Την θέλει λέμε
Δεύτερο για σήμερα για να μην μπερδευόμαστε το γράφω !
Καθ'οδόν για party
To κινητό μου δονείται για ακόμη μια φορά στο εσωτερικό απο το σακάκι μου. Λοξοκοιτάω τον Δημήτρη. Το τηλέφωνο μου έχει χτυπήσει άλλες τρεις φορές αλλά το κωλόπαιδο μου έχει απαγορεύσει να μιλάω στο κινητό εν ώρα εργασίας.
Ε βέβαια σε τίποτα δεν είναι τυπικός στη συνεργασία μας εκτός απο αυτό.
"Να το σηκώσω γιατί μπορεί να είναι-"
Πάω να πω ανάγκη αλλά με κοιτάζει αυστηρά.
"Οδηγείς" μου απαντά μονολεκτικά και είμαι έτοιμη να σκάσω. Ρε και αν είναι η αγορίνα μου? Έχω τρεις μέρες να του μιλήσω. Πνίγεται στη δουλειά και μόνο κάτι λίγα μηνύματα μου στέλνει. Η αγορίνα μου λιώνει στην δουλειά με πεθαίνει να τον σκέφτομαι να δουλεύει τόσο.
"Λίγο ρε Μητσάρα να δω ποιος είναι μόνο"
Εν τω μεταξύ με έχει πεθάνει με το άρωμα του. Έχει φορέσει για το πάρτυ ένα κιλό άρωμα κι ένα κιλό τζελ στο μαλλί.
"Μην .τυχόν." μου γρυλίζει και τον γράφω στ'αρχίδια μου. Αν είναι ο Κωστάκης και με χρειάζεται κάτι? Τόσα τηλέφωνα με έχει πάρει.
Με το ένα χέρι κρατάω το τιμόνι της κόκκινης λαμποργκίνι και με το άλλο ψαρεύω το κινητό μου απο το εσωτερικό της τσέπης μου.
Βλέπω τις αναπάντητες και γουρλώνω τα μάτια μου.
Αυτό τώρα σίγουρα δεν είναι για καλό. Ο πατέρας μου δεν με παίρνει ποτέ τηλέφωνο εκτός αν είναι σε μπελάδες.
Την μαλακία μου μέσα είμαι σίγουρη οτι έμπλεξε.
"Δεν γίνεται ..πρέπει να πάρω πίσω"
"Σου απαγορεύω φιλάρα να το ακουμπήσεις, πως το λένε?" μου μιλά τελείως εκνευρισμένα και προσπαθώ να πάρω ανάσες μην τον χτυπήσω μπουνιά.
"Καλά θα πάρω μετά απο το πάρτυ. ." λέω παραιτημένα" αν και ο πατέρας μου για να με παίρνει κάτι του συμβαίνει"
"Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ? Ε ΑΥΤΟΝ ΝΑ ΤΟΝ ΠΑΡΕΙΣ ΠΙΣΩ" μου φωνάζει αναστατωμένα.
"Καλά ντε..δεν με πήρε και ο πρωθυπουργος της χώρας" τον κοιτάω και φαίνεται λες και ένιωσε άσχημα για κάτι. Περίεργο τρένο ο μητσάρας. Και κωλόπαιδο. Μια ώρα άλλαζε ρούχα μπροστά μου μέχρι να βρει ποιό τζην του στρώνει καλύτερα στον κώλο. Και εννοείται εγώ ήμουν η κριτική επιτροπή.
Βλάκας καλέ.
Καμία σχέση με τον Κωστάκη μου.
"Έλα πατέρα"
"Ναι.."
"Ναι.."
"ΟΧΙ ΡΕ ΠΑΤΕΡΑ ΠΑΛΙ ΤΑ ΙΔΙΑ .ΑΦΟΥ ΥΠΟΣΧΕΘΗΚΕΣ"
Χτυπάω το τιμόνι νευριασμένη και επιταχύνω.
