα να έρθει να με πάρει." του απάντησα αδιάφορα κι έκατσα δίπλα του.
"Ήθελα να σου μιλήσω για κάτι, πριν το μάθεις από αλλού..." είπε μέσα από τα δόντια του κι ένιωσα ένα μαχαίρι να καρφώνεται στην καρδιά μου.
"Λυπάμαι, μα ξέρω ήδη..." του είπα κοιτώντας τα νύχια μου,έπρεπε να τα βάψω οπωσδήποτε, σκέφτηκα.
"Ζωή, εγώ..." δεν πρόλαβε να μιλήσει γιατί τον διέκοψα.
"Εσύ είσαι ένας μαλάκας και μισός. Εγώ σου εξομολογούμουν τον έρωτά μου για σένα κι εσύ έβγαζες τα μάτια σου με μία φοιτητριούλα; Και καλά έκανες που τα έβγαλες, αλλά γιατί εδώ; Γιατί μέσα στο σπίτι μου; Στο κρεβάτι που κοιμόμουν εγώ; Την έφερες από την Αθήνα έως εδώ γιατί; Τόσα ξενοδοχεία έχει η Αθήνα, η Κόρινθος, το Κιάτο... Τι στο διάολο σκεφτόσουν όταν την έβαζες στο σπίτι μου, μπορείς να μου πεις;" πλέον φώναζα κι έκλαιγα ταυτόχρονα.
"Έχεις δίκιο... Ό,τι και να πεις έχεις δίκιο... Είμαι μαλάκας... Αλλά δεν ήθελα να σε πληγώσω. Έγινε καταλάθος. Έσπασε το προφυλακτικό και δεν περίμενα με την πρώτη μας φορά να μείνει έγκυος..." έλεγε χαμηλόφωνα εκείνος κι έβλεπα ότι κι αυτός πονούσε.
"Ξέρεις,πίστευα πως το κισμέτ μου..." πήγα να πω αλλά με διέκοψε.
"Το ποιό σου;" ρώτησε παραξενευμένος.
"Το κισμέτ, η μοίρα, το πεπρωμένο... Πες το όπως θες, δεν αλλάζει... Πίστευα πως μας ένωσε για να καταλήξουμε μαζί. Σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Ήσουν για 'μένα ένα άπιαστο όνειρο, κάτι μαγικό... Τόσα χρόνια δεν έκανα σχέση με κάποιον γιατί ήθελα να είσαι εσύ ο πρώτος μου. Ήσουν το πρώτο μου φιλί, ο πρώτος μου έρωτας. Ήθελα να τα ζήσω όλα μαζί σου, όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια για μας. Τώρα είμαι σίγουρη πως εσύ δεν είσαι για μένα. Έπρεπε να είχα μείνει μακριά σου από εκείνο το πρώτο μας φιλί. Σου εύχομαι μέσα από την καρδιά μου να ευτυχήσεις με την κοπέλα σου, και πραγματικά να της δώσεις ό,τι της αξίζει. Κοίτα να μην πληγώνεις αυτούς που σε αγαπάνε, γιατί δεν το διάλεξαν αυτοί, αλλά η καρδιά τους..." του είπα και σκούπισα τα δάκρυα μου.
Πριν προλάβει να απαντήσει χτύπησε το κουδούνι. Χωρίς να το σκεφτώ πολύ, τον φίλησα για μία τελευταία φορά. Με κράτησε σφιχτά στην αγκαλιά του και δάκρυα κυλούσαν ξανά από τα μάτια μου. Σταμάτησε το φιλί μας κι ακούμπησε το κούτελό του στο δικό μου, έχοντας κλειστά τα μάτια.
"Συγνώμη..." ήταν το μοναδικό που είπε.
"Αντίο έρωτά μου..." απάντησα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα.
Ο Αντρέας μόλις με είδε τρόμαξε, αλλά μπαίνοντας μέσα στο σπίτι και βλέποντας και τον Άλεξ σε χάλια κατάσταση, κατάλαβε.
"Γεια σου Αντρέα. Θα τα πούμε μετά στο μπαρ." είπε ο Άλεξ κι έφυγε.
"Δεν μπορώ να έρθω... Σε παρακαλώ, πήγαινε με στον προαστιακό, θέλω να φύγω!" είπα ενώ έπεσα στην αγκαλιά του Αντρέα κλαίγοντας.
"Ηρέμησε μικρή μου θα σε πάω όπου θέλεις,μόνο ηρέμησε..." με παρακάλεσε.
Μάζεψα τα πράγματά μου, και για ακόμη μία φορά το έβαζα στα πόδια. Δεν μπορούσα να τον ξαναδώ μετά από όλα αυτά.
Έφτασα αργά τα βράδυ σπίτι και τους βρήκα όλους ξύπνιους. Τους είπα πως δεν ένιωθα καλά και πως είχα ανάγκη από ξεκούραση. Μίλησα με την Νεφέλη και μου είπε να πάω αμέσως Λούτσα, και πως μπορούσα να μείνω εκεί όσο καιρό ήθελα.
"Ετοίμασε βαλίτσες,θα πάμε Σαντορίνη στο πατρικό μου!" της δήλωσα και σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι.
Έφτιαξα βαλίτσες μες στα άγρια χαράματα, άφησα ένα γράμμα στους δικούς μου, πήρα τα κλειδιά του σπιτιού μου στην Σαντορίνη και έφυγα.
Στη Σαντορίνη μείναμε 2 ολόκληρες εβδομάδες. Το εξοχικό μου ήταν πανέμορφο και δεν ήθελα να το αποχωριστώ, όμως δεν είχαμε άλλα λεφτά για ξόδεμα. Τα μεταπτυχιακά μας θα μας στοίχιζαν μία περιουσία,οπότε ξαναγυρίσαμε στη Λούτσα.
Στείλαμε αιτήσεις σε διάφορα πανεπιστήμια στο Ηνωμένο Βασίλειο κι αν ήμασταν τυχερές θα μας έπαιρναν από το δεύτερο εξάμηνο. Δεν ήθελα να είμαι στην Αθήνα για το γάμο του Αλέξανδρου γιατί θα έπρεπε αναγκαστικά να πάω.
Τελικά μας δεχθήκανε! Εμένα στην Αγγλία και την Νεφέλη στη Σκωτία. Αρχίσαμε να ψάχνουμε για σπίτια και για συγκάτοικους γιατί τα ενοίκιά τους ήταν εξωπραγματικά. Όταν πλέον βρήκαμε και κανονίσαμε τα πάντα, αποφασίσαμε να περάσουμε τα Χριστούγεννα στο Λονδίνο και την Πρωτοχρονιά στη Σκωτία.
Απ'ό,τι φαίνεται η μοίρα μου άρχισε να αλλάζει!!!
Αγγλία σου ερχόμαστε!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top