"Τι έγινε?" ακούω τον Δημήτρη να μου λέει αναστατωμένος και τον βλέπω να βάζει ζώνη ασφαλείας. Ε βέβαια όταν του έλεγα να την φορέσει , μου έλεγε οτι δεν είναι φλώρος. Μάγκας απο τα γαριδάκια ο Μητσάρας.
"Πρέπει να κάνω μια στάση στο κωλόμπαρ..εμ..στο καφενείο του πατέρα μου έμπλεξε πάλι και θα τον κάνουν μαύρο στο ξύλο"
Τραβάω χειρόφρενο και κάνω επι τοπου αναστροφή , παίρνω δυο μούντζες απο τα γύρω αυτοκίνητα και κάτι κορναρίσματα.
"Πατέρα ακούς? Πόσα είναι τα λεφτά?"
"ΠΟΣΑ?"
"Αφού ξέρεις οτι τα μαζεύω τα λεφτά μου για ιερό σκοπο ρε πατέρα...αχ ρε πατέρα μια ζωή τα κάνεις θάλασσα.."
Του το κλείνω στα μούτρα.
"Τι συμβαίνει? " αυτή την φορά ακούω τον Δημήτρη να μου μιλάει πολύ αυστηρά.
Υποθέτω αφού τον έχω μαζί μου και τον σερνω ως εκεί και είναι και το αφεντικό μου , υποθέεεετω πρέπει να του ξεράσω τι συμβαίνει"
"Ο πατέρας μου είναι έτοιμος να φάει το ξύλο της χρονιάς του. Έχασε πέντε χιλιάρικα στα ζάρια και πήγαν απο το μαγαζί του κάτι κωλόμαγκες να του πουλήσουν τσαμπουκά ..κατάλαβες μαύρο θα τον κάνουν"
"Κι εσύ τι θα πας να κάνεις εκεί? θα του δώσεις τα λεφτα?"
Στριφογυρίζω τα μάτια μου.
"Με βλέπεις να έχω τα φράγκα σου ρε Μητσάρα? Δυο χιλιάρικα έχω στην άκρη και αυτά για ιερό σκοπό. Πάω να τους ξηγηθώ "
"Θα πας για ξύλο?"
Του γνέφω θετικά και τον ακούω να ξεφυσά.
"Δεν είναι επικύνδυνο?"
"Μόνο για αγοράκια σαν εσένα"
"Μάλιστα.." μου απαντά ελαφρά ειρωνικά αλλά δεν δίνω σημασία.
"Εσύ θα κάτσεις στο αυτοκίνητο και θα με περιμένεις. Εγώ πάω μέσα , τους σαπίζω στο ξύλο και μετά έρχομαι να σε πάω στο πάρτυ"
"Μάλιστα.."
Τον κοιτάω .
Με κοιτάει.
"Εντάξει Μητσάρα?" του λέω αυστηρά και μου χαμογελά . " Εντάξει ρε φιλάρα " μου απαντά και μου σπάει ένα μεγάλο χαμόγελο.
Στον κόσμο του κοινώς το τρελό αγόρι.
Ε..εννοώ το κακομαθημένο αγόρι.
Σε λίγη ώρα είμαστε απ'εξω απο " Το ροζ χέλι".
"Εσύ εδώ και φρόνιμα" του γρυλίζω και μου χαμογελά υπάκουα.
"Μπράβο . Καλό αγόρι" τον επιβραβεύω με μια μπουνιά στο μπράτσο και γελάει.
Εδω ο κόσμος χάνεται και το ζαβό γελάει. Τέλοσπάντων.
Μπαίνω μέσα και βλέπω πέντε κλαρινογαμπρούς να έχουν το γεροντάκι στην γωνία.
"Αυτή είναι η κόρη σου που θα μας σκάσει τα λεφτά?"
Μιλάει πρωτος ένας σε μέγεθος τρίφυλλης ντουλάπας.
Ξεροκαταπίνω.
Το νιώθω θα φαω ξύλο.
"Μερικές ανάστροφες στον κώλο θα σου δώσω γιατί είσαι άτακτο αγόρι"
του λέω και βγάζω το σακάκι.
Βγάζει και αυτός το σακάκι.
Τον κοιτάω ψαρωτικά.
Με κοιτά και φτύνει κάτω.
Φτύνω κι εγώ.
Οι 4 απο πίσω βγάζουν και αυτοί το σακάκι.
Ο πατέρας μου κρύβεται πίσω απο την μπάρα.
Σαχλαμάρα για πατέρα μέσα.
"Σας έχω όλους ρε κωλόπαιδα" τους λέω με τέρμα μαγκιά και νοερά κάνω το σταυρό μου απο μέσα. Την γάμησα λέμε.
"Ε..συγνώμη είχα μια απορία"
Κοιτάω το ταβάνι και ξεφυσάω.
Τώρα ή ονειρεύομαι ή ακούω την φωνή του Μητσάρα.
Γυρίζω πίσω μου και τον βλέπω χαμογελαστο με το φουξ μπλουζάκι του, το χαμηλοκάβαλο τζην του και το χαμόγελο της κολγκέιτ.
"ΔΕΝΕΙΝΑΙΩΡΑΓΑΜΩΦΥΓΕ"
Του κάνω νόημα αλλά συνεχίζει να χαμογελά. Έχει τα χέρια στις τσέπες και περπατά προς εμένα με χαμόγελο.
Τι είπα? στον κόσμο του.
"Έχω απορία πως παίζονται τα ζάρια βασικά, μου είπε η υπάλληλος μου οτι ο πατέρας της παίζει ζάρια και θέλω να μάθω"
Δεν το ζω.
"Φύγε καλέ" του λέω και τον σπρώχνω απαλά.
Οι κλαρινογαμπροί τον κοιτάζουν απο πάνω ως κάτω.
"Θα σε πηδήξουν μάνα μου έτσι πως είσαι λουλού ντυμένος..δεν αστειεύονται είναι μαφιόζοι" του λέω σιγανά μέσα απο τα δόντια μου και αρχίζει να γελάει.
"Λοιπόν ..παίζεται με λεφτά?"
Στον κόσμο του. Τους πλησιάζει και βγάζει απο την τσέπη του ένα πάκο χαρτονομίσματα. Θα έχει πάνω του γύρω στα 500 ευρώ.
"Θα μου μάθει κανείς?" λέει χαμογελαστά και ο ένας απο τους πέντε τον πλησιάζει.
"Φιλαράκο μου εγώ θα σου μάθω τα πάντα"
"Πάμε έξω να μην ενοχλούμε?" απαντά ενθουσιασμένα ο Μητσάρας και νιώθω οτι δεν το ζω.
Τους βλέπω να ξεμακραίνουν και κοιτάω τους υπόλοιπους.
"Που είχαμε μείνει? α ναι θα σας τσακίσω ρεμάλια"
Λοιπόν..
Μου την πέφτουν όλοι.
Νιώθω το πουκάμισο μου να σκίζεται και έχω φάει μια καλή στο σαγόνι. Το καταλαβαίνω απο τα αίματα που τρέχουν απο το στόμα μου.
Δεν μασάω, δίνω κι εγώ πολλές, τρώωω όμως περισσότερες όταν...
"Μάγκες μαζέψτε τα"
Ο κλαρινογαμπρός εμφανίζεται απο πίσω μας παρέα με τον Μητσάρα.
Χαμογελαστοι και οι δυο.
"Με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν πως τελικά κάναμε λάθος στο χρεος "
Τον κοιτάζουν απορημένα.
Κι εγώ μαζί.
"Καλά μαλάκες είστε? άδικα παίζουμε ξύλο?"τους λέω και νιώθω οτι κάτι μου διαφεύγει.
Ο Δημήτρης με πλησιάζει και με κοιτά.
"Μανάρι φαίνεσαι σκατά"
"ΜΗΝ.ΜΕ .ΑΠΟΚΑΛΕΣΕΙΣ.ΞΑΝΑ.ΕΤΣΙ"
Γελάει και πάει καρφί στον πατέρα μου.
"Dimi Leon , το αφεντικό της κόρης σας και ινφλουέσερ του ινσταγκραμ"
"Τι αρρώστια έχει ? " βγαίνει ο πατέρας μου έξω απο την μπάρα που είναι κρυμμένος και με κοιτάζει μια εμένα και μια τον Μητσάρα , ενώ οι ψωρόμαγκες τα μαζεύουν να φύγουνε.
"Κάλο στον εγκέφαλο" απαντάω στον πατέρα μου καθώς ψάχνω παγάκια στο ψυγείο να βάλω στο χείλος μου. Θα πρηστεί γάματα λέμε.
"Εγώ δεν ξέρω απο αυτά. Είμαι του δημοτικού" απαντά στον Δημήτρη και χαμογελάνε και οι δυο.
"Κι εγώ ένα λύκειο τελείωσα και έμεινα δυο φορές στην ίδια τάξη. Το σχολείο είναι οτι ναναι" του απαντά σοβαρά ο Δημήτρης και ο πατέρας μου κουνά το κεφάλι του σοβαρός . "Το εκαπιδευτικό πρόγραμμα παιδί μου έχει πρόβλημα. Ξέρεις τι λέω εγώ? Μια χούντα θα μας σώσει."
Τους βλέπω να μιλάνε και κάθομαι στο σκαμπό παρέα με τα παγάκια.
Γιατί να νταντεύω πάντα εγώ?
"Τι είναι η χούντα? " ακούω τον Δημήτρη να πιάνει σοβαρή συζήτηση με τον πατέρα μου και χτυπάω το κεφάλι μου στην μπάρα.
Δεν τα ζω αυτά.
...
"Δεν θέλω να πάω στο πάρτυ , σπίτι θέλω να πάμε"
Έχουμε μια ώρα τσακωνόμαστε στο αυτοκίνητο.
"Αν το κάνεις για μένα εγώ είμαι καλά"
Η μάπα μου έγινε μοβ και είμαι πρησμένη, αλλά σιγά τα αυγά. Απλά κρίμα το πουκάμισο μου έγινε για πέταμα.
"Κι επίσης.."
Τον κοιτάω σοβαρή και ξεφυσάω.
Δεν είμαι χθεσινή.
"Τα φράγκα που έσκασες θα σου τα επιστρέψω"
Με κοιτά σοβαρός, πάει να πει κάτι αλλά τον κόβω.
"Ξέρω οτι έκανες ντίλια έξω με τον μπράβο, έτσι εύκολα δεν κάνουν λάθος σε χρέος. Θα μου τα κρατήσεις απο το μισθό μου και δυο χιλιάρικα που έχω μαζεμένα θα σου τα δώσω μπροστά"
Κοιτάει αμίλητος το δρόμο.
"Ξεκόλλα"
"Εσύ ξεκόλλα" του απαντάω αυστηρά.
"Για μένα αυτά δεν είναι λεφτά, το ξέρεις. Ας μην το συζητήσουμε ξανά"
"Θα τα πάρεις"
"Δεν τα παίρνω"
Πατάω φρένο και χειρόφρενο.
"Θα σε γαμήσω αν δεν τα πάρεις Μητσάρα "
Με κοιτά σοβαρός.
Εν τω μεταξύ τι ματάρες γαλανές έχει ο άνθρωπος..είναι πολύ ..εμ..τίποτα.
"Γάμησε με τότε" μου απαντά τέρμα αυστηρά.
Του χώνω μια μπουνιά.
"Ξεκόλλα ρε θα σου τα δώσω" του λέω ήρεμα και κοιτάω τον δρόμο. Στα δεξιά μας υπάρχει ένα έρημο παρκάκι.
"Κι ευχαριστώ δηλαδή Δημήτρη..θα έτρωγα ξύλο η αλήθεια είναι και αυτό δεν με νοιάζει , με νοιάζει που πάλι ξελασπώνω τον πατέρα μου με τις μαλακίες του. Όποτε μαζεύω δυο δεκάρες για τον γάμο μου με τον Κωστάκη λες και έχει ραντάρ και κάτι παθαίνει και θέλει λεφτά."
Επικρατεί μια περίεργη σιωπή.
Τον κοιτάζω αλλά κοιτά χαμηλά τα χέρια του. Οι ώμοι του έχουν γύρει μπροστα.
"Τον αγαπάς τον Κωστάκη ε?"
μου λέει και η φωνή του ίσα που ακούγεται. Περνά το χέρι του μέσα απο τα μαλλιά του και άδικα τό τζελ που έβαλε γιατί μόλις τα χάλασε. Τρίβει τον αυχένα του και ξεφυσά.
"Εννοείται ρε Μητσάρα , η αγορίνα μου είναι. Εγώ τον άντρα μου τον τιμάω και πεθαίνω για εκείνον και μια μέρα θα παντρευτούμε και.." κοιτάω το δρόμο.
Δεν μιλαω γενικά για τα προσωπικά μου αλλά..με έσωσε ο Δημήτρης και..εντάξει ..το εκτιμώ.
"Και ονειρεύομαι μια μέρα ξέρεις.." τον λοξοκοιτώ " να έχω τρια παιδιά .. αγόρια θα ήθελα.. αλλά και κορίτσια να είναι θα τα αγαπάω ..και να μην δουλεύω.. μην με βλέπεις έτσι δυναμική, το μόνο που θέλω είναι να ..είμαι σε ένα σπίτι και να φροντίζω τα παιδιά μου και τον άντρα μου και να τους κάνω ευτυχισμένους. "
Τον βλέπω να κοιτά έξω το παρκάκι.
Δεν μιλάει.
Θα του ακούστηκα γυναικούλα. Αλλά αλήθεια έχω όνειρο να αποκτήσω την οικογένεια που ποτέ δεν είχα. Και θα το κάνω . Ο κόσμος να χαλάσει.
"Ε.." τον ακούω να μιλά σιγανά κάτι ψάχνει στις τσέπες του. " θα..πάω ..εμ..να κάνω ένα τσιγάρο στο παρκάκι κι έρχομαι"
Μου λέει χωρίς να με κοιτάζει. Η φωνή του ακούστηκε παράξενη.
"Έρχομαι κι εγώ" του λέω και βγάζω την ζώνη ασφαλείας μου.
"Σε παρακαλώ μείνε στο αυτοκίνητο"
Μου απαντά αλλά καταλαβαίνω οτι με διατάζει σαν αφεντικό .
Κουνάω αμήχανα το κεφάλι.
Γενικά πέρα απο το κόλλημα που τραβάει να μην μιλάω στο κινητό, ο Δημήτρης δεν με διατάζει. Μου φαίνεται παράξενο που θέλει να πάει κάπου χωρίς εμένα. Πάντα θέλει να είμαστε μαζί..
Τον βλέπω να κάθεται σε ένα παγκάκι. Γύρω είναι σκοτεινά και μόνο μια λάμπα του δήμου φωτίζει την μορφή του. Είναι γυρισμένος πλάτη σ'εμενα.
Ανοίγω το παράθυρο.
Και το μυρίζω σε δεύτερα.
Αρε το κωλόπαιδο έσκασε τσιγάρο. Αφού του πέταξα το μαύρο που σκατά το βρήκε?
Βγαίνω έξω και πάω γρήγορα σε εκείνον.
"Μπάφο κάνεις ρε κωλόπαιδο? σβήστο θα βρω τον μπελά μου απο τον πατέρα σου"
Μένει ακίνητος. Δεν γυρίζει πλάτη. Τον βλέπω να καπνίζει όμως.
Τον πλησιάζω και τον γυρνάω απότομα.
"Σε ποιόν μιλάω ρε κακομα-"
Καταπίνω την φράση μου γιατί βλέπω τα μάτια του.
Είναι κόκκινα. ..και όχι απο τον μπάφο..νομίζω πως ..
Έκλαιγε?
"Γιατί κλαις ρε Μη-"
"Φύγε . Έρχομαι σε πέντε λεπτά. Σε παρακαλώ" μου λέει ανέκφραστα χωρίς να με κοιτάζει.
Τι έγινε?
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top